Αριθμός απόφασης 148/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, με την υπ’αριθμ. 2/2022 Πράξη της, και τη Γραμματέα, Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας, ανώνυμη εταιρεία …………… η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Σταυρούλας Γεωργίου, με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Της εφεσίβλητης, ανώνυμης εταιρείας, ………………, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Ευάγγελου Πουρνάρα, με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Η ανακόπτουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25-7-2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./3-8-2017) ανακοπή της και την από 31-10-2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………/2017) ανακοίνωση δίκης ενωμένη με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή, οι οποίες ζήτησε να γίνουν δεκτές.
Επ’αυτών εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 2372/2018 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία αυτές απορρίφθηκαν.
Η ανακόπτουσα, με την από 5-7-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……../11-7-2018) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 21-5-2020 και γράφτηκε στο πινάκιο, προσέβαλε την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση. Κατά τη δικάσιμο αυτή η συζήτησή της ματαιώθηκε, διαρκούντος του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων, λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19, από 13.3.2020 έως 31.5.2020. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α΄104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτής της υπόθεσης, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 75/2020 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλου, Εφέτη, η παραπάνω υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 19-11-2020 και μετ’αναβολήν την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δήλωσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), η κρινόμενη από 5-7-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/11-7-2018) έφεση της ανακόπτουσας, ως ολικώς ηττηθείσας πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’ αριθ. 2372/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, απορρίπτοντας εν όλω την από 25-7-2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../3-8-2017) ανακοπή της. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα [άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού)], δηλαδή εντός διετίας από τη δημοσίευσή της, ενώ έχει κατατεθεί και το νόμιμο παράβολο κατά την άσκησή της (υπ’αριθμ. …………… e-παράβολο και αποδεικτικό πληρωμής της Τράπεζας Πειραιώς). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), όχι κατά την τακτική διαδικασία, που εισήχθη προς εκδίκαση, αλλά κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 632 παρ.2 σε συνδυασμό με 591 παρ.6 του ΚΠολΔ), κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη, απορριπτομένου του ισχυρισμού της εφεσίβλητης, περί αοριστίας αυτών.
Με την ανακοπή της και για τους ειδικότερα εκτιθέμενους λόγους αυτής, η ανακόπτουσα ζητούσε την ακύρωση της υπ’αριθμ. …./2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και της από 17.7.2017 συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτων, και να επιβληθούν σε βάρος της καθ’ής η ανακοπή τα δικαστικά της έξοδα. Επίσης, με την από 31-10-2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2017) ανακοίνωση δίκης, ενωμένη με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση ανακοίνωσε τη δίκη προς το σωματείο με την επωνυμία «…………….», ζητώντας να παρέμβει αναγκαστικώς στην κύρια δίκη και επιπλέον, με την ενωμένη σε αυτές παρεμπίπτουσα αγωγή της ζητούσε να αναγνωριστεί η υποχρέωση του παρεμπιπτόντως εναγομένου να της καταβάλει κάθε χρηματικό ποσό που ήθελε τυχόν υποχρεωθεί να καταβάλει στην καθ’ής η ανακοπή σε εκτέλεση της υπ’αριθμ. ……/2017 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και μέχρι του ποσού των 51.964,29 ευρώ, σε περίπτωση ήττας της, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της διαταγής πληρωμής και επικουρικά από την επίδοση της παρεμπίπτουσας αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς και το ποσό των 1.039 ευρώ για την επιδικασθείσα με αυτήν σε βάρος της ιδίας δικαστική δαπάνη, και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά της έξοδα.
Επ’αυτών εκδόθηκε η εκκαλουμένη, η οποία, αφού διέταξε τον χωρισμό της σωρευόμενης ανακοπής κατά της συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτων και παρέπεμψε αυτήν για να δικαστεί από το ίδιο δικαστήριο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, απέρριψε την ανακοπή κατά της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής και την ανακοίνωση δίκης, ενωμένη με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή, επικύρωσε τη διαταγή πληρωμής και επέβαλε σε βάρος της ανακόπτουσας τα δικαστικά έξοδα της καθ’ής η ανακοπή, τα οποία όρισε στο ποσό των 1.100 ευρώ.
Κατά της αποφάσεως αυτής εναντιώνεται η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με τους αναφερόμενους στην έφεσή της λόγους, αναγόμενους στο σύνολό τους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητά την εξαφάνισή της και την αποδοχή της ανακοπής στο σύνολό της.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624 παρ. 1, 626, 628 παρ.1 εδ.α, 632 παρ. 1 και 633 παρ.1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματική απαίτηση, εφόσον η απαίτηση αυτή δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και αποδεικνύεται (η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό) με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ή με συνδυασμό τέτοιων εγγράφων που επισυνάπτονται στην αίτηση. Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο Δικαστής οφείλει, κατ` άρθρο 628 του ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής. Εάν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται, ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 του ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής στην περίπτωση αυτή απαγγέλλεται, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας να αποδειχθεί με άλλα αποδεικτικά μέσα [ΟλΑΠ 10/1997, ΕλλΔνη 1997.768, ΑΠ 1409/2018, ΑΠ 1376/2018, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ (Μον) 131/2020 Αρμ. 2021.414]. Η ανακόπτουσα με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τα μνημονευόμενα σε αυτήν ειδοποιητήρια, τα οποία όχι μόνον δεν φέρουν την υπογραφή της αλλά ουδέποτε τα παρέλαβε ή έλαβε γνώση αυτών και ως εκ τούτου η απαίτηση της καθ’ής δεν αποδεικνυόταν με έγγραφο.
Από την επισκόπηση δε των εγγράφων που προσκομίζονται με’επικλήσεως αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της από 18-9-1992 έγγραφης σύμβασης που υπεγράφη μεταξύ της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρικού (προμηθεύτριας) και ήδη καθ’ής η ανακοπή και της ανακόπτουσας (καταναλώτριας), αναφορικά με το ευρισκόμενο επί της οδού ……….. ακίνητο, η πρώτη ανέλαβε την υποχρέωση να χορηγεί στην τελευταία εναλλασσόμενο ρεύμα 50 περιόδων, στο συγκεκριμένο ακίνητο, σύμφωνα με το τιμολόγιο που η προμηθεύτρια είχε καθιερώσει. Σύμφωνα με τους όρους αυτής, η καταναλώτρια ήταν υποχρεωμένη, με την παρουσίαση του σχετικού λογαριασμού, να καταβάλει στην προμηθεύτρια το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στο ρεύμα που της προσφέρθηκε ή της χορηγήθηκε. Η προμηθεύτρια θα είχε πάντοτε το δικαίωμα να αλλάζει τα τιμολόγια και τους «Γενικούς Όρους και Συμφωνίες», χωρίς ειδοποίηση της καταναλώτριας, αντίτυπα δε αυτών θα βρίσκονταν στα γραφεία της και η τελευταία θα μπορούσε να λάβει γνώση αυτών. Η ΔΕΗ θα είχε το δικαίωμα να προσθέσει στους εκδιδόμενους λογαριασμούς, σύμφωνα με τη σύμβαση, οποιαδήποτε άλλη οφειλή της καταναλώτριας προς αυτήν, προερχόμενη από οποιαδήποτε αιτία και κυρίως από καταναλώσεις ηλεκτρικού ρεύματος, που έγιναν με βάση προηγούμενο συμβόλαιο με αυτήν, σε οποιοδήποτε άλλο ακίνητο από το οποίο μετοίκησε. Σε περίπτωση που δεν θα εξοφλούνταν από την καταναλώτρια οι οφειλές της, η προμηθεύτρια θα είχε το δικαίωμα να διακόψει αμέσως την παροχή προς αυτήν και, εφόσον αυτή ζητούσε την επανενεργοποίησή του, να την επιβαρύνει με όλα τα έξοδα επανασυνδέσεώς του. Κατά τη διάρκεια της σύμβασης, και ειδικότερα κατά το χρονικό διάστημα από τις 3.8.2012 έως και 16.1.2015 υπήρξε κατανάλωση ρεύματος στο ηλεκτροδοτούμενο ακίνητο, συνολικής αξίας, με βάση την τιμολόγηση εκ μέρους της καθ’ής, ύψους 54.303,09 ευρώ, για την οποία εκδόθηκαν λογαριασμοί, από τους οποίους προκύπτει η περίοδος παροχής υπηρεσιών (ηλεκτροδότησης), η ημερομηνία έκδοσης και πληρωμής. Οι λογαριασμοί αυτοί, επομένως, αποτελούν κατά τα μεταξύ των διαδίκων συμφωνηθέντα αποδεικτικό μέσο, με βάση το οποίο, σε συνδυασμό με την έγγραφη σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, μπορούσε να εκδοθεί διαταγή πληρωμής. Ακολούθως, η καθ’ής η ανακοπή, έχοντας προηγουμένως οχλήσει την ανακόπτουσα με την από 27.3.2017 εξώδικη επιστολή-όχληση-διαμαρτυρία της, που της επιδόθηκε στις 30.3.2017 (σχετ. η υπ’αριθμ. ……. Ε΄/30.3.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……………), με την οποία της κοινοποίησε όλους τους λογαριασμούς, που αφορούσαν την επίμαχη περίοδο κατανάλωσης, και αφού παρήλθε και η προθεσμία των 15 ημερών που έθεσε σε αυτήν για την εξόφλησή τους, υπέβαλε την από 29-6-2017 αίτησή της προς το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, για έκδοση διαταγής πληρωμής, προσκομίζοντας την ως άνω από 18.9.1992 σύμβαση παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, την από 27.3.2017 έγγραφη όχληση και το αποδεικτικό επίδοσης αυτής, καθώς και όλους τους λογαριασμούς, που αφορούσαν την επίμαχη χρονική περίοδο κατανάλωσης. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η προσβαλλομένη υπ’αριθμ. ……./2017 διαταγή πληρωμής του άνω Δικαστή, με την οποία υποχρεώθηκε η ανακόπτουσα να καταβάλει στην καθ’ής η ανακοπή το συνολικό ποσό των 51.964,29 ευρώ, ως αντίτιμο της κατανάλωσης ρεύματος στο ηλεκτροδοτούμενο ακίνητο. Συνεπώς, η διαταγή αυτή πληρωμής εγκύρως εκδόθηκε, όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τον σχετικό πρώτο λόγο της ανακοπής περί ανυπαρξίας έγγραφης απόδειξης της απαίτησης της καθής, στην οποία αφορά, εφόσον αυτή αποδεικνυόταν από τον συνδυασμό των εγγράφων που η ίδια προσκόμισε μαζί με την αίτησή της προς έκδοση αυτής. Επομένως, πρέπει ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η ανακόπτουσα πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη του άνω λόγου της ανακοπής, να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι σύμφωνα με τους γενικούς όρους και συμφωνίες, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της σύμβασης που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, η προμηθεύτρια (ΔΕΗ), σε περίπτωση παραβίασης των συμβατικών υποχρεώσεων της καταναλώτριας και, κυρίως, μη πληρωμής των εκδοθέντων λογαριασμών εντός ταχθείσας προθεσμίας, δύνατο να λύσει ή αναστείλει την ισχύ της σύμβασης παροχής ενέργειας, μετά από ειδοποίηση της πελάτιδος. Επιπλέον η τελευταία, όταν άλλαζε κατοικία θα έπρεπε να ειδοποιεί σχετικώς την προμηθεύτρια και θα ευθυνόταν για το ρεύμα το οποίο παρασχέθηκε στο κενωθέν οίκημα μέχρις ότου η προμηθεύτρια ελάμβανε σχετική ειδοποίηση ώστε να προβεί στη διακοπή της παροχής. Στη συνέχεια, μετά την απόσχιση του κλάδου Διανομής της ΔΕΗ Α.Ε., σύμφωνα με τον ν.4001/2011 (ΦΕΚ Α΄179/22-8-2011) και σε συμμόρφωση με την Οδηγία 2009/72/ΕΚ της Ε.Ε, σχετικά με την οργάνωση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας, ιδρύθηκε η εταιρεία Δ.Ε.Δ.ΔΗ.Ε ΑΕ, ως θυγατρική εταιρεία της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού, η οποία άρχισε να λειτουργεί από την 1-5-2012, ως υπεύθυνη για την ανάπτυξη, λειτουργία και συντήρηση του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας, ώστε να διασφαλίζεται η αξιόπιστη, αποδοτική και ασφαλής λειτουργία του, καθώς και η μακροπρόθεσμη ικανότητά του να ανταποκρίνεται σε εύλογες ανάγκες ηλεκτρικής ενέργειας. Σύμφωνα με τον Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας σε Πελάτες (ΦΕΚ Β΄832/9.4.2013) και ειδικότερα, στο άρθρο 39 αυτού, ορίζονται οι προϋποθέσεις απενεργοποίησης του μετρητή φορτίου εκ μέρους του προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας (δηλαδή του κατόχου άδειας προμήθειας που διενεργεί προμήθεια σε τελικούς πελάτες, άρθρο 2) και εν προκειμένω της ΔΕΗ, λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών του πελάτη, δηλαδή η διακοπή της τροφοδότησής του με ηλεκτρική ενέργεια, και καταγγελίας της σύμβασης προμήθειας, με υποβολή σχετικής δήλωσης παύσης εκπροσώπησης στον αρμόδιο διαχειριστή, αφού τηρηθούν τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 4 έως 6 του συγκεκριμένου άρθρου. Από το κείμενο της διάταξης καθίσταται σαφές ότι η απενεργοποίηση του μετρητή φορτίου δεν εξομοιώνεται με καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του προμηθευτή ενώ δεν ορίζεται η διαδικασία επανενεργοποίησής του. Επίσης, στο άρθρο 41 ορίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία ελέγχου των μετρητών αλλά δεν υπάρχει πρόβλεψη σχετικά με τις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ρευματοκλοπή, όπως αντιθέτως γίνεται στο άρθρο 100 του Κώδικα Διαχείρισης του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΦΕΚ Β΄78/20.1.2017), και στο άρθρο 22 προβλέπεται η περίπτωση λύσης της σύμβασης λόγω αποχώρησης του πελάτη από την εγκατάσταση, για την οποία απαιτείται γνωστοποίηση της πρόθεσής του στον προμηθευτή. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ανακόπτουσα δυνάμει των από 10-6-1992 και 1-10-1992 έγγραφων ιδιωτικών συμφωνητικών μισθώσεως είχε μισθώσει ένα ισόγειο κατάστημα με πατάρι και WC, επιφάνειας 120 τμ και μία αίθουσα στον α΄όροφο της επί της οδού …………… στον Πειραιά πολυκατοικίας, στα οποία αφορά η παροχή ηλεκτροδότησης από την καθ’ής, από το σωματείο με την επωνυμία «…………». Διαρκούντων των μισθώσεων η μισθώτρια υποκαταστάθηκε από την εταιρεία με την επωνυμία «…………………….» στις ως άνω μισθώσεις, οι οποίες διαδοχικά τροποποιήθηκαν και παρατάθηκαν μέχρι τις 30-6-2008 και 30-9-2008, αντίστοιχα. Τα ακίνητα τελικώς υπεκμισθώθηκαν στην τελευταία αυτή εταιρεία, δυνάμει του από 7-4-1999 ιδιωτικού συμφωνητικού, δυνάμει ρητού όρου του οποίου αυτή ανέλαβε να καταβάλει στην καθ’ής την προσήκουσα εγγύηση ώστε να εκδίδονται οι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος στο όνομά της. Τελικώς με το από 26-2-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό που συνυπέγραψαν το άνω σωματείο, η ανακόπτουσα, η προαναφερθείσα εταιρεία και ο ……………, η ανακόπτουσα και η υπομισθώτρια αποχώρησαν εκ των μισθώσεων και έκτοτε αυτή δεν είχε ουδεμία σχέση με τα μίσθια ακίνητα, μισθωτής των οποίων είχε καταστεί πλέον ο ………….., υπό τους ήδη υφιστάμενους όρους, υποχρεούμενος επομένως και αυτός να προβεί στην καταβολή της προσήκουσας εγγύησης προς την καθ’ής ώστε να εκδίδονται πλέον οι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος στο όνομά του. Ήδη μάλιστα από το έτος 1999 η ανακόπτουσα είχε προβεί σε δήλωση διακοπής της λειτουργίας του υποκαταστήματός της επί της οδού ………… Η ίδια ωστόσο, αν και είχε σχετική συμβατική αλλά και νόμιμη υποχρέωση, κατά τα προεκτεθέντα, δεν προέβη σε γνωστοποίηση της πρόθεσής της να αποχωρήσει από τα μίσθια, ώστε να λυθεί η συμβατική σχέση που τη συνέδεε με την καθ’ής, ανεξαρτήτου όντος ότι ο υπεισερχόμενος σε αυτήν, ως μισθωτής, είχε αναλάβει τη συμβατική υποχρέωση να προβεί σε κατάρτιση νέας σύμβασης με την καθ’ής στο όνομά του. Έτσι, όλοι οι λογαριασμοί που αφορούσαν τα ηλεκτροδοτούμενα αυτά ακίνητα εκδίδονταν στο όνομα της ανακόπτουσας και αποστέλλονταν στη διεύθυνση που αυτά βρίσκονται, δηλαδή επί της οδού ……………….. στον Πειραιά. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι στη συνέχεια, σε γενόμενο έκτακτο έλεγχο που διενεργήθηκε στον μετρητή της συγκεκριμένης παροχής (….) στις 11.10.2013, διαπιστώθηκε παράνομη επέμβαση και ρευματοκλοπή. Συγκεκριμένα, είχαν παραβιαστεί οι σφραγίδες του κιβωτίου και οι ακροδέκτες, με αποτέλεσμα, παρ’ότι καταναλωνόταν ηλεκτρική ενέργεια, κατά το χρονικό διάστημα από 3.8.2012 έως και την ημερομηνία του ελέγχου, ύψους 59.342 kwh, ο μετρητής να παραμένει στάσιμος. Το ύψος της καταναλωθείσας ενέργειας που είχε κλαπεί διαπιστώθηκε από τη σύγκριση μεταξύ της ένδειξης του μηχανικού αριθμητήρα και του ηλεκτρονικού. Ακολούθως, το αρμόδιο τεχνικό συνεργείο προχώρησε στην αλλαγή του υπ’αριθμ. ….. μετρητή, και το κιβώτιο που τον περιείχε σφραγίστηκε. Συνετάγη το υπ’αριθμ. …../2013 έγγραφο στοιχείων ρευματοκλοπής ΔΕΔΔΗΕ/Περιοχής Πειραιά και όλα τα στοιχεία απεστάλησαν στην ανακόπτουσα, ως καταναλώτρια και αντισυμβαλλομένη της προμηθεύτριας ΔΕΗ, στο όνομα της οποίας εκδίδονταν οι λογαριασμοί, ενώ τιμολογήθηκε από την τελευταία στο ποσό των 8.881,96 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του αναλογούντος ΦΠΑ, με καταλογισμό τόκων ύψους 755,96 ευρώ. Η ίδια, ωστόσο, δεν έλαβε γνώση, λόγω της προ πολλού αποχώρησής της από τα συγκεκριμένα ακίνητα. Η ηλεκτροδότηση διεκόπη, κατά τη διάρκεια των εργασιών και ο νέος πλέον μετρητής φορτίου ενεργοποιήθηκε με ταυτόχρονη επανενεργοποίηση της τροφοδοσίας, χωρίς να μεσολαβήσει αίτηση ή άλλη ενέργεια, εφόσον η μέτρησή της θα γινόταν πλέον με ακρίβεια. Είχε προηγηθεί εντολή αποκοπής, η οποία όμως δεν εκτελέστηκε. Επομένως, εφόσον δεν καταγγέλθηκε η σύμβαση, ούτε από την πλευρά της προμηθεύτριας καθ’ής η ανακοπή αλλά ούτε και από την πλευρά της αντισυμβαλλομένης της ανακόπτουσας, ούτε τέθηκε αυτή σε αναστολή με διακοπή της τροφοδότησής του ακινήτου, δεν τίθεται ζήτημα κατάρτισης νέας σύμβασης ή επανενεργοποίησης της ήδη υφιστάμενης, και η τελευταία υπείχε έναντι της καθ’ής την υποχρέωση να καταβάλει το αντίτιμο της ήδη καταναλωθείσας ενέργειας αλλά και εκείνης που εξακολούθησε να καταναλώνεται στη συνέχεια μέχρι την καταγγελία της σύμβασης. Στις 13-10-2014 η καθ’ής με έγγραφό της προς την ανακόπτουσα την όχλησε για την καταβολή της ήδη υπάρχουσας οφειλής της, η οποία είχε ανέλθει στο ποσό των 37.098 ευρώ, τάσσοντάς της προθεσμία 20 ημερών από τη λήψη της, δηλώνοντάς της την πρόθεσή της να προχωρήσει σε άμεση καταγγελία της σύμβασης σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσής της. Στη συνέχεια, η καθ’ής με την από 8-12-2014 επιστολή της προς την εταιρεία διαχείρισης, κοινοποιούμενη και στην ανακόπτουσα, προέβη, κατ’εφαρμογή του άρθρου 39 παρ. 6 του Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας σε πελάτες, σε δήλωση παύσης εκπροσώπησης και, τελικά, στις 16.1.2015 προέβη σε καταγγελία της σύμβασης. Παράλληλα, με την από 21-4-2016 εξώδικη επιστολή της προς την ανακόπτουσα την ενημέρωσε ότι το ύψος της οφειλής της ανέρχεται πλέον σε 54.303,09 ευρώ, καλώντας την να την εξοφλήσει εντός προθεσμίας 15 ημερών από τη λήψη της επιστολής-όχλησής της. Στην επιστολή αυτή αναγράφεται ως διεύθυνση της ανακόπτουσας η οδός …………… στη Νίκαια, χωρίς να αποδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο είχε καταστεί αυτή γνωστή στην ίδια. Εν τω μεταξύ, ήδη από τις 28-8-2015 η καθ’ής είχε υποβάλει μήνυση για το αδίκημα της ρευματοκλοπής, συνεπεία της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της ανακόπτουσας για τα αδικήματα της κλοπής ρεύματος κατ’εξακολούθηση και της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, ο οποίος απηλλάγη τελικώς, αφού προέκυψε ότι η εταιρεία δεν είχε πράγματι ουδεμία σχέση με τα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα, η δε δικογραφία διαβιβάστηκε στον αρμόδιο εισαγγελέα για τις νόμιμες ενέργειές του. Συνεπώς, ορθώς κρίνοντας το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον δεύτερο λόγο της ανακοπής περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, με τον οποίο η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι δεν βαρύνεται με την υποχρέωση καταβολής του αντιτίμου κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, διότι δεν είχε πλέον την ιδιότητα της μισθώτριας και είχε αποχωρήσει από τα μίσθια, αν και με συνεπτυγμένη αιτιολογία που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η ανακόπτουσα πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψή του, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Άλλωστε, η ανακόπτουσα δεν προέβαλε πρωτοδίκως, με σχετικό λόγο ανακοπής, την καταγγελία της σύμβασης ηλεκτροδότησης που τη συνέδεε με την καθ’ής από οποιοδήποτε από τα μέρη, και η προβολή το πρώτον, με λόγο έφεσης, του ισχυρισμού της ότι η σύμβαση αυτή καταγγέλθηκε εκ μέρους της καθ’ής και καταρτίστηκε νέα με τρίτο πρόσωπο είναι απαράδεκτη, διότι νέοι λόγοι, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταθούν από τον ανακόπτοντα για πρώτη φορά με την έφεση του κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή, και αν ακόμα οι λόγοι αυτοί αφορούν ισχυρισμούς που αναφέρονται στα άρθρα 269 και 527 του ΚΠολΔ, γιατί έναντι των τελευταίων αυτών γενικών διατάξεων κατισχύει, λόγω της ειδικότητας της, η διάταξη του άρθρου 585 § 2 εδ. β΄του ΚΠολΔ, η οποία ρυθμίζει αποκλειστικώς το περιεχόμενο του δικογράφου της ανακοπής και τον τρόπο προβολής των νέων λόγων αυτής (ΑΠ 99/2020δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 370/2012, ΧΡΙΔ 2012.609). Ούτε εξάλλου τίθεται ζήτημα δεδικασμένου παραχθέντος από την υπ’αριθμ. 4631/2017 απόφαση του Β΄Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, που κήρυξε αθώο τον νόμιμο εκπρόσωπο της ανακόπτουσας, κατά τα άνω, καθώς στην ποινική δίκη κρίθηκε το ζήτημα εάν η παραβίαση του μετρητή είχε πραγματοποιηθεί από τον ίδιο και δεν επιδρά στο πρόσωπο του αντισυμβαλλομένου της καθ΄ής η ανακοπή και στο ύψος της καταναλωθείσας ηλεκτρικής ενέργειας στα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα.
Η δυνάμει διαταγής πληρωμής ή οριστικής απόφασης εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου αποτελεί ασφαλιστικό μέτρο και ανεξάρτητα από τον τρόπο που γράφτηκε (δηλαδή όχι δυνάμει δικαστικής απόφασης), η ανάκλησή του διατάσσεται με τις διατάξεις των ασφαλιστικών μέτρων [ΕφΑιγ 69/2021, ΕφΔωδ (Μον) 98/2020 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ (Μον) 6/2019, ΕλλΔνη 2019.173]. Περαιτέρω, από το άρθρο 702 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι διαφορές σχετικές με το κύρος, την απόσβεση ή τον περιορισμό και την εξάλειψη ή διόρθωση της προσημείωσης υποθήκης ή της συντηρητικής κατάσχεσης που επιβλήθηκε με τίτλο οριστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο ανακοπής του άρθρου αυτού, από το δικαστήριο που εξέδωσε την οριστική απόφαση ή τη διαταγή πληρωμής, μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 686 επ. και συμπληρωματικά οι διατάξεις των άρθρων 933 επ. του ΚΠολΔ [ΕφΘεσ (Μον) 656/2020 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ». Χ. Απαλαγάκη Κ.Πολ.Δ.Ερμ. Κατ` άρθρο έκδ. 2η τόμ. 2ος υπ` άρθ. 702 σελ. 1420)].
Με βάση τη σκέψη που προεκτέθηκε η ανακόπτουσα απαραδέκτως σώρευσε στο δικόγραφο της ανακοπής της, αφενός μεν ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, η οποία στηρίζεται σε λόγους που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων έκδοσής της και την ύπαρξη απαιτήσεως της καθ’ής η ανακοπή έναντι αυτής, αφετέρου δε την ανακοπή του άρθρου 702 του ΚΠολΔ, που αφορά την ακυρότητα της επιβληθείσας σε βάρος της συντηρητική κατάσχεση. Ειδικότερα, η σώρευση αυτή δεν ήταν επιτρεπτή, αφού σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 218 παρ.1 περ. δ) του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και επί ανακοπών [ΕφΠειρ (Μον) 60/2021, ΕφΘεσ (Μον) 723/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], η αντικειμενική σώρευσή τους, προϋπέθετε την υπαγωγή τους στο ίδιο είδος διαδικασίας, όρος που δεν συντρέχει εν προκειμένω, αφού η μεν ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής ως ασκηθείσα μετά την 1-1-2016 υπάγεται στη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 632 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο πέμπτο του άρθρου πρώτου του ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται επί ανακοπών που κατατίθενται μετά την 1-1-2016, κατ’άρθρο ένατο αυτού), ενώ η ανακοπή κατά της συντηρητικής κατάσχεσης, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Επομένως, ορθώς εφαρμόζοντας τον νόμο το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διέταξε τον χωρισμό των υποθέσεων, κατ’άρθρο 218 παρ. 2 του ΚΠολΔ, διακράτησε την προσβάλλουσα τη διαταγή πληρωμής ανακοπή, ως υπαγόμενη στη διαδικασία κατά την οποία εισήχθη η υπόθεση για να δικαστεί και παρέπεμψε την ανακοπή κατά της συντηρητικής κατάσχεσης στο ίδιο δικαστήριο, για να δικαστεί κατά την προσήκουσα διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Συνεπώς, ο έκτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η ανακόπτουσα πλήττει την εκκαλουμένη για την κρίση της αυτή, ισχυριζόμενη ότι οι ένδικες ανακοπές υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Με τον τρίτο, επικουρικά προταθέντα λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα προέβαλε την εκ του άρθρου 281 του ΑΚ ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, επικαλούμενη, για τη θεμελίωσή του, πέραν της άρνησης της οφειλής της, το γεγονός ότι η καθ’ής της γνωστοποίησε την οφειλή της αυτή, για το χρονικό διάστημα από 3.8.2012 έως τις 16.1.2015, μόλις στις 13.5.2016, κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης αλλά και τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματός της, με δεδομένο μάλιστα ότι η γνωστοποίηση έλαβε χώρα σε διεύθυνση διαφορετική από την έδρα της, ενώ δεν την ενημέρωσε για τη δήθεν κλοπή ρεύματος και δεν προέβη σε καμία από τις ενέργειες που τις παρέχουν οι διατάξεις του άρθρου 39 παρ. 4, 5, 6 και 7 του Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας σε Πελάτες, σύμφωνα με τις οποίες : Α/ η προθεσμία εξόφλησης του λογαριασμού κατανάλωσης που παρέχεται από τον Προμηθευτή, αρχίζει από την ημερομηνία αποστολής αυτού ή παράδοσης του λογαριασμού στο ταχυδρομείο, και δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 20 ημέρες για μικρούς πελάτες, Β/ ο Προμηθευτής ή εξουσιοδοτημένοι συνεργάτες του δύνανται να επικοινωνούν με τον πελάτη μετά τη λήξη της οριζόμενης προθεσμίας, υπενθυμίζοντάς του την οφειλή και προσφέροντας τη δυνατότητα αποστολής αντιγράφου του λογαριασμού κατανάλωσης, Γ/ αν ο λογαριασμός δεν εξοφληθεί εντός της οριζόμενης προθεσμίας, ο Προμηθευτής προβαίνει στις ακόλουθες ενέργειες : γα. Αναγράφει το ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής στον αμέσως επόμενο λογαριασμό και προσθέτει το ποσό αυτό βεβαρημένο με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας στο συνολικό οφειλόμενο ποσό του νέου λογαριασμού, γβ. Αν παρέλθει άπρακτη και η δεύτερη κατά σειρά προθεσμία εξόφλησης, ο Προμηθευτής δύναται να υποβάλει στον αρμόδιο διαχειριστή εντολή απενεργοποίησης μετρητή φορτίου λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών. Η εντολή αυτή κοινοποιείται υποχρεωτικά προς τον πελάτη. γγ. Αν η ληξιπρόθεσμη οφειλή δεν εξοφληθεί εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση στον πελάτη της εντολής απενεργοποίησης μετρητή φορτίου, ο Προμηθευτής δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση προμήθειας, υποβάλλοντας στον αρμόδιο διαχειριστή δήλωση παύσης εκπροσώπησης, ενημερώνοντας ανάλογα τον πελάτη. Δ/ ο Προμηθευτής δεν δύναται να υποβάλει εντολή απενεργοποίησης μετρητή φορτίου ή να καταγγείλει σύμβαση προμήθειας με την υποβολή δήλωσης παύσης εκπροσώπησης, λόγω υπερημερίας πελάτη, ως προς την εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών, εάν οι εν λόγω οφειλές αμφισβητούνται από τον πελάτη και προς τούτο έχει προσφύγει ενώπιον αρμόδιας αρχής ή δικαστηρίου και έχει λάβει προσωρινή διαταγή ή αναστολή εκτέλεσης της απενεργοποίησης του μετρητή του ή παύσης εκπροσώπησης, αντίστοιχα. Σε περίπτωση που κριθεί αβάσιμη η αμφισβήτηση εκ μέρους του πελάτη, η οφειλή βαρύνεται με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας. Εφόσον εκκρεμεί η ως άνω διαφορά, ο Προμηθευτής δύναται να αρνηθεί να ανανεώσει τη σύμβαση προμήθειας. Στην περίπτωση αυτή, υποχρεούται να γνωστοποιεί εγγράφως στον πελάτη του την πρόθεσή του να ασκήσει το παραπάνω δικαίωμα. Εφόσον η εν λόγω ενημέρωση του πελάτη λαμβάνει χώρα κατ’ελάχιστον 30 ημέρες πριν από τη λύση της σύμβασης, η σύμβαση λύεται στον προβλεπόμενο χρόνο άλλως παρατείνεται αυτοδικαίως για 30 ημέρες.
Η παράλειψη ωστόσο της ανακόπτουσας να ασκήσει τα ως άνω δικαιώματά της εντός των προαναφερθέντων προθεσμιών και η άσκησή τους σε μεταγενέστερο χρόνο δεν στοιχειοθετούν κατάχρηση δικαιώματος με τη μορφή της αδράνειας, διότι μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 6/2016, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΟλΑΠ 10/2012 ΧΡΙΔ 2013.433), τέτοια δε περιστατικά ουδόλως επικαλέστηκε η ανακόπτουσα. Συνεπώς, ορθώς κρίνοντας το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον άνω λόγο ως μη νόμιμο, αν και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας και πρέπει και ο τρίτος λόγος της έφεσης με τον οποίο η ανακόπτουσα πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψή του, να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Με τον πλέον επικουρικά προταθέντα τέταρτο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι η καθ’ής η ανακοπή συνετέλεσε στην πρόκληση της ζημίας της από οικείο πταίσμα, συνιστάμενο στην παράλειψή της να προβεί στις παραπάνω ενέργειες που τις παρέχουν οι διατάξεις του άρθρου 39 παρ. 4, 5, 6 και 7 του Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας σε πελάτες. Ο λόγος, ωστόσο, αυτός, ορθώς απορρίφθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως μη νόμιμος, με την αιτιολογία ότι, η διάταξη του άρθρου 300 του ΑΚ, με την οποία παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό αυτής, όταν ο ζημιωθείς συνετέλεσε εξ οικείου πταίσματος στη ζημία ή την έκταση αυτής, εφαρμόζεται μόνον στις περιπτώσεις που υφίσταται ευθύνη προς αποζημίωση, η οποία μπορεί να είναι ενδοσυμβατική, εξωσυμβατική ή προσυμβατική (Α.Γεωργιάδης-Μ.Σταθόπουλος «αστικός κώδιξ κατ’άρθρο ερμηνεία», τόμος ΙΙ, σελ. 106, αρ. 2), και όχι επί πρωτογενούς συμβατικής υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής, όπως στην κρινόμενη περίπτωση, που με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ζητήθηκε η καταβολή ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων της καθ’ής η ανακοπή έναντι της ανακόπτουσας, που απέρρεαν από την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η ανακόπτουσα πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη του άνω λόγου της ανακοπής, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας της άνω διατάξεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 632 του ΚΠολΔ, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ίδιου κώδικα και έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 99/2020, ΑΠ 196/2020, ΕφΠατρ (Μον) 507/2021, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], ώστε να μπορεί ο μεν καθ’ ου η ανακοπή να αμυνθεί κατά αυτής, το δε δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας (ΑΠ 196/2020, ΕφΠατρ (Μον) 507/2021 ό.π]. Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής και δεν επιτρέπεται συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση [ΑΠ 196/2020 ό.π, ΑΠ 1/2017 ΑΡΜ 2017.1535, ΕφΑθ (Μον) 252/2020, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], βάσει δε της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζήτησης, το δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής [ΑΠ 196/2020, ΕφΑθ (Μον) 252/2020, ΕφΠατρ (Μον) 507/2021 ό.π]. Εξάλλου, επί προβαλλόμενης με λόγο ανακοπής, καταχρηστικότητας των γενικών όρων συναλλαγών σε σύμβαση, πρέπει να εκτίθεται το ακριβές περιεχόμενό τους, ώστε να ερευνηθεί, αν υπάρχει τυπική διατάραξη, ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και στη συνέχεια ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, καθώς και το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της σύμβασης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της, όπως επίσης και το εάν οι όροι επιβλήθηκαν δίχως να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις διαφάνειας και δίχως επαρκή ενημέρωση του ανακόπτοντος. Ενόψει των ανωτέρω εύλογα απορρίπτεται λόγος ανακοπής μεμονωμένου καταναλωτή κατά εκδοθείσας σε βάρος του διαταγής πληρωμής, όταν ο λόγος αυτός στηρίζεται στην καταχρηστικότητα γενικών όρων, χωρίς, όμως, ο ανακόπτων να διευκρινίζει ποιός γενικός όρος της σύμβασης παραβιάζεται, που ενέχει διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων τους ως καταναλωτών [ΕφΛαρ 298/2008, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2008.1063, ΕφΚρητ (Μον) 13/2021 ό.π].
Εν προκειμένω, η ανακόπτουσα, με τον όλως επικουρικώς προταθέντα πέμπτο λόγο της ανακοπής της, αφού παρέθεσε το κείμενο των διατάξεων του άρθρου 2 παρ.6 και παρ. 7 του ν.2251/1994 ισχυρίστηκε ότι στερήθηκε του δικαιώματος πληροφόρησης εκ μέρους της καθ’ής, η οποία δεν προέβη σε διακοπή της ηλεκτροδότησης ούτε της απέστειλε ειδοποιητήρια στην έδρα της, προκειμένου να λάβει γνώση της οφειλής της, χωρίς όμως να εξειδικεύει τον ή τους γενικούς όρους της σύμβασης που η ίδια θεωρεί καταχρηστικό, ώστε να διαπιστωθεί εάν αυτός εμπίπτει στην ενδεικτική απαρίθμηση της παρ. 7 του άρθρου 2 του άνω νόμου, ή αν αντιβαίνει στα αξιολογικά κριτήρια που ο ίδιος νόμος θέτει για τον χαρακτηρισμό του ως τέτοιου. Συνεπώς, με βάση τη σκέψη που προεκτέθηκε ο λόγος αυτός είναι αόριστος και κατ’ορθή εφαρμογή του νόμου απορρίφθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αν και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας. Συνεπώς, αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος τυγχάνει ο πέμπτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η ανακόπτουσα πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψή του.
Τέλος, με τον έβδομο και τελευταίο λόγο της έφεσής της, η ανακόπτουσα πλήττει την εκκαλουμένη, ως προς τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, για παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 189 και 92 του Κώδικα Δικηγόρων, ισχυριζόμενη ότι το επιδικασθέν για την αιτία αυτή ποσό είναι υπερβολικό, καθώς η καθ’ής δεν προσκόμισε κατάλογο εξόδων ούτε επικαλείται έγγραφη συμφωνία της με την πληρεξουσία δικηγόρο της περί της αμοιβής της, με αποτέλεσμα αυτή να καθορίζεται με βάση τα οριζόμενα στον νόμο κατώτατα όρια αμοιβής για τη σχετική εργασία της. Επίσης, διατείνεται ότι το δικαστήριο όφειλε να συμψηφίσει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων λόγω του ότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Ο λόγος αυτός παραδεκτά προβάλλεται κατ` άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού με την ένδικη έφεση προσβάλλεται ταυτόχρονα και η ουσία της υπόθεσης [ΕφΠατρ (Μον) 104/2021, ΕφΑιγ (Μον) 84/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], πλην όμως είναι αβάσιμος, ως προς το δεύτερο σκέλος του, διότι ο συμψηφισμός των δικαστικών εξόδων κατ’άρθρο 179 του ΚΠολΔ, είναι σε κάθε περίπτωση δυνητικός. Πλέον αυτών, από την επισκόπηση του δικογράφου της ανακοπής προκύπτει ότι το αντικείμενό της δίκης αφορούσε στο ποσό των 51.964,29 ευρώ. Συνεπώς, η αποδοτέα στην καθ’ής η ανακοπή αμοιβή της πληρεξουσίας δικηγόρου της, για τη σύνταξη και κατάθεση προτάσεων, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 58 παρ.3, 68 παρ.1 και 63 παρ.1 περ. i αρ. α΄ του ν. 4194/2013 (κώδικα Δικηγόρων), προσδιορίζεται σε ποσοστό 2 % επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης, καθόσον αυτή δεν υπερέβαινε το ποσό των 200.000 ευρώ, ανερχόμενη σε 1.039 ευρώ. Αποδοτέα επίσης ήταν η αμοιβή της πληρεξουσίας δικηγόρου της καθ’ής για την παράστασή της ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ύψους 171 ευρώ (Παράρτημα Ι, Β΄Πολιτικές Υποθέσεις, Μονομελές Πρωτοδικείο περ. Ε). Τα ποσά αυτά αθροιζόμενα ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 1.210 (1.039 + 171) ευρώ, ενώ το επιδικασθέν για την αιτία αυτή ποσό προσδιορίστηκε σε 1.100 ευρώ, που είναι μικρότερο. Συνεπώς, πρέπει ο λόγος αυτός να απορριφθεί ως αβάσιμος και ως προς το πρώτο σκέλος του.
Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί και να επικυρωθεί η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής (άρθρο 633 παρ.1 εδ.β΄του ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί, κατ’αρθρο 495 παρ. 3 εδ.ε΄ του ΚΠολΔ, η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που η ανακόπτουσα κατέθεσε κατά την άσκησή της, λόγω της ήττας της και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 2, 166 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 5-7-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………./11-7-2018) έφεση της ανακόπτουσας, κατά της υπ’αριθμ. 2372/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και την απορρίπτει κατ’ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που η εκκαλούσα κατέθεσε κατά την άσκησή της.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων σαράντα (2.240) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 14 -3-2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ