Αριθμός 89/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Βρυνιώτη, Γεώργιο Χοϊμέ, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου και Αντώνιο Τσαλαπόρτα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Σεπτεμβρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Δ. Τ. του Π., κατοίκου … και 2) Γ. Τ. του Π., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Απόστολο Παπαδόπουλο. Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην … και τον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδος και Ιονίου, που κατοικοεδρεύει στην …, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Άννα Μαλιαρά, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-4-2007 αίτηση καθορισμού οριστικής τιμής μονάδος αποζημίωσης απαλλοτρίωσης του ήδη αναιρεσιβλήτου (μετά την έκδοση της 171/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών που καθόρισε προσωρινή τιμή μονάδος αποζημίωσης), που κατατέθηκε στο Εφετείο Πατρών και συνεκδικάστηκε με την διά των προτάσεων από 15-11-2007 κύρια παρέμβαση των ήδη αναιρεσειόντων, με άλλες αιτήσεις προσώπων, μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, καθώς και με τις διά των προτάσεων ανταιτήσεις του ήδη αναιρεσιβλήτου.
Εκδόθηκε η 764/2008 απόφαση του Εφετείου Πατρών, την αναίρεση της οποίας ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 9-9-2009 αίτησή τους.
Εκδόθηκε η 865/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε εν μέρει την ως άνω εφετειακή απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Εκδόθηκε η 388/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 1-9-2015 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αντώνιος Τσαλαπόρτας διάβασε την από 3-9-2019 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των λόγων της από 1-9-2015 αιτήσεως για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 388/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 315 ΚΠολΔ, αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να τη διορθώσει με νέα απόφασή του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η διόρθωση της απόφασης προϋποθέτει ότι κατά τη σύνταξή της παρεισέφρησαν από παραδρομή σφάλματα, που οφείλονται σε ασυμφωνία του ηθελημένου και εκείνου που διατυπώθηκε στην απόφαση ή σε μαθηματικό υπολογισμό ή στο ότι το διατακτικό διατυπώθηκε από παραδρομή κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, ώστε να μην αποδίδεται σε αυτό η βούληση του δικαστηρίου που διατυπώθηκε στο σκεπτικό και όχι σε διαγνωστικά σφάλματα ή σφάλματα που αναφέρονται στην ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής διάταξης (ΑΠ 219/2013, ΑΠ 975/2010 Νόμος). Δηλαδή, αντικείμενο της διόρθωσης είναι οι παραδρομές του δικαστή, ενώ υπάρχει τέτοια παραδρομή όταν η διατύπωση της απόφασης δεν αποδίδει αυτό το οποίο πράγματι είχε σκεφθεί ο δικαστής όταν τη συνέτασσε. Τα ανωτέρω σφάλματα, που μπορεί να εντοπίζονται στο προεισαγωγικό μέρος της απόφασης, στο αιτιολογικό (σκεπτικό) ή στο διατακτικό της, πρέπει να είναι πρόδηλα, δηλαδή να προκύπτουν από το σύνολο της απόφασης και από τα στοιχεία της δίκης με τα οποία ορίζεται το περιεχόμενο αυτής, από τα πρακτικά, τις προτάσεις και τα εν γένει δικόγραφα των διαδίκων, σε τρόπο ώστε να αποκλείεται η διόρθωση βάσει νέων στοιχείων ή με την επανεκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1564/2012). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 315, 316, 319 και 553 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. συνάγεται ότι επί ασκήσεως αναίρεσης κατά τελεσίδικης απόφασης, που έχει διορθωθεί, δεν είναι αναγκαίο η αίτηση αναίρεσης να στρέφεται και κατά της απόφασης με την οποία έγινε δεκτή αίτησης διόρθωσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αφού η διόρθωση των γραφικών ή λογιστικών λαθών της απόφασης ουδόλως άπτεται της ουσίας της υπόθεσης ούτε αλλοιώνει αυτή (ΑΠ 194/1998). Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από 1-9-2015 αίτηση για αναίρεση της 388/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, η οποία διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ. 294/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, κατά της οποίας δεν στρέφεται η κρινόμενη αναίρεση. Επομένως οι λόγοι αναίρεσης αφορούν μόνο την 338/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών και όχι τη διορθωτική αυτής η οποία εκδόθηκε μετά την άσκηση της κρινομένης αναίρεσης. Η προσβαλλόμενη 294/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Ν. 2882/2001) αποτελεί, κατά το τμήμα της που ενδιαφέρει εν προκειμένω, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ` άρθρ. 561 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, επισκόπηση των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων: Με την από 17-4-2007 αίτησή του το αιτούν Ελληνικό Δημόσιο ζητούσε, μεταξύ των άλλων, να προσδιοριστεί οριστικά η αποζημίωση των αναφερόμενων σ’ αυτή ακινήτων (εδάφους, επικειμένων), που απαλλοτριώνονται αναγκαστικά με την 1031286/ 2291/0010/7-4-2005 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και ΠΕΧΩΔΕ, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 409 Δ’/15-4-2005) για λόγους δημόσιας ωφέλειας, και ειδικότερα για την κατασκευή του … και αγωγού προσαγωγής από … στην περιοχή του Δήμου Φαρρών στο Νομό Αχαΐας με δαπάνες του Δημοσίου και για τα oποία έχει καθορισθεί προσωρινή τιμή μονάδος αποζημιώσεως με την 171/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Με την αίτηση αυτή συνεκδικάσθηκαν αντίθετες αιτήσεις καθώς και κύριες παρεμβάσεις που ασκήθηκαν κατά τη συζήτηση των αιτήσεων στο ακροατήριο, των εικαζομένων ιδιοκτητών και δικαιούχων αποζημίωσης κατά των οποίων στρεφόταν η αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι ζητούσαν μεταξύ των άλλων να ορισθεί οριστική τιμή μονάδος για τα απαλλοτριούμενα ακίνητά τους (έδαφος και επικείμενα) υψηλότερη από αυτή που ζητούσε το Ελληνικό Δημόσιο. Μεταξύ των παραπάνω που άσκησαν ανταίτηση-κυρία παρέμβαση ήταν και οι αναιρεσείοντες, οι οποίοι ζήτησαν να καθοριστεί οριστική τιμή μονάδος για το έδαφος και τα επικείμενα των ιδιοκτησιών τους με αριθμ. 35, 36, 76 και 77 ΚΠ. Επί των αιτήσεων αυτών, οι οποίες συνεκδικάστηκαν (μαζί με άλλες που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω) εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 764/2008 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία καθορίστηκε η οριστική τιμή μονάδας των απαλλοτριωθέντων καθώς και των επικειμένων τους και επίσης καθορίστηκε ιδιαίτερη αποζημίωση για τα εναπομείναντα εκτός απαλλοτρίωσης τμήματα των σ’ αυτή αναφερομένων ακινήτων (άρθρο 13 παρ. 4 του ν. 2882/2001), μεταξύ των οποίων και για τις με αρ. 35, 36, 76 και 77 του ΚΠ ιδιοκτησίες των αιτούντων. Με τη με αριθμό 624/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών αναγνωρίσθηκαν δικαιούχοι της προσωρινής και οριστικής αποζημίωσης (και των ανωτέρω ιδιοκτησιών) οι αιτούντες και διατάχθηκε η διόρθωση του κτηματολογικού πίνακα. Περαιτέρω, οι αιτούντες και νυν αναιρεσείοντες άσκησαν κατά του Ελληνικού Δημοσίου την από 09.09.2009 αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμ. 865/2012 (Δ’ Πολιτικό Τμήμα) απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει η με αριθμ. 764/2008 απόφαση του Εφετείου Πατρών, γιατί δεν καθορίσθηκε με αυτή οριστική τιμή μονάδας ξεχωριστά για το έδαφος και τα επικείμενα δένδρα και για τις με αρ. … του ΚΠ ιδιοκτησίες των αιτούντων νυν αναιρεσειόντων, και διατάχθηκε η παραπομπή της υπόθεσης για περαιτέρω εκδίκαση στο αυτό Δικαστήριο, αποτελούμενο από άλλους δικαστές. Επί της παραπάνω υποθέσεως εκδόθηκε η με αριθμ. 388/2014 απόφαση του Εφετείου Πατρών. Επειδή δε στην τελευταία αυτή απόφαση από προφανή παραδρομή δεν αναφέρονται οι αξίες που καθόρισε ως οριστική μονάδας η με αριθμ. 764/2008 απόφαση του Εφετείου Πατρών για τα πεύκα και συγκεκριμένα, για μεγάλα πεύκα 120 ευρώ για το καθένα, για μεσαία πεύκα 90 ευρώ και για μικρά πεύκα 30 ευρώ, γι’ αυτό και με την με αριθμ. 294/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών διατάχθηκε η διόρθωση της με αριθμ. 388/2014 απόφασης του Εφετείου Πατρών, με την συμπλήρωση αυτής, τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της και την εκεί αναγραφή της οριστικής τιμής μονάδας για τα απαλλοτριωθέντα επικείμενα πεύκα, συγκεκριμένα, για μεγάλα πεύκα 120 ευρώ, για μεσαία πεύκα 90 ευρώ και για μικρά πεύκα 30 ευρώ, για τις με αρ. … του ΚΠ ιδιοκτησίες των αιτούντων. Η διορθωτική απόφαση εκδόθηκε μετά την άσκηση της κρινόμενης αναίρεσης, η οποία αναίρεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566 § 1 ΚΠολΔ), είναι επομένως παραδεκτή (άρθρ. 577 § 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους προβαλλόμενους λόγους της (άρθρ. 577 § 3 ΚΠολΔ), οι οποίοι και ερευνώνται στη συνέχεια κατά τα παρακάτω για ένα έκαστο τούτων ειδικότερον εκτιθέμενα.
Κατά το άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος “κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο ακροατήριο…”. Κατά δε την παρ. 4 του ίδιου άρθρου “η αποζημίωση ορίζεται από τα δικαστήρια… πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη”. Ως καταβλητέα αποζημίωση για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης και τη δυνατότητα κατάληψης νοείται η κατά την ως άνω διάταξη της παρ. 2 “πλήρης”, η οποία πρέπει συνεπώς να περιλαμβάνει και την αξία των κατά το άρθρο 953 ΑΚ συστατικών του ακινήτου, τα οποία συναπαλλοτριώνονται αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 3 ν.δ. 797/71 περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, έστω και αν αυτά δεν έχουν περιληφθεί ρητώς στην περί κηρύξεως της απαλλοτρίωσης απόφαση. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 ίδιου ν.δ/τος, κατά το οποίο η προσαγωγή στη δίκη καθορισμού της αποζημίωσης, πλην άλλων στοιχείων, του Κτηματολογικού πίνακα είναι στοιχείο της προδικασίας, χωρίς δε αυτό η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, αναφέρεται στην καθόλου παράλειψη προσαγωγής κτηματολογικού πίνακα, αφού κατά τα άρθρα 18 παρ. 6 και 19 παρ. 9β` ν.δ. 797/71, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως οποιοδήποτε στοιχείο συμβάλλει στην εκτίμηση της βασιμότητας της αίτησης και μπορεί να υποδεικνύει στους διαδίκους την προσαγωγή κάθε χρήσιμου εγγράφου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 240 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται αναλόγως. Επομένως, αν προσκομίζεται κτηματολογικός πίνακας για το ακίνητο, υπάρχει η αναγκαία προδικασία έστω και αν στο πίνακα αυτόν δεν περιέχονται συστατικά του απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Ως προς τα συστατικά αυτά το δικαστήριο έχει εξουσία να προσδιορίζει τιμή μονάδας αποζημίωσης εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα, έχοντας την ευχέρεια, είτε να διατάξει τη συμπλήρωση του πίνακα είτε να προχωρήσει στον καθορισμό τιμής και για τα παραλειφθέντα συστατικά, βάσει των προσκομιζόμενων ή τασσόμενων και διεξαγόμενων αποδείξεων (λ.χ. πραγματογνωμοσύνης). Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο πίνακας θα συμπληρωθεί, αν υπάρχει ανάγκη, εκ των υστέρων, προκειμένου να υπολογισθεί η συνολικώς καταβλητέα, για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, αποζημίωση. Σε περίπτωση δε, που δεν κατέστη δυνατός ο καθορισμός αποζημίωσης για τα συστατικά, επειδή αυτά δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα, μπορεί ο ιδιοκτήτης του απαλλοτριωθέντος ακινήτου να ζητήσει αποζημίωση βάσει του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ (Ολ.ΑΠ 5/2002, ΑΠ 1234/2013). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 998/1979, ορίζονται τα ακόλουθα σχετικά με τον υπολογισμό της αξίας δασών και δασικών εκτάσεων: “Εις ας περιπτώσεις είναι απαραίτητον όπως προσδιορισθή η αξία δάσους ή δασικής εκτάσεως δι` οιανδήποτε αιτίαν, ο προσδιορισμός ούτος ενεργείται επί τη βάσει της θέσεως, της μορφής και της συστάσεως ως και της τυχόν εις δασικά προϊόντα αποδόσεως του δάσους ή της δασικής εκτάσεως, της ιδιοσυστασίας του εδάφους και των λοιπών φυσικών χαρακτηριστικών αυτού, λαμβανομένης υπ` όψιν της, κατά νόμον, αδυναμίας χρησιμοποιήσεως τον προς οικιστικούς σκοπούς ή άλλην εκμετάλλευσιν ξένην προς τον προσδιορισμόν αυτού. Διά τον εν λόγω προσδιορισμόν δεν δύναται να ληφθούν υπ` όψιν συγκριτικά στοιχεία αναφερόμενα εις γειτονικάς οικοπεδικάς εκτάσεις ή έτερα στοιχεία εμφανίζοντα το δάσος ή την δασικήν έκτασιν, ως έχοντα οικοπεδικήν αξίαν”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει σαφώς ότι επί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης δασικής εκτάσεως, για να είναι πλήρης η αποζημίωση, κατά την ανωτέρω αναφερόμενη έννοια αυτής, πρέπει να προσδιορίζεται χωριστά τόσο η αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου, όσο και η αξία των δένδρων που υπάρχουν πάνω σ` αυτό (πεύκη, πουρνάρια κ.λπ.) τα οποία προσφέρονται για ξυλεία. Η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 998/1979 δεν έχει εφαρμογή στην αναγκαστική απαλλοτρίωση δασικής έκτασης, διότι έρχεται σε αντίθεση με τις ανωτέρω διατάξεις, που καθορίζουν την έννοια της πλήρους αποζημίωσης (ΑΠ 1436/2013).
Ο Κ.Πολ.Δικ. ορίζει στο άρθρο 559 αριθμ. 18, ότι ο σχετικός λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της παραπομπής δεν συμμορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση, στο δε άρθρο 579 παρ. 1 εδαφ. β’, ότι αν αναιρεθεί η απόφαση οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνο κατά το σημείο που στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, στο άρθρο 580 παρ. 4 ότι οι αποφάσεις της Ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια, που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση, ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν, και στο άρθρο 581 παρ. 2, ότι στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η υποχρέωση του δικαστηρίου της παραπομπής να συμμορφωθεί προς την αναιρετική απόφαση, περιορίζεται μόνο στο νομικό ζήτημα που έλυσε ο Άρειος Πάγος, δεχόμενος το σχετικό λόγο αναίρεσης. Αντίθετα, τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται σε σχέση με την ουσία της διαφοράς, η περί της οποίας κρίση του είναι αναιρετικώς ανελέγκτη. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο α) το νομικό ζήτημα που ο Άρειος Πάγος έλυσε στη συγκεκριμένη υπόθεση και β) οι παραδοχές του δικαστηρίου της παραπομπής ως προς το ζήτημα αυτό, ώστε να κριθεί αν το τελευταίο συμμορφώθηκε προς τη λύση που έδωσε ο Αρειος Πάγος ή έδωσε διαφορετική λύση (ΑΠ 1397/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την αιτίαση ότι δεν συμμορφώθηκε προς την 865/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει η 764/2008 απόφαση του Εφετείου Πατρών για το λόγο ότι αυτή προσδιόρισε την οριστική τιμή μονάδος για τις απαλλοτριούμενες δασικές εκτάσεις (μεταξύ των οποίων και τα ΑΚΠ … ακίνητα των αναιρεσειόντων) με βάση τα κριτήρια του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 998/1979, παραβιάζοντας με αυτό τον τρόπο ευθέως διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, αφού δεν καθόρισε την οριστική τιμή μονάδος ξεχωριστά για το έδαφος και τα επικείμενα σ’ αυτό δένδρα. Το δικαστήριο της παραπομπής στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης με αριθμ. 388/2014 απόφασής του, καθόρισε την οριστική τιμή μονάδος ξεχωριστά για το έδαφος και τα επικείμενα σ’ αυτό δένδρα και επειδή παρέλειψε να αναφέρει από προφανή παραδρομή τις αξίες που καθόρισε ως οριστική τιμή μονάδος η με αριθμ. 764/2008 απόφαση του Εφετείου Πατρών για τα πεύκα με την υπ’ αριθμ. 294/2015 συμπληρώθηκε η απόφαση αυτή για τα απαλλοτριωθέντα επικείμενα πεύκα και ορίσθηκε η τιμή μονάδος για κάθε δένδρο, για μεγάλα πεύκα σε 120 ευρώ, για μεσαία πεύκα σε 90 ευρώ και για μικρά πεύκα σε 30 ευρώ, για τις με αρ. … του ΚΠ ιδιοκτησίες των αιτούντων νυν αναιρεσειόντων. Οι αναιρεσείοντες με τον συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης προσάπτουν την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κατά τον καθορισμό της οριστικής μονάδος δεν έλαβε υπόψη της πραγματικά ουσιαστικά και όχι επιγραμματικά όλα τα προφορικά συγκριτικά στοιχεία και ειδικότερα το με αριθμ. πρωτ. …/20-3-1975 έγγραφο της Νομαρχίας Αχα?ας (γραφείο διαχείρισης δασών) από το οποίο προκύπτει ότι αυτοί (αναιρεσείοντες) έχουν δικαίωμα να ζητήσουν την εκχέρσωση των απαλλοτριουμένων εκτάσεων και ως εκ τούτου η αξία αυτών έπρεπε να προσδιορισθεί ως αξία καλλιεργουμένων εκτάσεων και όχι ως δασικών. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της με αριθμ. 865/2012 αναιρετικής αποφάσεως το Εφετείο με την παραπάνω κρίση του συμμορφώθηκε πλήρως προς την ως άνω αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου, οι δε αιτιάσεις των αναιρεσειόντων με τον συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης αναφέρονται στην εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας επί πραγματικών γεγονότων, η οποία ρητώς εξαιρείται του αναιρετικού ελέγχου όπως ορίζει το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ. Επομένως οι ανωτέρω αιτιάσεις, οι οποίες θεμελιώνουν τον από τον αριθμό 18 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αναιρετικό λόγο, είναι απαράδεκτες αφενός μεν κατ’ άρθρο 562 παρ. 1 ΚΠολΔ, αφετέρου δε και κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ και ως εκ τούτου απορριπτέες, καθώς και ο σχετικός με αυτές ως άνω λόγος αναίρεσης. Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρ. 106 ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρ. 110 παρ. 2 ΚΠολΔ), ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του πράγματα, που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί, που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 9/1997, ΑΠ 625/2008). Δηλαδή ισχυρισμοί που διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήσαν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (Ολ.ΑΠ 2/1998). Δεν αποτελούν πράγματα οι αρνητικοί της αγωγής ισχυρισμοί ως και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 154/2017, ΑΠ 2176/2009). Ειδικότερα αν προσβάλλεται για τον παραπάνω λόγο απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, θα πρέπει ο ισχυρισμός που δεν αξιολογήθηκε, να είχε προταθεί παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά και να επαναφέρθηκε παραδεκτά και στο δεύτερο βαθμό και να αναφέρεται αυτό στο αναιρετήριο, εκτός αν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρ. 562 § 2 ΚΠολΔ ή πρόκειται για ισχυρισμό που παραδεκτά κατά το άρθρ. 527 ΚΠολΔ προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη, που επίσης πρέπει να διευκρινίζεται στο αναιρετήριο. Επομένως δεν ιδρύει τον παραπάνω λόγο αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει σε ισχυρισμό εκπρόθεσμο, αόριστο και γενικώς απαράδεκτο, μη νόμιμο ή αλυσιτελή ή σε απλώς αρνητικό ή διευκρινιστικό ισχυρισμό, δηλαδή σε ισχυρισμό που δεν καταλήγει στην επίκληση έννομης συνέπειας και βέβαια το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει ούτε στα πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων που αντλούν αυτοί από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, έστω και αν διατυπώνονται υπό τη μορφή λόγου έφεσης, ούτε στα νομικά επιχειρήματά τους, που σε αντίθεση με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους δεν περιέχουν κρίση ως προς την επέλευση ή όχι μιας έννομης συνέπειας, αλλά προβάλλονται με σκοπό να συμβάλλουν στον καθορισμό του αληθινού νοήματος του επικαλούμενου ή αποκρουσμένου στη συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα δικαίου (ΑΠ 50/2015). Στην κρινόμενη υπόθεση με τον 2ο λόγο της αίτησης αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα, δεν έλαβε υπόψη της όλα τα προσκομισθέντα νόμιμα με επίκληση έγγραφα και συγκριτικά στοιχεία τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή και επίδραση στην έκβαση της δίκης, ότι δηλαδή έχουν νόμιμο δικαίωμα εκχέρσωσης των ιδιωτικών δασικών εκτάσεων για την καλλιέργεια αγροτικών προϊόντων και ότι η αξία τους θα έπρεπε να είναι ανάλογη με τις όμορες αυτών καλλιεργούμενες αγροτικές εκτάσεις, ισχυρισμό που πρόβαλαν και απέδειξαν με το ως άνω αναφερόμενο με αριθμ. πρωτ. …/20-3-1975 έγγραφο της Νομαρχίας Αχα?ας (γραφείο διαχείρισης δασών). Ο συγκεκριμένος λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος και ως εκ τούτου απορριπτέος, γιατί αποτελεί πραγματικό επιχείρημα των αναιρεσειόντων που αντλείται από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα από το προαναφερόμενο έγγραφο της Νομαρχίας Αχα?ας, στο οποίο δεν υποχρεούται να απαντήσει το δικαστήριο.
Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήμια κρίση του για τον αναιρεσείοντα να σχημάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση, η οποία δεν συντρέχει, όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του (ΑΠ 190/2016, ΑΠ 130/2012). Στην ένδικη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις αιτιάσεις (κατά λέξη εκτιθέμενες) ότι: “Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, αφού παραμόρφωσε το περιεχόμενο του λεπτομερώς αναφερόμενου υπ’ αριθ. πρωτ. …/20-3-1975 δημόσιου εγγράφου της Νομαρχίας Αχα?ας, Υπηρεσία Γεωργίας, Δ/νσης Δασών, Δασαρχείο Πατρών (Γραφείο Διαχ. Δασών – ίδετε αυτό), με το να δεχθεί γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναγράφονται στο σώμα του εγγράφου, κατά τα ανωτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ, ότι δηλαδή έχουμε νόμιμο δικαίωμα εκχέρσωσης τμήματος 50% των ως άνω ιδιωτικών δασικών εκτάσεών μας, διά την καλλιέργεια αγροτικών προϊόντων, και ότι η αξία τους θα έπρεπε να είναι ανάλογη με τις όμορες αυτών καλλιεργούμενες αγροτικές εκτάσεις μας, ισχυρισμό τον οποίο προβάλαμε και αποδείξαμε. Έπειτα από ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του ως άνω κρίσιμου εγγράφου δεν θα προσδιόριζε αξίες μειωμένες κατά 25% του εδάφους, τας οποίας προσδιόρισε ΩΣΑΝ ΝΑ ΗΣΑΝ ΚΑΘΑΡΩΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΔΑΣΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ, ΕΝΩ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΔΙΑ ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΔΑΣΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ, από τις ως άνω προσδιορισθείσες αξίες της υπ’ αριθμ. 764/2008 απόφαση του Εφετείου Πατρών, αλλά και των άνω αποφάσεων, αλλά έπρεπε αυτή να προσδιορίσει την ανά τ.μ. αξία του εδάφους διά τα υπ’ αριθ. … ΚΠΑ μας, ως ιδιωτικών δασικών εκτάσεών μας συνεχόμενων με τις καλλιεργήσιμες αγροτικές εκτάσεις μας, μεταξύ των 5 € και 10 € ως οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης, καθόσον έχουν πρόσοψη σε αγροτική οδό και διά τα υπ’ αριθ. …και … ΚΠΑ μας, ως ιδιωτικών δασικών εκτάσεών μας συνεχόμενων με τις καλλιεργήσιμες αγροτικές εκτάσεις μας, το ποσό των 10 € ως οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης, καθόσον έχουν πρόσοψη στην Εθνική Οδό Πατρών – Τριπόλεως (…), κατ’ ελάχιστα ποσά τουλάχιστον”. Ο λόγος αυτός, όπως προβάλλεται, είναι απαράδεκτος, αν εκτιμηθεί ότι με αυτόν προβάλλεται κυρίως η πλημμέλεια από τον αρ. 20 και αβάσιμος αν εκτιμηθεί ότι προβάλλεται επικουρικώς η πλημμέλεια από τον αρ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα κατά μεν την αποδιδόμενη από τον αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι το εν λόγω έγγραφο εκτιμήθηκε από το Εφετείο μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του, κατά δε την αποδιδόμενη πλημμέλεια από τον αρ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι από τη γενική βεβαίωση του Εφετείου ότι κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, περί της ουσιαστικής βασιμότητας της ένδικης αγωγής, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα και ειδικότερα από την αναφορά του ότι “από τα έγγραφα μεταξύ των οποίων και οι τεχνικές εκθέσεις και γνωμοδοτήσεις μηχανικών κ.λπ., τα οποία νόμιμα οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά”, σε συνδυασμό με το όλο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης που παραδεκτά επισκοπείται εν προκειμένω, καθίσταται αναμφίβολο, ότι το Εφετείο, παρόλο που δεν τη μνημονεύει ειδικώς και δεν την αξιολογεί χωριστά, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και την αναφερόμενη στο αναιρετήριο βεβαίωση, που φέρεται αγνοηθείσα. Ουσιαστική προϋπόθεση για τη θεμελίωση του λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, είναι ότι η έλλειψη ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών πρέπει να αφορά ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, ήτοι να αφορά αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό και όχι στην εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει κυριαρχικά και ανέλεγκτα (άρθρ. 340, 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει αιτιολογίες και οι υπάρχουσες είναι αντιφατικές και κατά πάσα περίπτωση ανεπαρκείς, γιατί, αφενός μεν καθόρισε μειωμένη κατά 25% την αξία ανά τ.μ. εδάφους των απαλλοτριουμένων ακινήτων τους σε σχέση με αυτή που καθόρισε η με αριθμ. 764/2008 απόφαση του Εφετείου Πατρών, χωρίς καμία αιτιολογία, αφετέρου δε καθόρισε για τα επικείμενα στα εν λόγω ακίνητα, δένδρα, την ίδια τιμή ανά τεμάχιο και κατά μέγεθος με αυτή που όρισε η παραπάνω με αριθμ. 764/2008 απόφαση του Εφετείου Πατρών, έχουσα έτσι αντιφατική αιτιολογία με αυτή που καθορίσθηκε μειωμένη κατά 25% ανά τ.μ. εδάφους η αξία των απαλλοτριουμένων ακινήτων τους. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι ανεπίτρεπτα κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ πλήττει την εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων, καθώς και την αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος σχετικά με το ύψος της τιμής μονάδος αποζημίωσης για το έδαφος και τα επικείμενα (ΑΠ 326/2014).
Με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση η αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, η οποία συνίσταται κατά λέξη στο ότι “Η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, διά ευθεία παραβίαση των ουσιαστικών κανόνων δικαίου του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος, του Ν. 2882/2001, του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του άρθρου 6 παρ. 1 και 3 της ΕΣΔΑ, περί δίκαιης δίκης, αφού με την ως άνω κρίση της η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραβίασε την συνταγματική αρχή της πλήρους αποζημίωσης, δεν προστάτευσε την ιδιοκτησία και περιουσία μας. Και η διεξαχθείσα την 20η Μαρτίου 2014 δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πατρών μεταξύ ημών και του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δίκαια, ΑΦΟΥ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΦΑΝΩΣ ΑΔΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΒΑΣΙΜΩΣ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ, καθόσον, κατά τα ανωτέρω, η οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης που όφειλε και έπρεπε να προσδιορισθεί διά κάθε τ.μ. του εδάφους των υπ’ αριθ. … ΚΠΑ μας, οι οποίες ΕΙΝΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΔΑΣΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ μας, με δικαίωμά μας τμηματικής εκχέρσωσής τους, διά καλλιέργεια αγροτικών προϊόντων, ως ανωτέρω αναφέρεται, είναι 500% μικρότερες από τις πλήρως αποδειχθείσες από εμάς αξίες, διά τα υπ’ αριθ. … ΚΠΑ μας του ποσού των 5 € το τ.μ. τους και διά τα … και … ΚΠΑ μας του ποσού των 10 € το τ.μ. τους”. Η εν λόγω αιτίαση είναι αόριστη και απαράδεκτη, γιατί αναφέρεται αριθμητική απλώς επίκληση των προαναφερόμενων άρθρων και του περιεχομένου τους, χωρίς να αναφέρονται αναλυτικά συγκεκριμένες πλημμέλειες για παράβαση των διατάξεων αυτών δηλ. τα πραγματικά περιστατικά που δεν έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Μετά από αυτά, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που κατέθεσαν οι αναιρεσείοντες για την άσκηση της αναίρεσης. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν στους αναιρεσείοντες που χάνουν τη δίκη, μειωμένα όμως, τόσο σε περίπτωση ήττας του Δημοσίου όσο και σε περίπτωση νίκης αυτού (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 281 ν. 3463/2006 σε συνδυασμό με το άρθρο 22 παρ. 1 ν. 3693/1957, παρ. 2 της με αριθμό 134423/1993 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 ν. 1738/1987, άρθρο 28 παρ. 5 ν. 2579/1998 – ΑΠ 104/2013), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, δοθέντος ότι η αποκλείουσα την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 18 παρ. 4 του ν. 2882/2001 δεν έχει εφαρμογή στην δίκη της αναίρεσης κατ` απόφασης εφετείου περί οριστικού προσδιορισμού αποζημίωσης, στην οποία εφαρμόζονται, όσον αφορά στη δικαστική δαπάνη, οι διατάξεις των άρθρων 173 έως 193 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρο 22 παρ. 3 ν. 2882/2001 – ΑΠ 148/2018).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1-9-2015 και με αριθμ εκθέσεως καταθέσεως 34/2015 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 388/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 31 Ιανουαρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 89 / 2020 Κατά το άρθρο 315 ΚΠολΔ, αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να τη διορθώσει με νέα απόφασή του
Προηγούμενο άρθροΣυντάξεις: Όλα τα μυστικά για τις πρόωρες συντάξεις