Αριθμός 1394/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ – ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Ελένη Φραγκάκη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Κατσούλη, Δημήτριο Τράγκα, Ελένη Μπερτσιά – Εισηγήτρια και Διονύσιο Παλλαδινό, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Άννας Καλουτά (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου.
Συνήλθε ως συμβούλιο σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 20 Σεπτεμβρίου 2022, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος A. M. J. του N. U. M., κατοίκου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Αβαρκιώτη, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ’ αριθμ. 4460/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
Το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29-7-2021 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 843/21.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Άννα Καλουτά εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αδαμαντίας Οικονόμου με αριθμό 304/14-12-2021, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
“Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας (σε Συμβούλιο), σύμφωνα με τα άρθρα 525 παρ.1 παρ. 2, όπως τροποποιήθηκε με άρθρο 162 Ν. 4855/2021, 528 και 529 ΚΠΔ, την από 29-7-2021 αίτηση του A. (ον.) M. J. (επ.) του N. U. M., κατοίκου … με την οποία ζητά την προς το συμφέρον του επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την έκδοση της υπ’ αριθμ. 4460/2016 απόφασης του Α’ Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, που τον κήρυξε ένοχο επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συναυτουργία, και του επέβαλε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, την οποία ανέστειλε για τρία (3) έτη, και εκθέτω τα ακόλουθα :
Σύμφωνα με το άρθρο 525 παρ. 1 περ. 2 ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και εκείνη κατά την οποία, ύστερα από την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα – άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν – γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους, ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής “νέα γεγονότα ή αποδείξεις” είναι εκείνες οι οποίες δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και έτσι ήταν άγνωστες στους δικαστές που δίκασαν, ανεξαρτήτως αν υπήρχαν πριν από την καταδίκη ή προέκυψαν μεταγενέστερα και οι οποίες μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, υπό την προϋπόθεση ότι, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο, καθιστούν φανερό σε βαθμό που αγγίζει τη βεβαιότητα, και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή ότι καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε (ΑΠ 452/2016. ΑΠ 785/2002, 557/2002 και Θεοχ. Δαλακούρα, Επανάληψη της Διαδικασίας, 2007, σελ. 264 – 265). Ως γεγονότα εκλαμβάνονται, κατά την ίδια διάταξη, περιστατικά, σχέσεις, ιδιότητες, τα οποία είναι δυνατόν να ασκήσουν, αμέσως ή εμμέσως, επιρροή στην ελάσσονα πρόταση της αποφάσεως, η οποία πλήττεται με την αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας. Δεν μπορούν όμως να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ’ αντίθετα ερευνήθηκε και απορρίφθηκαν από αυτούς, έστω και μετά από εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που τέθηκαν υπόψη τους, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς επανέλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι δικαστές που την εξέδωσαν, αφού η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφόμενη εναντίον αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί τακτικό ένδικο μέσο, αλλά ο χαρακτήρας και η αληθής φύση της την κατατάσσει στις έκτακτες διαδικασίες, όπως ο τίτλος του έβδομου βιβλίου του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που αντικαταστάθηκε με άρθρο 163 Ν. 4855/2021. Αναφορικά με την αρμοδιότητα για την επί της αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας δικαστική κρίση, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 529 εδ. α’ και 528 παρ. 3 ΚΠΔ, εφόσον πρόκειται για απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων, αρμόδιο να αποφανθεί είναι το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο), το οποίο σχηματίζει την κρίση του από την έρευνα των πρακτικών της δίκης που προηγήθηκε και τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία ή συνάπτονται στην αίτηση.
Ως προς το παραδεκτό της αιτήσεως για την επανάληψη διαδικασίας, το άρθρο 528 παρ. 3 ΚΠΔ ορίζει ότι “η αίτηση πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη, καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν, γιατί διαφορετικά είναι απαράδεκτη”. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνη του άρθρου 525 παρ. 1 περ. 2 ΚΠΔ, προκύπτει ότι για να είναι παραδεκτή η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας εκείνου που καταδικάστηκε αμετάκλητα και επικαλείται νέα γεγονότα ή αποδείξεις άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν θα πρέπει να εκθέτει στην αίτησή του με σαφήνεια και πληρότητα τα νέα στοιχεία, που είναι σχετικά με την πράξη για την οποία εχώρησε η καταδίκη, καθώς και το περιεχόμενο αυτών για να μπορεί να καταστεί δυνατός ο έλεγχος της βασιμότητας της αιτήσεως (ΑΠ 108/1988, ΠΧρ. 1988, 479, ΑΠ 1094/2006, ΠΧρ. 2007, 411). Επαρκής θεωρείται η αναφορά ορισμένων ελέγξιμων από άποψη σημαντικότητας και ορθότητας πραγματικών στοιχείων που καθιστούν πολύ πιθανή την ύπαρξη δικαστικής πλάνης (Θεοχ. Δαλακούρα, όπ. παρ. σελ. 344). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών A. (ον.) M. J. (επ.) του N. U. M. καταδικάσθηκε αμετάκλητα σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών με την υπ’ αριθμ. 4460/2016 απόφαση του Α’ Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για το πλημμέλημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συναυτουργία (άρθρα 45, 309 – 308 παρ. 1 ΠΚ) και συγκεκριμένα για το ότι : “Στη … την 25-8-2011 και περί ώρα 19.50, ενεργώντας από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του H. ή H. N. προξένησε σε άλλον σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας του, η πράξη του δε αυτή τελέστηκε με τέτοιο τρόπο που θα μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη. Ειδικότερα, ενεργώντας από πρόθεση και από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του, επιτέθηκε κατά του παθόντος H. (ον) N. H. (επ) του Α. και τον χτύπησε με γροθιά στο σαγόνι, με συνέπεια αυτός να υποστεί οίδημα στην αριστερή μετωπιαία χώρα, εκχύμωση 4 εκ. στη δεξιά υποκλείδα χώρα, εκδορά 0,3 εκ. στην ραχιαία επιφάνεια του δεξιού αγκώνα, τραύμα μήκους 3 εκ. στην κάτω δεξιά γνάθο και τραύμα μήκους 0,5 εκ. στην εξωτερική επιφάνεια του άνω χείλους αριστερά, των οποίων (τραυμάτων) έγινε συρραφή στο νοσοκομείο “Ασκληπιείο” Βούλας Αττικής, η δε πράξη του αυτή με τον τρόπο που τελέστηκε και στα ευαίσθητα σημεία που καταφέρθηκαν τα χτυπήματα θα μπορούσαν να προκαλέσουν στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη”.
Ο αιτών προβάλλει ως λόγο που στηρίζει την αίτηση επανάληψης διαδικασίας, ότι, μετά την καταδίκη του, της οποίας έλαβε γνώση την 10-8-2020, με την σύλληψή του, σε εκτέλεση του υπ’ αριθμ. 27/2013 εντάλματος σύλληψης της Ανακρίτριας του 4ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών που διατηρήθηκε σε ισχύ με την υπ’ αριθμ. 47/2014 Πράξη – Διάταξη του Προέδρου Εφετών Αθηνών, προέκυψαν νέα στοιχεία που δεν έχουν ληφθεί υπόψη από τους δικαστές και τα οποία ανατρέπουν το καταδικαστικό πόρισμα της αμετάκλητης απόφασης. Ειδικότερα, με την υπό κρίση αίτηση ο ανωτέρω καταδικασθείς, επικαλούμενος την διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 περ. 2 ΚΠΔ, ζητεί την προς συμφέρον του επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα, όπως ήδη αναφέρθηκε, εκθέτοντας σ’ αυτήν και προσκομίζοντας Υπεύθυνες Δηλώσεις τόσον του μάρτυρα κατηγορίας – μηνυτή H. (ον) N. H. (επ) του A., όσον και του συγκατηγορουμένου του R. R. του A. H., που απαλλάχθηκε με την ως άνω απόφαση, που φέρουν βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από ΚΕΠ την 17-8-2020, το κείμενο των οποίων είναι πανομοιότυπο, και αναφέρεται ότι : “Στο περιστατικό που έλαβε χώρα στις 25-8-2011 στην πλατεία … μεταξύ των N. H., N. H. και R. R., δεν συμμετείχε ο έτερος κατηγορούμενος A. J. του N. U. M., καθώς πρόκειται για άλλο πρόσωπο το οποίο ουδεμία σχέση έχει με το περιστατικό αυτό, δεν το γνωρίζω προσωπικά και λόγω συνωνυμίας ή παρόμοιου ονόματος έχει ασκηθεί δίωξη σε αυτό το πρόσωπο. Δηλώνω ρητά ότι ο A. J. του N. U. M. δεν έχει καμία σχέση με το πρόσωπο το οποίο συμμετείχε στο ως άνω περιστατικό και αδίκως κρατείται και κατηγορείται το συγκεκριμένο πρόσωπο”. Το περιεχόμενο των ως άνω δηλώσεων επικαλείται ο αιτών ως νέο στοιχείο και απόδειξη, το οποίο αν είχε τεθεί υπόψη του δικαστηρίου, “θα είχε οδηγήσει στην απαλλαγή του”.
Από την επισκόπηση όμως της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το δικαστήριο ανέγνωσε κατά την ακροαματική διαδικασία και έλαβε υπόψη καταθέσεις μαρτύρων, καθώς και έγγραφα μεταξύ των οποίων και την υπ’ αριθμ. 1780/5-9-2011 ιατροδικαστική έκθεση, προκειμένου να καταλήξει στην συγκεκριμένη απόφαση. Από την εκτίμηση δε και την αξιολόγηση του περιεχομένου των δηλώσεων αυτών που προσκομίζονται ως νέα στοιχεία, κατά την έννοια του άρθρου 225 παρ. 1 περ. 2 ΚΠΔ, δεν καθίσταται φανερό ότι ο αιτών δεν τέλεσε την αξιόποινη πράξη για την οποία καταδικάστηκε. Ειδικότερα, ο παθών H. (ον) N. H. (επ) του A., με την από 26-8-2011 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον του Υπαρχ/κα Φ. Α. του Τμήματος Ασφαλείας Γλυφάδας, την οποία έδωσε αμέσως την επομένη ημέρα του ως άνω περιστατικού, ζήτησε την άσκηση ποινικής δίωξης των δραστών των σε βάρος του αξιοποίνων πράξεων, τους οποίους κατονόμασε και περιέγραψε, αναφέροντας μεταξύ αυτών και τον αιτούντα, δίδοντας τα ακριβή του στοιχεία, χωρίς καμία επιφύλαξη, και συγκεκριμένα “(επ.) J. (ον) A., 33 ετών περίπου, τηλ. …”, τον οποίο είχε γνωρίσει μέσω του συμπατριώτη του R. R. και “έκανε παρέα”.
Ενόψει όλων αυτών, συνάγεται ότι τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, που επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών, για την ευδοκίμηση της υπό κρίση αίτησης, τόσο από μόνα τους, όσο και συνεκτιμώμενα με τις αποδείξεις που είχαν προσκομισθεί ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου, που δίκασε την υπόθεση, με βάση τις οποίες δέχθηκε ότι ο αιτών τέλεσε την αξιόποινη πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε, δεν καθιστούν φανερό, ότι αυτός είναι αθώος, αλλά υπό το πρόσχημα νέου στοιχείου, επιδιώκεται ο από ουσιαστικής πλευράς έλεγχος της απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, και συνεπώς η κρινόμενη αίτησή του θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 578 ΚΠΔ.
Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω : Α. Να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία η από 29-7-2021 αίτηση του A. (ον.) M. J. (επ.) του N. U. M., κατοίκου … για επανάληψη της διαδικασίας, που περατώθηκε αμετάκλητα με την έκδοση της υπ’ αριθμ. 4460/2016 απόφασης του Α’ Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
Β. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ σε βάρος του ανωτέρω αιτούντος. Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αδαμαντία Οικονόμου”
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 475 παρ. 1 εδ. α’ και β’ του ΚΠοινΔ, “Ο διάδικος μπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο που έχει ασκήσει. Η παραίτηση δηλώνεται σύμφωνα με το άρθρο 474 παρ. 1 και 2 και μπορεί να γίνει ακόμα και στο ακροατήριο, πριν αρχίσει η συζήτηση, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδρίασης”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, “Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από τον νόμο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή όταν τούτο ασκείται για δεύτερη φορά ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει αυτόν που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον συνήγορο αντίκλητό του, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο”. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και στην επανάληψη της διαδικασίας, η οποία καταλέγεται ανάμεσα στις έκτακτες διαδικασίες και σύμφωνα με το άρθρο 525 παρ. 1 του ΚΠοινΔ διεξάγεται για το συμφέρον εκείνου που καταδικάστηκε για πλημμέλημα ή κακούργημα. Επομένως, αυτός που αμετάκλητα καταδικάστηκε για πλημμέλημα ή κακούργημα και υπέβαλε αίτηση επανάληψης της διαδικασίας μπορεί να παραιτηθεί από αυτή. Στην κρινόμενη περίπτωση, ο αιτών, με την από 29-7-2021 αίτησή του, ζήτησε την επανάληψη, προς το συμφέρον του, της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την αμετάκλητη απόφαση 4460/2016 του Α ‘Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συναυτουργία. Όμως, πριν αρχίσει η συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ο αιτών, που παραστάθηκε μετά του συνηγόρου του Βασιλείου Αβαρκιώτη, Δικηγόρου Αθηνών, παραιτήθηκε από την ως άνω αίτηση, με δήλωση του εν λόγω συνηγόρου του, η οποία έχει καταχωριστεί στα πρακτικά συνεδρίασης. Κατά συνέπεια, σύμφωνα τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠοινΔ, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η αίτηση και να επιβληθούν στον αιτούντα τα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη την από 29-7-2021, αίτηση του A. M. J. του N. U. M. κατοίκου … με την οποία (αίτηση) ο αιτών ζήτησε την επανάληψη, προς το συμφέρον του, της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε αμετάκλητα με την έκδοση της υπ’ αριθμ 4460/2016 απόφασης του Α Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δέκα (10)μηνών , ανασταλείσα επί τριετία, για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συναυτουργία
Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Οκτωβρίου 2022. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Οκτωβρίου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ