Αριθμός 1048/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή και Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και το διακριτικό τίτλο “EUROBANK”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της αρχικά αναιρεσείουσας Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Κουτρούμπα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσιβλήτου: Κ. Α. του Ι., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Μάριο – Σάββα Μαρινάκο και Αλέξιο Αλεξόπουλο και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/5/2018 ανακοπή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 906/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3201/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 11/11/2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσιβλήτου ζήτησαν την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 11-11-2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθμ. 3201/2019 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία δέχθηκε τυπικώς και απέρριψε κατ’ ουσίαν την από 21-11-2018 έφεση που είχε ασκήσει η ήδη αναιρεσείουσα κατά της υπ’ αριθμ. 906/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει δεκτή η από 2-5-2018 ανακοπή αλλά και οι από 6-9-2018 πρόσθετοι αυτής λόγοι της αναιρεσίβλητης κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδονταν από την αναιρεσείουσα εις βάρος της με την υπ’ αριθμ. …/16-3-2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Σ. Σ., βάσει του υπ’ αριθμ. 7116/2014 πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. 7113/2014 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Με το άρθρο 1 παρ. 1 της από 29-12-1980 πράξης νομοθετικού περιεχομένου που κυρώθηκε με τον Ν. 1157/1981, καθιερώθηκε από 1 Ιανουαρίου 1981 πενθήμερη εβδομάδα εργασίας, αρχόμενη από Δευτέρα μέχρι και Παρασκευή για το προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών της τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ενώ κατά την παρ. 12 του ίδιου άρθρου, η διαδρομή των προθεσμιών που τάσσονται από το νόμο ή τα δικαστήρια, αρχίζει από την επομένη ημέρα της επίδοσης ή του γεγονότος που αποτελεί την αφετηρία της και λήγει την 17.00 ώρα της τελευταίας ημέρας, εάν δε αυτή είναι κατά νόμο εξαιρετέα ή Σάββατο λήγει την ίδια ώρα της επομένης εργάσιμης ημέρας. Όπως συνάγεται από την διατύπωσή της, η άνω διάταξη, όπως άλλωστε και η ταυτόσημη σχεδόν διάταξη του άρθρου 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, εφαρμόζεται τόσον επί των προθεσμιών ενέργειας όσο και επί των προπαρασκευαστικών προθεσμιών, δηλαδή εκείνων, οι οποίες τάσσονται και είναι απαραίτητο να παρέλθουν πριν από την ενέργεια ορισμένης πράξης, σε τρόπο ώστε αν η τελευταία ημέρα των εν λόγω προθεσμιών συμπίπτει προς ημέρα εξαιρετέα ή Σάββατο, δεν υπολογίζεται αυτή και η προθεσμία λήγει την ίδια ώρα της επομένης εργάσιμης ημέρας (ΟλΑΠ 33/1996, ΑΠ 244/2021, ΑΠ 332/2016).
Στην προκειμένη υπόθεση από την σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Ι. Π. επί της ως άνω προσβαλλομένης υπ’ αριθμ. 3201/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, προκύπτει ότι η εν λόγω απόφαση επιδόθηκε στην ήδη αναιρεσείουσα τραπεζική εταιρία στις 10-10-2019 και η τελευταία κατέθεσε το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως στην γραμματεία του προαναφερθέντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου νομίμως και εμπροθέσμως στις 11-11-2019 (άρθρα 495, 552, 553, 556, 558, 564 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), εφόσον τόσον η τριακοστή ημέρα, όσον και η επομένη αυτής ημέρα από την επομένη της επιδόσεως της ως άνω αποφάσεως, δηλαδή η 9η και η 10η Νοεμβρίου 2019, ήταν ημέρες Σάββατο και Κυριακή αντιστοίχως και για τον λόγον αυτόν παρατάθηκε η σχετική προθεσμία μέχρι ώρας 7ης της αμέσως επομένης εργάσιμης ημέρας, δηλαδή μέχρι την Δευτέρα, 11-11-2019. Επομένως η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Από την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά τον νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται σε ακυρότητες δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνον δίκαιο (ΟλΑΠ 2/2001, ΑΠ 2001/2009), ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1518/2008, ΑΠ 558/2008). Μέσω του παραπάνω από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγο, ελέγχονται, πλην άλλων, το παραδεκτό της άσκησης ενδίκων μέσων (ΑΠ 371/2008), των προσθέτων λόγων έφεσης, το παραδεκτό των ανακοπών (άρθρ. 583 επ, 632, 933 ΚΠολΔ) και των προσθέτων λόγων αυτών καθώς και το παραδεκτό της έκδοσης διαταγής πληρωμής με βάση έγγραφο και κατά παράβαση του άρθρου 623 ΚΠολΔ, δεν αποδεικνύει την απαίτηση και το ποσόν αυτής (ΟλΑΠ 43/2005, ΑΠ 498/2017). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 915 και 916 ΚΠολΔ για να πραγματοποιηθεί η αναγκαστική εκτέλεση, δεν αρκεί να υπάρχει εκτελεστός τίτλος, πρέπει επιπλέον αυτός να ενσαρκώνει αξίωση βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Ειδικότερα, όσον αφορά το στοιχείο του βεβαίου της απαίτησης, αυτό υπάρχει κατά το άρθρο 915 ΚΠολΔ, όταν η απαίτηση δεν εξαρτάται από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία. Εξάλλου κατά το άρθρο 916 ΚΠολΔ εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν (η απαίτηση) από τον τίτλο προκύπτει κατά ποσόν και ποιόν, είναι δε εκκαθαρισμένη η χρηματική απαίτηση και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με την διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 1543/2014). Τυχόν έλλειψη αυτού του στοιχείου προκαλεί επίσης ακυρότητα της εκτέλεσης, η οποία κηρύσσεται χωρίς προβολή βλάβης (ΑΠ 1419/2019), ενώ η κατάσχεση που επιβλήθηκε και η με βάση αυτή επισπευδομένη αναγκαστική εκτέλεση για ποσόν μεγαλύτερο του τίτλου, δεν είναι άκυρη, μπορεί όμως να ακυρωθεί για το επί πλέον ποσό (ΑΠ 1543/2014). Για το ορισμένο του παραπάνω από το άρθρο 559 αριθ. 14 λόγου αναίρεσης πρέπει, ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 118 αριθ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο αναιρετήριο πρωτίστως, η διαδικαστική πράξη, την οποία το δικαστήριο της ουσίας, παραβαίνοντας την οικεία δικονομική διάταξη κήρυξε ή δεν κήρυξε απαράδεκτη. Εξάλλου κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, ήτοι από την ανάγνωση μόνο της απόφασης, χωρίς να απαιτείται και επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης και γ) για ισχυρισμό που αφορά την δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει την νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει την ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει τον λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί και μάλιστα παραδεκτά και νόμιμα από τον αναιρεσείοντα στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, αν προσβάλλεται απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, θα πρέπει ο ισχυρισμός που στηρίζει το συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης, να είχε προταθεί παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά και να επαναφέρθηκε παραδεκτά (με λόγο έφεσης ή ανάλογα κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ, με τις προτάσεις) και στο δεύτερο βαθμό και να αναφέρεται αυτό στο αναιρετήριο, εκτός αν υπάγεται στις παραπάνω εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ ή πρόκειται για ισχυρισμό που παραδεκτά κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ, προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη, που επίσης, πρέπει να διευκρινίζεται στο αναιρετήριο. Εξάλλου το ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, δεν έχει σημασία, διότι, στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο παραβίασε μεν τον νόμο, όμως λόγος αναίρεσης δεν μπορεί να ιδρυθεί, αν ο σχετικός ισχυρισμός δεν είχε προταθεί νόμιμα από τον διάδικο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις παραπάνω εξαιρέσεις, την οποία όμως, εξαίρεση ο αναιρεσείων πρέπει να επικαλεσθεί με την αναίρεσή του (ΟλΑΠ 43/1990, ΑΠ 148/2006). Περαιτέρω και στις περιπτώσεις των εξαιρέσεων αυτών, για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, που προτείνεται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, όταν αφορά την δημόσια τάξη ή όταν το σφάλμα προκύπτει από την ίδια την απόφαση, πρέπει τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζεται, να είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής. Επομένως, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ενώ πρέπει να αναφέρεται και ο χρόνος και ο τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος. Το απαράδεκτο αυτό αφορά όλους τους λόγους αναίρεσης (ΑΠ 1059/2017).
Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 630 ΚΠολΔ “η διαταγή πληρωμής καταρτίζεται εγγράφως και πρέπει να περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο του δικαστή, ο οποίος εκδίδει τη διαταγή πληρωμής, β) το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο, την κατοικία, την διεύθυνση, καθώς και τον αριθμό φορολογικού μητρώου εκείνου που ζήτησε την έκδοση της διαταγής πληρωμής και αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο την επωνυμία, την διεύθυνση της έδρας του και τον αριθμό του φορολογικού μητρώου, γ) το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο, την κατοικία, την διεύθυνση, καθώς και αν αυτό είναι εφικτό τον αριθμό φορολογικού μητρώου εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση και αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο την επωνυμία, την διεύθυνση της έδρας του, καθώς και αν αυτό είναι εφικτό τον αριθμό του φορολογικού του μητρώου, δ) την αιτία της πληρωμής, ε) το ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, που πρέπει να καταβληθεί, στ) διαταγή πληρωμής, ζ) υπόμνηση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται ότι έχει το δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 636 και ζ) την υπογραφή του δικαστή”. Σε ότι αφορά το καταβλητέο ποσό χρημάτων ή χρεογράφων, αυτό είναι αναγκαίο για την πλήρωση της προϋποθέσεως για την αναγκαστική εκτέλεση (άρθρο 916 ΚΠολΔ), καθόσον για να γίνει αυτή πρέπει να προκύπτει από τον εκτελεστό τίτλο το ποσόν και το ποιόν της παροχής. Πρέπει δε με το ποσό να προστίθενται αν υπάρχει σχετικό αίτημα και οι τόκοι, αλλά όχι με συνυπολογισμό του ορισμένου ποσού αυτών, αλλά με την προσθήκη της λέξεως “νομιμότοκα” και του προσδιορισμού του χρόνου έναρξη αυτών.
Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 934 παρ. 1 περιπτ. α’ ΚΠολΔ, που επιβάλλει την κατά στάδια προσβολή των πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, η ανακοπή του άρθρου 933 είναι παραδεκτή “αν αφορά ελαττώματα από την σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και την δημοσίευση του αποσπάσματος της σχετικής κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 και 995 ή την απαίτηση ή σε περίπτωση κατάσχεσης στα χέρια τρίτου μέχρι και την επίδοση του κατασχετήριου εγγράφου στον καθ’ ού, μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης. Σε περίπωση άμεσης εκτέλεσης, η ανακοπή κατά της επιταγής προς εκτέλεση ασκείται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την επίδοση της επιταγής”. Δηλαδή για το παραδεκτό των αντιρρήσεων, ήτοι της ανακοπής κατά της εκτέλεσης, του άρθρου 933 ΚΠολΔ, η ανακοπή αυτή πρέπει να ασκηθεί σύμφωνα με το άρθρο 934, μέσα στα τασσόμενα από την τελευταία διάταξη, χρονικά όρια, αφού με την πάροδο άπρακτων των τελευταίων, τυχόν ακυρότητα της αναγκαστικής εκτελέσεως, για οποιονδήποτε και οποτεδήποτε προβαλλόμενο λόγο, καλύπτεται, αποτέλεσμα που συνάδει στο πνεύμα της τελευταίας διάταξης, με την οποία σκοπείται η ταχεία άρση της αβεβαιότητας περί το κύρος των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας. Οι κατά το άρθρο 934 παρ.1 ΚΠολΔ οριζόμενες προθεσμίες για το παραδεκτό της κατά το άρθρο 933 του ιδίου κώδικα ανακοπής και των προσθέτων αυτής λόγων, είναι δικονομικές, εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η πάροδός τους συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής της σχετικής πράξεως της εκτελεστικής διαδικασίας (ΟλΑΠ 12/2009, ΑΠ 261/2017, ΑΠ 905/2011). Από τις διατάξεις εξάλλου των άρθρων 904, 915 και 916 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι δεν μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση με βάση εκτελεστό τίτλο, όπως κατά το άρθρο 904 παρ. 2 περ. ε’ ΚΠολΔ είναι και οι διαταγές πληρωμής, αν από τον τίτλο δεν προκύπτει το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της απαιτήσεως. Δεν είναι βεβαία η απαίτηση όταν από τον τίτλο προκύπτει ότι αυτή τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, πριν την πλήρωση της αιρέσεως ή την πάροδο της προθεσμίας, αφού μέχρι την συντέλεση των σχετικών αυτών γεγονότων δεν υφίσταται υποχρέωση του οφειλέτου και αντίστοιχο δικαίωμα του δανειστού προς ικανοποίηση του οποίου αποσκοπεί η αναγκαστική εκτέλεση. Η πλήρωση της αιρέσεως ή η πάροδος της προθεσμίας, εφόσον στην τελευταία περίπτωση δεν μπορεί να βρεθεί ημερολογιακώς, πρέπει να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, που έχει αποδεικτική δύναμη, έναντι του οφειλέτου σύμφωνα με τα άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ και το οποίο πρέπει να επιδίδεται στον καθ’ ού η εκτέλεση οφειλέτη, ως συμπλήρωμα του εκτελεστού τίτλου, μαζί με την επιταγή προς εκτέλεση, προκειμένου αυτός να μπορεί να εναντιωθεί, ασκώντας ανακοπή κατά της εκτελέσεως. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον τίτλο προκύπτει κατά ποσόν και ποιόν, ενώ είναι επίσης εκκαθαρισμένη η χρηματική απαίτηση όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με την διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1016/2018, 1543/2014). Τέλος η κατάσχεση που επιβλήθηκε και η με βάση αυτή επισπευδομένη αναγκαστική εκτέλεση, για ποσό μεγαλύτερο του τίτλου, δεν είναι άκυρη, μπορεί όμως να ακυρωθεί για το επί πλέον ποσό.
Στην κρινομένη υπόθεση με την προαναφερθείσα από 2-5-2018 ανακοπή αλλά και τους από 6-9-2018 προσθέτους αυτής λόγους η ανακόπτουσα και ήδη αναιρεσίβλητη ζήτησε για τους αναφερομένους στα παραπάνω δικόγραφα λόγους, να ακυρωθεί η αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδονταν εκ μέρους της αναιρεσείουσας εις βάρος της με την υπ’ αριθμ. …/16-3-2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Σ. Σ., βάσει του υπ’ αριθμ. 7116/2014 πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. 7113/2014 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Μετά την συζήτηση της ως άνω ανακοπής αλλά και των προσθέτων αυτής λόγων εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 906/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποίαν αφού συνεκδικάσθηκε η ως άνω ασκηθείσα ανακοπή αλλά και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, έγινε δεκτή τόσον η ανακοπή, όσον και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι και ακυρώθηκε η προαναφερθείσα υπ’ αριθμ. …/16-3-2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή Σ. Σ.. Κατά της ως άνω πρωτοδίκου αποφάσεως η ήδη αναιρεσείουσα τραπεζική εταιρία άσκησε την από 21-11-2018 έφεση, μετά την συζήτηση της οποίας εκδόθηκε η ως άνω προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 3201/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποίαν, αφού έγινε τυπικώς δεκτή η παραπάνω ασκηθείσα έφεση, απορρίφθηκε από ουσιαστικής απόψεως.
Εν προκειμένω από την παραδεκτή επισκόπηση της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος ειδικότερα τα ακόλουθα: “Δυνάμει της 32.00000.48589/17.6.2005 σύμβασης δανείου, η καθής παρείχε στην ανακόπτουσα δάνειο ποσού 325.000 ευρώ, προκειμένου αυτό να χρησιμοποιηθεί για την αγορά επαγγελματικής στέγης. Στη συνέχεια, με την από 31.10.2008 Πρόσθετη Πράξη Τροποποίησης της ως άνω σύμβασης και του συνημμένου σε αυτήν από 17.6.2005 Παραρτήματος Ι μετετράπη το οφειλόμενο ποσό του δανείου από ευρώ σε ελβετικά φράγκα, ειδικότερα δε προς εξυπηρέτηση της ένδικης σύμβασης ανοίχθηκε ο … λογαριασμός. Ακολούθησε η κατάρτιση του από 20.3.2012 ιδιωτικού συμφωνητικού ρύθμισης οφειλής και ανοίχτηκε προς τούτο ο … λογαριασμός, ο οποίος στις 28.5.2013 εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο ανερχόμενο στο ποσό των 433.532.33 CHF (ελβετικών φράγκων) και έκλεισε οριστικά. Στις 27.8.2013 η καθής επέδωσε στην ανακόπτουσα την από 28.5.2013 εξώδικη καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης (βλ. την 4069 ΣΤ/27.8.2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Μ. Ι.), με την οποία της δήλωσε ότι καταγγέλλει την ένδικη σύμβαση και την κάλεσε να της καταβάλει το ισόποσο του ως άνω ποσού σε ευρώ, με βάση την ισοτιμία ευρώ/ελβετικού φράγκου κατά την ημέρα της εξοφλήσεως, πλέον τόκων και εξόδων και συγκεκριμένα α) 395.303,40 CHF για άληκτο κεφάλαιο, β) 35.552,43 CHF για ληξιπρόθεσμες δόσεις κεφαλαιοποιηθέντων τόκων, γ) 2.676,50 CHF για τόκους άληκτου κεφαλαίου και τόκους υπερημερίας ληξιπρόθεσμων δόσεων κεφαλαίου και δ) 35,50 CHF για έξοδα. Μετά ταύτα με την από 18.10.2013 αίτηση της η καθής αιτήθηκε από το παρόν Δικαστήριο και πέτυχε την έκδοση της 7113/2014 διαταγής πληρωμής και εν προκειμένω εκτελεστού τίτλου, στο διατακτικό της οποίας αναφέρεται η υποχρέωση της ανακόπτουσας να καταβάλει στην καθής α) το ισόποσο σε ευρώ των 433.532,33 CHF, βάσει της ισοτιμίας του ευρώ με το ελβετικό φράγκο κατά τον χρόνο εξόφλησης, πλέον 35,50 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο, εντόκως από 12.9.2013 με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, που υπερβαίνει το ενήμερο συμβατικό επιτόκιο κατά 2,50 εκατοστιαίες μονάδες, και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης, καθώς και το ποσό των 7.800 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη. Όμως, αν και εμφαίνεται στην ως άνω από 28.5.2013 εξώδικη καταγγελία ως οφειλόμενο ποσό κεφάλαιο και κεφαλοποιημένοι τόκοι, δεν αναφέρονται στη διαταγή πληρωμής ειδικότερα το κεφάλαιο και οι κεφαλαιοποιημένοι τόκοι κατά ποσό ορισμένο, προς έλεγχο του συννόμου της συνολικής απαίτησης, με αποτέλεσμα να μην είναι εκκαθαρισμένη η απαίτηση, ούτε δυνατή η αναγκαστική εκτέλεση για την είσπραξή της, με συνέπεια η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής να είναι ακυρωτέα…”. Όπως όμως ήδη αναφέρθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας απόφασης ο προσδιορισμός του ακριβούς ύψους του ποσού των οφειλομένων τόκων μπορεί να εξευρεθεί με την διενέργεια μαθηματικών πράξεων και πάντως δεν συνιστά αναγκαίο, απαραίτητο και επιβεβλημένο στοιχείο για την εγκυρότητα της διαταγής πληρωμής, οπότε η ως άνω σχετική απαίτηση της ήδη αναιρεσείουσας τυγχάνει εκκαθαρισμένη και ως εκ τούτου η παραπάνω διαταγή πληρωμής είναι έγκυρη και κατά συνέπειαν τυγχάνει νόμιμη και η επισπευδομένη βάσει του προαναφερθέντος τίτλου, αναγκαστική εκτέλεση, ενώ πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι, επειδή η αναιρεσίβλητη δεν επικαλέσθηκε την εκ μέρους της ολοσχερή εξόφληση της ως άνω σχετικής οφειλής της, η επισπευδομένη εις βάρος της με τον παραπάνω τίτλο, έστω και για ποσόν μεγαλύτερο του εν λόγω τίτλου, δεν είναι άκυρη, μπορεί όμως να ακυρωθεί για το επί πλέον ποσό, όπως επίσης αναφέρθηκε στην προαναφερθείσα σχετική νομική σκέψη.
Το προαναφερθέν λοιπόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με το να δεχθεί ότι επειδή δεν αναφέρονται στην ως άνω διαταγή πληρωμής ειδικότερα οι κεφαλαιοποιημένοι τόκοι κατά ποσό ορισμένο, προς έλεγχο του συννόμου της συνολικής απαίτησης, δεν είναι εκκαθαρισμένη η απαίτηση, ούτε είναι δυνατή η αναγκαστική εκτέλεση για την είσπραξή της και μετά ταύτα ακύρωσε την ως άνω επισπευδομένη εκ μέρους της αναιρεσείουσας εις βάρος της αναιρεσίβλητης αναγκαστικής εκτελέσεως βάσει της παραπάνω υπ’ αριθμ. …/16-3-2018 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή Σ. Σ., υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 14 και ως εκ τούτου οι σχετικοί αναιρετικοί λόγοι που προβάλλονται, με την ένδικη αίτηση, κρίνονται βάσιμοι.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί η ως άνω προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο προαναφερθέν Μονομελές Εφετείο Αθηνών που εξέδωσε την αναιρουμένη απόφαση, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλον δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και επί πλέον, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στην αναιρεσείουσα εταιρία του παράβολου που καταβλήθηκε εκ μέρους της για την άσκηση της κρινομένης αναίρεσης (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει ακόμη να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας εις βάρος της αναιρεσίβλητης λόγω της ήττας της τελευταίας στην δίκη αυτή (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως αμέσως παρακάτω ορίζεται στο διατακτικό αυτής της αποφάσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’ αριθμ. 3201/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο πιο πάνω Εφετείο, συντιθέμενο από άλλον δικαστή. ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στην αναιρεσείουσα του παράβολου που καταβλήθηκε εκ μέρους της για την άσκηση της αναίρεσης.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, το ύψος των οποίων καθορίζει στο χρηματικό ποσόν των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000,00 €).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ