Αριθμός 307/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Πέτρο Σαλίχο – Εισηγητή, Ιωάννη Φιοράκη, Παρασκευή Καλαϊτζή και Γεώργιο Παπανδρέου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 6η Φεβρουαρίου 2019 με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Σ. Π. το γένος Α. Χ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Παρασκευά, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσίβλητης:Ζ. Χ. το γένος Α. Χ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Ειρήνη Σπεντζοπούλου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ..
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την με αριθμό κατάθεσης 8182/2014 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1611/2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 1074/2017 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 20-11-2017 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 1831 παρ. 2 ΑΚ για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας, προσθέτονται στην κληρονομιά, με την αξία που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, οτιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και επίσης οποιαδήποτε δωρεά που ο κληρονομούμενος έκανε στα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατο του, εκτός αν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον. Στο δε άρθρο 1833 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι στη νόμιμη μοίρα καταλογίζονται οι παροχές σε μεριδούχο, με την αξία που είχαν όταν έγιναν, εφόσον προσθέτονται στην κληρονομιά, σύμφωνα με το άρθρο 1831, εκτός εάν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά όταν έδωσε την παροχή. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι στη νόμιμη μοίρα κάθε μεριδούχου καταλογίζεται κάθε παροχή από ελευθεριότητα, όπως και εκείνη που έγινε στα πλαίσια των γονικών παροχών, κατά το άρθρο 1509 ΑΚ. από τον κληρονομούμενο στο μεριδούχο, αφού αυτή, μετά το ν. 1329/1983, είναι κατά νόμο καταλογιστέα, εκτός εάν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά. Η εξαίρεση δηλαδή του μη καταλογισμού προβλέπεται για τις καταλογιστέες στη νόμιμη μοίρα (άρθρο 1833 παρ. 1 ΑΚ) και όχι για τις συνυπολογιστέες στην κληρονομιά προς σχηματισμό της ιδανικής κληρονομικής ομάδας, με βάση την οποία θα υπολογισθεί η νόμιμη μοίρα (άρθρο 1831 παρ. 2 ΑΚ), που περιέχει διάταξη αναγκαστικού δικαίου, υπό την έννοια ότι ο κληρονομούμενος δεν μπορεί να ορίσει διαφορετικά. Ενόψει αυτών, στις προστιθέμενες κατά το άρθρο 1831 παρ. 2 ΑΚ παροχές του κληρονομούμενου προς το μεριδούχο, περιλαμβάνονται οι χωρίς αντάλλαγμα γενόμενες προς αυτόν παροχές, έστω και εάν έγιναν από λόγους ευπρέπειας ή από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και ανεξαρτήτως του χρόνου που έγιναν, μη υφισταμένου για τις παροχές αυτές του χρονικού περιορισμού της δεκαετίας προ του θανάτου του κληρονομουμένου, όπως οι δωρεές προς τρίτους, εφόσον οι τελευταίες έγιναν στα τελευταία δέκα χρόνια προ της αποβίωσης του κληρονομουμένου, εάν δεν αποδείξει ο τρίτος δωρεοδόχος ότι αυτές έγιναν από λόγους ευπρέπειας ή από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον. Η έννοια της φράσης του άρθρου 1831 παρ. 2 ΑΚ “στην κληρονομιά προσθέτονται” οι αναφερόμενες στο άρθρο αυτό παροχές δεν έχει την έννοια ότι αυτές ανήκουν πραγματικά στην κληρονομιά, αλλά ότι η αξία τους υπολογιζόμενη κατά το χρόνο της παροχής θεωρείται λογιστικώς υπάρχουσα στην κληρονομιά, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας. Όταν η πραγματική ομάδα της κληρονομιάς, που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα του ενάγοντος μεριδούχου, κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, που υπολογίζεται κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ στην κληρονομιά, υπόκειται σε ανατροπή (μέμψη) κατά τους όρους του άρθρου 1835 ΑΚ. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κανένα περιουσιακό στοιχείο στην κληρονομιά, τότε η αξία της κληρονομιάς θα προσδιορισθεί από την αξία που είχε η άστοργη δωρεά κατά το χρόνο που έγινε και το ποσοστό της νόμιμης μοίρας θα υπολογισθεί στην παραπάνω αξία δηλαδή στην αξία που είχε η δωρεά κατά το χρόνο που έγινε. Περαιτέρω, ως προς τη γονική παροχή του κληρονομουμένου, αυτή υπολογίζεται μεν λογιστικά στην κληρονομιά για τον προσδιορισμό της νόμιμης μοίρας, ως αποτελούσα παραχώρηση του κληρονομουμένου όσο ζούσε προς μεριδούχο χωρίς αντάλλαγμα, για να ανατραπεί όμως κατ’ άρθρο 1835 ΑΚ η παραχώρηση αυτή λόγω ανεπάρκειας της κληρονομιάς για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας άλλου μεριδούχου πρέπει να αποτελεί δωρεά, μόνον ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις (ΑΚ 1509). Το γεγονός ότι η παροχή του γονέα προς το τέκνο κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 1509 εδ. α ΑΚ δεν αποτελεί δωρεά, όταν είναι μέσα στα όρια που επιβάλλουν οι περιστάσεις, έχει ως συνέπεια ότι η τελευταία δεν προσβάλλεται ως άστοργη, έστω και αν θίγει τη νόμιμη μοίρα, αφού κατά τη διάταξη του άρθρου 1835 ΑΚ σε μέμψη υπόκεινται μόνον οι δωρεές (Α.Π.135/2017).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ., αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο, ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ευθεία παραβίαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου υπάρχει όταν το δικαστήριο παρέλειψε να εφαρμόσει κανόνα ουσιαστικού δικαίου, καίτοι ήταν εφαρμοστέος στην συγκεκριμένη περίπτωση βάσει των παραδοχών του, ή εφήρμοσε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που, με βάση τις ίδιες παραδοχές, δεν έπρεπε να εφαρμόσει (Ολ.Α.Π.11/2015). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόστηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις (Ολ.Α.Π. 9/2016). Ως ζητήματα, δε, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.Α.Π.24/1992). Στην προκειμένη περίπτωση, που αντικείμενο της δίκης είναι η ανατροπή της γονικής παροχής που έγινε προς την εναγόμενη- αναιρεσίβλητη με το επίμαχο συμβόλαιο,κατά το μέρος που απαιτείται για να ικανοποιηθεί η νόμιμη μοίρα της μεριδούχου ενάγουσας-αναιρεσείουσας επί της κληρονομιάς της μητέρας των διαδίκων, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε, μετ’ ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Στις 12-12-2013, απεβίωσε στη … η Α. χήρα Α. Χ., το γένος Π. Λ., η οποία είχε πλησιέστερες συγγενείς της και νόμιμους μεριδούχους τις διαδίκους, θυγατέρες της. Η αποβιώσασα, κατά το χρόνο του θανάτου της δεν είχε περιουσία, αφού το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που διέθετε, το είχε μεταβιβάσει με παροχή εν ζωή, κατά το έτος 1990, στην εναγόμενη θυγατέρα της. Συγκεκριμένα, με το υπ’ αριθμ. …36/19- 11-1990 συμβόλαιο, που συντάχθηκε από το συμβολαιογράφο Χ. Χ. και μεταγράφηκε νόμιμα, η αποβιώσασα μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, στην εναγόμενη θυγατέρα της, την ψιλή κυριότητα ενός οικοπέδου, εμβαδού 448,41 τ.μ., με την επ’ αυτού ισόγεια οικία, εμβαδού 108 τ.μ., παρακράτησε δε την επικαρπία αυτού εφ’ όρου ζωής της και διατήρησε το δικαίωμα συνοίκησης σ’ αυτό, του συζύγου της, Α. Χ., το οποίο αποσβέστηκε, λόγω του θανάτου του, στις 27- 6-1994. Το ως άνω μεταβιβασθέν ακίνητο βρίσκεται στην …, στο υπ’ αριθμ. …Ο.Τ. και επί της οδού …, η μεταβιβασθείσα δε ψιλή κυριότητα αυτού, είχε αντικειμενική αξία, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο της παροχής, 9.326.462 δραχμές (42.287,00 ευρώ). Επί του εν λόγω ακινήτου, όπως προαναφέρθηκε, υφίστατο, κατά το χρόνο της παροχής, οικία, η οποία στη συνέχεια κατεδαφίστηκε και ανεγέρθηκε επί του οικοπέδου πολυώροφη οικοδομή. Συγκεκριμένα, δυνάμει του υπ1 αριθμ. …41/14-4-2004 προσυμφώνου μεταβίβασης ιδανικών μεριδίων οικοπέδου, σύστασης οριζοντίων ιδιοκτησιών και εργολαβικού συμβολαίου, του συμβολαιογράφου Ι. Ο., η εναγόμενη, ως ψιλή κυρία, και η μητέρα των διαδίκων, ως επικαρπώτρια, ανέθεσαν στην εργολάβο εταιρία με την επωνυμία “…”, την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής επί του ως άνω οικοπέδου, με το σύστημα της αντιπαροχής, ενώ στη συνέχεια, με το υπ1 αριθμ. …07/24-5-2005 συμβόλαιο του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, υπήγαγαν την εν λόγω οικοδομή στο καθεστώς της οριζόντιας ιδιοκτησίας και προέβησαν σε διανομή των διαιρετών χώρων αυτής, βάσει της οποίας περιήλθαν στην εναγόμενη, κατά μεν πλήρη κυριότητα, δύο διαμερίσματα, κατά δε ψιλή κυριότητα, τέσσερα διαμερίσματα (την επικαρπία των οποίων παρακράτησε η κληρονομούμενη), εμβαδού καθαρού, καθενός από αυτά, 80,08 τ.μ., καθώς και ποσοστό 10/1000 εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου, που αποτελεί την εδαφική αναλογία του δικαιώματος της καθ’ ύψος επέκτασης της οικοδομής. Ενόψει της ως άνω αξιοποίησης του ακινήτου, η δυνατότητα της οποίας υπήρχε κατά το χρόνο της παροχής της ψιλής κυριότητας, σε συνδυασμό και με τα αποδεικτικά μέσα που προαναφέρθηκαν, αποδείχθηκε ότι η πραγματική αξία της ψιλής κυριότητας του ως άνω ακινήτου, κατά το χρόνο της παροχής, ανερχόταν στο ποσό των 30.000.000 δραχμών και ήδη 88.041,00 ευρώ, στο οποίο αναβιβάζει την αξία της και η ίδια η ενάγουσα, με την αγωγή της, αναιρώντας την πειστικότητα της προσκομιζόμενης από αυτήν έκθεσης εκτίμησης, με ημερομηνία 28-3-2014, του Θ. Τ., ο οποίος εκτιμά την αξία αυτής στο ποσό των 165.000,00 ευρώ. Σημειωτέον ότι η ενάγουσα, για πρώτη φορά με την έφεσή της, ισχυρίζεται ότι η ως άνω αξία ανέρχεται στο ποσό των 158.825, 46 ευρώ, διότι, από το χρόνο της παροχής μέχρι το χρόνο θανάτου της παρέχουσας-κληρονομουμένης, επήλθε ουσιώδης μεταβολή της αξίας του νομίσματος και; ως εκ τούτου, η πραγματική αξία της ως άνω ψιλής κυριότητας, θα εξευρεθεί, αφού γίνει αναγωγή της σε χρυσές λίρες Αγγλίας, ανέρχεται δε, με βάση τον ως άνω υπολογισμό, στο προαναφερόμενο ποσό. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει ν1 απορριφθεί, προεχόντως, ως απαράδεκτος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 526 του προϊσχύοντος ΚΠολΔ, ο οποίος εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, κατ’ άρθρ. 9 παρ. 2 ν. 1335/2015. Περαιτέρω, η ως άνω παρέχουσα, όπως προαναφέρθηκε, είχε μόνες πλησιέστερες συγγενείς της τις διαδίκους θυγατέρες της, η ίδια δε εργαζόταν κατά το χρόνο της παροχής και είχε ικανό εισόδημα από το μισθό της, για να αντιμετωπίσει τις βιοτικές της ανάγκες, ενώ οι δαπάνες για την ιατροφαρμακευτική της περίθαλψη καλυπτόταν από τον ασφαλιστικό της φορέα, δεν βαρυνόταν δε με δαπάνες στέγασης, αφού διέμενε στην ως άνω οικία, στην οποία εξακολούθησε να διαμένει και μετά την παροχή, αφού είχε παρακρατήσει για τον εαυτό της την επικαρπία αυτής. Εξάλλου, κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο, η ενάγουσα ήταν ηλικίας 33 ετών και είχε ήδη συνάψει γάμο, από 14ετίας (το έτος 1976), από τον οποίο απέκτησε τρία τέκνα, που γεννήθηκαν τα έτη 1976, 1977 και 1980. Η ίδια είχε λάβει πτυχίο λογιστικής, αλλά δεν εργαζόταν, διότι ο σύζυγος της, Α. Π., ήταν ιδιαίτερα εύρωστος, οικονομικά, αφού ήταν επιτυχημένος επιχειρηματίας, έχοντας ιδρύσει τις ανώνυμες εταιρίες “… Α.Ε.”, με αντικείμενο την κατασκευή γεωργικών μηχανημάτων και “…. Α.Ε.”, με αντικείμενο την εμπορία αυτών. Οι ως άνω επιχειρήσεις είχαν έδρα, αρχικά, επί της οδού …, σε ιδιόκτητο ακίνητο, ενώ αργότερα, μεταφέρθηκαν στη ΒΙ.ΠΕ…., σε ιδιόκτητο οικόπεδο, εμβαδού 15,5 στρεμμάτων, οι δε αρχικές εγκαταστάσεις χρησιμοποιούνταν πλέον ως καταστήματα, τα οποία εκμισθώνονταν σε τρίτους. Η ενάγουσα, από την τέλεση του γάμου της διέμενε στο …, αρχικά, σε μισθωμένη πολυτελή κατοικία και στη συνέχεια σε ιδιόκτητη πολυτελή κατοικία, κτισμένη επί οικοπέδου 1.500 τ.μ., το οποίο είχε αγοραστεί στο όνομά της (και στο οποίο αυτή εξακολουθεί να διαμένει, μετά το θάνατο του συζύγου της, το έτος 2006). Τα παραπάνω περιστατικά δεν αμφισβητούνται από την ενάγουσα. Εξάλλου, η εναγόμενη, η οποία κατά το χρόνο της παροχής ήταν 23 ετών, είχε συνάψει γάμο, από 4ετίας (το έτος 1986), από τον οποίο απέκτησε δύο τέκνα, την Μ. και Ι., που γεννήθηκαν τα έτη 1987 και 1989, αντίστοιχα. Ήταν απόφοιτος λυκείου και μέχρι την τέλεση του γάμου της, εργαζόταν σε μία από τις επιχειρήσεις του συζύγου της ενάγουσας, ενώ μετά την τέλεση του γάμου της, έπαυσε να εργάζεται. 0 σύζυγος της, Α. Κ., συμμετείχε, με ποσοστό 1/3, στην επιχείρηση κατασκευής ενδυμάτων, που διατηρούσε με τους δύο αδελφούς του, η οποία, κατά το χρόνο της επίδικης παροχής, βρισκόταν στο στάδιο της σταθεροποίησης και ανάπτυξης. Η εναγόμενη, από την τέλεση του γάμου της, διέμενε στο …, αρχικά, σε μισθωμένη κατοικία και στη συνέχεια, το έτος 1992, σε ιδιόκτητη πολυτελή κατοικία. Στη συνέχεια, μετά το έτος 1995, η πορεία της επιχείρησης, που διατηρούσε ο σύζυγος της, ήταν φθίνουσα, γι’ αυτό και ο τελευταίος, το έτος 2002, μεταβίβασε το εταιρικό μερίδιο του, ακολούθησε δε η λύση του γάμου τους, το έτος 2004, καθώς και η εκποίηση της ως άνω κατοικίας τους, το ίδιο έτος. Με βάση τα παραπάνω περιστατικά αποδείχθηκε ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της παροχής, η οικονομική κατάσταση της ενάγουσας ήταν πολύ καλύτερη από εκείνη της εναγόμενης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πατέρας των διαδίκων, Α. Χ., είχε ως μόνο περιουσιακό στοιχείο, ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, εμβαδού 86,30 τ.μ., που βρίσκεται στην …, επί της οδού …, με το επ’ αυτού ισόγειο κατάστημα, εμβαδού 16 τ.μ.. Το ως άνω ιδανικό μερίδιο, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …10/15• 12-1986 συμβολαίου γονικής παροχής, της συμβολαιογράφου Ε. Φ., που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβιβάστηκε κατά κυριότητα, λόγω γονικής παροχής, στις διαδίκους θυγατέρες του, εξ αδιαιρέτου και κατ’ ισομοιρία, ενώ τρεις ημέρες αργότερα, η ενάγουσα αγόρασε από την εναγόμενη αδελφή της το ιδανικό μερίδιο, που είχε περιέλθει στην τελευταία, καταβάλλοντας σ’ αυτή το ποσό των 1.200.000 δραχμών, στη συνέχεια δε, αφού αγόρασε και το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου του εν λόγω ακινήτου, που ανήκε στην αδελφή του πατέρα της, κατεδάφισε το παλιό κτίσμα και ανήγειρε επ’ αυτού πολυώροφη οικοδομή με το σύστημα της αντιπαροχής, λαμβάνοντας, ως αντιπαροχή, ένα ισόγειο κατάστημα και τρεις χώρους γραφείων. Από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η αρχική μεταβίβαση με γονική παροχή του ως άνω ιδανικού μεριδίου ο’ αυτή και ακολούθως, η πώληση αυτού στην ενάγουσα είναι εικονικές και υποκρύπτουν γονική παροχή όλου του ανήκοντος στον πατέρα των διαδίκων ποσοστού, στην ενάγουσα, μόνη δε η κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, ο οποίος δεν έχει ιδία αντίληψη των ως άνω γεγονότων, δεν αρκεί προς τούτο.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμο τον ως άνω ισχυρισμό, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος και κατ’ ουσία. Με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδείχθηκε ότι οι γονείς των διαδίκων, με αφορμή το γάμο της εναγόμενης, συμφώνησαν να μεταβιβάσουν κατ’ ισομοιρία στις θυγατέρες τους το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του πατέρα τους και στη συνέχεια, το έτος 1990, θεωρώντας ότι η εναγόμενη, ενόψει του ότι η οικονομική κατάστασή της δεν είχε σταθεροποιηθεί, αφού η ίδια δεν εργαζόταν και η επιχείρηση του συζύγου της ήταν ακόμη σε ανάπτυξη, ενώ, παράλληλα, το ζεύγος δεν είχε ολοκληρώσει την ανοικοδόμηση της κατοικίας του και διέμενε σε μισθωμένη οικία, συμφώνησαν να μεταβιβαστεί, επιπροσθέτως, στην εναγόμενη, από τη μητέρα της, το επίδικο, μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της τελευταίας, για τη δημιουργία και διατήρηση της οικονομικής και οικογενειακής αυτοτέλειας της εναγόμενης. Τούτο διότι, όπως προεκτέθηκε, η ενάγουσα δεν είχε ανάγκη περαιτέρω οικονομικής ενίσχυσης, διότι είχε ήδη από πολλών ετών δημιουργήσει τη δική της οικογένεια και ήταν ιδιαίτερα εύρωστη, οικονομικά, σε βαθμό πολύ υψηλότερο απ’ ό,τι η εναγόμενη. Τέλος, η οικονομική κατάσταση της παρέχουσας μητέρας των διαδίκων, επέτρεπε την κατάρτιση της ένδικης γονικής παροχής, διότι αυτή είχε μισθό από την εργασία της και είχε εξασφαλισμένη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ενώ εξακολούθησε να διαμένει στην επίδικη κατοικία, αφού είχε παρακρατήσει την επικαρπία της, κατά τα προεκτεθέντα. Με βάση τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά, αφού ληφθεί υπόψη η προαναφερόμενη οικονομική κατάσταση της παρέχουσας, η κοινωνική θέση της κατά τη σύσταση της παροχής, καθώς και η οικονομική και οικογενειακή κατάσταση των διαδίκων τέκνων της, η ένδικη γονική παροχή δεν υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, ώστε ν’ αποτελεί δωρεά”. Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε ότι η επίμαχη γονική παροχή, ως μη όντας δωρεά της κληρονομούμενης Α. χήρας Α. Χ., το γένος Π. Λ., προς την ήδη αναιρεσίβλητη θυγατέρα της, αφού δεν υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, δεν προστίθεται στην κληρονομιά αυτής προς υπολογισμό της νόμιμης μοίρας της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας θυγατέρας της, ούτε υπόκειται σε διάρρηξη κατά το άρθρο 1835 ΑΚ, ακολούθως δε απέρριψε ως αβάσιμη την έφεση της ενάγουσας κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει όμοια κρίση. Με βάση αυτά που δέχτηκε και έτσι όπως έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της, αφού ως προς το ουσιώδες ζήτημα της υπέρβασης του επιβαλλόμενου μέτρου για την επίμαχη γονική παροχή, στο οποίο και επιχειρείται η θεμελίωση της βάσης της αγωγής, διέλαβε στην απόφαση σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή και ερμηνεία των πιο πάνω ουσιαστικών διατάξεων του ΑΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλομένη η οικονομική κατάσταση της κληρονομούμενης καθώς και των θυγατέρων της διαδίκων, λόγο|για τον οποίο κρίθηκε ότι συνέτρεχε στο πρόσωπο της αναιρεσίβλητης η κατά το άρθρο 1509 ΑΚ ανάγκη, οπότε και η προς αυτήν γονική παροχή με το επίμαχο συμβόλαιο δεν είναι δωρεά για να υπόκειται σε μέμψη ως άστοργη. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι περαιτέρω διαλαμβανόμενες στους ως άνω λόγους αιτιάσεις, υπό την επίκληση των ίδιων αναιρετικών πλημμελειών, είναι απαράδεκτες, καθόσον με αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και επιπλέον αφορούν, ελλείψεις αναγόμενες στην ανεπάρκεια αιτιολόγησης του αποδεικτικού πορίσματος, σε σχέση με την επίδικη γονική παροχή, καθώς και σε απλά επιχειρήματα της αναιρεσείουσας, που κατατείνουν στην ουσιαστική βασιμότητα του αγωγικού ισχυρισμού η παροχή ότι αυτή υπερέβη το μέτρο και ως αποτελούσα δωρεά πρέπει να ανατραπεί ως άστοργη και στη στήριξη των απόψεών της για το χαρακτηρισμό της γονικής παροχής που έλαβε η αναιρεσίβλητη με το επίμαχο συμβόλαιο ως δωρεάς, που δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ).- Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ. γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ., κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ.), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 338 έως 340 ΚΠολΔ., υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το αποδεικτικό μέσο, ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή επιδρά στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (Ολ.Α.Π.2/2008, Ολ.Α.Π.42/2002). Καμιά, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν ιδρύεται όταν το Δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ., στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, διότι έτσι πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (Α.Π.1 18/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, από τον αρ. 11 γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ., αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη και δεν εκτίμησε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων το υπ’ αριθμ.πρωτ….87/2016 αντίγραφο της υπ’ αριθμ….21/1988 άδειας οικοδομής της Διεύθυνσης Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου … και το προσαρτώμενο σ’ αυτό τοπογραφικό διάγραμμα και σχέδιο ανέγερσης δεύτερου ορόφου, αναφορικά με τη μονοκατοικία της αναιρεσίβλητης στο …, τα οποία προσκόμισε και επικαλέστηκε με τις προτάσεις της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς απόδειξη της ουσιαστικής βασιμότητας του ισχυρισμού της ότι το επίμαχο συμβόλαιο δεν αποτελεί γονική παροχή αλλά δωρεά, καθόσον δει/γίνεται ειδική αναφορά προς τούτο στην ίδια απόφαση. Ο αναιρετικός αυτός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπου ρητά αναφέρει (στην 11η σελίδα) ότι λήφθηκαν υπόψη “όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά στοιχεία, είτε ως δικαστικά τεκμήρια”, σε συνδυασμό με το σύνολο των αιτιολογιών της, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι τα ως άνω φερόμενα ως αγνοηθέντα έγγραφα (οικοδομική άδεια κλπ) λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και την απόρριψη της ένδικης αγωγής της αναιρεσείουσας, χωρίς να υποχρεούται το Εφετείο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση αυτών και καθενός εγγράφου. Η άποψη της τελευταίας ότι η διαφορετική εκτίμηση των επίμαχων αποδεικτικών μέσων, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις, θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλόμενης απόφασης για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και, συνακόλουθα^ σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, πρέπει η αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολο της, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 3 του ν. 4335/2015, παραβόλου και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, ως ηττηθείσα διάδικος, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. –
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20-11-2017 αίτηση αναίρεσης της Σ. Π. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1074/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.- Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.-
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.-
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαρτίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Μαρτίου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 307/2019 Κατά το άρθρο 1831 παρ. 2 ΑΚ υπολογισμός νόμιμης μοίρας
Επόμενο άρθρο Συντάξεις: Πότε συμφέρει η συνταξιοδότηση