Αριθμός 61/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη – Εισηγητή, Ασημίνα Υφαντή και Στέφανο – Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Χ. Π. του Κ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Μεταξά με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ό. Μ. του Ζ., κατοίκου …, υπό την ιδιότητά της ως ασκούσας την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου Κ. – Ά. Π., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ορφέα Φίλου και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/3/2018 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 618/2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 129/2020 του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 12/10/2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 12.10.2020 και με αριθ. κατάθ.60/13.10.2020 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. 129/13.04.2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών. Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ.552, 553, 556, 558, 564 παρ.1 και 566 παρ.1 ΚΠολΔ). Είναι, επομένως, παραδεκτή (άρθρ.577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ.577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Από το άρθρο 904 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει, ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού, είναι, εκτός άλλων και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού μια τέτοια απαίτηση προϋποθέτει έλλειψη αξιώσεως από νόμιμη αιτία (ΑΠ 15/2020, ΑΠ 1325/2019, ΑΠ 1151/2017, ΑΠ 449/2014). Αν η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (ΚΠολΔ 219), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσεως της αγωγής από σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσεως, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητος της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα (ΟλΑΠ 2/2019). Και τούτο διότι, στην τελευταία περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνο, αν η στηριζόμενη στην έγκυρη σύμβαση, κύρια βάση της αγωγής, απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητος της συμβάσεως για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης. Έτσι πληρούται με τον τρόπο αυτό ο σκοπός της διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί τη σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή. Επομένως, στη δικονομικώς ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσεως της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον ενάγοντα του λόγου της ακυρότητος της συμβάσεως, που διαγνώσθηκε ήδη δικαστικώς στην ίδια δίκη και είναι έτσι δεδομένος κατά την εξέταση της ως άνω επικουρικής βάσεως (ΟλΑΠ 22/2009, ΟλΑΠ 23/2003, ΑΠ 261/2020, ΑΠ 15/2020, ΑΠ 1151/2017, 438/2017). Τέλος, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή της ενστάσεως, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Επομένως, νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνος ουσιαστικού δικαίου. Αντιθέτως, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 15/2000). Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 261/2020,ΑΠ 1487/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’ άρθρ. 561 § 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, με την ένδικη αγωγή της η ενάγουσα – αναιρεσίβλητη ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, επί λέξει και τα εξής: “…
Επειδή, επίσης, ο εναγόμενος είναι υποχρεωμένος να μου καταβάλει επί πλέον το ποσό των (24Χ400)= 9.600 ΕΥΡΩ, λόγω της αναληφθείσης με το από το από 7.10.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό υποχρεώσεως του προς διατροφή του τέκνου μας για το χρονικό διάστημα από 1.11.2009 μέχρι 31.10.2011… κατά το οποίο ουδέν ποσό κατέβαλε, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις μου, καταστάς έτσι πλουσιότερος αδικαιολόγητα κατά τα ποσά αυτά”. Ζήτησε δε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει και το παραπάνω ποσό της μη καταβληθείσας διατροφής για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα από 1.11.2009 μέχρι 31.10.2011. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η συγκεκριμένη απαίτηση ήταν ορισμένη, θεμελιούμενη στις σχετικές περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις του Αστικού Κώδικα, και απέρριψε την προταθείσα με τον πρώτο λόγο έφεσης του εναγομένου-αναιρεσείοντος ένσταση της πενταετούς παραγραφής του άρθρου 250 αρ. 17 ΑΚ της επίδικης ως άνω αξίωσης διατροφής για το παρελθόν χρονικό διάστημα, με την παραδοχή ότι η εν λόγω αξίωση της ενάγουσας δεν θεμελιώνεται στις διατάξεις περί διατροφής, όπως είχε κρίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, που υπόκειται στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ, επικυρώνοντας, ωστόσο, κατ’ αποτέλεσμα, την υπ’ αριθμ. 618/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που είχε δεχθεί εν μέρει την αγωγή και υποχρεώσει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα, υπό την ιδιότητά της ως ασκούσα την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου των διαδίκων Κ.-Ά., για την προεκτεθείσα αιτία και το ποσό των 9.293 ευρώ. Έτσι, όμως που έκρινε το Εφετείο, σύμφωνα και με τις προεκτεθείσες στην αρχή νομικές σκέψεις, θεμελιώνοντας την ως άνω επίδικη αξίωση της ενάγουσας στη διάταξη του άρθρου 904 παρ.1 ΑΚ, χωρίς στο αγωγικό δικόγραφο να μνημονεύεται το ουσιώδες στοιχείο του πραγματικού της απαιτήσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού, που, εκτός άλλων, είναι και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη, εσφαλμένα δέχθηκε ότι στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού μια τέτοια απαίτηση προϋποθέτει έλλειψη αξιώσεως από νόμιμη αιτία. Επομένως, ο πέμπτος αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 8 άρθρου 559 ΚΠολΔ, ορθώς εκτιμώμενος, ως και από τον αριθμό 14 του ίδιου άρθρου, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, παρελκούσης της έρευνας των πρώτου, δεύτερου και τέταρτου συναφών αναιρετικών λόγων του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ (λήψη υπόψη πραγμάτων που δεν προτάθηκαν, ως και μη λήψη υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν), καθώς και του τρίτου αναιρετικού λόγου του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ (ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες), ως αλυσιτελών, αφού, τυχόν, παραδοχή τους θα οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα, με τον προαναφερθέντα, που έγινε δεκτός και, έτσι, αυτοί καλύπτονται από την αναιρετική του εμβέλεια.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί, κατά ένα μέρος, η προσβαλλόμενη απόφαση, και ειδικότερα καθ’ ό μέρος το Εφετείο δέχθηκε το κεφάλαιο της αγωγής εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού, και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η αγωγή και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος – αναιρεσείων να καταβάλει στην ενάγουσα – αναιρεσίβλητη, υπό την ιδιότητά της ως ασκούσα την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων Κ.-Ά., επιπλέον, με βάση το από 07.10.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό των διαδίκων, για το ένδικο χρονικό διάστημα από 01.11.2009 έως 07.10.2011, και το ποσό των εννέα χιλιάδων διακοσίων ενενήντα τριών(9.293) ευρώ, για διατροφή του ως άνω ανηλίκου. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση και να εκδικασθεί από το Δικαστήριο τούτο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 580 παρ.3 του ΚΠολΔ, εφόσον δεν απαιτείται άλλη διευκρίνιση, εν όψει δε της δεσμευτικής για το Εφετείο ενέργειας της παρούσας απόφασης, δεν υπάρχει δικονομικό έδαφος για περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης, αλλά υπολείπεται μόνο η κατά το περιεχόμενο της απόφασης αυτής διατύπωση του διατακτικού της εκδοθησόμενης απόφασης, βάσει της έκτασης της αναίρεσης (ΑΠ 1514/2018, ΑΠ 252/2017, ΑΠ 353/2015, σχετ. ΟλΑΠ 42/2005). Ειδικότερα πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση του αναιρεσείοντος, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.618/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, καθό μέρος δέχθηκε εν μέρει την από 02.03.2018 αγωγή, και κατά το κεφάλαιο αυτής εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού και να απορριφθεί η αγωγή κατά το κεφάλαιο τούτο, με το οποίο, όπως προεκτέθηκε, υποχρεώθηκε ο εναγόμενος – αναιρεσείων να καταβάλει στην ενάγουσα – αναιρεσίβλητη, υπό την ιδιότητά της ως ασκούσα την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων Κ.-Ά., επιπλέον, με βάση το από 07.10.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό των διαδίκων, για το ένδικο χρονικό διάστημα από 01.11.2009 έως 07.10.2011, και το ποσό των εννέα χιλιάδων διακοσίων ενενήντα τριών(9.293) ευρώ, για διατροφή του ως άνω ανηλίκου. Εξάλλου, λόγω της φύσεως της διαφοράς δεν έχει κατατεθεί παράβολο, ώστε να τίθεται θέμα αποδόσεώς του.
Από τις διατάξεις του άρθρου 579 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση, αν δε αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης αυτής ο Άρειος Πάγος, εφόσον υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του ως την παραμονή της συζητήσεως, διατάσσει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Με την αίτηση επαναφοράς ζητείται η απόδοση των καταβληθέντων από τον αναιρεσείοντα προς τον αναιρεσίβλητο χρηματικών ποσών, δηλαδή του επιδικασθέντος κεφαλαίου και των τόκων αυτού και των επιδικασθέντων δικαστικών εξόδων. Στην αίτηση πρέπει να προσδιορίζονται, κατά τα άρθρα 216 και 217 του ΚΠολΔ, οι αιτίες για τις οποίες καταβλήθηκαν και τα επί μέρους ποσά που συνθέτουν το επιδιωκόμενο συνολικό ποσό, ώστε στην περίπτωση που αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αναιρείται κατά ένα μέρος να είναι εφικτός ο προσδιορισμός του ποσού που θα αποδοθεί (ΑΠ 1392/ 2018, ΑΠ 604/2018, ΑΠ 1423/2010, ΑΠ 1694/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με την υποβαλλόμενη με τις προτάσεις του αίτηση, ισχυρίζεται ότι, σε εκτέλεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατέβαλε στην αναιρεσίβλητη, μέρος των απαιτήσεών της που της επιδικάσθηκαν, εκ συνολικού ποσού 6.749, 71 ευρώ, χωρίς να διευκρινίζει ειδικότερα την αιτία καταβολής του κάθε μερικότερου ποσού. Ζητεί, στη συνέχεια, την επαναφορά των πραγμάτων στην πριν την εκτέλεση της απόφασης κατάσταση, με την απόδοση εκ μέρους της αναιρεσίβλητης του ως άνω χρηματικού ποσού. Όμως, ενόψει του ότι με την παρούσα απόφαση η προσβαλλόμενη απόφαση αναιρείται μόνον εν μέρει, δεν μνημονεύεται το χρηματικό ποσό, που θα πρέπει να του αποδοθεί, σε εκτέλεση του αναιρούμενου μέρους της αποφάσεως. Επίσης, όπως προεκτέθηκε, δεν προσδιορίζονται στην αίτηση αναλυτικά τα επιμέρους ποσά και οι αιτίες για τις οποίες καταβλήθηκαν, ώστε να καθίσταται εφικτός ο καθορισμός του ποσού, που πρέπει να επιστραφεί.
Συνεπώς η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα, εκ του λόγου τούτου, ως αόριστη. Τέλος, η αναιρεσίβλητη πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, του πρώτου και δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας, καθώς και αυτών της παρούσας δίκης, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αμφοτέρων των διαδίκων μερών, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του αναιρεσείοντος, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 178 παρ.1, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθ. 129/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, κατά το κεφάλαιο που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.
Δέχεται την από 7 Οκτωβρίου 2019 έφεση του αναιρεσείοντος.
Εξαφανίζει την 618/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, κατά το μέρος που δέχθηκε την από 02.03.2018 αγωγή της ενάγουσας, ως προς το κεφάλαιο αυτής εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού.
Διακρατεί την υπόθεση.
Απορρίπτει την ως άνω από 02.03.2018 αγωγή της ενάγουσας, κατά το εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού κεφάλαιο αυτής, με το οποίο ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει επιπλέον το ποσό των 9.600 ευρώ, με βάση το από 07.10.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό των διαδίκων, για το ένδικο χρονικό διάστημα από 01.11.2009 έως 31.10.2011, ως διατροφή του ανηλίκου τέκνου τους.
Απορρίπτει την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προ της εκτελέσεως της ανωτέρω αποφάσεως κατάσταση.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, όλων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Οκτωβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιανουαρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ