Αριθμός 869/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή και Αναστασία Παπαδοπούλου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Πιστωτικού Ιδρύματος με την επωνυμία “….”, τελούν υπό εκκαθάριση, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα από την ειδική εκκαθαρίστρια αυτής Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “PQH ΕΝΙΑΙΑ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ Α.Ε.”, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Χατζηϊωάννου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ” (e-ΕΦΚΑ) που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως οιονεί καθολικού διαδόχου του αρχικά ανακόπτοντος Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ – ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.)”, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ολυμπία Αναστασοπούλου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/9/2013 ανακοπή του ήδη αναιρεσιβλήτου και τις από 28/8/2013, 29/8/2013, 2/9/2013, 3/9//2013 ανακοπές προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3271/2016 εν μέρει οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και οι 424/2018 και 4426/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση των ανωτέρω Εφετειακών αποφάσεων ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 14/11/2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την κρινόμενη από 14-11-2019 αίτηση αναίρεσης, προσβάλλονται οι αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσες κατά την τακτική διαδικασία στην ίδια υπόθεση υπ’ αριθμ. 424/2018 και 4426/2019 τελεσίδικες αποφάσεις του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο: α) με την πρώτη εξ’ αυτών απέρριψε ως απαράδεκτη την από την αναιρεσείουσα ασκηθείσα έφεση, κατά της υπ’ αριθ. 3271/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθ’ ο μέρος η τελευταία είχε δεχθεί μερικά κατ` ουσίαν την από 30-9-2013 ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης, του αναιρεσιβλήτου – εφεσιβλήτου – ανακόπτοντος, λόγω μη επίδοσης του δικογράφου αυτής και στο Διευθυντή του Β’ Ταμείου Είσπραξης Εσόδων ΙΚΑ και β) με τη δεύτερη εξ αυτών απέρριψε ως απαράδεκτη την από 4-6-2018 κλήση της αναιρεσείουσας-εκκαλούσας-καθ’ ης η ανακοπή, με την οποία η τελευταία επανέφερε και πάλι προς συζήτηση την ίδια ως άνω έφεσή της κατά της υπ’ αριθ. 3271/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω έκδοσης επ’ αυτής (έφεσης), προγενέστερης οριστικής απόφασης με την οποία είχε ήδη απορριφθεί τελεσίδικα η έφεσή της. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός δύο ετών από τη δημοσίευση της 424/2018 προσβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου ότι η τελευταία δεν επιδόθηκε και εντός τριάντα ημερών από την κατά την 16-10-2019 επίδοση της 4426/2019 προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρα 495, 552, 553, 556, 558, 564 §1 και 3, 566 §1 KΠολΔ), ενώ κατά την άσκησή της καταβλήθηκε και το προσήκον παράβολο του Δημοσίου (άρθ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η κρινομένη αίτηση αναίρεσης στρέφεται κατά τα άνω κατά των 424/2018 και 4426/2019 αποφάσεων του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, οι οποίες, όπως από το περιεχόμενό τους προκύπτει, έχουν εκδοθεί επί της ίδιας υπόθεσης (διαφοράς) και δη η πρώτη επί της από 22-11-2016 έφεσης της αναιρεσείουσας κατά του ανιρεσιβλήτου και η δεύτερη επί της από 4-6-2018 κλήσης της αναιρεσείουσας, με την οποία επαναφέρθηκε προς συζήτηση η ίδια ως άνω έφεσή της και ως εκ τούτου είναι παραδεκτή, αφού ο αναιρεσείων δικαιούται να σωρεύσει στο ίδιο δικόγραφο περισσότερες αιτήσεις αναίρεσης, ήτοι παράπονα κατά περισσότερων αποφάσεων, που έχουν εκδοθεί επί της ίδιας υπόθεσης (διαφοράς), όπως στην προκειμένη περίπτωση (βλ. ΑΠ 970/2015, ΑΠ 818/2000 εξ’ αντιδιαστολής). Επομένως είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 § 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 § 3 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Α’. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 308, 309, 513, 539 και 533 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οριστική απόφαση είναι εκείνη με την οποία τελειώνει η δίκη, με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής ή άλλου εισαγωγικού δικογράφου και το δικαστήριο απεκδύεται κάθε άλλης εξουσίας στη δικαζόμενη υπόθεση. Αντίθετα μη οριστικές αποφάσεις είναι εκείνες που παρασκευάζουν την υπόθεση, ώστε να καταστεί ώριμη για έκδοση οριστικής απόφασης. Σε περίπτωση σώρευσης περισσότερων βάσεων ή αιτημάτων ή συνεκδίκασης περισσότερων αγωγών, οπότε και τα αντικείμενα της δίκης είναι περισσότερα, το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει οριστική απόφαση για όσα αντικείμενα (βάσεις ή αγωγές) είναι ήδη ώριμα, αναβάλλοντας να αποφασίσει οριστικά για τα άλλα (άρθρο 308 παρ. 2 ΚΠολΔ). Η απόφαση αυτή, που είναι εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική, δεν υπόκειται σε ανάκληση ως προς τις οριστικές της διατάξεις. Η οριστική κρίση του δικαστηρίου συνήθως διατυπώνεται στο διατακτικό της απόφασης, αλλά δεν αποκλείεται να περιέχεται και σε μόνο το σκεπτικό, εφόσον όμως στην τελευταία περίπτωση το δικαστήριο δεν περιορίζεται να εκφέρει απλώς σκέψεις για τη βασιμότητα ή μη του εξεταζόμενου αιτήματος, αλλά αποφαίνεται με σαφήνεια, ως συμπέρασμα νομικής σκέψης, για την παραδοχή ή απόρριψη αυτού. Διατακτικό δηλαδή δεν είναι μόνο το τμήμα της απόφασης που ακολουθεί τις λέξεις “δια ταύτα” αλλά και κάθε μέρος της που περιέχει σαφώς και ρητώς τη διάγνωση του κρίσιμου αιτήματος ή δικαιώματος. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 309 εδ. α` και β` ΚΠολΔ, οι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση δεν μπορούν μετά τη δημοσίευσή τους να ανακαλούνται από το δικαστήριο που τις εξέδωσε, ενώ όσες δεν κρίνουν οριστικά μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση(ΑΠ 687/2019, ΑΠ 2008/2009, ΑΠ 1821/2008). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, υπάρχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο, ο λόγος δε αυτός αναίρεσης αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (ΑΠ 1324/2019, ΑΠ 1309/2015, ΑΠ 1274/2014, ΑΠ 126/2012, ΑΠ 395/2004, ΑΠ 902/2008). Β’. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 85 παρ. 1 του ΚΕΔΕ (ν.δ/γμα 356/1974), επί δικών του νομοθετήματος αυτού, όπως είναι και εκείνη από αναγγελία ή ανακοπή του Δημοσίου κατά πλειστηριασμού εις βάρος οφειλέτη του όταν επισπεύδων είναι τρίτος (άρ. 54 και 58), το δημόσιο εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημόσιου Ταμείου και ήδη ο Προϊστάμενος της αρμόδιας ΔΟΥ, κατά του οποίου στρέφεται και κοινοποιείται κάθε δικόγραφο με ποινή απαραδέκτου. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, με την ίδια ως άνω κύρωση, απαιτείται κοινοποίηση του δικογράφου και στον Υπουργό των Οικονομικών. Με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 5 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (Κ.Δ. 26-6/10-7-1944), που δεν καταργήθηκε ως ειδική και ισχύει και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι μόνο οι κοινοποιήσεις προς τον Υπουργό των Οικονομικών οποιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουν νόμιμες συνέπειες και ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιο εκπροσωπείται δικαστικώς από άλλον, εκτός του Υπουργού των Οικονομικών, είτε από τους διευθυντές των ταμείων ή Οικονομικούς εφόρους ή τελώνες ή άλλο οποιοδήποτε κρατικό όργανο, οπότε η επίδοση προς τον Υπουργό των Οικονομικών απαιτείται προσθέτως, με συνέπεια, στην περίπτωση παράλειψής της, την ακυρότητα, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Δημόσιο του σχετικού δικογράφου, πρέπει να γίνει, με ποινή απαραδέκτου στις δίκες του ΚΕΔΕ, ακυρότητας δε στις λοιπές, τόσον στον Υπουργό Οικονομικών, όσο και στο αρμόδιο όργανο και τούτο για μεγαλύτερη εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Υπουργό Οικονομικών, η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου, να επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (Ολ ΑΠ 34/1988, ΑΕΔ 27/2004). Οι διατάξεις αυτές δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και δεν αντίκεινται στα άρθρα 25 § 1 του Συντάγματος, 6 § 1, 8 § 2, 9 § 2 και 10 § 2 της ΕΣΔΑ (Α.Ε.Δ. 27/2004, ΑΠ 1058/2009). Εξάλλου, με το άρθρο 18 του Ν. 1469/ 1984, στο τέλος της § 3 του άρθρου 27 του ΑΝ 1846/1951, προστέθηκε και εδάφιο δ`, με το οποίο ορίζεται: “Οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την είσπραξη των εσόδων του Δημοσίου εφαρμόζονται ανάλογα και για την είσπραξη των εσόδων του ΙΚΑ και των συνεισπραττόμενων από αυτό εσόδων τρίτων Οργανισμών. Όπου δε σ` αυτές αναφέρεται Υπουργός, Δ/ντης Δημοσίου Ταμείου και υπάλληλος του Δημοσίου, νοούνται οι “Διοικητής” ΙΚΑ, Δ/ντης Ταμείου Εισπράξεως Εσόδων ΙΚΑ ή Δ/ντης Ταμειακής Υπηρεσίας Περ/κου ή Τοπικού Υποκ/τος ΙΚΑ και υπάλληλοι του ΙΚΑ, από τους οποίους ασκούνται οι αντίστοιχες αρμοδιότητες”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι στις δίκες που αφορούν την είσπραξη εσόδων του ΙΚΑ, όπως είναι και εκείνη από αναγγελία ή ανακοπή του ΙΚΑ κατά πλειστηριασμού εις βάρος οφειλέτη του όταν επισπεύδων είναι τρίτος (άρ. 54 και 58 ΚΕΔΕ), πρέπει τα εισαγωγικά της δίκης δικόγραφα (ανακοπές, εφέσεις κλπ), να επιδίδονται με την ποινή του απαραδέκτου, τόσο στον αρμόδιο Δ/ντή του Ταμείου Εισπράξεως Εσόδων ΙΚΑ όσο και στο “Διοικητή” του ΙΚΑ (ΑΠ 1507/2014, ΑΠ 1274/2014, ΑΠ 126/2012, ΑΠ 1636/2002, ΑΠ 537/1999). Με τους δύο λόγους της αναίρεσης που πλήττουν αντίστοιχα τις εκδοθείσες στην ίδια υπόθεση προσβαλλόμενες υπ’ αριθμ. 4426/2019 και 424/2018 αποφάσεις του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Εφετείο την από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που ορίζει τον τρόπο άσκησης των ενδίκων μέσων, κήρυξε απαράδεκτη την έφεσή της και την κλήση της προς περαιτέρω συζήτηση της έφεσής της και συγκεκριμένα: α) γιατί με την υπ’ αριθμ. 424/2018 απόφασή του (δεύτερη προσβαλλόμενη), κήρυξε απαράδεκτη την από 22-11-2016 έφεσή της κατά της υπ’ αριθμ. 3271/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (που είχε δεχθεί μερικά την εναντίον της ασκηθείσα από το αναιρεσίβλητο ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης), καθ’ ο μέρος στρεφόταν κατά του εφεσιβλήτου “Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ” και ήδη αναιρεσιβλήτου “ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ” (e-ΕΦΚΑ), ως οιονεί καθολικού διαδόχου του πρώτου, λόγω μη κοινοποίησης του δικογράφου της έφεσης και στο Διευθυντή του Β’ Ταμείου Είσπραξης Εσόδων του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, ισχυριζόμενη ότι με βάση την ως άνω παραβιασθείσα διάταξη του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η έφεση ασκείται με μόνη τη νομότυπη κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, ενώ η κοινοποίηση ή μη του δικογράφου της δεν επηρεάζει το παραδεκτό της άσκησής της, αλλά μόνον τη συζήτηση αυτής και β) γιατί με την υπ’ αριθμ. 4426/2019 απόφασή του (πρώτη προσβαλλόμενη), κήρυξε απαράδεκτη την από 4-6-2018 κλήση της αναιρεσείουσας, προς περαιτέρω συζήτηση της ως άνω έφεσής της κατά της υπ’ αριθμ. 3271/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά την έκδοση της 424/2018 προγενέστερης απόφασης του Εφετείου που είχε κρίνει απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης λόγω μη κοινοποίησής της και στο Διευθυντή του Β’ Ταμείου Είσπραξης Εσόδων του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, ισχυριζόμενη ότι νομίμως με την κλήση της επανέφερε προς περαιτέρω συζήτηση την έφεσή της, γιατί η παραπάνω εκδοθείσα από το Εφετείο υπ’ αριθμ. 424/2018 απόφαση, κρίνουσα απαράδεκτη, όχι την έφεση αλλά, τη συζήτηση της έφεσης, λόγω μη κοινοποίησης αυτής στον Διευθυντή του ΙΚΑ, δεν είναι οριστική και συνεπώς, νομίμως επανέφερε προς συζήτηση την έφεσή της με σχετική κλήση προς έκδοση οριστικής απόφασης. Από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Το αναιρεσίβλητο “ΙΚΑ – ΕΤΑΜ” και ήδη “e-ΕΦΚΑ”, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 30-9-2013 ανακοπή του κατά του …/4-7-2013 πίνακα κατάταξης δανειστών, της συμβολαιογράφου Αθηνών Βαρβάρας Σγούρα και κατά της καταταγείσας στον πίνακα αναιρεσείουσας, προσβάλλοντας την κατάταξη αυτής. Η ανακοπή αυτή συνεκδικάστηκε με άλλες ανακοπές, ασκηθείσες από μη διαδίκους στην παρούσα δίκη και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 3271/2016 απόφαση, με την οποία αυτή έγινε δεκτή μερικά, και κατά μεταρρύθμιση του πίνακα κατάταξης, αποβλήθηκε από αυτόν η καθ’ ης η ανακοπή-αναιρεσείουσα κατά το ποσό των 223.425,99 ευρώ και κατατάχθηκε σ’ αυτό οριστικά και προνομιακά το ανακόπτον ΙΚΑ – ΕΤΑΜ. Κατά της απόφασης αυτής η καθ’ ης η ανακοπή-αναιρεσείουσα άσκησε την από 22-11-2016 έφεσή της, ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, στρεφόμενη, κατά του ανακόπτοντος-εφεσιβλήτου-αναιρεσιβλήτου “Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ” και ήδη “ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ” (e-ΕΦΚΑ), ως οιονεί καθολικού διαδόχου του πρώτου, και κατά του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη Κ. Τ., επί της οποίας εκδόθηκε υπ’ αριθμ. 424/2018 δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία το Εφετείο απέρριψε ως απαράδεκτη την ασκηθείσα από την αναιρεσείουσα έφεση, λόγω μη κοινοποίησης του δικογράφου της έφεσης (πλην του Διοικητή), και στο Διευθυντή του Β’ Ταμείου Είσπραξης Εσόδων του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ (ήδη Β’ περιφερειακό Κ.Ε.Α.Ο. Αθήνας), όπως επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 27 §3 ΑΝ 1846/1951. Ακολούθως, η αναιρεσείουσα με την από 4-6-2018 κλήση της την οποία έστρεψε κατά του εφεσιβλήτου και ήδη αναιρεσίβλητου ΕΦΚΑ και ήδη e-ΕΦΚΑ, ζήτησε τον ορισμό νέας δικασίμου για τη συζήτηση της έφεσης, η οποία ορίστηκε για τις 29-1-2019 ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4426/2019 οριστική απόφαση (πρώτη προσβαλλόμενη), με την οποία το Εφετείο απέρριψε ως απαράδεκτη την κλήση προς περαιτέρω συζήτηση της έφεσης, γιατί ήδη η έφεση, είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη με την προγενέστερη υπ’ αριθμ. 424/2018 οριστική απόφαση του Εφετείου, το οποίο μετά ταύτα απεκδύθηκε από οποιαδήποτε εξουσία ως προς το κριθέν ήδη ένδικο μέσο της έφεσης. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, το οποίο με την υπ’ αριθμ. 424/2018 προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεση της αναιρεσείουσας λόγω μη επίδοσης του δικογράφου της και στον Δ/ντή του Ταμείου Είσπραξης του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και όχι μόνο στο Διοικητή του, παράλειψη που συνεπάγεται το απαράδεκτο του κατά του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ δικογράφου της έφεσης, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 85 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε., 5 του Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 και του άρθρου 27 §3 εδ. δ’ του ΑΝ 1846/1951, που ήσαν εφαρμοστέες, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη και ως εκ τούτου δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις προαναφερόμενες διατάξεις, στις δίκες που αφορούν την είσπραξη εσόδων του ΙΚΑ, όπως είναι και η προκειμένη δίκη, από άσκηση ανακοπής του ΙΚΑ κατά πλειστηριασμού εις βάρος οφειλέτη του, όταν επισπεύδων είναι τρίτος (άρ. 54 και 58 ΚΕΔΕ), πρέπει τα εισαγωγικά της δίκης δικόγραφα, μεταξύ των οποίων και η ασκηθείσα εκ μέρους της ηττηθείσας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ήδη αναιρεσείουσας, έφεση, να επιδίδονται με την ποινή του απαραδέκτου της άσκησης αυτών, που εξετάζεται αυτεπάγγελτα, τόσο στον αρμόδιο Διευθυντή του Ταμείου Εισπράξεως Εσόδων ΙΚΑ, όσο και στο “Διοικητή” του ΙΚΑ, το απαράδεκτο δε αυτό αφορά στο δικόγραφο της έφεσης στην παρούσα δίκη του ΚΕΔΕ και όχι απλώς στη συζήτηση του ενδίκου μέσου, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα. Επομένως, το Εφετείο, απορρίπτοντας με την υπ’ αριθμ. 424/2018 απόφασή του (δεύτερη προσβαλλόμενη), την έφεση της αναιρεσείουσας κατά του αναιρεσιβλήτου ως απαράδεκτη, γιατί δεν είχε επιδοθεί το δικόγραφό της και στο Διευθυντή του Β’ Ταμείου Εισπράξεως Εσόδων ΙΚΑ, αλλά μόνο στο Διοικητή αυτού, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, της παρά το νόμο κήρυξης απαραδέκτου και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο αντίθετος λόγος της αναίρεσης. Επίσης το Εφετείο κρίνοντας με την υπ’ αριθμ. 4426/2019 απόφασή του (πρώτη προσβαλλόμενη), ότι η από 4-6-2018 κλήση της αναιρεσείουσας προς περαιτέρω συζήτηση της έφεσής της κατά του αναιρεσιβλήτου, είναι απαράδεκτη, γιατί με την έκδοση της υπ’ αριθμ. 424/2018 προγενέστερης οριστικής του απόφασης, με την οποία δικάστηκε η εν λόγω έφεση και απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (λόγω μη επίδοσής της και στο Διευθυντή του Β’ Ταμείου Εισπράξεως Εσόδων ΙΚΑ), η επ’ αυτής (έφεσης) δίκη περατώθηκε και το Δικαστήριο (Εφετείο) απεκδύθηκε από οποιαδήποτε εξουσία του ως προς το ένδικο μέσο της ένδικης έφεσης της αναιρεσείουσας, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 85 παρ. 1 του ΚΕΔΕ, 5 του Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 και του άρθρου 27 §3 εδ. δ’ του ΑΝ 1846/1951, καθώς και αυτές των άρθρων 308, 309 ΚΠολΔ που ήσαν εφαρμοστέες και εκ τούτου δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο. Ειδικότερα, η υπ’ αριθμ. 424/2018 απόφαση του Εφετείου, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση αυτής, είναι οριστική, καθώς μ’ αυτήν τελείωσε η δίκη επί της έφεσης της αναιρεσείουσας κατά του αναιρεσιβλήτου, με την απόρριψη αυτής ως απαράδεκτης, λόγω μη επίδοσης του δικογράφου της και στον Δ/ντή του Ταμείου Είσπραξης Εσόδων του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και όχι μόνο στο Διοικητή του, και εντεύθεν το Εφετείο απεκδύθηκε κάθε άλλης εξουσίας στην εν λόγω έφεση, και δεν υφίσταται περαιτέρω άλλο στάδιο δίκης ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, αναφορικά με την έφεση αυτή, ούτε και δυνατότητα σύνταξης και κατάθεσης κλήσης προς περαιτέρω συζήτηση, αφού την κλήση συντάσσει, καταθέτει και δρομολογεί δικονομικά ο κατά το άρθρο 108 ΚΠολΔ επιμελέστερος των διαδίκων, σε εκτέλεση μη οριστικής απόφασης και όχι οριστικής, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως, το Εφετείο, απορρίπτοντας με την 4426/2019 απόφασή του (πρώτη προσβαλλόμενη), την από 4-6-2018 κλήση της αναιρεσείουσας προς περαιτέρω συζήτηση της έφεσής της κατά του αναιρεσιβλήτου, ως απαράδεκτη, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, της παρά το νόμο κήρυξης απαραδέκτου και συνακόλουθα, ο ερευνώμενος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, ενόψει της ήττας της αναιρεσείουσας (άρθρ. 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ ως ισχύει). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως αυτά ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό, σημειουμένου ότι, για τον υπολογισμό των δικαστικών εξόδων δεν τυγχάνει εφαρμογής, στην προκειμένη δίκη, το άρθρο 22 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 3693/1957, που προβλέπει περιορισμένο ύψος αυτών, διότι η νομική υπηρεσία του αναιρεσιβλήτου Ταμείου δεν διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΑΠ 144/2021, ΑΠ 559/2021, ΑΠ 1203/2019, ΑΠ 589/2015, ΑΠ 294/2014, ΑΠ 1362/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 14-11-2019 αίτηση του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία “…, που εκπροσωπείται νόμιμα από την ειδική εκκαθαρίστρια αυτής Ανώνυμη Εταιρία με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “…”, για αναίρεση των υπ’ αριθ. 4426/2019 και 424/2018 αποφάσεων του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ