Αριθμός 735/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Μαρία Χασιρτζόγλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 19 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της Βασιλικής Παπαλόη, πληρεξουσίας Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσίβλητων:1) Ε. Γ. του Α., 2) Γ. Σ. του Α., 3) Α. Γ. του Π., 4) Α. Τ. του Γ., κατοίκων … και 5) Μ. Θ. του Γ., κατοίκου …, που παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Ρήγα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-10-2010 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν η 493/2016 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 210/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί το αναιρεσείον με την από 3-10-2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Μαρία Χασιρτζόγλου.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 3.10.2019 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματέα του Εφετείου Πατρών 58/11.10.2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 210/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Με την ως άνω απόφαση απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος κατά της 493/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, με την οποία είχε γίνει δεκτή εν μέρει ως κατ’ ουσίαν βάσιμη η 4331/2010 αγωγή των αναιρεσιβλήτων. Η εν λόγω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με το άρθρο 904 ΑΚ, “όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη”. Με την καθιέρωση της ενοχής από αδικαιολόγητο πλουτισμό επιχειρείται η αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ δύο κοινωνών του δικαίου, που προκλήθηκε από αδικαιολόγητη περιουσιακή μετακίνηση. Προϋποθέσεις αξιώσεως αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατά την ως άνω διάταξη, είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξιώσεως από την αιτία. Επομένως, η παροχή που γίνεται για την εκπλήρωση υποχρέωσης, η οποία αναλήφθηκε με σύμβαση ή στηρίζεται σε ειδική διάταξη νόμου, δεν γίνεται αναίτια, ώστε να μπορεί να αναζητηθεί κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η σύμβαση, κατά το άρθρο 361 του ΑΚ, ή ο νόμος, αποτελούν νόμιμη αιτία και μπορεί, έτσι, ο κάθε δικαιούχος να ασκήσει τα εξ αυτών δικαιώματά του. Αξίωση κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό προς αναζήτηση της παροχής που καταβλήθηκε στο πλαίσιο σύμβασης μπορεί να ασκηθεί μόνον αν η σύμβαση είναι άκυρη ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη ή αν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα από οποιοδήποτε λόγο. Εξάλλου, πλουτισμό συνιστά κάθε βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως του λήπτη, η οποία μπορεί να εμφανίζεται είτε ως αύξηση του ενεργητικού ή μείωση του παθητικού της περιουσίας του είτε, αντιστρόφως, ως αποφυγή αυξήσεως του παθητικού της ή μειώσεως του ενεργητικού της (ΟλΑΠ 6/1994). Eφόσον η περιουσιακή μετακίνηση είχε το αποτέλεσμα τούτο, γεγονός το οποίο διαπιστώνεται με τη σύγκριση της περιουσίας του λήπτη πριν και μετά τη μετακίνηση, γεννάται υποχρέωση του τελευταίου να αποδώσει την ωφέλεια σε εκείνον, από την περιουσία του οποίου προήλθε, εκτός αν η διατήρησή της δικαιολογείται από κάποια νόμιμη αιτία. Αντίθετα, η ζημία εκείνου, από την περιουσία του οποίου προήλθε η ωφέλεια του λήπτη, δεν ερευνάται, καθόσον στόχος της αγωγής από το άρθρο 904 ΑΚ δεν είναι η αποκατάσταση της ζημίας του ενάγοντος, αλλά η απόδοση του πλουτισμού του εναγομένου, ο οποίος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 909 ΑΚ, πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο επίδοσης της αγωγής. Από το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή ο νόμος αρκείται μόνο στο στοιχείο της αδικαιολόγητης περιουσιακής μετακίνησης για τη θεμελίωση της ευθύνης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, χωρίς να θέτει ως προϋπόθεση της σχετικής αξίωσης τη ζημία του δότη, αλλά ούτε και την υπαιτιότητα του λήπτη, διαφαίνεται καθαρά ότι ο θεσμός αυτός αποβλέπει στην αποκατάσταση της χωρίς νόμιμη αιτία περιουσιακής μετακίνησης.
Συνεπώς, η απαίτηση του αδικαιολόγητου πλουτισμού έχει ως περιεχόμενο την απόδοση της ωφέλειας του λήπτη σε εκείνον από την περιουσία του οποίου, με θετική ή αποθετική μείωση αυτής ή με ζημία του οποίου, επήλθε η ωφέλεια αυτή. Η εν λόγω ωφέλεια είναι ζήτημα πραγματικό και κρίνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση με τις ειδικές συνθήκες της και όχι αφηρημένα με βάση γενικά αντικειμενικά κριτήρια. Η ευθύνη δε του λήπτη περιλαμβάνει, κατ’ αρχήν, την υποχρέωση αυτού προς απόδοση αυτούσιου – in natura – του πράγματος, που λήφθηκε αδικαιολόγητα και ως τέτοιο νοείται, εν προκειμένω, διασταλτικά, κάθε αντικείμενο ενσώματο, αντικαταστατό ή μη, ή ασώματο. Έτσι, η ενοχή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι, κατ’ αρχήν, ενοχή είδους και ως είδος αναζητούνται τα δοθέντα, αυτούσια, εφόσον σώζονται στα χέρια του λήπτη, έστω κι αν πρόκειται για αντικαταστατά πράγματα. Σε περίπτωση που ο λήπτης δεν είναι σε θέση να αποδώσει αυτούσια τα ληφθέντα, είτε λόγω της φύσης τους (π.χ. αχρεωστήτως παρασχεθείσες υπηρεσίες κλπ) είτε από άλλους λόγους (π.χ. ανάλωση των ληφθέντων, από την οποία, όμως, ο λήπτης εξοικονόμησε δαπάνες, στις οποίες θα προέβαινε κλπ), ο λήπτης πρέπει να αποδώσει την αξία τους. Η υποχρέωση αυτή δεν καθιερώνεται με ρητή διάταξη, προκύπτει, όμως, από το πνεύμα των διατάξεων των άρθρων 904 και 908 ΑΚ (ΟλΑΠ 1773/1981). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943 (που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατά το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ) προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας του μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο ανεξαρτήτως αποτελέσματος, έναντι της καταβολής μισθού, αδιαφόρως του τρόπου καθορισμού και καταβολής αυτού και εφόσον ο μισθωτός τελεί σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη του, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και την επιμελή εκτέλεσή της και με την υποχρέωση του μισθωτού να συμμορφώνεται στις δεσμευτικές γι’ αυτόν εντολές ή οδηγίες του εργοδότη. Εξάλλου, σύμβαση μαθητείας είναι η σύμβαση κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις για την άσκηση από τον τελευταίο ορισμένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της σύμβασης μαθητείας είναι η γνήσια σύμβαση μαθητείας και η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου (μη γνήσια σύμβαση μαθητείας). Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας προέχον στοιχείο είναι η παροχή εκπαίδευσης στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται με σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής του με το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας, για την οποία δεν υπάρχει σχετική νομοθετική ρύθμιση όταν ο μαθητευόμενος παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο την εργασία του, εφαρμόζονται μόνο αναλογικά οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τη σύμβαση εργασίας, εφόσον συμβιβάζονται με τη φύση και το σκοπό της σύμβασης αυτής, ενώ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, την αποζημίωση απόλυσης κ.λπ., οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας. Αντίθετα στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευομένου ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παραλλήλως την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελμα, οπότε η εκμάθηση εκ μέρους του επέρχεται ως αυτόματη συνέπεια της εφαρμογής της σύμβασης και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής και δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης υποχρέωσης του εργοδότη. Στις συμβάσεις αυτές εφαρμόζονται τόσο οι γενικές όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, εφόσον προέχων σκοπός της σύμβασης αυτής είναι η παροχή εκ μέρους του μαθητευομένου εργασίας έναντι αμοιβής και παρεπόμενος σκοπός είναι η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος σύμφωνα με τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη. Όμως, όπως κάθε σύμβαση, είναι δυνατόν και η σύμβαση εργασίας να πάσχει από ακυρότητα για διάφορους λόγους (άρθρ. 180, 184 ΑΚ). Εφόσον η σύμβαση εργασίας είναι άκυρη, ο εργαζόμενος δεν υποχρεούται σε παροχή της συμφωνημένης εργασίας ούτε και έχει συμβατική αξίωση κατά του εργοδότη για καταβολή της συμφωνημένης αμοιβής. Δεν αποκλείεται, όμως, παρά την ακυρότητά της, η σύμβαση να λειτουργήσει για ορισμένο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο εργαζόμενος παρέχει στον εργοδότη τη συμφωνηθείσα εργασία του. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει απλή σχέση εργασίας, που σημαίνει την πραγματική κατάσταση που δημιουργείται από την παροχή εξαρτημένης εργασίας ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή το κύρος της σύμβασης εργασίας, οπότε ο μισθωτός αποκτά αξίωση με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, με εξαίρεση τις περιπτώσεις εκείνες, όπου, σύμφωνα με το νόμο και για λόγους προστασίας του εργαζόμενου, προβλέπεται ότι και επί ακύρου συμβάσεως εργασίας διατηρούνται δικαιώματα και υποχρεώσεις που προβλέπει η εργατική νομοθεσία, με τη συνδρομή απλώς του πραγματικού γεγονότος της απασχόλησης. Πιο συγκεκριμένα, από το συνδυασμό όλων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι επί παροχής εργασίας υπό άκυρη για οποιοδήποτε λόγο σύμβαση, ο εργοδότης υποχρεούται, ως καθιστάμενος αδικαιολογήτως πλουσιότερος, στην απόδοση της ωφέλειας (πλουτισμού) που αποκόμισε από την εργασία του μισθωτού, ανεξαρτήτως της ζημίας του τελευταίου ή της από τον τελευταίο γνώσης της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας αυτού, με την επιφύλαξη τυχόν αντίθετης νομοθετικής ρύθμισης, που αποσυνδέει ορισμένες μισθολογικές αξιώσεις από το κύρος της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Τέτοια αντίθετη νομοθετική ρύθμιση περιλαμβάνεται στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του Ν. 1082/1980, 1 παρ. 2 της 19040/1981 ΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, 1 παρ. 1 και 2 του Α.Ν. 539/1945, 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, του άρθρου μόνου του Ν. 133/1975 που κύρωσε την από 26.2.1975 Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, από τις οποίες προκύπτει ότι τα επιδόματα (δώρα) εορτών και αδείας και τις αποδοχές αδείας δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά και όσοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με άκυρη σύμβαση, δηλαδή με απλή σχέση εργασίας. Επομένως, με την επιφύλαξη αυτή, στις περιπτώσεις απλής σχέσης εργασίας λόγω ακυρότητας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας για οποιοδήποτε λόγο, για την αμοιβή του εργαζομένου λόγω της από αυτόν παροχής της εργασίας του προς τον εργοδότη, δεν οφείλεται από τον τελευταίο μισθός, αλλά γεννάται υποχρέωση αυτού προς απόδοση της ωφέλειας (πλουτισμού) κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ και, συγκεκριμένα, της ωφέλειας που αυτός αποκόμισε από την παρασχεθείσα εργασία, αφού αυτή έγινε σε εκτέλεση άκυρης σύμβασης και, επομένως, δεν υφίσταται νόμιμη αιτία, που να δικαιολογεί τη διατήρηση της ωφέλειας στο λήπτη της εργοδότη, στο βαθμό που αυτός έτσι καθίσταται πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας του εργαζόμενου από αιτία μη αναγνωριζόμενη από το νόμο. Πλουτισμό, δηλαδή, του εργοδότη αποτελεί αυτή καθ’ εαυτή η παρασχεθείσα από το μισθωτό εργασία, η οποία έχει οικονομική αξία, αποτιμώμενη κατά το χρόνο της παροχής της, είτε παρέχεται με έγκυρη είτε με άκυρη σύμβαση και μάλιστα ανεξάρτητα αν επέφερε το επιδιωκόμενο από τον εργοδότη επιθυμητό αποτέλεσμα. Όπως δε αναφέρθηκε, η υποχρέωση του λήπτη συνίσταται, κατ’ αρχήν, στην απόδοση αυτούσιου του (ενσώματου ή ασώματου) αντικειμένου που λήφθηκε αδικαιολόγητα. Επειδή, όμως, η εργασία του μισθωτού, ως περιουσιακή αξία, ενσωματώθηκε κατά τρόπο μη διακριτό στην περιουσία του εργοδότη, με αποτέλεσμα να μη μπορεί εξ αντικειμένου να αναζητηθεί, η ωφέλεια, την οποία ο εργοδότης υποχρεούται να αποδώσει στον ακύρως απασχοληθέντα εργαζόμενο υπολογίζεται και είναι ίση με την αμοιβή, την οποία αναγκαίως θα κατέβαλλε, εάν ήταν έγκυρη η σύμβαση εργασίας υπό τις επικρατούσες στον τόπο της παροχής συνθήκες για την ίδια εργασία σε πρόσωπο με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος. Η ωφέλεια αυτή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές που προβλέπουν οι τυχόν υπάρχουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις, σε περίπτωση δε έλλειψης τέτοιων, δεν μπορεί να είναι κατώτερη από εκείνη που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποδεικνύεται ότι ο εργοδότης καταβάλλει σε άλλο εργαζόμενο με έγκυρη σύμβαση εργασίας υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις. Η αναφορά στην ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εργασίας γίνεται αποκλειστικά και μόνο για την αποτίμηση της αξίας της εργασίας, ως στοιχείο για τον προσδιορισμό της έκτασης του πλουτισμού του εργοδότη και όχι για τη θεμελίωση αυτού (πλουτισμού), ο οποίος γεννάται από αυτή καθ’ εαυτή την χωρίς νόμιμη αιτία παρασχεθείσα προς όφελός του εργασία. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ωφέλεια (πλουτισμός) του εργοδότη απορρέει από μόνο το γεγονός της πραγματικής παροχής των υπηρεσιών του μισθωτού στο πλαίσιο άκυρης σύμβασης εργασίας, ως προέχοντος στοιχείου για τη γένεση αξίωσης από αδικαιολόγητο πλουτισμό και, κατά συνέπεια, είναι αδιάφορο, εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εργοδότης, από οικονομικούς ή άλλους λόγους, δεν θα προέβαινε στην πρόσληψη άλλου μισθωτού με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Ο ως άνω γενικός κανόνας των άρθρων 904 επ. ΑΚ, ο οποίος απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου και γενικότερα επί φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού υπέρ αυτών δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (ΟλΑΠ 218/1977). Εξαίρεση υπέρ αυτών δεν εισάγεται ούτε και με τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 6 του Συντάγματος, που απαγορεύουν την πρόσληψη υπαλλήλου σε μη νομοθετημένη θέση ή εκείνων των παρ. 7 και 8 του ιδίου άρθρου, που προστέθηκαν μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος από 18.4.2001 με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ως και εκείνων του Ν. 2190/1994, που αφορούν το σύστημα προσλήψεων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα ορίζοντας τους τρόπους πρόσληψης προσωπικού από τους εν λόγω φορείς, και παράλληλα αποκλείουν τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Και τούτο, διότι η παρά την απαγόρευση αυτή ενέργεια, η οποία συνεπάγεται την ακυρότητα της πρόσληψης, κατά τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ, συνιστά απλά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, ένεκα της οποίας και, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 904 ΑΚ, το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και γενικότερα ο φορέας του Δημοσίου, στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία του ακύρως προσληφθέντος μισθωτού, ενέχεται σε απόδοση της ωφέλειας που προήλθε από την εργασία, η οποία παρασχέθηκε σε αυτό και από την οποία αυτό κατέστη πλουσιότερο και δεν συνιστά αιτία αποκλεισμού αυτού που εργάστηκε από την αναζήτηση της ωφέλειας (ΟλΑΠ 218/1977). Τα ανωτέρω τυγχάνουν εφαρμογής και στις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας μαθητευομένου (μη γνήσιες συμβάσεις μαθητείας), στις περιπτώσεις που οι συμβάσεις αυτές δεν μπορούν κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό να κριθούν ως έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, λόγω μη συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων για την πρόσληψη του μισθωτού, προς απόδοση της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή εργασίας εκ μέρους του μαθητευόμενου εργαζομένου. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 1 εδ. α’ και β’ και 15 εδ. α’ και β’ Ν. 2639/1998, εκ των οποίων το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 προστέθηκε με το άρθρο 6 παρ. 8 Ν. 2956/2001, αντιστοίχως “1. Ο Ο.Α.Ε.Δ. μπορεί να αναθέτει στο Δημόσιο, σε φορείς του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, σε επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, σε Ν.Π.Ι.Δ., σε πιστοποιημένα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης, σε Α.Ε.Ι.-Τ.Ε.Ι. και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ημεδαπής ή αλλοδαπής την υλοποίηση στο θεωρητικό ή στο πρακτικό μέρος ή στο σύνολό του προγραμμάτων της Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης ανέργων. Η ανάθεση γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων εκτέλεσης έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου” και “15. Ο Ο.Α.Ε.Δ. μπορεί να συνεργάζεται με φορείς της παραγράφου 1, με σκοπό την υλοποίηση προγραμμάτων απόκτησης εργατικής εμπειρίας άνεργων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αποφοίτων Λυκείου. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ., καθορίζονται το ύψος της ημερήσιας αποζημίωσης, οι ειδικότητες σε σχέση με τις θέσεις πρακτικής άσκησης, η διάρκεια, ο αριθμός και η ηλικία των δικαιούχων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των προγραμμάτων του προηγούμενου εδαφίου”. Κατά τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. κα’ ν. 2190/1994, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 20 παρ. 4 ν. 2738/1999, και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, πριν καταργηθεί με το άρθρο 1 ν. 3812/2009, εξαιρούνταν από τη διαδικασία πρόσληψης του ως άνω νόμου “το προσωπικό που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον Ο.Α.Ε.Δ. Η πρόσληψη του ανωτέρω προσωπικού διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά”, κατά δε την διάταξη του άρθρου 32 παρ. 12 ν. 3232/2004, όπως αντικαταστάθηκε με της διάταξη του άρθρου 13 ν. 3302/2004, “Το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., ο Ο.Γ.Α., ο Ο.Α.Ε.Ε. και λοιποί φορείς κοινωνικής ασφάλισης, αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μπορούν να συνάπτουν, ύστερα από απόφαση του Διοικητικού τους Συμβουλίου και των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας συμβάσεις με τον Ο.Α.Ε.Δ. ή θυγατρικές εταιρείες αυτού, για τη διάθεση για ορισμένο χρόνο, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δεκαοκτώ (18) μήνες, ατόμων από τα Προγράμματα (κατάρτιση ή απόκτηση εργασιακής εμπειρίας) ανέργων του Ο.Α.Ε.Δ., για τη διεκπεραίωση εργασιών χορήγησης ασφαλιστικών παροχών, όταν το τακτικό προσωπικό των Φορέων Ασφάλισης δεν επαρκεί για την έγκαιρη διεκπεραίωση των εργασιών αυτών. Η δαπάνη για την απασχόληση αυτή βαρύνει τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και καταβάλλεται στον αντισυμβαλλόμενο”, ενώ η αυτή διάταξη, όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 ν. 3552/2007, έχει ως εξής: “Το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, ο ΟΓΑ, ο ΟΑΕΕ και λοιποί Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μπορούν να συνάπτουν, ύστερα από απόφαση του Διοικητικού τους Συμβουλίου, που εγκρίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, συμβάσεις με τον ΟΑΕΔ ή θυγατρικές εταιρείες αυτού για τη διάθεση για ορισμένο χρόνο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δεκαοκτώ (18) μήνες, ατόμων από προγράμματα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ανέργων του ΟΑΕΔ σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης. Η δαπάνη για την άσκηση αυτή βαρύνει τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και καταβάλλεται στον αντισυμβαλλόμενο. Κατ’ εξαίρεση, συμβάσεις ιδίου περιεχομένου με Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης που λήγουν από 1.1.2007 έως 31.12.2007 δύνανται να παρατείνονται για δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία λήξης τους”. Από τις ανωτέρω διατάξεις παρέπεται ότι, εάν η απασχόληση από τον οικείο δημόσιο Φορέα του προσλαμβανομένου βάσει των προπαρατιθέμενων διατάξεων σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος του Ο.Α.Ε.Δ. προς κατάρτιση ή απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργου δεν αποβλέπει κατά κύριο λόγο στην απόκτηση εργασιακής εμπειρίας και εξειδίκευσης, αλλά στην εκτέλεση παραγωγικού έργου, υφίσταται άκυρη σύμβαση εργασίας και το Δημόσιο ή τα άλλα δημόσια νομικά πρόσωπα υποχρεούνται, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 904 παρ. 1 εδ. α’ και 908 εδ. α’ ΑΚ, στην απόδοση της ωφέλειας, την οποία αποκόμισαν από την εργασία του μισθωτού, συνιστάμενη στην αμοιβή, την οποία αναγκαίως θα κατέβαλλαν σε άλλον εργαζόμενο υπό έγκυρη σύμβαση εργασίας με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψη παροχές προσιδιάζουσες αποκλειστικώς στην προσωπική κατάσταση του μισθωτού και χωρίς η νομιμότητα της σχετικής αγωγής να επηρεάζεται από το γεγονός, ότι δεν υπήρχε δυνατότητα έγκυρης πρόσληψης άλλου μισθωτού στη θέση του ακύρως απασχοληθέντος (ΟλΑΠ 4/2021).
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή, αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία (όταν προσδίδεται σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή) είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών (ΟλΑΠ 7/2006), με αποτέλεσμα την κατάληξη σε εσφαλμένο συμπέρασμα (ΟλΑΠ 1/2016). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση του νομικής βασιμότητας της αγωγής καθώς και των ενστάσεων των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών, δηλαδή των πραγματικών περιστατικών που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΟλΑΠ 27/1998, ΑΠ 319/2017, 130/2016). Στην προκειμένη υπόθεση, το Μονομελές Εφετείο Πατρών με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, αφού δέχθηκε ότι οι αναιρεσίβλητοι απασχολήθηκαν υπό τους όρους, τις συνθήκες και κατά τα χρονικά διαστήματα που αναφέρουν στην αγωγή τους (όλα μετά τη θέση σε ισχύ του π.δ. 164/2004), όχι για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, δεδομένου ότι το μεγάλο διάστημα της απασχόλησής τους, που έφθασε τα τρία έτη, δεν δικαιολογούσε το σκοπό αυτό, αλλά καλύπτοντας τις ανάγκες που προέκυπταν από την έλλειψη προσωπικού της Περιφέρειας, καθώς και ότι προέχων σκοπός των επίδικων συμβάσεων ήταν η παροχή εργασίας από τους αναιρεσίβλητους και όχι η επαγγελματική εκπαίδευση τους. Επομένως, εφόσον η παροχή της εργασίας τους γινόταν δυνάμει απλής σχέσης εργασίας και όχι σε εκτέλεση έγκυρης σύμβασης μιας και δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις των άρθρων 3, 5, 6, 7 του πδ 164/2004 και 21 ν. 2190/1994, οι αναιρεσίβλητοι δικαιούνταν να λάβουν τις δεδουλευμένες αποδοχές τους, τις οποίες το αναιρεσείον θα κατέβαλλε σε άλλους μισθωτούς, απασχολούμενους από αυτό με έγκυρη σύμβαση εργασίας και με τις ίδιες συνθήκες, χωρίς να συνυπολογίζονται πρόσθετες αμοιβές που συνδέονται με την προσωπική κατάσταση του μισθωτού σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και, απευθείας εκ του νόμου, τα επιδόματα δώρων εορτών και αδείας, για τον υπολογισμό των οποίων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν είχε διατυπωθεί παράπονο με την έφεση γι αυτό και δεν ερεύνησε την ορθότητά του. Έτσι που έκρινε το εφετείο ορθώς αξιολόγησε τα πραγματικά περιστατικά και δεν παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 648 και 904 ΑΚ (καθώς και αυτές των άρθρων 1 παρ. 1 του ν. 1082/1980, 1 παρ. 2 της 19040/1981 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, 1 παρ. 1 και 2 του αν 539/1945, 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966 και του άρθρου μόνου του ν. 133/1975 που κύρωσε την από 26.2.1975 Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας), αλλά ούτε και αυτές του άρθρου 103 του Συντάγματος, 21 ν. 2190/1994, άρθρ. 20 παρ. 15 ν. 2639 και παρ. 1, ρήτρας 2 του παραρτήματος της Οδηγίας 1999/70 ΕΚ, τις οποίες ορθά δεν εφήρμοσε. Ειδικότερα και σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία ανελέγκτως δέχθηκε ως αληθινά συνιστούν χαρακτηριστικά σχέσης εξαρτημένης εργασίας και όχι σύμβασης μαθητείας, αφού σε αυτά εξαίρεται η έννοια της εξάρτησης, δηλαδή της υποχρέωσης παροχής της εργασίας κατά τρόπο δεσμευτικό για τον εργαζόμενο, σε τόπο και χρόνο που ορίζει ο εργοδότης, υπό την επίβλεψη και τις οδηγίες του, ενώ τα καθήκοντα που ανατέθηκαν στους αναιρεσιβλήτους συνιστούσαν εργασία που απαιτούσε ελάχιστο χρόνο εκπαίδευσης, με συνέπεια η διάρκεια τόσο της αρχικής σύμβασης μαθητείας, όσο και αυτής που ακολούθησε, να μην δικαιολογούν τον εκπαιδευτικό σκοπό των συμβάσεων. Κατ’ αποτέλεσμα το αναιρεσείον που καρπώθηκε την εργασία τους σε εκτέλεση άκυρης σύμβασης εργασίας, οφείλει να αποδώσει τον πλουτισμό του στους αναιρεσίβλητους και να τους καταβάλει τα εκ του νόμου οφειλόμενα επιδόματα. Ο πλουτισμός αυτός είναι πραγματικός και δεν αίρεται από τη διαπίστωση ότι το αναιρεσείον δεν είχε εκ του νόμου τη δυνατότητα να προσλάβει εγκύρως άλλο προσωπικό (ΟλΑΠ 4/2021 ανωτ.). Επομένως ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο το αναιρεσείον πλήττει την αναιρεσιβαλλομένη για παραβίαση των προεκτεθέντων κανόνων ουσιαστικού δικαίου, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Περαιτέρω, λόγοι αναίρεσης με τους οποίους προβάλλονται πλημμέλειες της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που δεν έχουν προσβληθεί με την έφεση, είναι απαράδεκτοι, κατ’ άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 302/2010, 1318/2010, 579/2018). Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση του δικογράφου της έφεσης, προκύπτει ότι το αναιρεσείον περιορίστηκε να προσβάλει την εκκαλουμένη για τις παραδοχές της τις σχετικές με το χαρακτηρισμό των συμβάσεων μαθητείας ως άκυρων συμβάσεων εργασίας, χωρίς να διατυπώσει ειδικό παράπονο για τα ποσά που επιδικάστηκαν, τα οποία δεν αμφισβήτησε. Ρητά εξάλλου αναφέρεται στην προσβαλλομένη η απουσία παραπόνων στο εφετήριο, σχετικών με τον υπολογισμό των κονδυλίων εκ μέρους του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (υπολογισμός στον οποίον το δικαστήριο προέβη σύμφωνα με το ημερομίσθιο που καταβαλλόταν στους αναιρεσίβλητους και όχι σύμφωνα με τα ποσά του ενιαίου μισθολογίου που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει το αναιρεσείον), τον οποίο το εφετείο δεν ερεύνησε αυτεπαγγέλτως. Συνακόλουθα ο έτερος λόγος της αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προσάπτεται πλημμέλεια σχετικώς με τον προαναφερόμενο υπολογισμό, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί το αναιρεσείον, το οποίο ηττάται (άρθρα 176, 180 παρ. 1, 183 και 191 ΚΠολΔ), στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, μειωμένα όμως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 1 και 3 ν. 3693/1957, 52 άρθρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ, 5 παρ. 12 ν. 1738/1987 και 2 της Κοινής Αποφάσεως Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης 134423/1992 (ΦΕΚ Β’ 11/20-1-1993), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3.10.2019 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 210/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πατρών.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιανουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ