ΤΜΗΜΑ 4ο ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ 291/2023
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εύα Πετρίδου, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Ελισάβετ Τσιτσικάου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22.2.2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. (υπ’ αριθ. πιν. …)
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας» (Ε.Ο.Δ.Υ.), που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής (Αγράφων αριθ. 3-5) και εκπροσωπείται νόμιμα – ως καθολικός διάδοχος του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας» (Ε.Ο.Δ.Υ.), σύμφωνα με το άρθρο 14 του Ν. 4633/2Ο19 (ΦΕΚ Α’ 161/16.10.2019), το οποίο είχε υπεισέλθει στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αρχικώς εναγόμενου νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων» (ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.), ως καθολικός διάδοχός του, σύμφωνα με το άρθρο 62 του Ν. 4600/2019 (ΦΕΚ Α’ 43/9·3·2019) – το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Θεόδωρου Φραγκιαδουλάκη.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ι) … … του …, δικηγόρου Αθηνών, κατοίκου … Αττικής (… αριθ. 11) και
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΝΤΩΝ: 2) Νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών», που εδρεύει στην Αθήνα (Ακαδημίας αριθ. 6ο) και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) σωματείου με την επωνυμία «Ένωση Εμμίσθων Δικηγόρων», που εδρεύει στην Αθήνα (Ναυάρχου Νικοδήμου αριθ. 2) και εκπροσωπείται νόμιμα, από τους οποίους η πρώτη παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου Παναγιώτη Κατσαρού, το δεύτερο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Βασιλικής Ζυγούρη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και το τρίτο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Ανδρέα Κουτσόλαμπρου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Β. (υπ αριθ. πιν. …)
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: … … του …, δικηγόρου Αθηνών, κατοίκου … Αττικής (… αριθ. …), η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου Παναγιώτη Κατσαρού.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας» (Ε.Ο.Δ.Υ.), που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής (Αγράφων αριθ. 3-5) και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Θεόδωρου Φραγκιαδουλάκη.
Γ. (υπ’ αριθ. πιν. …)
ΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΟΣ: Νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών», που εδρεύει στην Αθήνα (Ακαδημίας αριθ. 6ο) και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Βασιλικής Ζυγούρη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΤΗΣ ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: … … του …, δικηγόρου Αθηνών, κατοίκου … Αττικής (… αριθ. 11), η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου Παναγιώτη Κατσαρού.
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας» (Ε.Ο.Δ.Υ.), που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής (Αγράφων αριθ. 35) και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Θεόδωρου Φραγκιαδουλάκη.
Δ· (υπ’ αριθ. πιν. …)
ΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΟΣ: Σωματείου με την επωνυμία «Ένωση Εμμίσθων Δικηγόρων», που εδρεύει στην Αθήνα (Ναυάρχου Νικοδήμου αριθ. 2) και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Ανδρέα Κουτσόλαμπρου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΤΗΣ ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: … … του …, δικηγόρου Αθηνών, κατοίκου … Αττικής (… αριθ…), η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου Παναγιώτη Κατσαρού.
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας» (Ε.Ο.Δ.Υ.), που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής (Αγράφων αριθ. 3_5) και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Θεόδωρου Φραγκιαδουλάκη.
Η ενάγουσα … … του … ζήτησε να γίνει δεκτή η από 1.6.2018 αγωγή που άσκησε κατά του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων» (ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.), η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό …/…/19-8-2008. Επίσης, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών» άσκησε υπέρ της ενάγουσας την από 19.10.2018 πρόσθετη παρέμβασή του, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του ίδιου Δικαστηρίου με αριθμό …/…2018. Ακόμη, το σωματείο με την επωνυμία «Ένωση Εμμίσθων Δικηγόρων» άσκησε υπέρ της ενάγουσας την από 12.10.2018 πρόσθετη παρέμβασή του, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του ίδιου Δικαστηρίου με αριθμό …/…2018.
Η συζήτηση της υπόθεσης στην αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 30.10.2018 ματαιώθηκε και με την από 15.11.2018 και αριθ. κατάθεσης …, κοινή κλήση της ενάγουσας και των υπέρ αυτής προσθέτως παρεμβάντων, η υπόθεση εισήχθη εκ νέου προς συζήτηση στη δικάσιμο της 29.1.2019, οπότε συζητήθηκε. Εκδόθηκε δε η υπ’ αριθ. 98/2019 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών – διαφορών από αμοιβές), με την οποία απορρίφθηκε εν μέρει η αγωγή και κατά τα λοιπά ανεστάλη η δίκη κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ. Ακολούθως η υπόθεση εισήχθη προς επαναλαμβανόμενη συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στη δικάσιμο της 20.10.2020, με την από 30·6·2020 και αριθ. κατάθεσης …. κοινή κλήση της ενάγουσας και των υπέρ αυτής προσθέτως παρεμβάντων, οπότε συζητήθηκε και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 34/2021 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών – διαφορών από αμοιβές), με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή.
Κατά των αποφάσεων αυτών ασκήθηκαν οι ακόλουθες δύο εφέσεις:
Α. Το εναγόμενο, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας» (Ε.Ο.Δ.Υ.), που είχε υπεισέλθει ήδη από τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας ως καθολικός διάδοχος στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας» (Ε.Ο.Δ.Υ.), το οποίο προηγουμένως είχε και αυτό με τη σειρά του υπεισέλθει ως καθολικός διάδοχος στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αρχικώς εναγόμενου νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων» (ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.), άσκησε την από 16.12.2021 έφεσή του κατά της ενάγουσας και των προσθέτως παρεμβάντων, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό …..2021 και σε αντίγραφο στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών με αριθμό …/…/…2021, προσδιορίστηκε δε προς συζήτηση κατά την παρούσα δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο (υπ’ αριθ. …).
Β. Η ενάγουσα άσκησε την από 17.12.2021 έφεση της κατά του εναγομένου, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό …..2021 και σε αντίγραφο στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών με αριθμό ….2021, προσδιορίστηκε δε προς συζήτηση κατά την παρούσα δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο (υπ’ αριθ. 28).
Επίσης, ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου ασκήθηκαν οι ακόλουθες δύο πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ της διαδίκου … … του …:
Γ. Το πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβάν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών» άσκησε την από 10.2.2022 πρόσθετη παρέμβασή του, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών με αριθμό …/…2022, προσδιορίστηκε δε προς συζήτηση κατά την παρούσα δικάσιμο και γράφηκε στο πινάκιο (υπ’ αριθ. ….)·
Δ. Το πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβάν σωματείο με την επωνυμία «Ένωση Εμμίσθων Δικηγόρων» άσκησε την από 9-2.2022 πρόσθετη παρέμβασή του, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών με αριθμό …/…2022, προσδιορίστηκε δε προς συζήτηση κατά την παρούσα δικάσιμο και γράφηκε στο πινάκιο (υπ’ αριθ. ….)-
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – εφεσίβλητου – καθ’ ου οι πρόσθετες παρεμβάσεις και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης – εκκαλούσας – υπέρ ης οι πρόσθετες παρεμβάσεις παραστάθηκαν στο ακροατήριο και αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εφεσίβλητων – προσθέτως παρεμβαίνοντων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά κατέθεσαν δηλώσεις του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσαν προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.1. Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου: Α) Η από 16.12.2021 έφεση, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό …/…2021 και σε αντίγραφο στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών με αριθμό …/…/…2021, από το εναγόμενο της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από 1.6.2018 και αριθ. κατάθεσης …/…/19-6.2018 αγωγής, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας» (Ε.Ο.Δ.Υ.) – που είχε υπεισέλθει ήδη από τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας ως καθολικός διάδοχος στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας» (Ε.Ο.Δ.Υ.), το οποίο προηγουμένως είχε και αυτό με τη σειρά του υπεισέλθει ως καθολικός διάδοχος στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αρχικώς εναγόμενου νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων» (ΚΕ-ΕΛ.Π.ΝΟ.) – στρεφόμενη κατά (και) της ενάγουσας, … … του … και Β) η από 17-12.2021 έφεση της τελευταίας κατά του εναγόμενου, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό …..2021 και σε αντίγραφο στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών με αριθμό ….2021. Αμφότερες οι εφέσεις βάλλουν κατά της οριστικής υπ’ αριθ. 34/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί της ως άνω αγωγής, αλλά η ανωτέρω υπό στοιχείο Β’ έφεση και κατά της εν μέρει οριστικής υπ’ αριθ. 98/2019 προγενέστερης απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε επί της ίδιας αγωγής, ως προς τις οριστικές της διατάξεις. Η τελευταία εξάλλου, ως προς τις μη οριστικές διατάξεις της, θεωρείται ως συνεκκληθείσα με τις ανωτέρω εφέσεις (άρθρ. 53 παρ. 2 ΚΠολΔ). Οι εν λόγω αποφάσεις εκδόθηκαν αμφότερες αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών από αμοιβές (άρθρ. 614 αριθ. 5 ΚΠολΔ). Επίσης, εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου: Γ) Η από 10.2.2022 και αριθ. κατάθεσης …/…2022 πρόσθετη παρέμβαση στη δίκη, υπέρ της διαδίκου … …, του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών» και Δ) η από 9-2.2022 και αριθ. κατάθεσης ….·2022 πρόσθετη παρέμβαση στη δίκη, υπέρ της ίδιας ως άνω διαδίκου, του σωματείου με την επωνυμία «Ένωση Εμμίσθων Δικηγόρων». Των ως άνω εφέσεων και πρόσθετων παρεμβάσεων, οι οποίες αρμοδίως εισάγονται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει, λόγω της συνάφειάς τους αλλά και της σχέσης κυρίου προς παρεπόμενο μεταξύ των δύο πρώτων αφενός και των δύο τελευταίων αφετέρου, να διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκαση, διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρ. 19, 31, 240 ΚΠολΔ, 524 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ).
Ι.2. Αμφότερες οι ανωτέρω εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως, με κατάθεση στη γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις (άρθρ. 495 παρ. 1,2 ΚΠολΔ) και εμπροθέσμως, εντός της νόμιμης προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 34/2021 οριστικής απόφασης (άρθρ. 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), που έλαβε χώρα στις 19.11.2021, από μέρους της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης – εκκαλούσας (βλ. το προσαγόμενο από το εκκαλούν – εφεσίβλητο, αντίγραφο της απόφασης που του επιδόθηκε με εντολή της αντιδίκου του, με την επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας …. επί αυτού, για την επίδοσή του). Εξάλλου, λόγω του είδους της διαδικασίας (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών – διαφορών από αμοιβές, άρθρ. 614 αριθ. 5 ΚΠολΔ) δεν απαιτείτο η κατάθεση παράβολου έφεσης (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ. τελευτ. ΚΠολΔ) από κανέναν των εκκαλούντων και κατά συνέπεια το παράβολο που κατέθεσε το εκκαλούν της ανωτέρω υπό στοιχείο Α’ έφεσης (βλ. το υπ’ αριθ. …./2021 e-παράβολο, το οποίο αναφέρεται και επισυνάπτεται στην έκθεση κατάθεσης του εν λόγω ένδικου μέσου, ποσού 100 ευρώ) πρέπει να αποδοθεί σε αυτό, ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης επί της έφεσής του (ΑΠ 319/2017). Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει οι ανωτέρω εφέσεις, συνεκδικαζόμενες, να γίνουν τυπικά δεκτές – η πρώτη όμως μόνο σε όσο μέρος στρέφεται κατά της ενάγουσας της από 1.6.2018 αγωγής και όχι και σε όσο μέρος στρέφεται κατά των λοιπών εφεσίβλητων, όπως παρακάτω θα αναφερθεί – και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις.
Ι.2.α. Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν», σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «δικαστική προστασία μπορεί να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον», προκύπτει ότι αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 90 περ. ζ’ του (νέου) Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013, ΦΕΚ Α’ 208/27.9.2013), «στους Δικηγορικούς Συλλόγους ανήκει: α) …, ζ) Η άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον δικαστηρίων και κάθε αρχής (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι ανεξάρτητες αρχές) για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού, οικονομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου που ενδιαφέρει τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα γενικότερα, καθώς και για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος. Για την υλοποίηση και επίτευξη αυτού του σκοπού οι Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούν να υποβάλλουν αγωγή, κυρία ή πρόσθετη παρέμβαση, αναφορά, μήνυση, δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, αίτηση ακύρωσης, ουσιαστική προσφυγή και γενικά οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα και μέσο οποιασδήποτε φύσης ενώπιον κάθε δικαστηρίου ποινικού, πολιτικού, διοικητικού ουσίας ή ακυρωτικού ή ελεγκτικού οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και σε οποιοδήποτε διεθνές δικαστήριο. Επίσης, για τα πιο πάνω ζητήματα μπορούν να παρεμβαίνουν, με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, σε κάθε αρμόδια αρχή στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και σε οποιανδήποτε άλλη υπηρεσία ή αρχή του διεθνούς δικαίου». Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται, ότι οι δικηγορικοί σύλλογοι έχουν έννομο συμφέρον να ασκήσουν πρόσθετη παρέμβαση σε εκκρεμή δίκη, για όλα τα ζητήματα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου που ενδιαφέρουν τα μέλη τους ή κατηγορία μελών τους ή γενικότερα το δικηγορικό σώμα και αποτελούν αντικείμενο της εκκρεμούς δίκης (ΑΠ 681/2017, ΑΠ 1147/2015)
Εξάλλου, όπως σαφώς προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 80, 81 παρ. 3, 82, 110 παρ. 2, 517 και 558 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, τα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης δεν απευθύνονται καταρχήν κατά του προσθέτως παρεμβάντος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, εκτός αν κατά τη δίκη εκείνη ανέλαβε τον δικαστικό αγώνα (οπότε κατέστη κύριος διάδικος) ή το ένδικο μέσο αφορά στην πρόσθετη παρέμβαση, καθώς και στην περίπτωση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (άρθρ. 83 ΚΠολΔ) – στην οποία η ισχύς της απόφασης, δηλαδή τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου, η εκτελεστότητα και η διαπλαστική ενέργεια αυτής, εκτείνεται στις έννομες σχέσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος με τον αντίδικό του (ως τέτοιου νοούμενου του αντιδίκου του υπέρ ου η παρέμβαση κύριου διαδίκου). Πρέπει όμως ο προσθέτως παρεμβάς να καλείται στη συζήτηση των ανωτέρω ένδικων μέσων, ώστε να ενημερώνεται για την εξέλιξη της δίκης που ανοίγεται με την άσκησή τους και να ασκεί τα νόμιμα δικαιώματά του, ενόψει ότι χωρίς την κλήτευσή του παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης, οπότε, αν δεν κλητευθεί και δεν εμφανιστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, κηρύσσεται και αυτεπαγγέλτως απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης ή της αναίρεσης (Σαμουήλ, Η έφεση, Ε’ έκδ., παρ. 33θ, ΑΠ 1255/2020, ΑΠ 868/2018).
Ι.2.β. Στην προκειμένη περίπτωση, άσκησαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με τα από 19-10.2018 (αριθ. κατάθεσης …) και από 12.10.2018 (αριθ. κατάθεσης …/…2018) δικόγραφά τους αντιστοίχως, σύμφωνα με τα άρθρα 80 ΚΠολΔ και 90 περ. ζ’ του Ν. 4194/2013 πρόσθετη παρέμβαση στη δίκη υπέρ της διαδίκου … …, δικηγόρου Αθηνών, ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης – εκκαλούσας, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών» και το σωματείο με την επωνυμία «Ένωση Εμμίσθων Δικηγόρων», των οποίων η εν λόγω διάδικος είναι μέλος, επικαλούμενα έννομο συμφέρον προς τούτο, συνιστάμενο στο ότι αντικείμενο της δίκης αποτελεί και νομικό ζήτημα που ενδιαφέρει τα μέλη τους, αυτό της ερμηνείας και εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 46 παρ. 2 εδάφιο τελευταίο του νέου Κώδικα Δικηγόρων. Το εκκαλούν της υπό στοιχείο Α’ έφεσης έστρεψε την έφεσή του και κατά των πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβάντων υπέρ της αντιδίκου του, επιδίδοντάς τους και το σχετικό δικόγραφο. Ωστόσο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, σε όσο μέρος η έφεσή του στρέφεται κατά των πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβάντων, 2ου και 3ου των εφεσίβλητων αντιστοίχως, είναι απαράδεκτη, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα (άρθρ. 532 ΚΠολΔ), αφού πρόκειται περί απλής πρόσθετης παρέμβασης και στις δύο περιπτώσεις και όχι αυτοτελούς, ενώ και οι λόγοι της έφεσης δεν αφορούν στις πρόσθετες παρεμβάσεις. Πλην όμως εκτιμάται από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ως κλήτευση των πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβάντων, για το παραδεκτό της συζήτησης του ένδικου μέσου (βλ. νομολογιακές παραπομπές στο τέλος της μείζονας σκέψης). Ανεξαρτήτως πάντως της κατά τον τρόπο αυτό κλήτευσής τους (μόνο) από το εκκαλούν της ανωτέρω έφεσης (κλήτευσή τους από την εκκαλούσα της δεύτερης έφεσης δεν προκύπτει), παραδεκτός εμφανίζονται και παρίστανται στο παρόν Δικαστήριο κατά τη συζήτηση αμφοτέρων των εφέσεων, αφενός καταθέτοντας προτάσεις επί της έφεσης του εναγομένου και αφετέρου καταθέτοντας αντιστοίχως το αριθ. κατάθεσης …/…2022 δικόγραφο «πρόσθετης παρέμβασης» και το αριθ. κατάθεσης …/…2022 δικόγραφο «πρόσθετης παρέμβασης» (αλλά και προτάσεις επί αυτών), που εκτιμώνται ως δικόγραφα για ανάπτυξη των ισχυρισμών τους προς υποστήριξη της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης – εκκαλούσας και όχι ως δικόγραφα «πρόσθετης παρέμβασης», αφού η τελευταία θα ήταν χωρίς αντικείμενο, εν όψει ότι έχουν ήδη ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση στη δίκη, κατά τη διεξαγωγή της στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας και συνεπώς διατηρούν κατά τη δευτεροβάθμια δίκη ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την ιδιότητα του προσθέτως παρεμβάντος, με την οποία και συμμετέχουν σε αυτή (ΑΠ 380/2019).
Ι·3· Όπως προκύπτει από το πνεύμα και τον σκοπό του άρθρου 281 ΑΚ, αυτό ρυθμίζει την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από ουσιαστικούς νόμους και όχι από δικονομικούς και επομένως η απαγόρευση της άσκησης του δικαιώματος που το εν λόγω άρθρο ορίζει, με τους όρους που το προβλέπει, είναι παραδεκτή μόνο για δικαίωμα που απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού νόμου και όχι από διατάξεις δικονομικές. Κατ’ ακολουθίαν, ο ισχυρισμός που προβάλλει η ενάγουσα, ως ήδη εφεσίβλητη, … …, με τις παρούσες προτάσεις της, περί απαραδέκτου της κρινόμενης έφεσης του εναγομένου, για το λόγο ότι η άσκηση αυτής υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, καθόσον ασκήθηκε παρότι ο αντίδικός της είχε προηγουμένως εκφράσει την πρόθεσή του να τερματίσει την αντιδικία μεταξύ τους χωρίς την άσκηση ένδικων μέσων από την πλευρά του, αποδεχόμενος εφεξής τις υπηρεσίες της όπως πριν την επίδικη καταγγελία, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί (ΑΠ 1003/2008, ΑΠ 1662/2006, ΝοΒ 2007, 438, ΑΠ ΑΠ 458/2000, ΕλΔ 2000, 1609, ΑΠ 1006/1999 ΕλΔ 1999,1718, ΑΠ 683/1999, ΕΔ 2000, 379, ΑΠ 980/1997 ΝοΒ 46, 9θο, ΑΠ 116/1997 ΕΕΝ 1999,449, ΑΠ 1200/1992 ΕλΔ 1994,389)·
ΙΙ.ι.α. Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1, 5 του Ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου συνιστά δικαίωμα του εργοδότη ή του εργαζόμενου και είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία, με την έννοια ότι το κύρος της καταγγελίας δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία γίνεται. Η άσκησή της ωστόσο δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (άρθρ. 281 ΑΚ). Σε περίπτωση δε τέτοιας υπέρβασης, η καταγγελία καθίσταται απαγορευμένη ως καταχρηστική και συνεπώς άκυρη (άρθρ. 174, 180 ΑΚ). Η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από μέρους του εργοδότη θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς τον σκοπό για τον οποίο έχει προβλεφθεί ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις όπου η καταγγελία γίνεται από εχθρότητα ή διάθεση εκδίκησης μετά από προηγηθείσα συμπεριφορά του εργαζόμενου, που ήταν μεν νόμιμη αλλά δεν ήταν αρεστή στον εργοδότη του. Δεν συντρέχει όμως περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν οι τυχόν επικαλούμενοι από τον εργοδότη λόγοι που αποτέλεσαν την αιτία της καταγγελίας, είναι αναληθείς ή δεν υπάρχει κάποια εμφανής αιτία γΓ αυτήν, διότι λόγω του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, δεν είναι ο εργοδότης αυτός που πρέπει να τη δικαιολογήσει αλλά ο εργαζόμενος πρέπει, επιδιώκοντας την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, να επικαλεστεί και να αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά εξαιτίας των οποίων η άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και ως εκ τούτου καθίσταται απαγορευμένη. Ακόμη και η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή εκείνη που δεν γίνεται για σοβαρούς λόγους συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης του εργοδότη, δεν είναι δίχως άλλο καταχρηστική, διαφορετικά η καταγγελία θα μετατρεπόταν από αναιτιώδης δικαιοπραξία σε αιτιώδη (ΑΠ 725/2020, ΑΠ 114/2019, ΑΠ 1250/2016, ΑΠ 102/2017, ΑΠ 769/2016). Η μονομερής δικαιοπραξία με την οποία ασκείται το δικαίωμα της καταγγελίας είναι αναιτιώδης, εκτός αν από ειδική διάταξη νόμου, κανονισμού εργασίας, συλλογικής σύμβασης εργασίας κ.λ.π. προβλέπεται συγκεκριμένος λόγος για τον οποίο μπορεί να καταγγελθεί η σύμβαση (Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο, έκδ. 2011, σελ. …). Η καταγγελία μπορεί επίσης να γίνει αιτιώδης με συμφωνία των μερών και δη για συγκεκριμένους λόγους που διαπιστώνονται κατά προδιαγεγραμμένη εκ των προτέρων διαδικασία (ΑΠ 1043/1997 ΕλΔ 39, 1305)· Περαιτέρω, στην περίπτωση που η καταγγελία μνημονεύει τον λόγο για τον οποίο γίνεται, τούτο δεν καθιστά από μόνο του την καταγγελία αιτιώδη. Ο απολυθείς εξάλλου, μπορεί με αγωγή να ζητήσει την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασής του ως καταχρηστικής και να αξιώσει τα εντεύθεν δικαιώματά του, επικαλούμενος τα περιστατικά που θεμελιώνουν την καταχρηστικότητα της καταγγελίας, χωρίς να χρειάζεται να αντικρούσει τα τυχόν περιληφθέντα στο έγγραφο της καταγγελίας περιστατικά που δικαιολογούν την απόλυση, ενώ, αν τυχόν τα περιστατικά αυτά προβληθούν από τον εργοδότη, συνιστούν άρνηση της αγωγής (ΑΠ 1540/2006 ΕΕΔ 66, 810). Στην πράξη, βέβαια, ο καταγγέλλων εργοδότης μνημονεύει συνήθως τον λόγο που προκαλεί την καταγγελία από μέρους του, είτε στο ίδιο το έγγραφό της είτε προφορικός προς τον εργαζόμενο (Βλαστός, Επίτομο Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, έκδ. 2001, σελ. 506)· Ο ίδιος ο νόμος, πάντως, δεν προβλέπει τυπική υποχρέωση ανακοίνωσης ή γνωστοποίησης στον απολυόμενο του λόγου της απόλυσης κατά τον χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης και δη έγγραφης. Όταν δε ο νομοθέτης επιθυμεί την αναγραφή του λόγου της καταγγελίας στο έγγραφο της απόλυσης, το αναφέρει ρητώς και σαφώς, όπως πράττει στην περίπτωση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της εγκύου γυναίκας (άρθρο 10 παρ. 2 του ΠΔ 176/1997)· Έτσι, στην καταγγελία σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, καίτοι μάλιστα αυτή είναι εκ του νόμου αιτιώδης, αφού για το κύρος της πρέπει να συντρέχει συγκεκριμένος λόγος, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως σπουδαίος (ΑΚ 672), γίνεται δεκτό ότι ο εργοδότης δεν είναι υποχρεωμένος με ποινή ακυρότητας να αναφέρει στο έγγραφο της καταγγελίας τα συγκεκριμένα περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν τον σπουδαίο λόγο, ακριβώς διότι ο ίδιος ο νόμος δεν το προβλέπει (ΑΠ 295/2012, ΑΠ 824/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ), τυχόν αναφορά δε τέτοιων περιστατικών από τον καταγγέλλοντα δεν τον εμποδίζει να επικαλεστεί και άλλους, προϋπάρχοντες σπουδαίους λόγους για την καταγγελία μεταγενεστέρως (ΑΠ 1111/2015, ΑΠ 82/2005 ΕΕργΔ 65,2006,147, ΑΠ 100/1996 ΕΕΔ1997,711)·
ΙΙ.ι.γ. Το παραπάνω νομικό καθεστώς δεν άλλαξε μετά την κύρωση (άρθρο πρώτο Ν. 4359/2016, που ισχύει από 20.1.2016) του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (στο εξής ΑναθΕΚΧ). Πράγματι, είναι αληθές ότι με το άρθρο 24 στοιχείο α’ του ΑναθΕΚΧ αναγνωρίζεται «το δικαίωμα όλων των εργαζομένων να μη λύεται η εργασιακή τους σχέση χωρίς βάσιμο λόγο που να συνδέεται με την ικανότητα ή τη συμπεριφορά τους ή να βασίζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας». Περαιτέρω, όμως, με το άρθρο 24 στοιχείο β’ του ΑναθΕΚΧ, ως συνέπεια της παραβίασης του πιο πάνω δικαιώματος προβλέπεται μόνο «το δικαίωμα των εργαζομένων, των οποίων η εργασιακή σχέση λύεται χωρίς βάσιμο λόγο, σε επαρκή αποζημίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, ακόμη και αν δεν υπάρχει βάσιμος λόγος για την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη, το κύρος της καταγγελίας δεν θίγεται. Η δε υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον εργαζόμενο αναγνωρίζεται από παλιά στο εσωτερικό δίκαιο (Ν. 2112/1920, Ν. 3193/1955, Β.Δ. 16/18-7-1920, σε συνδυασμό με Ν. 3899/2010 και Ν. 4093/2012) για κάθε περίπτωση καταγγελίας (με εξαίρεση αυτή που γίνεται κατόπιν υποβολής μήνυσης) και δεν αίρεται η υποχρέωσή του αυτή ακόμη και όταν ο εργοδότης θα μπορούσε να αποδείξει βάσιμο λόγο για τη λύση του ενοχικού δεσμού. Επομένως, η θετική ή αποφατική αναφορά σε βάσιμο λόγο καταγγελίας αποβαίνει αλυσιτελής. Γι’ αυτό και το κύρος της ήδη γενομένης καταγγελίας εξακολουθεί να ελέγχεται, όπως και προηγουμένως, εξατομικευμένα, μόνο με την εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 1512/2018 ΝοΒ 2019,1047, ΕφΘεσ 399/2020 Αρμ 2021, 803).
ΙΙ.2.α. Από τα άρθρα 43 και 46 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» (νέος Κ.Δ.) – όπως ισχύουν από 27.9-2013 (ΦΕΚ Α’ 208/27.9-2013) -1,2,38, 44, 63, 92 και 94 του Ν.Δ. 3026/1954 (ΦΕΚ Α’ 235/8-10-1954) «Περί του Κώδικος των Δικηγόρων» (παλαιός Κ.Δ.) – όπως ίσχυσαν πριν από την 27-9-2013 (άρθρο 166 Ν. 4194/2013) – και 3, 174, 18ο, 648, 649, 653, 654, 655, 656, 669, 672, 681, 361 και 713 ΑΚ προκύπτουν, μεταξύ άλλων, τα εξής: Η παροχή καθαρά νομικών υπηρεσιών από δικηγόρο με πάγια ετήσια ή μηνιαία (περιοδική) αμοιβή – αντιμισθία, είναι επιτρεπτή και έγκυρη μόνο υπό τη μορφή της έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου. Ρυθμίζεται δε από τον Κώδικα Δικηγόρων (παλαιό και νέο), καθώς και, συμπληρωματικά, από τις περί εντολής και παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών διατάξεις του Αστικού Κώδικα, ενώ ανάλογη εφαρμογή έχουν οι διατάξεις που ισχύουν στις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον αυτές συνδυάζονται, προσαρμόζονται και εναρμονίζονται προς τις διατάξεις του παλαιού και νέου Κώδικα Δικηγόρων (ΟλΑΠ 25/2002). Η σύμβαση έργου και η σύμβαση για την παροχή νομικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αντιμισθία για ορισμένο χρόνο αποτελούν απαγορευμένες μορφές συμβατικής απασχόλησης δικηγόρου και εάν τυχόν έχουν καταρτιστεί, θεωρούνται εξ υπαρχής, δηλαδή από την κατάρτισή τους, ως σύμβαση ιδιόρρυθμης έμμισθης εντολής παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αντιμισθία για αόριστο χρόνο. Η σύμβαση έμμισθης εντολής δικηγόρου για την παροχή νομικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αντιμισθία λύνεται, μεταξύ των άλλων, ύστερα από καταγγελία του εντολέα, με καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΑΠ 557/2021), που ορίζεται στον Κώδικα Δικηγόρων (άρθρ. 46 παρ. 3 Ν. 4194/2013, 94 παρ.1 Ν.Δ. 3026/1954)· Η καταγγελία, όμως, παρά τον εμπιστευτικό χαρακτήρα της σύμβασης, απαγορεύεται αν αντίκειται στο άρθρο 281 ΑΚ, δηλαδή αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος αυτού, οπότε, μαχόμενος ο εντολοδόχος δικηγόρος με σχετική αγωγή κατά του κύρους της καταγγελίας, φέρει το βάρος της επίκλησης και απόδειξης των περιστατικών που συνιστούν την προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 139/2019, ΑΠ 205/2018, ΑΠ 460/2013). Η προφανής υπέρβαση των ανωτέρω ορίων έχει ως αποτέλεσμα την ακυρότητα της απόλυσης, ο δε εντολέας, αρνούμενος να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του εντολοδόχου δικηγόρου, περιέρχεται σε υπερημερία εργοδότη (ΑΠ 140/2020) και έχει την υποχρέωση, μέχρι να άρει την υπερημερία του, να του καταβάλλει τις αποδοχές υπερημερίας, που συνίστανται στη μετέπειτα και κατά τη διάρκεια της υπερημερίας αμοιβή του (ΑΠ 610/2015), η οποία περιλαμβάνει εκτός από την πάγια περιοδική αμοιβή και τα τυχόν επιδόματα θέσης (ΕφΑθ 966/2010 ΕλΔ 2012, ι88), όπως το επίδομα προϊσταμένου, το οποίο μπορεί να λαμβάνει ο δικηγόρος που αμείβεται με πάγια αντιμισθία, εφόσον ασκεί καθήκοντα προϊσταμένου σε θέση που προβλέπεται από διατάξεις καταστατικού ή εσωτερικού κανονισμού εργασίας του εργοδότη – εντολέα (ΑΠ 211/2009). Επί εντολέα που τυγχάνει νομικό πρόσωπο, η καταγγελία γίνεται από το φυσικό πρόσωπο ή πρόσωπα, που, ως όργανα του νομικού προσώπου, κατά το νόμο ή το καταστατικό του, εκφράζουν τη βούλησή του και το εκπροσωπούν στις σχέσεις του με τρίτους (ΑΠ 833/2002 ΕλΔ 2005,126). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ. 2 του νέου Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013), που ισχύει κατά τον εδώ κρίσιμο χρόνο της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης, η καταγγελία σύμβασης έμμισθης εντολής δικηγόρου για την παροχή νομικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή, προβλέπεται ως τυπική δικαιοπραξία, αφού πρέπει με ποινή ακυρότητας να γίνει εγγράφως, δηλαδή η δήλωση βούλησης του εντολέα για την καταγγελία της σύμβασης πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, το οποίο πρέπει να αναφέρει το λόγο της απόλυσης και να επιδοθεί στον εντολοδόχο δικηγόρο με δικαστικό επιμελητή (ΑΠ 382/2022). Εξάλλου, εάν για το προσωπικό του εντολέα ισχύει κανονισμός εργασίας που προβλέπει μόνιμη υπηρεσία του προσωπικού, ήτοι προβλέπει μονιμότητα στην υπηρεσία, ανεξαρτήτως εάν ο έμμισθος δικηγόρος υπάγεται στον κανονισμό, η από μέρους του εντολέα καταγγελία μπορεί να γίνει μόνο όταν υπάρχει σπουδαίος λόγος, δηλαδή η καταγγελία στην περίπτωση αυτή είναι αιτιώδης, με την έννοια ότι το κύρος της εξαρτάται από την ύπαρξη της αιτίας για την οποία γίνεται, πρέπει δε αυτή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως σπουδαίος λόγος. Διαφορετικά, η καταγγελία συμβάσεων παροχής δικηγορικών υπηρεσιών παραμένει εκ του νόμου αναιτιώδης (ΑΠ 919/2022, ΑΠ 140/2020, ΑΠ 139/2019, ΑΠ 908/2017), ενώ δεν καθιστά αιτιώδη την καταγγελία (δηλαδή δεν απαιτείται για το κύρος της καταγγελίας η ύπαρξη συγκεκριμένου λόγου), από μόνο του το γεγονός ότι η διάταξη προβλέπει πως απαιτείται με ποινή ακυρότητας να αναφέρεται στο έγγραφο της καταγγελίας ο λόγος της απόλυσης. Εάν δε επιθυμία του νομοθέτη ήταν να καταστήσει την καταγγελία τέτοιου είδους συμβάσεων αιτιώδη σε κάθε περίπτωση και όχι μόνο υπό καθεστώς μονιμότητας, θα το είχε ρητώς προβλέψει στην ανωτέρω διάταξη. Άλλωστε, όπως αναφέρθηκε (βλ. ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙ.ι.β.), το αιτιώδες ή αναιτιώδες της καταγγελίας δεν ταυτίζεται εννοιολογικά στο νόμο με την ύπαρξη της υποχρέωσης για την αναφορά του λόγου απόλυσης στο έγγραφο της καταγγελίας (βλ. και Τσιγαρίδα σε Γώγου/ Κωνσταντίνου, Ερμηνεία Κώδικα Δικηγόρων, 2016, άρθρ. 46, αριθ. 2, σελ. 182). Περαιτέρω, μέχρι την πλήρη καταβολή της αποζημίωσης που ορίζει σχετικά ο Κώδικας Δικηγόρων, οφείλεται στο δικηγόρο από τον καταγγέλλοντα εντολέα, η αμοιβή – αντιμισθία (άρθρ. 46 παρ. 4 Ν. 4193/2014, 94 παρ. 1 ν.δ. Ν.Δ. 3026/1954)· Όμως τυχόν μη καταβολή πλήρους της αποζημίωσης δεν επιφέρει ακυρότητα της καταγγελίας, δηλαδή η σύμβαση εντολής λύνεται οπωσδήποτε αλλά η αταξία του καταγγέλλοντος εντολέα έχει ως εκ του νόμου συνέπεια την παράταση της υποχρέωσής του προς πληρωμή της αντιμισθίας μέχρι να εξοφλήσει πλήρως την αποζημίωση. Η υποχρέωση αυτή του εντολέα περί καταβολής στον εντολοδόχο δικηγόρο της αντιμισθίας του για όσο χρόνο δεν του καταβάλλεται η πλήρης αποζημίωση, είναι παροχή ex lege προς τον δικηγόρο, η οποία επιβάλλεται στον εντολέα ως είδος ποινής και ως μέσο εξαναγκασμού του προς καταβολή της πλήρους αποζημίωσης (ΑΠ 139/2019,ΑΠ 1101/2017, ΑΠ 411/2016 ΑΠ 88/2010).
ΙΙ.2.β. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 656 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε αυτή με τη διάταξη του άρθρου 61 του Ν. 4139/2013 (ΦΕΚ A 74/20.3.2013), «Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε. Δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει, από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού». Από την ανωτέρω διάταξη σαφώς προκύπτει ότι, σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του εργαζομένου, το δικαστήριο, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, διατάσσει την πραγματική απασχόληση αυτού, στη θέση την οποία κατείχε πριν την άκυρη καταγγελία, χωρίς να έχει την ευχέρεια να απορρίψει το σχετικό αίτημα ή να αξιώσει περισσότερα στοιχεία, για τη θεμελίωση του (ΑΠ 1323/2017, ΑΠ 2011/2014). Η προαναφερθείσα διάταξη έχει αναδρομική ισχύ, εφόσον το άρθρο g8 του ίδιου παραπάνω Ν. 4139/2013, προβλέπει ότι διατάξεις, μεταξύ άλλων, και του άρθρου 61, το οποίο αφορά την τροποποίηση του άρθρου 656 του Αστικού Κώδικα, «καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις». Συνεπώς, μετά τη θέσπιση του Ν. 4139/2013 (20.3.2013) όταν γεννάται ζήτημα πραγματικής απασχόλησης του μισθωτού στο πλαίσιο εκκρεμούς υπόθεσης, που αφορά συνεχιζόμενη υπερημερία του εργοδότη, το δικαστήριο της ουσίας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 656 ΑΚ, όπως ισχύει μετά τη τροποποίησή του με το άρθρο 61 του Ν. 4139/2013, υποχρεούται να διατάξει την πραγματική απασχόληση του μισθωτού, στη θέση την οποία κατείχε πριν την άκυρη καταγγελία, ακόμη και αν η υπερημερία του εργοδότη άρχισε πριν τη θέσπιση ίου νόμου αυτού (ΑΠ 13233/2017, ΑΠ 2011/2014)· Όσον αφορά όμως την υποχρέωση αποδοχής των προσφερόμενων από έμμισθο δικηγόρο υπηρεσιών σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αντιμισθία για αόριστο χρόνο, η διάταξη του άρθρου 656 ΑΚ, η οποία καταρχήν εφαρμόζεται σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, τόσο πριν, όσο και μετά την κατά τα ανωτέρω τροποποίησή της, ούτε και αναλόγως, διότι στη σύμβαση έμμισθης εντολής προς δικηγόρο προέχει το στοιχείο της απόλυτης προσωπικής εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, λόγω της σπουδαιότητας των ζωτικών θεμάτων του εντολέα που διαχειρίζεται ο δικηγόρος (ΑΠ 2027/2017, ΑΠ 798/2013, ΑΠ 1213/1997 ΤΝΠ ΔΣΑ).
ΙΙ.2.γ. Ο δικηγόρος, του οποίου η σύμβαση έμμισθης εντολής καταγγέλθηκε καταχρηστικά, δικαιούται να αξιώσει και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, διότι αδικοπραξία αποτελεί και η κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ άσκηση του δικαιώματος αυτού από τον εντολέα του. Για το ορισμένο δε του σχετικού αιτήματος απαιτείται και αρκεί να αναφέρονται αφενός οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η καταγγελία της σύμβασης και οι οποίες συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος και αφετέρου ότι επέφεραν την προσβολή της προσωπικότητας του δικηγόρου, ενώ πρέπει να υποβάλλεται και σχετικό αίτημα για καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ 711/2021). Της ίδιας αξίωσης δικαιούται και ο δικηγόρος του οποίου η σύμβαση καταγγέλθηκε κάτω από συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς του, όπως μείωση της υπόληψής του ως εργαζομένου. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να ζητήσει την άρση της προσβολής και τη μη επανάληψή της στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρ. 914επ. ΑΚ) δεν αποκλείεται, μετά από αίτηση του προσβληθέντος, όπως και η ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ· 1 και 2). Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του. Παράνομη είναι η προσβολή όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή σε ενάσκηση δικαιώματος μικρότερης σπουδαιότητας ή κάτω από περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του. Ο νόμος εξάλλου καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνο ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης απαιτεί το στοιχείο της υπαιτιότητας. Συνακόλουθα, αν η από τον εντολέα καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής δικηγόρου συντελέστηκε κάτω από συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς του, ο εντολέας μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εντολοδόχο δικηγόρο και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281 ΑΚ, 5 παρ. 1 του Συντάγματος, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση (ΑΠ 90/2018, ΑΠ 935/2013, ΑΠ 1735/2009). Περαιτέρω, η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 ΠΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, όποιος, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης και των δύο ως άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Ακόμη, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία τα οποία ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Έτσι, η αγωγή θεωρείται ορισμένη, όταν η ιστορική της βάση τεκμηριώνεται με όλα τα ουσιώδη γεγονότα, δηλαδή με όλες εκείνες τις προϋποθέσεις από τις οποίες απορρέει η αιτούμενη έννομη συνέπεια. Όσα γεγονότα δεν θεμελιώνουν το αγωγικό αίτημα, δεν ανήκουν στην ιστορική βάση της αγωγής, ούτε φέρει ο ενάγων το βάρος της επίκλησής τους. Η αγωγή είναι αόριστη μόνο όταν ο ενάγων δεν επικαλεστεί στο εισαγωγικό δικόγραφο τα ουσιώδη γεγονότα της επίδικης έννομης σχέσης. Επομένως, προκειμένου να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία επιδιώκεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, πρέπει στο δικόγραφο αυτής να εκτίθεται με ακρίβεια η τέλεση της αδικοπραξίας από τον υπόχρεο στην καταβολή της χρηματικής ικανοποίησης και η πρόκληση της ηθικής βλάβης στα πρόσωπα που ζητούν τη χρηματική ικανοποίηση (ΑΠ 265/2015).
ΙΙ.3. Από το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 5 του Α.Ν. 539/1945 προκύπτει, ότι ο εργοδότης που αρνείται να χορηγήσει στον εργαζόμενο τη νόμιμη ετήσια άδεια, υποχρεούται, με τη λήξη του έτους κατά το οποίο δικαιούται την άδεια, να καταβάλει σε αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές των ημερών αδείας, αυξημένες κατά 100%. Η προσαύξηση των ημερών αδείας την οποία ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον εργαζόμενο αν αρνηθεί την χορήγηση της δικαιούμενης άδειας, έχουσα το χαρακτήρα αστικής ποινής, προϋποθέτει πταίσμα του εργοδότη, έστω και από ελαφρά αμέλεια κατά το οριζόμενα στο άρθρο 330 ΑΚ, αφού ο Ν. 539/1945 δεν ορίζει κάτι άλλο. Πταίσμα υπάρχει και αν ο εργαζόμενος ζητήσει την ετήσια άδεια – η αίτηση κατά το άρθρο 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό του χρόνου χορήγησης – και ο εργοδότης τον εξαναγκάσει στην παροχή εργασίας κατά τον χρόνο κατά τον οποίο έπρεπε να λάβει την άδεια, όχι, όμως, και αν ο εργαζόμενος δεν τη ζήτησε από τον εργοδότη (ΑΠ 1568/1999 ΔΕΝ 2000, 498). Ειδικότερα, αν ο εργοδότης δεν χορήγησε τη ζητηθείσα άδεια έως το τέλος του ημερολογιακού έτους, ο μισθωτός δικαιούται, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 3 του ν.δ. 3755/1957, να αξιώσει την πληρωμή των αποδοχών της αδείας στο διπλάσιο καθώς και το επίδομα αδείας. Για τη θεμελίωση όμως της αξίωσης του διπλασιασμού των αποδοχών δεν αρκεί απλώς η μη χορήγηση της αδείας έως το τέλος του ημερολογιακού έτους αλλά χρειάζεται και υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας (άρθρ. 330 ΑΚ), Π οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης εξανάγκασε τον μισθωτό να εργαστεί κατά τον χρόνο κατά τον οποίο θα έπρεπε να λάβει αυτή (ΑΠ 1392/2003 ΕλΔ 2005, 777, ΑΠ 331/2003 ΔΕΝ 2003,1649, ΕφΑθ 7633/2001 ΔΕΝ 2002, 88). Κατά συνέπεια, όταν ζητούνται αποδοχές αδείας παρελθόντων ετών στο διπλάσιο, πρέπει να αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο ότι οι άδειες δεν χορηγήθηκαν από υπαιτιότητα του εργοδότη, παρόλο που ο ενάγων εργαζόμενος τις ζητούσε. Η παράλειψη του συγκεκριμένου στοιχείου καθιστά την αγωγή αόριστη ως προς το αίτημα του διπλασιασμού των αποδοχών (ΑΠ 96/1997 ΕΕργΔ 36, 39θ, ΕφΑθ 5882/2007 ΕλΔ 2008,261, ΕφΠειρ 994/1995 ΔΕΝ 53, 621).
ΙΙ·4· Κατά το άρθρο 10 παρ. 9 του Ν. 4114/1960, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 1512/1985 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 παρ. 1 του Ν. 1868/1989, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, που απασχολούν δικηγόρους που αμείβονται με πάγια αντιμισθία, έχουν την υποχρέωση να καταβάλουν στο Ταμείο Νομικών εισφορά 3%, που υπολογίζεται κατά τα οριζόμενα στην ίδια παράγραφο και η οποία αποδίδεται στο Ταμείο Νομικών μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του επόμενου μήνα από την ημερομηνία υποχρέωσης προς καταβολή από τον εντολέα. Ακόμη, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 24 του Ν. 1868/1989, όπως αντικαταστάθηκε αυτό με το άρθρο 37 παρ. 1 του Ν. 2145/1993, το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, καθώς και τα φυσικά πρόσωπα που απασχολούν δικηγόρους με έμμισθη εντολή ορισμένου ή αορίστου χρόνου έχουν την υποχρέωση να καταβάλουν στο Ταμείο Νομικών, το Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων και το ΚΕΑΔ ποσοστό 2/3 της εκάστοτε ετήσιας ασφαλιστικής εισφοράς των απασχολούμενων σε αυτούς δικηγόρων, η οποία αποδίδεται από τους φορείς στα ασφαλιστικά ταμεία μέσα στον Ιανουάριο του επόμενου έτους στο οποίο αφορά η υποχρέωση καταβολής των εισφορών. Η υποχρέωση δε καταβολής του ποσοστού αυτού ασφαλίστρων αρχίζει από 1.1.1993 και ισχύει και για τους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους στους ανωτέρω φορείς δικηγόρους, ενώ με το άρθρο 18 παρ. 8 του Ν. 3232/2004 ορίστηκε ότι οι διατάξεις του παραπάνω εδαφίου ισχύουν και για τους από 1.1.1993 και εφεξής ασφαλισμένους δικηγόρους στους ανωτέρω φορείς (ΑΠ 1250/2009). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι ως άνω ασφαλιστικές εισφορές, κατά την ανωτέρω αναλογία τους (2/3), που κατά το νόμο αποδίδονται από τους προαναφερθέντες φορείς στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία, σταθερά και μόνιμα, αποτελούν μέρος του νόμιμου μισθού του από αυτούς απασχολούμενου δικηγόρου. Ωστόσο εφόσον παρακρατούνται αυτές και αποδίδονται κατά τα προαναφερθέντα, δεν συνυπολογίζονται κατά τον καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης που δικαιούται σε περίπτωση λύσης της έμμισθης εντολής (ΑΠ 1065/2011). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648, 649 και 653 ΑΚ, 3 παρ. 2 του Ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 και 1 της αριθ. 95 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας «περί προστασίας του ημερομισθίου», η οποία κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή την οποία καταβάλλει με βάση το νόμο ή τη συμφωνία ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του. Επομένως, δεν έχουν τον χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές που δίνει ο εργοδότης στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση, ούτε με πρόθεση των δύο μερών να αποτελέσουν αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι δεν ιδρύεται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα για τις εν λόγω παροχές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγηση τους. Οι οικειοθελείς αυτές παροχές του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρόνιου, αδιάλειπτου ή γενικευμένου της καταβολής τους, διατηρούν τον χαρακτήρα τους, αν αυτή είναι η βούληση των μερών και δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ιδίως όταν, είτε κατά την έναρξη της χορήγησής τους είτε, έστω, πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους, έχει επιφυλάξει αυτός στον εαυτό του το δικαίωμα να τις διακόψει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε (ΑΠ 1449/2°19, ΑΠ 973/2019, ΑΠ 869/2018, ΑΠ 603/2017, ΑΠ 13/2015, 1681/2010, 1082/2010). Εφόσον όμως αυτές οι παροχές χορηγούνται ως νόμιμο ή συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας για ικανό διάστημα, καταρτίζεται μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου σιωπηρή σύμβαση για την καταβολή τους ως τμήμα του καταβλητέου μισθού, οπότε ιδρύεται υποχρέωση του εργοδότη για χορήγηση των παροχών αυτών, συνιστούν δε τακτικές αποδοχές και η καταβολή τους δεν μπορεί πλέον να διακοπεί, εκτός πάλι αν ο εργοδότης επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησής τους στο μέλλον (ΑΠ 962/2018). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 656 παρ. 1 ΑΚ, αν ο εργοδότης περιήλθε σε υπερημερία σχετικά με την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού, έχει υποχρέωση να του καταβάλει το μηνιαίο μισθό του καθώς και τις κάθε φύσης πρόσθετες αποδοχές τις οποίες του κατέβαλε σταθερά και μόνιμα κάθε μήνα κατά το χρόνο της πραγματικής εργασίας του και με πιθανότητα αυτός θα λάμβανε αν ο εργοδότης αποδεχόταν τις υπηρεσίες του. Προϋποτίθεται ότι οι εν λόγω πρόσθετες αποδοχές έχουν μισθολογικό χαρακτήρα. Έτσι, στη σχετική αξίωση δεν περιλαμβάνονται, ως μη έχουσες το χαρακτήρα μισθού, οι προαναφερθείσες οικειοθελείς παροχές, εκτός αν αυτές έχουν καταστεί τμήμα του καταβλητέου μισθού σύμφωνα με τα ως άνω αναφερθέντα. Παρέπεται, ότι αναγκαίο περιεχόμενο της ιστορικής βάσης της αγωγής του μισθωτού, με την οποία ζητεί αυτός μισθούς υπερημερίας, αποτελεί, μεταξύ άλλων, η αναφορά του ύψους του νόμιμου ή συμβατικού μισθού καθώς και των τυχόν πρόσθετων παροχών μισθολογικού χαρακτήρα. Ο ισχυρισμός στην περίπτωση αυτή του εναγομένου εργοδότη, ότι ορισμένες από τις ένδικες πρόσθετες παροχές είναι οικειοθελείς, τείνει σε αμφισβήτηση του μισθολογικού χαρακτήρα των παροχών αυτών και κατά συνέπεια δεν αποτελεί ένσταση αλλά άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής (ΑΠ 389/2008).
ΙΙ.5·α. Με το Ν. 4024/2011 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο – βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015» (ΦΕΚ 226 Α’/27·10.2011), καθιερώθηκε νέο Ενιαίο Μισθολόγιο – Βαθμολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, ενόψει των ιδιαιτέρων δημοσιονομικών συνθηκών της χώρας. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει τον εν λόγω νόμο, με το νέο αυτό μισθολόγιο, ο νομοθέτης, διαπιστώνοντας, μεταξύ άλλων προβλημάτων, ότι το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς στηριζόταν σε ένα σύστημα επιδομάτων πολύπλοκο και κατακερματισμένο, με συνέπεια την εμφάνιση ανισότητας μεταξύ των αμοιβών που χορηγούνταν από κάθε υπουργείο/φορέα, τόσο ως προς το ύψος αυτών, όσο και ως προς τα κριτήρια που λαμβάνονταν υπόψη για τη χορήγησή τους, στόχευσε μεταξύ άλλων στη θεραπεία και στον εξορθολογισμό της υφιστάμενης κατάστασης σε σχέση με τις οικονομικές απολαβές των υπαλλήλων. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, πέραν του βασικού μισθού κάθε βαθμού, που ορίζεται στο άρθρο 13, με τα άρθρα 15 έως 19, προβλέφθηκε η χορήγηση μόνο τριών επιδομάτων και επιδόματος θέσης ευθύνης, καθώς και κινήτρου επίτευξης στόχων και κινήτρου επίτευξης δημοσιονομικών στόχων. Λόγω της κατάργησης των περισσότερων επιδομάτων του προγενέστερου μισθολογικού καθεστώτος και της καθιέρωσης νέων βασικών μισθών, στις περισσότερες περιπτώσεις των υπαλλήλων επήλθε μείωση των αποδοχών που λάμβαναν κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου Ν. 3205/2003. Ως προς το ζήτημα αυτό, στο άρθρο 29 του Ν. 4024/2011 ορίστηκε ότι: «1. Οι υπάλληλοι που εντάσσονται στους νέους βαθμούς, σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου, λαμβάνουν το βασικό μισθό του βαθμού αυτού, ενώ όσοι εξ αυτών έχουν πλεονάζοντα χρόνο στον ίδιο βαθμό εξελίσσονται στα μισθολογικό κλιμάκια του βαθμού αυτού … . 2. Σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του Κεφαλαίου αυτού προκύπτουν συνολικές μηνιαίες αποδοχές μεγαλύτερες από αυτές που έπαιρναν οι δικαιούχοι τους κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος Κεφαλαίου, η προκαλούμενη αύξηση καταβάλλεται ως εξής: α) … γ)… . Εφόσον προκύπτει μείωση η οποία είναι μεγαλύτερη κατά ποσοστό του 25% των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου … η συνολική μείωση κατανέμεται ως εξής: α) 25% μείωση επί των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου με την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, β) η υπερβάλλουσα μείωση ισόποσα σε χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, το οποίο αρχίζει ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου. 3· — », ενώ με την περίπτωση 2 της υποπαραγράφου ΓΙ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 «Έγκριση μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013-2016 – επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013 – 2016» (ΦΕΚ Α’ 222/12.11.2012), όπως η περίπτωση αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 31 παρ. 1 του Ν. 4354/2015 (ΦΕΚ Α’ 176/16.12.2015), ορίστηκε ότι: «Αναστέλλεται μέχρι 31.12.2016, η εφαρμογή των διατάξεων … της περίπτωσης β’ του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 29 του Ν. 4024/2011 (ΦΕΚ Α’ 226). Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν από 31.10.2012 …». Εξάλλου, στο άρθρο 14 του Ν. 4024/2011, όπως αντικαταστάθηκε από 5.12.2012 με την παράγραφο 10 του άρθρου 9 του Ν. 4111/2013 (ΦΕΚ Α’ 18/25.1.2013), ορίστηκε ότι: «Οι μηνιαίες αποδοχές κάθε υπαλλήλου αποτελούνται από το βασικό μισθό και τα επιδόματα και τις παροχές των άρθρων 15, 17, 18, 19 και 29 του παρόντος νόμου, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις καταβολής τους». Τέλος, στο άρθρο 34 του ν. 4354/2015 (ΦΕΚ Α’ 176/16.12.2015), το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 35 του αυτού νόμου, ισχύει από 1.1.2016, ορίζεται ότι: «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται: α. Οι διατάξεις των άρθρων 12 έως 25, 28, 29, 30 του Ν. 4024/2011, καθώς και οι κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσες υπουργικές αποφάσεις, και με την επιφύλαξη της παραγράφου στ’ του άρθρου 33 του νόμου αυτού …», ενώ στο άρθρο 27 παρ. 1 του εν λόγω νόμου ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του νόμου αυτού προκύπτουν βασικός μισθός ή τακτικές μηνιαίες αποδοχές χαμηλότερες από αυτές που δικαιούνταν ο υπάλληλος στις 31.12.2015, η διαφορά διατηρείται ως προσωπική». Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του Ν. 4024/2011, σε όσες περιπτώσεις υπαλλήλων, λόγω της υπαγωγής τους στο νέο μισθολόγιο που εισήχθη με το εν λόγω νόμο, προκύπτει στις συνολικές μηνιαίες αποδοχές τους μείωση μεγαλύτερη κατά 25% των αποδοχών που λάμβαναν κατά τον τελευταίο μήνα πριν από την έναρξη ισχύος του νέου μισθολογίου και προκειμένου η μείωση αυτή να μην ανατρέψει αιφνιδίως τον οικονομικό τους προϋπολογισμό, ναι μεν η μείωση στο ανωτέρω ποσοστό επιβάλλεται με την έναρξη ισχύος του νέου μισθολογίου, πλην όμως η υπερβάλλουσα του ποσοστού αυτού μείωση επιβάλλεται σταδιακά σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στην υποπερίπτωση β’ της περίπτωσης γ’ της ανωτέρω παραγράφου 2. Ωστόσο, δεδομένου ότι με τις μεταγενέστερες διατάξεις της περίπτωσης 2 της υποπαραγράφου ΓΙ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 ανεστάλη μέχρι 31·12·2016 η εφαρμογή της πέραν του 25% μείωσης των αποδοχών, η υπερβάλλουσα αυτή διαφορά, μεταξύ των αποδοχών που οι υπάλληλοι λάμβαναν με το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς και εκείνων που έπρεπε αυτοί να λαμβάνουν με τις νέες μισθολογικές διατάξεις του Ν. 4024/2011, άνω του ποσοστού του 25%, εξακολούθησε να καταβάλλεται με τις αποδοχές τους και μάλιστα ορίστηκε ρητά με τις διατάξεις του μεταγενέστερου Ν. 4111/2013, που τροποποίησε το άρθρο 14 του Ν. 4024/2011, ότι αποτελεί μέρος των αποδοχών των υπαλλήλων, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις καταβολής της. Άλλωστε, η διαφορά αυτή, ισχύουσα πλέον ως «προσωπική διαφορά» από 01.01.2016, συνέχισε να καταβάλλεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 27 του ν. 4354/2015.
ΙΙ.5·β· Σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 1 Ν. 4024/2011, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε αρχικά με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 3 της Π.Ν.Π. 16.12.2011 (ΦΕΚ Α’ 262/16.12.2011), που κυρώθηκε με το Ν. 4047/2012 (ΦΕΚ Α’ 31/23.2.2012) και στη συνέχεια με την παρ. 6 άρθρου 63 του Ν. 4310/2014 (ΦΕΚ Α’ 258/8.12.2014) και ανήκει στο Κεφάλαιο Β’ «Σύστημα Βαθμολογικών Προαγωγών και Μισθολογικής Εξέλιξης των υπαλλήλων του Κράτους, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α’ και Β’ βαθμού και άλλων φορέων του Δημόσιου Τομέα και συναφείς διατάξεις»: «1. Στους προϊσταμένους οργανικών μονάδων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, οποιουδήποτε επιπέδου καταβάλλεται, για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντά της, μηνιαίο επίδομα θέσης ευθύνης οριζόμενο, κατά βαθμίδα θέσης, ως εξής: α) Προϊστάμενοι Διοίκησης: αα) Προϊστάμενοι Γενικών Διευθύνσεων Διοίκησης, εννιακόσια (900) ευρώ, ββ) Προϊστάμενοι Διευθύνσεων Διοίκησης, τετρακόσια (400) ευρώ, γγ) Προϊστάμενοι Υποδιευθύνσεων Διοίκησης τριακόσια (300) ευρώ, δδ) Προϊστάμενοι Τμημάτων Διοίκησης διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Και εε) Προϊστάμενοι Παιδικών Σταθμών, εκατό (ιοο) ευρώ, β) Προϊστάμενοι Εκπαίδευσης: …». Εξάλλου, με το άρθρο πρώτο, παράγραφος Γ, υποπαράγραφος 12 του Ν. 4093/2012, ορίστηκε ότι: «Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Δεύτερου Ν. 4024/2011 που αφορούν το βαθμολογικό και μισθολογικό καθεστώς των υπαλλήλων του άρθρου 4 του ίδιου νόμου, έχουν ανάλογη εφαρμογή, από 1.1.2013, και στο προσωπικό των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ), που ανήκουν στο Κράτος ή σε ΝΠΔΔ ή σε ΟΤΑ, κατά την έννοια της επίτευξης κρατικού ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού σκοπού, εποπτείας, διορισμού και ελέγχου της πλειοψηφίας της Διοίκησής τους, συμπεριλαμβανομένων των σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από πόρους των ως άνω φορέων κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, καθώς και των λοιπών δημόσιων επιχειρήσεων, οργανισμών και ανωνύμων εταιρειών, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 3429/2005 (α’ 314), όπως έχουν τροποποιηθεί με τις διατάξεις της παρ. ία του άρθρου 1 του Ν. 3899/2010 (Α’ 212)…», ενώ η εφαρμογή του ενιαίου μισθολογίου επεκτάθηκε με την υπ’ αριθ. οικ. 2/844/022/2013 (ΦΕΚ Β’43/15·1·2013) Κοινή Απόφαση Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Δικαιοσύνης και στους έμμισθους δικηγόρους που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της περ. 12 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α’ 222). Ακολούθως, το άρθρο 18 του Ν. 4024/2011 καταργήθηκε με το άρθρο 34 του Ν. 4354/2015 και με το άρθρο 13 του κεφαλαίου Β’ «Μισθολογικές ρυθμίσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), καθώς και των Δ.Ε.Κ.Ο. του Κεφαλαίου Α του Ν. 3429/2005 (Α’ 314) και άλλες μισθολογικές διατάξεις», με έναρξη ισχύος από 1.1.2016 (άρθρ. 35), ορίστηκε ότι: «Οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του υπαλλήλου αποτελούνται από το βασικό μισθό, τα επιδόματα και τις παροχές των άρθρων 15,16,17,18 και 19 σύμφωνα με τις προϋποθέσεις χορήγησής τους, καθώς και την προσωπική διαφορά του άρθρου 27», το δε άρθρο 16, που αφορά στο επίδομα θέσης ευθύνης, ορίζει ότι: «1. Στους προϊσταμένους οργανικών μονάδων καταβάλλεται, για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντά τους, μηνιαίο επίδομα θέσης ευθύνης οριζόμενο, κατά βαθμίδα θέσης, ως εξής: α) Προϊστάμενοι Διοίκησης: αα) Γενικοί Γραμματείς Υπουργείου, χίλια τετρακόσια (1.400) ευρώ, αβ) Αναπληρωτές Γενικοί Γραμματείς Υπουργείου και Ειδικοί Γραμματείς Υπουργείου, χίλια εκατόν πενήντα (1.150) ευρώ, αγ) Υπάλληλοι της κατηγορίας Ειδικών Θέσεων ίου και 2ου βαθμού, εξακόσια (600) και πεντακόσια πενήντα (55°) ευρώ αντίστοιχα, αδ) Προϊστάμενοι Γενικών Διευθύνσεων και Συντονιστές Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, χίλια (1.000) ευρώ, αε) Προϊστάμενοι Διευθύνσεων και Προϊστάμενοι των πολιτικών γραφείων των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών, τετρακόσια πενήντα (45θ) ευρώ, αστ) Προϊστάμενοι Υποδιευθύνσεων, τριακόσια πενήντα (35θ) ευρώ, αζ) Προϊστάμενοι Τμημάτων, διακόσια ενενήντα (290) ευρώ, β) Προϊστάμενοι Εκπαίδευσης: … 5· Για τους υπαλλήλους των Ν.Π.Ι.Δ. και των Δ.Ε.Κ.Ο. του κεφαλαίου Α’ του Ν. 3429/2005, οι οποίοι κατέχουν θέση ευθύνης που δεν αντιστοιχεί στα ανωτέρω οριζόμενα, εκδίδεται απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών, Διοικητικής Ανασυγκρότησης και του αρμόδιου Υπουργού, με την οποία οι εκάστοτε θέσεις ευθύνης, σύμφωνα με τον οργανισμό του φορέα, αντιστοιχίζονται με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις της παραγράφου 1. Μέχρι την έκδοση της ως άνω κοινής υπουργικής απόφασης δεν είναι δυνατή η καταβολή του συγκεκριμένου επιδόματος», ενώ με το άρθρο 24 του ίδιου νόμου προβλέφθηκε η διαδικασία με την οποία θα γίνεται η επιστροφή οφειλών υπαλλήλων ή λειτουργών των φορέων που υπάγονται στις διατάξεις του, από αχρεωστήτως καταβληθείσες αποδοχές ή αποζημιώσεις εν γένει. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 108 του Ν. 4600/2019 (Α’ 43/09-03-2019), «Νομιμοποίηση μισθολογικών δαπανών»: «1. Θεωρούνται νόμιμες οι δαπάνες για επιδόματα θέσης ευθύνης των άρθρων 18 του ν. 4024/2011 (Α’ 226) και 16 του ν. 4354/2015 (Α’ 176) που καταβλήθηκαν, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, σε πρόσωπα που άσκησαν εν τοις πράγμασι καθήκοντα Προϊσταμένων οργανικών μονάδων στα δημόσια νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ., χωρίς οι ανωτέρω οργανικές μονάδες να προβλέπονται στους οικείους οργανισμούς. 2. Θεωρούνται νόμιμες οι δαπάνες που καταβλήθηκαν, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, σε φυσικά πρόσωπα για παρασχεθείσες αυτοπροσώπως υπηρεσίες καθαριότητας στον Οργανισμό Κατά των Ναρκωτικών (Ο.Κ.Α.Ν.Α.). 3· Θεωρούνται νόμιμες οι δαπάνες και δεν αναζητούνται ως αχρεωστήτως καταβληθέντα τα ποσά για επιδόματα θέσης ευθύνης, χωρίς να υφίστανται οι αντίστοιχες οργανικές μονάδες, καθώς και για βασικούς μισθούς, που καταβλήθηκαν, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, στους υπαλλήλους με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.».
II.6. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 441 και 442 ΑΚ προκύπτει ότι ο συμψηφισμός, ο οποίος επιφέρει τη, μέσω συνυπολογισμού, απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων υφιστάμενων αμοιβαίων, ομοειδών κατ’ αντικείμενο και ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, συντελείται με δήλωση μονομερή, απευθυντέα προς τον άλλον, η οποία δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο και δεν υπόκειται σε ανάκληση. Το αποσβεστικό αποτέλεσμα του συμψηφισμού επέρχεται, είτε η σχετική δήλωση προβληθεί στο δικαστήριο είτε εξωδίκως, είναι δε δυνατό να προβληθεί και κατά την εκτέλεση, αν η σχετική ανταπαίτηση αποδεικνύεται παραχρήμα, δηλαδή με έγγραφο ή δικαστική ομολογία. Στο χρόνο επίκλησης του συμψηφισμού πρέπει να υφίσταται κατά νόμο η απαίτηση, να είναι δηλαδή έγκυρη και να μην υπόκειται σε κάποια ουσιαστική ένσταση, αναβλητική ή ανατρεπτική, χωρίς να εξετάζεται ο μετέπειτα διαδραμών χρόνος από την άποψη του αποτελέσματος που ήδη επήλθε (ΑΠ 633/2015, ΑΠ 1617/2009). Βασικό δηλαδή στοιχείο του συμψηφισμού είναι η ύπαρξη και η εγκυρότητα των συμψηφιζόμενων απαιτήσεων. Έτσι, αν μία από αυτές δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση από την οποία πηγάζει, είναι άκυρη, ο συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαίτησης. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα, είτε εξωδίκως είτε ενώπιον του δικαστηρίου με τη μορφή ένστασης, με την οποία και μόνο ενεργεί (άρθρ. 442 ΑΚ). Όταν προταθεί ο συμψηφισμός, αδιαφόρως πότε θα προταθεί, οι απαιτήσεις αποσβένονται αναδρομικός από το χρόνο που συνυπήρξαν (ΑΠ 435/2015)· Όταν ο εναγόμενος επικαλείται κατά τη διάρκεια δίκης συμψηφισμό που έχει λάβει χώρα εξωδίκως πριν την έναρξη της δίκης και έχει ήδη επιφέρει το αποσβεστικό αποτέλεσμα της άλλης απαίτησης, δεν υπάρχει ουσιαστικός ένσταση συμψηφισμού αλλά απλή ένσταση εξόφλησης διά του συμψηφισμού, δηλαδή δεν είναι γνήσια αλλά καταχρηστική ένσταση, η οποία υπάγεται στη ρύθμιση των κοινών ενστάσεων κατά το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 1010/2019 ΕΕμπΔ 2020, 923, ΑΠ 132/2017 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 450/2013 ΝοΒ 2013,1912, βλ. γενικότερα για τη διαφορά μεταξύ του συμψηφισμού που προτείνεται το πρώτον στη δίκη και εκείνου που έχει ήδη λάβει χώρα εξωδίκως και προτείνεται ως πραγματικό περιστατικό στη δίκη: Πολυζωγόπουλο στον ΑΚ Γεωργιάδη/ Σταθόπουλο, άρθρ. 442 αριθ. 1-2).
ΙΙΙ.1. Με την ένδικη, από 1.6.2018 και αριθ. κατάθεσης … αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη – εκκαλούσα, δικηγόρος Αθηνών, … … του …, ισχυρίστηκε ότι, σε εκτέλεση της από 20.11.1995 έγγραφης σύμβασης έμμισθης εντολής και της μεταγενέστερης, από 3.11.1997 όμοιας σύμβασης, παρείχε νομικές υπηρεσίες, για αόριστο χρόνο, έναντι πάγιας μηνιαίας αμοιβής, στο εναγόμενο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) με την επωνυμία «Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων» (ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.), στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του οποίου υπεισήλθε στη συνέχεια ως καθολικός διάδοχος το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας» (ΕΟΔΥ), του οποίου πλέον είναι καθολικός διάδοχος το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας» (ΕΟΔΥ), έχοντας μάλιστα οριστεί η ίδια από 7-3-2002 ως υπεύθυνη του Γραφείου Νομικών Θεμάτων του αντιδίκου. Ότι στις 17.11.2017 το εναγόμενο κατήγγειλε εγγράφως τη μεταξύ τους σύμβαση και ότι η ανωτέρω καταγγελία είναι άκυρη α) κυρίως μεν, διότι για την καταγγελία δεν τηρήθηκε από το εναγόμενο η νόμιμη προδικασία, αφού η σχετική απόφαση του διοικητικού συμβουλίου αυτού λήφθηκε χωρίς η ίδια να κληθεί σε ακρόαση προ πέντε τουλάχιστον πλήρων ημερών αλλά προ τεσσάρων, β) επικουρικώς δε, διότι όλοι οι λόγοι απόλυσής της που διελήφθηκαν στην έγγραφη καταγγελία της σύμβασής της από μέρους του εναγομένου ήταν ασαφείς και αόριστοι και σε κάθε περίπτωση ψευδείς και προσχηματικοί και γ) πλέον επικουρικώς, διότι η καταγγελία συντελέστηκε με προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, αφού έγινε από εχθρότητα και εκδικητική διάθεση των φυσικών προσώπων που αποτελούσαν τότε το διοικητικό συμβούλιο του εναγομένου προς την ίδια, λόγω προηγηθείσας συμπεριφοράς της που ήταν μεν νόμιμη πλην όμως μη αρεστή σε αυτούς. Με βάση το ιστορικό αυτό, όπως αναπτύσσεται στην αγωγή, η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ως έμμισθης δικηγόρου και προϊστάμενης της Νομικής Υπηρεσίας αυτού, με την απαγγελία χρηματικής ποινής σε βάρος του και υπέρ της ποσού 500 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης του εναγομένου προς την απόφαση που θα εκδοθεί, καθώς επίσης να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει: α) το συνολικό ποσό των 88.795,5 ευρώ, δηλαδή i) ποσό 58.795,65 ευρώ ως αποδοχές υπερημερίας, από την καταγγελία της σύμβασης έως την πιθανή ημερομηνία συζήτησης της ένδικης αγωγής στις 30.11.2018 και Η) ποσό 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη, λόγω της άκυρης καταγγελίας της σύμβασής της αλλά και ανεξαρτήτως ακυρότητας αυτής, εν όψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η καταγγελία, συνοδευθείσα από, όχι μόνο απαξιωτικές, αλλά και δυσφημιστικές, ακόμη και συκοφαντικές για την ίδια ως δικηγόρο δηλώσεις του εναγομένου, ως προς την επαγγελματική της απόδοση και την εκτέλεση των καθηκόντων της. Άλλως, σε περίπτωση δηλαδή που κριθεί ότι εγκύρως καταγγέλθηκε η σύμβασή της, η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 79.536,59 ευρώ, ήτοι i) ποσό 20.746,94 ευρώ ως διαφορά οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης, λόγω του από μέρους του εναγομένου μη συνυπολογισμού στις νόμιμες αποδοχές της του επιδόματος θέσης ευθύνης και Η) ποσό 58.795,65 ευρώ ως αστική ποινή σε βάρος του αντιδίκου της, επειδή (μη συνυπολογίζοντας το επίδομα θέσης ευθύνης κατά τα προαναφερθέντα) δεν της κατέβαλε ολόκληρη την οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης, το οποίο ποσό αντιστοιχεί στις καταβλητέες μηνιαίες αποδοχές της για το χρονικό διάστημα από την καταγγελία της σύμβασής της έως την πιθανή ημερομηνία συζήτησης της αγωγής στις 30.11.2018. Επίσης, ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει επιπλέον β) το ποσό των 13.566 ευρώ, που αντιστοιχεί στο επίδομα θέσης ευθύνης, ύψους 1.000 ευρώ το μήνα, το οποίο όφειλε το εναγόμενο να της καταβάλει και δεν της κατέβαλε, για το χρονικό διάστημα από 1.10.2016, οπότε διακόπηκε η καταβολή του, μέχρι την καταγγελία της σύμβασής της, στις 17.11.2018 γ) το ποσό των 8.512 ευρώ, που αντιστοιχεί στη διαφορά, ύψους 257,94 ευρώ το μήνα, μεταξύ του ποσού που όφειλε το αντίδικο να της καταβάλει ως υπερβάλλουσα μείωση των αποδοχών της και του ποσού που της κατέβαλε για την αιτία αυτή κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2014, οπότε το αντίδικο μη νόμιμα της κατέβαλε κάθε μήνα μικρότερο ποσό για την αιτία αυτή, μέχρι 30.9.2016, ημερομηνία κατά την οποία αποκατέστησε το ύψος του καταβλητέου για την αιτία αυτή μηνιαίου ποσού, δ) το ποσό των 14.340,27 ευρώ, που αντιστοιχεί σε ποσοστό 1/3 των καταβλητέων στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία ασφαλιστικών εισφορών της ως έμμισθης δικηγόρου, ποσού 623,49 ευρώ το μήνα, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2017, οπότε έπαυσε το εναγόμενο να της καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές της κατά το ποσοστό αυτό, παρότι της καταβάλλονταν έως τότε οικειοθελώς ως τμήμα της αντιμισθίας της επί σειρά πολλών ετών, χωρίς διατύπωση επιφύλαξης για ανάκληση χορήγησης της οικειοθελούς αυτής παροχής από μέρους του εναγομένου, έχοντας σιωπηρά καταστεί η συγκεκριμένη παροχή όρος της σύμβασής της, μέχρι 30.11.2018, ημερομηνία πιθανής συζήτησης της ένδικης αγωγής και ε) το συνολικό ποσό των 1.55400 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην οφειλόμενη από το εναγόμενο αποζημίωση για μη ληφθείσα (κανονική) άδεια εννιά ημερών έτους 2016 και πέντε ημερών έτους 2017, ποσού 997,07 ευρώ και 555,03 ευρώ, αντιστοίχως, με το νόμιμο τόκο για όλα τα ποσά κατά τις διακρίσεις της αγωγής. Περαιτέρω, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις της, η ενάγουσα παραδεκτώς περιόρισε τα χρηματικά αιτήματα της ένδικης αγωγής, στο σύνολό τους, από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά.
III.2. Επί της αγωγής εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθ. 98/2019 απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συνεκδικάζοντας την αγωγή με την από 19.10.2018 και αριθ. κατάθεσης …/… πρόσθετη παρέμβαση που άσκησε υπέρ της ενάγουσας το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών» και με την από 12.10.2018 και αριθ. κατάθεσης …/… πρόσθετη παρέμβαση που άσκησε υπέρ της ενάγουσας το σωματείο με την επωνυμία «Ένωση Εμμίσθων Δικηγόρων», κατά τη δικάσιμο της 29.1.2019, αφού πρώτα έκρινε, κατά τα ειδικότερα σε αυτήν αναφερόμενα, ότι η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, εκτός από το αίτημά της περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, κατά το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή και περαιτέρω έκρινε ότι οι πρόσθετες παρεμβάσεις είναι παραδεκτές και νόμιμες, ανέστειλε τη δίκη κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, εωσότου περατωθεί τελεσιδίκως η τότε εκκρεμούσα στο Ελεγκτικό Συνέδριο δίκη που είχε ανοίξει με την άσκηση της υπ’ αριθ. κατάθεσης …/2017 έφεσης της ενάγουσας κατά της υπ’ αριθ. πρωτ. …/2017 απόφασης του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου, για τον καταλογισμό σε βάρος της χρηματικού ποσού που της είχε καταβληθεί ως τμήμα των αποδοχών της για επίδομα θέσης ευθύνης. Στη συνέχεια, μετά την περάτωση της δίκης στο Ελεγκτικό Συνέδριο, κατόπιν σχετικής κοινής κλήσης της ενάγουσας και των υπέρ αυτής προσθέτως παρεμβάντων, η όλη υπόθεση επανήλθε προς επαναλαμβανόμενη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά τη δικάσιμο της 20.10.2020 και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 34/2021 απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κάνοντας εν μέρει δεκτή την αγωγή, αναγνώρισε ότι είναι άκυρη η καταγγελία της σύμβασης της ενάγουσας, ως καταχρηστική κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, κρίνοντας προηγουμένως ως ουσιαστικά αβάσιμους τους άλλους δύο λόγους ακυρότητας αυτής, τους οποίους είχε επικαλεστεί η ενάγουσα με την αγωγή, ως κύριο και ως πρώτο επικουρικό λόγο, ενώ απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή κατά το αίτημά της περί επαναπασχόλησης της ενάγουσας, ανακαλώντας ως προς τούτο την υπ’ αριθ. 98/2019 προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την ίδια απόφασή του, απέρριψε το αίτημα της αγωγής για την επιδίκαση αποδοχών υπερημερίας, κάνοντας δεκτή κατ’ ουσίαν την ένσταση του εναγομένου για συμψηφισμό της σχετικής απαίτησης της ενάγουσας – την οποία έκρινε εν μέρει βάσιμη κατά το ποσό των 46.362,65 ευρώ – με την ανταπαίτηση του για απόδοση της αποζημίωσης απόλυσης που της είχε ήδη καταβληθεί, ποσού 59.652,06 ευρώ. Κατόπιν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέτασε το αίτημα της αγωγής που υποβλήθηκε επικουρικώς (για την περίπτωση που κρινόταν ότι εγκύρως καταγγέλθηκε η σύμβαση), περί επιδίκασης ποσού 79.536,59 ευρώ, το οποίο και απέρριψε κατ’ ουσίαν, κρίνοντας ότι η αξίωση της ενάγουσας να λάβει ποσό 20.746,94 ευρώ ως διαφορά οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης, δεν είναι βάσιμη, διότι η αποζημίωση που της είχε καταβληθεί, στην οποία δεν είχε συνυπολογιστεί το επίδομα θέσης ευθύνης, ήταν η πράγματι οφειλόμενη σε αυτήν, αφού τέτοιο επίδομα δεν δικαιούτο να λαμβάνει. Εν όψει δε αυτού, κρίθηκε περαιτέρω, ότι δεν ήταν βάσιμη η αξίωσή της για την καταβολή ποσού 58.795,65 ευρώ ως αστική ποινή του εναγομένου, λόγω μη καταβολής πλήρους της οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης, όπως και η αξίωσή της για την καταβολή του επιδόματος θέσης ευθύνης, ποσού 13.566 ευρώ, απορρίπτοντας το Δικαστήριο και τα αιτήματα της αγωγής για καταβολή ασφαλιστικών εισφορών ύψους 14.340,27 ευρώ και αποζημίωσης άδειας ποσού 1.554,10 ευρώ, ως αόριστα, κατόπιν ανάκλησης κατά τούτο της υπ’ αριθ. 98/2019 προηγούμενης απόφασης. Τέλος, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κάνοντας δεκτό το αντίστοιχο αίτημα της ένδικης αγωγής, δέχθηκε αυτήν για ποσό 8.512 ευρώ, δηλαδή για το αιτούμενο ποσό της διαφοράς μεταξύ του οφειλόμενου ποσού υπερβάλλουσας μείωσης των αποδοχών της ενάγουσας και του πράγματι καταβαλλόμενου για την αιτία αυτή ποσού, ύψους (της διαφοράς) 257,94 ευρώ το μήνα, για συνολικό χρονικό διάστημα 33 μηνών, από 1.1.2014 (οπότε, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, το εναγόμενο της κατέβαλε μικρότερο ποσό του οφειλομένου για την αιτία αυτή) μέχρι 30.9.2016 (οπότε το εναγόμενο αποκατέστησε την εσφαλμένη καταβολή, καταβάλλοντας πλέον στην ενάγουσα το πράγματι οφειλόμενο για την αιτία αυτή ποσό), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας και επιδικίας για το πριν και το μετά την επίδοση της αγωγής χρονικό διάστημα αντιστοίχως, για κάθε επιμέρους μηνιαίο ποσό των 257,94 του επίδικου χρονικού διαστήματος, από την πρώτη ημέρα του επόμενου ημερολογιακού μήνα, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη (αλυσιτελώς προβληθείσα) την ένσταση της εξόφλησης που είχε προβάλει το εναγόμενο, με την επίκληση συμψηφισμού από μέρους του, εξωδίκως πριν την έναρξη της δίκης, με την υπ’ αριθ. …/30.3.2017 απόφαση καταλογισμού του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του φορέα, της εν λόγω απαίτησης της ενάγουσας με δική του απαίτηση κατ’ αυτής για απόδοση των αχρεωστήτως σε αυτήν καταβληθέντων ποσών ως επίδομα θέσης ευθύνης.
ΙΙΙ.3· Κατά της προαναφερθείσας υπ’ αριθ. 34/2021 οριστικής απόφασης του. Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κατά της ανωτέρω εν μέρει οριστικής υπ’ αριθ. 98/2019 απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, ως προς την οριστική διάταξή της (περί απόρριψης του κονδυλίου της αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), παραπονούνται με τις υπό κρίση εφέσεις τους, τόσο η ενάγουσα όσο το εναγόμενο και ειδικότερα:
ΙΙΙ.3·α. Το εναγόμενο παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανιστεί η υπ’ αριθ. 34/2021 απόφαση ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή της αντιδίκου του, δηλαδή και ως προς το αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας ως καταχρηστικής κατ’ άρθρο 281 ΑΚ αλλά και ως προς το αίτημα επιδίκασης ποσού 8.512 ευρώ ως διαφορά μεταξύ του ποσού που οφειλόταν στην ενάγουσα ως υπερβάλλουσα μείωση των αποδοχών της («προσωπική διαφορά») και του ποσού που πράγματι καταβαλλόταν στην ίδια για την αιτία αυτή, κατά παραδοχή της σχετικής ένστασης εξόφλησης που είχε προβάλει πρωτοδίκως και επαναφέρει με την έφεσή του.
ΙΙΙ·3.β. Η ενάγουσα παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της υπ’ αριθ. 34/2021 απόφασης και της υπ’ αριθ. 98/2019 απόφασης ως προς την οριστική διάταξή της, ώστε η αγωγή της να γίνει δεκτή στο σύνολό της, δηλαδή και ως προς τα απορριφθέντα αιτήματά της και πιο συγκεκριμένα, ως προς το αίτημα περί επαναπασχόλησής της από το εναγόμενο λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασής της καθώς και ως προς τα αιτήματα περί επιδίκασης με αναγνωριστική διάταξη: i) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ύψους 30·000 ευρώ Η) μισθών υπερημερίας ύψους 58.795,65 ευρώ λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας – παραπονούμενη και για την πρωτόδικη κρίση ως προς το επικουρικό αίτημα της επιδίκασης του ποσού των 20.740,94 ευρώ ως διαφορά αποζημίωσης απόλυσης εξαιτίας μη συνυπολογισμού του επιδόματος θέσης ευθύνης στις αποδοχές της που τέθηκαν ως βάση για τον υπολογισμό της αποζημίωσης και της επιδίκασης του ποσού των 58.795,65 ευρώ ως αστική ποινή σε βάρος του εναγομένου λόγω μη καταβολής πλήρους της νόμιμης αποζημίωσης – iii) του επιδόματος θέσης ευθύνης, ύψους 13.566 ευρώ iv) του 1/3 των ασφαλιστικών εισφορών της, ύψους 14-340,27 ευρώ και ν) της αποζημίωσης μη ληφθείσας άδειας, ύψους 1.554,10 ευρώ. Επιπλέον παραπονείται η ενάγουσα με την έφεσή της για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη του πρώτου επικουρικού λόγου ακυρότητας της επίδικης καταγγελίας που επικαλείτο με την αγωγή της, ενώ δεν προσβάλλει η ενάγουσα την πρωτόδικη κρίση περί απόρριψης του λόγου ακυρότητας της καταγγελίας που προβλήθηκε κυρίως με την αγωγή της, για τη μη τήρηση της νόμιμης προδικασίας στη λήψη της απόφασης για την καταγγελία της σύμβασής της.
IV.1.α. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και τα προαναφερθέντα αιτήματα η ένδικη αγωγή είναι απορριπτέα α) κατά το αίτημα επιδίκασης αποζημίωσης μη ληφθείσας άδειας, ως αόριστη και β) κατά το αίτημα περί επαναπασχόλησης της ενάγουσας, ως μη νόμιμη. Τούτο διότι, αντιστοίχως α) δεν εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο ότι η ετήσια τακτική άδεια που είχε δικαίωμα να λάβει η ενάγουσα, για τις ήμερες και τα ημερολογιακά έτη για τα οποία ζητεί αποζημίωση, δεν της χορηγήθηκε από υπαιτιότητα του εναγομένου, παρόλο που υπήρξε από την πλευρά της προηγούμενο σχετικό αίτημα (βλ. ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙ.3· μείζονα σκέψη) και β) η διάταξη του άρθρου 656 ΑΚ δεν εφαρμόζεται ούτε και αναλόγως επί σύμβασης έμμισθης εντολής δικηγόρου για την παροχή νομικών υπηρεσιών με πάγια αντιμισθία, ώστε να μπορεί να διαταχθεί εν προκειμένω από το παρόν Δικαστήριο η πραγματική απασχόληση της ενάγουσας δικηγόρου στη θέση που κατείχε πριν την προσβαλλόμενη ως άκυρη καταγγελία της σύμβασής της, διότι στη σύμβαση έμμισθης εντολής δικηγόρου προέχει το στοιχείο της απόλυτης προσωπικής εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, λόγω της σπουδαιότητας των ζωτικών θεμάτων του εντολέα τα οποία διαχειρίζεται ο δικηγόρος (βλ. ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙ.2.β. μείζονα σκέψη). Το στοιχείο εξάλλου της απόλυτης προσωπικής εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων μερών διατηρεί την πρωτεύουσα σημασία του και επί σύμβασης έμμισθης εντολής δικηγόρου η οποία συνάπτεται με εντολέα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καλούμενος ο δικηγόρος και σε αυτήν την περίπτωση, λόγω της θέσης και της ιδιότητάς του, να διαχειριστεί θέματα βαρύνουσας σημασίας για τον φορέα που τον έχει επιλέξει για να υπερασπίζεται τα συμφέροντά του, ώστε η ανωτέρω θέση, περί μη εφαρμογής (αναλόγως) του άρθρου 656 ΑΚ σε αυτές τις συμβάσεις, να μην τίθεται υπό αμφισβήτηση ακόμη και υπό το δεδομένο που επικαλείται η ενάγουσα με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, επιχειρώντας να στηρίξει την αντίθετη άποψη, περί εφαρμογής δηλαδή εν προκειμένω του άρθρου 656 ΑΚ, ότι ο εντολέας είναι νομικό πρόσωπο που ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ούτε και υποχωρεί σε σημασία, σε σχέση με έναν ιδιώτη, το δικαίωμα του εναγομένου, όπως η βούληση αυτού εκφράζεται δια των καταστατικών του οργάνων, στην ελεύθερη επιλογή του δικηγόρου του, με την σκέψη, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα με τον ίδιο λόγο έφεσης, πως το τελευταίο εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό ή πως υποχρεούται κατά το νόμο ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου του ευρύτερου δημόσιου τομέα ανήκον εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο να συμμορφώνεται στις δικαστικές αποφάσεις, με βάση τα άρθρα 1 εδάφιο τελευταίο του Ν. 3068/2002 και 20 του Ν. 3301/2004· Ορθώς, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματα αυτά εξαιτίας αοριστίας και νόμω αβασίμου αντιστοίχως και οι σχετικοί 3ος και 5ος λόγοι της έφεσης της ενάγουσας, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, ο 5ος λόγος κατά το σκέλος του που αφορά στο κονδύλιο αποζημίωσης μη ληφθείσας άδειας, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
IV.1.β. Όσον αφορά όμως στο αίτημα επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, σε όσο μέρος το αίτημα αυτό εδράζεται στην επικαλούμενη ακυρότητα της επίδικης καταγγελίας ως καταχρηστικής, για τον λόγο ότι έλαβε χώρα από εχθρότητα και εκδικητική διάθεση προς την ενάγουσα, εξαιτίας συμπεριφοράς της που δεν ήταν αρεστή στη διοίκηση του εναγομένου, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙ.2.γ. μείζονα σκέψη, στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281 ΑΚ και 5 παρ. 1 Συντάγματος. Σε όσο μέρος, ωστόσο, το ίδιο αίτημα της αγωγής επιχειρείται να βρει νομικό έρεισμα στις διατάξεις περί προσβολής της προσωπικότητας και αδικοπραξιών, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 364 ΠΚ, με την επίκληση από την ενάγουσα ότι το περιεχόμενο του εγγράφου της καταγγελίας της σύμβασής της υπήρξε συκοφαντικό σε βάρος της, άλλως δυσφημιστικό και σε κάθε περίπτωση εξυβριστικό, παραπέμποντας η ενάγουσα συλλήβδην στις σελίδες 27 έως 62 του δικογράφου της αγωγής της, όπου αντικρούονται από την ίδια ως αβάσιμοι οι αναγραφόμενοι στην επίδικη καταγγελία λόγοι της απόλυσής της, η αγωγή είναι απορριπτέα ως αόριστη, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙ.2.γ. μείζονα σκέψη, καθόσον η ενάγουσα δεν εκθέτει στο δικόγραφο με ακρίβεια όλα τα ουσιώδη γεγονότα της επίδικης έννομης σχέσης και ειδικότερα δεν εκθέτει με ακρίβεια την τέλεση της αδικοπραξίας, αφού δεν προσδιορίζει η ενάγουσα με σαφήνεια εκείνα τα γεγονότα τα οποία φέρεται, σύμφωνα με την ίδια, να ισχυρίστηκε γι’ αυτήν το εναγόμενο ενώπιον τρίτων με το έγγραφο της επίδικης καταγγελίας και τα οποία ήταν, κατά τους ισχυρισμούς της, εν γνώσει ψευδή και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και υπόληψή της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κρίνοντας ότι είναι μη νόμιμο και απορριπτέο το αίτημα για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης – με την υπ’ αριθ. 98/2019 απόφασή του – με την αιτιολογία ότι «μόνη η μη καταβολή της αμοιβής της ενάγουσας από το εναγόμενο, ακόμη και η υπαίτια, η οποία στοιχειοθετεί την ενδοσυμβατική του ευθύνη, δεν στοιχειοθετεί από μόνη της, χωρίς την επίκληση και άλλων πραγματικών περιστατικών, αδικοπραξία και ως εκ τούτου δεν δύναται να αξιωθεί για το λόγο αυτό επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, η οποία προβλέπεται από το νόμο στις περιπτώσεις όπου ο νόμιμος λόγος ευθύνης θεμελιώνεται στην αδικοπραξία», έσφαλλε κατά την εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής και αφενός έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν, δηλαδή την παραβίαση της συμβατικής υποχρέωσης του εναγομένου προς καταβολή της συμφωνηθείσας αμοιβής της ενάγουσας, ως στοιχείο που συγκροτεί την ιστορική βάση της αγωγής και θεμελιώνει το ανωτέρω αίτημα αυτής, μολονότι η ενάγουσα δεν το επικαλέστηκε και αφετέρου δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή τους ανωτέρω αναφερόμενους αγωγικούς ισχυρισμούς, από τους οποίους προκύπτει ότι την ένδικη αξίωσή της θεμελιώνει η ενάγουσα και σε καταχρηστικότητα της επίδικης καταγγελίας, ως συντελεσθείσα η τελευταία από λόγους εχθρότητας προς το πρόσωπό της, προσβάλλοντας έτσι την προσωπικότητά της ως επαγγελματία, καταλήγοντας εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να απορρίψει το ως άνω αίτημα ως μη νόμιμο. Αντιθέτως, εάν ορθώς εκτιμούσε το αγωγικό δικόγραφο, όφειλε, σε όσο μέρος το αίτημα αυτό εδράζεται στην επικαλούμενη ακυρότητα της καταγγελίας ως καταχρηστικής, για τον λόγο ότι έγινε από εχθρότητα προς την ενάγουσα κατά τα προαναφερθέντα, να κρίνει την αγωγή νόμιμη και να την εξετάσει κατ’ ουσίαν, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού ίου λόγου της έφεσης της ενάγουσας, απορρίπτοντας την αγωγή κατά το ίδιο αίτημα ως αόριστη στο μέρος που επιχειρείται να στηριχθεί στις διατάξεις περί προσβολής της προσωπικότητας και αδικοπραξιών.
IV.1.γ. Περαιτέρω, ορισμένη και νόμιμη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω υπό στοιχεία 11.4- μείζονα σκέψη, στηριζόμενη στις μνημονευόμενες εκεί διατάξεις, είναι η ένδικη αγωγή αναφορικά με το αίτημα περί επιδίκασης στην ενάγουσα, με αναγνωριστική διάταξη, του συνολικού ποσού των 14.340,27 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, σε ποσοστό 1/3 των καταβλητέων στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία ασφαλιστικών εισφορών της ως έμμισθης δικηγόρου, ποσού 623,49 ευρώ το μήνα, για χρονικό διάστημα 23 μηνών, από 1.1.2017 έως 30.11.2018, το οποίο ποσοστό προηγουμένως της κατέβαλε το εναγόμενο, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, οικειοθελώς ως τμήμα των αποδοχών της επί μακρόν – μαζί και με το υπόλοιπο ποσοστό των 2/3 των ασφαλιστικών της εισφορών, που ήταν υποχρεωμένο το εναγόμενο εκ του νόμου να της καταβάλει – χωρίς επιφύλαξη για την ανάκληση χορήγησης της οικειοθελούς αυτής παροχής από μέρους του, έχοντας αυτή σιωπηρά καταστεί όρος της ένδικης σύμβασής της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρά την επαρκή στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση των στοιχείων που είναι αναγκαία κατά νόμο για τη στήριξη του εν λόγω αιτήματος, με επίκληση της σύμβασης έμμισθης εντολής, τον προσδιορισμό του είδους της παροχής και των περιστάσεων που προσδίδουν σε αυτή τον χαρακτήρα της ως οικειοθελούς (βλ. και ΑΠ 1782/2013), αν και όφειλε να κρίνει την αγωγή κατά το συγκεκριμένο αίτημά της ως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις ανωτέρω διατάξεις και να την εξετάσει κατ’ ουσίαν, κατά τον βάσιμο περί τούτου 50 λόγο της έφεσης της ενάγουσας, ως προς το σκέλος του που αφορά στην απορριπτική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί του ως άνω κονδυλίου, απέρριψε αυτήν κατά το εν λόγω αίτημα ως αόριστη, επειδή «δεν εκτίθεται στο δικόγραφο πώς προέκυψε το εν λόγω ποσό σε μηνιαία βάση, ήτοι πως υπολογίστηκε το ύψος των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών της σε σχέση με τις αποδοχές της και μετά ταύτα εξήχθη το αιτούμενο ποσοστό του 1/3, καθώς και για ποιους ασφαλιστικούς φορείς διενεργήθηκαν οι εν λόγω κρατήσεις», παρότι οι φορείς, στην ασφάλιση των οποίων υπόκειται η ενάγουσα πλέον από 1.1.2017 ως έμμισθη δικηγόρος και το ύψος των παρακρατούμενων εισφορών που την επιβαρύνουν, εκφραζόμενο σε συγκεκριμένα ποσοστά επί ορισμένης βάσης αποδοχών, είναι στοιχεία που προβλέπονται στο νόμο (άρθρ. 53 παρ. 1Γ του Ν. 4387/2016, άρθρ. 74 – 76 του Ν. 4387/2016, άρθρ. 38 παρ. 2 εδ. γ’ και παρ. 3 στοιχείο στ’ του Ν. 4387/2016, όπως η πρώτη διάταξη προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 27 του Ν. 4445/2016, άρθρ. 41 παρ. 1 του Ν. 4387/2016, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 1 του Ν. 4425/2016, άρθρ. 97 του Ν. 4387/2016, άρθρ. 35 παρ. 2 περ. β’ του Ν. 4387/2016, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 96 του Ν. 4461/2017).
ν.ι.α. Κατά το άρθρο 281 ΚΠολΔ, το οποίο ορίζει ότι «συζήτηση θεωρείται εκείνη κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της, ανεξάρτητα από το αν το Δικαστήριο άρχισε ή όχι να εξετάζει την ουσία της», οριοθετείται η έννοια της συζήτησης, ως τέτοιας νοούμενης εκείνης στην οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της με αναφορά των διαδίκων στις προτάσεις τους ή και προφορική ανάπτυξη, ανεξάρτητα αν το Δικαστήριο επέλυσε μόνο δικονομικά θέματα ή ερεύνησε και την ουσία της διαφοράς. Υπό αυτήν την έννοια δεν θεωρείται συζήτηση εκείνη κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση ή κηρύχθηκε αυτή απαράδεκτη ή ματαιώθηκε αλλά τότε συζήτηση είναι η μετά την αναβολή ή την ματαίωση, οπότε και αρχίζει η εκδίκαση της υπόθεσης με αναφορά των διαδίκων στις προτάσεις τους [Κεραμεύς/Κονδύλης/ Νίκας (- Μακρίδου), ΚΠολΔ I (2000), άρθρ. 281, αριθ. 1 -2, ΑΠ 1611/1999 ΕλΔ 2000, ιοί]. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διατύπωση και την έννοια της διάταξης του άρθρου 249 ΚΠολΔ, η οποία έχει θεσπιστεί για να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και για την οικονομία της δίκης, εκεί όπου δεν βοηθάει η ένσταση εκκρεμοδικίας, το δικαστήριο έχει τη διακριτική εξουσία να διατάξει την αναβολή ή να προχωρήσει στην έρευνα της διαφοράς, όταν για το ίδιο θέμα υπάρχει εκκρεμής άλλη δίκη ενώπιον του ίδιου ή άλλου δικαστηρίου, πολιτικού ή διοικητικού, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ίδιων ή διαφόρων προσώπων, για το σκοπό εναρμόνισης της δικαστικής κρίσης σχετικά με το ίδιο ζήτημα ή από άλλον λόγο που αφορά την ορθή εκτίμηση της διαφοράς (ΑΠ 215/1999 ΕλΔ 40, 635, ΑΠ 31/1996 ΕΕΝ 1997, 44θ, ΑΠ 773/1992 ΕΕΝ 1993, 572). Παρά τη γραμματική διατύπωση της παραπάνω διάταξης, η οποία ομιλεί για αναβολή της συζήτησης, πρόκειται στην προκειμένη περίπτωση για αναστολή της δίκης (Κεραμέας, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γεν. Μέρος, 1986, σελ. 165, ΑΠ 1627/2017). Η απόφαση που διατάσσει την αναστολή είναι μη οριστική και συνεπώς δεν προσβάλλεται με έφεση αλλά μπορεί να ανακληθεί. Με την έκδοσή της η εκκρεμοδικία διατηρείται και η συζήτηση που επαναλαμβάνεται μετά την αναστολή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μακρίδου), ΚΠολΔ I, 2000, άρθρ. 249 αριθ. 13, Τριανταφυλλίδης/Ρεντούλης σε Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, άρθρ. 249 αριθ. 6, ΕφΛαρ 82/2022, ΕφΛαρ 119/2020, ΕφΠατρ 456/2021, ΕφΘεσ 2754/2017, ΕφΔυτΣτερ 30/2014, ΕφΘεσ 38/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ], χωρεί δε στην περίπτωση αυτή αναλογική εφαρμογή του άρθρου 254 ΚΠολΔ, δηλαδή δεν είναι αναγκαία κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση η κατάθεση νέων προτάσεων, χωρίς βεβαίως αυτό να αποκλείεται, ενώ οι προτάσεις και τα αποδεικτικά μέσα που κατατέθηκαν από τους διαδίκους κατά την αρχική συζήτηση ισχύουν και για την επαναλαμβανόμενη (Μακρίδου, Τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, άρθρα 208 – 320 ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2019, 249 αριθ· 11). Αυτό συνεπάγεται, ότι όσα επικαλέστηκε και προέβαλε με τις προτάσεις της αρχικής συζήτησης ο διάδικος, θεωρούνται ως επικληθέντα και προβληθέντα και κατά την επαναλαμβανόμενη, ακόμη και αν στην τελευταία δεν κατέθεσε καν προτάσεις (ΟλΑΠ 30/1997, ΑΠ 1589/2009).
V.1.β. Στην προκειμένη περίπτωση, το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας» (Ε.Ο.Δ.Υ.), ως καθολικός διάδοχος του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας» (Ε.Ο.Δ.Υ.), σύμφωνα με το άρθρο 14 του Ν. 4633/2019 (ΦΕΚ Α’ 161/16.10.2019), το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 62 του Ν. 4600/2019 (ΦΕΚ Α’ 43/9-3-2019), είχε υπεισέλθει ως καθολικός διάδοχος στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αρχικά εναγόμενου της αγωγής, νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων» (ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.), στις δευτεροβάθμιες προτάσεις του, ήτοι αυτές που κατέθεσε ως εκκαλούν προς υποστήριξη της έφεσής του και αυτές που κατέθεσε ως εφεσίβλητο προς απόκρουση της έφεσης της ενάγουσας, οι οποίες φέρουν στο τέλος την υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου του, συμπεριλαμβάνει, στο κείμενο αυτών, αυτούσιες τις πρωτόδικες προτάσεις του, καθιστάμενες έτσι οι τελευταίες ενιαίες με τις δευτεροβάθμιες προτάσεις του (ΑΠ 258/2019, ΑΠ 794/2017), επαναλαμβάνοντας τους, κατά βάση, αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς που προτάθηκαν και πρωτοδίκως, αναφορικά με την ακυρότητα της επίδικης καταγγελίας και τα λοιπά αιτήματα της αγωγής, κατά πρώτον από το αρχικώς εναγόμενο της αγωγής νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων» (ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.) στην αρχική συζήτηση της υπόθεσης στις 29.1.2019 και κατόπιν από το ίδιο κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση της υπόθεσης στις 20.10.2020, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 98/2019 απόφασης, με την οποία, όπως ήδη εκτέθηκε, αφού κρίθηκε η αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη – εκτός από το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης, που απορρίφθηκε ως μη νόμιμο – ανεστάλη η δίκη κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ. Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη – εκκαλούσα υποστηρίζει με την προσθήκη των δευτεροβαθμίων προτάσεών της, ότι οι ισχυρισμοί του αρχικώς εναγομένου που έχουν προβληθεί με τις πρωτόδικες προτάσεις του κατά την αρχική συζήτηση της υπόθεσης στις 29.1.2019, δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη από το παρόν Δικαστήριο στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δίκης, ως μη προβληθέντες πρωτοδίκως και άρα ως προβαλλόμενοι για πρώτη φορά από το εκκαλούν με τις δευτεροβάθμιες προτάσεις του (στις οποίες ενσωματώνονται κατά τα ανωτέρω οι πρωτοβάθμιες προτάσεις) χωρίς να συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Προβάλλει δε, ότι οι ισχυρισμοί αυτοί ουδόλως επαναφέρθηκαν από το αντίδικό της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η οποία επακολούθησε μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 98/2019 απόφασης, στη δικάσιμο της 20.10.2020, είτε με ενσωμάτωση των αρχικών προτάσεων στις προτάσεις που κατέθεσε στην τελευταία αυτή δικάσιμο είτε με παραπομπή σε αυτές είτε έστω με συνοπτική προφορική ανάπτυξη στο ακροατήριο και καταχώρισή τους στα πρακτικά. Ωστόσο, όσα υποστηρίζει η ενάγουσα, είναι αβάσιμα και απορριπτέα, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχεία V.1.α. μείζονα σκέψη, η συζήτηση της υπόθεσης που έλαβε χώρα στις 20.10.2020, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 98/2019 απόφασης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, θεωρείται συνέχεια της αρχικής συζήτησης της υπόθεσης που έλαβε χώρα στις 29.1.2019 και όχι νέα συζήτηση, υπό την έννοια ότι η αρχική και η επαναλαμβανόμενη συζήτηση παριστούν δύο συνεχόμενα δικονομικά στάδια, που αποτελούν ένα αδιάσπαστο δικονομικό σύνολο (ΑΠ 884/2007 ΧρΙΔ 2008, 52), με συνέπεια οι πραγματικοί ισχυρισμοί που προέβαλε το εναγόμενο στην αρχική συζήτηση να θεωρούνται άνευ ετέρου τινός ως νομίμως προβληθέντες και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση. Πέραν αυτού, εξάλλου, σε όσο μέρος αφορά τους αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς του εναγομένου, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 527 ΚΠολΔ και για τον λόγο ότι, ως νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί στο πλαίσιο της διάταξης αυτής, των οποίων η προβολή από τον εφεσίβλητο εναγόμενο για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου είναι παραδεκτή μόνο εάν συντρέχουν οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στην ίδια διάταξη, θεωρούνται οι αυτοτελείς καταλυτικοί ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση ένστασης, όχι και εκείνοι που στηρίζουν αιτιολογημένη άρνηση της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής (ΑΠ 1420/2015, ΑΠ 1143/2015, ΑΠ 342/2009).
VI. Από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενόρκως ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά την αρχική συζήτηση της υπόθεσης στις 29.1.2019, οι οποίες περιέχονται στα πρακτικά της υπ’ αριθ. 98/2019 απόφασής του και όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν με τις κατ’ έφεση προτάσεις τους οι διάδικοι – είτε προσκομίστηκαν και πρωτοδίκως είτε προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αφού ενώπιον του Εφετείου επιτρέπονται καταρχήν ακόμα και νέα αποδεικτικά μέσα, κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 702/2019, ΑΠ 17/2015) – και ειδικότερα ί) τις υπ’ αριθ. …/28.1.2019 και …/28.1.2019 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, τις οποίες νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη-εκκαλούσα και έγιναν πρωτοδίκως μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγομένου (άρθρ. 422 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρ. 1 άρθρ. δεύτερο Ν. 4335/2015), πριν τουλάχιστον δύο εργάσιμες ημέρες (βλ. την υπ’ αριθ. …/23·1·2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …), ii) την υπ’ αριθ. …..2022 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, την οποία νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη – εκκαλούσα για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας και έγινε μετά την έκδοση της εκκαλουμένης υπ’ αριθ. 34/2021 απόφασης, ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγομένου, πριν τουλάχιστον δύο εργάσιμες ημέρες (βλ. την υπ’ αριθ. ….2022 έκθεση επίδοσης της ίδιας ανωτέρω δικαστικής επιμελήτριας) και Hi) όλα τα έγγραφα τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι με τις κατ’ έφεση προτάσεις τους, αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που θα εκτεθούν στη συνέχεια. Επισημαίνεται, ότι δεν λαμβάνεται υπόψη η επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ενάγουσα – εφεσίβλητη – εκκαλούσα υπ’ αριθ. ….2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, που έγινε μετά την αρχική συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, εντός της προθεσμίας προσθήκης – αντίκρουσης και προσκομίστηκε πρωτοδίκως από την ενάγουσα με την προσθήκη των προτάσεών της στην αρχική συζήτηση της υπόθεσης, διότι δεν προκύπτει ότι έγινε κλήτευση του αντιδίκου της για να παραστεί κατά τη λήψη αυτής, αφού δεν προσκομίζεται έκθεση επίδοσης στο εναγόμενο σχετικής κλήσης, η δε αναφορά στο προοίμιο της ανωτέρω ένορκης βεβαίωσης περί σχετικής γνωστοποίησης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στη δικάσιμο της 29.1.2019, δεν επιβεβαιώνεται από τα πρακτικά της δίκης εκείνης, όπως έκρινε άλλωστε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 34/2021 απόφασή του, που, ομοίως, δεν έλαβε υπόψη του τη συγκεκριμένη ένορκη βεβαίωση για τον ίδιο λόγο.
VI.1. Δυνάμει του άρθρου 26 (παρ. 1-3) Ν. 2071/1992 (ΦΕΚ A’ 123/25-7-1992), ιδρύθηκε το «ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΙΔΙΚΩΝ ΛΟΙΜΩΞΕΩΝ» (Κ.Ε.Ε.Λ.), ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου εποπτευόμενο από το Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και επιχορηγούμενο από αυτό και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων (αλλά και από δωρεές, κληροδοτήματα, έσοδα από τυχόν παροχή υπηρεσιών και από κάθε άλλη επιχορήγηση από τρίτους), με σκοπό την αντιμετώπιση και παρακολούθηση, τον συντονισμό και την υποβοήθηση των ενεργειών για την πρόληψη της εξάπλωσης ειδικών μεταδοτικών νοσημάτων και τη θεραπευτική αντιμετώπισή τους. Στη συνέχεια, κατ’ εξουσιοδότηση του ανωτέρω άρθρου, εκδόθηκε το Π.Δ. 358/1992 (ΦΕΚ A’ 179/24·11·1992), με το οποίο καθορίστηκαν το αντικείμενο και οι ειδικότερες αρμοδιότητες του εν λόγω νομικού προσώπου στα πλαίσια του σκοπού του, τα σχετικά με τη διοίκηση και τον έλεγχο της διαχείρισης αυτού καθώς και το προσωπικό του, την οργάνωση και τη λειτουργία του, αλλά και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Προβλέφθηκε δε, μεταξύ άλλων, ότι αυτό, ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, διοικείται από εννεαμελές διοικητικό συμβούλιο, που έχει τριετή θητεία και συγκροτείται με απόφαση του εποπτεύοντος Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο οποίος επίσης ορίζει τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου, αποτελείται δε αυτό από έξι επιστήμονες της Ιατρικής, αναγνωρισμένου κύρους, με εμπειρία στην αντιμετώπιση των μεταδοτικών νοσημάτων ή από άλλα εξέχοντα πρόσωπα τα οποία έχουν κοινωνική, νομική ή άλλη γνώση του αντικειμένου αυτού, καθώς και από έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου, έναν εκπρόσωπο του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου και έναν εκπρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος (άρθρ. 4 παρ. ι). Επιπλέον ορίστηκε, ότι το διοικητικό συμβούλιο καταρτίζει εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου, ο οποίος εγκρίνεται από τον εποπτεύοντα Υπουργό (άρθρ. 12) και ο οποίος τελικώς, καταρτισθείς, εγκρίθηκε με την Υπουργική Απόφαση Υ1/οικ. 5028/29.6.2001. Στο άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού επαναλαμβάνεται η νομική μορφή του Κ.Ε.Ε.Λ., δηλαδή ότι πρόκειται για νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που λειτουργεί σύμφωνα με το Π.Δ. 358/1992 υπό την εποπτεία του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας (παρ. ι), προβλέπεται ότι έχει έδρα την Αθήνα (παρ. 2) και αναφέρεται (παρ. 3) ότι εξαιρείται από τις διατάξεις που αφορούν το Δημόσιο Τομέα (Π.Δ. 407/1993, ΦΕΚ Α’ 174, όπως αυτός επαναοριοθετήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 51 Ν. 1892/1990), από τις διατάξεις προσλήψεων στο Δημόσιο Τομέα (άρθρ. 14 παρ. 2 Ν. 2190/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 2256/1994 ΦΕΚ Α’ 196) καθώς και από τις διατάξεις προμηθειών στο Δημόσιο Τομέα (Ν. 2286/1995 και Π.Δ. 238/1995 ΦΕΚ Α’ 137)· Επίσης, με το άρθρο 12 του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας ορίστηκε ότι το Κ.Ε.Ε.Λ. απαρτίζεται από αυτοτελή γραφεία που δεν υπάγονται σε υπερκείμενη οργανική μονάδα αλλά ελέγχονται για την απόδοσή τους απευθείας από τον Πρόεδρο, ενώ από το Διευθυντή ελέγχονται μόνο για τη διοικητική λειτουργία τους και αυτά είναι το Γραφείο Προέδρου, το Γραφείο Νομικών Θεμάτων και το Γραφείο Ηθικής και Δεοντολογίας και επίσης ότι απαρτίζεται από την Υπηρεσία Διοικητικής και Επιστημονικής Υποστήριξης, στην οποία προΐσταται ο Διευθυντής του Κ.Ε.Ε.Λ. και διαρθρώνεται αυτή σε 6 Τμήματα με συνολικά 20 Γραφεία, κατά τα ειδικότερα στο ίδιο άρθρο οριζόμενα. Ακόμη, στο άρθρο 14 του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας ορίστηκε ότι στο Γραφείο Νομικών Θεμάτων απασχολούνται δικηγόροι με έμμισθη εντολή, ότι ο κάθε δικηγόρος είναι σε απευθείας συνεργασία με τη διοίκηση του Κέντρου, ότι διενεργεί όλες τις εξώδικες πράξεις και ένδικες υποθέσεις και γενικά κάθε ένδικο μέσο κατά τον Κώδικα περί Δικηγόρων, ότι γνωμοδοτεί εγγράφως για υποθέσεις που του ανατίθενται από τη διοίκηση καθώς και ότι οι δικηγόροι μετέχουν κατόπιν πρόσκλησης στις συνεδριάσεις του Δ.Σ. ή των οργάνων και επιτροπών του Κέντρου. Περαιτέρω, με το άρθρο 20 του Ν. 3370/2005 «Οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών δημόσιας υγείας και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 176/11.7.2005), υπό τον τίτλο «Ανασυγκρότηση του Κ.Ε.Ε.Α. και των Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας», το «Κέντρο Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων (Κ.Ε.Ε.Λ.)» μετονομάστηκε σε «Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.)», ορίστηκε δε ότι αυτό διατηρεί τη μορφή του ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου εποπτευόμενο απευθείας από τον Υπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και λειτουργεί σύμφωνα με τις ιδρυτικές του και λοιπές ισχύουσες διατάξεις, σε συνδυασμό με τους όρους του παρόντος νόμου (παρ. 1). Συγκροτείται δε αυτό από τις ακόλουθες Διευθύνσεις: α) Λοιμωδών Νοσημάτων και Επειγόντων Συμβάντων, β) Πρόληψης Νοσημάτων και Επειγόντων Συμβάντων, γ) Πρόληψης και Ελέγχου Ατυχημάτων, δ) Περιβαλλοντικής Υγιεινής, ε) Κεντρικού Εργαστηρίου Δημόσιας Υγείας, στ) Αξιολόγησης Υπηρεσιών Υγείας και ζ) Διοικητικού Συντονισμού και Στήριξης (παρ. 2), ενώ με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καταρτίζεται ο (νέος) Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας του ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ., με τον οποίο κατανέμονται και εντάσσονται ανά Διεύθυνση υφιστάμενα και νέα Τμήματα και Γραφεία, καθορίζονται οι αρμοδιότητες κάθε Διεύθυνσης, συνιστώνται θέσεις προσωπικού και ρυθμίζονται όλες οι λεπτομέρειες για την οργάνωση και τη λειτουργία του (παρ. 3)· Εξάλλου, με το άρθρο 34 παρ. 11 του Ν. 4052/2012 (ΦΕΚ Α’ 41/1-3-2012), ο οποίος ρύθμισε θέματα του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στο πλαίσιο της εθνικής προσπάθειας για τη μείωση του δημοσίου χρέους, ορίστηκε, διατηρώντας το προηγουμένως ισχύον καθεστώς, ότι το ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ. εξαιρείται των διατάξεων του Ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, Ελέγχου των Δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α’ 247/27·11.1995) όπως ο εν λόγω νόμος τροποποιήθηκε με το Ν. 3871/2010 «Δημοσιονομική διαχείριση και ευθύνη (ΦΕΚ Α’ 41/17·8.2010). Ωστόσο, η διάταξη αυτή (άρθρ. 34 παρ. 11 Ν. 4052/2012) καταργήθηκε λίγα χρόνια αργότερα, με το άρθρο 1 παρ. 1 της Π.Ν.Π. 24.12.2015 (ΦΕΚ Α’ 182/24.12.2015), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 4366/2016 (ΦΕΚ Α’ 18/15.2.2016). Τέλος, με το Ν. 4600/2019 (ΦΕΚ Α’ 43/9-3-2019) «Εκσυγχρονισμός και Αναμόρφωση Θεσμικού Πλαισίου Ιδιωτικών Κλινικών, Σύσταση Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας, Σύσταση Εθνικού Ινστιτούτου Νεοπλασιών και λοιπές διατάξεις» και ειδικότερα με το άρθρο 62 αυτού, καταργήθηκε το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.)» και στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του υπεισήλθε, ως καθολικός διάδοχος, το συσταθέν με τον ίδιο νόμο (άρθρ. 48) νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας» (Ε.Ο.Δ.Υ.), με έδρα το Δήμο Αμαρουσίου Αττικής, υπαγόμενο στην εποπτεία του Υπουργού Υγείας, με σκοπό την προάσπιση και προαγωγή της υγείας του πληθυσμού της Ελλάδας και ειδικότερα την προστασία της δημόσιας υγείας, δηλαδή την πρόληψη νόσων, την αύξηση του προσδόκιμου ζωής και την προαγωγή της υγείας μέσω οργανωμένων προσπαθειών της πολιτείας και της κοινωνίας, ορίστηκε δε με την παρ. 3 του άρθρου 62 του ίδιου νόμου ότι εκκρεμείς δίκες ή δικαστικές υποθέσεις του ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ., σε οιοδήποτε δικονομικό στάδιο και αν βρίσκονται, ενώπιον οιουδήποτε αρμόδιου πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου και εισαγγελικής ή ανακριτικής αρχής, συνεχίζονται από τον Ε.Ο.Δ.Υ. ως καθολικό διάδοχο αυτού. Λίγους μήνες μετά, με το Ν. 4633/2009 (ΦΕΚ Α’ 161/16.10.2019), το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ», που ιδρύθηκε με τον ανωτέρω νόμο (4600/2019), καταργήθηκε και υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, ως καθολικός διάδοχος, το εναγόμενο, ήδη εκκαλούν – εφεσίβλητο και συσταθέν με τον ίδιο νόμο (4633/2019), νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας» (Ε.Ο.Δ.Υ.), το οποίο έχει όμοιο σκοπό με τον προκάτοχό του και υπάγεται επίσης στην εποπτεία του Υπουργού Υγείας, ορίστηκε δε και πάλι ότι εκκρεμείς δίκες ή δικαστικές υποθέσεις του ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ./ Ε.Ο.Δ.Υ., σε οιοδήποτε δικονομικό στάδιο και αν βρίσκονται, ενώπιον οιουδήποτε αρμόδιου πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου και εισαγγελικής ή ανακριτικής αρχής, συνεχίζονται από το συσταθέν νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, ως καθολικό διάδοχό του (άρθρ. 14).
VI.2. Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη – εκκαλούσα, … …, η οποία είναι δικηγόρος και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (AM …), συνήψε εγγράφως στις 20.11.1995 με το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Κέντρο Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων» (Κ.Ε.Ε.Λ.), για το χρονικό διάστημα των τριών ετών από 1.12.1995 έως 1.12.1998, σύμβαση για την παροχή νομικών υπηρεσιών, με αρμοδιότητα επί κάθε νομικού θέματος και ειδικότερα επί θεμάτων διεθνούς δικαίου και διεθνών σχέσεων και δραστηριοτήτων του Κ.Ε.Ε.Λ. με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (Π.Ο.Υ.) και όλους τους διεθνείς Οργανισμούς. Με τη σύμβαση συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα θα αμείβεται κατά τις οικείες διατάξεις του νόμου και τις ισχύουσες υπουργικές αποφάσεις, εκτός αντιθέτου συμφωνίας και ότι το Κ.Ε.Ε.Λ θα έχει την υποχρέωση να καταβάλει επιπλέον τις ασφαλιστικές εισφορές της ενάγουσας δικηγόρου στους οικείους ασφαλιστικούς φορείς, δηλαδή στο Ταμείο Νομικών και στο Ταμείο Πρόνοιας Δικηγόρων Αθηνών. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα θα παρέχει τις υπηρεσίες της κατά τις εργάσιμες ώρες καθώς και όταν χρειάζεται ή καλείται σύμφωνα με τις υποδείξεις και οδηγίες του διοικητικού συμβουλίου του φορέα και του Διευθυντή του Κ.Ε.Ε.Λ., σύμφωνα πάντα με την κείμενη νομοθεσία, ενώ με νεότερη, μεταξύ των συμβαλλομένων έγγραφη συμφωνία, η οποία, όπως και η προηγούμενη, επονομαζόταν ως «σύμβαση έμμισθης εντολής» και υπογράφηκε στις 3-11-1997, η ενάγουσα ανέλαβε καθήκοντα νομικού συμβούλου του νομικού προσώπου επί αόριστο χρόνο, για τον χειρισμό δικηγορικών και νομικών εν γένει υποθέσεων, τις οποίες, κατά το περιεχόμενο της συμφωνίας, θα της ανέθετε το διοικητικό συμβούλιο του φορέα και ο Διευθυντής του Κ.Ε.Ε.Λ., ισχυόντων κατά τα λοιπά των προβλεπόμενων στην από 20.11.1995, αρχική μεταξύ τους σύμβαση. Ακολούθως, μετά από απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, που λήφθηκε κατά την 8η συνεδρίαση της 7-3-2002, η ενάγουσα ορίστηκε ως υπεύθυνη του Γραφείου Νομικών Θεμάτων, το οποίο, όπως εκτέθηκε (βλ. ανωτέρω υπό στοιχεία VI.1.), είχε συσταθεί με το άρθρο 14 του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας του νομικού προσώπου τον Ιούνιο του 2001. Δυνάμει των ανωτέρω συμβάσεων και ειδικότερων μεταξύ τους συμφωνιών, η ενάγουσα, ως δικηγόρος, παρείχε στο «Κέντρο Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων», που, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (βλ. ανωτέρω υπό στοιχεία IV.1.), μετονομάστηκε στη συνέχεια σε «Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων» (ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.), συνεχώς από τις 20.11.1995, νομικές υπηρεσίες με πάγια μηνιαία αμοιβή – αντιμισθία, συνδεόμενη επομένως εξ αρχής με το εναγόμενο με μία ενιαία σύμβαση έμμισθης εντολής για παροχή νομικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αντιμισθία επί αόριστο χρόνο (βλ. ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙ.2.α. μείζονα σκέψη).
VI.3.α. Η σύμβαση αυτή έμμισθης εντολής της ενάγουσας καταγγέλθηκε από το εναγόμενο με την από 16.11.2017 έγγραφη καταγγελία του, που επιδόθηκε στην ενάγουσα την επόμενη ημέρα, στις 17.11.2017, με δικαστικό επιμελητή, αφού προηγήθηκε η λήψη σχετικής ομόφωνης απόφασης από το διοικητικό συμβούλιο του εναγομένου, κατά την 21η συνεδρίασή του της …, αποτελούμενο από τον…, Αναπληρωτή Καθηγητή Χειρουργικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, ως Πρόεδρό του και μέλη του, τους …., Παιδίατρο, Πανεπιστημιακό Υπότροφο του …, …., Ιατρό Βιοπαθολόγο, Επίκουρη Καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής του …, …., Διευθύντρια Ιολογίας του Αντικαρκινικού – Ογκολογικού Νοσοκομείου «….», …., Καθηγήτρια Βιοστατιστικής της Σχολής Επιστημών Υγείας του …., … …., δικηγόρο Αθηνών, …., Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Ανθρώπινων Πόρων Νομικών Προσώπων, ως εκπρόσωπος του Υπουργείου Υγείας, …, Ειδικό Παθολόγο – Ηπατολόγο, Διευθυντή της Β’ Παθολογικής – Ηπατολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου «….», ως εκπρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος και …., Ιατρό Οφθαλμίατρο, ως εκπρόσωπο του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου. Στο έγγραφο της καταγγελίας μνημονευόταν ότι συντρέχει σπουδαίος λόγος προς τούτο, εξαιτίας κλονισμού της εμπιστοσύνης του νομικού προσώπου προς το πρόσωπο της ενάγουσας, με την παράθεση μιας σειράς από φερόμενα ως κλονιστικά της σχέσης εμπιστοσύνης, περιστατικά και γεγονότα, τα οποία συνοψίζονται στα ακόλουθα: ι) Ότι από την έναρξη της θητείας, τον Μάιο του 2016, της νέας τότε διοίκησης, επέδειξε συμπεριφορά που σηματοδοτούσε εξ αρχής διάθεση να έρθει σε αντιπαράθεση μαζί της, διότι, καίτοι η ενάγουσα παρέλειψε να ενημερώσει τη νέα διοίκηση για τα τυπικά γραφειοκρατικά ζητήματα που θα έπρεπε άμεσα να διεκπεραιώσει το νέο διοικητικό συμβούλιο, όταν της επισημάνθηκε αυτό από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου, του απάντησε με προσβλητικούς χαρακτηρισμούς. 2) Ότι χρησιμοποίησε την τότε αποχή διάρκειας των δικηγόρων της χώρας, προκειμένου κατ’ επιλογήν να μην παρίσταται σε συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου και να μην χορηγεί έγγραφες γνωμοδοτήσεις επί θεμάτων που της ζητούσε η διοίκηση, ενώ το ίδιο διάστημα έστελνε αυτοβούλως στο διοικητικό συμβούλιο άλλες γνωμοδοτήσεις, ατεκμηρίωτες, για την προστασία δήθεν της διοίκησης από νομικά εσφαλμένες ενέργειες αλλά στην πραγματικότητα, για να αποτρέψει ενέργειες της διοίκησης, με την επιλογή των οποίων η ίδια διαφωνούσε, όπως τις προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτών εκείνης της περιόδου και την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του έως τότε διευθυντή του ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ. τον Ιούλιο του 2016. 3) Ότι στις 7·6.2Ο16 απέστειλε έγγραφο στη διοίκηση, ζητώντας τη διαγραφή από τα πρακτικά συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου, της δηλωθείσας άρνησης των έμμισθων δικηγόρων του φορέα, να λαμβάνουν μέρος στις Επιτροπές Ενστάσεων του νομικού προσώπου, καταδεικνύοντας την έναρξη κλονισμού των σχέσεων μεταξύ διοίκησης και Νομικού Τμήματος. 4) Ότι τον Αύγουστο του 2016 ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου αναγκάστηκε να στείλει έγγραφο στο Νομικό Τμήμα, λόγω κακής λειτουργίας του, θέτοντας όρους στη λειτουργία του. 5) Ότι το Σεπτέμβριο του 2016 η ενάγουσα αναζητήθηκε από τη διοίκηση για ένα εξαιρετικά επείγον ζήτημα που είχε προκύψει αλλά αυτή δεν βρέθηκε στην Υπηρεσία, αντιδρώντας δε στο σχετικό ζήτημα που της τέθηκε στη συνέχεια, αντί άλλης απάντησης, γνωστοποίησε στη διοίκηση, με παράλληλη κοινοποίηση στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών και στο σωματείο εργαζομένων του εναγομένου, σχετική γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, δηλώνοντας κατ’ ουσίαν ότι η ίδια ως δικηγόρος δεν υποχρεούται έναντι του φορέα σε κανένα πλαίσιο ωραρίου, παρά την αντίθετη νομολογία των δικαστηρίων της χώρας. 4) Ότι με έγγραφο που απέστειλε στη διοίκηση στις 12.9.2016, με τίτλο «ΠΑΡΑΚΑΜΨΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΚΕΕΛΠΝΟ» διαμαρτυρόταν για τη μη ανάθεση της ποινικής δίκης του πρώην Διευθυντή του ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ. στην ίδια, τη στιγμή που η ίδια είχε γνωμοδοτήσει θετικά υπέρ της μη καταγγελίας της σύμβασης του συγκεκριμένου προσώπου λίγους μήνες πιο πριν, επικαλούμενη μεταξύ άλλων το γεγονός ότι η απόδοση ποινικών ευθυνών σε βάρος του εν λόγω προσώπου είναι ακόμη εκκρεμής, ενώ παράλληλα ισχυριζόταν με το ίδιο έγγραφο, πως δεν επιτρέπεται η ανάθεση υποθέσεων σε εξωτερικούς δικηγόρους με βάση πόρισμα έκθεσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, ισχυρισμός που ήταν όμως αναληθής, καθόσον η σχετική αναφορά του πορίσματος αφορούσε σε διαπίστωση υπέρογκων αμοιβών σε εξωτερικούς δικηγόρους. 5) Ότι το Νοέμβριο του 2016, με έγγραφο που έστειλε στις 15.11.2016, ζητούσε από τη διοίκηση, χωρίς να νομιμοποιείται προς τούτο, διευκρινίσεις σχετικά με τη σύμβαση που είχε συνάψει με τον φορέα ο νομικός σύμβουλος …., υποχρεώνοντας τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου να απευθύνει την επομένη, 16.11.2016, έγγραφο στο Γραφείο Νομικών Θεμάτων, ορίζοντας εκ νέου τον τρόπο λειτουργίας του, γεγονός που υποδηλώνει κλονισμό των σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ διοίκησης και Νομικού Τμήματος και ειδικότερα με την ενάγουσα ως υπεύθυνη αυτού, ενώ ακολούθως, με αφορμή ανάθεση στο Γραφείο Νομικών Θεμάτων νομικής ενέργειας από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου, η ενάγουσα, αντί να συμμορφωθεί προς αυτό που ζητείτο από εκείνη και να προβεί στην υλοποίησή του, απέστειλε στις 21.11.2016 επιστολή με θέμα «ΕΥΡΥΘΜΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ», κοινοποιώντας την και στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, από το περιεχόμενο της οποίας καταδεικνυόταν παντελής έλλειψη σεβασμού στη σχέση εντολέα – εντολοδόχου, θέτοντας εκείνη στη διοίκηση όρους για τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων της από την έμμισθη εντολή, επιρρίπτοντας στον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου την ευθύνη για την κακή λειτουργία της Νομικής Υπηρεσίας. 6) Το Νοέμβριο του 2016, ενώ επρόκειτο να αρχίσει ποινική δίκη σε βάρος έντεκα οροθετικών γυναικών, δήλωσε άγνοια για την υπόθεση σε σχετικό ερώτημα της διοίκησης προς τη Νομική Υπηρεσία. 7) Ότι σε σειρά υπηρεσιακών εγγράφων που έχουν αποσταλεί προς την ενάγουσα, ως υπεύθυνη του Νομικού Τμήματος από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2016 (γίνεται αναφορά των σχετικών αυτών εγγράφων με παράθεση του αριθμού πρωτοκόλλου αυτών), έχοντας διαπιστωθεί κατά τη διεκπεραίωση εντολών ολιγωρία και βραδύτητα, περιέχονται επισημάνσεις οι οποίες καταδεικνύουν κλονισμό της εμπιστοσύνης. 8) Ότι το Νομικό Τμήμα του φορέα λειτουργούσε αυθαίρετα, με ευθύνη της ενάγουσας, ως υπεύθυνης αυτού, γνωμοδοτώντας χωρίς ανάθεση από τη διοίκηση, όπως δεν νομιμοποιούνταν, γεγονός που είχε επισημανθεί στις 22.5.2017 από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου σε σχετικό έγγραφό του. g) ‘Οτι η συμπεριφορά της να στείλει στη διοίκηση τον Αύγουστο του 2017 έγγραφο με το οποίο γνωστοποιούσε ότι, λόγω κατάσχεσης των ηλεκτρονικών υπολογιστών με εισαγγελική παραγγελία, δεν είναι βέβαιη πως θα καταφέρει να τηρήσει προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων σε υποθέσεις που της είχαν ανατεθεί, δηλώνοντας ότι επιφυλάσσεται κάθε δικαιώματος της, δεν αποτελεί στάση υπεύθυνη, συνεπής και επαγγελματικά έντιμη, ίο) Ότι η ίδια, παρότι από προηγούμενες ενέργειές της γνώριζε ότι πρώην εργαζόμενος του ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ., που είχε αποσπαστεί στον Ο.Π.Α.Δ. αλλά ήδη από το 2012 είχε σταματήσει η διάθεσή του στον τελευταίο και δεν παρείχε υπηρεσίες, συνεχίζοντας παρά ταύτα να μισθοδοτείται, δεν ενημέρωσε ποτέ τη νέα διοίκηση γι’ αυτήν την εκκρεμότητα, ως όφειλε από το λειτούργημά της και τη σχέση της έμμισθης εντολής, επιβαρύνοντας το Δημόσιο με μεγάλα χρηματικά ποσά, που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως. 11) Ότι επιπλέον κλονιστικά στοιχεία της σχέσης εμπιστοσύνης συνιστούν και ενέργειές της που κατευθύνονται σε βάρος του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου, όπως ότι ϊ) κατέθεσε ψευδή και ανακριβή γεγονότα σε βάρος του ως μάρτυρας κατηγορίας σε μήνυση που είχε υποβληθεί κατ’ αυτού από τον κύριο …. (πρόκειται για τον τότε πρόεδρο του σωματείου εργαζομένων του εναγομένου), Β) ανέφερε γι’ αυτόν απαξιωτικούς και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς σε δικόγραφα που κατέθεσε στο Ελεγκτικό Συνέδριο κατά εκδοθείσας σε βάρος της πράξης καταλογισμού αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, την οποία είχε εκδώσει ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου σε συμμόρφωση με πόρισμα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, αποδίδοντας του δόλο στην έκδοση της πράξης, Bi) έλαβε την πρωτοβουλία να στείλει στην Εισαγγελία στοιχεία που είχαν δήθεν προηγουμένως παραλειφθεί να της σταλούν από το φορέα, με συνέπεια να σχηματιστεί σε βάρος του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου δικογραφία και να κληθεί αυτός για εξηγήσεις μετά από μήνυση του σωματείου εργαζομένων, iv) με την αναφορά της σε έγγραφό της στις 17.7.2017, μαζί με την επίσης έμμισθη δικηγόρο του φορέα …., περί δήθεν υποκλοπής συνομιλιών τους, μεθόδευσε και προετοίμασε το διασυρμό του διοικητικού συμβουλίου και του ίδιου του φορέα με τα ψευδή αλλά και συκοφαντικά δημοσιεύματα στον Τύπο που επακολούθησαν, ν) με επιστολή της στις 28.8.2017, που κοινοποίησε στο Ελεγκτικό Συνέδριο, στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών και στο σωματείο εργαζομένων του φορέα, έχοντας θέμα «ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ ΚΕΕΛΠΝΟ» προσπάθησε να σπιλώσει και να υπονομεύσει το εναγόμενο και τη διοίκησή του, κάνοντας αναφορά σε «εκταμίευση παρανόμως εκατομμυρίων ευρώ και νομικά έωλες αναλήψεις υποχρεώσεων του φορέα με ευθύνη όλων των μελών». 12) Ότι σε βάρος της ασκήθηκε κατά το παρελθόν (2008 – 2009) ποινική δίωξη για το αδίκημα της απιστίας στην υπηρεσία, τελεσθείσα στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων της στο εναγόμενο, κατηγορία που δεν ερευνήθηκε τελικά στην ουσία της λόγω παραγραφής.
VI.3.β. Την ανωτέρω καταγγελία της σύμβασής της απέκρουσε η ενάγουσα εγγράφως με την από 11.1.2018 εξώδικη απάντηση – διαμαρτυρία – δήλωση -κλήση της, την οποία επέδωσε στο εναγόμενο στις 15.3-2018, υποστηρίζοντας ότι όσα μνημονεύονται στο έγγραφο της καταγγελίας και παρουσιάζονται ως λόγοι που αιτιολογούν την καταγγελία, είναι αβάσιμα και προσχηματικά, η δε καταγγελία υπαγορεύτηκε στην πραγματικότητα από σκοπούς ξένους προς τον σκοπό του δικαιώματος για μονομερή λύση της σύμβασής της από τον εντολέα της, ενάντια στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, παραπέμποντας σε όσα η ίδια είχε εκθέσει προηγουμένως και με το από 20.9.2017 υπόμνημα έγγραφων εξηγήσεων που είχε υποβάλει στο διοικητικό συμβούλιο αλλά και είχε αναπτύξει και προφορικά στη ι8η συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της 20.9.2017, κληθείσα να εκθέσει τις απόψεις επί των διαλαμβανόμενων σε βάρος της στη σχετική εισήγηση επί του οικείου θέματος που εισήχθη κατά την 17η συνεδρίαση της 13.9.2017 για τη λειτουργία της Νομικής Υπηρεσίας. Προσέβαλε δε στη συνέχεια την καταγγελία αυτή και με την ένδικη, από 1.6.2018 αγωγή της, με την οποία επικαλέστηκε ακυρότητα της καταγγελίας, προβάλλοντας ως κύριο λόγο της ακυρότητάς της τη μη τήρηση της νόμιμης προδικασίας κατά τη λήψη της σχετικής από … απόφασης του διοικητικού συμβουλίου, επειδή η ίδια δεν κλήθηκε σε ακρόαση πριν τουλάχιστον πέντε πλήρεις ημέρες αλλά πριν τέσσερις. Επί του λόγου αυτού η πρωτοβάθμια δικαστική κρίση, όπως επισημάνθηκε (ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙΙ.2.), υπήρξε απορριπτική, χωρίς να προσβάλλεται από την ενάγουσα με την κρινόμενη έφεσή της. Περαιτέρω, η ενάγουσα επικαλέστηκε επικουρικώς με την ένδικη αγωγή της, ότι η καταγγελία πάσχει ακυρότητας, γιατί οι λόγοι που αναφέρει το εναγόμενο στο έγγραφο της καταγγελίας για να την αιτιολογήσει, είναι ασαφείς και αόριστοι και σε κάθε περίπτωση, ψευδείς και προσχηματικοί. Ωστόσο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη (ανωτέρω υπό στοιχεία IΙ.2.α.), η καταγγελία από τον εντολέα της σύμβασης έμμισθης εντολής δικηγόρου για την παροχή νομικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή είναι εκ του νόμου αναιτιώδης, ακόμη και υπό την ισχύ του άρθρου 46 παρ. 2 του νέου Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013), που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, ως εκ του κρίσιμου χρόνου καταγγελίας της ένδικης σύμβασης. Τούτο έχει ως συνέπεια το κύρος της καταγγελίας τέτοιου είδους συμβάσεων να μην εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της αιτίας για την οποία γίνεται, μη καθιστάμενη αυτή αιτιώδης από μόνο το γεγονός ότι η ανωτέρω διάταξη απαιτεί, με ποινή ακυρότητας, να αναφέρει το έγγραφο της καταγγελίας τον λόγο της απόλυσης. Αιτιώδης δε είναι η καταγγελία τέτοιου είδους συμβάσεων, κατά τα περαιτέρω εκτιθέμενα στην ίδια μείζονα σκέψη, μόνο σε περίπτωση που για το προσωπικό του εντολέα ισχύει κανονισμός ο οποίος προβλέπει μονιμότητα στην υπηρεσία, οπότε και απαιτείται να συντρέχει για την εγκυρότητα της καταγγελίας σπουδαίος λόγος. Όμως, στην κρινόμενη περίπτωση δεν πρόκειται για την εξαίρεση αυτή και δεν επικαλείται η ενάγουσα τέτοια. Συνεπώς, τυχόν ασάφεια ή αβασιμότητα των λόγων που μνημονεύει το εναγόμενο στο έγγραφο της καταγγελίας για να την αιτιολογήσει, δεν καθιστά άκυρη την καταγγελία, όπως η ίδια υποστηρίζει με την ένδικη αγωγή της και τον σχετικό πρώτο επικουρικό λόγο ακυρότητας που προβάλλει. Ούτε κατέστη αιτιώδης η καταγγελία της σύμβασής της, επειδή ανέφερε το εναγόμενο, ως εκ περισσού, τους λόγους απόλυσης στο έγγραφο της καταγγελίας (βλ. ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙ.1.β. μείζονα σκέψη). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον λόγο αυτό ακυρότητας της καταγγελίας με την ίδια αιτιολογία, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο 2ος λόγος της έφεσης της ενάγουσας, με τον οποίο αυτή ισχυρίζεται τα αντίθετα.
VI.4.α. Πλέον επικουρικώς η ενάγουσα προσέβαλε με την ένδικη αγωγή της την από 16.11.2017 καταγγελία, επικαλούμενη ακυρότητα αυτής, για τον λόγο ότι συντελέστηκε με προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, διότι έγινε από λόγους εχθρότητας και εκδίκησης προς το πρόσωπό της, από μέρους των προσώπων που αποτελούσαν τότε (και από 5.5.2016), το διοικητικό συμβούλιο του εναγομένου, εξαιτίας προηγηθείσας συμπεριφοράς της, που ήταν μεν νόμιμη αλλά δεν ήταν αρεστή στα πρόσωπα της διοίκησης. Σε σχέση με τον ισχυρισμό αυτόν, πρέπει πρωτίστως να επισημανθεί ότι, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙ.1.α. μείζονα σκέψη, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας δεν προκύπτει με μόνη την τυχόν απόδειξη ότι οι επικαλούμενοι από το εναγόμενο λόγοι που αποτέλεσαν την αιτία της καταγγελίας κατά τα αναγραφόμενα στο από 16.11.2017 έγγραφό της, ήταν αναληθείς, καθόσον, ένεκα του αναιτιώδους χαρακτήρα αυτής, δεν είναι το εναγόμενο εκείνο που θα πρέπει να δικαιολογήσει την καταγγελία αλλά η ενάγουσα είναι αυτή που, επιδιώκοντας την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, εξαιτίας των οποίων η άσκηση από μέρους του εναγομένου του δικαιώματος του για καταγγελία της σύμβασής της καθίσταται καταχρηστική και ως εκ τούτου απαγορευμένη, χωρίς μάλιστα να υποχρεούται η ίδια να αντικρούσει τα περιστατικά που αναφέρει το εναγόμενο στο έγγραφο της καταγγελίας για να δικαιολογήσει την απόλυση (βλ. και την υπό στοιχεία ΙΙ.1.β. μείζονα σκέψη), ενώ το νομικό καθεστώς δεν άλλαξε μετά την κύρωση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (βλ. ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙ.1.γ. μείζονα σκέψη), παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την ενάγουσα. Επομένως είναι καταρχήν νομικά αδιάφορα όσα αναφέρει η ενάγουσα στις σελίδες 27 – 62 της ένδικης αγωγής της (υπό στοιχεία «Β/1ον») έως και Β/9ον»), επιχειρώντας να αντικρούσει όλα τα περιστατικά και γεγονότα που αναφέρει το εναγόμενο στο έγγραφο της καταγγελίας του ως λόγο απόλυσης και τα οποία το εναγόμενο φέρει ότι συνιστούν τον επικαλούμενο, ως σπουδαίο λόγο, κλονισμό της σχέσης εμπιστοσύνης, ισχυριζόμενη η ενάγουσα για κάποια από αυτά ότι δεν έχουν καν συμβεί (η μη συμμετοχή της σε μία από τις αναφερόμενες στο έγγραφο της καταγγελίας συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου, εκείνη της 9-6.2016 και η αποστολή από την ίδια στην Εισαγγελία στοιχείων που φέρονταν να έχουν παραλειφθεί να της σταλούν προηγουμένως από τη διοίκηση σε εκτέλεση σχετικής παραγγελίας) και για τα περισσότερα από αυτά, ότι έχουν μεν συμβεί, πλην όμως όχι όπως τα παρουσιάζει το εναγόμενο, διαστρεβλώνοντάς τα, με σκοπό να μπορέσει να δικαιολογήσει την απόλυσή της και, σε κάθε περίπτωση, χωρίς αυτά να μπορούν να στηρίξουν τον κλονισμό της σχέσης εμπιστοσύνης που επικαλείται το αντίδικό της. Είναι δε καταρχήν νομικά αδιάφορα διότι, όπως προεκτέθηκε, σύμφωνα με τα στην ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙ.1.α. μείζονα σκέψη αναφερόμενα, η μη ύπαρξη αιτίας που να δικαιολογεί την επίδικη καταγγελία και πολύ περισσότερο η μη ύπαρξη σπουδαίου λόγου προς τούτο, δεν καθιστούν την καταγγελία αυτή καταχρηστική. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν αποδεικνυόταν ότι δεν υπήρξε ο επικαλούμενος από το εναγόμενο στο έγγραφο της καταγγελίας κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ διοίκησης και ενάγουσας, αυτό από μόνο του δεν θα οδηγούσε αυτομάτως και σε απόδειξη περί καταχρηστικότητας της καταγγελίας.
VI.4.β- Αναφορικά, λοιπόν, συγκεκριμένα με τον αγωγικό ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης από μέρους του εναγομένου, η ενάγουσα, στις σελίδες 74 – 75 της ένδικης αγωγής της, όπου επικαλείται ως δεύτερο επικουρικό λόγο ακυρότητας της καταγγελίας την καταχρηστικότητα αυτής, αναφέρει, κατόπιν παράθεσης σχετικής νομικής σκέψης, ότι «ως προκύπτει από το σύνολο των σχετικών αναπτύξεων που προηγήθηκαν, η ένδικη καταγγελία πράγματι υπήρξε απόρροια εχθρότητας και εμπάθειας του προέδρου και των λοιπών μελών της διοίκησης του αντιδίκου, που προήλθαν από την άρνησή μου να ικανοποιήσω την απαίτηση αυτών να συμπράξω από την αντίστοιχη θέση μου ως έμμισθη δικηγόρος και δη προϊσταμένη της νομικής υπηρεσίας του αντιδίκου, σε παράνομες ενέργειες». Επίσης, στη σελίδα 72 της αγωγής της, όπου αναπτύσσεται ο προαναφερθείς πρώτος επικουρικός λόγος ακυρότητας της καταγγελίας (περί αοριστίας και αβασιμότητας των επικαλούμενων λόγων της απόλυσης), αναφέρεται, ότι «όπως ήδη αναπτύχθηκε διεξοδικά (βλ. ήδη ανωτέρω, υπό «Α/2ον» και «Α/3ον»), ο πραγματικός λόγος που υπαγόρευσε την ένδικη καταγγελία, συνίστατο στην εχθρότητα της διοίκησης του αντιδίκου απέναντι μου που προκλήθηκε από την άρνησή μου να συμπράξω μαζί της σε παράνομες μεθοδεύσεις». Εξειδίκευση αυτών των παράνομων ενεργειών και μεθοδεύσεων της διοίκησης και του τρόπου που η ίδια φέρεται να κλήθηκε να συμπράξει προς ολοκλήρωσή τους, ως έμμισθη δικηγόρος του νομικού προσώπου, δεν γίνεται στο πλαίσιο ανάπτυξης των λόγων ακυρότητας της καταγγελίας, στις σελίδες 62 – 75 της αγωγής (υπό «Γ/1ον» και «Γ/2ον»). Ωστόσο, στις σελίδες η -14 της αγωγής, στις οποίες εκτείνονται τα υπό στοιχεία Α/2ον και Α/3ον αναφερόμενα, όπου παραπέμπει η ενάγουσα σύμφωνα με τα ανωτέρω, εντοπίζονται ως σχετικές αναφορές τα κάτωθι: ι) Ότι της ζητήθηκε στις 17.5.2016 από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη, από τις αρχές του έτους (2016), διαδικασία πρόσληψης 100 ιατρών και 400 νοσηλευτών για τη στελέχωση μονάδων του Εθνικού Συστήματος Υγείας, έχοντας φτάσει αυτή στο στάδιο της επιλογής μεταξύ των υποψηφίων και της σύνταξης σχετικού πίνακα κατάταξης από την αρμόδια Επιτροπή Αξιολόγησης του εναγομένου, να παραλάβει, καταγράφοντας παράλληλα και το περιεχόμενό τους, τους φακέλους των υποψηφίων νοσηλευτών που είχαν αποσταλεί από την προηγούμενη διοίκηση του εναγομένου στον εποπτεύοντα Υπουργό, μετά από δικό του αίτημα, για αξιολόγηση και σύνταξη του πίνακα, η ίδια όμως αρνήθηκε να το πράξει, εν όψει της μη τήρησης της νόμιμης διαδικασίας, εξαιτίας της προηγηθείσας παρέμβασης του εποπτεύοντος Υπουργού, προκαλώντας έτσι την οργή, δυσμένεια εφεξής και έντονη εχθρότητα του προέδρου και των λοιπών μελών του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου, που εκδηλώθηκε ήδη κατά την αμέσως επόμενη συνεδρίαση αυτού στις 18.5.2016, με οξύτατη φραστική επίθεση από μέρους του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου εναντίον της 2) ότι από 14.11.2016 άρχισε να απασχολείται στο εναγόμενο ο δικηγόρος Αθηνών …, ο οποίος φερόταν να απασχολείται σε αυτό με σύμβαση έργου, ενώ επρόκειτο ουσιαστικά περί έμμισθης εντολής, χωρίς όμως να έχει τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία για την πρόσληψή του και ενώ μάλιστα αυτός ήταν παράλληλα μέλος της διοίκησης άλλου, κρατικού νομικού προσώπου, με το οποίο το εναγόμενο βρισκόταν σε δικαστική διαμάχη, αναθέτοντάς του επιπλέον το εναγόμενο καθήκοντα εποπτεύοντος δικηγόρου, τόσο την ίδια όσο και τους λοιπούς έμμισθους δικηγόρους του φορέα, ότι η ίδια αντέδρασε άμεσα σε αυτά, με έγγραφο που απηύθυνε προς τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου στις 15.11.2016 και ότι η αντίδρασή της προκάλεσε εκδικητικά από τη διοίκηση την επομένη, 16.11.2016, την εν τοις πράγμασι κατάργηση του έως τότε τρόπου λειτουργίας του Γραφείου Νομικών Θεμάτων, με την ίδια ως υπεύθυνη αυτού, γεγονός στο οποίο και πάλι αυτή αντέδρασε, με το από 21.11.2016 έγγραφο που απηύθυνε προς τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου και 3) ότι στις 28.8.2017, με έγγραφο που απηύθυνε στο διοικητικό συμβούλιο του εναγομένου, στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων της ως έμμισθης δικηγόρου, επισήμαινε τη μη τήρηση από τις Υπηρεσίες του αντιδίκου της των κανόνων του Δημοσίου Λογιστικού, τους οποίους όφειλε πλέον αυτό για πρώτη φορά από την ίδρυση του να τηρεί, μετά την κατάργηση τον Φεβρουάριο του 2015 της νομοθετικής διάταξης που προέβλεπε την εξαίρεση του εναγομένου από τους κανόνες αυτούς (βλ. ανωτέρω υπό στοιχεία IV.1.), ενέργειά της που προκάλεσε την οργή του προέδρου και των μελών του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου, που μετά λίγες ημέρες έθεσαν σε κίνηση τη διαδικασία για την απόλυσή της. Επρόκειτο, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα ως προς τα ανωτέρω υπό ι), 2) και 3) αναφερθέντα (βλ. σχετική αναφορά στη σελ. 7 της ένδικης αγωγής) για «μια σειρά παράνομων και επιβλαβών για το αντίδικο ενεργειών», στην προσπάθεια της τότε διοίκησης «να εμπλέξει το αντίδικο στην εξυπηρέτηση αλλότριων επιδιώξεων», απαιτώντας από την ίδια «να συμβάλει στην ολοκλήρωσή τους», με τη «σύμπραξη στις αντίστοιχες μεθοδεύσεις ή έστω τη σιωπηρή παραδοχή ή αποσιώπηση αυτών», η δε διοίκηση «διαβλέποντας ότι δεν θα ικανοποιήσει τις εν λόγω αξιώσεις της», την «έθεσε υπό απηνή διωγμό». Σχετικώς δε με το τελευταίο, ακολούθως, στις σελίδες 15 – 26 της αγωγής της (υπό στοιχεία «Α/4ον» έως και «Α/6ον»), αναφέρεται η ενάγουσα σε προσπάθεια της διοίκησης να «απαλλαγεί από τις αντιδράσεις» της και «αφαίρεσης» από την ίδια και τους άλλους έμμισθους δικηγόρους του εναγομένου του «φυσικού ρόλου του θεματοφύλακα της νομιμότητας της λειτουργίας του», μνημονεύοντας ως τέτοια τον προαναφερθέντα ορισμό του «εποπτεύοντος» δικηγόρου το Νοέμβριο του 2016 και την αλλαγή έκτοτε του τρόπου λειτουργίας του Γραφείου Νομικών Θεμάτων, με έγγραφο του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου στις 16.11.2016, καταργώντας εν τοις πράγμασιν τη θέση της ως προϊσταμένης της Νομικής Υπηρεσίας αλλά και την ίδια τη Νομική Υπηρεσία. Πρόκειται ειδικότερα για το υπ’ αριθ. πρωτ. … έγγραφο του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου, το οποίο αναφέρει ότι στο εξής όλοι οι έμμισθοι δικηγόροι που απασχολούνται στον φορέα, θα λειτουργούν πλέον με πλήρη αυτεξουσιότητα, αναλαμβάνοντας ατομικά ή σε συνεργασία τις υποθέσεις που θα τους αναθέτει το διοικητικό συμβούλιο, έγγραφο για το οποίο γίνεται μνεία, κατά τα προαναφερθέντα [υπό VI.3·β./αριθ. 5] και στο έγγραφο της καταγγελίας ως ένδειξη κλονισμού της εμπιστοσύνης. Επίσης, αναφέρεται η ενάγουσα σε απόφαση του διοικητικού συμβουλίου κατά την …. συνεδρίασή του της …, κοινοποιηθείσα στο Γραφείο Νομικών Θεμάτων με το υπ’ αριθ. πρωτ. …. σχετικό έγγραφο του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου, με την οποία παρασχέθηκε στον πρόεδρό του η εξουσιοδότηση να ορίσει συνήγορο προκειμένου να δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής σε εκκρεμή ποινική υπόθεση για κακουργηματικές κατηγορίες σε βάρος πρώην μελών της διοίκησης του νομικού προσώπου και σε βάρος υπαλλήλων του και να ασκήσει κάθε ένδικο μέσο και βοήθημα έναντι αυτών, διορίζοντας και πάλι τους κατά την κρίση του πληρεξουσίους δικηγόρους. Η απόφαση προκάλεσε τη διαμαρτυρία της ενάγουσας, που απάντησε με το υπ’ αριθ. πρωτ…. έγγραφο, μαζί και με την επίσης έμμισθη δικηγόρο του εναγομένου …., με θέμα «ΠΑΡΑΚΑΜΨΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΚΕΕΛΠΝΟ», για το οποίο έγγραφο, κατά τα προεκτεθέντα [υπό VI.3·β./αριθ. 4] γίνεται μνεία και στο έγγραφο της καταγγελίας, ως ένδειξη κλονισμού της εμπιστοσύνης. Ακόμη, η ενάγουσα ισχυρίζεται στο ίδιο ανωτέρω πλαίσιο, ότι η διοίκηση του εναγομένου προέβη σε σειρά μεθοδεύσεων σε βάρος της, ως μέρος της προειλημμένης απόφασής της να την απολύσει, ήδη από την ανάληψη των καθηκόντων της, για να την εμφανίσει ως πλημμελώς ασκούσα τα καθήκοντά της, εγείροντας σε βάρος της όλως προσχηματικά ζητήματα περί βραδύτητας και ολιγωρίας στην εκτέλεση των καθηκόντων της, όπως έπραξε με τα έγγραφα που μνημονεύονται σχετικά και στο έγγραφο της καταγγελίας [υπό VI.3·β./αριθ. 5], με το τελευταίο των οποίων έγινε αιφνιδιαστική ανάθεση σε αυτήν σκοπίμως μιας υπόθεσης παραμονές Χριστουγέννων 2016 για την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, με προθεσμία διεκπεραίωσης έως την 1.1.2017, τη στιγμή που η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής έληγε δέκα ημέρες μετά, στις 11.1.2017.
VI.4.γ. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι η επίδικη καταγγελία έγινε για λόγους έχθρας και εκδίκησης προς την ενάγουσα, επειδή, όπως εκείνη ισχυρίζεται, δεν δέχθηκε να συμπράξει σε παράνομες ενέργειες και μεθοδεύσεις της διοίκησης του εναγομένου ή να αποσιωπήσει τέτοιες. Καταρχάς, τα γεγονότα τα οποία επικαλείται η ενάγουσα για να θεμελιώσει καταχρηστικότητα της καταγγελίας σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ως στάση, συμπεριφορά ή ενέργειές της που προκάλεσαν απέναντι της εκδικητική διάθεση, εκδηλωθείσα με την απόφαση της διοίκησης να προβεί στην απόλυσή της, είναι πολύ προγενέστερα του χρόνου της απόλυσης – με εξαίρεση μόνο την αποστολή του από 28.8.2017 εγγράφου για μη τήρηση των κανόνων περί Δημοσίου Λογιστικού – ώστε να μην δύναται βασίμως να υποστηριχθεί ότι υφίσταται τέτοιου είδους διασύνδεση μεταξύ αυτών και της απόλυσης. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι πράγματι το Μάιο του 2016, μετά την ανάληψη, από 6.5.2016, από τη νέα τότε διοίκηση του εναγομένου, των καθηκόντων της, ζητήθηκε από την ενάγουσα, από μέρους του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου, στις 17.5.2016, να παραλάβει αυτή και να καταγράψει το περιεχόμενο των φακέλων των υποψήφιων νοσηλευτών που είχαν υποβληθεί στον φορέα στο πλαίσιο της υπ’ αριθ. … προκήρυξής του και είχαν κατά τον προηγούμενο μήνα μεταφερθεί από την προηγούμενη διοίκηση του εναγομένου στο εποπτεύον Υπουργείο, μετά από αίτημα του τότε Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας, για σύνταξη πίνακα κατάταξης, προκαλώντας την αντίδραση της Επιτροπής που είχε συστήσει το εναγόμενο για αξιολόγηση των υποψηφίων. Το γεγονός αυτό είχε γίνει μάλιστα και αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ της τότε κυβέρνησης και της τότε αντιπολίτευσης, όπως και το ζήτημα των προσλήψεων από το εναγόμενο εν γένει τα προηγούμενα έτη, με κατηγορίες από την τότε κυβέρνηση προς την προκάτοχό της για κομματικές προσλήψεις από το φορέα, εν όψει και ότι, όπως αναφέρθηκε, το εναγόμενο εξαιρούνταν από τις διατάξεις για τις προσλήψεις στο Δημόσιο Τομέα. Η ενάγουσα αρνήθηκε να παραλάβει τους φακέλους, συνέταξε δε αυθημερόν σχετικά με την άρνησή της το από 17.5.2010 «ενημερωτικό σημείωμα», ως υπεύθυνη του Γραφείου Νομικών Θεμάτων, το οποίο και απέστειλε την επομένη στον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου. Σε αυτό ανέφερε πως μεταφέρει την άποψη όλης της Νομικής Υπηρεσίας σχετικά με ζητήματα που είχαν ανακύψει στον εν λόγω διαγωνισμό και καθιστούσαν άκυρη την όλη διαδικασία, ως εκ της θεσμικής της ιδιότητας και με αποκλειστικό στόχο να προστατεύσει τον πρόεδρο και νόμιμο εκπρόσωπο του φορέα και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, προτείνοντας ματαίωση του διαγωνισμού και επαναπροκήρυξή του. Επίσης αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα έστειλε το Νοέμβριο του 2016 στον πρόεδρο και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου το υπ’ αριθ. πρωτ. … έγγραφό της αναφορικά με τη φύση της συνεργασίας του φορέα με τον δικηγόρο…. Ο τελευταίος επρόκειτο κατά δήλωσή του να απασχοληθεί με σύμβαση έργου, ενώ είχε προηγηθεί το υπ’ αριθ. πρωτ. Εμπ. …. έγγραφο του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου προς το Γραφείο Νομικών Θεμάτων, με το οποίο ζητούσε τη συνεργασία του τελευταίου με τον ανωτέρω δικηγόρο για συγκεκριμένο θέμα. Με το έγγραφό της αυτό η ενάγουσα ζήτησε να λάβει το Γραφείο Νομικών Θεμάτων αντίγραφο απόφασης του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου για την ανάθεση έργου στον ως άνω δικηγόρο, προς ενημέρωση των εμμίσθων δικηγόρων για το ποιο είναι το έργο που ο συγκεκριμένος δικηγόρος είχε αναλάβει, επί του οποίου καλούνταν να συνεργαστούν. Ακόμη, η ενάγουσα έστειλε προς τον πρόεδρο και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου το υπ’ αριθ. πρωτ. …. έγγραφο, με κοινοποίηση προς τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, όπου ανέφερε το νομικό πλαίσιο που ισχύει για την απασχόληση των δικηγόρων με έμμισθη εντολή και τον τρόπο που λειτουργούσε έως τότε το Γραφείο Νομικών Θεμάτων του φορέα και επισήμαινε ότι το περιεχόμενο του υπ’ αριθ. πρωτ….. εγγράφου που είχε προηγουμένως σταλεί στο Γραφείο Νομικών Θεμάτων από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου, όπου ανέφερε ότι«… στο εξής οι Νομικοί Σύμβουλοι του ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ. λειτουργούν με πλήρη αυτεξουσιότητα, αναλαμβάνοντας ατομικά ή σε συνεργασία τις υποθέσεις που του ανατίθενται από το Δ.Σ.», σηματοδοτούσε ουσιαστικά την κατάργηση της Νομικής Υπηρεσίας ως οργανωμένης μονάδας και επρόκειτο να δημιουργήσει δυσλειτουργία, ότι το ίδιο είχε γίνει και με το προηγηθέν αυτού υπ’ αριθ. πρωτ. …. έγγραφο του προέδρου, σύμφωνα με το οποίο όλα τα αιτήματα προς το Γραφείο Νομικών Θεμάτων θα διαβιβάζονταν μόνο μέσω του Γραφείου του και όχι αυτοτελώς, εξαιτίας του οποίου, όπως ανέφερε η ενάγουσα, αλλά και της μη υποβολής σχετικού αιτήματος για νομική συνδρομή από τον ίδιο (ενν. τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου), δεν εκπροσωπήθηκε το εναγόμενο σε εργατική διαφορά τον Ιούνιο του 2016, τονίζοντας η ενάγουσα, ότι η έλλειψη δικηγορικής ιδιότητας στο πρόσωπο του προέδρου συνεπάγεται και αδυναμία του να υποκαταστήσει τον νομικό σύμβουλο, ότι αυτός είχε και στο παρελθόν υποπέσει σε εσφαλμένες σχετικώς κρίσεις, ότι οι ενέργειές του αυτές συνιστούν σε κάθε περίπτωση ανεπίτρεπτη μεταβολή των όρων της εργασίας της, επιφυλασσόμενη κάθε νόμιμου δικαιώματος της και ότι για τη δυσλειτουργία που θα προκόψει από την αλλαγή του τρόπου λειτουργίας του Γραφείου Νομικών Θεμάτων του φορέα και για τα κενά και τις παραλείψεις στη νομική εκπροσώπησή του, που αυτή θα προκαλέσει, την ευθύνη θα φέρει ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, ζητώντας η ενάγουσα συνάντηση των έμμισθων δικηγόρων του φορέα με τον τελευταίου προς ανεύρεση αποτελεσματικού, όπως ανέφερε, τρόπου λειτουργίας του Νομικού Τμήματος. Ωστόσο, η στάση αυτή και συμπεριφορά και ενέργειες της ενάγουσας στις ως άνω περιπτώσεις ανάγεται, όπως προεκτέθηκε, σε χρόνο που εκτείνεται από ένα έως και ενάμιση έτος πριν από την απόλυσή της με την από 16.11.2017 καταγγελία του εναγομένου, το ίδιο δε ισχύει και για τα υπόλοιπα γεγονότα που αυτή αναφέρει, κατά τα ανωτέρω, όπως τον ορισμό «εποπτεύοντος» δικηγόρου και την παύση εν τοις πράγμασι της ίδιας από τη θέση της υπεύθυνης Γραφείου Νομικών Θεμάτων το Νοέμβριο του 2016, την απόδοση μομφών σε βάρος της για την επαγγελματική της επίδοση με διάφορα έγγραφα τους μήνες Ιούνιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Δεκέμβριο 2016, τη μη ανάθεση στην ίδια ποινικής υπόθεσης το καλοκαίρι του 2016, καθώς και την απαίτηση να βρίσκεται στην Υπηρεσία στη διάρκεια του ωραρίου εργασίας των υπαλλήλων, με την έγερση σχετικού ζητήματος σε βάρος της το Σεπτέμβριο του 2016. Εάν όμως η απόλυση της ενάγουσας με την από 16.11.2017 καταγγελία της σύμβασής της ήταν απόρροια εκδικητικής διάθεσης των προσώπων της διοίκησης του εναγομένου εξαιτίας των γεγονότων αυτών, τότε αυτή λογικά θα είχε λάβει χώρα σε χρόνο κοντινό σε εκείνον κατά τον οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα και όχι ένα και πλέον έτος μετά. Ο ισχυρισμός που προβάλλει η ενάγουσα με την αγωγή της, ότι η απόλυσή της αποτελούσε ουσιαστικά μια προειλημμένη απόφαση της διοίκησης του εναγομένου ήδη από την ανάληψη των καθηκόντων της τον Μάιο του 2016 αλλά αφέθηκε να παρέλθει ο χρόνος που μεσολάβησε τελικά μέχρι την απόλυσή της το Νοέμβριο του 2017, για να μπορέσει η διοίκηση να επινοήσει και να κατασκευάσει τις τυπικά απαραίτητες προς τούτο αιτιάσεις σε βάρος της (βλ. σελ. 23 της αγωγής, υπό «6ον»), πέραν του ότι δεν προέκυψε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, δεν είναι σύμφωνο με τους κανόνες της λογικής, εν όψει μάλιστα ότι δεν παρέχεται εξήγηση στο εύλογο ερώτημα που προκύπτει, για ποιον λόγο ο χρόνος που υποτίθεται ότι αφέθηκε να τρέχει έκτοτε με αυτόν τον σκοπό, έπαυσε ξαφνικά να είναι αναγκαίος προς τούτο το μήνα Νοέμβριο του επόμενου έτους και όχι πιο πριν ή πιο μετά και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός ώστε να καλύψει το χρονικό αλλά και λογικό κενό που εντοπίζεται στην εκδοχή, πως τα συγκεκριμένα γεγονότα και η αντίστοιχη συμπεριφορά, στάση και ενέργειες της ενάγουσας προκάλεσαν την εκδικητική απόλυσή της στις 16.11.2017. Αντιθέτως, πρέπει να επισημανθεί, ότι από τα ίδια αυτά γεγονότα προβάλλει η εικόνα μιας δυσλειτουργικής σχέσης μεταξύ αφενός της διοίκησης του εναγομένου, ως εκφράζουσα κατά νόμο τη βούληση του νομικού προσώπου και αφετέρου της ενάγουσας, ως έμμισθης δικηγόρου του νομικού προσώπου από την ίδρυσή του σχεδόν και επικεφαλής του Γραφείου Νομικών Θεμάτων αυτού, με έντονες μεταξύ τους αντιπαραθέσεις επί σειράς ζητημάτων, που άπτονταν ιδίως στη λειτουργία των Υπηρεσιών του φορέα και σε ενέργειες στις οποίες επέλεγε η διοίκηση να προβεί, χωρίς η σχέση αυτή να μπορέσει να αποκατασταθεί στην εξέλιξή της, οδηγώντας στη λήψη της ομόφωνης απόφασης του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου κατά την … συνεδρίασή του της … για την απόλυση της ενάγουσας. Όσον αφορά εξάλλου το επικαλούμενο υπ’ αριθ. πρωτ. … έγγραφο της ενάγουσας προς τον πρόεδρο και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου, με κοινοποίησή του προς το Ελεγκτικό Συνέδριο, προς το σωματείο εργαζομένων του εναγομένου και προς τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, πρόκειται, όπως προέκυψε, για ένα έγγραφο το οποίο εστάλη από την ενάγουσα αναφορικά με άλλο έγγραφο, το υπ’ αριθ. πρωτ. …., το οποίο είχε στείλει προς το διοικητικό συμβούλιο του εναγομένου η υπεύθυνη του Γραφείου Προμηθειών ….. Σε αυτό το άλλο έγγραφο, η τελευταία ανέφερε πως είχε απευθυνθεί ως Γραφείο Προμηθειών στην ενάγουσα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, προς έλεγχο νομιμοποιητικών των εκεί αναφερομένων εταιριών, στις 31.7.2017, χωρίς όμως να μπορέσει να εξυπηρετηθεί – επισυνάπτοντας την απάντηση της ενάγουσας, από την οποία προκύπτει ότι αυτή επικαλέστηκε πιο επείγουσες επαγγελματικές υποχρεώσεις της, ήτοι λήξη των αποκλειστικών προθεσμιών για την κατάθεση ενδικοφανούς προσφυγής και ένστασης προς το ΙΚΑ για πρόστιμα σε βάρος του εναγομένου την Παρασκευή 4.8.2017, δηλώνοντας ότι θα μπορέσει να επιληφθεί των εν λόγω υποθέσεων αμέσως μετά – ενώ ισχυριζόταν η ανωτέρω υπάλληλος ότι συνέβη το ίδιο και στις 7.8.2017, όταν επανήλθε ως Γραφείο Προμηθειών στο ίδιο ζήτημα, λαμβάνοντας ως απάντηση από την ενάγουσα ότι δεν γνωρίζει επί των συγκεκριμένων θεμάτων, αφού άλλη συνάδελφός της ασχολείται με αυτά, η οποία και θα ήταν διαθέσιμη σε λίγες ημέρες. Το έγγραφο κατέληγε με την έκφραση παραπόνων από την υπεύθυνη του Γραφείου Προμηθειών για μη κάλυψη του τελευταίου από άποψη νομικών υπηρεσιών. Απαντώντας, λοιπόν, η ενάγουσα σε αυτά που της καταλογίζονταν με το έγγραφο αυτό, με το υπ’ αριθ. πρωτ. …. δικό της έγγραφο, επέρριπτε την ευθύνη στον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου, αναφέροντας ότι το όποιο έλλειμμα νομικής συνδρομής προς το Γραφείο Προμηθειών δεν οφείλεται στους έμμισθους δικηγόρους του νομικού προσώπου αλλά στον τρόπο που έχει επιλεγεί από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου να λειτουργεί η Νομική Υπηρεσία του φορέα, με την ανάθεση του νομικού έργου αποκλειστικά από τον ίδιο, έχοντας αυτός ορίσει μία συγκεκριμένη έμμισθη δικηγόρο ως υπεύθυνη για παροχή νομικών συμβουλών στο Γραφείο Προμηθειών, δίχως ορισμό αναπληρωτή. Παράλληλα, η ενάγουσα προχωρούσε και σε περαιτέρω επισημάνσεις, σε σχέση με το ίδιο το Γραφείο Προμηθειών και τη λειτουργία του, αναφέροντας το νομικό πλαίσιο που ίσχυε για τις προμήθειες μετά την ένταξη του φορέα στο Δημόσιο Λογιστικό και ότι παρά τις σχετικές ρητές προβλέψεις του νόμου, η συντριπτική πλειοψηφία των δαπανών του φορέα δια του νομίμου εκπροσώπου του γίνεται χωρίς έχουν τηρηθεί οι διατάξεις του Δημοσίου Λογιστικού. Κατέληγε δε αναφέροντας ότι: «Κατόπιν αυτού θεωρώ υποχρέωσή μου να επιστήσω την προσοχή ως προς την μη προσήκουσα λειτουργία του Γρ. Προμηθειών, τόσο στον Πρόεδρο και Νόμιμο εκπρόσωπο του ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ. ο οποίος έχει ήδη προβεί – το λιγότερο – σε νομικά έωλες εκταμιεύσεις εκατομμυρίων ευρώ, αλλά και σε τρέχουσες ομοίως – το λιγότερο – νομικά έωλες αναλήψεις υποχρεώσεων, όσο και στο ΔΣ το οποίο έχει προς τούτο εξουσιοδοτήσει τον Πρόεδρο (εκταμίευση) και θα κληθεί, ως ήδη έπραξε για το έτος 20ΐ6, να «εγκρίνει» το σύνολο των εκταμιεύσεων του Προέδρου και για το έτος 2017. Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία που δίνουν την πραγματική εικόνα λειτουργίας, ή μάλλον δυσλειτουργίας, του Γρ. Προμηθειών υπό την ευθύνη της κ. …, η οποία έχει εν τοις πράγμασι αφήσει έκθετο τόσον τον Πρόεδρο όσο και το ΔΣ για δαπάνες εκατομμυρίων Ευρώ, περιοριζόμενη μάλιστα, εξ όσων γνωρίζω από ακριτομύθιες, σε προφορικά σχόλια περί μη νόμιμων εκταμιεύσεων, προκύπτει αβίαστα ότι τα αναφερόμενα στο υπ αριθ. πρωτ. …. έγγραφό της είναι όλως και άκρως παρελκυστικά πιθανώς προς δημιουργία τεχνητών εντάσεων που υποβοηθούν στην συγκάλυψη της πραγματικής εικόνας». Η αποστολή του εγγράφου αυτού, με το οποίο η ενάγουσα απέδιδε, όπως είχε κάνει και το Νοέμβριο του 2016, ευθύνη στον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου για δυσλειτουργία του Γραφείου Νομικών Θεμάτων του φορέα αλλά παράλληλα και σκοπιμότητα στον ίδιο και στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου για μη τήρηση κανόνων του Δημοσίου Λογιστικού από μέρους των Υπηρεσιών του εναγομένου, συνέτεινε ασφαλώς στην ήδη δυσλειτουργική σχέση που φαίνεται να υπήρχε μεταξύ διοίκησης και ενάγουσας. Δεν αποδείχθηκε όμως ότι η απόφαση για την καταγγελία της σύμβασης της ενάγουσας λήφθηκε από τη διοίκηση από λόγους εκδίκησης προς το πρόσωπό της εξαιτίας της αποστολής του εγγράφου αυτού, καθιστώντας την απόλυση καταχρηστική, λαμβανομένων ιδίως υπ’ όψιν, αφενός ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε πως η όποια τυχόν διαπιστωθείσα μη τήρηση κανόνων του Δημοσίου Λογιστικού από μέρους των Υπηρεσιών του εναγομένου οφειλόταν πράγματι σε δόλια προαίρεση της διοίκησής του, την οποία και επιδίωκε αυτή με την απόλυση της ενάγουσας να αποσιωπήσει, αφετέρου ότι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η συνεργασία διοίκησης και ενάγουσας εμφανίζεται να βιώνονταν ως προβληματική και από τις δύο πλευρές από πολύ καιρό πριν. Όσον αφορά στις μαρτυρικές καταθέσεις που έχουν δοθεί στο πλαίσιο της προκείμενης δίκης, η μάρτυρας … …, έμμισθη δικηγόρος και αυτή του εναγομένου, από το 2005, απολυθείσα λίγο μετά την ενάγουσα και εξετασθείσα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με πρόταση της ενάγουσας, περιορίστηκε να αντικρούσει τους επικαλούμενους με το έγγραφο της καταγγελίας λόγους απόλυσης της τελευταίας, καταθέτοντας γιατί οι λόγοι αυτοί δεν ευσταθούν ή δεν αποδίδουν τα γεγονότα όπως ακριβώς έχουν συμβεί και δεν δικαιολογούν κατά την άποψή της τον κλονισμό της εμπιστοσύνης προς την ενάγουσα, τον οποίο επικαλέστηκε η διοίκηση με το έγγραφο της καταγγελίας ως σπουδαίο λόγο που αιτιολογεί την απόλυση. Η δε αναφορά της ίδιας μάρτυρος, όπως και της έτερης μάρτυρος που εξετάστηκε πρωτοδίκως, με πρόταση των προσθέτως παρεμβάντων, …, υπαλλήλου του εναγομένου από το 2002, σε πολιτικά κίνητρα της διοίκησης, δεν διευκρινίστηκε από τις ίδιες περαιτέρω σε τί συγκεκριμένα αφορά, ούτε και συνιστά ισχυρισμό της αγωγής (βλ. σελ. 15 των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, την κατάθεση της πρώτης: « – Ο πραγματικός λόγος καταγγελίας ποιος ήταν; Γιατί την απέλυσαν; – Δεν υπήρχαν λόγοι. – Ποιο ήταν το κίνητρο; Γιατί; – Ουσιαστικά εγώ πιστεύω ότι ήταν πολιτικό το θέμα», βλ. επίσης σελ. 33 των ίδιων πρακτικών, την κατάθεση της δεύτερης: – Τότε γιατί έγινε αυτή η καταγγελία;… – Η πρώτη μου άποψη ήτανε ότι ήτανε το θέμα αρκετά πολιτικό»). Η αναφορά εξάλλου της δεύτερης από τις ως άνω μάρτυρες, ότι η απόλυση έλαβε χώρα διότι η ενάγουσα είχε εκφέρει με γνωμοδοτήσεις την επιστημονική αλλά μη αρεστή στη διοίκηση του εναγομένου άποψη, το Μάιο του 2016, περί ακυρότητας της εξελισσόμενης τότε διαδικασίας προσλήψεων από τον φορέα και αργότερα, περί μη τήρησης των διατάξεων περί Δημοσίου Λογιστικού, απηχεί την εκτίμηση της ίδιας της μάρτυρος και όχι απαραίτητα την πραγματικότητα (βλ. σελ. 39 – 40 πρακτικών: «… η άποψή μου είναι ότι επειδή υπήρχαν αυτές οι γνωμοδοτήσεις, όπου _ τα νόμιμα, για αυτό το λόγο και απελύθη η κα …»). Όσον αφορά την ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος … …, αυτή χορηγήθηκε σε σχέση με τον ισχυρισμό που προέβαλε η ενάγουσα κατά τα ανωτέρω [υπό στοιχεία Ι·3·], περί καταχρηστικής άσκησης της έφεσης του εναγομένου, κάνοντας λόγο ότι η νέα διοίκηση του φορέα είχε διαβεβαιώσει την ενάγουσα ότι δεν θα ασκηθεί έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης και ότι θα επιστρέφει αυτή στη θέση της, διαβεβαίωση, όμως, η οποία, ακόμη και αν ευσταθεί, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλές συμπέρασμα, για τους λόγους που δόθηκε και ότι αυτοί αφορούν στη βασιμότητα των αγωγικών ισχυρισμών επί των οποίων επιχειρείται να στηριχθεί καταχρηστικότητα της καταγγελίας. Επίσης, δεν προέκυψαν λόγοι εχθρότητας και εκδίκησης ως κίνητρο της επίδικης καταγγελίας από τις άλλες δύο ένορκες βεβαιώσεις που η ενάγουσα επικαλείται και προσκομίζει, των πρώην μελών της διοίκησης του εναγομένου… και …., οι οποίοι δεν κατέθεσαν για το ποιος ήταν ο λόγος της καταγγελίας, τον οποίο και δεν γνώριζαν αλλά για την επαγγελματική συνέπεια και ευσυνειδησία που είχε επιδείξει στη διάρκεια της δικής τους θητείας η ενάγουσα.
VI.4.E. Κατ’ ακολουθία, αφού δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα ούτε του δεύτερου επικουρικού λόγου ακυρότητας που προέβαλε η ενάγουσα με την αγωγή της, ότι δηλαδή η 16.11.2016 καταγγελία είναι άκυρη ως καταχρηστική, ως γενομένη από λόγους εχθρότητας και εκδίκησης, το αίτημα της αγωγής περί αναγνώρισης της ακυρότητας της επίδικης καταγγελίας είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε άκυρη την καταγγελία ως καταχρηστική, ερευνώντας τη βασιμότητα ή μη των λόγων που επικαλέστηκε το εναγόμενο στο έγγραφο της καταγγελίας για να αιτιολογήσει την απόλυση της ενάγουσας και καταλήγοντας στο αποδεικτικό πόρισμα ότι αυτοί δεν ήταν βάσιμοι και δεν δικαιολογούσαν κλονισμό της εμπιστοσύνης, οδηγήθηκε στη συνέχεια να δεχθεί με βάση το αποδεικτικό αυτό πόρισμά του πως η καταγγελία έλαβε χώρα, επειδή «η στάση της ενάγουσας να παρεμβαίνει, υπό την ιδιότητά της ως προϊσταμένης ή έμμισθης δικηγόρου της νομικής υπηρεσίας και να υποδεικνύει τις ορθές νομικές διαδικασίες ή να επισημαίνει τις εσφαλμένες τοιαύτες, δεν ήταν αρεστή στη διοίκηση του εναγομένου», που την απέλυσε, «λαμβάνοντας υπόψη τη στάση που επέδειξε κυρίως στο θέμα της πρόσληψης ιατρών και νοσηλευτών για τη στελέχωση ΜΕΘ των νοσοκομείων και τη λειτουργία του Γραφείου Προμηθειών», εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, κατά παραδοχή ως βάσιμων των σχετικών λόγων της έφεσης του εναγομένου, με τους οποίους υποστηρίζονται τα ίδια. Περαιτέρω, εφόσον η από 16.11.2017 καταγγελία δεν πάσχει ακυρότητας, η ένδικη, από 1.12.1995 σύμβαση έμμισθης εντολής της ενάγουσας με το εναγόμενο λύθηκε με την επίδοση σε αυτήν του εγγράφου της καταγγελίας στις 17.11.2017· Συνεπώς, η ενάγουσα δεν δικαιούται να λάβει την προβλεπόμενη στο νόμο και τη σύμβασή της μηνιαία αμοιβή της – αντιμισθία για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της καταγγελίας μέχρι και 30·11·2018, ως πιθανή ημερομηνία συζήτησης της ένδικης αγωγής, όπως ζητεί με την αγωγή της η ενάγουσα, λόγω υπερημερίας του εναγομένου να αποδεχθεί τις υπηρεσίες της, αξιώνοντας το συνολικό ποσό των (4.729 ευρώ X12 μήνες και 13 ημέρες του χρονικού διαστήματος από 17.11.2017 έως 30.11.2018 =) 58.795,65 ευρώ. Επίσης, κατόπιν των ανωτέρω, απορριπτέο ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο είναι και το αίτημα της αγωγής περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης σε όσο μέρος εδράζεται στην ακυρότητα της καταγγελίας ως καταχρηστικής, κατά το οποίο κρίθηκε ότι η αγωγή είναι νόμιμη (βλ. ανωτέρω υπό στοιχεία IV.1.β.).
VII.α. Περαιτέρω, με την ένδικη αγωγή της, η ενάγουσα ζήτησε επικουρικώς, για την περίπτωση που η καταγγελία της σύμβασής της κριθεί έγκυρη, να της επιδικαστεί το ίδιο ανωτέρω αναφερθέν συνολικό ποσό των 58.795,65 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αντιμισθία της για το χρονικό διάστημα από την καταγγελία της σύμβασής της έως 30.11.2018 (πιθανή ημερομηνία συζήτησης της αγωγής της), με εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 46 παρ. 4 του Ν. 4193/2014, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙ.2.α. μείζονα σκέψη, ως επιβαλλόμενη στον εντολέα της εκ του νόμου παροχή μέχρι να καταβληθεί πλήρης η οριζόμενη στον Κώδικα Δικηγόρων αποζημίωση, σαν ποινή και μέσο εξαναγκασμού του για την καταβολή της πλήρους αποζημίωσης. Προς τούτο επικαλέστηκε ότι η αποζημίωση που της κατέβαλε το εναγόμενο με την καταγγελία της σύμβασής της κατά τις σχετικές προβλέψεις του Κώδικα Δικηγόρων, ύψους 59.652,06 ευρώ, δεν ήταν πλήρης, διότι υπολογίστηκε με βάση αντιμισθία της ύψους 3.729 ευρώ το μήνα και όχι ύψους 4.729 ευρώ, όπως έπρεπε, μη έχοντας συμπεριλάβει σε αυτήν ποσό 1.000 ευρώ το μήνα, που αντιστοιχεί στο επίδομα θέσης ευθύνης Γενικής Διεύθυνσης, το οποίο είχε μεν σταματήσει το εναγόμενο από 1.10.2016 να της καταβάλει – αναζητώντας μάλιστα από την ίδια τα ποσά του επιδόματος που της είχαν ήδη καταβληθεί, αναδρομικά από 1.1.2013 και μετά, ως αχρεωστήτως καταβληθέντα – όφειλε όμως να συνεχίσει να της το καταβάλει, γιατί η ίδια είχε νόμιμο δικαίωμα να το λαμβάνει ως υπεύθυνη του Γραφείου Νομικών Θεμάτων του εναγομένου. Επίσης, επικαλούμενη η ενάγουσα το ίδιο γεγονός, ζήτησε και το ποσό των 20.740,94 ευρώ, ως διαφορά μεταξύ της καταβληθείσας και της οφειλόμενης αποζημίωσης, η οποία ανέρχεται κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, εν όψει και της χρονικής διάρκειας που είχε η ένδικη σύμβαση στο χρόνο της καταγγελίας, με βάση το άρθρο 46 παρ. 3 του Ν. 4193/2014, στο ισόποσο δεκαεπτά (17) μηνιαίων αντιμισθιών, με συνυπολογισμό σε αυτές και του ποσού των 1.000 ευρώ του ανωτέρω επιδόματος. Τέλος, επικαλούμενη ότι το εναγόμενο δεν της κατέβαλε το επίδομα αυτό από 1.10.2016 και μετά, η ενάγουσα ζήτησε με την αγωγή της και το ποσό των 1.000 ευρώ το μήνα για το χρονικό διάστημα από 1.10.2016 μέχρι 17.11.2017, που καταγγέλθηκε η σύμβασή της, ήτοι συνολικά το ποσό των 13.566 ευρώ. Ωστόσο, η ενάγουσα, η οποία από το 2002, με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου, μετά την έγκριση του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας του Κ.Ε.Ε.Λ. το 2001, που προέβλεπε μεταξύ των άλλων τη σύσταση Γραφείου Νομικών Θεμάτων, κατείχε τη θέση της υπεύθυνης του Γραφείου αυτού – ανεξαρτήτως εάν διατηρούσε αυτήν και μετά την 1.10.2016, χρονικό διάστημα που ενδιαφέρει εν προκειμένω – δεν δικαιούτο να λαμβάνει, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχεία ll-5-β μείζονα σκέψη (βλ. και υπό στοιχεία ΙΙ.2.α. μείζονα σκέψη), επίδομα Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης, αφού, με βάση την οργανωτική διάρθρωση του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας του εναγομένου του 2001, όπως αυτή εκτέθηκε ανωτέρω υπό στοιχεία IV.1., στο εναγόμενο προβλεπόταν μόνο μία θέση Διευθυντή, ο οποίος προΐστατο στην Υπηρεσία Διοικητικής και Επιστημονικής Υποστήριξης και πέραν αυτής άλλες έξι θέσεις Προϊσταμένων αντίστοιχων Τμημάτων Διοίκησης. Δηλαδή η ενάγουσα, ως υπεύθυνη του Γραφείου Νομικών Θεμάτων του εναγομένου, δεν ασκούσε καθήκοντα Προϊσταμένης σε οργανική μονάδα αντίστοιχη προς το επίδομα που λάμβανε, αφού τέτοια οργανική μονάδα δεν προβλεπόταν από τις διατάξεις του ισχύοντος εσωτερικού κανονισμού, ούτε είχε εκδοθεί υπουργική απόφαση για την αντιστοίχιση της θέσης της με τις προβλεπόμενες στο νόμο. Επισημαίνεται, ότι ο Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας του εναγομένου ως Κ.Ε.Ε.Λ., του 2001 συνέχιζε να ισχύει και μετά το Ν. 3370/2005, αφού το προεδρικό διάταγμα με το οποίο προβλεπόταν (άρθρ. 20 παρ. 2-3) ότι θα καταρτιστεί ο νέος εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας του εναγομένου, ως ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ. πλέον, κατανέμοντας αυτός και εντάσσοντας σε καθεμία από τις επτά Διευθύνσεις, από τις οποίες όριζε ότι θα συγκροτείται το εναγόμενο (χωρίς να συγκαταλέγεται σε αυτές Διεύθυνση Νομικής Υπηρεσίας), τα υφιστάμενα Τμήματα και Γραφεία αλλά και τυχόν νέα, δεν εκδόθηκε ποτέ έως την κατάργηση του φορέα και την ίδρυση του Ε.Ο,Δ.Υ. το 2019. Όσον αφορά τον ισχυρισμό που είχε προβάλει η ενάγουσα με τις πρωτόδικες προτάσεις της και επαναφέρει αυτή με την έφεσή της, ότι σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν το Γραφείο Νομικών Θεμάτων του οποίου ήταν υπεύθυνη, δεν αποτελούσε Γενική Διεύθυνση, συμπεριλαμβάνεται στις νόμιμες αποδοχές της κατά το χρόνο της επίδικης καταγγελίας το επίδομα Προϊσταμένου Τμήματος, ύψους 400 ευρώ, καθιστώντας έτσι βάσιμη την ένδικη αγωγή της αντιστοίχως κατά τα ανωτέρω σχετικά αιτήματά της, αυτός είναι απορριπτέος πρωτίστως ως απαράδεκτος, διότι συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής κατά το αντίστοιχο τμήμα αυτής, καθόσον πρόκειται για επίκληση ενός διαφορετικού δικαιώματος, αυτού προς λήψη του επιδόματος θέσης ευθύνης Προϊσταμένου Τμήματος, το οποίο στηρίζεται σε διαφορετικές προϋποθέσεις και δεν συνιστά «έλασσον του αντιστοίχως αιτουμένου μηνιαίου ποσού», όπως υποστηρίζει η ενάγουσα. Τέλος, απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός της ενάγουσας που είχε προβληθεί από εκείνη με τις πρωτόδικες προτάσεις της και επαναφέρεται με την έφεσή της, ότι στις νόμιμες αποδοχές της περιλαμβάνεται και το αιτούμενο επίδομα θέσης ευθύνης, διότι ήδη στον χρόνο συζήτησης της αγωγής της στο πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας στις 20.10.2020, ίσχυε η ρύθμιση του προαναφερθέντος άρθρου 108 του Ν. 4600/2019. Τούτο όμως δεν ευσταθεί, διότι η συγκεκριμένη ρύθμιση, όπως το περιεχόμενό της εκτέθηκε στην ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙ-5-β- μείζονα σκέψη, δεν αποτελεί νόμιμη βάση για τη θεμελίωση (και δη αναδρομικά) δικαιώματος λήψης του επιδόματος. Θεσπίστηκε δε, όπως και η Αιτιολογική Έκθεση του νόμου αναφέρει, προκειμένου να καταστεί νόμιμη η μη αναζήτηση των χρηματικών ποσών των επιδομάτων θέσης ευθύνης που είχαν ήδη καταβληθεί σε απασχολούμενους στο ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ. με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, χωρίς να υφίστανται ή να έχουν συσταθεί νομότυπα οι αντίστοιχες οργανικές μονάδες ή με υπέρβαση των προβλεπόμενων στο νόμο επιδομάτων, έχοντας κριθεί τα ποσά αυτά ως μη νόμιμες δαπάνες με την υπ’ αριθ. πρωτ. … έκθεση ελέγχου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Διότι, όπως περαιτέρω αναφέρει η ίδια Αιτιολογική Έκθεση, θεώρησε ο νομοθέτης ότι δεν θα πρέπει να αποδίδεται ευθύνη στους εργαζόμενους του φορέα ως προς τη νομιμότητα αποδοχών τις οποίες έλαβαν και καταβλήθηκαν σε αυτούς με υπαιτιότητα της Διοίκησης. Κατά συνέπεια, τα επικουρικά αιτήματα της ένδικης αγωγής περί καταβολής στην ενάγουσα της μηνιαίας αντιμισθίας της ύψους 4.729 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 17.11.2017 έως 30.11.2018, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 46 παρ. 4 Ν. 4193/2014, συνολικού ποσού 58.795,65 ευρώ και περί καταβολής ποσού 20.740,94 ευρώ ως οφειλόμενη διαφορά αποζημίωσης του άρθρου 46 παρ. 3 Ν. 4193/2014, καθώς και το αγωγικό αίτημα περί καταβολής του συνολικού ποσού των 13.566 ευρώ ως οφειλόμενο επίδομα θέσης ευθύνης για το χρονικό διάστημα από 1.10.2016 έως 17.11.2016, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή καθ’ όλα τα συναρτώμενα με το ύψος της αντιμισθίας της ενάγουσας και το ανωτέρω επίδομα χρηματικά αιτήματά της, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν οι σχετικοί 4ος και 5ος λόγοι της έφεσης της ενάγουσας, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, ο τελευταίος κατά το σκέλος που αφορά στην απορριπτική πρωτόδικη κρίση επί του αιτήματος επιδίκασης επιδόματος θέσης ευθύνης.
VII.β. Περαιτέρω, με την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 34/2021 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, έγινε δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο το αίτημα της ένδικης αγωγής περί καταβολής ποσού 8.512,02 ευρώ στην ενάγουσα, το οποίο, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, αντιστοιχούσε στη διαφορά των 257,94 ευρώ μηνιαίως, μεταξύ του ποσού των 1.817 ευρώ που όφειλε το εναγόμενο να καταβάλει μηνιαίως στην ενάγουσα, ως υπερβάλλουσα μείωση των αποδοχών της – προσωπική διαφορά, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙ.5·α. μείζονα σκέψη, μετά την εφαρμογή του ενιαίου μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων στο προσωπικό του εναγομένου και στους υπηρετούντες σε αυτό έμμισθους δικηγόρους, και του ποσού των 1.559,06 ευρώ που εσφαλμένα της κατέβαλε μηνιαίως το εναγόμενο για τη συγκεκριμένη αιτία, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 30.9.2016, δηλαδή επί 33 μήνες (ήτοι 257,94 X 33 μήνες = 8.512,02). Το εναγόμενο πρωτοδίκως δεν αρνήθηκε ότι πράγματι κατέβαλε στην ενάγουσα για την αιτία αυτή το ανωτέρω μικρότερο ποσό, όχι μόνο κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, αλλά ήδη από 1.1.2013, με συνέπεια να προκόψει συνολική οφειλή του προς την ενάγουσα ύψους (257,94 X 45 μήνες =) 11.607,30 ευρώ. Ωστόσο, με τις προτάσεις που κατέθεσε κατά την αρχική συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στη δικάσιμο της 29.1.2019, που ίσχυαν και για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση της υπόθεσης στη δικάσιμο της 20.10.2020 (βλ. ανωτέρω υπό στοιχεία ν.ι.β). προέβαλε την (καταχρηστική) ένσταση της εξόφλησης της οφειλής του. Ειδικότερα, επικαλέστηκε αλλά και αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Μετά τη λήψη σχετικής απόφασης του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου κατά την 23η συνεδρίασή του της 15.9.2016, σχετικά με συμμόρφωσή του προς τα οριστικά αποτελέσματα της υπ’ αριθ. …./2016 έκθεσης ελέγχου της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων, σύμφωνα με τα οποία μη νόμιμα καταβαλλόταν από 1.1.2013 στην ενάγουσα, επίδομα θέσης ευθύνης Γενικής Διεύθυνσης, χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη οργανική μονάδα, ενώ παράλληλα η καταβαλλόμενη σε αυτήν από 1.1.2013 υπερβάλλουσα μείωση των αποδοχών της – προσωπική διαφορά, μετά την επέκταση και στο ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ. της εφαρμογής του ενιαίου μισθολογίου, υπήρξε αναιτίως μειωμένη κατά 500 ευρώ, εκδόθηκε από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου η υπ’ αριθ. πρωτ. …/30.3.2017 απόφαση για τον καταλογισμό σε βάρος της ενάγουσας των ποσών που προέκυπτε ότι της καταβλήθηκαν αχρεωστήτως το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 30·9·2016 με βάση τα αποτελέσματα της έκθεσης ελέγχου. Είχε προηγηθεί ο ακριβής προσδιορισμός από το Τμήμα Οικονομικής Διαχείρισης του φορέα, με το υπ’ αριθ. πρωτ. …/30·11·2016 έγγραφό του προς το διοικητικό συμβούλιο του εναγομένου, των ποσών που είχαν καταβληθεί στην ενάγουσα για καθεμία από τις προαναφερθείσες αιτίες, προσδιορίζοντας ότι το ποσό που είχε λάβει η ενάγουσα ως επίδομα θέσης ευθύνης Γενικής Διεύθυνσης για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 30·9·2016 ανερχόταν σε 41.400 ευρώ συνολικά, αναλυόμενο σε 900 ευρώ το μήνα για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 31-12.2015 και σε 1.000 ευρώ το μήνα για το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 30.9.2016, ενώ για το ίδιο χρονικό διάστημα (1.1.2013-30.9.2016) της καταβλήθηκε, λόγω εσφαλμένου υπολογισμού της υπερβάλλουσας μείωσης των αποδοχών της, ποσό 1.559,00 ευρώ μηνιαίως, ενώ έπρεπε να της καταβληθεί ποσό 1.817 ευρώ μηνιαίως, δηλαδή λάμβανε 257,94 ευρώ λιγότερα των οφειλομένων για την αιτία αυτή και συνολικά, για ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 30.9.2016, έλαβε ποσό 11.607,30 ευρώ λιγότερα. Κατόπιν αυτού, ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου εξέδωσε την προαναφερθείσα καταλογιστική απόφαση για συνολικό ποσό (41.400 -11.607,30=) 29·792,70, προχωρώντας με την απόφαση αυτή σε συμψηφισμό της απαίτησης που είχε η ενάγουσα κατά του εναγόμενου για απόδοση της διαφοράς που είχε προκόψει από την καταβολή σε αυτήν μειωμένου ποσού υπερβάλλουσας μείωσης των αποδοχών της, ύψους 11.607,30 ευρώ συνολικά, με την απαίτηση που διατηρούσε το εναγόμενο κατ’ αυτής για απόδοση του αχρεωστήτως καταβληθέντος επιδόματος θέσης ευθύνης, ύψους 41.400 ευρώ συνολικά. Επομένως, με βάση τα προαναφερθέντα, το εναγόμενο επικαλέστηκε συμψηφισμό που είχε λάβει χώρα εξωδίκως πριν την έναρξη της δίκης, έχοντας ήδη επιφέρει το αποσβεστικό αποτέλεσμα της επίδικης απαίτησης της ενάγουσας των (257,94 X 33 μήνες =) 8.512,02 ευρώ, ως τμήμα της ανωτέρω συνολικής απαίτησής της των (257,94 X 45 μήνες =) 11.607,30 ευρώ και συνιστά αυτός ο ισχυρισμός, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙ.6 μείζονα σκέψη, την (καταχρηστική) ένσταση της εξόφλησης δια συμψηφισμού. Ωστόσο, με την υπ’ αριθ. …. απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ακυρώθηκε η υπ’ αριθ. πρωτ. …/30.3.2017 απόφαση του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου, κατόπιν έφεσης που άσκησε κατ’ αυτής η ενάγουσα, διότι κρίθηκε ως νομικώς πλημμελής και ως εκ τούτου ακυρωτέα, για τον λόγο ότι εκδόθηκε από διοικητικό όργανο που δεν είχε εκ του νόμου την αρμοδιότητα να προβεί στην έκδοσή της, καθόσον το μόνο αρμόδιο προς τούτο κατά τις σχετικές διατάξεις του Π.Δ. 358/1992 ήταν το διοικητικό συμβούλιο του φορέα, ως ο διατάκτης του εναγόμενου νομικού προσώπου με βάση τα προβλεπόμενα στις οργανωτικές διατάξεις του, έχοντας την αρμοδιότητα να αναλαμβάνει υποχρεώσεις σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού του νομικού προσώπου και να διατάσσει την πληρωμή των δαπανών του. Μετά την ακύρωσή της, όμως, η διοικητική αυτή πράξη θεωρείται ανύπαρκτη από την έκδοσή της και επομένως ως μη γενομένη θεωρείται και η πρόταση του συμψηφισμού που συντελέστηκε με αυτήν. Κατά συνέπεια, η ένσταση εξόφλησης που προέβαλε το εναγόμενο πρωτοδίκως, στηριζόμενο ως προς την πρόταση του συμψηφισμού στην ανωτέρω διοικητική πράξη, που ακυρώθηκε, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, αφού αποδεικνύεται ότι η εξόφληση στηρίζεται σε συμψηφισμό που (θεωρείται ότι) ουδέποτε έγινε. Επισημαίνεται, πως δεν αποδείχθηκε – ούτε άλλωστε και το εναγόμενο επικαλέστηκε – ότι έλαβε χώρα μεταγενέστερα, από μέρους του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου, νέα δήλωση συμψηφισμού εξωδίκως για την ίδια απαίτηση και ανταπαίτηση. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν εκτιμηθεί, ότι το εναγόμενο για πρώτη φορά πρότεινε τον συμψηφισμό της ανωτέρω απαίτησης της ενάγουσας των 8.512,02 ευρώ με την δική του απαίτηση προς απόδοση των ποσών που της καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ως επίδομα θέσης ευθύνης, με τη μορφή ένστασης (γνήσιας αυτοτελούς, βλ. ΑΠ 764/2015) ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η ένσταση αυτή είναι αβάσιμη, ενόψει της ήδη εκδοθείσας τότε διάταξης του προαναφερθέντος άρθρου 108 του Ν. 4600/2019, που όριζε ότι τα ποσά αυτά δεν αναζητούνται, με συνέπεια, στον χρόνο επίκλησης του συμψηφισμού από το εναγόμενο (κατά τη δικονομικά ενιαία συζήτηση της υπόθεσης στον α’ βαθμό), να υπόκειται η ανταπαίτησή του σε ανατρεπτική ένσταση με βάση τη ανωτέρω ρύθμιση και επομένως, να μην συντρέχουν οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙ.6 μείζονα σκέψη. Κατ’ ακολουθίαν, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε το αγωγικό αίτημα περί επιδίκασης στην ενάγουσα του ποσού των 8.512,02 ευρώ, απορρίπτοντας την (καταχρηστική) ένσταση εξόφλησης που προέβαλε το εναγόμενο, αν και με διαφορετική αιτιολογία, κρίνοντας ότι, μετά την ακύρωση της προαναφερθείσας απόφασης του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου με την υπ’ αριθ. 717/2020 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η ένσταση προβάλλεται αλυσιτελώς, ενώ, κατά τα προεκτιθέμενα, έπρεπε αυτή να απορριφθεί, όχι ως απαράδεκτη, αλλά ως ουσιαστικά αβάσιμη. Αβάσιμα, συνεπώς, υποστηρίζει το εναγόμενο τα αντίθετα με τους σχετικούς λόγους της έφεσής του, βάλλοντας κατά της απορριπτικής της ένστασής του κρίσης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και πρέπει αυτοί να απορριφθούν κατ’ ουσίαν, αντικαθιστώντας το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο την αιτιολογία της εκκαλουμένης απόφασης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ (αφού η νέα αιτιολογία δεν οδηγεί σε διαφορετικής έκτασης δεδικασμένο).
VIII.α. Περαιτέρω, όπως εκτέθηκε [ανωτέρω υπό VI.2], με την από 20.11.1995 ένδικη σύμβαση έμμισθης εντολής της ενάγουσας ως δικηγόρου, το εναγόμενο ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει «τις κατά νόμο ασφαλιστικές εισφορές» της ενάγουσας στους οικείους ασφαλιστικούς φορείς. Δηλαδή, όχι μόνο ποσοστό 2/3 αυτών, όπως όριζε, ως νόμιμη υποχρέωση του εντολέα, το άρθρο 37 παρ. 1 του Ν. 2145/1993, που ίσχυε ήδη τότε, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙ.4. μείζονα σκέψη, αλλά το σύνολό τους. Προσκομίζονται δε από την ενάγουσα σειρά υπηρεσιακών σημειωμάτων, προς το Τμήμα Οικονομικής Διαχείρισης του εναγομένου, από τον τότε πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του φορέα, …, σε συνέχεια αναφερόμενης σε αυτά εντολής του προς το λογιστήριο αριθ. πρωτ. …., για την καταβολή του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών της ενάγουσας, των ετών 2001 έως και 2007 και 2009 έως και 2013. Επίσης αποδεικνύεται, ότι το διοικητικό συμβούλιο του εναγομένου, κατά την 10η συνεδρίασή του της 10.4.2008, ενέκρινε την καταβολή στην ενάγουσα αλλά και στην, επίσης υπηρετούσα τότε στον φορέα, έμμισθη δικηγόρο … …, του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών τους «που προβλέπονται κατ’ έτος για τους έμμισθους δικηγόρους (εργοδοτική εισφορά και εισφορά ασφαλισμένου) και οφείλονται στα αρμόδια ασφαλιστικά ταμεία».
VII Ι.β. Με το νέο ασφαλιστικό νόμο 4387/2016 (ΦΕΚ Α’ 85/12.05.2016) «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας, Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος, Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις», εντάχθηκαν από 1.1.2017 στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), μεταξύ άλλων κατηγοριών, και οι απασχολούμενοι στον ιδιωτικό τομέα με έμμισθη εντολή δικηγόροι ασφαλισμένοι του πρώην Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Αυτοαπασχολούμενων-Ταμείου Ασφάλισης Νομικών (Ε.Τ.Α.Α.-Τ.Α.Ν.), σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ· 3 του εν λόγω νόμου, το οποίο ορίζει ότι: «3. Καταβάλλεται ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο σύνταξης ποσοστού 20% επιμεριζόμενη κατά ποσοστό 6,67% για τον εργαζόμενο και 13,33% για τον εργοδότη για τις ακόλουθες, ιδίως, κατηγορίες ασφαλισμένων, διατηρούμενης σε ισχύ του τεκμηρίου της ρύθμισης του άρθρου 2 παρ. 1 του α.ν. 1846/1951: ··· στ) Για τους δικηγόρους με έμμισθη εντολή, και άλλα πρόσωπα ασφαλιστέα λόγω ιδιότητας, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, για το εισόδημα που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών … Υπόχρεος για την καταβολή της εργοδοτικής εισφοράς είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, για λογαριασμό του οποίου οι ασφαλισμένοι του παρόντος άρθρου παρέχουν τις υπηρεσίες τους περιοδικά έναντι παροχής. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται και στις κατηγορίες αυτές οι πάσης φύσεως διατάξεις περί εισφορών του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ». Επίσης, κατά το άρθρο 41 του ίδιου νόμου, «Από την 1.1.2017, η ασφαλιστική εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης των μισθωτών και των λοιπών κατηγοριών που υπάγονται στον ΕΟΠΥΥ, των οποίων οι ασφαλιστικές εισφορές κλάδου σύνταξης υπολογίζονται κατά τα προβλεπόμενα του παρόντος νόμου, ορίζεται σε ποσοστό 7,10% επί των πάσης φύσεως αποδοχών και κατανέμεται κατά ποσοστό 6,45% για. παροχές σε είδος, εκ του οποίου 2,15% βαρύνει τον ασφαλισμένο και 4,3°% βαρύνει τον εργοδότη, και ποσοστό 0,65% για παροχές σε χρήμα, εκ του οποίου ο,40% βαρύνει τον ασφαλισμένο και 0,25% βαρύνει τον εργοδότη» και επομένως παρακρατούνται από 1.1.2017 και για τους δικηγόρους με έμμισθη εντολή εισφορές υπέρ υγειονομικής περίθαλψης επί της ίδιας ανωτέρω βάσης υπολογισμού εισφορών. Όσον αφορά, εξάλλου, στην επικουρική ασφάλιση, από 1.1.2017 εισφορές υπέρ επικουρικής κάλυψης παρακρατούνται υπέρ του κλάδου επικουρικής ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., όπως μετονομάστηκε το Ε.Τ.Ε.Α. με το άρθρο 74 Ν. 4387/2016, συγκροτούμενο από δυο κλάδους, τον κλάδο επικουρικής ασφάλισης και τον κλάδο εφάπαξ παροχών) πρώην Τομέας Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων, υπολογίζονται δε οι εισφορές σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του άρθρου 97 του ίδιου νόμου, που ορίζει ότι : «Από 1/6/2016 και μέχρι τις 31/5/2019, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς για την επικουρική ασφάλιση στο Ε.Τ.Ε.Α., όλων των μισθωτών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1/1/1993, υπολογίζεται σε ποσοστό 3,5% για τον ασφαλισμένο και 3,5% για τον εργοδότη επί των ασφαλιστέων αποδοχών του εργαζομένου, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 38». Επίσης, με το άρθρο 35 παρ. 2 περ. β’ του Ν. 4387/2016, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 96 του Ν. 4461/2017, ορίζεται ότι «β…. Από 1.1.2017 το ποσό της μηνιαίας εισφοράς στον Κλάδο Εφάπαξ Παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. … όλων των πριν και μετά την 1.1.1993 ασφαλισμένων αυτοτελώς απασχολούμενων ορίζεται σε ποσοστό 4% υπολογιζόμενο … επί του εισοδήματος τους, όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στο άρθρο 39, εφαρμοζομένου και του άρθρου 98….». Επομένως, εισφορές υπέρ κλάδου Πρόνοιας των απασχολούμενων με έμμισθη εντολή δικηγόρων Αθηνών υπέρ του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. τ. Τομέας Πρόνοιας Δικηγόρων Αθηνών παρακρατούνται σε ποσοστό 4%· Με βάση τα ανωτέρω, με το νέο ασφαλιστικό νόμο 4387/2016, οι εισφορές του έμμισθου δικηγόρου προσδιορίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 35, 38, 41 και 97 του νόμου αυτού και, όπως και με το παλιό σύστημα, προβλέπεται «εργοδοτική» εισφορά, η οποία ανέρχεται συνολικά στο 21,38% επί των μεικτών αποδοχών και παρακρατούμενη εισφορά του έμμισθου δικηγόρου, η οποία ανέρχεται συνολικά στο 16,72 % επί των μεικτών αποδοχών. Επομένως με τον νέο ασφαλιστικό νόμο, όπως και προηγουμένως, υπάρχει «εργοδοτική» εισφορά αφενός και επιβάρυνση του έμμισθου δικηγόρου αφετέρου και δη περίπου στην ίδια αναλογία, παραμένει δηλαδή η ίδια λογική ως προς τη συμμετοχή των δύο μερών στην ασφάλιση. Έτσι, επί ύπαρξης συμφωνίας για την κάλυψη από τον εντολέα του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών του έμμισθου δικηγόρου, ο εντολέας κατέβαλε με το παλαιό σύστημα πέραν της αντιμισθίας και το 1/3 των ασφαλιστικών εισφορών που αντιστοιχούσε στην επιβάρυνση του δικηγόρου. Ουσιαστικά, ενόψει και του ότι οι ασφαλιστικές εισφορές δεν ήταν συγκεκριμένο πάγιο ποσό αλλά μεταβάλλονταν ανά έτος, με τη συμφωνία αυτή τα μέρη προσδιόρισαν το ποσό της αντιμισθίας του δικηγόρου με βάση τις καθαρές προ φόρων αποδοχές, δηλαδή χωρίς συνυπολογισμό της επιβάρυνσης του δικηγόρου με τις δικές του εισφορές. Η συμφωνία αυτή δεν επηρεάζεται από την επελθούσα νομοθετική μεταβολή, αφού και το νέο ασφαλιστικό σύστημα προβλέπει διττή συμμετοχή στην ασφάλιση του δικηγόρου, εντολέα και εμμίσθου. Συνεπώς, ο εντολέας οφείλει, με βάση τις ενοχικές υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη σύμβαση έμμισθης εντολής, όπως έχει διαμορφωθεί μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 4387/2016, να καταβάλει στον δικηγόρο το προ φόρων ποσό αποδοχών που του κατέβαλε προηγουμένως, επιβαρυνόμενος ο ίδιος με το ποσό της ασφαλιστικής εισφοράς του τελευταίου και όχι να προβεί, παρά την υπάρχουσα συμφωνία για κάλυψη του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών του, σε παρακράτηση της ασφαλιστικής εισφοράς του δικηγόρου, μειώνοντας έτσι το καθαρό προ φόρων ποσό της αντιμισθίας.
VIΙΙ.γ. Στην προκειμένη περίπτωση, αποδεικνύεται ότι τέτοια συμφωνία, για κάλυψη από το εναγόμενο νομικό πρόσωπο, ως εντολέα στη σχέση έμμισθης εντολής, του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών της ενάγουσας έμμισθης δικηγόρου, υπήρχε, κατά τα ανωτέρω [υπό VIII.α.] αναφερόμενα, ήδη από τη σύναψη της από 20.11.1995 ένδικης σύμβασης μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση, η, κατά τα ίδια ανωτέρω αναφερόμενα, αποδεικνυόμενη καταβολή από μέρους του εναγομένου του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών της ενάγουσας – και όχι μόνο των 2/3 αυτών, όπως όριζε ο νόμος – από την έναρξη σχεδόν της σχέσης έμμισθης εντολής, με τη βούληση και των δύο μερών να αποτελέσει η παροχή αυτή αντάλλαγμα των παρεχόμενων υπηρεσιών της ενάγουσας ως έμμισθης δικηγόρου του εναγομένου, όπως σαφώς προκύπτει από τη ρητή αναφορά στη μεταγενέστερη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του φορέα, στις 10.4.2008, ότι λαμβάνεται υπόψη για την έγκριση της καταβολής του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών της τελευταίας, το γεγονός ότι αυτή απασχολείται σχεδόν αποκλειστικά, χωρίς να υποχρεούται προς τούτο από τη σύμβασή της, με τις νομικές υποθέσεις του φορέα, καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων σιωπηρή σύμβαση για την καταβολή της παροχής αυτής ως τμήμα των καταβλητέων αποδοχών της ενάγουσας, με συνέπεια να ιδρύεται υποχρέωση του εναγομένου για χορήγηση της παροχής αυτής, χωρίς να μπορεί να διακόψει την καταβολή της (ενόψει και ότι δεν αποδεικνύεται ότι το εναγόμενο επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα μονομερούς ανάκλησης της παροχής αυτής), σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙ·4· μείζονα σκέψη. Η δε εφαρμογή του Ν. 4387/2016 από 1.1.2017» την οποία επικαλείται το εναγόμενο με τις προτάσεις του, ως δικαιολογητική βάση μη καταβολής στην ενάγουσα της οριζόμενης στο νόμο ως ασφαλιστικής εισφοράς της, δεν επηρεάζει την ισχύ της προκύψασας μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας για κάλυψη από το εναγόμενο του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών της ενάγουσας, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα. Επομένως το εναγόμενο, το οποίο παρακράτησε, όπως αποδεικνύεται, από τις αποδοχές της ενάγουσας για το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 30.6.2017 το ποσό των (3.729 X 16,72% =) 623,49 ευρώ το μήνα, καταβάλλοντάς το για λογαριασμό της στους ανωτέρω ασφαλιστικούς φορείς, ως παρακρατούμενη δική της ασφαλιστική εισφορά, μη νόμιμα έπραξε, καθώς επίσης μη νόμιμα δεν της κατέβαλε το ίδιο ποσό ως τμήμα των αποδοχών της και για το επόμενο χρονικό διάστημα των 4 Vi μηνών μέχρι την (έγκυρη) καταγγελία της σύμβασής και τη λύση αυτής, δικαιούμενη συνεπώς η ενάγουσα να λάβει για την αιτία αυτή από το εναγόμενο το συνολικό ποσό των (623,49 X10 μήνες =) 6.546,65 ευρώ, κατά παραδοχή ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού αιτήματος της αγωγής της, ως προς το οποίο κρίθηκε (βλ. ανωτέρω υπό στοιχεία ΐν.ι.γ.), ότι η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη και ερευνητέα κατ’ ουσίαν, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού 5ου λόγου της έφεσης της ενάγουσας κατά το αντίστοιχο σκέλος του. Αντιθέτως το ίδιο αίτημα, όσον αφορά το χρονικό διάστημα μετά την καταγγελία της σύμβασής της και μέχρι τις 30.11.2018, είναι, ενόψει της λύσης έκτοτε της σύμβασής της, απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο.
IX. Κατόπιν όλων αυτών, πρέπει οι κρινόμενες εφέσεις να γίνουν δεκτές ως κατ’ ουσίαν βάσιμες, κατά τους προαναφερθέντες λόγους της η καθεμία και να εξαφανιστούν οι υπ’ αριθ. 98/2019 και 34/2021 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών – διαφορών από αμοιβές), η πρώτη κατά την οριστική της διάταξη και η δεύτερη ως προς όλα τα κεφάλαιά της, για την ενότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 1279/2004 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 748/1984 ΕλΔ 26, 642, ΕφΑθ 44/2006 ΕλΔ 48, 1507)· Αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει μερικώς δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας» (Ε.Ο.Δ.Υ.), είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στην ενάγουσα … … του … το συνολικό ποσό των [(257,94 ευρώ X 33 μήνες =) 8.512,02 + (623,49 ευρώ X10 % μήνες =) 6.546,65 =] 15-058,67 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας και επιδικίας για το πριν και το μετά την επίδοση της αγωγής χρονικό διάστημα αντιστοίχως, από τότε που κάθε επιμέρους μηνιαίο ποσό (των 257,94 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως και 30.9.2016 και των 623,49 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως και 16.11.2017), ως τμήμα της μηνιαίας αντιμισθίας της ενάγουσας, κατέστη απαιτητό, δηλαδή από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής της αντίστοιχης μηνιαίας αντιμισθίας, που συμπίπτει με την πρώτη ημέρα του επόμενου ημερολογιακού μήνα. Σημειώνεται πως, εν όψει ότι, για τους λόγους που εκτέθηκαν [υπό Ι.3·], τα υπό κρίση δύο δικόγραφα «πρόσθετης παρέμβασης» δεν εκτιμούνται ως τέτοια αλλά και ότι, διάταξη για τυχόν ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση δεν απαιτείται να περιλαμβάνεται στην απόφαση που εκδίδεται επί της κύριας δίκης, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της πρόσθετης παρέμβασης σε σχέση με την κύρια δίκη (μη περιέχουσα αίτημα, αφού με αυτήν δεν ζητεί ο παρεμβαίνων παροχή έννομης προστασίας για τον ίδιο, ούτε υποβάλλει κάποιο δικαίωμα προς διάγνωση), δεν θα περιληφθεί στο διατακτικό της παρούσας απόφασης σχετική διάταξη (βλ. και ΕφΑθ 5722/2011, ΝΟΜΟΣ, Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, Τόμος Α’, άρθρ. 8ο αριθ. 2 – 3 και 83 αριθ. 4 – 5)·
X. Τέλος, το εναγόμενο – εκκαλούν – εφεσίβλητο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας» (Ε.Ο.Δ.Υ.) – με την ιδιότητά του και ως καθολικός διάδοχος του αρχικώς εναγόμενου νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων» (ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.) – πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, της ενάγουσας – εφεσίβλητης – εκκαλούσας … … του … και των υπέρ αυτής προσθέτως παρεμβάντων, που παρέστησαν με χωριστό δικηγόρο και κατέθεσαν προτάσεις, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών» και σωματείου με την επωνυμία «Ένωση Εμμίσθων Δικηγόρων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας καθενός των διαδίκων (άρθρ. 178, 182 παρ.1,2, 183, 191 παρ· 2 ΚΠολΔ, σε συνδ. με τα άρθρ. 63 επ. Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις εφέσεις και τις πρόσθετες παρεμβάσεις, αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά τις εφέσεις.
Διατάσσει την επιστροφή στο εκκαλούν νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας» (Ε.Ο.Δ.Υ.) του παράβολου της έφεσής του.
Εξαφανίζει τις υπ’ αριθ. 98/2019 και 34/2021 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών – διαφορών από αμοιβές), την πρώτη ως προς την οριστική της διάταξη και τη δεύτερη στο σύνολό της.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ ουσίαν.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι το εναγόμενο (εκκαλούν – εφεσίβλητο) νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας» (Ε.Ο.Δ.Υ.) είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στην ενάγουσα (εφεσίβλητη – εκκαλούσα) … … του … το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων πενήντα οκτώ ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (15.058,67), νομιμοτόκως σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
Καταδικάζει το εναγόμενο (εκκαλούν – εφεσίβλητο) νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας» (Ε.Ο.Δ.Υ.) στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, της ενάγουσας (εφεσίβλητης – εκκαλούσας) … … του …, καθώς και των υπέρ αυτής προσθέτως παρεμβάντων, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών» και σωματείου με την επωνυμία «Ένωση Εμμίσθων Δικηγόρων, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ για την ενάγουσα και στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ για καθένα των υπέρ αυτής προσθέτως παρεμβάντων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17-1-2023. χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ