Αριθμός 982/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παρασκευή Καλαϊτζή, Γεώργιο Παπανδρέου, Αναστασία Περιστεράκη – Εισηγήτρια, Μαρουλιώ Δαβίου-Απέργη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Νοεμβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ε. Ν. Μ., 2) Π. Ι. Χ., συζ. Ε. Μ., 3) Ν. Ε. Μ., 4) Κ. Ε. Μ., 5) Α.-Π. Ε. Μ., κατοίκων … …. Η 2η αναιρεσείουσα παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος, εκπροσώπησε τους λοιπούς αναιρεσείοντες και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Μ. συζ. Π. Π., το γένος Γ. Κ., κατοίκου … …, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Ξανθίππης Μικρού και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-7-2010 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1058/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4344/2017 οριστική του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 14-9-2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Κατά τη διάταξη του άρθρου 1108ΑΚ, αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αρνητική αγωγή ασκείται στην περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας, δηλαδή, όταν ο κύριος διαταράσσεται στη νομή του που ασκεί επί του πράγματος και όχι όταν προσβάλλεται με άλλο τρόπο, όπως με την αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, οπότε προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή κατ’ αυτού που κατέχει το πράγμα (άρθρο 1094 Α.Κ.). Διατάραξη της κυριότητας (ή συγκυριότητας) αποτελεί κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό περιεχόμενο της κυριότητας, δηλαδή όταν ο εναγόμενος ενεργεί στο πράγμα πράξεις, τις οποίες μόνο ο κύριος δικαιούται να ενεργήσει ή όταν εμποδίζει τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα, η δε διατάραξη αυτή έχει ως συνέπεια την μη ελεύθερη και ανενόχλητη χρησιμοποίηση, εκμετάλλευση και απόλαυση ορισμένων μόνο εξουσιών εκ της κυριότητας επί του πράγματος. Έτσι, όπως προκύπτει, από τις διατάξεις των πιο πάνω άρθρων 1094 και 1108ΑΚ και του άρθρου 218Α ΠολΔ, δεν είναι επιτρεπτή η αντικειμενική σώρευση της διεκδικητικής και της αρνητικής αγωγής, λόγω αντίφασης μεταξύ τους, αφού η πρώτη προϋποθέτει καθολική προσβολή της κυριότητας με στέρηση της νομής ή κατοχής, ενώ η δεύτερη προϋποθέτει μερική προσβολή, που δεν φθάνει μέχρι την ολική απώλεια της νομής. Συνακόλουθα προς τα ανωτέρω, αν με το αγωγικό δικόγραφο γίνεται επίκληση ολικής παράνομης κατακρατήσεως του ακινήτου εκ μέρους του εναγομένου και σωρεύεται η διεκδικητική της κυριότητας αγωγή με την αρνητική τοιαύτη, που αφορά το ίδιο ακίνητο, η τελευταία τυγχάνει μη νόμιμη (ΟΛΑΠ4/2016). Για τον ίδιο λόγο, δηλαδή, λόγω αντίφασης, κατά την ορθότερη άποψη, δεν μπορούν να σωρευθούν στο ίδιο δικόγραφο η διεκδικητική αγωγή και η αγωγή για τη νομή διότι η επιδίκαση της κυριότητας καθιστά μάταιη τη δίκη για τη νομή (ΑΠ21/2005). Εξάλλου, για το ορισμένο αγωγής, αναγνωριστικής ή διεκδικητικής κυριότητας ακινήτου, που στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας, ο ενάγων πρέπει να περιλάβει σ’ αυτήν την κατάρτιση της επικαλούμενης σύμβασης, με συμβολαιογραφικό έγγραφο και την μεταγραφή της, αν δε ο εναγόμενος αμφισβητήσει, με τις προτάσεις του, την κυριότητα όχι μόνον του ενάγοντος, αλλά και των αμέσων και απώτερων δικαιοπαρόχων του, ο ενάγων οφείλει, αν δεν το έχει κάνει καθ’ υποφοράν με το δικόγραφο της αγωγής, κατ’ επιτρεπτή, κατά το άρθρο 224 εδ. β του ΚΠολΔικ συμπλήρωση του δικογράφου της, να καθορίσει και τον τρόπο κτήσεως της κυριότητας των προκτητόρων του εωσότου φθάσει σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας (ΑΠ643/2017). Στην περίπτωση, όμως, που στο αγωγικό δικόγραφο ο ενάγων ιστορεί ότι κατέστη κύριος του επιδίκου και πρωτοτύπως, με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, με την παράθεση εκ μέρους του διακατοχικών επ` αυτού (επιδίκου) πράξεων επιδηλωτικών της νομής του, επί διάστημα μείζον του απαιτούμενου κατά νόμο χρόνου της δεκαετίας και εικοσαετίας αντίστοιχα (άρθρα 1041 και 1045ΑΚ), παρέλκει η ανωτέρω συμπλήρωση (ΑΠ432/2019). Από, δε, το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 1041 και 1044ΑΚ προκύπτει, ότι επί αναγνωριστικής ή διεκδικητικής κυριότητας αγωγής που αφορά τμήμα μείζονος ενιαίας έκτασης και στηρίζεται σε χρησικτησία, για τη θεμελίωση της τελευταίας αρκεί η παράθεση και απόδειξη διακατοχικών πράξεων εκ μέρους του ενάγοντος και των τυχόν δικαιοπαρόχων του, επιδηλωτικών της νομής τους στη μείζονα έκταση για όσο χρόνο απαιτείται κατά περίπτωση από το νόμο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία), χωρίς να απαιτείται η εξειδίκευση επί μέρους πράξεων νομής και στο επίδικο τμήμα, αφού πρόκειται για ενιαία έκταση, η δε φυσική εξουσία τους και το πνευματικό στοιχείο (διάνοια κυρίου) τούτων εκτείνεται σε ολόκληρο το μείζον ακίνητο, εντός του οποίου εμπίπτει και το επίδικο τμήμα (ΑΠ 358/2016). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 στοιχ. α` και β` Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που ανάγονται για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου δε, περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα προβλεπόμενα κατά το άρθρο 1094ΑΚ, 70, 118 και 216ΚΠολΔ στοιχεία και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή, ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και, μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι όμοροι ιδιοκτήτες, οι πλευρικές διαστάσεις, το σχήμα και ο ακριβής προσανατολισμός του ακινήτου, ούτε να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα (ΑΠ 301/2017). Όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενού αυτού τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, του οποίου έχει γίνει ακριβής περιγραφή, και τα όριά του, ώστε να είναι δυνατόν στον εναγόμενο μεν να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου και όχι ασαφούς επιδίκου αντικειμένου, στο δικαστήριο δε να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτέλεσης (ΑΠ 1597/2018). Η ανωτέρω αοριστία δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή σχεδιαγράμματα, εάν δεν προσαρτώνται στην αγωγή. Η περιγραφή όμως του ακινήτου μπορεί να γίνει και με την αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα (ΑΠ 9/2020). Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠοΛΔ, αν το Δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος προς θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος ή αρκέσθηκε σε λιγότερα (ΟλΑΠ 18/1998). Η δε ποιοτική αοριστία, δηλαδή, η επίκληση των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά περιστατικών και η ποσοτική αοριστία, δηλαδή η μη αναφορά όλων των στοιχείων που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχονται από τους αριθμούς 8 και 14, αντιστοίχως, του άρθρου 559 ΚΠοΛΔ (ΟλΑΠ 15/2000), αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη γεγονότα που δεν αναφέρονται σ` αυτή ή αντιθέτως έκρινε αόριστη την αγωγή μη λαμβάνοντας υπόψη τέτοια γεγονότα.. Ο ισχυρισμός περί αοριστίας της αγωγής, για να είναι παραδεκτός, πρέπει να προτείνεται νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 562 παρ. 2 του ΚΠοΛΔ και, ειδικότερα, αν ο αναιρεσείων έχει ηττηθεί στον πρώτο βαθμό η νόμιμη επαναφορά του ισχυρισμού του στο Εφετείο με λόγο έφεσης (κύριο ή πρόσθετο) μπορεί να γίνει (ΑΠ 1597/2018). Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει την ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, της οποίας η συνδρομή πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα είχε προταθεί νόμιμα. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ενώ πρέπει να αναφέρεται και ο χρόνος και ο τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος, αν, δε, συντρέχει εξαιρετική περίπτωση των εδ α-γ της παρ 2 του άρθρου 562 ΚΠοΛΔ,πρέπει να εκτίθεται στο αναιρετήριο η περίπτωση αυτή (ΑΠ791/2018). Το απαράδεκτο αυτό αναφέρεται σε όλους τους λόγους του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Έτσι η νομική, ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, που εξετάζονται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο της ουσίας και ελέγχονται αναιρετικά η πρώτη από τον αριθμ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και οι λοιπές από τους αριθμ. 14 ή 8 του ίδιου άρθρου, για να στηρίζουν επαρκώς τους προβλεπόμενους από τις διατάξεις λόγους αναίρεσης, πρέπει να έχουν προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και μάλιστα νόμιμα σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠοΛΔ. Εξάλλου, κατά το εδ. β` του άριθ1 του άρθρου 559 ΚΠοΛΔ, ως παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ελέγχεται η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, μόνο εάν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ` αυτούς των πραγματικών γεγονότων. Κατά την σαφή έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, δηλαδή, των γενικών αρχών που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις και που έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την ερμηνεία των κανόνων δικαίου, και δη την εξειδίκευση των περιεχομένων σ` αυτούς αορίστων νομικών εννοιών, καθώς και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, ιδρύει λόγο αναίρεσης, μόνον εάν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ` αυτούς, δηλαδή όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας για την ανεύρεση της έννοιας κάποιου κανόνα δικαίου ή για την υπαγωγή σ` αυτόν των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, και όχι όταν χρησιμεύουν για την εξακρίβωση από το δικαστήριο της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών ή για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν, διότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται για αναιρετικά ανέλεγκτη, κατ` άρθ. 561 § 1 Κ.Πολ.Δ, εκτίμηση πραγμάτων και επομένως λόγος αναίρεσης με τέτοιο περιεχόμενο είναι απαράδεκτος. Για την πληρότητα και το ορισμένο του λόγου αυτού αναίρεσης πρέπει ν` αναφέρεται στο αναιρετήριο, ποιά συγκεκριμένα διδάγματα της κοινής πείρας παραβιάσθηκαν, ο κανόνας δικαίου για την αληθινή έννοια του οποίου δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα και σε τι συνίσταται η παραβίαση, διαφορετικά ο λόγος αυτός είναι αόριστος (ΑΠ 286/2020, ΑΠ689/2017).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της από20-7-2010 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προκύπτει ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη, εξέθετε ότι είναι κυρία ενός οικοπέδου, μετά των επ’αυτού δύο κατοικιών, το οποίο βρίσκεται στη θέση …, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του Δήμου … …, στο Οικοδομικό τετράγωνο …,επί των οδών … (πεζόδρομος), έκτασης, κατά μεν τον πιο κάτω τίτλο κτήσης, 1.073,72 τμ, κατά δε, το σχετικό Κτηματολογικό Διάγραμμα, 1.076 τμ, την κυριότητα του οποίου απέκτησε με παράγωγο τρόπο, λόγω κληρονομικής διαδοχής της αποβιώσασας στις 14-1-2009 μητέρας της, Χ. Π., μέχρι τότε κυρίας και με νόμιμη μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομιάς αυτής, με την …/30-9-2009 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών Γ. Κ., στην οποία (αποβιώσασα) είχε περιέλθει τούτο με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία (πωλητήριο συμβόλαιο), ο δε δικαιοπάροχός της (Σ. Π. του Ι.), το είχε αποκτήσει επίσης με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία (πωλητήριο συμβόλαιο), που είχαν καταρτιστεί, αντίστοιχα, τα έτη 1957 και 1953 και μεταγραφεί νόμιμα, καθώς και με πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή, με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον νέμεται αυτό συνεχώς από το έτος 2009 και μετέπειτα, ασκώντας όλες τις πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση του, (ολοκλήρωση υφισταμένων οικοδομών, συντήρηση υφιστάμενου μανδρότοιχου, διαμόρφωση περιβάλλοντος χώρου), όπως και οι άνω δικαιοπάροχοί της πριν από αυτήν, τουλάχιστον από το έτος 1953 (οριοθέτηση, φύλαξη, ανοικοδόμηση, κατασκευή μανδρότοιχου και συντήρηση αυτού), άπαντες με διάνοια κυρίου, καλή πίστη, συνεχώς και αδιαλείπτως και με τους άνω νόμιμους τίτλους, όπως ειδικότερα αναφέρονται στην, αγωγή και ότι με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των εν λόγω δικαιοπαρόχων της, νέμεται το ανωτέρω ακίνητο για χρονικό διάστημα πολύ μεγαλύτερο των 10 και 20 ετών, αντίστοιχα, μέχρι την άσκηση της αγωγής, ήτοι συγκεκριμένα για διάστημα περίπου 60 ετών. Ότι, εντός του ανωτέρω περιγραφόμενου οικοπέδου της, οι δικαιοπάροχοί της (απώτερος και άμεσος), είχαν προ πολλών ετών κατασκευάσει διαχωριστικό μανδρότοιχο, ο οποίος εκτείνονταν καθόλο το μήκος του προς βορρά ορίου της άνω ιδιοκτησίας της, τον οποίο νέμονταν τόσο η ίδια όσο και οι δικαιοπάροχοί της συνεχώς και αδιαλείπτως για διάστημα πέραν της 20ετίας, ασκώντας επ’ αυτού τις αναλυτικά αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις φυσικού εξουσιασμού (συντήρηση, σοβάτισμα, επίστρωση με μπετόν, κατασκευή πιλάρ στα άκρα του μανδρότοιχου αυτού και τοποθέτηση ρολογιών ΔΕΗ), με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο. Ότι οι εναγόμενοι συγκύριοι, κατά τα ειδικότερα, ο καθένας, ποσοστά εξ αδιαιρέτου όμορης οριζόντιας (κάθετης) ιδιοκτησίας, άνευ κτίσματος, ευρισκόμενης βορειοδυτικά του ανωτέρω οικοπέδου της, το πρώτο δεκαήμερο τον Μαρτίου 2010, κατά την εκσκαφή του δικού τους οικοπέδου, εισήλθαν παράνομα στο βορειοδυτικό όριο της ιδιοκτησίας της, κατεδάφισαν τμήμα του ως άνω περιγραφόμενου, ανήκοντος στην κυριότητά της, μαντρότοιχου μήκους 21,80 μέτρων, ύψους κυμαινόμενου από ανατολικά προς δυτικά από δύο (2) έως ενάμισυ (1,50) μέτρα και πλάτους περίπου είκοσι (20) εκατοστών, ακολούθως έσκαψαν στο ίδιο σημείο εντός και κατά μήκος του αυτού (βορειοδυτικού) ορίου της ιδιοκτησίας της ήτοι σε μήκος 21,80 μέτρων, πλάτους σαράντα (40) εκατοστών και σε κυμαινόμενο βάθος από ανατολικά προς δυτικά δύο σαράντα (2,40) με δύο (2) μέτρα, έχοντας σκοπό να επεκτείνουν τη θεμελίωση του υπογείου της ανεγειρόμενης οικοδομής τους εντός του ως άνω οικοπεδικού της τμήματος, αξίας 20.000 ευρώ και ότι, έτσι, κατέλαβαν παρανόμως και χωρίς τη θέλησή της το τμήμα αυτό, αποβάλλοντας την ίδια από τη νομή του και αμφισβητώντας την κυριότητά της. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζήτησε ως κυρία του άνω μανδρότοιχου, που αποτελεί τμήμα του ακινήτου της, την προστασία της κυριότητάς της, κατ’ άρθρο 1094 ΑΚ και την απόδοση της νομής του από τους εναγόμενους και ήδη αναιρεσείοντες, καθώς και να διαταχθεί η επαναφορά, με δαπάνες τους, των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση με κατασκευή τσιμεντοπλινθοδομής και άλλων οικοδομικών εργασιών κατά τα ειδικότερα περιγραφόμενα στην αγωγή, άλλως σε περίπτωση αρνήσεώς τους, να τα επαναφέρει κατ’ άρθρο 945 Κ.ΠολΔ η ίδια (ενάγουσα) τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση, προκαταβαλλόμενης της προς τούτο δαπάνης, ανερχόμενης σε 6.550 ευρώ και να καταδικαστούν στη δικαστική της δαπάνη.
Περαιτέρω, από την, παραδεκτή, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο σχετικά με την αγωγή αυτή δέχθηκε τα εξής :<… Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση αγωγή υπό το εκτεθέν περιεχόμενο και είναι πλήρως ορισμένη. Ειδικότερα, ενόψει ότι πρόκειται περί διεκδικητικής της κυριότητας αγωγής με επικαλούμενο τρόπο κτήσης κυριότητας την κληρονομική διαδοχή, για το ορισμένο αυτής, πέραν του εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας, αναφέρεται α) η κυριότητα της κληρονομούμενης- μητέρας της Χ. Π. (ως αληθινής κυρίας) επί του ανωτέρω οικοπέδου εντός του οποίου υφίσταται ο αμφισβητούμενος από τους εναγομένους και ευρισκόμενος στο βόρειο όριό του μανδρότοιχος, η από την ενάγουσα αποδοχή της κληρονομιάς και η μεταγραφή της περί αποδοχής αυτής δήλωσης β) η αμφισβήτηση του δικαιώματος της ενάγουσας από τους εναγόμενους και γ) η ταυτότητα του διεκδικουμένου, η με αναφορά στη θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια αυτού με κάθε λεπτομέρεια, ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητά του και συγκεκριμένα, περιέχει με λεπτομέρεια τη θέση, την έκταση, τόσο του όλου οικοπέδου των 1.073,72 τ. μ. κατά νεώτερη 1076τμ, όσο και του επίδικου εδαφικού (μετά του μανδρότοιχου) τμήματος τούτου, προσδιορίζοντας, δηλαδή, και τη θέση του επιδίκου μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο (ήτοι στο προς βορρά όριο του μείζονος οικοπέδου, που ξεκινάει από ανατολικά και εκτείνεται προς δυτικά) με τις πλευρικές του διαστάσεις, ώστε καμιά αμφιβολία να μην υπάρχει ως προς την ταυτότητα του επιδίκου, μη απαιτούμενων έτσι άλλων επιπλέον στοιχείων … Επιπρόσθετα, η ενάγουσα αναφέρει, καθ’ υποφορά στην αγωγή της, τον τρόπο κτήσης της κυριότητας των προ αυτής κτητόρων του ως άνω ακινήτου, επί, του οποίου το αμφισβητούμενο (επίδικο) εδαφικό τμήμα και το αντίστοιχο τμήμα του μανδρότοιχου, κείμενο στη βόρεια πλευρά του εν λόγω μείζονος οικοπέδου, τις πράξεις νομής και κατοχής ενός εκάστου (αμέσου και απώτερου) αυτών και ειδικότερα την άσκηση των ανωτέρω εκτιθέμενων συγκεκριμένων εμφανών υλικών πράξεων του απώτερου δικαιοπαρόχου αλλά και της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας- μητέρας της, με τις οποίες δηλώνονταν η βούλησή της να έχει το ακίνητο δικό της και ότι αυτή (κληρονομούμενη) με τη συμπλήρωση 20ετίας και πλέον, μέχρι το θάνατό της (τουλάχιστον 52 έτη δηλαδή από 1957 έως το 2009) απέκτησε την κυριότητα αυτού (περιγραφόμενου μείζονος ακινήτου με το εντός αυτού επίδικο τμήμα) με έκτακτη χρησικτησία (και παραγώγως με μεταγραμμένη συμβολαιογραφική πράξη, λόγω αγοράς), καθώς και ότι η ίδια η ενάγουσα έγινε κυρία αυτού με παράγωγο τρόπο (κληρονομιά από αληθή κυρία, με συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής, νόμιμα μεταγραμμένης), αλλά και με πρωτότυπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία) ασκώντας τις αναφερόμενες επιμέρους πράξεις νομής στο μείζον ακίνητό εντός του οποίου εμπίπτει το επίδικο τμήμα (όπως ολοκλήρωση υφισταμένων οικοδομών, συντήρηση υφιστάμενου μανδρότοιχου, διαμόρφωση περιβάλλοντος χώρου, κλπ), με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και τον άνω τίτλο κτήσης, προσμετρώντας και το χρόνο χρησικτησίας της αμέσου δικαιοπαρόχού της.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε την αγωγή ορισμένη, έστω με ελλιπή αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο της έφεσης (ότι δηλαδή έπρεπε να την απορρίψει ως αόριστη) είναι αβάσιμα και απορριπτέα.>.
Έτσι που έκρινε και με όσα δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559αρ 1α και 14 ΚΠολΔ και τα αντίθετα υποστηρίζοντες οι πρώτος, δεύτερος κατά το πρώτο σκέλος του και τρίτος λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι. Όσον αφορά, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση από το άρθρου 559αρ1βΚΠοΛΔ είναι απαράδεκτος, ως αόριστος, καθόσον στο αναιρετήριο δεν αναφέρεται ποια συγκεκριμένα διδάγματα της κοινής πείρας παραβιάστηκαν κατά την ερμηνεία των άρθρων 1094,1033,1041,1045,1193,1198 και 1846 ΑΚ. Οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων σχετικά με την έκταση του ακινήτου της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης είναι απαράδεκτες γιατί με αυτές πλήττεται η ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου.
2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, υπό την έννοια της άνω διάταξης νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 3/1997), δηλαδή οι ισχυρισμοί, που κατά το νόμο διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (Ολ.ΑΠ 2/1989). Επομένως, δεν είναι πράγματα με την έννοια αυτή η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, το περιεχόμενο των αποδεικτικών μέσων και τα επιχειρήματα των διαδίκων και του δικαστηρίου ή τα συμπεράσματα αυτών από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 2166/2009). Επίσης ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις, όπως από καταθέσεις μαρτύρων κλπ, έστω και αν δεν διαλαμβάνονται στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή αυτής.
Με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναίρεσης οι αναιρεσείοντες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση για την πλημμέλεια του άρθρου 559αρ 8αΚΠοΛΔ, υποστηρίζοντες ότι “α) ενώ η αναιρεσίβλητη δεν απάντησε στην αμφισβήτησή τους περί ελαττωματικότητας και εικονικότητας των τίτλων της, καθώς και αυτών (τίτλων) των δικαιοπαρόχων της, η προσβαλλόμενη απόφαση απάντησε αυτοβούλως, καθ’ υπέρβαση εξουσίας και ενάντια στις αρχές της δίκαιης δίκης σ’αυτή (την αμφισβήτηση), β) ενώ η αναιρεσίβλητη δεν αναφέρει πράξεις νομής επί του επιδίκου, έρχεται η προσβαλλόμενη απόφαση και δέχεται ότι ο δικαιοπάροχος της μητέρας της και αδελφός της τελευταίας, ενεργούσε, και μετά την πώληση σ’ αυτή για λογαριασμό της πράξεις νομής, γ)ενώ αναφέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ότι το πωληθέν με αγοραπωλητήριο συμβόλαιο στην μητέρα της αναιρεσίβλητης ακίνητο ήταν 995τμ,περαιτέρω δέχεται ότι ο πωλητής θείος της από την αγορά του επίδικου νεμόταν όχι μόνο 995τμ, αλλά 1243,73τμ, από τα οποία, 170τμ, στη συνέχεια ρυμοτομήθηκαν, αν και δεν αποδείχθηκε αυτός ο ισχυρισμός από την ενάγουσα και δ)ενώ η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη στην αγωγή της ισχυρίζεται ότι εντός του επίδικου, είχαν από πολλών ετών κατασκευάσει οι απώτεροι δικαιοπάροχοί της διαχωριστικό μανδρότοιχο, με λιθοδομή στη βάση του και τσιμεντόλιθους στο άνω τμήμα του, ο οποίος εκτείνετο σε ολόκληρο το προς βορρά όριο της ιδιοκτησίας της, από την οδό … μέχρι την οδό …, καθώς και ότι η δικαιοπάροχος μητέρα της είχε, αφενός προβεί σε επίστρωση μπετόν επί του άνω μανδροτοίχου και αφετέρου στις δύο άκρες αυτού (μανδροτοίχου), είχε κατασκευάσει ισάριθμα “πίλαρ”, ήτοι τσιμεντένιες κολώνες οι οποίες αγκαλιάζουν τον μανδρότοιχο στο τελείωμά του, και μάλιστα σε ένα έκαστο εκ των άνω πίλαρ είχε έκτοτε τοποθετήσει και το ρολόι της ΔΕΗ, εκάστης των οικοδομών που ανήγειρε στο ακίνητό τους, πράξεις νομής που έχουν λάβει χώρα από ετών και σε ανύποπτο χρόνο, και ότι ο δικαιοπάροχός της (Σ. Π.) είχε κατασκευάσει τον εν λόγω διαχωριστικό μανδρότοιχο με λιθοδομή στη βάση του και τσιμεντόλιθους στα άνω τμήματά του, πάχους περίπου 0,20 εκ. και ύφους κυμαινομένου από ανατολάς προς δυσμάς από 2,00 μ. έως 1,50 μ., ώστε να εκτείνεται σε ολόκληρο το προς βορρά όριο της ιδιοκτησίας της, από την οδό… μέχρι την οδό …, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι ό μανδρότοιχος είχε χτισθεί σταδιακά από τον Σ. Π. μετά το 1961 και πάντως πριν το 1967μέχρι και προς την οδό …, ενώ το τμήμα του που εκτείνεται στο προς βορρά όριο του ολοκληρώθηκε μεταξύ των ετών 1976-1979.” Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απαράδεκτος, καθόσον, τα προαναφερθέντα περιστατικά δεν αποτελούν <πράγματα>, κατά την έννοια του άρθρου 559αριθ 8α ΚΠοΛΔ, αλλά συμπεράσματα του δικαστηρίου που αντλούνται από την εκτίμηση των αποδείξεων.
3. Κατά το άρθρο 559 αρ.10 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη, δηλαδή, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη ή όταν δεν εκθέτει στην απόφασή του από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη γι` αυτά. Ο λόγος, όμως, αυτός απορρίπτεται ως αβάσιμος,όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του για την ουσία της υπόθεσης με βάση τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται σε αυτή (ΑΠ76/2013). Εξάλλου, ως “πράγματα”, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση και όχι οι ισχυρισμοί που συνιστούν άρνηση της αγωγής ή της ένστασης, ούτε εκείνοι που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 247/2012). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ποιο “πράγμα”, υπό την προαναφερθείσα έννοια, λήφθηκε υπόψη χωρίς απόδειξη και ποια η ουσιώδης επίδρασή του στο διατακτικό (ΑΠ138/2010). Ο ίδιος λόγος δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο, ύστερα από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν με επίκληση, καταλήξει σε, έστω και εσφαλμένη, για τα “πράγματα”, κρίση, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 677/2015).
Με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση από τον αριθ 10 του άρθρου 559 ΚΠοΛΔ,ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο δέχθηκε χωρίς απόδειξη <πράγματα> που έχουν ουσιώδη επίδραση στη δίκη και συγκεκριμένα ότι: α) η αναιρεσίβλητη και οι δικαιοπάροχοί της είναι κύριοι του επιδίκου, έκτασης 1073,73τμ, μετά τη ρυμοτόμηση 170τμ, αν και στα μεταβιβαστικά συμβόλαια, νόμιμα μεταγραμμένα, το επίδικο είναι 995τμ και δεν αποδείχθηκε αυτό από την αναιρεσίβλητη, ούτε προσκομίστηκε σχετικό διάγραμμα, οι δε τίτλοι της είναι ελαττωματικοί και εικονικοί και β)ότι ο μανδρότοιχος κατασκευάστηκε από το θείο της και απώτερο δικαιοπάροχό της μεταξύ των ετών 1961-1967 μέχρι και προς την οδό …, ενώ το τμήμα του σε ολόκληρο το προς βορρά όριο ολοκληρώθηκε μεταξύ των ετών 1976-1979.
Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος, γιατί όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο την επί της ουσίας κρίση του, και δη, ότι οι τίτλοι της αναιρεσίβλητης δεν αποδείχθηκε ότι είναι εικονικοί, καθώς και ότι η αναιρεσίβλητη και οι δικαιοπάροχοί της κατέστησαν κύριοι του όλου ακινήτου έκτασης, μετά τη ρυμοτόμηση του κατά την αγωγή 1073,72τμ και κατά το κτηματολόγιο 1075τμ, στο οποίο (ακίνητο), περιλαμβάνεται και ο επίδικος μαντρότοιχος, με παράγωγο τρόπο και έκτακτη χρησικτησία, κατασκευάζοντας τον κατά ένα μέρος από το 1961-1967 και κατά το υπόλοιπο μεταξύ των ετών 1976-1979, σχημάτισε (όχι χωρίς απόδειξη αλλά), με βάση τα λεπτομερώς αναφερόμενα εκεί αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, Π. Π. και Χ. Γ., που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα 1058/20115 πρακτικά (απομαγνητοφωνημένα), δημόσιας συνεδρίασης αυτού και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις προσκομιζόμενες από αμφότερα τα διάδικα μέρη φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται, καθώς και τις 7276 και 7277/44-1-2011 ένορκες βεβαιώσεις των Π. συζ. Κ. Ρ. και Δ. Α. ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Ο. Κ. Μ. συζ. Δ. Δ., οι οποίες λήφθηκαν, χωρίς να παραστεί ο εναγόμενος, με την επιμέλεια των εναγόντων, ύστερα από νομότυπη κλήτευση των εναγόμενων…, την από 31-3-2010 υπεύθυνη δήλωση της Ε. Σ., την οποία επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα- εκκαλούσα και η οποία παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη ως μαρτυρία τρίτου προσώπου που δόθηκε σε ανύποπτο χρόνο και πριν την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, δηλαδή, πριν την έναρξη της συγκεκριμένης μεταξύ των διαδίκων δίκης και όχι με σκοπό να, χρησιμεύσει σε αυτή.
4. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Για να είναι δε ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει στο αναιρετήριο, πλην της αναφοράς στη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, του προταθέντος ουσιώδους αυτοτελούς ισχυρισμού και των θεμελιούντων αυτόν πραγματικών περιστατικών, το μεν να αναφέρονται οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, το δε να εξειδικεύονται οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 1184/2015). Εκ πλαγίου παραβίαση, κατά την άνω έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19ΚΠολΔ, μπορεί να συντελεστεί και επί των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ειδικότερα, τέτοια παραβίαση υπάρχει α) όταν δεν διευκρινίζεται επαρκώς εάν υπάρχει ή όχι κενό στη δικαιοπραξία, αν το δικαστήριο έχει προβεί στην εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων και αν δεν παραθέτει σαφώς τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών β) όταν η απόφαση περιέχει ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς την εφαρμογή ή όχι των ανωτέρω διατάξεων ουσιαστικού δικαίου και γ) το δικαστήριο έσφαλε κατά την υπαγωγή των δεκτών γενόμενων περιστατικών στην έννοια του νόμου. Τέλος, τα διδάγματα της κοινής πείρας είναι οι ορισμοί και οι αφηρημένες υποθετικές κρίσεις που αντλούνται από την παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας με την βοήθεια των φυσικών επιστημών ή της επαγγελματικής ενασχόλησης και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αορίστων νομικών εννοιών (ΑΠ1532/2013) και δεν αποτελούν κανόνες του ουσιαστικού δικαίου.
Με τον πέμπτο λόγο του αναιρετηρίου, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε εκ πλαγίου (αρθ 559αρ 19ΚΠοΛΔ), τις διατάξεις των άρθρων 138,173,200,1041,1045ΑΚ και τα διδάγματα της κοινής πείρας που αφορούν την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’αυτούς.
Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απαράδεκτος, επειδή στο δικόγραφο της αναίρεσης δεν αναφέρονται, έστω συνοπτικά, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά όλως αποσπασματικά και κατ’ επιλογή των αναιρεσειόντων. Επιπλέον, σχετικά με τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 2000ΑΚ είναι απαράδεκτος εξαιτίας της αοριστίας του γιατί δεν αναγράφεται στο αναιρετήριο ότι το δικαστήριο, ενώ είχε διαπιστώσει αμέσως ή εμμέσως κενό ή αμφιβολία στους επικαλούμενους μεταβιβαστικούς τίτλους των δικαιοπαρόχων της αναιρεσίβλητης, δεν προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες και δεν τους εφάρμοσε. Σε κάθε όμως περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο παραδεκτά επισκοπείται (άρθρ. 561 § 2 ΚΠολΔ), το Εφετείο δεν διαπίστωσε κανένα κενό ή ασάφεια στους προαναφερόμενους τίτλους, ώστε να καταστεί αναγκαία η προσφυγή του στους πιο πάνω ερμηνευτικούς κανόνες. Όσον αφορά, δε, τα διδάγματα της κοινής πείρας ο λόγος αυτός είναι παντελώς αόριστος, καθόσον δεν αναφέρει ποιά είναι τα συγκεκριμένα διδάγματα που παραβιάστηκαν, σε τι συνίσταται η παραβίασή τους και ποιες είναι οι σχετικές παραδοχές της απόφασης, όπου εντοπίζεται η επικαλούμενη παραβίαση.
5. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 9α ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε. Ως “αίτηση” νοείται αυτή, που αποτελεί κεφάλαιο της δίκης, δηλαδή το αίτημα ή η βάση αγωγής, ανταγωγής, κυρίας ή αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ενδίκου μέσου, αντέφεσης, ανακοπής ή τριτανακοπής, ενώ ο όρος “επιδίκασε” σημαίνει, ότι το δικαστήριο αποφάσισε για αίτημα, έστω και με αναγνωριστική διάταξη. Όταν όμως το δικαστήριο της ουσίας, εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προβαίνει στον προσήκοντα κατά νόμο χαρακτηρισμό του αντικειμένου της αγωγής, με βάση το σύνολο των εκτιθέμενων σ`αυτή πραγματικών περιστατικών, ως παραγωγικών του επίδικου δικαιώματος και προσδίδει στην προσβαλλόμενη με την αγωγή έννομη σχέση την αρμόζουσα νομική έννοια, έστω και αν καταλήγει σε νομικό συμπέρασμα διαφορετικό από το προβαλλόμενο από τον ενάγοντα, από τις σχετικές απόψεις του οποίου δεν δεσμεύεται, δεν επιδικάζει κάτι που δεν ζητήθηκε, ώστε να δημιουργείται λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 9 του άρθρου 559ΚΠοΛΔ, αλλά υπάγει απλά στον αρμόζοντα κανόνα δικαίου τα προταθέντα από τον ενάγοντα πραγματικά περιστατικά (ΑΠ1487/2005). Εξάλλου, κατά την επικρατήσασα γνώμη, στην περίπτωση που το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν έννομο συμφέρον, να προτείνει το σχετικό λόγο αναίρεσης έχει ο αντίδικος του διαδίκου που έχει υποβάλλει το σχετικό αίτημα, αφού αυτός βλάπτεται από το αντίστοιχο σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας, ενώ στην περίπτωση της άφεσης αίτησης αδίκαστης το σφάλμα μπορεί να προτείνει μόνο ο διάδικος του οποίου έμεινε αδίκαστη η αίτηση και όχι ο αντίδικός του, ο οποίος δεν έχει έννομο προς τούτο συμφέρον.
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον έκτο λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες -εναγόμενοι προβάλλουν την αιτίαση από τον αριθ 9α του άρθρου 559ΚΠοΛΔ, υποστηρίζοντας ότι το Εφετείο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε :α) γιατί, “ενώ η αναιρεσίβλητη -ενάγουσα ζήτησε με την αγωγή της να αναγνωριστεί κυρία του επίδικου μανδότοιχου, δηλαδή, εδαφικού τμήματος μήκους 21,80τμ και πλάτους περίπου 0,40εκ,κείμενου κατά μήκος του βορειοδυτικού ορίου της ιδιοκτησίας της και να της αποδοθεί η νομή του από τους εναγόμενους και δεν ζήτησε την απόδοση του (επίδικου μανδρότοιχου), οπότε, πρόκειται για αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή, το Εφετείο δέχθηκε, ότι αυτή (ενάγουσα), ζήτησε να αναγνωριστεί κυρία του επίδικου οικοπεδικού τμήματος και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της το αποδώσουν και β) στη συνέχεια το Εφετείο εξειδικεύει το δήθεν καταπατηθέν εδαφικό τμήμα και ορίζει όρια και διαστάσεις με σημείο αναφοράς το “πιλάρ”, άνευ δικαιοδοσίας, χωρίς η ενάγουσα να έχει προβεί σε κάποια αναφορά.” Ο λόγος αυτός, ως προς το υπό στοιχ α σκέλος του, κατά την επικρατήσασα γνώμη, είναι απαράδεκτος γιατί δεν αποτελεί <αίτημα> ο νομικός χαρακτηρισμός, που έδωσαν οι διάδικοι, αν το δικαστήριο, με βάση τα εκτιθέμενα, στην αγωγή, πραγματικά περιστατικά, προσέδωσε στην προβαλλόμενη με αυτή έννομη σχέση την αρμόζουσα νομική έννοια, έστω και αν κατέληξε σε διαφορετικό νομικό συμπέρασμα από αυτό που επικαλείται ο ενάγων. Ένα μέλος όμως του δικαστηρίου, η Αρεοπαγίτης Αναστασία Περιστεράκη, είχε την γνώμη ότι “αυτός ο αναιρετικός λόγος έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτος, επειδή, προκειμένου να ιδρυθεί ο από τον αριθ 9α του άρθρου 559ΚΠοΛΔ αναιρετικός λόγος πρέπει το δικαστήριο να επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε από τον αναιρεσείοντα και όχι από τον αναιρεσίβλητο (ΑΠ1206/2019, ΑΠ582/2018). Με τον άνω λόγο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση, ότι το Εφετείο επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν, γιατί ενώ η αναιρεσίβλητη (και όχι οι αναιρεσείοντες) ζήτησε με την αγωγή της την αναγνώριση της κυριότητάς της επί του επίδικου μανδρότοιχου το Εφετείο δέχθηκε ότι ζήτησε και την απόδοσή του. Έτσι όμως προβαλλόμενος, ο λόγος αυτός αναίρεσης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.” Όσον αφορά το υπό στοιχ β σκέλος του άνω αναιρετικού λόγου, αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί τα αναφερόμενα περιστατικά δεν συνιστούν <αίτηση>, κατά την έννοια του αριθ 9 του άρθρου 559ΚΠοΛΔ. 6. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρ. 281 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη η πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ` αυτού ή ότι αυτό δεν πρόκειται ν` ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί καταρχήν να καταστήσει καταχρηστική την επιγενόμενη άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια, συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται κυρίως με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος μεταβάλλοντας την στάση του επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της καταστάσεως που έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται από την επιχειρούμενη ανατροπή αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο καταστάσεις, αλλά αρκεί να επέρχονται δυσμενείς (επαχθείς) απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεις, στην περίπτωση, δε, αυτήν η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη (ΟλΑΠ33/2005, Ολ. ΑΠ 7/2002). Κατά, δε, το άρθρο 559 αρ. 1ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης, και όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε ευθέως κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, ενώ η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνα δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’αυτούς . Ειδικότερα, το δικαστήριο παραβιάζει τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, όταν, καίτοι ανελέγκτως διαπιστώνει έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων και εντεύθεν την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας αυτών, παραλείψει να προσφύγει, για τη συμπλήρωση ή ερμηνεία τους, στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200ΑΚ, που ορίζουν η πρώτη ότι κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και η δεύτερη ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη ή προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών, και στη συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, καίτοι δέχεται, επίσης ανελέγκτως, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας (ΑΠ 2197/2007). Για να είναι δε ορισμένος ο λόγος αναίρεσης για παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200ΑΚ πρέπει να αναγράφεται στο αναιρετήριο, ότι το δικαστήριο της ουσίας, ενώ είχε διαπιστώσει αμέσως ή εμμέσως την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας, δεν προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες ή καίτοι δεν είχε διαπιστώσει κενό, παρά ταύτα προσέφυγε στους ανωτέρω ερμηνευτικούς κανόνες, αλλιώς είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί. (ΑΠ1350/2018). Περαιτέρω, για το ορισμένο του λόγου αναίρεσης από τον αριθ 1 του άρθρου 559ΚΠοΛΔ, θα πρέπει να αναφέρονται οι διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκαν ευθέως και οι παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας (ΟΛΑΠ1/2016). Μάλιστα δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης κατ` επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλομένη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα (ΟλΑΠ 28/1998).
Στην προκείμενη περίπτωση με τον τελευταίο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως (άρθ 559αρ1ΚΠοΛΔ) τις διατάξεις των άρθρων 281,173,200ΑΚ .
Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απαράδεκτος καθόσον: α)δεν αναφέρονται ούτε συνοπτικά οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με το ζήτημα της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και β)δεν αναφέρεται αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή των άρθρων 173 και 200ΑΚ. Οι λοιπές αιτιάσεις με τις οποίες οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι “δεν υπέστη ζημία η αναιρεσίβλητη, ούτε προσβολή της ιδιοκτησίας της, αλλά αντιθέτως την ισχυροποίησε και την μεγάλωσε με το 7/2010 διάγραμμα εφαρμογής και απολαμβάνει την ιδιοκτησία της, ενώ οι ίδιοι στερήθηκαν δόλια και παράνομα την κάρπωση της ιδιοκτησίας τους, με τη δημιουργία αστικής διαφοράς εκ του μη όντος, καθόσον αυτή υποστήριξε ότι παραβίασαν την ιδιοκτησία της, ενώ κάτι τέτοιο δεν συνέβη και η ίδια δέχθηκε να ληφθούν μέτρα ασφαλείας στο οικόπεδό της, ενόψει της κατεδάφισης του μανδρότοιχου” είναι απαράδεκτες, γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Εφετείου. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αναίρεση, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθ 495παρ 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, λόγω της ήττας τους (αρθ 176,183,191παρ 2ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14-9-2019αίτηση αναίρεσης των Ε. Μ., Π. Χ., Ν. Μ., Κ. Μ. και Α.-Π. Μ. κατά της 4344/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
και ταύτης καθώς και των αρχαιοτέρων Αρεοπαγιτών αποχωρησάντων από την Υπηρεσία, η αμέσως αρχαιότερη της συνθέσεως Αρεοπαγίτης
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 23 Ιουλίου 2021.
O ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ