ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 11ο
ΑΡΙΘΜΟΣ 44/2023
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Μπετσικώκου Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών και από την Γραμματέα Νίκη Σανίδά.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 6»ι Οκτωβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ –ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…. Α.Α.Ε.Γ.Α» που εδρεύει στην ….(….-, ΑΦΜ: … Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Θεσσαλονίκης], νομίμως εκπροσωπουμένη, την οποία εκπροσώπησε στον ακροατήριο του Δικαστηρίου ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γεώργιος Μανουσάκης, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε την από 3-10-2022, κατ’ άρθρα 524 παρ. 1 και 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, δήλωσή του, καθώς και το υπ’ αριθμ. …./10-10-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣ Αθηνών.
ΤΟΥ ΚΑΘΟΥ Η ΚΛΗΣΗ -ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ- ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …., κατοίκου …. Αττικής (οδός … αρ. .., ΑΦΜ …] ο οποίος εμφανίστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου με την πληρεξούσια δικηγόρο του Σταυρούλα Καπούνη η οποία κατέθεσε το υπ’αριθμ…..2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣ Αθηνών.
Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων … … άσκησε κατά των εναγομένων της εταιρείας «… Α.Α.Ε.Γ.Α» και του … … την από 24-2-2014 (υπ’ αριθ. κατ. δικ. …/2014) κύρια αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η παρεμπιπτόντως ενάγουσα-ανωτέρω εναγομένη εταιρεία άσκησε την από 2-5-2014 (υπ’ αριθ. κατ. δικ…./ …/ 2014) παρεμπίπτουσα αγωγή της κατά του παρεμπιπτόντως εναγομένου και εναγομένου στην κύρια αγωγή ανωτέρω, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο εκείνο αφού συνεκδίκασε την κύρια αγωγή και την παρεμπίπτουσα τοιαύτη, ως άνω, στις 16-10-2014 και εξέδωσε αρχικά την με αριθμό 1291/2015 εν μέρει οριστική απόφαση, με την οποία ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να προσκομιστεί βεβαίωση του ΙΚΑ και να διενεργηθούν ιατρικές πραγματογνωμοσύνες και στη συνέχεια εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1022/2016 οριστική απόφασή του όπου θεώρησε μη ασκηθείσα την κύρια αγωγή ως προς τον εναγόμενο …, συνεκδίκασε αντιμωλία των λοιπών διαδίκων δέχτηκε εν μέρει την κύρια αγωγή και απέρριψε την παρεμπίπτουσα αγωγή.
Κατά των ανωτέρω αποφάσεων η εκκαλούσα εταιρεία εναγομένη και παρεμπιπτόντως ενάγουσα «… Α.Α.Ε.Γ.Α» άσκησε την από 6-12- 2016 (υπ’ αριθ. έκθ. Ενδίκου μέσου ΓΑΚ …/…/2016 και αριθ καταθ προσδ εφεσης …/…/2017) έφεσή της. Επ’ αυτής εκδόθηκε η 6177/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία αφού δίκασε ερήμην του δευτέρου εφεσιβλήτου … … και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων συνεκδίκασε την κύρια αγωγή και την παρεμπίπτουσα τοιαύτη, έκανε δεκτή την έφεση, εξαφάνισε τις εκκαλούμενες αποφάσεις και έκανε εν μέρει δεκτές ως κατ’ ουσίαν βάσιμες την κύρια αγωγή και την παρεμπίπτουσα αγωγή.
Κατά της απόφασης απτής η αναιρεσείουσα εταιρεία «… Α.Α.Ε.Γ.Α» άσκησε την από 16-07-2020 αίτηση αναίρεσης. Επ’ αυτής εκδόθηκε η 1057/2022 απόφαση τοπ Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η τελεσίδικη με αριθμό 6177/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συγκροτούμενο από άλλο δικαστή.
Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την από 18-07-2022 (υπ’ αριθ. έκθ. κατ. δικ. ΓΑΚ …/ …/2002) κλήση της καλούσας εταιρείας με την επωνυμία «… Α.Α.Ε.Γ.Α», δικάσιμος προς συζήτηση της οποίας ορίστηκε η παρούσα δικάσιμος.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν ως ανωτέρω, ο μεν πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας -εκκαλούσας εταιρείας δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση και προτάσεις, κατ’ άρθρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, η δε πληρεξούσια δικηγόρος του καθ’ού η κλήση εφεσιβλήτου εμφανίστηκε στο δικαστήριο και κατέθεσε τις προτάσεις της, ζήτησε δε να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί της .
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ «Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση». Κατά δε τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 581 του ίδιου Κώδικα «1. Στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση….2. Η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 524 παράγραφος 1 εδάφιο β». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με την αναίρεση της απόφασης οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή). Η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αίτησης αναίρεσης, δηλαδή κατά τα πληγέντα κεφάλαιά της (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος αναίρεσης που έγινε δεκτός, και όχι ως προς άλλα, εκτός αν τα τελευταία συνδέονται άρρηκτα προς τα αναιρεθέντα, οπότε και αυτά συναναιρούνται (ΑΠ 14/2021, ΑΠ 286/2020, ΑΠ 808/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, αν η αναιρεθείσα απόφαση είναι του δευτέρου βαθμού και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ (για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση των σχετικών με την αρμοδιότητα διατάξεων), τότε αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο (ΑΠ 1216/2020, ΑΠ 758/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το οποίο, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της έφεσης ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της, ερευνά και πάλι, ως Δικαστήριο της παραπομπής, την συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης και το παραδεκτό της έφεσης (ΟλΑΠ 4/1996, ΑΠ 751/2002, ΑΠ 1276/1992, ΕφΠατρ 66/2021, ΕφΑΘ 6088/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κεραμεύς/ Κονδύλης/Νικάς σε Ερμηνεία ΚΠολΔ, υπ’ άρθρο 581 αριθ. 6, σελ. 1082). Στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, τα όρια δε αυτά δεν προσδιορίζονται μόνον από το διατακτικό της αναιρετικής απόφασης, αλλά, κυρίως, από το αιτιολογικό της (ΑΠ 738/2012, ΑΠ 570/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, δεν παράγει δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε και οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Η επάνοδος των διαδίκων στην κατάσταση πριν από την αναιρεθείσα απόφαση περιορίζεται, καταρχάς, μεταξύ εκείνων των διαδίκων που μετείχαν στην αναιρετική δίκη, ως προς τους οποίους αναιρέθηκε η απόφαση, και μεταξύ των οποίων διεξάγεται κατά παραπομπή η νέα δίκη ενώπιον του Εφετείου, και, συνεπώς, δεν θίγεται η ισχύς της απόφασης για εκείνους του διαδίκους που δεν μετείχαν στην αναιρετική δίκη, ως προς τους οποίους δεν αναιρέθηκε, εκτός αν πρόκειται για αδιαίρετα δίκαια. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση όταν η αναιρετική, κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνον από τους διαδίκους, ή, ακόμη, όταν ο γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης πλήττει -κατά νομική ακολουθία- το κύρος της όλης απόφασης, κατά το διατακτικό της αναιρετικής, σε συνδυασμό όμως και με το αιτιολογικό της (ΟλΑΠ 27/2007, ΑΠ 14/2021, ΑΓΙ 248/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν, αντιθέτως, η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε μόνον ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του Δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΑΠ 524/2010, ΑΠ 721/2009, ΕφΠατρ 66/2021, ΕφΑΘ 6087/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 579 παρ. 1, 580 παρ. 3 και 581 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 580 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία «Οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν», προκύπτει ότι το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση και δεσμεύεται μόνον ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση και όχι και από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα. Ερευνώντας, όμως, τις αποδείξεις μπορεί, εφόσον δεν θίγησαν με την αναίρεση, να τις εκτιμήσει και διαφορετικά από ό,τι η αναιρεθείσα απόφαση και δεν δεσμεύεται ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη, αφού η υποχρέωση του Δικαστηρίου της παραπομπής να συμμορφωθεί προς την αναιρετική απόφαση περιορίζεται μόνο στο νομικό ζήτημα που έλυσε ο Άρειος Πάγος με τον λόγο της αναίρεσης που έκανε δεκτό, ενώ, αντιθέτως, τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται σε σχέση με την ουσία της διαφοράς, η περί της οποίας κρίση, άλλωστε, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Τα κεφάλαια της απόφασης που δεν αναιρέθηκαν δεν εξετάζονται εκ νέου, ούτε θίγονται, αφού ως προς αυτά η απόφαση έχει καταστεί πλέον αμετάκλητη (ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 2001. 83, ΑΠ 129/04 ΕΕργΔ 2005. 150, ΑΠ 1308/04 και 1145/05 δημ ΤΝΠ “ΝΟΜΟΣ”). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ακόμη και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, και τούτο διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως προς την οποία θα αποφανθεί το Δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα την απορρίψει επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 758/2018, ΕφΑΘ 220/2020, ΕφΑθ 745/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
II. Στην από 24-02-2014 (αριθμ καταθ. ../2014) αγωγή του ο … … ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ισχυρίστηκε ότι: Ο εναγόμενος … … οδηγώντας στην περιοχή του Κορυδαλλού Αττικής στις 10-10-2012 το αναφερόμενο δίκυκλο μοτοποδήλατό του, ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική του ευθύνη στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, προκάλεσε, από αποκλειστική του υπαιτιότητα και υπό τις περιγραφόμενες στη αγωγή συνθήκες, το ένδικο τροχαίο ατύχημα μεταξύ αυτού και της οδηγούμενης από τον ενάγοντα δίκυκλης μοτοσικλέτας, ιδιοκτησίας του ίδιου, όπου αφενός μεν προκλήθηκαν σε αυτήν, την τελευταία, οι περιγραφόμενες υλικές ζημίες και αφετέρου τραυματίστηκε σοβαρά ο ίδιος (ενάγων). Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, παραιτούμενος εκ του δικογράφου της αγωγής του ως προς τον πρώτο εναγόμενο, μετά και τον παραδεκτό εν μέρει περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, α) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 18.646,28 ευρώ προς αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας του, όπως ειδικότερα αναλύει, β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να τουκαταβάλει το ποσό των 60.000ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από τον τραυματισμό του, γ) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 60.000ευρώ ως πρόσθετη αποζημίωση κατ’ αρθ 931ΑΚ λόγω της επικαλούμενης μόνιμης αναπηρίας, την οποία υπέστη ένεκα του ενδίκου ατυχήματος, κάθε επιμέρους ποσό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και να καταδικαστεί η τελευταία στα δικαστικά του έξοδα. Η εναγομένη ανωτέρω εταιρεία με την από 2-5-2014 (αριθμ καταθ δικ…./2014) παρεμπίπτουσα αγωγή της, αφού συνομολόγησε ότι το φερόμενο στην ανωτέρω κύρια αγωγή ως ζημιογόνο όχημα ήταν ασφαλισμένο στην ίδια κατά το χρόνο που συνέβη το ένδικο ατύχημα, στη συνέχεια, επικαλέσθηκε ότι έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του πρώτου εναγομένου της ανωτέρω κύριας αγωγής και παρεμπιπτόντως εναγομένου, διότι ο τελευταίος κατά τη σύγκρουση του ασφαλισμένου στην ίδια οχήματος με το όχημα του κυρίως ενάγοντος, οδηγούσε το ανωτέρω ζημιογόνο όχημα χωρίς να κατέχει ισχύουσα άδεια οδήγησης αυτού, που εξομοιώνεται με έλλειψη αδείας οδήγησης, με αποτέλεσμα να υφίσταται περίπτωση εξαίρεσης εκ της ασφαλιστικής κάλυψης, δεδομένου ότι η προβλεπομένη κατ’ άρθ. 68 του ν.489/1979 εξαίρεση της ασφάλισης σε περίπτωση οδήγησης αυτοκινήτου οχήματος από οδηγό στερουμένου αδείας οδήγησης περιλαμβάνεται στην συνδέουσα την ίδια και τον παρεμπιπτόντως εναγόμενο σύμβαση ασφάλισης, ζήτησε δε, μετά τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι, ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει κάθε ποσό που η ίδια θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα της κύριας αγωγής, στην περίπτωση ευδοκίμησης της τελευταίας, πλέον τόκων και δικαστικής δαπάνης, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από το χρόνο καταβολής και να καταδικαστεί ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος στα δικαστικά της έξοδα. Επί των ανωτέρω αγωγών, κύριας και παρεμπίπτουσας, που συνεκδικάσθηκαν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, εκδόθηκαν αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αυτοκίνητα (άρθρα 666, 667, 670 έως 676 και 681 Α του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν τότε), οι προσβαλλομένες δύο αποφάσεις του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Με την πρώτη αυτών εν μέρει οριστική απόφαση υπ’αριθμ. 1291/2015, απορρίφθηκε οριστικά ως μη νόμιμο το αίτημα της παρεμπίπτουσας αγωγής περί αναγνώρισης της υποχρέωσης του παρεμπιπτόντως εναγομένου να καταβάλει στην παρεμπίπτουσα ενάγουσα, πλην του κεφαλαίου της αποζημίωσης που θα καταβάλλει η ίδια στην περίπτωση ευδοκίμησης της κύριας αγωγής στον κυρίως ενάγοντα, και τα δικαστικά έξοδα της δίκης επί της κύριας αγωγής, καθώς και τους τόκους που η ίδια (παρεμπιπτόντως ενάγουσα) θα καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα. Με την ίδια απόφαση κρίθηκε νόμιμη η κύρια αγωγή και η παρεμπίπτουσα αγωγή κατά τα λοιπά αυτής αιτήματα και διετάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσκομιστεί βεβαίωση του ΙΚΑ και να διενεργηθούν ιατρικές πραγματογνωμοσύνες για τα ζητήματα που αναφέρονται σε αυτήν. Με τη δεύτερη προσβαλλομένη οριστική απόφαση με αριθμό 1022/2016 αφού κρίθηκε αποκλειστικός υπαίτιος του ατυχήματος ο οδηγός του μοτοποδηλάτου … …, έγινε εν μέρει δεκτή η κύρια αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα το συνολικό ποσό των 16.439,30ευρώ, ως αποζημίωση για τη θετική και αποθετική του ζημία, επιπλέον αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της τελευταίας να του καταβάλει το ποσό των 30.000ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής του βλάβης και επιπλέον το ποσό των 20.000ευρώ ως πρόσθετη αποζημίωση λόγω αναπηρίας κατ’ άρθ931ΑΚ, όλα τα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καταδικάζοντάς την και στα δικαστικά έξοδα του κυρίως ενάγοντος τα οποία προσδιόρισε σε 3500ευρώ. Με την ίδια απόφαση η παρεμπίπτουσα αγωγή απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και η παρεμπιπτόντως ενάγουσα καταδικάστηκε στα έξοδα του παρεμπιπτόντως εναγομένου τα οποία ορίστηκαν σε 400ευρώ. Τις ανωτέρω αποφάσεις προσέβαλε η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία – παρεμπιπτόντως ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 6-12-2016( υπ’ αριθ. έκθ. κατ. ενδ. μέσου ΓΑΚ…/ΕΑΚ … /2016) έφεση για τους σε αυτή εκτιθέμενους λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούσε να εξαφανιστούν προκειμένου να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η από 24-02-2014 κύρια αγωγή και, σε αρνητική περίπτωση, να γίνει δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή της. Επί της έφεσης αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 6177/2018 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η οποία, δίκασε ερήμην του δευτέρου εφεσίβλητου, … …, έκανε δεκτή την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν εξαφάνισε τις εκκαλούμενες ως άνω αποφάσεις κράτησε την υπόθεση και συνεκδίκασε την κύρια αγωγή ως προς την δεύτερη εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία και την παρεμπίπτουσα αγωγή και α) δέχτηκε εν μέρει την κύρια αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα το συνολικό ποσό των 16.439,30ευρώ, ως αποζημίωση για τη θετική και αποθετική του ζημία και αναγνώρισε την υποχρέωση της τελευταίας να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 40.000ευρώ, όλα τα ποσά με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καταδίκασε αυτήν στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος -εφεσίβλητου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία όρισε στο ποσό των 2500 ευρώ, β) δέχτηκε εν μέρει την παρεμπίπτουσα αγωγή και αναγνώρισε ότι ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα κάθε ποσό που η τελευταία θα υποχρεωθεί να καταβάλει ως αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης, στον κυρίως ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της όχλησης περί καταβολής μέχρι την εξόφληση και καταδίκασε τον παρεμπιπτόντως εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων της παρεμπιπτόντως ενάγουσας-εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιόρισε στο ποσό των 600ευρώ. Κατά της παραπάνω απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η εναγομένη -παρεμπιπτόντως ενάγουσα και εκκαλούσα εταιρεία άσκησε την από 16-07-2020 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1057/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία ανήρεσε τη παραπάνω αναιρεσιβληθείσα απόφαση μόνον ως προς την διάταξη που αφορούσε την παρεμπίπτουσα αγωγή, ως προς την οποία και μόνον εκρίθη από το παρόν Δικαστήριο ότι είναι μη νόμιμο το αίτημα να καταβάλει ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα, πλην της αποζημίωσης που η ίδια ενδέχεται να καταβάλει στον ενάγοντα της κύριας αγωγής, και τα δικαστικά έξοδα και τόκους που θα οριστούν επί της τελευταίας και παρέπεμψε αυτή κατά τούτο, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συντιθέμενο από άλλο δικαστή, για το λόγο ότι με την κρίση της η αναιρεσιβληθείσα απόφαση υπέπεσε στη πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως τις διατάξεις των άρθρων 926, 927 του ΑΚ, καθόσον ο ασφαλιστής με την αγωγή του νομίμως αξιώνει να του καταβάλει ο ασφαλισμένος κάθε ποσό κεφαλαίου, τόκου και εξόδων τα οποία από την πλευρά του ο ασφαλιστής θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον παθόντα τρίτο, επί δε των άνω ποσών δικαιούται ο ασφαλιστής να αξιώσει και τόκους, που δεν απαγορεύονται από την ΑΚ 296 και πρέπει να υπολογίζονται από την καταβολή στον τρίτο και όχι από την επίδοση της αγωγής στον ασφαλισμένο.
III. Ήδη, η υπόθεση φέρεται νόμιμα προς συζήτηση με την από 18- 07-2022 (υπ’ αριθ. έκθ. κατ. δικ. ΓΑΚ …/…/2002) κλήση της καλούσας-εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «… ΑΕΓΑ» στο παρόν Δικαστήριο ως Δικαστηρίου της παραπομπής (αρθ. 580 παρ. 3, 581 ΚΠολΔ), των διαδίκων επανελθόντων δικονομικώς στη κατάσταση που υπήρχε πριν την αναιρεσιβληθείσα απόφαση, με αναβίωση της εκκρεμοδικίας της έφεσης (αρθ. 579 παρ. 1 ΚΠολΔ), αλλά μόνον κατά το μέρος που αναβίωσε η εκκρεμοδικία, ως ανωτέρω. Η δε από 6-12-2016 (αριθμ. κατ. ενδίκου μέσου ΓΑΚ… /…1/2016 στο Πρωτοδικείο και έκθ προσδ. …/ …/2017 στο Εφετείο) έφεση κατά των με αριθμ 1291/2015 εν μέρει οριστικής απόφασης και υπ’αριθμ 1022/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον από την κοινοποίηση της δεύτερης ανωτέρω εκ των εκκαλουμένων (1022/2016) αποφάσεων στις 10-1-2016 έως την άσκηση της έφεσης στις 9-12-2016 δεν παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των 30 ημερών (σχετ. η από 10-11-2016 επισημείωση επίδοση του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών … στην προμετωπίδα του επιδοθέντος στην άνω εναγομένη αντιγράφου της εκκαλουμένης) (άρθρ. 495 επ., 511, 513 παρ. 1, 516, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρΙΚΠολΔ ως ισχύουν μετά την τροποποίηση τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν4335/2015). Αρμόδια δε φέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ’ άρθρ. 19, 498 παρ1ΚΠολΔ, ενώ για το παραδεκτό αυτής έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495παρ3ΚΠολΔ (όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4334/2015 και ισχύει κατά το άρθρο ένατο παρ.2 του ίδιου άρθρου του νόμου για τα κατατεθημένα από 1-1-2016 και εντεύθεν ένδικα μέσα) παράβολο ποσού 200ευρώ (σχετ. η από 9-12-2016 βεβαίωση του αρμοδίου Γραμματέα του Δικαστηρίου και τα με αριθμούς … /2016 Παράβολα ποσού 20ευρώ έκαστο του Δημοσίου και υπ’αριθμ …./2016 Παράβολα ποσού 60ευρώ έκαστο του ΤΑΧΔΙΚ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει αυτή τυπικά δεκτή κατά το μέρος που αναβίωσε η εκκρεμοδικία και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την νομική και ουσιαστική της βασιμότητα (άρθρ.533 παρ. 1 ΚΠολΔ) με την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από την σύμβαση ασφάλισης, κατά την οποία εκδόθηκαν και οι εκκαλούμενες αποφάσεις (αρθ533παρ1 ΚΠολΔ). Ως προς τα λοιπά όμως κεφάλαια τόσο της κύριας αγωγής όσο και της παρεμπίπτουσας τοιαύτης, που αφορούν σε μη αναιρεθείσες διατάξεις της αναιρεσιβληθείσας απόφασης, δεν εκτείνεται η έρευνα του Δικαστηρίου τούτου της παραπομπής, οι δε μη αναιρεθείσες διατάξεις διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν το Δικαστήριο της παραπομπής, από το μη ανατραπέν δεδικασμένο της παραπάνω αμετάκλητης κατά τούτο απόφασης αυτού του Δικαστηρίου (ΑΠ 629/2010, ΑΠ 1145/2005, ΑΠ 1447/2002 ΤΝΠ Νόμος), το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (αρθ. 321 επ. ΚΠολΔ, ΑΠ 524/2010, ΑΠ 404 2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
IVa. Από τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του Ν. 489/76, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 927 Α.Κ. προκύπτει ότι η καλύπτουσα ασφαλιστικώς την αστική ευθύνη εξ αυτοκινήτου εταιρεία, σε περίπτωση εξαιρέσεως από την ασφαλιστική ευθύνη, δικαιούται, αν εναχθεί από τον ζημιωθέντα τρίτο, να στραφεί αναγωγικά κατά του ασφαλισμένου, του αντισυμβαλλομένου και του οδηγού, απαιτώντας, όσα κατέβαλε ή θα καταβάλει στον τρίτο. Το δικαίωμα αναγωγής ασκείται, είτε με αυτοτελή αγωγή του ασφαλιστή, μετά την καταβολή, που έκανε αυτός προς τον τρίτο, είτε με παρεμπίπτουσα αγωγή, πριν από την καταβολή, αν συνενάγονται ως απλοί ομόδικοι ο ασφαλιστής, ο ασφαλισμένος, ο αντισυμβαλλόμενος και ο οδηγός. Στην τελευταία περίπτωση, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1 περ. Ε’ του Κ.Πολ.Δ., δηλαδή είναι επιτρεπτή η αγωγή εξ αναγωγής και πριν από την καταβολή του ασφαλιστή προς τον τρίτο (ΑΠ 1467/2009).
Ινβ. Με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 εδ. γ’του ν. 3557/2007, η ισχύς του οποίου άρχισε από 14-5-2007, καταργήθηκε η Κ4/585/5-4-1978 απόφαση του Υπουργού Εμπορίου (Φ.Ε.Κ. 795, τ. Α.Ε. και Ε.Π.Ε.), ενώ με τη διάταξη του άρθρου 4 του ίδιου νόμου προστέθηκε το άρθρο 6β’ στο π.δ. 237/1986 (που κωδικοποίησε το ν. 489/1976 “περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης”), το οποίο ορίζει ότι: 1. Εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημίες που προκαλούνται: α) από οδηγό, ο οποίος στερείται της άδειας οδήγησης που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του αυτοκινήτου οχήματος που οδηγεί, β) από οδηγό, ο οποίος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά παράβαση του ΚΟΚ (ν. 2696/1999) όπως εκάστοτε ισχύει, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος…, γ) από αυτοκίνητο όχημα, του οποίου γίνεται διαφορετική χρήση από αυτή που καθορίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και στην άδεια κυκλοφορίας, εφόσον η χρήση αυτή τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος. Οι προαναφερόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις που απαρτίζουν, περιοριστικά πλέον, τους τρεις (3) λόγους εξαιρέσεως από την ασφάλιση, αποτελούν λόγους απαλλαγής του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου του, με την επισήμανση ότι επιτρέπεται με τη σύμβαση ασφαλίσεως να ορίζονται, πέραν των περιπτώσεων αυτών, και άλλες περιπτώσεις εξαιρέσεως από την ασφαλιστική κάλυψη, εφόσον αυτές αφορούν μόνο προαιρετική ασφαλιστική κάλυψη (άρθρο 6β’ παρ. 2 του ίδιου π.δ/τος). Ενόψει δε του ότι οι ανωτέρω τρεις εξαιρέσεις προβλέπονται ρητώς από το νόμο, δεν εξετάζεται εάν αυτές κατέστησαν περιεχόμενο της ασφαλιστικής συμβάσεως. Από το συσχετισμό μεταξύ τους των τριών περιπτώσεων εξαιρέσεως σαφώς προκύπτει ότι ο νόμος προβλέπει την ανάγκη συνδρομής αιτιώδους συνάφειας, ως μιας περαιτέρω προϋποθέσεως για τη συγκρότηση των λόγων εξαιρέσεως, μόνο στις περιπτώσεις β’ και γ’, όχι όμως και στην περίπτωση α’, δηλαδή στην πρόκληση ατυχήματος από οδηγό που στερείται άδειας ικανότητας οδηγήσεως για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί. Ειδικότερα, από τη γραμματική διατύπωση των τριών περιπτώσεων εξαιρέσεως συνάγεται ότι στην α’ περίπτωση δεν εξετάζεται και δεν ερευνάται κατά πόσο η έλλειψη άδειας ικανότητας οδηγού επηρέασε ή όχι την πρόκληση του ατυχήματος, αφού πρόκειται τυπικά για περίπτωση εξαιρέσεως από την ασφαλιστική κάλυψη, ενώ η ανάγκη συνδρομής της αιτιώδους συνάφειας ερευνάται μόνο στις δύο άλλες περιπτώσεις. Η διατύπωση αυτή στο νόμο, δηλαδή η μη αναφορά, σε αντίθεση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις, της συνδέσεως της αιτιώδους συνάφειας της ελλείψεως άδειας οδηγήσεως με την πρόκληση του ατυχήματος, αποτελεί συνειδητή ρύθμιση του νομοθέτη, διαφοροποιημένη σε σχέση με τις δύο άλλες περιπτώσεις, και δεν πρόκειται για απλή παράλειψή του. Συνεπώς, με βάση την προπαρατιθέμενη ρύθμιση του νόμου, δεν έχει νομική επιρροή ο ισχυρισμός του οδηγού που έχει εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα και δεν έχει άδεια ικανότητας οδηγήσεως, ότι γνωρίζει να οδηγεί ή ότι λείπει η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ελλείψεως της άδειας αυτής και του ατυχήματος (Α.Π. 379/2021, Α.Π.628/2019, Α.Π. 450/2018, Α.Π. 474/2017, Α.Π. 71/2017, Α.Π. 324/ 2016 δημ ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ούτε ότι ο σχετικός όρος δεν αποτέλεσε περιεχόμενο της ασφαλιστικής συμβάσεως. Όλα όσα προαναφέρθηκαν έχουν νομική αξία στις σχέσεις ασφαλιστή και ασφαλισμένου στη λεγάμενη δίκη αναγωγής του πρώτου κατά του δεύτερου, κατά την οποία παρέχεται το δικαίωμα στον ασφαλιστή να εναγάγει τα αναφερόμενα στο άρθρο 11 παρ. 1 του π.δ. 237/1986 πρόσωπα (δηλ. του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου και του οδηγού) και να ζητήσει απ’ αυτά ό,τι κατέβαλε ή θα καταβάλει σε εκείνον που ζημιώθηκε από το τροχαίο ατύχημα (Α.Π. 322/2020, Α.Π.628/2019, Α.Π. 474/2017 δημ ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ασφαλιστής δικαιούται να απαιτήσει από τον ασφαλισμένο του ολόκληρο το ποσό αποζημιώσεως που κατέβαλε ή θα καταβάλει στον τρίτο, ήτοι κεφάλαιο και δικονομικούς τόκους και δικαστική δαπάνη καθώς επίσης και τόκους επί όλων των άνω ποσών από την καταβολή τους. Ο ασφαλιστής, ασκώντας αγωγή εξ αναγωγής κατά του ασφαλισμένου, λόγω παραβάσεως του καθιερούμενου από την άνω νομική διάταξη ασφαλιστικού βάρους, οφείλει να επικαλεσθεί μόνο το αντικειμενικό περιστατικό της παραβάσεως αυτής (ΑΠ 322/2020 δημ ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
V. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο εφέσεως παραπονείτο η εκκαλούσα- παρεμπιπτόντως ενάγουσα ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’αριθμ 1291/2015 συνεκκαλουμένη εν μέρει οριστική του απόφαση και απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημά της περί αναγνωρίσεως του παρεμπιπτόντως εναγομένου να της καταβάλει, πλην της αποζημίωσης που η ίδια ενδέχεται να καταβάλει στον ενάγοντα της κύριας αγωγής, και τα δικαστικά έξοδα και τόκους που θα οριστούν στην δίκη επί της τελευταίας, το οποίο έπρεπε να κριθεί νόμιμο. Το παρόν Δικαστήριο, με την αναιρεθείσα απόφασή του, έκρινε ότι δεν έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε το ανωτέρω αίτημα ως μη νόμιμο, απέρριψε τον σχετικό λόγο έφεσης και εν συνεχεία εξέτασε την παρεμπίπτουσα αγωγή ως προς την ουσία της. Ειδικότερα έκρινε ότι, αποδείχθηκε ότι το ζημιογόνο όχημα, το οποίο οδηγούσε ο … …, ήταν ασφαλισμένο, κατά τις διατάξεις του ν. 489/1976, στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, για τις υλικές ζημιές και τις σωματικές βλάβες τρίτων, για το επίδικο χρονικό διάστημα, με ασφαλισμένο και λήπτη της ασφάλισης τον ανωτέρω, μέσα στα όρια και με τους όρους που διαλαμβάνονται στην ισχύουσα νομοθεσία, ως συνομολογείτο από την τελευταία. Ο ασφαλισμένος όμως ανωτέρω οδηγός του ζημιογόνου μοτοποδηλάτου δεν είχε έγκυρη άδεια οδηγήσεως αυτού, καθώς αυτή έχει λήξη ήδη από το έτος 2004, όταν συμπλήρωσε το 65° έτος της ηλικίας του και δεν είχε ανανεώσει αυτή ανά τριετία, ως εκ του νόμου προβλέπετο δηλ. κατά τα έτη 2004, 2007 και 2010, ώστε αυτή να ισχύει κατά το χρόνο του ενδίκου ατυχήματος την 10-12-2012. Η παράλειψή του αυτή θεμελιώνει και αποδεικνύει την εκ του νόμου άρθρ. 6β παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 489/1976, μετά το Ν. 3557/2007, αξίωση της παρεμπιπτόντως ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας εναντίον του, δεν απαιτείται δηλαδή να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ελλείψεως της κατά νόμο απαιτούμενης άδειας οδήγησης και της ζημίας, που προκαλεί ο οδηγός ασφαλισμένου οχήματος, καθώς αρκεί το γεγονός και μόνο ότι αυτός δεν διαθέτει (η οποία θεωρείται ότι δεν ισχύει, αν έληξε ο χρόνος ισχύος της και δεν ανανεώθηκε) κατά το χρόνο του ατυχήματος την προβλεπόμενη από το νόμο και για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί, άδεια ικανότητας οδηγού. Εν προκειμένω, κρίθηκε δεσμευτικώς για το παρόν Δικαστήριο, με την υπ’αριθμ 6177/2018 απόφαση ότι η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά και κατ’ουσίαν δεκτή, εξαφάνισε δε τις εκκαλούμενες αποφάσεις, εν συνέχεια κρίθηκε νόμιμη και εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη η κύρια αγωγή και συγκεκριμένα ότι ο εναγόμενος οδηγός του δικύκλου μοτοποδηλάτου ήταν υπαίτιος στην πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος που συνέβη στον Κορυδαλλό Αττικής στις 10-12-2015 με παθόντα τον ενάγοντα, ενώ τέλος υποχρέωσε την εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία να καταβάλει στον τελευταίο το ποσό των 16.439,30 ευρώ ως αποζημίωση για τη θετική και αποθετική ζημία του και αναγνώρισε την υποχρέωσή της να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 40.000ευρώ ως αποζημίωση για την ηθική του βλάβη και ως πρόσθετη αποζημίωση κατ αθρ931ΑΚ, καταδικάζοντάς την στα δικαστικά αυτού έξοδα ύψους 2500ευρώ, πλην όμως δεν θα διαληφθούν οι σχετικές διατάξεις εν προκειμένω, καθ’ όσον ως προς αυτές η ανωτέρω απόφαση του Δικαστηρίου τούτου κατέστη ήδη αμετάκλητη, διότι δεν ανηρέθη κατά τούτο. Η εναγομένη της κύριας αγωγής ασφαλιστική εταιρεία διατηρεί αναγωγικά δικαιώματα κατά του ασφαλισμένου της και υπαιτίου του ενδίκου τροχαίου, για τα ανωτέρω ποσά που υποχρεούται να καταβάλει η τελευταία στον ενάγοντα της κύριας από 24-2-2014 αγωγής, στα οποία περιλαμβάνονται το κεφάλαιο, οι νόμιμοι τόκοι και τα δικαστικά έξοδα. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, η από 2-5-2014 παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως εξ’ αναγωγής, είναι νόμιμη ερειδομένη στις διατάξεις των άρθρων 296,926, 927ΑΚ και 17 παρ.1 εδ. γ’ του ν. 3557/ 2007, 69παρ2εΚΠλΔ και στη συνέχεια πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, υπ’ αριθμ. 1022/2016, απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα της παρεμπιπτόντως ενάγουσας να αναγνωριστεί η υποχρέωση του παρεμπιπτόντως εναγομένου να της καταβάλει κάθε ποσό που η ίδια θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα πέραν του ποσό του κεφαλαίου, και τους τόκους και την δικαστική δαπάνη νομιμοτόκως από τη καταβολή τους, ενώ εν συνεχεία με την συνεκκαλουμένη απόφασή του, υπ’αριθμ1291/2015, απέρριψε ως αβάσιμη αυτή, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτών γενομένων, ως βάσιμων κατ’ ουσίαν των σχετικών πρώτου και δευτέρου λόγων της ενδίκου εφέσεώς της, που αφορούν την παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως εξ αναγωγής. Πρέπει επομένως να εξαφανιστούν οι ανωτέρω εκκαλουμένες αποφάσεις ως προς τις διατάξεις τους για την παρεμπίπτουσα αγωγή και να κρατηθεί η υπόθεση ως προς αυτήν (παρεμπίπτουσα αγωγή), να γίνει αυτή δεκτή και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται ο παρεμπιπτόντως εναγομένος, να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα, οποιοδήποτε ποσό καταβάλει η τελευταία στον ενάγοντα της κύριας αγωγής, στο οποίο περιλαμβάνεται το κεφάλαιο, οι νόμιμοι τόκοι και τα δικαστικά έξοδα, εντόκως από της καταβολής του σχετικού ποσού μέχρι την πλήρη εξόφληση. Η δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας-παρεμπιπτόντως ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας θα πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εφεσιβλήτου παρεμπιπτόντως εναγομένου λόγω της ήττας του κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας (αρ.178, 183ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 6-12-2016 (αριθμ καταθ δικογ ΓΑΚ…/2016) έφεση κατά των υπ’αριθμ 1022/2016 και 1291/2015 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τις εκκαλούμενες ανωτέρω αποφάσεις, μόνον ως προς τις διατάξεις των που αφορούν την από 2-5-2014 παρεμπίπτουσα αγωγή.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει κατά τούτο επί της παρεμπίπτουσας αγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ την από 2-5-2014 παρεμπίπτουσα αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση του παρεμπιπτόντως εναγομένου να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα, οποιοδήποτε ποσό καταβάλει η τελευταία στον ενάγοντα της κύριας από 24-2-2014 αγωγής, στο οποίο περιλαμβάνεται το κεφάλαιο, οι νόμιμοι τόκοι και τα δικαστικά έξοδα με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από της καταβολής του σχετικού ποσού μέχρι την πλήρη εξόφληση
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ την δικαστική δαπάνη της παρεμπιπτόντως ενάγουσας σε βάρος του παρεμπιπτόντως εναγομένου, την οποία ορίζει στο ποσό των 800ευρώ
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 9-1-2023 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι, παρουσία της γραμματέως.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ