[ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ (ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΚΩΝ) ΔΙΑΦΟΡΩΝ]
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα, Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας, …………. η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Κυριακής Μπαλτά, με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Των εφεσιβλήτων : 1) …………, 2) …………. ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία «………» και τον διακριτικό τίτλο «………», που προήλθε από τη συγχώνευση των εταιρειών με την επωνυμία «……» και «………..», νομίμως εκπροσωπούμενης, 3) ………… ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», νομίμως εκπροσωπούμενης, οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους, Νίκης-Ευαγγελίας Μαραγκουδάκη, με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 1-12-2020 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./1-12-2020) αγωγή, η οποία ζήτησε να γίνει δεκτή.
Επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 2336/2022 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα με την από 12-10-2022 (με αριθ. εκθ. καταθ. …………./19-10-2022) έφεσή της, η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξουσίες δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίστηκαν αλλά παραστάθηκαν με δήλωσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011 – Φ Ε.Κ. Α` 165/25.07.2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), η από 12-10-2022 (με αριθ. εκθ. καταθ. …………./19-10-2022) έφεση της ενάγουσας, ως ολικώς ηττηθείσας πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 2336/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (για ζημίες από αυτοκίνητα), αντιμωλία των διαδίκων, και απέρριψε στο σύνολό της την από 1-12-2020 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/1-12-2020) αγωγή της κατά τον εναγομένων, περί αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης συνεπεία τροχαίου ατυχήματος. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα [άρθρα 495 § 4, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517, 518 § 2, όπως η τελευταία αυτή διάταξη αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015) και 520 § 1 του ΚΠολΔ], δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (19-7-2022), δεδομένου ότι ουδείς εκ των διαδίκων επικαλείται ότι έχει λάβει χώρα επίδοσή της, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο κατά την άσκησή της (υπ’αριθμ. …………… e-παράβολο και από 13-10-2022 αποδεικτικό πληρωμής της Τράπεζας Eurobank). Επομένως, πρέπει, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 του ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα ισχυρίστηκε με την αγωγή της, ότι ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας το υπ’αριθμ. κυκλοφορίας ……………. αστικό λεωφορείο, ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης, που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην τρίτη εναγομένη, και στο οποίο επέβαινε και η ίδια, προκάλεσε από υπαιτιότητά του (αμέλεια) αυτοκινητικό ατύχημα, στον τόπο, κατά τον χρόνο και με τις ειδικότερα εκτιθέμενες συνθήκες, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό της. Ακολούθως, κατόπιν τροπής του αιτήματός της εν μέρει σε αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της στο ακροατήριο που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ζητούσε να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι της οφείλουν εις ολόκληρον το ποσό των 16.979,33 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη και των 25.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη, συνεπεία του ατυχήματος και να αναγνωριστεί ότι της οφείλουν για την ίδια αυτή αιτία το ποσό των 25.000 ευρώ επιπλέον, με τον νόμιμο τόκο επιδικίας, από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση.
Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία η αγωγή κρίθηκε ως ορισμένη και νόμιμη και ακολούθως απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Κατά της οριστικής αυτής απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα με την έφεσή της και τους ειδικότερους λόγους που εκθέτει σε αυτήν και ανάγονται στο σύνολό τους σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της, με σκοπό να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή της.
Από την εκτίμηση της χωρίς όρκο εξέτασης του πρώτου εναγομένου, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, που τηρήθηκαν με τη μέθοδο της φωνοληψίας και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας, καθώς και οι μηχανικές απεικονίσεις (ακτινογραφίες) που προσκομίζει η εκκαλούσα και οι φωτογραφίες, που προσκομίζουν αμφότερες οι διάδικες πλευρές, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), την υπ’ αριθμ. ………/18-10-2021 ένορκη βεβαίωση της …………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που ελήφθη με επιμέλεια της ενάγουσας, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη, κατ’άρθρο 421 του ΚΠολΔ, κλήτευση των εναγομένων (σχετ. οι υπ’αριθμ. …, …. και ……/12-10-2021 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών), λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Στις 18-6-2020 και περί ώρα 20.06, ο πρώτος εναγόμενος και ήδη πρώτος εφεσίβλητος, οδηγώντας το υπ’αριθμ. κυκλοφορίας ………… ΔΧ αστικό λεωφορείο, ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης, που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην τρίτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, ήδη δεύτερη και τρίτη εφεσίβλητη, αντίστοιχα, εκτελώντας την κυκλική διαδρομή ……….. της γραμμής …., κινείτο στην οδό ………. στον Πειραιά, η οποία είναι μονής κατεύθυνσης και διέκοψε την πορεία του στην εκεί ευρισκόμενη στάση με την ονομασία «πλατεία Καραϊσκάκη», απ’όπου και επιβιβάστηκε η ενάγουσα κρατώντας στα χέρια της σακούλες με ψώνια. Αμέσως μετά το λεωφορείο κινήθηκε προς τα αριστερά προκειμένου να συνεχίσει την πορεία του προς την Ακτή Μιαούλη, και εκείνη τη στιγμή ο πρώτος εναγόμενος αντιλαμβανόμενος την αιφνίδια κίνηση νεαρής γυναίκας στο οδόστρωμα από τα δεξιά προς τα αριστερά, σε σχέση με την πορεία του, από απόσταση 2-3 μέτρων, αναγκάστηκε να ενεργοποιήσει απότομα και όχι σταδιακά το σύστημα πέδησης του λεωφορείου, το οποίο άλλωστε δεν είναι ασύνηθες στην κυκλοφορία των λεωφορείων εντός πόλεως, προκειμένου να αποφύγει την παράσυρση της πεζής. Πράγματι, η ακινητοποίηση του λεωφορείου ήταν άμεση, γεγονός στο οποίο συνέβαλε η μικρή ταχύτητά του, αφενός διότι, έχοντας διακόψει αμέσως πριν την πορεία του δεν είχε προλάβει να αναπτύξει ταχύτητα και αφετέρου διότι υπήρχε πυκνή κυκλοφορία οχημάτων, όπως καταγράφεται και στην έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος που συνέταξαν τα επιληφθέντα αμέσως μετά αστυνομικά όργανα του Α΄Τ.Τ Πειραιώς. Η ενάγουσα εκείνη τη στιγμή, είχε απλώσει το χέρι της για να ακυρώσει το εισιτήριό της και εξαιτίας της αιφνίδιας ακινητοποίησης του λεωφορείου, έχασε την ισορροπία της, έπεσε στο δάπεδό του και τραυματίστηκε. Η ίδια ισχυρίζεται ότι η πτώση της εντός του λεωφορείου οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα (αμέλεια) του πρώτου εναγομένου, συνιστάμενη στην παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ.1, 13 παρ.5 και 24 του ισχύοντος Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας εκ μέρους του, δηλαδή στο ότι όφειλε αλλά δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, αποφεύγοντας οποιαδήποτε συμπεριφορά θα μπορούσε να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα, δεν έλαβε μέτρα για την παθητική ασφάλειά της ως επιβάτη και τέλος τροχοπέδησε απότομα, χωρίς αυτό να επιβάλλεται από λόγους ασφαλείας. Οι ισχυρισμοί της αυτοί, όμως, στερούνται βασιμότητας αφού δεν επιβεβαιώνονται από τα υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα. Η ίδια στην από 6-9-2020 ένορκη εξέτασή της ενώπιον ανακριτικών υπαλλήλων, όπως και η εξετασθείσα με επιμέλειά της ενώπιον Ειρηνοδίκη μάρτυρας, ουδέν κατέθεσαν περί των συνθηκών, υπό τις οποίες έλαβε χώρα ο τραυματισμός της. Αντιθέτως, ο πρώτος εναγόμενος, ήδη στην από 23-6-2020 υπεύθυνη δήλωσή του-αναγγελία του προς την τρίτη εναγομένη, έκανε συνοπτικά λόγο για την προσπάθεια αποφυγής πεζής που εισήλθε αιφνίδια στην πορεία του και την ελλιπή στήριξη της ενάγουσας εντός του λεωφορείου, ενώ την εκδοχή αυτή, ελλείψει μάλιστα και καταγεγραμμένων αυτοπτών μαρτύρων, αποτύπωσε πιο αναλυτικά και στο από 14-10-2020 απολογητικό του υπόμνημα, απολογούμενος για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του. Απολύτως συνεπής προς τα όσα εξ αρχής ισχυρίστηκε και χωρίς αντιφάσεις υπήρξε και κατά την ενώπιον του ακροατηρίου χωρίς όρκο εξέτασή του, όπου εκεί εξέθεσε αναλυτικά τις συνθήκες του τραυματισμού της ενάγουσας, χωρίς να τις μεταβάλλει κατά τα ουσιώδη στοιχεία τους. Έτσι και αντίθετα προς τις αιτιάσεις της ενάγουσας, το γεγονός ότι ο ίδιος έκανε απότομη χρήση του συστήματος πέδησης ενισχύει την κρίση του Δικαστηρίου περί έλλειψης υπαιτιότητάς του, ως προς την επέλευση του ατυχήματος και τον τραυματισμό της ενάγουσας, διότι υποδηλώνει ότι αυτός είχε πράγματι τεταμένη την προσοχή του και τον πλήρη έλεγχο του οχήματος που οδηγούσε. Με την παραδοχή, επίσης, ότι η τροχοπέδηση ήταν απότομη αλλά όχι παρατεταμένη διότι το λεωφορείο ακινητοποιήθηκε σχεδόν αμέσως, διανύοντας μικρή απόσταση 1-2 μέτρων, όπως δήλωσε ο πρώτος εναγόμενος, γεγονός που συνάδει με τη μικρή ταχύτητά του, καταδεικνύει την μη επαρκή στήριξη της ενάγουσας από σταθερό σημείο. Είτε δηλαδή αυτή επιχείρησε να ακυρώσει το εισιτήριο κρατώντας στα δυό της-ή και στο ένα- χέρια σακούλες με ψώνια, όπως ισχυρίστηκε ο πρώτος εναγόμενος επικαλούμενος δήλωσή της προς αυτόν, είτε η τελευταία είχε αφήσει τις σακούλες στο δάπεδο, όπως ισχυρίστηκε, αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος ότι δεν έκανε χρήση των χειρολαβών ούτε στηριζόταν σε κάποιο σταθερό σημείο, διότι σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα συνέβαινε η πτώση της εντός του λεωφορείου. Επομένως, ο τραυματισμός της δεν μπορεί να αποδοθεί σε υπαιτιότητα (αμέλεια) του πρώτου εναγομένου, ο οποίος κινείτο με μικρή ταχύτητα και δικαιολογημένα προέβη σε απότομη τροχοπέδηση του λεωφορείου, η οποία ήταν η μόνη δυνατή και ενδεδειγμένη ενέργεια στην οποία θα προέβαινε και οποιοσδήποτε άλλος μέσος συνετός επαγγελματίας οδηγός ευρισκόμενος υπό τις ίδιες με αυτόν συνθήκες, δηλαδή προ του ενδεχομένου της παράσυρσης πεζού, αλλά της ιδίας, η οποία δεν επέδειξε την επιμέλεια που όφειλε και μπορούσε ως μέση συνετή επιβάτιδα αστικού λεωφορείου. Άλλωστε, η επιβαλλόμενη επιμελής συμπεριφορά του οδηγού ενός μέσου μαζικής μεταφοράς, δεν μπορεί να φτάσει μέχρι του σημείου να έχει αυτός ανά πάσα στιγμή εποπτεία όλων των ενηλίκων επιβατών, πέραν της στιγμής της αποβίβασης και επιβίβασης, γιατί αυτός θα πρέπει να έχει στραμμένη την προσοχή του πρωτίστως στην οδήγηση του οχήματος. Συνεπώς, μη στοιχειοθετούμενης υπαιτιότητας του πρώτου εναγομένου, δεν γεννάται αξίωση της ενάγουσας προς αποζημίωσής της για τη ζημία και την ηθική της βλάβη, συνεπεία του τραυματισμού της. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας στην ίδια κρίση, με ορθή αιτιολογία που απλώς συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο πρώτος και δεύτερος λόγος της έφεσης, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.
Τέλος, με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της, η εκκαλούσα πλήττει την εκκαλουμένη, ως προς τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, ισχυριζόμενη ότι το επιδικασθέν για την αιτία αυτή ποσό είναι υπερβολικό. Ο λόγος αυτός παραδεκτά προβάλλεται, κατ` άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού με την ένδικη έφεση προσβάλλεται ταυτόχρονα και η ουσία της υπόθεσης [ΕφΠατρ (Μον) 104/2021, ΕφΑιγ (Μον) 84/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Περαιτέρω, με δεδομένο ότι ο καθορισμός της αμοιβής των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων γίνεται με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης (άρθρο 63 του ν.4194/3013), που είναι χρηματική απαίτηση στην κρινόμενη περίπτωση, η αποδοτέα στους εναγομένους αμοιβή της πληρεξουσίας δικηγόρου τους, για τη σύνταξη των (κοινών) προτάσεών τους, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ανερχόταν στο ποσό των 1.340 (66.979,33 Χ 2 %) [άρθρα 58 παρ.3, 68 παρ.1 και 63 παρ.1 περ. i αρ. α΄ του ν. 4194/2013 (κώδικα Δικηγόρων)], ευρώ, κατόπιν στρογγυλοποίησης, που υπολείπεται του επιδικασθέντος, μη συνυπολογιζομένης μάλιστα της αμοιβής για την παράσταση αυτής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθορίζοντας το ποσό των επιδικασθέντων υπέρ των εναγομένων δικαστικών εξόδων στο ποσό των 1.300 ευρώ, προέβη σε ορθό υπολογισμό τους, του παρόντος Δικαστηρίου μη δυνάμενου να τα προσδιορίσει σε υψηλότερο ποσό, λόγω της αρχής της μη χειροτέρευσης του εκκαλούντος, και ως εκ τούτου πρέπει ο άνω λόγος να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Κατ’ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που η εκκαλούσα κατέθεσε κατά την άσκησή της, στο δημόσιο ταμείο, λόγω της ήττας της (άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε΄του ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, σε βάρος της, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183, 189, 191 § 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με 63 § 1iα), 68 § 1 και 69 § § 1,2 και παράρτημα Β΄ υπ’άρθρο 166 του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 12-10-2022 (με αριθ. εκθ. καταθ. ………../19-10-2022) έφεση της ενάγουσας, κατά της υπ’αριθμ. 2336/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αυτήν.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατέθεσε εκκαλούσα κατά την άσκησή της.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας, τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα (2.850) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 29-5-2023.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ