Αριθμός 1081/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Πέτρο Σαλίχο, Ιωάννη Φιοράκη- Εισηγητή, Παρασκευή Καλαϊτζή και Γεώργιο Παπανδρέου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 23η Ιανουαρίου 2019 με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων:1.Ε. Δ. του Α., κατοίκου …, 2.Ε. Δ. συζ. Γ. Ρ., ατομικώς και ως καθολικής διαδόχου της αποβιωσάσης Μ. Δ. και 3.Ά. Δ. του Ι., ατομικώς και ως καθολικής διαδόχου της αποβιωσάσης Μ. Δ., κατοίκων …, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Απέργη. Του αναιρεσιβλήτου: Α. Π. του Λ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Ελένη Πιτταρά.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21-2-2013 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ερμούπολης.
Εκδόθηκε η 53/2013 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που παρέπεμψε στο καθ’ ύλην αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου. Μετά τη συζήτηση εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 66/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 183/2017 του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24-5-2018 αίτησή του kαι τους από 21-12-2018 πρόσθετους λόγους αυτής. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 24-5-2018 αίτηση αναίρεσης και οι από 21-12- 2018 πρόσθετοι λόγοι της κατά της υπ’ αριθ. 183/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου έχουν ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 552 επ. και 569 ΚΠολΔ. Επομένως τόσο η αναίρεση, όσο και οι πρόσθετοι λόγοι της, που αφορούν τα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι παραδεκτοί και πρέπει να συνεκδικασθούν και να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους.
Κατά τη διάταξη του μεν άρθρου 967 ΑΚ πράγματα κοινής χρήσης είναι, πλην άλλων, οι δρόμοι και οι πλατείες, του δε άρθρου 968 ΑΚ τα κοινόχρηστα πράγματα, εφόσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα, ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανήκουν στο δημόσιο. Ο δήμος ή η κοινότητα για να είναι κύριοι κοινοχρήστου ακινήτου πράγματος, θα πρέπει αυτό να έχει περιέλθει & εκείνους με δικαιοπραξία, με νόμο ή με νόμιμη διοικητική πράξη. Μέχρι της εισαγωγής του Αστικού Κώδικα το χαρακτήρα του κοινοχρήστου ακινήτου μπορούσε να προσδώσει α) η σύμφωνα με τις διατάξεις περί σχεδίου πόλεων πράξη της αρμόδιας διοικητικής αρχής που το περιελάμβανε στο ρυμοτομικό διάγραμμα του σχεδίου πόλεως, β) η βούληση του ιδιοκτήμονα εκδηλούμενη με δικαιοπραξία κατά τις διατάξεις του βρδ. και δη των ν. 6 παρ. 2, Πανδ. (34-2) και γ) η παραγραφή του αμνημονεύτου χρόνου κατά τις διατάξεις του βρδ. και δη των ν. 3, Πανδ (43-7). Η αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα (vetustas) υπάρχει, όταν δύο σε συνέχεια γενεές έτσι γνώρισαν την παρούσα κατάσταση, με την προϋπόθεση πάντως ότι η αμνημόνευτη αυτή αρχαιότητα ήταν συμπληρωμένη μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ, στις 23-2-1946, μετά την οποία αποκλείεται η συμπλήρωση αυτής γιατί τέτοια αμνημόνευτη αρχαιότητα δεν προβλέπει ο ΑΚ. Ο ισχυριζόμενος ότι κάποιο ακίνητο είναι δημοτικό πρέπει, για το ορισμένο του ισχυρισμού του, να προσδιορίσει το νόμιμο τρόπο, με τον οποίο απέκτησε την ιδιότητα αυτή. Ειδικότερα, ο επικαλούμενος την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα, δηλαδή, την αμνημονεύτου χρόνου παράδοση του ακινήτου σε κοινή χρήση, πρέπει να επικαλεσθεί και; σε περίπτωση αμφισβήτησης (να αποδείξει ότι η τώρα υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων, υπάρχει από χρόνου τόσου, ώστε η γενεά ανθρώπων που ζει κατά την εισαγωγή του ΑΚ και αυτή που αμέσως προηγήθηκε, κάθε μιας απ’ αυτές νοούμενης και εκτεινόμενης επί σαράντα έτη, να μη γνώρισαν διαφορετική κατάσταση (ΑΠ 220/2015, ΑΠ 137/2015). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 282 και 1108 ΑΚ συνάγεται, αφενός ότι το δικαίωμα άσκησης της αρνητικής αγωγής δεν παρέχεται στην περίπτωση που εκείνος που προσέβαλε την κυριότητα άλλου ενήργησε δυνάμει δικαιώματος .και αφετέρου ότι η ικανοποίηση της αξίωσης από τον δικαιούχο κύριο, σε περίπτωση τέτοιας προσβολής (με τρόπο άλλο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος), χωρίς τη βοήθεια της αρχής (αυτοδικία) επιτρέπεται μόνο όταν η βοήθεια της τελευταίας δεν μπορεί να φτάσει έγκαιρα και υπάρχει κίνδυνος από την αναβολή να ματαιωθεί ή να δυσκολευτεί σημαντικά η πραγμάτωση της αξίωσης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν, για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται εν όφει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήσαν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στη έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόσθηκε ορθώς ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις (ΟλΑΠ 24/1992). Οι παραπάνω από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι είναι δυνατόν να φέρονται ότι πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναίρεσης θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ διότι πλήττουν την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, ενώ κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η τελευταία αυτή διάταξη, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού όλων των αναιρετικών λόγων του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο δικόγραφο του ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και αν ο εν λόγω ισχυρισμός ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος πρότασης ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να κριθεί, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος (ΑΠ 1389/2018, ΑΠ 544/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, δέχθηκε, μετ’ ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ” Η επίδικη εδαφική λωρίδα έχει εμβαδόν 14,60 τ.μ., βρίσκεται εκτός ρυμοτομικού σχεδίου …, εντός του οικισμού “…” του Δήμου …, απεικονίζεται στο από Σεπτεμβρίου 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού, Α. Ζ., υπό τα κεφαλαία περιμετρικά αλφαβητικά γράμματα…. και συνορεύει σύμφωνα με αυτό, επί πλευρών…. με δημοτική οδό (πάροδος δημοτικής οδού …)…… που φέρει ΚΑΕΚ….., με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ……., με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ…. και με την αναμφισβήτητη ιδιοκτησία συγκυριότητας των εκκαλούντων-εναγόντων με ΚΑΕΚ….. Για την εδαφική αυτή λωρίδα, ο εφεσίβλητος – εναγόμενος, που είναι κάτοικος του ιδίου οικισμού και επί της ιδίας οδού (… αριθ. ….) και του οποίου η μητέρα είναι ιδιοκτήτρια οικίας επί της παρόδου της οδού …, όπου βρίσκεται το επίδικο, ισχυρίζεται ότι αποτελεί πλάτωμα της κοινόχρηστης κοινοτικής οδού, παρόδου της οδού …, από αμνημονεύτων ετών, ενώ οι εκκαλούντες- ενάγοντες ισχυρίζονται ότι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα παρακείμενου ακινήτου συγκυριότητας τους, κατά ποσοστό 571,09%ο εξ αδιαιρέτου ο τέταρτος από αυτούς 428,91%ο εξ αδιαιρέτου, συνολικά, οι τρεις πρώτες από αυτούς. Οι εκκαλούντες – ενάγοντες έχουν αποκτήσει την προοαναφερόμενη ιδιοκτησία τους, με παράγωγο τρόπο και ειδικότερα: α) κατά συγκυριότητα ο τέταρτος εξ αυτών αρχικά κατά ποσοστό 1/7 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά της εξ αδιαθέτου αποβιώσασας στις 6-5- 1991 μητέρας του, Α.-Δ., δυνάμει της ….74/1994 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Ε. Α., νομίμως μεταγεγραμμένης και κατά ποσοστό 3/7 εξ αδιαιρέτου από αγορά από τους συγκληρονόμους αδελφούς του, Κ., Ι. και Δ. Δ., δυνάμει του …82/1994 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της ιδίας ανωτέρω συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένου, στους οποίους είχε περιέλθει το ως άνω ακίνητο κατά ποσοστό 1/7 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, από κληρονομιά της εξ αδιαθέτου αποβιώσασας μητέρας τους Α. Δ., δυνάμει της ιδίας ως άνω νομίμως μεταγεγραμμένης ….74/1994 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Ε. Α., σε συνδυασμό με την μετέπειτα συσταθείσα 3009/1994 πράξη σύστασης καθέτων ιδιοκτησιών της ίδιας συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένης…. και β) οι τρεις πρώτες εκκαλούσες-ενάγουσες κατέστησαν συγκύριες του ως άνω οικοπέδου, από κληρονομιά του εξ αδιαθέτου αποβιώσαντος στις 18-10-1994, συζύγου, της πρώτης και πατέρα των λοιπών, Ι. Δ. του Α. και συγκεκριμένα κατά ποσοστά 25% εξ αδιαιρέτου η πρώτη και 37,5% εξ αδιαιρέτου η καθεμία των λοιπών, την οποία αυτές αποδέχθηκαν με την 3866/1996 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της ίδιας ανωτέρω συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένης…., σε συνδυασμό με την μετέπειτα καταρτισθείσα ως άνω πράξη σύστασης καθέτων ιδιοκτησιών (….09/1994). Στη συγκυριότητα του ως άνω κληρονομούμενου- δικαιοπαρόχου τους, Ι. Δ., το επίδικο είχε περιέλθει αρχικά κατά ποσοστό 1/7 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά της ως άνω εξ αδιαθέτου αποβιώσασας στις 6-5-1991 μητέρας του, Ά. Δ. την οποία και αυτός , όπως όλα τα αδέλφια του, αποδέχθηκε με την προαναφερόμενη νόμιμα μεταγραμμένη πράξη αποδοχής κληρονομίας (….74/1994) και κατά ποσοστό 2/7 εξ αδιαιρέτου από αγορά από τους συγκληρονόμους αδελφούς του Γ. Δ. και Χ. Φ., θυγ. Α. Δ., δυνάμει του ….83/1994 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της ανωτέρω συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένου…., στη δε κυριότητα των τελευταίων, το ακίνητο αυτό είχε περιέλθει κατά ποσοστό 1/7 εξ αδιαιρέτου από την ίδια ως άνω κληρονομιά της μητέρας τους, Ά. Δ., η οποία απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη, την οποία αποδέχθηκαν, όλοι οι κληρονόμοι αυτής (επτά τέκνα) με την προαναφερόμενη νόμιμα μεταγραμμένη, συμβολαιογραφική πράξη (2774/1994). Σε όλους τους παραπάνω τίτλους κτήσης της συγκυριότητας του ακινήτου αυτού των εκκαλούντων-εναγόντων, οι οποίοι είναι και οι πρώτοι για την ως άνω ιδιοκτησία τους, ελλείψει προηγούμενων για το ακίνητο αυτό, αναφέρεται ότι η κληρονομούμενη-δικαιοπάροχος των εκκαλούντων – εναγόντων, Ά. Δ., κατέστη κυρία ολοκλήρου του ως άνω ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, καθότι το κατείχε και νεμόταν αυτό από το έτος 1963 μέχρι του θανάτου της στις 6-5-1991, προσαρτώντας γι’ αυτό, σε όλους τους παραπάνω τίτλους, τη με αριθμό ….8/6-4-1994 σχετική ένορκη βεβαίωση, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ερμούπολης, των μαρτύρων Ε. Κ. και Β. συζ. Ζ. Β.. Το ακίνητο, συνιδιοκτησίας κατά τα παραπάνω ιδανικά μερίδια των εκκαλούντων-εναγόντων, που είναι ένα οικόπεδο και βρίσκεται στον Δήμο …, στον οικισμό “….- …”, το οποίο περιέχει μία ισόγεια, παλαιά αποθήκη, εμβαδού 8,65 τμ, απεικονίζεται στο από Φεβρουάριο 1994 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Ν. Ι. Λ. – το οποίο έχει προσαρτηθεί σε όλα τα προαναφερόμενα συμβόλαια- με τα περιμετρικά αριθμητικά στοιχεία…., είναι συνολικής επιφανείας 66,50 τμ, συμπεριλαμβανομένου και του επιδίκου τμήματος και συνορεύει, σύμφωνα με το τοπογραφικό αυτό : Βορειοδυτικά, επί πλευράς… μήκους 1,05 μ., Βόρεια επί πλευράς μήκους 2,60 μ. και Βορειοανατολικά, επί πλευράς μήκους 7,90 μ. με κοινόχρηστο δημοτικό χώρο, Ανατολικά επί πλευρών μήκους 7 μ. και 1,80 μ. , με ιδιοκτησία Κ. Δ., Νότια επί πλευράς μήκους 2 μ., με ιδιοκτησία Κ. Δ., επί πλευράς μήκους 8,80 μ., με ιδιοκτησία Ι. Δ. και επί πλευράς μήκους 2 μ., με ακίνητο τέως ιδιοκτησίας κληρονόμων Ά. Δ. και ήδη ιδιοκτησίας Ε. Δ. (τέταρτος εκκαλών-τέταρτος ενάγων) και Δυτικά επί πλευράς μήκους 3,90 μ., με ακίνητο τέως ιδιοκτησίας κληρονόμων Ά. Δ. και ήδη ιδιοκτησίας Ε. Δ.. Σε όλους τους παραπάνω τίτλους ιδιοκτησίας τους, το παραπάνω ακίνητο των εκκαλούντων-εναγόντων αναφέρεται ότι έχει, ως ανατολικό όριο, την ιδιοκτησία Κ. Δ., χωρίς δηλαδή να παρεμβάλλεται κάποια οδός. Τα ίδια όρια ολοκλήρου του ακινήτου, παραπέμποντας στο ίδιο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα, κατέθεσαν ενόρκως στην προαναφερθείσα με αριθμό …8/6-4-1994 ένορκη βεβαίωση οι παραπάνω μάρτυρες, ότι έχει το ακίνητο, που η δικαιοπάροχος των εκκαλούντων-εναγόντων, Ά. Δ., νεμόταν διανοία κυρίου, για την απόδειξη της κτήσης της κυριότητας αυτού εκ μέρους της τελευταίας με έκτακτη χρησικτησία. Όμως αποδεικνύεται ότι η περιγραφή αυτή των ορίων δεν ανταποκρίνεται επακριβώς στην πραγματικότητα, καθώς η ως άνω ιδιοκτησία των εκκαλούντων-εναγόντων ανατολικά, δεν είχε ως όριο ιδιοκτησία κάποιου ιδιώτη, όπως ανακριβώς αναφέρεται στους παραπάνω τίτλους, αλλά αυτή ανατολικά τερματιζόταν σε δημοτική οδό και συγκεκριμένα στην πάροδο της ευρισκομένης βόρεια του εν λόγω ακινήτου των εκκαλούντων-εναγόντων, δημοτικής οδού … με ΚΑΕΚ…., που είχε αφεθεί η πάροδος αυτή από αμνημονεύτων ετών στην κοινή χρήση και συγκεκριμένα από τα μέσα του 19 αιώνα, που δημιουργήθηκε ο παραπάνω οικισμός “…”, προκειμένου να εξυπηρετούνται οι ανάγκες πρόσβασης στις οικίες των ακινήτων, που σήμερα φέρουν ΚΑΕΚ……, όπως προκύπτει από τις αεροφωτογραφίες του 1940, τα κτηματολογικά διαγράμματα, την από 8-3-2017 τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού Α. Ζ. καθώς και όλα τα τοπογραφικά διαγράμματα του τελευταίου και βέβαια δεν αμφισβητούν την ύπαρξη της εν λόγω δημοτικής παρόδου και οι εκκαλούντες-ενάγοντες. Η εν λόγω πάροδος της οδού …, που αποτελεί και το ανατολικό όριο ιδιοκτησίας των εκκαλούντων – εναγόντων, φέρει τον ίδιο αριθμό ΚΑΕΚ με αυτόν της δημοτικής οδού …, ήτοι…., πέραν της οποίας υφίστανται ιδιοκτησίες ιδιωτών. Η ως άνω επίδικη εδαφική λωρίδα, όπως περιγράφεται ανωτέρω, αποτελεί τμήμα της ως άνω παρόδου της δημοτικής οδού … με ΚΑΕΚ…, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχε παραδοθεί στην κοινή χρήση από αμνημονεύτων χρόνων, και συγκεκριμένα από τα μέσα του 19ου αιώνα, που δημιουργήθηκε ο παραπάνω οικισμός “…”, προκειμένου να εξυπηρετούνται οι ανάγκες πρόσβασης στις οικίες των ακινήτων, που υπήρχαν εκατέρωθεν και νότια αυτής και έτσι η τωρινή και η κατά την εισαγωγή του ΑΚ κατάσταση υπήρχε από τόσο χρόνο, ώστε η γενεά των ανθρώπων που ζούσαν κατά την εισαγωγή του ΑΚ [23-2-1946] καθώς και η αμέσως προηγούμενη δεν γνώρισαν διαφορετική κατάσταση από αυτήν. Η διέλευση και η χρήση από τους κατοίκους της περιοχής γινόταν ανενόχλητα με την πεποίθηση ότι χρησιμοποιούν δημόσια έκταση, ουδέποτε δε οι ιδιοκτήτες των παρακείμενων ιδιοκτησιών, συμπεριλαμβανομένης της δικαιοπαρόχου των εκκαλούντων – εναγόντων, προέβαλαν οποιοδήποτε εμπόδιο ή αμφισβήτησαν τον κοινόχρηστο χαρακτήρα της εν λόγω παρόδου της οδού … και του επιδίκου, το οποίο αποτελεί τμήμα αυτής. Ειδικότερα η δημοτική αυτή πάροδος της οδού …, ενώ ξεκινούσε από την οδό … με μικρότερο πλάτος, στη συνέχεια αυξανόταν το πλάτος και από τις δύο πλευρές, καταλήγοντας στο νότιο άκρο αυτής σε μικρό πλάτωμα, στο οποίο περιλαμβάνεται το επίδικο, όπως τούτο απεικονίζεται στο από Σεπτέμβριο 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Α. Ζ.. Το ότι υπάρχει πλάτυνση στο νότιο τμήμα της παρόδου της δημοτικής οδού … προς την δυτική της πλευρά, δεν αμφισβητούν οι εκκαλούντες-ενάγοντες, πλην όμως ισχυρίζονται ότι η πλάτυνση αυτής προς την ανατολική της πλευρά, που αποτελεί και το επίδικο, δεν είναι κοινόχρηστος χώρος, ισχυρισμός που δεν γίνεται πιστευτός από το Δικαστήριο. Το ότι το επίδικο τμήμα αποτελεί κοινόχρηστο χώρο αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο Δήμος …, στον οποίο υπαγόταν τότε η εν λόγω περιοχή, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης των περίοικων προέβη το έτος 1961, δυνάμει της 88ια/1961 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του, στην κατασκευή αντιπλημμυρικού πέτρινου τοιχίου (ύψους περίπου 0,60 εκατοστών) στο επίδικο τμήμα, για την προστασία των παρακείμενων ιδιοκτησιών από τα όμβρια ύδατα και αργότερα στην κατασκευή αποχετευτικού δικτύου εντός αυτού, με την τοποθέτηση φρεατίου απορροής ομβρίων υδάτων μέσα στο επίδικο, όπως προκύπτει από όλες τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον εφεσίβλητο-εναγόμενο φωτογραφίες, την ύπαρξη του οποίου (φρεατίου) εντός του επιδίκου άλλωστε επιβεβαίωσε και ο μάρτυρας των εκκαλούντων-εναγόντων, Ά. Ζ., με την από 8-3-2017 τεχνική του έκθεση, αλλά και καταθέτοντας ότι τα φρεάτια αυτά κατασκευάζονται σε κοινόχρηστους χώρους από τον Δήμο. Το ότι το παραπάνω τοιχίο έγινε ως αντιπλημμυρικό έργο από τον Δήμο …, στον κοινοτικό χώρο, που βρίσκεται το επίδικο και όχι σε διαφορετική θέση, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες- ενάγοντες, προκύπτει και από το ότι η ως άνω με αριθμό 88ια/1961 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου … δόθηκε στον πατέρα του εφεσιβλήτου-εναγομένου, Λ. Π., κατόπιν της από 1-12-1992 αίτησης του τελευταίου, με την οποία ζητούσε τα σχετικά έγγραφα του Δήμου για την κατασκευή του τοιχίου αυτού, προσδιορίζοντας ότι αυτό (τοιχίο) βρίσκεται έμπροσθεν της οικίας του, που, όπως αποδείχθηκε, πρόκειται για την με αριθμό ΚΑΕΚ… ιδιοκτησία, που βρίσκεται στο νότιο τμήμα της παρόδου της οδού … και έφερε και ανοίγματα (παράθυρα) στον κοινόχρηστο αυτό χώρο, που αποτελεί το επίδικο τμήμα. Πέραν αυτών, το ότι το επίδικο τμήμα αποτελεί κοινόχρηστο χώρο επιβεβαιώνεται και από τα εξής περιστατικά: α) το επίδικο βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την υπόλοιπη δημοτική πάροδο της οδού … και με το από την δυτική πλευρά αυτής πλάτωμα, σε αντίθεση με την όμορη ιδιοκτησία των εκκαλούντων – εναγόντων, που βρίσκεται χαμηλότερα κατά περίπου 80 εκατοστά από το ύψος του επιδίκου, και η οποία (ιδιοκτησία) σε κανένα σημείο της δεν παρουσιάζει υψομετρικές διαφορές, β) το επίδικο οριοθετείται και διαχωρίζεται από την όμορη ιδιοκτησία των εκκαλούντων – εναγόντων με συνεχόμενο διαχωριστικό τοιχίο από τσιμεντόλιθους, επί του οποίου δεν υφίστανται σκαλοπάτια ή είσοδος, για την πρόσβαση των ανωτέρω σε αυτό, υποδηλώνοντας την λειτουργική και χωροταξική αυτοτέλεια των δύο ακινήτων, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες φωτογραφίες του εφεσιβλήτου-εναγομένου, γ) ουδέποτε οι εκκαλούντες – ενάγοντες ή η δικαιοπάροχος τους Ά. Δ., τοποθέτησαν στα άκρα αυτού (επιδίκου) περιμετρική περίφραξη, πόρτα ή άλλο εμπόδιο, όπως θα συνέβαινε, αν επρόκειτο, όπως ισχυρίζονται οι ανωτέρω, για τμήμα της παρακείμενης ιδιοκτησίας τους, καθιστώντας αυτό απροσπέλαστο από τους περίοικους και αναπόσπαστο τμήμα αυτής (της ιδιοκτησίας τους), αντιθέτως δε οι εκκαλούντες-ενάγοντες προέβησαν, χωρίς κανένα δικαίωμα, το 2009 σε καθ’ ύφος επέκταση με τσιμεντόλιθους του κατασκευασθέντος από τον παραπάνω Δήμο, αντιπλημμυρικού πέτρινου τοιχίου, που απεικονίζεται με τα στοιχεία… στο από Σεπτέμβριο 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Α. Ζ., κατά περίπου 1,10 μ , μετατρέποντας κατ’ ουσίαν το επίδικο σε ανεξάρτητο, περίκλειστο ακίνητο, ενόψει και της περιμετρικής αντιπλημμυρικής τοιχοποιίας στις πλευρές…. του ως άνω τοπογραφικού καθώς και του συνεχόμενο διαχωριστικού τοιχίου από τσιμεντόλιθους με το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, οριοθετείται και διαχωρίζεται η ιδιοκτησία των εκκαλούντων-εναγόντων με το επίδικο. Κυρίως όμως ο κοινόχρηστος χαρακτήρας του επιδίκου αποδεικνύεται από το 11784/31-5-2016 έγγραφο του Δήμου …, με αποδέκτες τους εκκαλούντες-ενάγοντες, με το οποίο παρακαλούνται οι τελευταίοι να καθαιρέσουν-απομακρύνουν την πεζούλα, τα παρτέρια και την πέργκολα που έχουν κατασκευαστεί στον κοινόχρηστο χώρο της παρόδου της οδού … στην … δηλαδή στον επίδικο χώρο, τον οποίο ο Δήμος χαρακτηρίζει “κοινόχρηστο χώρο” και στον οποίο και μόνο οι εκκαλούντες-ενάγοντες είχαν προβεί στις παραπάνω κατασκευές (παρτέρι και τέσσερις στύλους από οπλισμένο σκυρόδεμα για υποστυλώματα πέργκολας ), όπως άλλωστε και δεν αμφισβητούν ότι οι ίδιοι προέβησαν σ’ αυτές τις κατασκευές. Οι εξετασθείσες δε τόσο στην με αριθμό 3894/2013 ένορκη βεβαίωση, όσο και στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση μάρτυρες του εφεσιβλήτου-εναγομένου, που έχουν ιδία αντίληψη της κατάστασης και της χρήσης του επιδίκου, καθόσον κατοικούν σε όμορες με το επίδικο ιδιοκτησίες, ιδίως δε η Μ. Δ., που γεννήθηκε το έτος 1919 και κατοικεί πάντα στην ίδια περιοχή, καταθέτουν από προσωπική τους αντίληψη, η δε τελευταία και από διηγήσεις των γονέων της και των παππούδων της, ότι από αμνημονεύτων ετών γινόταν χρήση της επίδικης εδαφικής λωρίδας, ως κοινόχρηστος χώρος, από αόριστο αριθμό προσώπων και μάλιστα δύο γενεές (80 έτη) πριν το έτος 1946, ώστε να αποκτήσει το χαρακτήρα του κοινοχρήστου και ότι έτσι πάντα τον γνώριζαν, δηλαδή ως κοινόχρηστο. Αντίθετα, ο μάρτυρας των εκκαλούντων-εναγόντων, ο οποίος είναι ο πολιτικός μηχανικός, που συνέταξε το ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα, καθ’ υπόδειξη των εντολέων του, επισκέφθηκε πρώτη φορά το επίδικο για την σύνταξη του εν λόγω διαγράμματος το 2011, και ο οποίος ενόψει του νεαρού της ηλικίας του (γεννηθείς το 1981) δεν έχει ιδία γνώση και αντίληψη για την χρήση του επιδίκου όλα αυτά τα χρόνια πριν την άσκηση της αγωγής, δεδομένου ότι ο ίδιος κατέθεσε ενόρκως στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Ερμούπολης ότι ” …Δεν είμαι κάτοικος της περιοχής και δεν έχω προσωπική γνώση της περιοχής. Για όσα καταθέτω βασίζομαι στα τεχνικά στοιχεία και όσα μου έχουν μεταφέρει οι ενάγοντες”. Οι εκκαλούντες-ενάγοντες με βάση τους προαναφερόμενους τίτλους τους…και το από Φεβρουάριο 1994 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Ν. Λ., που είχε προσαρτηθεί σε όλα τα συμβόλαια αυτά, δήλωσαν κατά την έναρξη του κτηματολογίου στην περιοχή, την ως άνω συνιδιοκτησία τους, στην οποία είχαν συμπεριλάβει και το επίδικο κοινόχρηστο εδαφικό τμήμα και καταχωρήθηκε τόσο στο κτηματολόγιο, όσο και στον κτηματολογικό πίνακα το επίδικο, ως τμήμα της ιδιοκτησίας των εκκαλούντων-εναγόντων. Το γεγονός όμως αυτό δεν αποδεικνύει, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες-ενάγοντες, ότι το επίδικο ανήκει πράγματι στην κυριότητά τους, καθόσον ο έλεγχος από τα αρμόδια όργανα του κτηματολογίου για την παραπάνω καταχώρηση έγινε με βάσεις τους παραπάνω τίτλους και τοπογραφικό σχεδιάγραμμα, όπου περιλαμβανόταν και το επίδικο. Το ότι επίσης δεν έγινε διεκδίκηση του επιδίκου χώρου από τον Δήμο … και ήδη Δήμο … κατά την καταχώρηση της παρόδου της οδού … στο κτηματολόγιο, επίσης δεν αποδεικνύει ότι ο επίδικος χώρος δεν είναι κοινόχρηστος χώρος, πόσο μάλλον μετά το προαναφερόμενο …..84/31-5-2016 έγγραφο του Δήμου …, με το οποίο ρητά ο Δήμος χαρακτηρίζει τον επίδικο χώρο, ως κοινόχρηστο χώρο της παρόδου της οδού … στην ….. Το ότι ο, ως άνω, με το …..41/20-3-2013 έγγραφο του, κατόπιν αίτησης της Δ. Ε., κατοίκου της περιοχής, ανέφερε ότι από έλεγχο του διενεργήθηκε στα αρχεία των πρώην Δήμων …. και …, δεν προκύπτει ότι το τοιχίο, που υπήρχε στο ανατολικό όριο της ιδιοκτησίας των εκκαλούντων – εναγόντων, που βρίσκεται στην οδό … στην ……. του Δήμου … είχε κατασκευαστεί από τον Δήμο, δεν αποδεικνύει ότι το επίδικο τμήμα δεν είναι κοινόχρηστος χώρος, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, πράγματι το τοιχίο αυτό κατασκευάστηκε από τους εκκαλούντες-ενάγοντες, πάνω στο μικρό πέτρινο αντιπλημμυρικό τοιχίο, που υπήρχε. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, ο ίδιος Δήμος με το μεταγενέστερο …..84/2016 έγγραφο του, ορίζει ότι το επίδικο είναι κοινόχρηστος χώρος της παρόδου της οδού … . Μάλιστα τόσο η δημοτική οδός …, όσο και η πάροδος της οδού …, πλάτωμα της οποίας αποτελεί το επίδικο, υπήρχαν από αμνημονεύτων ετών και συγκεκριμένα από τα μέσα του 19ου αιώνα, που δημιουργήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ο παραπάνω οικισμός, στον οποίο υπάγονται, όπως τούτο παρατηρείται και στις αεροφωτογραφίες του 1940, όπου σύμφωνα με την από 8-7- 2017 τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού Α. Ζ., την εποχή εκείνη του έτους 1940 παρατηρείται ότι η οδός … καθώς και η πάροδος αυτής δεν είχαν διαμορφωμένα τα όρια με την ιδιοκτησία των εκκαλούντων-εναγόντων, πλην όμως υπήρχαν αναμφισβήτητα οι εν λόγω δημοτικές οδοί. Παρόλα αυτά όμως σε κανένα από τους παραπάνω τίτλους τους οι εκκαλούντες-ενάγοντες, που καταρτίστηκαν το πρώτον το έτος 1994, δεν ανέφεραν ως ανατολικό όριο της ιδιοκτησίας τους, την πάροδο της οδού …, όπως θα έπρεπε. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο επίδικος χώρος μέχρι της ενσωμάτωσής του στο ακίνητο των εκκαλούντων – εναγόντων με την καθ’ ύφος επέκταση από αυτούς, της τοιχοποιίας επί της ανωτέρω πλευράς… του ως άνω τοπογραφικού διαγράμματος, ήταν κοινόχρηστος και ως εκ τούτου ελεύθερα και δικαιωματικά προσβάσιμος σε όλους τους δημότες, είχε δε ανέκαθεν και τουλάχιστον επί ογδόντα έτη, όπως λεπτομερώς αναλύθηκε ανωτέρω, τον χαρακτήρα του κοινόχρηστου, που ανήκε αρχικά στον Δήμο … και ήδη στον Δήμο ……, με την ενσωμάτωση δε αυτού στην ανωτέρω ιδιοκτησία, στερήθηκε του ουσιαστικού περιεχομένου του, που είναι η δυνατότητα των δημοτών να τον χρησιμοποιούν ελεύθερα και δικαιωματικά, είτε για την πρόσβαση στις οικίες τους είτε προς κοινωνική επικοινωνία και αναψυχή. Επομένως, εξάγεται ασφαλώς το συμπέρασμα, ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα ουδέποτε αποτέλεσε τμήμα της ιδιοκτησίας των εκκαλούντων-εναγόντων, καθώς επιπλέον ουδεμία πράξη νομής των εκκαλούντων-εναγόντων ή της δικαιοπαρόχου τους, Ά. Δ. αποδείχθηκε να έχει πραγματοποιηθεί σε αυτήν, αλλά είχε αφεθεί στην κοινή χρήση από αμνημονεύτων ετών. Αλλά και αν ακόμα οι ισχυρισμοί των εκκαλούντων-εναγόντων ήταν αληθείς και η δικαιοπάροχος τους, Ά. Δ., άρχισε να νέμεται και να κατέχει το επίδικο ακίνητο, με διάνοια κυρίου από το έτος 1963, όπως ισχυρίζονται, αυτή δεν κατέστη κυρία του επιδίκου, με έκτακτη χρησικτησία, που επικαλούνται οι εκκαλούντες, καθόσον η επίμαχη εδαφική έκταση είχε καταστεί κοινόχρηστη με την από αμνημονεύτου χρόνου (και δη από το έτος 1850) απόδοση στους κατοίκους του Δήμου για κοινή χρήση, και επομένως από το 1963 που αυτή (Ά. Δ.) άρχισε να νέμεται την επίδικη λωρίδα (επίβλεψη, φροντίδα, κατασκευές κλπ.) έως τις 2.12.1968, οπότε άρχισε να ισχύει για τα δημοτικά ακίνητα-κτήματα η προστασία του Ν.Δ. 31/1968, δεν είχε συμπληρωθεί εικοσαετία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1045 ΑΚ, δεδομένου ότι μόνο μέχρι τότε (2.12.1968) ήταν δυνατή χρησικτησία τρίτου σε ακίνητα οργανισμών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (δήμων και κοινοτήτων), και το επίδικο ακίνητο, ως κοινόχρηστος δημοτικός χώρος από το έτος αυτό (1968) και μετά ήταν ανεπίδεκτο χρησικτησίας (άρθρο 1055 ΑΚ), σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Σε κάθε δε περίπτωση και δεδομένου ότι το επίδικο συνιστούσε ανέκαθεν κοινόχρηστη έκταση (άρθρο 967 ΑΚ) και κατά συνέπεια δεν ήταν δεκτικό χρησικτησίας, ως πράγμα εκτός συναλλαγής (άρθρο 1054 ΑΚ), δεν ήταν δυνατόν αυτό να καταστεί αντικείμενο της κατά το ιδιωτικό δίκαιο κτήσης κατά κυριότητα, όπως ανακριβώς ισχυρίζονται οι εκκαλούντες-ενάγοντες και ως εκ τούτου εφόσον η ανωτέρω δικαιοπάροχος τους, δεν κατέστη κυρία αυτού (επιδίκου) με έκτακτη χρησικτησία, δεν μπορούσε αυτό να κληρονομηθεί από τους κληρονόμους της, όπως και οι τελευταίοι δεν μπορούσαν να μεταβιβάσουν, ως μη κύριοι, το επίδικο εν όλω ή εν μέρει σε άλλον και συνεπώς οι εκκαλούντες – ενάγοντες ουδέποτε το επίδικο ακίνητο με παράγωγο τρόπο κτήσης, αλλά ούτε και με προσόντα της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται κατά την επικουρική βάση της αγωγής, λόγω του ότι αυτό ήταν ανεπίδεκτο χρησικτησίας, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέφη. Ενόψει δε του χαρακτήρα του επίδικου ως κοινόχρηστου, δεν μπορεί να τύχει στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογής ούτε η διάταξη του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, περί κτήσης κυριότητας ακινήτου κειμένου εντός σχεδίου πόλεως ή εντός οικισμού που προϋφίσταται του έτους 1923 ή εντός οικισμού κάτω των 2.000 κατοίκων, με αδιατάρακτη άσκηση νομής και με καλή πίστη για χρονικό διάστημα 10 ετών και με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-2-1945, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, διότι το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στην ιδιωτική περιουσία του Δήμου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι πράγματι ο εφεσίβλητος- εναγόμενος καθαίρεσε τον Ιούλιο του 2009 τον υφιστάμενο τοίχο διαστάσεων 4,95 μ. μήκους και ύψος 1,50 μ., που οι εκκαλούντες είχαν κατασκευάσει, χωρίς κανένα δικαίωμα, στον ως άνω κοινόχρηστο χώρο, παρεμποδίζοντας έτσι την άσκηση του δικαιώματος του εφεσιβλήτου- εναγομένου προς ελεύθερη χρήση του κοινόχρηστου αυτού χώρου και επομένως ο εφεσίβλητος-εναγόμενος δεν προσέβαλε την συγκυριότητα των εκκαλούντων εναγόντων. Το αίτημα των εκκαλούντων-εναγόντων, περί διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, είναι απορριπτέο, καθόσον από όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα δεν αποτελεί τμήμα της ιδιοκτησίας τους, αλλά αποτελεί κοινόχρηστο χώρο. Εν όψει των ανωτέρω, έπρεπε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, αφού οι ενάγοντες δεν απέδειξαν την συγκυριότητά τους επί της επίδικης εδαφικής λωρίδας, γενομένης δεκτής της ένστασης του εναγόμενου περί του κοινόχρηστου χαρακτήρα του επίδικου, λόγω της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας στην χρήση του από τους περίοικους για δύο τουλάχιστον συνεχόμενες γενεές πριν την εισαγωγή του ΑΚ (23-02-1946).
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του δέχθηκε τα ίδια παραπάνω πραγματικά περιστατικά και με βάση αυτά και τις ίδιες αιτιολογίες, οι οποίες συμπληρώνονται, όπου απαιτείται, από τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης, έκανε δεκτή την ένσταση του εναγομένου περί του κοινόχρηστου χαρακτήρα της επίδικης εδαφικής λωρίδας, λόγω της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας στην χρήση της από τους περίοικους για δύο τουλάχιστον συνεχόμενες γενεές πριν την εισαγωγή του ΑΚ και απέρριψε κατ’ ουσία την ένδικη αγωγή, δεν έσφαλε και ορθά εφαρμόζοντας το νόμο προέβη στη συνέχεια σε ορθή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού…… Ακολούθως το Εφετείο απέρριψε την έφεση των αναίρεσε ιόντων και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν η, παραδεκτώς συνασκηθείσα στο ίδιο δικόγραφο με αγωγή αποζημίωσης, αρνητική αγωγή των αναιρεσειόντων, κατ’ αποδοχή της προβληθείσας από τον εναγόμενο-αναιρεσίβλητο καταλυτικής ένστασης ότι το επίδικο είναι κοινόχρηστος χώρος. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται στη μείζονα σκέψη, αφενός δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 967 ΑΚ και αφετέρου διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το ουσιώδες ζήτημα σχετικά με τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του επιδίκου ακινήτου, οι δε τ’ αντίθετα υποστηρίζοντες, από τους αριθμούς 1 και 19 αντίστοιχα του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δεύτερος πρόσθετος και τρίτος πρόσθετος, κατά το σχετικό σκέλος του και κατ’ ορθή εκτίμηση του αναιρετηρίου, λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι. Οι ίδιοι λόγοι, κατά το μέρος που με αυτούς οι αναιρεσείοντες προβάλλουν αιτιάσεις για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, για τον συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων, καθώς και για την επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, είναι απαράδεκτοι, διότι πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και περί την αποδοχή πραγματικών περιστατικών, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω ο τρίτος πρόσθετος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος, κατά το σχετικό σκέλος του, με τον οποίο, κατ7 ορθή εκτίμησή του, προσάπτεται η πλημμέλεια ότι το Εφετείο, μη δεχόμενο ότι η ικανοποίηση της αξίωσης του δικαιούχου εναγομένου να καθαιρέσει αυτοδύναμα και χωρίς τη βοήθεια της αρχής τον επίδικο τοίχο, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 1108 παρ. 2 και 282 ΑΚ, είναι πρσεχόντως απαράδεκτος, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, διότι ούτε στο αναιρετήριο αναφέρεται αν αυτός προτάθηκε νόμιμα ως λόγος έφεσης ενώπιον του Εφετείου, αλλ’ ούτε και από την επιτρεπτή επισκόπηση της από 22-10-2014 σχετικής έφεσης των αναιρεσειόντων προκύπτει η νομότυπη προβολή του. Τέλος, ο τρίτος κύριος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η μομφή ότι παραβίασε κανόνες ουσιαστικού δικαίου, χωρίς να προσδιορίζονται με το αναιρετήριο ούτε ποιοι ακριβώς κανόνες παραβιάσθηκαν, ούτε ποιά είναι τα νομικά σφάλματα της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή τους, είναι αόριστος.
Κατά τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ: “Αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο”. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι ως απαράδεκτο, του οποίου η από το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξη ή μη κήρυξη ιδρύει λόγο αναίρεσης, νοείται εκείνο που είναι συνέπεια παραβίασης δικονομικών διατάξεων, οι οποίες θέτουν ορισμένες προϋποθέσεις ως προς τη διαδικαστική πράξη, η μη τήρηση των οποίων αποκλείει εκ των προτέρων την πράξη (ΟλΑΠ 96/1985, ΑΠ 194/2018). Με τον πρώτο κύριο από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης αποδίδεται η μομφή ότι εσφαλμένα το Εφετείο δέχθηκε την προβληθείσα, με τις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις, από τον αναιρεσείοντα-εναγόμενο ένσταση περί του ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα αποτελεί κοινόχρηστο χώρο ανήκοντα στον Δήμο, ενώ έπρεπε να την απορρίψει ως αόριστη και εντεύθεν απαράδεκτη;διότι δεν αναφέρεται σ’ αυτήν: α) σε ποιόν Δήμο ανήκε το επίδικο ακίνητο, β) ποιό το χρονικό σημείο έναρξης της από αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας επ’ αυτού και γ) ποιά η τοπική σχέση που συνδέει τον αναιρεσίβλητο-εναγόμενο με το επίδικο ακίνητο. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος κατά τα δυο πρώτα σκέλη του, διότι: α) στο εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής προσδιορίζεται ο Δήμος που βρίσκεται το επίδικο ακίνητο (Δήμος …), χωρίς να απαιτείται επί πλέον, ο προσδιορισμός του τυχόν προϋπάρξαντος υπό άλλη ονομασία Δήμου, του οποίου διάδοχος υπήρξε εκείνος και στην περιφέρεια του οποίου ανήκε προηγουμένως τούτο, β) στις από 3-4-2014 προτάσεις του αναιρεσίβλητου ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αναφέρεται ότι “…. Η αμνημόνευτη αρχαιότητα στη συνεχή χρήση του εν λόγω χώρου από κάθε δημότη και κάτοικο της νήσου ….. υπήρξε συνεχής επί δϋο (2) τουλάχιστον γεννεές ανθρώπων προ της 23-2-1946 και μάλιστα η αρχαιότητα στην κοινή χρήση είχε αρχίσει κατά τα μέσα του 19ου αιώνα και είχε ήδη συμπληρωθεί κατά τον χρόνο εισαγωγής του ΑΚ (23-2-1946), χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί η κοινοχρησία του χώρου αυτού”, και συνεπώς με επάρκεια προσδιορίζεται η έναρξη του απαιτούμενου χρονικού διαστήματος των 80 ετών, το οποίο πάντως συμπληρώνεται πριν από την 23-2-1946. Κατά το τρίτο σκέλος του ο ίδιος αναιρετικός λόγος είναι μη νόμιμος, διότι από καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπεται ως προϋπόθεση άσκησης του, απορρέοντος από τις διατάξεις περί κοινοχρήστων πραγμάτων, δικαιώματος ελεύθερης χρήσης τούτων ο οιοσδήποτε τοπικός δεσμός του ενασκούντος το δικαίωμα προσώπου με το κοινόχρηστο πράγμα.
Από τις διατάξεις του άρθρου 368 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο εκτιμά ελευθέρως την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση, κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα.
Συνεπώς, αν δεν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούνται για να γίνουν αντιληπτά ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, αιτήματος του διαδίκου για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1334/2018, ΑΠ 119/2016). Επομένως, το Εφετείο, κρίνοντας ότι οι προσκομισθείσες αποδείξεις είναι ικανές για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και ότι δεν απαιτείται η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, όπως επιζητούσαν με λόγο της έφεσης τους οι εκκαλούντες-αναιρεσείοντες, εφόσον πρόκειται περί θέματος που μπορεί να αντιληφθεί το Δικαστήριο από τις υπόλοιπες αποδείξεις, ούτε και απαιτούνται προς τούτο ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, δεν υπέπεσε στην από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ο δε τ’ αντίθετα υποστηρίζων τέταρτος κύριος αναιρετικός λόγος είναι απαράδεκτος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 1.1.2002 μετά την απάλειψη της φράσης “ή δεν διέταξε απόδειξη γι’ αυτά” με το άρθρο 17 παρ. 2 του ν. 2915/2001 λόγω της κατάργησης του κατά τα άρθρα 341 επ. ΚΠολΔ συστήματος της διεξαγωγής των αποδείξεων με την έκδοση παρεμπίπτουσας (προδικαστικής) περί αποδείξεων απόφασης, ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη. Ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται “πράγματα”, δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώληση δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξή του γι’ αυτά. Δεν απαιτείται όμως η επί μέρους αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή η εξειδίκευση των εγγράφων, ούτε η ιδιαίτερη αναφορά των εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη για άμεση ή έμμεση απόδειξη, προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα (ΑΠ 232/2018). Με τον πέμπτο πρόσθετο από τον, κατ’ ορθή εκτίμηση, αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δέχθηκε, χωρίς απόδειξη, ότι “η επίδικη εδαφική έκταση είχε καταστεί κοινόχρηστη με την από αμνημονεύτου χρόνου, και δη από το έτος 1850 απόδοσή της στους κατοίκους του Δήμου για κοινή χρήση”, ενώ το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ως αφετηρία του απαιτούμενου χρονικού διαστήματος των ογδόντα ετών, το έτος 1860. Ο αναιρετικός αυτός λόγος, πέραν του ότι είναι αβάσιμος διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, αναφέρονται σ’ αυτήν όλα τα αποδεικτικά μέσα (μαρτυρικές καταθέσεις, έκθεση αυτοψίας, ένορκες βεβαιώσεις, έγγραφα), ατχό τα οποία το Εφετείο ήχθη στο αποδεικτικό του πόρισμα, χωρίς να απαιτείται η λεπτομερής εξειδίκευση τούτων ή η επιμέρους αξιολόγησή τους, είναι προεχόντως αλυσιτελής, διότι, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, το χρονικό διάστημα της κοινοχρησίας του επιδίκου εκτείνεται μέχρι το έτος 1946 και επομένως, ο απαιτούμενος κατά νόμο χρόνος των ογδόντα ετών συμπληρώνεται είτε αφετηριασθεί από το έτος 1850, όπως δέχθηκε το Εφετείο, είτε από το έτος 1860, όπως δέχθηκε το Πρωτοδικείο.
Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ. γ’ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Περαιτέρω, η μη λήψη υπόψη νομοτύπως προταθέντων αποδεικτικών μέσων πρέπει να ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή να αφορά σε ουσιώδη πραγματικό ισχυρισμό που να επιδρά στο διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 911/2002). Με τον έκτο πρόσθετο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η από τον αριθμό 11 περ. γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι, κατ’ ορθή εκτίμηση, το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη αφενός την υπ’ αριθ. …..8/6- 4-1994 ένορκη βεβαίωση των Ε. Κ. και Β. συζ. Ζ. Β., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Ερμούπολης και αφετέρου “τους έγκυρους παραγώγους τίτλους των αναίρεσε ιόντων που ανατρέχουν στο 1896”. Ο λόγος αυτός κατά μεν το πρώτο σκέλος του είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο έλαβε υπόψη και ρητά μνημονεύει κατ’ επανάληψη την προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση, κατά δε το δεύτερο είναι αόριστος( διότι στο αναιρετήριο δεν παρατίθενται αναλυτικά οι φερόμενοι ως μη ληφθέντες “έγκυροι παράγωγοι τίτλοι” των αναιρεσειόντων.
Ο αναιρετικός λόγος της διάταξης του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Στον ΚΠολΔ, κατά κανόνα ισχύει το σύστημα της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων (άρθρο 340) και εξαιρετικά μόνο προσδίδεται σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα αυξημένη αποδεικτική δύναμη, όπως η δικαστική ομολογία (άρθρο 352) και τα έγγραφα, που παράγουν πλήρη απόδειξη (άρθρα 438 επ., 441, 445). Για τα αποδεικτικά μέσα, που κατά το νόμο είναι ισοδύναμα, εναπόκειται στο δικαστήριο να κρίνει την αποδεικτική βαρύτητα του καθενός, αφού αυτά, κατ’ άρθρο 340 του ίδιου Κώδικα, εκτιμηθούν “ελεύθερα”. Ο παραπάνω λόγος ιδρύεται μόνο αν το δικαστήριο προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη που δεσμευτικά ορίζει γι’ αυτό ο νόμος και όχι αν απέδωσε μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε ένα από τα ισοδύναμα αυτά αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 155/2019, ΑΠ 309/2018). Με τον πέμπτο κύριο και τέταρτο πρόσθετο λόγους αναίρεσης, προσάπτεται, κατ’ ορθή εκτίμησή τους, η από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο “έδωσε υπερβολική-υπέρμετρη αποδεικτική βαρύτητα” στην υπ’ αριθ. …..894/22-4-2013 ένορκη βεβαίωση της Μ. Δ. του Μ., ενώπιον της συμβολαιογράφου Α. Τ. και στη μαρτυρική κατάθεση της Α. Π. του Γ. στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Ερμούπολης. Σύμφωνα όμως με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, οι λόγοι αυτοί είναι προεχόντως απαράδεκτοι διότι αναφέρονται στην αποδεικτική βαρύτητα που το Εφετείο απέδωσε στα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα και όχι στη μεγαλύτερη, από εκείνη που δεσμευτικά ορίζει ο νόμος, αποδεικτική δύναμη που προσέδωσε σ’ αυτά, τα οποία, πάντως, το Δικαστήριο συνεκτίμησε ελεύθερα με τα λοιπά προσαχθέντα με επίκληση αποδεικτικά μέσα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασής του.
Ο από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, ιδρύεται αν το δικαστήριο υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου, με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν, από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγματι, στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για παράπονο, αναγόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Πάντως, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης, θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό πόρισμά του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα, στο οποίο κατέληξε ως προς το αποδεικτέο γεγονός (ΟλΑΠ 2/2008). Έγγραφα, κατά τον προκείμενο λόγο, είναι τα κατά τα άρθρα 339 και 432 επ. ΚΠολΔ αναφερόμενα ως αποδεικτικά έγγραφα, τα παρέχοντα άμεση ή έμμεση απόδειξη. Υπό την έννοια αυτή έγγραφα αποτελούν και τα διαδικαστικά έγγραφα άλλης δίκης, όπως η απόφαση. Δεν αποτελούν όμως έγγραφα εκείνα, στα οποία αποτυπώνεται άλλο αποδεικτικό μέσο, όπως οι ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν στο πλαίσιο της δίκης αυτής ή δόθηκαν για να βεβαιώσουν γεγονός με αφορμή άλλη εξωδικαστική νομική ενέργεια. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο το ακριβές περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο, κατά τον αναιρεσείοντα, παραμορφώθηκε, το διαφορετικό από αυτό περιεχόμενο που δέχθηκε το δικαστήριο, καθώς και το επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο εξαιτίας της παραμόρφωσης σε σχέση με τη συνδρομή ή όχι ορισμένων πραγματικών γεγονότων (ΑΠ 22/2018, 25/2011).
Συνεπώς, ο δεύτερος κύριος και ο πρώτος πρόσθετος, από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παραμόρφωσε την υπ’ αριθ. …8/6-4-1994 ένορκη βεβαίωση, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Ερμούπολης, των Ε. Κ. και Β. συζύγου Ζ. Β., η οποία προσαρτάται σε προσκομιζόμενους με επίκληση τίτλους (συμβόλαια), εκτός του ότι είναι αβάσιμοι, διότι το Εφετείο δεν στήριξε το αποδεικτικό πόρισμά του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο σ’ αυτήν, είναι προεχόντως απαράδεκτοι, κατά τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει ν’ απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, κατά το νόμιμο αίτημάτου (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 24-5-2018 αίτηση και τους από 21-12-2018 προσθέτους λόγους της των Ε. Δ. του Α., Ε. Δ. συζύγου Γ. Ρ. και Ά. Δ. του Ι. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 183/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου.
Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης και τους προσθέτους λόγους της.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει στο ποσό των δυο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 26 Ιουνίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Αυγούστου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ και νυν Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ