Αριθμός 375/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μαρουλιώ Δαβίου-Απέργη, Μαρία Κουφούδη, Αθανάσιο Θεοφάνη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 3 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Σπυριδούλα Ραυτοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Π. του Α., κατοίκου Αθηνών, 2) Χ. Π. του Α., 3) Χ. Π. του Α., κατοίκων Δημ. Διαμερίσματος Ζευγολατιού του Δήμου Βόχας Κορινθίας, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21-5-2010 αίτηση των ήδη αναιρεσιβλήτων και την από 21-10-2010 κύρια παρέμβαση του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 416/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 229/2018 του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 22-7-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, το αναιρεσείον παραστάθηκε, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 576§§1, 2 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος, ο Άρειος Πάγος ερευνά αν ο απολειπόμενος διάδικος επισπεύδει τη συζήτηση. Εάν, όμως, την επισπεύδει ο αντίδικός του ερευνά αν ο τελευταίος έχει κλητεύσει νομίμως και εμπροθέσμως τον απολειπόμενο διάδικο και, σε καταφατική περίπτωση, η συζήτηση της υποθέσεως προχωρεί παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί σαν να ήταν παρών. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες, με στοιχεία 11333/03.02.2021, 6377Δ’/09.10.2020 και 6378Δ’/09.10.2020, εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών των περιφερειών των Εφετείων Αθηνών και Ναυπλίου Μ. Ν. (η πρώτη) και Ν. Π. (οι λοιπές), αντιστοίχως, αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως με πράξη προσδιορισμού δικασίμου της Προέδρου του Γ’ Πολιτικού Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου Ασπασίας Μαγιάκου και κλήση προς συζήτηση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (03.11.2021) επιδόθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλεια του αναιρεσείοντος, που επισπεύδει τη συζήτηση, προς τις αναιρεσίβλητες, οι οποίες δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο στην ως άνω δικάσιμο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε υπέβαλαν την από το άρθρο 242 Κ.Πολ.Δ. δήλωση μη παραστάσεως στο ακροατήριο. Κατόπιν τούτων, πρέπει, κατ’ εφαρμογήν των όσων εκτέθηκαν παραπάνω, η συζήτηση να προχωρήσει παρά την απουσία των αναιρεσιβλήτων.
Από τη διάταξη του άρθρου 553§1 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, προκύπτει ότι απόφαση η οποία έχει εκδοθεί ερήμην δεν υπόκειται σε αναίρεση, εφόσον μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή ερημοδικίας.
Συνεπώς, κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε με την απουσία, πραγματική ή πλασματική, ενός των διαδίκων, έστω και αν δεν στηρίχθηκε στη συναγωγή δυσμενών συνεπειών από την ερημοδικία του, ενεργοποιείται αμέσως με την έκδοσή της η δυνατότητα ασκήσεως από αυτόν ανακοπής ερημοδικίας κατά της ερήμην αποφάσεως (άρθρα 502, 764§3 Κ.Πολ.Δ.), με συνέπεια όσο διαρκεί η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας, που λήγει είτε διότι παρήλθε η κατ’ άρθρο 503§1 του Κ.Πολ.Δ. δεκαπενθήμερη, προς άσκηση αυτής, προθεσμία από την επίδοση της ερήμην αποφάσεως είτε διότι ο δικαιούμενος στην άσκησή της (ερημοδικασθείς) διάδικος παραιτήθηκε νομίμως από το δικόγραφο του ασκηθέντος ενδίκου μέσου της ανακοπής ή από το σχετικό δικαίωμα, να αποκλείεται η άσκηση κατά της ερήμην αποφάσεως αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία, αν παρόλα αυτά ασκηθεί, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (άρθρο 577§1 Κ.Πολ.Δ.), με αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου (Α.Π. 647/2020, Α.Π. 688/2019, Α.Π. 2102/2017, Α.Π. 12/2011, Α.Π. 430/2009). Αν παραλειφθεί η επίδοση της ερήμην αποφάσεως, δεν αρχίζει καν η προθεσμία ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατ’ αυτής, οπότε αντιστοίχως δεν υπάρχει χρονικό όριο για την άσκησή της, αφού σε σχέση με αυτή δεν είναι θεσπισμένη καταχρηστική προθεσμία αντίστοιχη με την καταχρηστική προθεσμία των άρθρων 518§2 και 564§3 του Κ.Πολ.Δ., που ισχύει για την έφεση και την αναίρεση. Έτσι, η παράλειψη επιδόσεως της ερήμην αποφάσεως εμποδίζει εξακολουθητικά την άσκηση κατ’ αυτής αιτήσεως αναιρέσεως, με απότοκη συνέπεια την αναστολή και της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών που ισχύει για την αναίρεση και έχει ως αφετηρία τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αφού προϋπόθεση αυτονόητη της προθεσμίας αυτής είναι η ύπαρξη αποφάσεως υποκείμενης οπωσδήποτε σε αναίρεση (Α.Π. 688/2019, Α.Π. 2102/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561§2 του Κ.Πολ.Δ.) επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υποθέσεως προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι αναιρεσίβλητες με την από 21.05.2010 αίτησή τους, του άρθρου 6§3 του ν. 2664/1998, ζήτησαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου) να αναγνωριστεί ότι το περιγραφόμενο σ’ αυτή (αίτηση) ακίνητο ανήκει σ’ αυτές κατά συγκυριότητα και να διορθωθεί η γενόμενη αρχική ανακριβής πρώτη κτηματολογική εγγραφή αναφορικά με το εν λόγω ακίνητο ενόψει του ότι αυτό φέρεται ως άγνωστου ιδιοκτήτη. Στη δίκη παρενέβη κυρίως το αναιρεσείον με την από 21.10.2010 κύρια παρέμβασή του και ζήτησε από το αυτό Δικαστήριο να απορρίψει την ως άνω αίτηση και να αποφανθεί ότι το ένδικο ακίνητο ανήκει σ’ αυτό, διατασσομένης παραλλήλως της διορθώσεως αρχικής ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής. Επί των ως άνω αιτήσεως και κυρίας παρεμβάσεως εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 416/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου με την οποία απορρίφθηκαν αυτές. Την απόφαση αυτή προσέβαλε το αναιρεσείον με την από 17.12.2012 έφεσή του που απευθύνθηκε στο Μονομελές Εφετείο Ναυπλίου ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως κατά το μέρος που απέρριψε την κύρια παρέμβασή του και, ακολούθως, την παραδοχή αυτής. Το Εφετείο Ναυπλίου αρχικά εξέδωσε, ερήμην των αναιρεσιβλήτων, την υπ’ αριθμ. 373/2015 μη οριστική απόφασή του και, ακολούθως, ερήμην και πάλι των αναιρεσιβλήτων, την προσβαλλόμενη, υπ’ αριθμ. 229/08.05.2018, απόφασή του με την οποία απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος. Η απόφαση αυτή δεν επιδόθηκε στις αναιρεσίβλητες, δεδομένου ότι το αναιρεσείων δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει σχετικές εκθέσεως επιδόσεως και, συνεπώς, δεν άρχισε η προθεσμία ασκήσεως κατά της αποφάσεως αυτής του ένδικου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας, με αποτέλεσμα η εν λόγω απόφαση να μην έχει καταστεί τελεσίδικη και περαιτέρω να μην είναι παραδεκτώς δυνατή η άσκηση κατ’ αυτής αιτήσεως αναιρέσεως (άρθρο 553§1 Κ.Πολ.Δ.). Ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Διάταξη για τον προσδιορισμό και την επιβολή δικαστικών εξόδων δεν περιλαμβάνεται στην απόφαση αυτή λόγω της, εξαιτίας της ερημοδικίας τους, μη υποβολής σχετικού αιτήματος εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων (άρθρο 191§2 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22.07.2020 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 229/08.05.2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Φεβρουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Μαρτίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προηγούμενο άρθροΠοιοι δημόσιοι υπάλληλοι θα πάρουν αυξήσεις πάνω από 50 € μηνιαίως