ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 30/2023
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Στεφανία Χανιώτη, Εφέτη την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών.
Συνεδρίασε δημόσια στο γραφείο Δ1108 του 5ου ορόφου του καταστήματος του Εφετείου Αθηνών την 20η Ιανουαρίου 2023, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του αιτούντος : …. με ΑΦΜ …., κατοίκου …. Αττικής, παρασταθέντος δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Παναγιώτη Πιερράκου.
Της καθ’ ης η αίτηση : Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… …” που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού …., με Α.Φ.Μ … και αριθό ΓΕΜΗ ……, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “….” που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “….” που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού …. αριθμ. …, παρασταθείσας δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Πράσσου.
Ο αιτών με την περιεχόμενη στην από 10.01.2023 έφεσή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ …..2023, αίτηση η οποία κατατέθηκε και αυτοτελώς στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με ΓΑΚ/ΕΑΚ …..2023 και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί αυτοτελώς κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με την πράξη προσδιορισμού δικασίμου της Εφέτη Υπηρεσίας Αθηνών Αικατερίνης Μπετσικώκου, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα αναφερόμενα σε αυτήν.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο αϊτών εκθέτει ότι με την υπ’ αριθμ. 32/05.01.2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκε η από 29.06.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/…./2022 ανακοπή του και οι από 23.11.2022 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ….2022 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής με την οποία ζητούσε την ακύρωση α) της από 15.04.2022 επιταγής προς πληρωμή γεγραμμένης κάτωθι επικυρωμένου αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’ αριθ. 220/2020 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και β) της επιβληθείσας κατασχέσεως των ακινήτων του για την οποία συντάχθηκαν οι υπ’ αριθ. ….2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών … … και το υπ’ αριθ. …./30.05.2022 απόσπασμα αυτής, επισπευδόμενού πλειστηριασμού των κατασχεμένων ακινήτων πραγμάτων του στη … Αττικής για την 11η Ιανουαρίου 2023. Ότι κατά της ως άνω απορριπτικής οριστικής αποφάσεως, ο αϊτών άσκησε την από 10.01.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών …2023 έφεση οι λόγοι της οποίας πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσουν, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αιτήσεως, περαιτέρω, δε, η εξακολούθηση της αναγκαστικής εκτελέσεως (με τη διενέργεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού), θα του επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη. Με τα δεδομένα αυτά, ο αϊτών ζητά να ανασταλεί η αρξάμενη εκτελεστική διαδικασία εν γένει και ειδικότερα η διενέργεια του ορισθέντος, με την προσβαλλόμενη έκθεση κατασχέσεως, στις 11.01.2023, ημέρα Τετάρτη και από ώρα 10:00 έως ώρα 12:00 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ….., ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της ως άνω ασκηθείσας εκ μέρους του, εφέσεως. Τέλος, ο αϊτών ζητά να καταδικασθεί η καθής η αίτηση σε καταβολή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης. Η αίτηση αυτή εισήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου για να συζητηθεί την 11.01.2022 (ημέρα διενέργειας του πλειστηριασμού), πλην όμως η συζήτησή της αναβλήθηκε κατόπιν αιτήματος των διαδίκων, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Εν τω μεταξύ και δη μέχρι την τελευταία αυτή δικάσιμο, κατά την οποία η αίτηση συζητήθηκε, ο επισπευδόμενος πλειστηριασμός ανεστάλη συναινετικά, δυνάμει συμφωνίας των εν προκειμένω διαδίκων, επισπεύδουσας δανείστριας και οφειλέτη, μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της υπό κρίση αίτησης αναστολής.
Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αίτηση αναστολής αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 938 παρ.2 ΚΠοΔ, ως αυτό ισχύει, μετά τη γενόμενη τροποποίησή του με το Ν.4842/2021, που τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, λόγω του χρόνου επιδόσεως της από 15.04.2022 επίδικης επιταγής προς πληρωμή, στις 18 Απριλίου 2022), κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 686 επ. ΚΠολΔ). Ασκείται πλέον εμπρόθεσμα (ήτοι άνευ χρείας τηρήσεως της πενθήμερης προθεσμίας πριν τον πλειστηριασμό) και δη μετά την – επιγενόμενη της εκκρεμοδικίας της κρινομένης αιτήσεως- ματαίωση του επισπευδόμενου πλειστηριασμού αλλά και παραδεκτά, εφόσον λόγω της ως άνω αναφερόμενης συναινετικής αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας δεν έχει χωρήσει νέα εκτελεστική πράξη (δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού). Ομοίως, δε, παραδεκτά ασκήθηκε και η έφεση, στο πλαίσιο της οποίας ζητείται η ένδικη αναστολή, καθώς και αυτή έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης και με την καταβολή του προβλεπομένου, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ, 3 ΚΠολΔ, παράβολου, έτσι ώστε να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος. Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση αναστολής είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στην διάταξη του άρθρου 938 παρ. 2 ΚΠολΔ ως ισχύει μετά τη γενόμενη τροποποίησή του με το Ν. 4842/2021, κατά τα προεκτεθέντα, πλην του αιτήματος περί καταδίκης της καθής η αίτηση σε καταβολή δικαστικής δαπάνης του αιτούντος, το οποίο παρίσταται απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», όπως έχει αυτό τροποποιηθεί από το άρθρο 14 παρ.3 Ν.4236/2014, επί αιτήσεως αναστολής πλειστηριασμού, τα δικαστικά έξοδα και η αμοιβή πληρεξουσίου δικηγόρου του καθού η αίτηση επιδικάζονται σε βάρος του αιτούντος (ΕφΠειρ 36/2022, NOMOS, ΕφΑΘ 579/2020, NOMOS). Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Α. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3156/2003, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως «ιδιωτική τοποθέτηση» θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. «Μεταβιβάζων», κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και «αποκτών» νομικό μόνο πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και «τιτλοποιεί» τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα «ομολογίες» ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου που η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (παρ. 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενών απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (παρ. 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30.10.2003 – ΦΕΚ Β 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/9.11.2020 – ΦΕΚ Β 4944/9.11.2020- απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυση τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μία τέτοιας μεταβιβάσεως επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί με έγγραφη σύμβαση, η οποία σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 16), η διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, το οποίο στην περίπτωση που η εταιρεία ειδικού σκοπού (αποκτήσεως) δεν εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα. Ειδικότερα, για την ως άνω σύμβαση διαχειρίσεως, η οποία κατά τα εννοιολογικά της στοιχεία ταυτίζεται με τη σύμβαση εντολής (713 επ. ΑΚ) και αντιπροσωπεύσεως (211 επ. ΑΚ), η παράγραφος 14 του ως άνω άρθρου 10, ορίζει τα ακόλουθα: «Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό Ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένο με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρου με τον διαχειριστή». Από τα παραπάνω, είναι σαφές ότι η ως άνω εταιρεία διαχειρίσεως ενεργεί πράξεις διαχειρίσεως ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (αποκτήσεως). Ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση κατά τους ορισμούς του ν. 3156/2003, δεν απονέμει στην εταιρεία διαχειρίσεως (με την οποία συμβάλλεται η εταιρεία αποκτήσεως) την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική διατύπωση ώστε η τελευταία να ασκεί ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά του, όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 παρ. 4 αυτού. Με άλλα λόγια δεν της απονέμει ενεργητική κατ εξαίρεση νομιμοποίηση. Ρυθμίζει απλά τους όρους και το πλαίσιο της εκτελέσεως εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Εξάλλου η ανάγκη αποσυμφορήσεως και απαλλαγής των ελληνικών συστημικών τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια πελατών τους υπήρξε πιεστική, κι έτσι εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 4354/2015 (άρθρα 1-3) μία νέα, εντελώς διάφορη από την προηγούμενη, διαδικασία μεταβιβάσεως, αποκτήσεως και διαχειρίσεως μη εξυπηρετούμενων και αργότερα και εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων και πιστώσεων. Είναι ανάγκη στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι με το ν. 4904/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το ν. 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως και διαχειρίσεως επιχειρηματικών δανείων κ.λπ. με τιτλοποίηση. Εξακολούθησε και εξακολουθεί να ισχύει για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων που γίνονται με τους δικούς του όρους και διαδικασία. Μάλιστα, για να μην υπάρξει σύγχυση για τις εφαρμοζόμενες σε κάθε περίπτωση νομοθετικές ρυθμίσεις, ρητά ορίσθηκε στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. δ του ν. 4954/2015 ότι: «Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 3106/2003 (Α 157), ν. 1905/1990 (Α 141), 1665/1986 (Α 194), 3606/2007 (Α 195) και 4261/2014 (Α 100)». (ΑΠ 909/2021, ΤΝΤΙ-ΔΣΑ βλ. Γ. Αποστολάκης, Ζητήματα από την κατ εξαίρεση νομιμοποίηση των εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια σε ΕπΑκ 4/2021).
Β. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου οφείλει να κοινοποιήσει στον καθού η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντο αυτόν έγγραφα. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της υπό του δικαιοπαρόχου αρξαμένης εκτελέσεως, είναι δε ανεξάρτητος και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθού η εκτέλεση έλαβε άλλοθεν γνώση της διαδοχής. Ως νομιμοποιούντα τον διάδοχο έγγραφα νοούνται τα αποδεικνύοντα τη διαδοχή και πρέπει να κοινοποιούνται είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά. Απαιτείται δε η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης, της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας (ΑΠ 345/2006 ΤΝΠ-Νόμος).
Από όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι προσκομίζουν και όλα όσα ανέπτυξαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στο ακροατήριο, καθώς και με τα σημειώματά τους, πιθανολογείται η ευδοκίμηση του πρώτου λόγου έφεσης, η εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και αντίστοιχα η ευδοκίμηση του πρώτου λόγου ανακοπής, με συνέπεια την ακύρωση των ανακοπτόμενων πράξεων της επίδικης εκτελεστικής διαδικασίας (επιταγής και κατάσχεσης) και τούτο για τους κάτωθι λόγους : η καθ’ ης αίτηση και ανακοπή-εφεσίβλητη εταιρεία διαχειρίστρια απαιτήσεων επέδωσε την 18 Απριλίου 2022 στον αιτούντα και καθ’ ου η εκτέλεση τη γεγραμμένη κάτωθι επικυρωμένου αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’ αριθμ. 220/2020 τελεσίδικης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου … επιταγή προς πληρωμή του ισόποσου σε ευρώ κατά την ημέρα της καταβολής ποσού 1.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, πλέον δικαστικής δαπάνης, αμοιβής για τη σύνταξη της επιταγής και επίδοση αυτής, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της της επιταγής προς πληρωμή. Με την ως άνω τελεσίδικη δικαστική απόφαση επιδικάστηκε στην Τράπεζα … Α.Ε το ως άνω επιτασσόμενο ποσό σε βάρος του αιτούντος, ευθυνόμενου ως εγγυητή σε σύμβαση πιστώσεως με πιστούχο-πρωτοφειλέτη την αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία …. INC. Την ανακοπτόμενη επιταγή επέδωσε η καθ’ ης η ανακοπή και η υπό κρίση αίτηση, φερόμενη ως μη δικαιούχος διάδικος εκ της ιδιότητας της ως διαχειρίστρια απαιτήσεων εταιρεία από δάνεια και πιστώσεις του Ν. 4354/2015, δυνάμει συμβάσεως ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων που κατήρτισε με την ειδική διάδοχο της …. Α.Ε εταιρεία ειδικού σκοπού του ίδιου ως άνω νόμου με την επωνυμία ….. Η τελευταία φέρεται ως δικαιούχος της επίδικης απαιτήσεως, κατόπιν σειράς διαδοχικών μεταβιβάσεων απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της ΤΡΑΠΕΖΑΣ … αρχικά προς την εταιρεία ειδικού σκοπού … …..(σε περίληψη με την με αριθμ. Πρωτ. …. σύμβαση καταχωρηθείσα στο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών μετά του παραρτήματος αυτής στο οποίο φέρεται αναφερόμενη η επίδικη απαίτηση), κατόπιν οι ως άνω μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις επανήλθαν στην ΤΡΑΠΕΖΑ … (επαναγοράστηκαν με την σε περίληψη με αριθμ. Πρωτ. …. σύμβαση καταχωρηθείσα στο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών μετά του παραρτήματος αυτής στο οποίο φέρεται να περιλαμβάνεται η επίδικη απαίτηση), εν συνεχεία μεταβιβάστηκαν εκ νέου από την ΤΡΑΠΕΖΑ … στην … III…(σε περίληψη με αριθμό πρωτ. …. σύμβαση καταχωρηθείσα στο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών μετά του παραρτήματος αυτής στο οποίο φέρεται περιλαμβανόμενη και η επίδικη απαίτηση). Από αυτήν τη σειρά διαδοχικών μεταβιβάσεων φέρεται να κατέστη ειδική διάδοχος μεταξύ άλλων και της επιδίκου απαιτήσεως η … III ενώ η καθ” ης η αίτηση-ανακοπή και εφεσίβλητη προέβη στην έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης με την επίδοση της ανακοπτόμενης επιταγής ως μη δικαιούχος διάδοχος, φερόμενη να κατέστη νεότερη διαχειρίστρια των μεταβιβασθέντων στη … III απαιτήσεων μεταξύ των οποίων και η επίδικη, δυνάμει της από 01.03.2021 συμβάσεως διαχειρίσεως που καταχωρίστηκε στο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών. Σύμφωνα λοιπόν και με τα όσα αναφέρονται σχετικά στη μείζονα πρόταση της παρούσας, η επιδίδουσα την ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή όφειλε να συγκοινοποιήσει όλα τα έγγραφα από τα οποία προέκυπτε η μεταβίβαση της επίδικης απαίτησης στη … III καθώς και τη σύμβαση διαχείρισης με την οποία της ανατέθηκε η διαχείριση των μεταβιβασθέντων -με τη σύμβαση που μεταβιβάστηκε και η επίδικη- απαιτήσεων. Ήτοι όφειλε να κοινοποιήσει τις περιλήψεις όλων των διαδοχικών μεταβιβαστικών συμβάσεων, έτσι όπως αυτές καταχωρίστηκαν στο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (βλ. σχετικά με την επάρκεια κοινοποίησης της περίληψης και όχι ολοκλήρου της συμβάσεως ΕφΘεσ 494/2022, 160/2022 ΕφΠειρ 574/2020, ΕφΘεσ 1643/2019, Π. Γιαννόπουλο, Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης – Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ 2019/233 επ., Ν.Κατηφόρης σχόλιο κάτωθι ΜΠρΝαξ 57/2020, ΕΠολΔ 2020 σελ. 432 επ) αλλά και τη σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων που κατήρτισε με την … III και μάλιστα ολόκληρο το κείμενο αυτής, αφού στην περίπτωση των συμβάσεων διαχείρισης απαιτήσεων η καταχώρησή τους στο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου δεν είναι όρος αναγκαίος για τη συντέλεσή τους, όπως συμβαίνει με τις συμβάσεις μεταβίβασης απαιτήσεων για τις οποίες γίνεται δεκτό με το σκεπτικό αυτό ότι αρκεί η κοινοποίηση των περιλήψεών τους. Εν προκειμένω όμως η καθ’ ης η αίτηση-ανακοπή και εφεσίβλητη, προφανώς εκ παραδρομής παρέλειψε να κοινοποιήσει μία εκ της σειράς των μεταβιβαστικών συμβάσεων και δη την περίληψη με αριθμό πρωτοκόλου …. της σύμβασης επαναμεταβίβασης απαιτήσεων (μεταξύ των οποίων και η επίδικη, κατά το κοινοποιούμενο παράρτημα αυτής) από την …. στην Τράπεζα …. Το γεγονός ότι η καθ’ ης η αίτηση-ανακοπή κοινοποίησε το παράρτημα της ως άνω σύμβασης προσαρτημένο στην περίληψη με αριθμό πρωτοκόλλου …. που αφορούσε άλλη ομοειδή αλλά προφανώς με διαφορετικό χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων, σύμβαση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θεραπεύει την έλλειψη αυτή των νομιμοποιητικών εγγράφων ούτε απαιτείται να έχει υποστεί βλάβη ο καθ’ ου η εκτέλεση από την έλλειψη αυτή για να κριθεί άκυρη η επιταγή, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται αναλυτικά στη μείζονα πρόταση της παρούσας. Περαιτέρω, η καθ’ ης η αίτηση και ανακοπή δεν κοινοποίησε ολόκληρη την από 01.03,2021 σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης που κατήρτισε με την φερόμενη αποκτώσα εταιρεία … III αλλά μόνο περίληψη αυτής. Ως εκ τούτου πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει ο πρώτος λόγος έφεσης, κατά τον οποίο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κακώς εφάρμοσε το νόμο και απέρριψε ως αβάσιμο τον πρώτο λόγο ανακοπής κατά τον οποίο τα συγκοινοποιούμενα με την από 15.04.2022 επιταγή προς πληρωμή έγγραφα δεν αρκούσαν για να θεμελιώσουν ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ ης η αίτηση-ανακοπή – εφεσίβλητη στην επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Συνεπώς και δεδομένου ότι πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός ο σχετικός ως άνω λόγος της έφεσης, σε συνδυασμό με το ότι το κατασχεθέν αποτελεί την μοναδική κατοικία του αιτούντος και θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη από τη συνέχιση της εκτέλεσης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση περί αναστολής της εκτελέσεως να γίνει δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και να ανασταλεί άνευ εγγυήσεως, καθόσον τούτο δεν κρίνεται σκόπιμο, η επισπευδόμενη σε βάρος των αιτούντων αναγκαστική εκτέλεση, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ως άνω έφεσης, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό εκτιθέμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την αίτηση.
Αναστέλλει την εκτελεστική διαδικασία που επισπεύδεται σε βάρος του αιτούντος, με την -κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’ αριθμ. 220/2020 τελεσίδικης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου …- από 10.04.2022 επιταγή προς εκτέλεση και την υπ’ αριθμ. …. έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών … …, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 10.01.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών …. έφεσης του αιτούντος κατά της καθ’ ης η αίτηση.
Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης η αίτηση στον αιτούντα την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 30.01.2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ