ΕΝΟΡΚΕΣ ΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ – ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΜΕΣΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ – ΒΡΑΔΥΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΩΡΑ ΠΡΟΣΕΛΕΥΣΗΣ. Η ένορκη βεβαίωση, όπως ίσχυε πριν την έναρξη εφαρμογής του ν. 4335/2015, δίνεται στην ώρα που αναγράφεται στην κλήση προς τον αντίδικο, με ανοχή εύλογης αναμονής 15` λεπτών από την ορισθείσα ώρα έναρξης, εκτός αν εμφιλοχωρεί άλλη υπηρεσιακή απασχόληση του ειρηνοδίκη ή του συμβολαιογράφου, το πέρας της οποίας πρέπει να αναμένει ο κλητευθείς. Το γεγονός δε αυτό, δηλαδή η καθυστέρηση λήψεως της ένορκης βεβαίωσης λόγω μεσολαβήσεως άλλης υπηρεσιακής απασχόλησης των ανωτέρω αρχών, πρέπει να μνημονεύεται στην ένορκη βεβαίωση. Αν ο διάδικος που επιμελείται για τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης και ο μάρτυρας που προτείνει για εξέταση, από λόγους που αφορούν τους ιδίους, προσήλθαν στον ειρηνοδίκη ή στο συμβολαιογράφο με καθυστέρηση πέραν του ανωτέρω χρόνου (15′ λεπτά μετά την ορισθείσα ώρα), η ένορκη βεβαίωση που λαμβάνεται ερήμην του κλητευθέντος αντιδίκου του επιμελουμένου για αυτήν διαδίκου, δεν αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο κατά την έννοια του νόμου. Εν προκειμένω, οι επίμαχες ένορκες βεβαιώσεις, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό τους, στις 17.55, 17.50, 17.45 και 17.50, αντίστοιχα, ερήμην της ενάγουσας και όχι τη 17η ώρα που αναγράφονταν στην επιδοθείσα προς την τελευταία κλήση γνωστοποίησης εξέτασης μάρτυρος και αναφέρονταν στην εξώδικη γνωστοποίηση, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται στις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις ότι η καθυστέρηση πέραν του ανεκτού 15λεπτου οφείλεται σε εμφιλοχωρήσασα υπηρεσιακή απασχόληση της Συμβολαιογράφου, αλλά αντίθετα ότι η καθυστέρηση της λήψης αυτών οφείλεται στο γεγονός ότι η τελευταία ανέμενε την έλευση των τεσσάρων ως άνω μαρτύρων ανταπόδειξης. Επομένως, οι ως άνω ένορκες βεβαιώσει αποτελούν απαράδεκτο μέσο απόδειξης, διότι η σημειωθείσα καθυστέρηση της σύνταξής τους δεν οφείλεται σε άλλη απασχόληση της συμβολαιογράφου, αλλά στη βραδύτητα προσέλευσης των μαρτύρων, από λόγους που αφορούν τους ίδιους. Αναιρεί υπ’ αριθ. 1615/2020 Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (671 παρ. 1, 559 αρ. 11α΄ ΚΠολΔ).
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση και Τριανταφυλλιά Πατρώνα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 21η Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Τ. του Η., κατοίκου …, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιδομενέα Γκίκα, ο οποίος αφού ζήτησε και έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, δήλωσε ότι παραιτείται από τον τέταρτο λόγο του από 23-3-2020 κύριου αναιρετηρίου, από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσίβλητων:1) ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “….”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο …, 2) Ε. Σ. του Κ. και 3) Σ. Κ. του Κ., κατοίκων …, που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Τζίφα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-11-2008 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 2192/2018 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1615/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 23-3-2020 αίτηση και τους από 27-1-2021 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 23.3.2 2936/332/3.6.2020 αίτηση αναίρεσης και από 27.1.2021 και αριθ. κατάθ. 16/2.2.2021 πρόσθετους λόγους προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ’ αριθ. 1615/2020 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που δέχτηκε τυπικά και ουσιαστικά την από 12.12.2018 και αριθ. κατάθ. 116974/8282/13.12.2018 έφεση των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων κατά της υπ’ αριθ. 2192/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εξαφάνισε, κράτησε και δίκασε την από 6.11.2008 και με αριθ. κατάθ. 211221/5310/18.11.2008 αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας κατά των εναγομένων, την οποίαν και απέρριψε κατ’ ουσίαν. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ). Παραδεκτοί εξάλλου, είναι και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, οι οποίοι ασκήθηκαν εμπρόθεσμα με ιδιαίτερο δικόγραφο, που επιδόθηκε νόμιμα στους αναιρεσίβλητους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 569 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Πρέπει, επομένως, τα ανωτέρω δικόγραφα της αναίρεσης και των πρόσθετων αυτής λόγων να συνεκδικαστούν (άρθρα 246, 573 παρ.1, 569 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Από τη διάταξη του άρθρου 671 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.( όπως ίσχυε πριν την έναρξη εφαρμογής του ν. 4335/2015, καθόσον στην ένδικη υπόθεση πρόκειται για ένορκες βεβαιώσεις ληφθείσες πριν την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού), κατά την οποία στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών λαμβάνονται υπόψη ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου μόνον αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 116 του ίδιου Κώδικα, που επιβάλλει την τήρηση των κανόνων της καλής πίστης κατά την επιχείρηση των διαδικαστικών πράξεων, συνάγεται ότι η ένορκη βεβαίωση δίνεται στην ώρα που αναγράφεται στην κλήση προς τον αντίδικο, με ανοχή εύλογης αναμονής 15` λεπτών από την ορισθείσα ώρα έναρξης, εκτός αν εμφιλοχωρεί άλλη υπηρεσιακή απασχόληση του ειρηνοδίκη ή του συμβολαιογράφου, το πέρας της οποίας πρέπει να αναμένει ο κλητευθείς. Το γεγονός δε αυτό, δηλαδή η καθυστέρηση λήψεως της ένορκης βεβαίωσης λόγω μεσολαβήσεως άλλης υπηρεσιακής απασχόλησης των ανωτέρω αρχών, πρέπει να μνημονεύεται στην ένορκη βεβαίωση.
Αν ο διάδικος που επιμελείται για τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης και ο μάρτυρας που προτείνει για εξέταση, από λόγους που αφορούν τους ιδίους, προσήλθαν στον ειρηνοδίκη ή στο συμβολαιογράφο με καθυστέρηση πέραν του ανωτέρω χρόνου (15′ λεπτά μετά την ορισθείσα ώρα), η ένορκη βεβαίωση που λαμβάνεται ερήμην του κλητευθέντος αντιδίκου του επιμελουμένου για αυτήν διαδίκου, δεν αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο κατά την έννοια του νόμου (άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ) και το δικαστήριο που λαμβάνει υπόψη την ένορκη αυτή βεβαίωση υποπίπτει στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 11 του ΚΠολΔ. Το μη νόμιμο αυτό αποδεικτικό μέσο και αυτεπαγγέλτως δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο, ανεξάρτητα από το αν έχει επέλθει βλάβη στον μη εμφανισθέντα αντίδικο (ΟλΑΠ 20/2004, ΑΠ 453/2019, 1150/2007, 115/2006, 1709/2005).
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, που δίκασε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, έλαβε υπόψη, εκτός των άλλων αποδεικτικών μέσων και τις με αριθμούς: α) 2968, 2969, 2970 και 2971/15.10.2009 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων: α) Κ. Ι., β) Μ. Ι., γ) Δ. Μ. και γ) Μ. Ν., αντίστοιχα, οι οποίες δόθηκαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Άννας Παγκράτη με την επιμέλεια των αναιρεσιβλήτων, ερήμην της αναιρεσείουσας. Από το περιεχόμενο των διαδικαστικών εγγράφων, τα οποία επισκοπεί ο Άρειος Πάγος κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, και συγκεκριμένα: 1) της από 8.10.2009 γνωστοποίησης εξέτασης μαρτύρων και κλήσεως για παράσταση κατ` αυτήν της αναιρεσείουσας, 2) της υπ’ αριθ. 4942Β’/13.10.2009 εκθέσεως επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ε. Π. και 3) των ανωτέρω τεσσάρων (4) ενόρκων βεβαιώσεων, προκύπτουν τα εξής:
Οι αναιρεσίβλητοι επέδωσαν στις 13.10.2009 στην αναιρεσείουσα την προαναφερθείσα από 8.10.2009 γνωστοποίηση – κλήση, με την οποίαν της γνωστοποίησαν ότι στις 15 Οκτωβρίου 2009, ημέρα Πέμπτη και ώρα 17.00 μ.μ., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Άννας Παγκράτη (Ακαδημίας αριθ. 84- 7ος όροφος) θα εξετάσουν μάρτυρες επί των θεμάτων της ένδικης αγωγής της, κάλεσαν δε την αναιρεσείουσα όπως παραστεί κατά την εξέταση των μαρτύρων στους παραπάνω τόπο και χρόνο. Κατά την ημέρα αυτή δόθηκαν οι προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό τους, στις 17.55, 17.50, 17.45 και 17.50, αντίστοιχα, ερήμην της ενάγουσας και όχι τη 17η ώρα που αναγράφονταν στην επιδοθείσα προς την τελευταία κλήση γνωστοποίησης εξέτασης μάρτυρος και αναφέρονταν στην από 8.10.2009 εξώδικη γνωστοποίηση, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται στις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις ότι η καθυστέρηση πέραν του ανεκτού 15λεπτου οφείλεται σε εμφιλοχωρήσασα υπηρεσιακή απασχόληση της Συμβολαιογράφου, αλλά αντίθετα ότι η καθυστέρηση της λήψης αυτών οφείλεται στο γεγονός ότι η τελευταία ανέμενε την έλευση των τεσσάρων ως άνω μαρτύρων ανταπόδειξης.
Επομένως, οι ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, αποτελούν απαράδεκτο μέσο απόδειξης, διότι η σημειωθείσα καθυστέρηση της σύνταξής τους δεν οφείλεται σε άλλη απασχόληση της συμβολαιογράφου, αλλά στη βραδύτητα προσέλευσης των μαρτύρων, από λόγους που αφορούν τους ίδιους.
Το εν λόγω απαράδεκτο είχε επικαλεσθεί η αναιρεσείουσα με τις προτάσεις της ενώπιον του Εφετείου.
Συνεπώς, το Εφετείο, που έλαβε υπόψη τις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.11α’ του ΚΠολΔ.
Πρέπει, επομένως να γίνει δεκτός, ως βάσιμος, ο πρώτος λόγος της αίτησης, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την ουσιαστική έρευνα των λοιπών λόγων της αίτησης, καθώς και του πρόσθετου λόγου αυτής, να αναιρεθεί εν όλω η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου είναι εφικτή η συγκρότηση από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Τέλος, οι αναιρεσίβλητοι, λόγω της ήττας τους, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’ αριθ. 1615/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσίβλητους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Δεκεμβρίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Ιουλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ