Αριθμός 33/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μαρουλιώ Δαβίου-Απέργη, Μαρία Κουφούδη-Εισηγήτρια, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, τη 2α Μαρτίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από: 1) Τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οδός Καρ. Σερβίας αριθ. 10 (ΑΦΜ …) και 2) Την ανεξάρτητη διοικητική αρχή με την επωνυμία “ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ” (Α.Α.Δ.Ε.), εδρεύουσα ομοίως ως άνω, νομίμως εκπροσωπουμένη από τον Διοικητή της (ΑΦΜ …), το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Σοφία Μπίκου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Π. του Ν., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαριάννα Σουκάκου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις, 2) Α. θυγ. Δ. Α., κατοίκου …, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 3) Ε. θυγ. Δ. Α., κατοίκου …, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-3-2017 αγωγή του ήδη α’ αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4577/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6085/2018 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 15-12-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 74-78 του Κ.Πολ.Δ., ομοδικία υπάρχει όταν σε μία δίκη πλείονα πρόσωπα μετέχουν στον ίδιο ρόλο διαδίκου, είτε ως ενάγοντες (ενεργητική ομοδικία) είτε ως εναγόμενοι (παθητική ομοδικία). Οι διάδικοι της ίδιας πλευράς ονομάζονται ομόδικοι. Ο νόμος διακρίνει την ομοδικία σε απλή (άρθρα 74 και 75 Κ.Πολ.Δ.) και αναγκαστική (άρθρα 76 και 77 Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 74, 75 παρ.1 και 2 προκύπτει ότι περίπτωση απλής ομοδικίας (υποκειμενικής σώρευσης αγωγών) υπάρχει όταν ενάγουν ή ενάγονται περισσότεροι του ενός και ενώνονται σε κοινή διαδικασία πλείονες έννομες σχέσεις δίκης, οι οποίες συνδέουν διάφορα υποκείμενα, χωρίς να επηρεάζεται η ανεξάρτητη δικονομική θέση καθενός από αυτούς έναντι των λοιπών, η δε εκδιδόμενη απόφαση, που είναι οριστική ως προς ορισμένους ομοδίκους, περατώνει τη δίκη ως προς αυτούς, καθίσταται δε οριστική αυτοτελώς και συνεπώς είναι κατά το μέρος αυτό προσβλητή με έφεση και πριν εκδοθεί απόφαση οριστική για τους λοιπούς διαδίκους (ΑΠ 244/2019). Επίσης, κατά τα άρθρα 1847 παρ. 1 εδ. α’ και 1850 εδ. β’ ΑΚ ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Κατά το άρθρο δε 1857 εδ. β περ. α’, γ’ και δ’ του ίδιου Κώδικα, η αποδοχή της κληρονομίας που οφείλεται σε πλάνη κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες, η δε πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομίας δεν θεωρείται ουσιώδης, ενώ οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και σε αποδοχή που συνεπάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας για αποποίηση, ενώ κατά το άρθρο 1901 εδ. α’ ΑΚ ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομίας. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 140 και 141 ΑΚ, αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωση του δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν με τον τρόπο αυτό η συναγόμενη κατά πλάσμα του νόμου αποδοχή δεν συμφωνεί με τη βούλησή του, από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της κατάστασης που διαμόρφωσε τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης. Η εσφαλμένη δε γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί τη μεταξύ βούλησης και δήλωσης διάσταση, η οποία, όταν είναι ουσιώδης, θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δήλωσης λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερομένων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας. Υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσης της κληρονομίας κατά τον ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει την γνώση της επαγωγής της κληρονομίας και β) σε άγνοια μόνο της ύπαρξης της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης (Ολ ΑΠ 3/1989, ΑΠ 827/2017, ΑΠ 951/2013). Η αγωγή προς ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας και η αντίστοιχη ένσταση στρέφεται, σύμφωνα με τη διασταλτική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 155 ΑΚ και κατά του αμέσως έλκοντος έννομο κληρονομικό συμφέρον από την έκπτωση αυτού που ακυρωσίμως – δηλαδή συνεπεία πλάνης – αποδέχθηκε και που στη συνέχεια θα αποποιηθεί, δηλαδή κατ’ εκείνου, στον οποίο θα επαχθεί η κληρονομία μετά την αποδοχή της αγωγής και την αποποίηση του ενάγοντος στην περί ακυρώσεως δίκη, καθώς επίσης και κατά του δανειστή της κληρονομίας (ΑΠ 22/2022, ΑΠ189/2017, ΑΠ 572/2016). Οι δε εναγόμενοι αυτής της αγωγής, συνδέονται μεταξύ τους με δεσμό απλής ομοδικίας λόγω της φύσης της διαφοράς (ΑΠ 827/2017), δεδομένου ότι η αποδοχή της αγωγής ως προς τον ένα εναγόμενο δεν επηρεάζει ούτε δεσμεύει τους άλλους. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 576 παρ. 1-3 του ΚΠολΔ, στην τελευταία των οποίων προστέθηκε με το άρθρο 62 του Ν. 4139/2013 δεύτερο εδάφιο, που καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 98 παρ. 1 του ίδιου νόμου, προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αίτησης για αναίρεση κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί και δε λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο διάδικος που απουσιάζει, η υπόθεση συζητείται ως εάν ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, ερευνάται αν ο διάδικος που δεν εμφανίσθηκε ή, αν και εμφανίσθηκε, δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση. Στην περίπτωση δε που δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήτευση. Αν δε στη δίκη συμμετέχουν περισσότεροι και κάποιος από αυτούς απουσιάζει ή δεν συμμετέχει νόμιμα και δεν έχει κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους, εφόσον συνδέονται με το δεσμό της αναγκαστικής ομοδικίας. Στην περίπτωση όμως της απλής ομοδικίας κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση ως προς εκείνον που απουσιάζει και δεν κλητεύθηκε νόμιμα, ή δεν συμμετέχει νόμιμα και η συζήτηση χωρεί ως προς τους λοιπούς. Στην προκειμένη περίπτωση η διαδικαστική πορεία της υποθέσεως, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία μέρος, κατ` επιτρεπτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων, έχει ως εξής: Με την από 10-3-2017 αγωγή του, ο ενάγων και ήδη πρώτος αναιρεσίβλητος ζητούσε την ακύρωση λόγω ουσιώδους πλάνης της πλασματικής αποδοχής από αυτόν της κληρονομίας του παππού του Α. Π. του Ν.. Την ως άνω αγωγή έστρεφε κατά των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων Ε. Π. του Α. και Δ. Α. του Α., ως ασκούντων την γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων τους 1. Α. Α. και 2. Ε. Α., ως αμέσως ελκόντων έννομο κληρονομικό συμφέρον από την έκπτωση του ενάγοντος που ακυρωσίμως – δηλαδή συνεπεία πλάνης – αποδέχθηκε την κληρονομία και στους οποίους θα επαχθεί αυτή (κληρονομία) μετά την αποδοχή της αγωγής και την αποποίηση του (ενάγοντος), και κατά του Ελληνικού Δημοσίου ως δανειστή της κληρονομίας. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία ερήμην των δύο πρώτων εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων η υπ’αριθμ. 4577/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία ακύρωσε την πλασματική αποδοχή από τον ενάγοντα της κληρονομίας του παππού του Α. Π. του Ν.. Το τρίτο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής, την από 12-1-2018 έφεση, την οποία απηύθυνε κατά του ενάγοντα (Μ. Π.) και κατά των δύο συνεναγομένων του Ε. Π. και Δ. Α. ως ασκούντων την γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων τους Α. Α. και Ε. Ακαρίδη. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η 6085/2018 προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία δίκασε κατά την τακτική διαδικασία ερήμην των δύο τελευταίων εφεσιβλήτων (εναγομένων) και αντιμωλία του πρώτου των εφεσιβλήτων (ενάγοντος) και απέρριψε την έφεση ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης ως προς όλους τους εφεσίβλητους. Η προσβαλλομένη απόφαση κατ’επιτρεπτή επισκόπηση αυτής δέχθηκε τα ακόλουθα: “Στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη από 12.1.2018 [με αριθ. κατ. 3547/270/2018] έφεση, του πρωτοδίκως ηττηθέντος 3ου εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’αριθ. 4577/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε, ερήμην των 1ης και 2ου των εναγόμενων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, απευθύνεται πλην του ενάγοντος Μ. Π. και κατά των ως άνω ερημοδικασθέντων εναγόμενων Ε. Π. και Δ. Α., ως νομίμων εκπροσώπων των ανηλίκων τέκνων τους Α. Α. και Ε. Α.. Κατά το μέρος που αφορά τη δικασθείσα ερήμην Ε. Α., η οποία εξακολουθεί να είναι ανήλικη, ως γεννηθείσα στις 19.7.2001, ορθά στρέφεται κατά των ως άνω νομίμων εκπροσώπων γονέων της. Κατά το μέρος όμως, που αφορά την Α. Α., είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης κατά τα άρθρα 516 και 532 ΚΠολΔ, διότι δεν απευθύνεται ατομικώς κατ’ αυτής, σύμφωνα και προς τα εις τη μείζονα σκέψη εκτεθέντα, αλλά κατά των μη νομιμοποιούμενων πλέον γονέων της, οι οποίοι ασκούσαν τη γονική μέριμνα αυτής μέχρι την ενηλικίωσή της. Ειδικότερα, υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, η εν λόγω διάδικος, ως γεννηθείσα στις 11.12.1999, ενηλικιώθηκε μετά την έκδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως (4.12.2017) και ήταν ήδη ενήλικη κατά την άσκηση της έφεσης (15.1.2018) και ως εκ τούτου οι γονείς της Δ. Α. και Ε. Π., σε βάρος των οποίων στρέφεται η ένδικη έφεση, έπαψαν από τις 11.12.2017 ν’ ασκούν τη γονική μέριμνα αυτής, ενώ η ίδια η Α. Α., κατέστη ικανή για κάθε δικαιοπραξία, όπως επίσης και να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό της όνομα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της. Περίπτωση, εξάλλου, να μην είχε λάβει γνώση της ενηλικίωσής της το εκκαλούν, και άρα της ικανότητάς της να παρίσταται ιδίω ονόματι στο δικαστήριο, οπότε παραδεκτά η ένδικη έφεση θα στρεφόταν κατά του νομίμου αντιπροσώπου, δεν συντρέχει, καθόσον το εκκαλούν είχε λάβει γνώση της ημερομηνίας γεννήσεως της ανωτέρω διαδίκου, ήδη από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής (βλ. την υπ’αριθ. 5936Β 7303.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Ι. Τ.) και από την κοινοποίηση της εκκαλουμένης υπ’ αριθ. 4577/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (βλ. την υπ’αριθ. 5994ΒΊ8.12.2017 έκθεση επίδοσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή). Σε κάθε όμως περίπτωση, τούτο προϋποθέτει ο διάδικος να εμφανιστεί κατά τη συζήτηση με την ιδιότητα του εφεσιβλήτου και να προβάλει υπεράσπιση για την ουσία της διαφοράς, πράγμα που δεν συνέβη, αφού η υπόθεση συζητήθηκε ερήμην των εφεσιβλήτων, πλην του 1ου (Μ. Π.). Ακολούθως, περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας συντρέχει, όταν λόγω των συντρεχουσών περιστάσεων δεν δύνανται να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις μεταξύ των ομοδίκων, αλλά κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, επιβάλλεται η έκδοση ομοίου περιεχομένου αποφάσεως ως προς συγκεκριμένο βιοτικό συμβάν, κατ’άρθρο 76 παρ.1 περ. (δ) ΚΠολΔ. Η περίπτωση αυτή συντρέχει όταν ασκείται διαπλαστική αγωγή (άρθρο 71 ΚΠολΔ) ή ανακοπή από περισσότερους ή κατά περισσότερων έναντι των οποίων ισχύει η επιδιωκόμενη διάπλαση και αν ακόμη αυτοί δεν μετείχαν στη σχετική διαδικασία, όπως εν προκειμένω, όπου τίθεται ζήτημα ακυρώσεως αποδοχής κληρονομιάς λόγω πλάνης του κληρονόμου (άρθρ. 1847 παρ.1 εδ. α’ 1850, 1857, 140, 141 ΑΚ), καθόσον η δήλωση αποποίησης έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, αφού δημιουργεί μία νέα νομική κατάσταση ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου, το δε δικαίωμα ακύρωσης της αποδοχής της κληρονομιάς, είναι κατά τη φύση του διαπλαστικό. Στην προκειμένη περίπτωση, λόγω των συγκεκριμένων περιστάσεων, δεν δύνανται να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις μεταξύ των ομοδίκων, αλλά κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, επιβάλλεται η έκδοση ομοίου περιεχομένου αποφάσεως εξ αιτίας του διαπλαστικού χαρακτήρα της διαφοράς και συνεπώς είναι ενδεδειγμένο αυτή να λυθεί με ενιαίο τρόπο ως προς όλους τους εφεσιβλήτους, αφού πρόκειται περί διαφοράς ακύρωσης αποδοχής της εξ αδιαθέτου κληρονομιάς οφειλόμενης σε εξακολουθητική πλάνη και οι εφεσίβλητοι, ήτοι η ενηλικιωθείσα πλέον Α. Α. και η ανήλικη Ε. Α., εκπροσωπούμενη από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα γονείς της, στις οποίες θα επαχθεί η κληρονομιά μετά την αποδοχή της αγωγής και την αποποίηση του ενάγοντος στην περί ακυρώσεως δίκη και ο τελευταίος, τελούν σε αναγκαστική ομοδικία μεταξύ τους, καθόσον δεν είναι δυνατή η έκδοση διαφορετικών αποφάσεων κατ’αυτών (άρθρο 76 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, ως προς όλους και αυτεπαγγέλτως (άρθρα 516, 532 ΚΠολΔ). Κατά συνέπεια, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της”.
Στην προκειμένη περίπτωση, φέρεται για συζήτηση η από 15-12-2020 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 6085/2018 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Τη συζήτηση της υπόθεσης επισπεύδει το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο. Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο πινάκιο, δεν εμφανίστηκαν και δεν έλαβαν μέρος στη συζήτηση η δεύτερη και τρίτη των αναιρεσίβλητων. Όμως, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι οι αναιρεσίβλητες αυτές κλητεύθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως για να λάβουν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης. Ενόψει δε των όσων αναφέρονται στην προρηθείσα νομική σκέψη, οι αναιρεσίβλητοι (ενάγων και εναγόμενοι) δεν συνδέονται μεταξύ τους με τον δεσμό της αναγκαστικής ομοδικίας και κατά συνέπεια δεν ήταν υποχρεωτική η κλήτευση όλων. Πρέπει λοιπόν να χωρισθεί η υπόθεση ως προς τις απολειπόμενες αναιρεσίβλητες και να κηρυχθεί ως προς αυτές απαράδεκτη η συζήτηση και να συζητηθεί η υπό κρίση αναίρεση ως προς τον πρώτο των αναιρεσιβλήτων.
Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αναφέρεται παραπάνω, προκύπτει ότι το Εφετείο απέρριψε την έφεση του εναγομένου- εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, ως προς την εναγομένη -εφεσίβλητη Α. Α., διότι η έφεση δεν απευθύνθηκε ατομικώς κατ’αυτής ως ενηλικιωθείσας κατά την άσκηση της (εφέσεως) αλλά κατά των μη νομιμοποιούμενων γονέων της. Περαιτέρω, με την αιτιολογία ότι τόσο η τελευταία εναγομένη-εφεσίβλητη Α. Α. όσο και η ανήλικη εναγομένη εφεσίβλητη Ε. Α., εκπροσωπούμενη από τους ασκούντες την γονική μέριμνα γονείς της, αλλά και ο ενάγων Μ. Π., πρώτος των εφεσιβλήτων, συνδέονται με αναγκαστική ομοδικία, απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη ως προς άπαντες τους εφεσιβλήτους αυτούς. Από την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (ΟλΑΠ 2/2001, ΑΠ 2001/2009), ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται δια του λόγου από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 1518/2008, ΑΠ 558/2008). Δια του ανωτέρω, από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, αναιρετικού λόγου ελέγχονται, πλην άλλων, το παραδεκτό της ασκήσεως των ενδίκων μέσων (ΑΠ 371/2008), των προσθέτων λόγων εφέσεως, της αντεφέσεως, των ανακοπών (άρθρα 583 επ. 632, 933 ΚΠολΔ) και των προσθέτων λόγων αυτών, το παραδεκτό της προβολής των ισχυρισμών (ΑΠ 2081/2018), καθώς και η παραβίαση των κανόνων περί αναγκαστικής ομοδικίας (Α.Π 1307/2011). Στη προκειμένη περίπτωση με τον μοναδικό λόγο αναίρεσης το πρώτο εναγομένο εκκαλούν και ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο αποδίδει κατ’εκτίμηση του λόγου αυτού στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια αληθώς από το άρθρο 559 αριθμ. 14 Κ.Πολ.Δ (και όχι 559 αριθμ. 1Κ.Πολ.Δ), ότι το Εφετείο παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο και ειδικότερα απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεση του τρίτου των εναγομένων και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά του πρώτου των εφεσιβλήτων-ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου (Μ. Π.) με την αιτιολογία ότι συντρέχει αναγκαστική ομοδικία μεταξύ αυτού ενάγοντος (πρώτου των εφεσιβλήτων) και των εναγομένων εφεσιβλήτων Α. Α. και Ε. Α., ως προς την πρώτη των οποίων απορρίφθηκε η έφεση ως απαράδεκτη για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης, καθόσον η έφεση απευθυνόταν στους ασκούντες την γονική μέριμνα της εφεσίβλητης αυτής (Αλεξάνδρας Ακαρίδη), ενώ κατά την άσκηση της εφέσεως αυτή είχε ήδη ενηλικιωθεί, ενώ δεν συνδεόταν με αναγκαστική ομοδικία ο ενάγων και πρώτος των εφεσιβλήτων και ήδη πρώτος των αναιρεσιβλήτων με τις εναγόμενες- εφεσίβλητες. Πράγματι δε καμία περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας δεν συνδέει τους εφεσιβλήτους και ήδη αναιρεσίβλητους (ενάγοντα και εναγομένους στην ως άνω αγωγή), ούτε στην έφεση, καθόσον η απεύθυνση της εφέσεως εκ μέρους του ηττηθέντος εναγομένου εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου και ήδη αναιρεσείοντος εναντίον του ενάγοντος Μ. Π. και εναντίον των ομοδίκων του εναγομένων δεν προσδίδει σ’αυτούς ως εφεσίβλητους και ως αναιρεσίβλητους την ιδιότητα των αναγκαίων ομοδίκων, δεδομένου ότι δεν συντρέχει καμία των προβλεπομένων περιπτώσεων στην διάταξη του άρθρου 76 του Κ.Πολ.Δ., όσον αφορά την ένδικη διαφορά, σύμφωνα με όσα στη νομική σκέψη αναφέρονται.
Συνεπώς το Εφετείο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 14 Κ.Πολ.Δ. με το να απορρίψει ως απαράδεκτη την έφεση του εκκαλούντος-εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου για έλλειψη παθητικής νομιμοποιήσεώς του. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος έφεσης της από 24-3-2019 αίτησης του Ελληνικού Δημοσίου, ως προς τον πρώτο των αναιρεσιβλήτων, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ). Ο πρώτος δε αναιρεσίβλητος, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, μετά από σχετικό αίτημά που υπέβαλε με την αίτηση αναιρέσεως και τις προτάσεις του (άρθρα 176,183 και 191 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.), τα οποία όμως πρέπει να καταλογιστούν μειωμένα κατά τα άρθρα 22 παρ.1 και 3 του ν. 3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 Εισ.Ν.Κ.ΠολΔ, άρθρο 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 και 2 της ΥΑ 134423/1992 (Οικονομικών και Δικαιοσύνης), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διατάσσει το χωρισμό της υπόθεσης, όσον αφορά τις αναιρεσίβλητες 1. Α. θυγ. Δ. Α. και 2. Ε. θυγ. Δ.. Α..
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τις ως άνω, αναιρεσίβλητες.
Αναιρεί την 6085/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, όσον αφορά στον πρώτο των αναιρεσιβλήτων Μ. Π..
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση κατά το πιο πάνω μέρος της, στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος εις βάρος του πρώτου των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Νοεμβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Ιανουαρίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ