ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 22ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Αριθμός 5277/2023
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Μαρτίου 2022, με δικαστή τον Ευγένιο Τσινούκα, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα την Ιωάννα Παπαευθυμίου, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 13.11.2019,
των: 1) …., κατοίκου Αθηνών οδ. …. και 2) …., κατοίκου …. Αττικής οδ. …., οι οποίοι παραστάθηκαν, με την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Ελευθερία-Φρειδερίκη Καζάνη που υπέβαλε δήλωση κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., χωρίς να εμφανισθεί στο ακροατήριο,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, και παραστάθηκε με τον δικαστικό πληρεξούσιο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικόλαο Δημητρακόπουλο, που υπέβαλε δήλωση κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., χωρίς να εμφανισθεί στο ακροατήριο.
Το Δικαστήριο αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε δικαστικό ένσημο ποσού 423,68 ευρώ (σχ. το με αρ. …. e-παράβολο), ζητείται να υποχρεωθεί το εναγόμενο, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να καταβάλει νομιμοτόκως σε κάθε έναν από τους ενάγοντες α. το ποσό των 10.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν από παράνομες ενέργειες οργάνων του Ελληνικού Δημόσιου και συγκριμένα από τον παράνομο ξυλοδαρμό τους από αστυνομικά όργανα την 13.11.2014 και β. το ποσό των 5.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν λόγω μη ανεύρεσης των υπαίτιων του τραυματισμού τους εξαιτίας παράνομων παραλείψεων των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών των αρμοδίων πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων κατά την διερεύνηση της υπόθεσης μετά από έγκλησή τους.
2. Επειδή, στο άρθρο 124 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζεται ότι : « 1. Περισσότερα ένδικα βοηθήματα ή μέσα μπορούν να σωρευθούν, κυρίως ή επικουρικώς, στο ίδιο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο αν συντρέχουν, ως προς αυτά, οι προϋποθέσεις του άρθρου 122, το οποίο και εφαρμόζεται αναλόγως. 2. Οι διατάξεις για την ομοδικία έχουν και στην περίπτωση αυτήν ανάλογη εφαρμογή.».
3. Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α΄ 164 – Εισ.Ν.Α.Κ.) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών». Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού επιδιώκεται η αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας και η ικανοποίηση ηθικής βλάβης που προκαλούνται από πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες οργάνων του Δημοσίου, όταν αυτές κρίνονται παράνομες από τον δικαστή της αγωγής αποζημίωσης. Εξάλλου, σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., το δικαστήριο της ουσίας δύναται, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα , αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει στον αμέσως ζημιωθέντα χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο ποσό αυτής, εάν κρίνει ότι επήλθε ηθική βλάβη, με σκοπό την ηθική παρηγορία και ψυχική ανακούφισή του (βλ. ΣτΕ 764, 762, 465/2021, 1774/2020, 842/2019, 596/2017, 744/2016, 1190/2014 κ.ά.).
4. Επειδή, το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ορίζοντας ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε, παραλλήλως, και διάταξη στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, παράνομες ή ακόμη και νόμιμες υπό προϋποθέσεις. Τούτο, διότι η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από τη δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη, αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος, στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία. Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διάταξης αυτής υπό την ως άνω έννοια, όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσης οποιουδήποτε οργάνου του Κράτους, άρα και εκείνης των οργάνων τα οποία είναι ενταγμένα στην δικαστική λειτουργία. Αποκλεισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου στην τελευταία περίπτωση δεν συνάγεται από την περί αγωγών κακοδικίας διάταξη του άρθρου 99 του Συντάγματος, διότι η προσωπική ευθύνη οργάνου του Δημοσίου δεν αποκλείει αναγκαίως την ευθύνη του τελευταίου (του Δημοσίου), σκοπός δε της διάταξης αυτής είναι η προστασία του κύρους της Δικαιοσύνης με ανάθεση σε ειδικό δικαστήριο του έργου της διάγνωσης της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών από την άσκηση των καθηκόντων τους. Επομένως, κατά το Σύνταγμα, επιβάλλεται στον νομοθέτη να ορίζει τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες αποκαθίσταται η ζημία που προκαλείται από την δράση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την αποστολή του έργου που το Σύνταγμα αναγνωρίζει, αναθέτει και εγγυάται στα όργανα των τριών λειτουργιών του Κράτους (βλ. ΣτΕ 1361, 1360/2021 Ολ. σκ.4, 803, 802/2021 Ολ. σκ.6, 801/2021 Ολ. σκ.5, 800/2021 Ολ. σκ.4, 2557/2019 σκ.5, 1534/2018 σκ.2, 1533/2018 σκ.3, 2168/2016 7μ. σκ.5, 1330/2016 σκ.2 κ.ά.).
5. Επειδή, περαιτέρω, όπως κρίθηκε με τις υπ’ αριθ. 1361, 1360/2021 και 803, 802, 801, 800/2021 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι διατάξεις αυτές, αναφερόμενες σε όργανα του Δημοσίου, δεν έχουν, παρά την ευρεία διατύπωσή τους, εφαρμογή στις περιπτώσεις υλικής ζημίας ή ηθικής βλάβης από παράνομες πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Συνεπώς, ζημία που προκλήθηκε από πράξη δικαστικού οργάνου δεν μπορεί να αποκατασταθεί με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ.. Ωστόσο, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, υπό την εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη έννοια, επιβάλλει στον κοινό νομοθέτη να καθορίσει την διαδικασία και τους όρους, υπό τους οποίους αποκαθίσταται περιουσιακή ζημία προκληθείσα από πράξεις, παραλείψεις ή εκτιμήσεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας. Επιβάλλει, ειδικότερα, την υποχρέωση να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους αποκαθίσταται από το Δημόσιο ζημία προκληθείσα από τα όργανα αυτά κατά την άσκηση τόσο του δικαιοδοτικού όσο και του εν γένει δικαστικού τους έργου, στο οποίο περιλαμβάνεται και η διοίκηση της Δικαιοσύνης, καθώς και την έκταση της αποκαθισταμένης ζημίας. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι, ελλείψει νομοθετικού πλαισίου για τον καθορισμό των όρων του παρανόμου των πράξεων ή και παραλείψεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, της έκτασης των σχετικών αποζημιωτικών αξιώσεων και των αρμοδίων δικαστηρίων, η σχετική αξίωση δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί ούτε κατ’ ευθεία επίκληση του άρθρου 4 παρ.5 του Συντάγματος. Επομένως, ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα της δικαστικής λειτουργίας, καθώς και της αρμόδιας δικαιοδοσίας για την επίλυση των σχετικών διαφορών, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί, οι δε σχετικές αξιώσεις δεν είναι δικαστικώς επιδιώξιμες.
6. Επειδή, στην παρ. 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως η παρ. αυτή ίσχυσε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016), ορίζεται ότι: «Τα δικαστήρια δεσμεύονται, επίσης, από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ισχύουν έναντι όλων, καθώς και από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη». Όπως παγίως έχει κριθεί, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, το διοικητικό δικαστήριο που κρίνει αν υπάρχει ή όχι αδικοπρακτική ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου για παράνομη πράξη ή παράλειψη οργάνου του με βάση τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ δεν δεσμεύεται από απόφαση ποινικού δικαστηρίου με την οποία το πιο πάνω φυσικό πρόσωπο (όργανο του Δημοσίου ή του νπδδ) έχει κριθεί αθώο ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος αντίστοιχου με την παράνομη πράξη ή παράλειψη για την οποία αποδίδεται ευθύνη στο Δημόσιο ή το νπδδ, υποχρεούται, όμως, να εκτιμήσει την αθωωτική αυτή απόφαση κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του. Τούτο δε δεν απαιτείται να εξαγγέλλεται ρητώς, αλλά αρκεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας (βλ. ΣτΕ 1140/2017, 572/2013, 1900, 2026/2009, 1873, 2845, 3380/2007, 4306/2005).
7. Επειδή, η παρ. 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016, το οποίο ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού, από 22.12.2016, ορίζει τα εξής: «Τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ισχύουν έναντι όλων. Δεσμεύονται, επίσης, από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης». Όπως παγίως έχει κριθεί, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, το διοικητικό δικαστήριο που κρίνει αν υπάρχει ή όχι αδικοπρακτική ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου για παράνομη πράξη ή παράλειψη οργάνου του με βάση τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ δεν δεσμεύεται από απόφαση ποινικού δικαστηρίου με την οποία το πιο πάνω φυσικό πρόσωπο (όργανο του Δημοσίου ή του νπδδ) έχει κριθεί αθώο ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος αντίστοιχου με την παράνομη πράξη ή παράλειψη για την οποία αποδίδεται ευθύνη στο Δημόσιο ή το νπδδ, υποχρεούται, όμως, να εκτιμήσει την αθωωτική αυτή απόφαση κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του. Τούτο δε δεν απαιτείται να εξαγγέλλεται ρητώς, αλλά αρκεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας (βλ. ΣτΕ 1140/2017, 572/2013, 1900, 2026/2009, 1873, 2845, 3380/2007, 4306/2005). Περαιτέρω, μετά την ως άνω τροποποίηση της με τον ν. 4416/2016, προστέθηκε ως νέα ρύθμιση ο κανόνας ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης. Από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4446/2016 και τη σχετική με τον νόμο αυτό έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής προκύπτει ότι η παρ. 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 προς τον σκοπό της εναρμόνισης της εθνικής νομοθεσίας με τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974, Α΄ 256) και της παρ. 1 του άρθρου 4 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (7ο ΠΠ της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με τον ν. 1705/1987, Α΄ 89), όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Μνημονεύονται δε στην μεν αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού η απόφαση της 13.7.2010 του ΕΔΔΑ, Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας, στην οποία αποτυπώνεται η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου για το τεκμήριο της αθωότητας που κατοχυρώνεται με το πιο πάνω άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, στη δε έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής η απόφαση της 30.4.2015 του ΕΔΔΑ, Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδας, η οποία αποτυπώνει τη νομολογία του ίδιου δικαστηρίου για την αρχή ne bis in idem που συνάγεται από το άρθρο 4 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και το τεκμήριο της αθωότητας (βλ. ΣτΕ 156/2022 α.α.).
8. Επειδή, περαιτέρω, το ΕΔΔΑ ερμηνεύοντας την παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, στην οποία ορίζεται ότι «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του…», έχει δεχθεί ότι το πεδίο εφαρμογής της διάταξη αυτής δεν περιορίζεται στις ποινικές διαδικασίες που εκκρεμούν κατά συγκεκριμένου προσώπου, αλλά επεκτείνεται και στις δικαστικές αποφάσεις που αφορούν το πρόσωπο αυτό και λαμβάνονται μετά την παύση των διώξεων ή μετά την απαλλαγή του. Ειδικότερα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, απόφαση δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται ύστερα από αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου και αφορά το ίδιο πρόσωπο που αθωώθηκε, δεν πρέπει να παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση του προσώπου αυτού, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών. Ζήτημα παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας εγείρεται αν από την αιτιολογία της απόφασης του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται μεταγενεστέρως προκύπτει ότι η αθωωτική απόφαση αγνοήθηκε παντελώς ή αν η κρίση που εξέφερε το πιο πάνω δικαστήριο ισοδυναμεί επί της ουσίας με διαπίστωση της ενοχής του ενδιαφερομένου, οι όροι δε που χρησιμοποιούνται στη δικαστική απόφαση έχουν κρίσιμη σημασία [βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ της 27ης.9.2007 Β. Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας (αρ. προσφυγής 35522/04), της 12ης.7.2013 Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου (αρ. προσφυγής 25424/09), της 19ης.4.2011 Erkol κατά Τουρκίας (αρ. προσφυγής 50172/06), της 30ης.4.2015 Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδας (αρ. προσφυγών 3453/12, 42941/12 και 9028/13), της 3ης.10.2019 Fleischner κατά Γερμανίας (αρ. προσφυγής 61985/12)]. Συνεπώς, από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δεν απορρέει υποχρέωση του επιλαμβανόμενου μετά την έκδοση της αθωωτικής ποινικής απόφασης διοικητικού δικαστηρίου να καταλήξει στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα με το ποινικό δικαστήριο. Το διοικητικό δικαστήριο υποχρεούται, ωστόσο, να λάβει σοβαρά υπόψη και να συνεκτιμήσει την προηγηθείσα τελική απαλλακτική ποινική απόφαση, κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του. Περαιτέρω, αν το δικαστήριο καταλήξει σε κρίση που αποκλίνει από τις ουσιαστικές κρίσεις του ποινικού δικαστή, υποχρεούται να αιτιολογήσει τη διαφορετική κρίση του, κατά τρόπον ώστε να μην καταλείπονται αμφιβολίες ως προς τον σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας που απορρέει από την τελική έκβαση της ποινικής δίκης (βλ. ΣτΕ 897/2021, 138/2021, 951/2018 7μ. και ΑΠ 4/2020 Πλήρους Ολομ., 83/2021). Στο πλαίσιο διαμόρφωσης της δικής του κρίσης σχετικά με τη διάπραξη της παράνομης πράξης ή παράλειψης, το ανωτέρω δικαστήριο δεν αποκλείεται να στηριχθεί και σε στοιχεία που δεν είχε λάβει υπόψη του το ποινικό δικαστήριο ή στο διαφορετικό βαθμό απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που ισχύει στην ενώπιόν του δίκη σε σχέση με αυτόν που ισχύει στην ποινική δίκη [βλ. υπόθεση Υ. κατά Νορβηγίας (αρ. προσφυγής 55568/00) σκ 41, πρβ. ΣτΕ 297/2019, 951/2018 7μ., 434, 167-169/2017 7μ., 1992/1996 7μ., 2403/2015, ΑΠ Ολομ. 4/2020, βλ. και αποφάσεις ΕΔΔΑ της 12ης.7.2013 Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου (αρ. προσφυγής 25424/09), της 19ης.4.2011 Erkol κατά Τουρκίας (αρ. προσφυγής 50172/06), της 30ης.4.2015 Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδας (αρ. προσφυγών 3453/12, 42941/12 και 9028/13)]. Προκειμένου δε να ενεργοποιηθεί το τεκμήριο αθωότητας από την ανωτέρω άποψη, απαιτείται η ποινική διαδικασία να συνδέεται κατ’ ουσίαν προς τη δικαστική διαδικασία που έπεται αυτής, ανεξαρτήτως αν αυτή η διαδικασία έχει ποινική φύση ή όχι. Τέτοιος σύνδεσμος υπάρχει μεταξύ της ποινικής διαδικασίας που καταλήγει σε αθώωση ή απαλλαγή του κατηγορουμένου ως προς πράξεις ή παραλείψεις που επέφεραν βλάβη στο θύμα και της δικαστικής διαδικασίας αστικής φύσης που ανοίγεται όταν το θύμα διεκδικεί αποζημίωση για τη ζημία ή βλάβη που υπέστη εξαιτίας των ανωτέρω πράξεων ή παραλείψεων. Συγκεκριμένα, ο σύνδεσμος αυτός υφίσταται είτε η αστική αξίωση συνδέεται ευθέως με τις πιο πάνω πράξεις ή παραλείψεις [βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 11ης.5.2003 Υ. κατά Νορβηγίας (αρ. προσφυγής 56568/00) και Ringvold κατά Νορβηγίας (αρ. προσφυγής 34964/97), της 19ης.4.2011 Erkol κατά Τουρκίας (αρ. προσφυγής 50172/06), της 11ης.2.2014 Vella κατά Μάλτας (αρ. προσφυγής 69122/10)], είτε εμμέσως, ως απότοκο αυτών [βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 3ης.10.2019 Fleischner κατά Γερμανίας (αρ. προσφυγής 61985/12 και ΑΠ 4/2020 σε πλήρη Ολομέλεια)], είτε όταν ενάγεται τρίτος, ο οποίος καθίσταται υπόχρεος δυνάμει διάταξης νόμου να καταβάλει αποζημίωση για πράξη ή παράλειψη προσώπου το οποίο τεκμαίρεται αθώο κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 2 του ΕΣΔΑ [βλ. απόφαση της 12ης.4.2012 Lagardère κατά Γαλλίας (αρ. προσφυγής 18851/07)]. Συνεπώς, η έλλειψη ταυτότητας διαδίκων μεταξύ της προηγηθείσας ποινικής δικαστικής διαδικασίας και της διοικητικής δίκης, έλλειψη η οποία καθιστά μη εφαρμοστέα την αρχή ne bis in idem στην τελευταία αυτή δίκη [βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 6.12.2007, Γιαννετάκη Ε. και Σ. Μεταφορική ΕΠΕ και Γιαννετάκης κατά Ελλάδας (αρ. προσφυγής 29829/05) και ΣτΕ 2256, 1833/2020, 175/2018, 1992/2016 7μ.], δεν αποκλείει την εφαρμογή του τεκμηρίου της αθωότητας στη διοικητική δίκη που έπεται της αμετάκλητης αθώωσης του ενδιαφερομένου (ΣτΕ 156/2022).
9. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 1 του ν. 2800/2000 «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, Σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 41) ορίζεται ότι: «Το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος και των νόμων, έχει ως αποστολή: α. Την κατοχύρωση και διατήρηση της δημόσιας τάξης. β. Την προστασία της δημόσιας και κρατικής ασφάλειας (…)» και στο άρθρο 8, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο, ορίζεται ότι: «1. Η Ελληνική Αστυνομία είναι Σώμα Ασφάλειας με τοπική αρμοδιότητα σε όλη την Επικράτεια (…) και έχει ως αποστολή: α. Την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης και τροχαίας. β. Την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας δημόσιας και κρατικής ασφάλειας. 2. (…) 3. Η άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης περιλαμβάνει ιδίως: α. Τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας και την παροχή έννομης προστασίας στους πολίτες και συνδρομής στις αρχές. β. Την τήρηση της τάξης στους δημόσιους χώρους και στις δημόσιες συγκεντρώσεις και συναθροίσεις και την προστασία των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων των πολιτών κατά τις εκδηλώσεις αυτές. γ. (…)». Κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 53 του ν. 1481/1984 «Οργανισμός Υπουργείου Δημόσιας Τάξης» (Α΄ 152), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την έκδοση του ν. 2800/2000, αφού δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των άρθρων που καταργήθηκαν από το άρθρο 30 του ν. 2800/2000, είχε εκδοθεί το π.δ. 538/1989 «Υποχρεώσεις και δικαιώματα του αστυνομικού προσωπικού του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης» (Α΄ 224), στο άρθρο 2 του οποίου ορίζεται ότι: «Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους οι αστυνομικοί: 1. Ενεργούν με σύνεση, αυτοκυριαρχία, σταθερότητα (…) 2. Σέβονται και προστατεύουν τα κατοχυρωμένα δικαιώματα των πολιτών και κάθε ατόμου που βρίσκεται στην Ελληνική Επικράτεια. (…) 3. Χρησιμοποιούν τα κατά το δυνατόν ηπιότερα μέσα, αποφεύγοντας κάθε περιττή τραχύτητα, ενόχληση (…) 5. Έχουν πάντοτε, ως γνώμονα των ενεργειών τους (…) τη διαφύλαξη των νόμιμων συμφερόντων των πολιτών». Περαιτέρω, κατ’ εξουσιοδότηση, αφενός του άρθρου 53 του προαναφερθέντος ν. 1481/1984 και αφετέρου του άρθρου 28 του ν. 2800/2000, εκδόθηκε το π.δ. 254/2004 «Κώδικας δεοντολογίας του αστυνομικού» (Α΄ 238), στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι: «Ο αστυνομικός: α. Υπηρετεί τον Ελληνικό Λαό και εκτελεί τα καθήκοντά του, όπως ορίζουν το Σύνταγμα και οι Νόμοι. β. Υποχρεούται να σέβεται την αξία του ανθρώπου και να μεριμνά για την προστασία των δικαιωμάτων του ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου. γ. Ενεργεί πάντοτε με σκοπό την εξασφάλιση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και τη διαφύλαξη των νομίμων συμφερόντων των πολιτών. δ. Ενεργεί κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του, με βάση τις αρχές της νομιμότητας, της αναλογικότητας, της επιείκειας, της χρηστής διοίκησης, της ίσης μεταχείρισης και του σεβασμού της διαφορετικότητας των ατόμων» και στο άρθρο 2 αυτού ορίζεται ότι: «Ο αστυνομικός: α. Υπόκειται στις αρχές της διαρκούς ετοιμότητας και της διαρκούς διατεταγμένης υπηρεσίας. β. Εφαρμόζει το Νόμο με κοινωνική ευαισθησία και ουδέποτε υπερβαίνει τα επιτρεπόμενα όρια της διακριτικής ευχέρειας που του παρέχεται. Όταν επεμβαίνει υποχρεούται να δηλώνει την ιδιότητα, την ταυτότητα και την Υπηρεσία του. γ. Εκτελεί τα καθήκοντά του με αμεροληψία, αντικειμενικότητα, διαφάνεια, σύνεση, αυτοκυριαρχία, σταθερότητα, αποφασιστικότητα και αξιοπρέπεια, προστατεύοντας, χωρίς διάκριση, όλους τους πολίτες από παράνομες σε βάρος τους πράξεις. δ. Σέβεται το δικαίωμα στη ζωή και την προσωπική ασφάλεια κάθε ατόμου. Δεν επιφέρει, δεν προκαλεί και δεν ανέχεται πράξεις βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας και αναφέρει αρμοδίως κάθε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. ε. Για την τήρηση και εφαρμογή του Νόμου χρησιμοποιεί κατ’ αρχήν μη βίαια μέσα. Η προσφυγή στη βία επιτρέπεται μόνον όταν είναι απολύτως αναγκαία και στο μέτρο που προβλέπεται και απαιτείται για την εφαρμογή του νόμου. Τηρεί πάντοτε με απόλυτο σεβασμό τις αρχές της αναγκαιότητας, της προσφορότητας (καταλληλότητας) και της αναλογικότητας. Χρησιμοποιεί τα κατά το δυνατόν, ηπιότερα μέσα, αποφεύγοντας κάθε περιττή ενόχληση, σκληρότητα ή αδικαιολόγητη φθορά ιδιοκτησίας (…) στ. Ενεργεί για τη διατήρηση και την αποκατάσταση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, με σκοπό τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων όλων των πολιτών και την απρόσκοπτη κοινωνική διαβίωση, την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος, αποφεύγοντας συμπεριφορές που μπορεί να προκαλέσουν σύγκρουση και επιβάλλει μόνον τους κατά περίπτωση αναγκαίους και προβλεπόμενους από το νόμο περιορισμούς δικαιωμάτων (…)». Από το συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων, οι οποίες αποβλέπουν όχι μόνο στην προστασία του γενικού συμφέροντος, αλλά και στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών, συνάγεται ότι οι αστυνομικές αρχές, οι οποίες έχουν ως καθήκον τη διαφύλαξη της κοινωνικής γαλήνης και ηρεμίας, καθώς και την προστασία των πολιτών και των δικαιωμάτων τους, οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία και αποτελεσματικά μέτρα, ώστε να εξασφαλίζεται η εκπλήρωση της αποστολής τους. Τα όργανα αυτά, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έχουν τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξουν μεταξύ περισσοτέρων λύσεων την κατά την κρίση τους ενδεικνυόμενη, η επιλογή τους, όμως, αυτή ελέγχεται ως προς την υπέρβαση των άκρων ορίων ή την κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας τους, εφόσον από τις ενέργειες ή παραλείψεις τους επήλθε βλάβη στη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την προσωπικότητα και τα λοιπά ατομικά δικαιώματα των διοικούμενων. Ως εκ τούτου, η παραβίαση των διατάξεων αυτών από τα εν λόγω όργανα, με πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας τους, μπορεί να στοιχειοθετήσει, κατά τα προεκτεθέντα, υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (πρβλ. ΣτΕ 1491/2010, 3919/2001, ΔΕφΑθ 1774/2012).
10. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται το με αρ. Πρωτ…../16.11.2014 έγγραφο της Διεύθυνσης Αστυνομικών Επιχειρήσεων Αττικής της Ελληνικής Αστυνομίας με θέμα «Λήψη μέτρων κατά την συγκέντρωση φοιτητών εξωτερικά της Νομικής Σχολής πρωινές ώρες της 13.11.2014», οι από 3.3.2017 και 3.8.2017 Εκθέσεις Πορίσματος Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης, το φωτογραφικό υλικό προερχόμενο από ρεπόρτερ και αυτόπτες μάρτυρες που κατατέθηκε και εξετάστηκε κατά την διενεργηθείσα Ένορκη Διοικητική Εξέταση, αντίγραφα του οποίου προσκομίζονται τόσο από τους ενάγοντες όσο και το εναγόμενο, η με αρ…./20Δ/15 διάταξη της Εισαγγελέως Αθηνών, η 1981/2018 απόφαση του Α΄ Αυτοφώρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών προκύπτουν τα εξής: την 13.11.2014 για την αποτροπή τυχόν επεισοδίων, ενόψει της επετείου της 17ης Νοεμβρίου και λόγω σχετικής απόφασης να παραμείνει κλειστό για τις μέρες αυτές το κτήριο της Νομικής Σχολής Αθηνών, αναπτύχθηκαν στην ευρύτερη περιοχή πέριξ της Νομικής 4 διμοιρίες ΔΙΜΕΤ-ΔΙΑΤ. Συγκεκριμένα οι …(υποομάδα της διμοιρίας … ) …ΔΙΑΤ είχαν σχηματίσει «φραγμό» στην οδό Μασσαλίας στην κεντρική είσοδο της Νομικής, η ομάδα … (υποομάδα της διμοιρίας … ΔΙΑΤ) ήταν τοποθετημένη επί της οδού Ρήγα Φεραίου και η ομάδα … ( 2η υποομάδα της διμοιρίας … ΔΙΑΤ) ήταν τοποθετημένη στην συμβολή της οδού Ακαδημίας με την οδό (πεζόδρομο) Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄. Το πρωί της μέρας αυτής και περίπου στις 8.30 είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται φοιτητές στην είσοδο της νομικής, έμπροσθεν του «φραγμού» που είχαν ήδη σχηματίσει οι αστυνομικές δυνάμεις και ο επικεφαλής στο σημείο αξιωματικός, άγνωστο για ποια ακριβή αιτία, τους ζήτησε επανειλημμένως να απομακρυνθούν χωρίς αποτέλεσμα. Ακολούθως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο …/16.11.2014 έγγραφο, μετά από εντολή του κέντρου επιχειρήσεων της ΓΑΔΑ οι … διμοιρίες ΔΙΑΤ και … διμοιρία ΔΙΜΕΤ «πλαισίωσαν» τους συγκεντρωθέντες και επιχείρησαν να τους απομακρύνουν από το σημείο με αποτέλεσμα να προκληθεί ένταση. Όπως αναφέρεται στο ίδιο έγγραφο οι ανωτέρω διμοιρίες με χρήση ασπίδων και την «απολύτως αναγκαία» χρήση δακρυγόνου μέσου κατάφεραν να απωθήσουν τους συγκεντρωθέντες φοιτητές στον παράδρομο της οδού Ακαδημίας πλησίον της οδού Ρήγα Φεραίου όπου και σχηματίσθηκε «φραγμός». Σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο στις 9.45 ο αριθμός των συγκεντρωθέντων είχε αυξηθεί και προέβησαν σε απρόκλητες λεκτικές επιθέσεις κατά της ομάδας… ΔΙΑΤ και σε «ύβρεις κατά των Θείων», γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση της …ομάδας ΔΙΑΤ, η οποία «προσπάθησε να συλλάβει το ερειστικότερο των ατόμων» με αποτέλεσμα, σύμφωνα με την ως άνω αναφορά να δεχθεί επίθεση από τους συγκεντρωμένους, αρχικά με την ρίψη καφέδων και μπουκαλιών και ακολούθως επίθεση από άτομα που προσπάθησαν να διασπάσουν τον φραγμό. Την 21.7.2014 οι ήδη ενάγοντες …-… … και … …, φοιτητές του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών της Σχολής Νομικών Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, κατέθεσαν ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών την … έγκληση με την οποία κατήγγειλαν ότι το πρωί της 13.11.2014, δύο διμοιρίες των δυνάμεων ασφαλείας είχαν απομακρύνει συγκεντρωθέντες φοιτητές από την είσοδο της Νομικής, απωθώντας τους μέχρι το οδόστρωμα της Ακαδημίας, όπου και παρέμειναν παρατεταγμένες προκειμένου να εμποδίσουν την επάνοδο των φοιτητών προς την Νομική. Όπως αναφέρουν στην έγκληση τους μετά το ως άνω περιστατικό, οι ενάγοντες μαζί με άλλους φοιτητές είχαν συγκεντρωθεί σε μικρές «παρέες», στη συμβολή της Ακαδημίας με την Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄, και συζητούσαν όσα είχαν προηγηθεί. Σύμφωνα με τα ιστορούμενα στην έγκληση, ξαφνικά άνδρες των δυνάμεων ασφαλείας, από διμοιρία που στέκονταν στη πάνω πλευρά του κτηρίου του Πανεπιστημίου επί της οδού Ακαδημίας άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος του δεύτερου ενάγοντος … …, ο οποίος εκείνη την στιγμή μιλούσε ανύποπτος στο τηλέφωνο, τον περικύκλωσαν και άρχισαν να τον χτυπούν με κλωτσιές, γροθιές καθώς και με τις ασπίδες και τα γκλοπ που έφεραν, με αποτέλεσμα να πέσει στο έδαφος όπου συνέχισαν να τον χτυπούν, στην προσπάθεια του δε να σηκωθεί στηριζόμενος στο χέρι του, δέχθηκε χτύπημα από γκλοπ στην αριστερή πλευρά του προσώπου του, στο μάτι. Σύμφωνα με όσα καταγγέλλονται ο ξυλοδαρμός του σταμάτησε όταν άρχισαν να διαμαρτύρονται έντονα οι παρευρισκόμενοι φοιτητές, οπότε οι αστυνομικοί στράφηκαν προς τους λοιπούς φοιτητές και κατόρθωσε να διαφύγει προς το Μετρό της Πανεπιστημίου. Περαιτέρω σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην έγκληση, μεταξύ των φοιτητών που προσέτρεξαν σε βοήθεια, ήταν ο πρώτος ενάγων, ο οποίος όταν διαπίστωσε την κακοποίηση του …, πλησίασε προς το σημείο και αυθόρμητα προσπάθησε να τον τραβήξει προς το μέρος του προκειμένου να «απεμπλακεί» από τους αστυνομικούς που τον χτυπούσαν. Στην προσπάθεια του αυτή, όπως καταγγέλλεται, δέχθηκε και ο ίδιος (ο Κ. …) πολλά χτυπήματα από τους αστυνομικούς κατευθείαν στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στο τριχωτό της κεφαλής και να χρειαστεί να μεταβεί μαζί με τον … στο νοσοκομείο αιμόφυρτος. Βάσει των ανωτέρω με την έγκλησή τους ζήτησαν την τιμωρία των αστυνομικών που εκτελούσαν υπηρεσία στον πεζόδρομο της Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ στις 9.30 το πρωί της 13.11.2014 και προέβησαν στον ξυλοδαρμό τους, του (επιτόπου ευρισκόμενου) βαθμοφόρου αστυνομικού καθώς και του αρμόδιου στο κέντρο επιχειρήσεων της ΓΑΔΑ που έδωσαν εντολή για τις καταγγελλόμενες πράξεις. Άλλωστε, όπως προκύπτει από το από 13.11.2014 Ενημερωτικό Σημείωμα Εξόδου του … Νοσοκομείου, ο …-… …, προσήλθε στις 13.11.2014 λόγω θλαστικού τραύματος τριχωτού της κεφαλής με αναφερόμενη αιτία «θύμα ξυλοδαρμού», λόγω του τραυματισμού της κεφαλής υποβλήθηκε σε σειρά εξετάσεων (νευρολογική εξέταση, CT εγκεφάλου κτλ), έγινε συρραφή του τραύματος και έλαβε εξιτήριο την ίδια μέρα. Περαιτέρω, σύμφωνα με το από 13.11.2014 ιατρικό σημείωμα (εξέτασης) της …., Ιατρού της Β΄ Χειρουργικής Κλινικής του …. Νοσοκομείου (εξωτερικά Ιατρεία), προσήλθε στο επείγοντα του νοσοκομείου ο … …, 21 ετών, ως θύμα αναφερόμενου ξυλοδαρμού και διαπιστώθηκε ότι «..φέρει θλαστικό τραύμα αρ. ζυγωματικού μήκους 3 εκ, εκχύμωση αρ. κάτω βλεφάρου και οφθαλικού κόγχου σύστοιχα, εκδορές στον ΔΕ πήχη, (εκδορές) ΑΡ. βραχίονα έως ωμοπλατιαία χώρα , Αρ. ράχης, Αρ Υποχόνδριου, ΔΕ υπερόφρυου τόξου και Αρ. κεφαλής..». Αφού δε έγιναν οι απαραίτητες εξετάσεις (επείγουσα CT εγκεφάλου, νευρολογική εκτίμηση κτλ) και έγινε συρραφή του θλαστικού τραύματος, έγινε σύσταση για επείγουσα οφθαλμολογική εξέταση και διακομιδή του ασθενούς σε γενικό νοσοκομείο που διαθέτει χειρουργική κλινική, ενώ ακολούθως, εξετάστηκε και από νευρολόγο. Περαιτέρω, βάση της ως άνω έγκλησης παραπέμφθηκε να δικασθεί στο Α΄ Αυτόφωρο Πλημμελειοδικείο Αθηνών ο … …, ως επικεφαλής της με αρ. … Διμοιρίας Αποκατάστασης Τάξης με την κατηγορία ότι την 13.11.2014 και ώρα 9.30 έδωσε εντολή στην … ομάδα αντρών της διμοιρίας του να κινηθούν κατά των συγκεντρωμένων φοιτητών με αποτέλεσμα των τραυματισμό των εγκαλούντων-εναγόντων (με περιγραφή του τραυματισμού σύμφωνα με όσα περιγράφονται στα προαναφερθέντα ιατρικά έγγραφα), για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε επικίνδυνη σωματική βλάβη από κοινού, με το σκεπτικό ότι μολονότι οι προκληθείσες σωματικές βλάβες δεν συνιστούν βαριά σωματική βλάβη, ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι με βάση τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι άντρες της …ΔΙΑΤ και τα σημεία προς τα οποία κατευθύνθηκαν τα χτυπήματα τους μπορούσαν να είχαν προκαλέσει βαριά σωματική βλάβη και αποδέχθηκε αυτή την πιθανότητα. Περαιτέρω, με τις …. εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης της Ιατροδικαστή της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών …., η τελευταία εξέτασε τους ενάγοντες κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας την 25.11.2014, ο μεν … … έφερε κακώσεις από θλων-αμβλύ όργανο χρονικά συμβατές με τον αναφερόμενο χρόνο τραυματισμού, ενώ σχετικά με τον … … αναφέρεται ότι παρατηρείται πλήρης επούλωση του τραύματος του, ενώ επισκοπούνται τρία ράμματα στην αριστερή βυκαντική χώρα, λόγω δε της παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος από το συμβάν δεν κατέστη δυνατός ο χαρακτηρισμός του τρόπου πρόκλησης της κάκωσης. Σύμφωνα δε, με τις προαναφερθείσες εκθέσεις πορίσματος Ε.Δ.Ε., η… ΔΙΑΤ ενεπλάκη με πολίτες περί της 9:45 της 13.11.2014, μετά δε την επισκόπηση φωτογραφιών από το περιστατικό και την λήψη καταθέσεων από μάρτυρες (….), οι οποίοι κατέθεσαν, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στα ως άνω πορίσματα, ότι δέχθηκαν αναίτια επίθεση από αστυνομικούς των Διμοιριών Υ.Α.Τ. και ότι δεν μπορούν να αναγνωρίσουν τους αστυνομικούς που επιτέθηκαν στους συμφοιτητές τους (τους ενάγοντες), καθώς φορούσαν κράνη, η ΕΔΕ «διαπίστωσε» ότι δεν μπορεί να εξακριβωθεί ο ακριβής τρόπος τραυματισμού των εναγόντων. Τέλος το Α΄ Αυτόφωρο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, κατά την συνεδρίαση της 7.3.2018, αφού απέρριψε το αίτημα του συνηγόρου των (πολιτικώς) εναγόντων για αναβολή της δικής και νέα διερεύνηση της υπόθεσης προκειμένου να εξακριβωθεί ποιοι ήταν οι φυσικοί αυτουργοί καθότι η δίωξη αποκλειστικά του … ως ηθικού αυτουργού, δημιουργούσε αποδεικτικές δυσχέρειες με συνέπεια να μην πληρούνται οι προϋποθέσεις δίκαιης δίκης τόσο για τους ίδιους όσο και για τον κατηγορούμενο και αφού εξέτασε ως μάρτυρες (μεταξύ άλλων) τον … …, φοιτητή που κατέθεσε ότι «.. κάποια στιγμή άκουσα κάποιον από τα ΜΑΤ να λέει αυτόν και βλέπω να τραβάνε τον …… Ο … δεν έκανε κάτι απλώς μίλαγε στο τηλέφωνο. Τον κατηγορούμενο δεν τον αναγνωρίζω.. Δεν μπορώ να αναγνωρίσω κάποιον, από τις φωτογραφίες μπορώ να πω ότι ήταν το σημείο που έγιναν τα περιστατικά Μια διμοιρία ήταν ..περίπου 8 με δέκα άτομα.», την …., φοιτήτρια που κατέθεσε ότι «ήμουν εκεί…κάποια στιγμή βλέπω τον … να μιλάει στο τηλέφωνο και κάποιοι άνδρες των ΜΑΤ, 4 με 5, να τον χτυπούν.. δεν μπορώ να αναγνωρίσω κάποιους από τα ΜΑΤ, ούτε άκουσα κάποιον να δίνει εντολές για να χτυπήσουν. Όμως δεν είδα και κάποιους να αποτρέπουν αυτούς που χτύπαγαν.. τον κατηγορούμενο δεν μπορώ να τον αναγνωρίσω..», τον μάρτυρα υπεράσπισης …., αστυνομικό, που κατέθεσε ότι «…ήμουν στην διμοιρία … Ρήγα Φεραίου με επικεφαλής τον κατηγορούμενο. Δεν ήμασταν στο σημείο που έγιναν τα περιστατικά, εκεί πήγε η …, η άλλη μισή διμοιρία και πήγε επικεφαλής ο αρχαιότερος της διμοιρίας, ο οποίος δεν θυμάμαι ποιος είναι.. ο χωρισμός της ομάδας γίνεται εκεί επί τόπου όχι από πριν.. Δεν μπορώ να θυμάμαι ποιοι ήταν στην … και ποιοι στην …..ούτε εγώ ούτε ο κατηγορούμενος ήμασταν στο περιστατικό είχαν τελειώσει όταν πήγαμε..», με την 1981/2018 απόφασή του έκρινε αθώο τον … …. για τις αποδιδόμενες κατηγορίες με το σκεπτικό ότι «Ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος, καθώς μετά τον χωρισμό της με αρ….διμοιρίας αποκατάστασης τάξης, έγινε επικεφαλής της ομάδας … που παρατάχθηκε στην οδό Ρήγα Φεραίου, και όχι της ομάδας… που ενεπλάκη στις ένδικες επικίνδυνες σωματικές βλάβες στην συμβολή των οδών Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ και Ακαδημίας και δεν παρείχε ο ίδιος τις εντολές για την τέλεση των σωματικών βλαβών.». Κατά της απόφασης αυτής δεν ασκήθηκαν ένδικα μέσα.
11. Επειδή, οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η αγωγή τους και όσα αναφέρονται στην πρώτη σκέψη της παρούσας. Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ζητά την απόρριψη της αγωγής προβάλλοντας καταρχήν ότι οι αξιώσεις των εναγόντων έχουν παραγραφεί καθώς κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής είχε παρέλθει πενταετία από το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ότι η αγωγή είναι αόριστή ως προς το αιτητικό της διότι στην σελίδα «1» της αγωγής στην συνοπτική έκθεση των τιθέμενων νομικών ζητημάτων αναφέρεται ότι οι ενάγοντες ζητούν το ποσό των 12.000 ευρώ ενώ στην σελίδα «28» αναφέρεται το ποσό των 15.000 ευρώ. Περαιτέρω ζητά την απόρριψη της αγωγής προβάλλοντας ότι έχει κριθεί δεσμευτικά με την 1981/2018 αθωωτική απόφαση του Α΄ Αυτόφωρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, ότι δεν υπήρξε παρανομία οργάνων του Δημοσίου.
12. Επειδή, η κρινόμενη αγωγή, όπως το αιτητικό της περιγράφεται στην πρώτη σκέψη είναι επαρκώς ορισμένη, η δε αναγραφή του ποσού των 12.000 ευρώ ως αιτούμενου στην «συνοπτική έκθεση», αντί του ποσού των 15.000 ευρώ δεν ασκεί επιρροή από την άποψη αυτή καθώς οφείλεται σε προφανή παραδρομή, ενώ στην σελίδα 28 και στο αιτητικό αναγράφεται αριθμητικώς και ολογράφως το ποσό των 15.000 ευρώ με συνέπεια να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς το αντικείμενο της κρινόμενης αγωγής. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός περί παραγραφής των ένδικων αξιώσεων, πέραν του αόριστου τρόπου που προβάλλεται, είναι αβάσιμος καθώς οι αξιώσεις των εναγόντων υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή, η οποία εκκινεί από το τέλος του οικονομικού έτους εντός του οποίου γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες (ΣτΕ 2549/2016, 4402/2015, 2152/2010 7μ. κ.ά.). Εν προκειμένω, η παραγραφή διακόπηκε πριν την συμπλήρωση της, στις 31.12.2019, με την κοινοποίηση της κρινόμενης αγωγής στο εναγόμενο στις 13.11.2019 (σχ. η …. έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …-….), ανεξαρτήτως του ότι είχε ήδη ανασταλεί με την άσκηση της προαναφερθείσας ποινικής δίωξης. Τέλος, ο ισχυρισμός ότι το παρόν Δικαστήριο, δεσμεύεται από την 1981/2018 αθωωτική απόφαση του Α΄ Αυτόφωρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όπως προβάλλεται, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς με την απόφαση αυτή δεν κρίθηκε ότι δεν υπήρξε παρανομία εν γένει οργάνων του Δημοσίου, αλλά κρίθηκε αθώος ο … … για την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας σε βαριά σωματική βλάβη, καθώς κρίθηκε ότι δεν έδωσε αυτός «..τις εντολές για την τέλεση των σωματικών βλαβών.». Μετά την απόρριψη των ανωτέρω ενστάσεων, η αγωγή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την βασιμότητά της.
13. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή ζητείται καταρχάς να υποχρεωθεί το εναγόμενο, να καταβάλει νομιμοτόκως σε κάθε έναν από τους ενάγοντες το ποσό των 5.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν λόγω μη ανεύρεσης των υπαίτιων του τραυματισμού τους εξαιτίας προδήλως παράνομων παραλείψεων των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών των αρμοδίων πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων κατά την διερεύνηση της υπόθεσης μετά από έγκλησή τους. Συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι παρότι, μετά την κατάθεση εκ μέρους τους έγκλησης, περιήλθαν στην διενεργούσα την προκαταρκτική εξέταση Εισαγγελία οι από 20.11.2014 πίνακες διάταξης υπηρεσιών, από τους οποίους προέκυπταν οι κρίσιμες υπηρεσίες της … Διμοιρίας Αποκατάστασης Τάξης καθώς και ο «δεύτερος επικεφαλής» της ομάδας …, η εισαγγελική αρχή δεν ενήργησε τα δέοντα προκειμένου να διακριβωθούν οι φυσικοί αυτουργοί του ξυλοδαρμού τους, κατά παράβαση των αρχών που διέπουν την διενέργεια της ποινικής προδικασίας (in rem εξέταση άδικων πράξεων κ.λ.π), παρά μόνο παρέπεμψε μόνο τον ανωτέρω … …, με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας σε σωματική βλάβη. Περαιτέρω, επικαλούνται την 1981/2018 απόφαση και τα πρακτικά του Α΄ Αυτόφωρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, και προβάλλουν ότι ενώ η εισαγγελέας της έδρας κατά την δικάσιμο της 7.3.2018 πρότεινε μετά την αθώωση του κατηγορουμένου (Ι….), να διαβιβαστεί η δικογραφία στον αρμόδιο Εισαγγελέα, προκειμένου να διερευνηθούν τυχόν ποινικές ευθύνες του δεύτερου επικεφαλής και των φυσικών αυτουργών, το Δικαστήριο απέρριψε σιωπηρά την πρόταση αυτή καθώς και προηγούμενο σχετικό αίτημα των εναγόντων. Λόγω των ανωτέρω, ισχυρίζονται ότι προσβληθεί το δικαίωμά τους να τύχουν δίκαιης δίκης, ενώ λόγω της αδράνειας της δικαστικής εξουσίας σχετικά με την διερεύνηση της υπόθεσης τους υπέστησαν προσβολή της τιμή και υπόληψής τους ως πολίτες, φοιτητές και νέοι επιστήμονες.
14. Επειδή, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω (σκέψεις 3-8), ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα ενταγμένα στη δικαστική λειτουργία, καθώς και των αρμοδίων δικαστηρίων, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί ούτε με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ευθέως ή αναλόγως εφαρμοζομένου, ούτε με ευθεία επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αγωγή, κατά το ανωτέρω μέρος που με αυτή επιδιώκεται η αποκατάσταση ζημίας που προκλήθηκε από «πράξεις» και ενέργειες των εισαγγελικών λειτουργών της Εισαγγελίας Αθηνών και του Α΄ Αυτόφωρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, πρέπει να απορριφθεί.
15. Επειδή, περαιτέρω με την κρινόμενη αγωγή ζητείται να υποχρεωθεί το εναγόμενο, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να καταβάλει νομιμοτόκως σε κάθε έναν από τους ενάγοντες το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν από παράνομες ενέργειες οργάνων του Ελληνικού Δημόσιου και συγκριμένα από τον παράνομο ξυλοδαρμό τους από αστυνομικά όργανα την 13.11.2014. Ειδικότερα, αναφέρουν ότι το πρωί της 13.11.2014, και αφού οι δυνάμεις ασφαλείας είχαν απωθήσει τους συγκεντρωθέντες φοιτητές μπροστά από την είσοδο της Νομικής φοιτητές, οι ενάγοντες μαζί με άλλους φοιτητές είχαν συγκεντρωθεί σε μικρές «παρέες», στην αφετηρία των λεωφορείων επί της Ακαδημίας, στη συμβολή με την Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ (κατεύθυνση προς Πανεπιστημίου) και συζητούσαν όσα είχαν προηγηθεί. Σύμφωνα με τα ιστορούμενα στην αγωγή ξαφνικά άνδρες των δυνάμεων ασφαλείας, άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος του δεύτερου ενάγοντος … …, ο οποίος εκείνη την στιγμή μιλούσε ανύποπτος στο τηλέφωνο, τον περικύκλωσαν και άρχισαν να τον χτυπούν με κλωτσιές, γροθιές καθώς και με τις ασπίδες και τα γκλοπ που έφεραν, με αποτέλεσμα να πέσει στο έδαφος, χτυπώντας όπως έπεφτε στα κάγκελα του περιφραγμένου χώρου όπισθεν του κτιρίου της Ακαδημίας, όπου συνέχισαν ενώ ήταν πεσμένος να τον χτυπούν. Στην προσπάθεια του δε να σηκωθεί στηριζόμενος στο χέρι του, δέχθηκε χτύπημα από γκλοπ στην αριστερή πλευρά του προσώπου του, στο μάτι. Σύμφωνα με όσα καταγγέλλονται ο ξυλοδαρμός του σταμάτησε όταν άρχισαν να διαμαρτύρονται έντονα οι παρευρισκόμενοι φοιτητές, οπότε οι αστυνομικοί στράφηκαν προς τους λοιπούς φοιτητές και κατόρθωσε να διαφύγει προς το Μετρό της Πανεπιστημίου. Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αγωγή, μεταξύ των φοιτητών που προσέτρεξαν σε βοήθεια, ήταν ο πρώτος ενάγων, ο οποίος όταν διαπίστωσε την κακοποίηση του …, και ενός έτερου συμφοιτητή τους, πλησίασε αυθόρμητα προς το σημείο ώστε να βοηθήσει να απεμπλακούν, από τα χτυπήματα που δεχόταν. Στην προσπάθεια του αυτή, όπως καταγγέλλεται, δέχθηκε και ο ίδιος (ο Κ. …) πολλά χτυπήματα από τους αστυνομικούς κατευθείαν στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στο τριχωτό της κεφαλής και να χρειαστεί να μεταβεί μαζί με τον … στο νοσοκομείο αιμόφυρτος. Αναφέρουν δε ότι από την ανωτέρω επίθεση υπέστησαν σωματικές βλάβες όπως αυτές προκύπτουν από τα από 13.11.2014 ενημερωτικά σημειώματα του … Νοσοκομείου, και τις σχετικές ιατροδικαστικές εκθέσεις της Ιατροδικαστού …, το περιεχόμενο των οποίων τους έχουν ενσωματώσει οι ενάγοντες στην αγωγή, και έχει ήδη περιγράφει ανωτέρω στην σκέψη 12. Τέλος αναφέρουν ότι η επίθεση εναντίον τους ήταν παντελώς αναίτια και άδικη καθώς ουδεμία παράνομη πράξη είχε προηγηθεί, ούτε άλλωστε συνελήφθησαν ή κατηγορήθηκαν για κάποια πράξη, ούτε άλλωστε διενεργήθηκε κάποια σύλληψη στο σημείο.
16. Επειδή, οι ενάγοντες προσκομίζουν και επικαλούνται τις ληφθείσες ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών με αρ. …. ένορκες βεβαιώσεις των …………………………….. Οι ένορκες αυτές βεβαιώσεις δεν αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται υπόψη καθώς λήφθησαν πριν την άσκηση της κρινόμενης αγωγής και κατά συνέπεια χωρίς την τήρηση των νόμιμων διατυπώσεων.
17. Επειδή, αντιθέτως το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, με την με αρ. …. έκθεση απόψεων και κατατεθέν την 1.3.2022 υπόμνημα ζητά την απόρριψη της αγωγής ισχυριζόμενο ότι δεν υφίσταται παρανομία των αστυνομικών οργάνων, καθώς η έγκληση των εναγόντων απορρίφθηκε με την 1981/2018 απόφαση του Αυτόφωρου Μονομελούς. Επικουρικά, προβάλει ότι οι ενάγοντες συνετέλεσαν στην πρόκληση της ζημίας που υπέστησαν, με ποσοστό συνυπαιτιότητας 95% γιατί δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διαφυλάξουν οι ίδιοι την σωματική τους ακεραιότητα καθώς ενώ τους είχε ζητηθεί επανειλημμένα από τα συγκεντρωμένους να απομακρυνθούν, αρνήθηκαν να συμμορφωθούν.
18. Επειδή, από τα στοιχεία της δικογραφίας όπως εκτέθηκαν στην σκέψη 10 της παρούσας, προκύπτει ότι το πρωί της 13.11.2014, ο δεύτερος ενάγων … …, και ενώ βρίσκονταν μαζί με συμφοιτητές του στη συμβολή της Ακαδημίας με την Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ (κατεύθυνση προς Πανεπιστημίου), μετά την απώθηση τους από τον χώρο έμπροσθεν της εισόδου της Νομικής, δέχθηκε αιφνιδίως επίθεση από τους άντρες της … ομάδας ΔΙΑΤ, υποομάδας της διμοιρίας … Μετά τα πρώτα χτυπήματα, με τις ασπίδες και τα γκλοπ που έφεραν, έπεσε στο έδαφος, όπου τον περικύκλωσαν και συνέχισαν να τον χτυπούν με κλωτσιές, γροθιές, ενώ στην προσπάθεια του να σηκωθεί από το έδαφος στηριζόμενος στο χέρι του, δέχθηκε χτύπημα από γκλοπ στην αριστερή πλευρά του προσώπου του, στο μάτι. Συνέπεια των ανωτέρω ήταν ο τραυματισμός, όπως περιγράφηκε στα ιατρικά έγγραφα το περιεχόμενο των οποίων παρατέθηκε στην σκέψη 10. Από την έκταση δε των βλαβών (εκδορές σε πολλαπλά σημεία του ανωτέρου μέρους του σώματος), προκύπτει η σφοδρότητα της επίθεσης, η πολλαπλότητα των χτυπημάτων, καθώς και η βασιμότητα του ισχυρισμού του ότι ο ξυλοδαρμός του συνεχίσθηκε ακόμα και ενώ ήταν πεσμένος στο έδαφος. Ο πρώτος δε ενάγων όταν πλησίασε αυθόρμητα προς το σημείο σε βοήθεια του … δέχθηκε και ο ίδιος (ο Κ. …) χτυπήματα από τους αστυνομικούς κατευθείαν στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στο τριχωτό της κεφαλής. Άλλωστε, σε κανένα σημείο της δικογραφίας δεν αναφέρεται υπόνοια τέλεσης παράνομης πράξης εκ μέρους των εναγόντων. Ο δε ισχυρισμός του Δημοσίου περί συνυπαιτιότητας των εναγόντων γιατί δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διαφυλάξουν οι ίδιοι την σωματική τους ακεραιότητα καθώς ενώ τους είχε ζητηθεί επανειλημμένα από τα συγκεντρωμένους να απομακρυνθούν, αρνήθηκαν να συμμορφωθούν, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθώς, ανεξαρτήτως του ότι αναφέρεται σε γεγονότα που έγιναν σε πρότερο χρόνο μπροστά από την είσοδο της Νομικής Σχολής, οι ανωτέρω ενέργειες των αστυνομικών οργάνων δεν συμβιβάζονται με τις υποχρεώσεις τους, ως όργανα προστασίας του …, όπως αυτές περιγράφονται στην σχετική νομοθεσία (βλ. σκ. 9). Με τα δεδομένα αυτά και κατ’ εκτίμηση των συνθήκων τέλεσης, όπως εκτίθενται ανωτέρω, την αποκλειστική υπαιτιότητα των αστυνομικών οργάνων του εναγόμενου καθώς και την ηλικία και εν γένει προσωπική κατάσταση των εναγόντων κατά τον ένδικό χρόνο το Δικαστήριο κρίνει ότι, οι ενάγοντες υπέστησαν ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας, οφείλει το εναγόμενο να καταβάλλει στον πρώτο ενάγοντα …-… … το ποσό των 5.000,00 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα … … το ποσό των 9.000,00 ευρώ.
19. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το εναγόμενο οφείλει να καταβάλλει στον …-… … το ποσό των 5.000,00 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα … … το ποσό των 9.000,00 ευρώ. Τα ανωτέρω ποσά πρέπει να καταβληθούν νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής στο εναγόμενο, στις 13.11.2019 (σχ. η … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …), με επιτόκιο υπολογιζόμενο σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 4607/2019 (Α ́ 65). Περαιτέρω, το αίτημα των εναγόντων να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή είναι απορριπτέο, δεδομένου ότι οι ενάγοντες δεν επικαλούνται, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ιδιαίτερης δυσχέρειας για την αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών τους ή της ύπαρξης άλλων εξαιρετικών λόγων που δικαιολογούν σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 80 του Κ.Δ.Δ. την κήρυξη της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής. Τέλος, καταδικάζεται το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλλει στους ενάγοντες τα δικαστικά τους έξοδα ύψους 417,88 ευρώ (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.).
Δια ταύτα
Δέχεται εν μέρει την αγωγή́.
Υποχρεώνει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει νομιμοτόκως, από́ την επίδοση της αγωγής στις 13.11.2019, στον …-… … το ποσό των 5.000,00 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα … … το ποσό των 9.000,00 ευρώ.
Επιβάλλει σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων ύψους 417,88 ευρώ.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 7.4.2023 σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΤΣΙΝΟΥΚΑΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΕΥΘΥΜΙΟΥ
ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΑΘΗΝΑ…………….