ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Γ΄ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Σύμφωνα με το άρθρο 514ΚΠολΔ: «Δεύτερη έφεση από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας απόφασης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο δεν επιτρέπεται». Κατ’ εξαίρεση, ωστόσο, επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης έφεσης, αν ο εκκαλών παραιτήθηκε νομοτύπως από την πρώτη. Εξάλλου, σύμφωνα με την ορθότερη ερμηνεία του άρθρου 931 ΑΚ, προβλέπεται από τη διάταξη αυτή, η επιδίκαση στον παθόντα με αναπηρία ή παραμόρφωση, ενός εύλογου χρηματικού ποσού, ακριβώς λόγω της αναπηρίας και παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιοριστεί. Το ποσό του επιδικαζόμενου εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας (ή παραμόρφωσης) αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου, καθώς και με συνεκτίμηση του ποσοστού συνυπαιτιότητας αυτού στην πρόκληση της αναπηρίας ή της παραμόρφωσής του, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της κατά την διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 203/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 9 Δεκεμβρίου 2021, για να δικάσεjι την υπόθεση μεταξύ:
Α΄ ΕΦΕΣΗ
Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Χρηστάκη (με δήλωση κατ΄άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:1)…………. και 2) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν αμφότεροι, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Καμβύση (με δήλωση κατ΄άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Β΄ ΕΦΕΣΗ
Των ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ανώνυµης ασφαλιστικής εταιρείας …………… η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Καµβύση (µε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) και 2) ……………, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……………., 2) εταιρείας περιορισµένης ευθύνης, ……….., οι οποίοι αµφότεροι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Χρηστάκη (µε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) και 3) ανώνυµης ασφαλιστικής εταιρείας …………………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Λαγού.
Γ΄ ΕΦΕΣΗ
Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………….., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Παναγιώτη Σαπουντζάκη.
Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:1) ………………,2) εταιρείας περιορισµένης ευθύνης, ………. οι οποίοι αµφότεροι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Χρηστάκη (µε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) και 3) ανώνυµης ασφαλιστικής εταιρείας ……………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Λαγού.
Ο ΕΚΚΑΛΩΝ ΣΤΗΝ Α΄ ΕΦΕΣΗ …………. καθώς και η εταιρεία περιορισµένης ευθύνης, µε την επωνυµία «…………..», που εδρεύει στο ….. Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται (δεύτερη εφεσίβλητη στις Β΄ και Γ΄ εφέσεις), άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά των εναγόμενων – εκκαλούντων στη Β΄ έφεση 1) ………. και 2) ανώνυµης ασφαλιστικής εταιρείας µε την επωνυµία «………….» που εδρεύει στη .……… την από 19-6-2018, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………../3-7-2018 αγωγή.
Επίσης, η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ στη Β΄ έφεση και ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ στη Γ΄ έφεση …….. (πρώτη εναγόμενη στην ως άνω αγωγή και πρώτη εφεσίβλητη στην Α΄ έφεση), άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της ανώνυµης ασφαλιστικής εταιρείας µε την επωνυµία «…………» και ήδη «………….», που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, όπως νόµιµα εκπροσωπείται (τρίτης εφεσίβλητης στις Β΄ και Γ΄εφέσεις), την από 29-10-2018, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………./7-11-2018 αγωγή.
Το παραπάνω δικαστήριο με την υπ΄αρ. 3095/5-9-2019 οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 περ.6 επ., ΚΠολΔ),έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω από 19-6-2018 (υπό στοιχείο α΄ αγωγή) και απέρριψε την ως άνω από 29-10-2018 (υπό στοχείο β΄αγωγή).
Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο ενάγων στην πρώτη ως άνω αγωγή, ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την κρινόμενη από 12-3-2020 Α΄ έφεσή του, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………../19-6-2020, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………./19-6-2020.
Επίσης την ίδια απόφαση προσβάλλουν οι εναγόμενοι στην πρώτη (α) ως άνω αγωγή, ήδη εκκαλούντες – εφεσίβλητοι, με την κρινόμενη από 4-1-2021 Β΄ έφεσή τους, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……./7-1-2021, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………./7-1-2021.
Τέλος, την ανωτέρω απόφαση προσβάλλει η ενάγουσα στην ως άνω υπό στοιχείο β΄ αγωγή – πρώτη εναγόμενη στην υπό στοιχείο α΄αγωγή, ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη, με την από 20-10-2020 Γ΄ έφεσή της, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ………/13-4-2021, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……../20-4-2021.
Οι ως άνω Α΄ και Β΄ εφέσεις προσδιορίστηκαν αρχικά για τη δικάσιμο της 22ης-4-2021, κατά την οποία ματαιώθηκαν, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων ένεκα του covid 19, ενώ προσδιορίστηκαν εκ νέου αυτεπαγγέλτως προς συζήτηση (δυνάμει της υπ΄αρ. 129/14-6-2021 Πράξης της, ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Δικαστή Ζωή Καραχάλιου, Εφέτη και ήδη Προέδρου Εφετών, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Ν.4786/2021) για τη δικάσιμο της 11ης-11-2021, κατά την οποία αναβλήθηκαν για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο με αρ. 42 και 43, αντίστοιχα. Η δε Γ΄ έφεση προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ.17.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση των εφέσεων αυτών από το πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος της τρίτης εφεσίβλητης στις Β΄ και Γ΄ εφέσεις και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας στη Γ΄ έφεση, παραστάθηκαν ως ανωτέρω και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών παρόντων διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ως επίσης ανωτέρω αναφέρθηκε, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς εκδίκαση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, οι εξής εφέσεις: Α) η από 12-3-2020 και με Ε.Α.Κ. …../2020, Β) η από 4-1-2021 και με Ε.Α.Κ. ……./2021 και Γ) η από 20-10-2020 και με Ε.Α.Κ. …../2021, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με το άρθρο 514ΚΠολΔ: « Δεύτερη έφεση από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας απόφασης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο δεν επιτρέπεται ». Η απαγόρευση άσκησης δεύτερης έφεσης τελεί υπό τις εξής προϋποθέσεις: α) να έχει ασκηθεί προηγουμένως άλλη έφεση, ακόμη κι αν αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, εκτός αν η πρώτη είναι ανυπόστατη, ή παραιτήθηκε από αυτήν ο εκκαλών, β) να υπάρχει ταυτότητα αποφάσεων, να προσβάλλεται δηλαδή η ίδια απόφαση, ανεξαρτήτως αν με τη δεύτερη έφεση πλήττονται διαφορετικά κεφάλαια ή προβάλλονται άλλοι λόγοι, γ) να υπάρχει ταυτότητα διαδίκων, δηλαδή ο εκκαλών και ο εφεσίβλητος να είναι τα ίδια πρόσωπα. Η δεύτερη έφεση απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (άρθρα 514 και 532 ΚΠολΔ). Μπορεί, όμως, να ισχύσει: α) ως δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης αν αναφέρεται στα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την πρώτη έφεση ή σε εκείνα που αναγκαστικώς συνέχονται με αυτά, β) ως αντέφεση, στην περίπτωση που έχουν ασκηθεί από τους διαδίκους αντίθετες εφέσεις και η δεύτερη έφεση του ενός από αυτούς αναφέρεται στα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση του αντιδίκου ή σε κεφάλαια που αναγκαίως συνέχονται με αυτά. Για να ισχύσει, ωστόσο, η δεύτερη έφεση ως αντέφεση ή ως δικόγραφο πρόσθετων λόγων, δεν αρκεί μόνη η κατάθεση, αλλά απαιτείται και κοινοποίηση αυτής τριάντα ημέρες πριν από την συζήτηση της πρώτης έφεσης ή της έφεσης του αντιδίκου αντίστοιχα. Αν, όμως, η δικάσιμος που ορίστηκε αρχικώς για την πρώτη έφεση ή για την έφεση του αντιδίκου αναβληθεί ή ματαιωθεί, η δεύτερη έφεση μπορεί να ισχύσει ως δικόγραφο πρόσθετων λόγων ή ως αντέφεση, εφόσον κοινοποιήθηκε στον αντίδικο τριάντα ημέρες πριν από τη νέα δικάσιμο {Εφ.Αθ. 681/2008 Δνη 2009.233, Εφ.Λαρ.(Μον). 299/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ}. Επίσης, κατά την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 514ΚΠολΔ, η απαγόρευση της άσκησης δεύτερης έφεσης αφορά τις περιπτώσεις που και στις δύο εφέσεις υπάρχει ταυτότητα διαδίκων και προσβαλλόμενης απόφασης. Ναι μεν η διάταξη αναφέρεται μόνο στον εκκαλούντα, αλλά είναι προφανές ότι περιλαμβάνει και τον εφεσίβλητο, γιατί, μόνο όταν υπάρχει ενεργητική και παθητική ταυτότητα διαδίκων, εκπληρώνεται ο επιδιωκόμενος σκοπός της διάταξης και δικαιολογείται η σχετική απαγόρευση (ΑΠ 832/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 325/2002 ΕΕΝ 2003.324). Η διάταξη αυτή αποβλέπει στην απαγόρευση της επανειλημμένα χρήσης του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά της ίδιας απόφασης. Είναι αδιάφορο αν με τις εφέσεις, προηγούμενη και μεταγενέστερη, πλήττονται διάφορα κεφάλαια της απόφασης. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης έφεσης, αν ο εκκαλών παραιτήθηκε νομοτύπως από την πρώτη. Το ανεπίτρεπτο της δεύτερης έφεσης καταλαμβάνει και την περίπτωση που με την προσβαλλόμενη απόφαση συνεκδικάσθηκαν αγωγές και οι ασκηθείσες εφέσεις αφορούν χωριστά κάθε μία από αυτές, αφού η ως άνω διάταξη δεν κάνει κάποια διάκριση (ΑΠ 533/2001 Δνη 2001.598). Αντίθετα, η απαγόρευση αυτή, δεν περιλαμβάνει τη διαδοχική άσκηση περισσοτέρων εφέσεων κατά της ίδιας μεν απόφασης, που στρέφονται όμως και κατ’ άλλων διαδίκων, οι οποίοι δεν περιελήφθησαν στην προηγούμενη έφεση. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση οι επόμενες της πρώτης έφεσης είναι απαράδεκτες μόνο κατά το μέρος που στρέφονται κατά των ίδιων εφεσίβλητων, όχι όμως και κατά των άλλων οι οποίοι το πρώτον περιλαμβάνονται στη δεύτερη έφεση (Εφ.Αθ. 6931/2008 ΕφΑΔ2009.209, Σαμουήλ Σαμουήλ, Η έφεση-3η έκδοση, παρ. 124,135).
Οι ανωτέρω υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 3095/5-9-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 περ.6 επ. ΚΠολΔ), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκηση των εφέσεων. Έχουν κατατεθεί δε από τους εκκαλούντες, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ, τα παράβολα του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν των προαναφερθεισών εκθέσεων κατάθεσης των δικογράφων των εφέσεων αυτών, αντίστοιχα.
Σχετικά με την υπό στοιχείο Β΄ έφεση, η επίσπευση της συζήτησής της έγινε με επιμέλεια των εκκαλούντων δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, όπως προκύπτει από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας σχετική έκθεση κατάθεσης κάτωθεν του δικογράφου αυτής, αρχικά για τη δικάσιμο της 22ης-4-2021, κατά την οποία ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων ένεκα του covid 19, ενώ προσδιορίστηκε εκ νέου αυτεπαγγέλτως προς συζήτηση, δυνάμει της προαναφερθείσας υπ΄αρ. 129/14-6-2021 Πράξης της Δικαστή Ζωή Καραχάλιου, Εφέτη και ήδη Προέδρου Εφετών, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Ν.4786/2021, για τη δικάσιμο της 11ης-11-2021. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, η συζήτηση της ως άνω έφεσης, κατόπιν αιτήματος των εκκαλούντων, αναβλήθηκε, με σχετική επισημείωση στο πινάκιο, που ισχύει ως νέα κλήτευση των διαδίκων (άρθρο 226 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τα υπ΄αρ.27/11-11-2021 Πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, για τη δικάσιμο που επίσης αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ώστε να συνεκδικαστεί με τη συναφή υπό στοιχείο Γ΄ έφεση, που είχε εν τω μεταξύ ασκηθεί κατά της ίδιας απόφασης, από την …………. – δεύτερη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Β΄ έφεση. Όπως προκύπτει δε από τα ίδια ως άνω Πρακτικά του Δικαστηρίου, κατά την ανωτέρω δικάσιμο (11-11-2021), κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της Β΄ έφεσης για τη σημερινή δικάσιμο, η ως άνω δεύτερη εκκαλούσα αυτής παραδεκτά παραιτήθηκε από του δικογράφου της εν λόγω έφεσης (Β΄) με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που καταχωρήθηκε στα ανωτέρω Πρακτικά αυτού, οπότε ως προς αυτήν η εν λόγω έφεση θεωρείται ως μη ασκηθείσα (άρθρα 294, 295 παρ.1, 297 εδ.α ΚΠολΔ, που έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ.1 ΚΠολΔ και στην κατ΄έφεση δίκη). Σχετικά, όμως, με την παρασταθείσα πρώτη εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία στην ίδια έφεση, η συζήτηση της υπόθεσης θα προχωρήσει κανονικά, καθώς πρόκειται για απλή ομοδικία (άρθρα 74,75 παρ.1 ΚΠολΔ). Δεδομένης δε της νομότυπης παραίτησης της δεύτερης εκκαλούσας από την παραπάνω (υπό στοιχείο Β΄) έφεση, θεωρείται παραδεκτή η μετέπειτα ασκηθείσα από την ίδια, υπό στοιχείο Γ΄ έφεση, διότι, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, κατά το άρθρο 514ΚΠολΔ, δεν επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης έφεσης από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας απόφασης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο, εκτός εάν ο εκκαλών παραιτήθηκε νομοτύπως από την πρώτη, όπως εν προκειμένω.
Πρέπει, επομένως, τόσο η πρώτη (Α) έφεση όσο και η δεύτερη (Β) έφεση, όσον αφορά στην πρώτη εκκαλούσα αυτής ασφαλιστική εταιρεία, αλλά και η τρίτη (Γ) έφεση να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούνπεραιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο στην ουσία τους κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ: « Η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του ». Ως αναπηρία θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως παραμόρφωση, νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται, όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως μέλλον νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας στο μέλλον αυτού. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό-οικονομικό τομέα η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στο πλαίσιο του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες, είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η διάταξη αυτή προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης, που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Η συνεπεία της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία, αποτελεί βάση αξίωσης προς αποζημίωση, που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 929 του ΑΚ (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Η αναπηρία, ωστόσο, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, καθώς δεν μπορεί να γίνει σχετική πρόβλεψη. Είναι, όμως, βέβαιο, ότι η αναπηρία (ή παραμόρφωση), ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος) οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και, επομένως, δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επίδρασης αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό – οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς απαραιτήτως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 931 ΑΚ, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη αυτή η επιδίκαση στον παθόντα με αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού, ακριβώς λόγω της αναπηρίας και παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιοριστεί. Το ποσό του επιδικαζόμενου εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου, καθώς και με συνεκτίμηση του ποσοστού συνυπαιτιότητας του τελευταίου στην πρόκληση της αναπηρίας ή της παραμόρφωσής του, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της, κατά την διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (ΑΠ 509/2012, ΑΠ 72/2012, ΑΠ 210/2012, ΑΠ 416/2012, ΑΠ 408/2011, Εφ. Δωδ. 217/2018, Εφ.Δωδ. 90/2018, Εφ.Πειρ. 178/2014, Εφ.Πειρ.155/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, για τον υπολογισμό της χρηματικής παροχής της διάταξης του άρθρου 931 του ΑΚ, δεν έχουν εφαρμογή τα ισχύοντα επί της αξίωσης αποζημίωσης του άρθρου 929 του ίδιου Κώδικα, όπου για τον καθορισμό αυτής προσδιορίζεται κατ’ αρχήν το ύψος της θετικής και αποθετικής ζημίας του παθόντος βλάβη του σώματος ή της υγείας του και το ποσοστό αυτής μειώνεται κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητας του τελευταίου, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, η χρηματική παροχή της πρώτης διάταξης δεν αποτελεί αποζημίωση, δεν συνδέεται δηλ. με συγκεκριμένη μελλοντική περιουσιακή ζημία, αλλά δίδεται για το γεγονός και μόνο της αναπηρίας η παραμόρφωσης και προσδιορίζεται κατά την εύλογη κρίση του Δικαστηρίου με βάση τους προεκτεθέντες λόγους. Εξυπακούεται ότι, όλες οι παραπάνω αξιώσεις μπορούν να ασκηθούν είτε σωρευτικά, είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαία την ύπαρξη μιας των λοιπών (Ολ.ΑΠ 18/2008, ΑΠ 150/2015, ΑΠ 509/2013, ΑΠ 210/2012, ΑΠ 52/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες εξέθεταν στην ως άνω από 19-6-2018 και με Ε.Α.Κ. ……./2018 (υπό στοιχείο α΄) αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι, στις 20-8-2017 και περί ώρα 13.15, η πρώτη εναγόμενη οδηγώντας το με αριθμό ………….. ΙΧΕ αυτοκίνητο, που ήταν ασφαλισμένο έναvτι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά της, καθώς παραβίασε ερυθρό σηματοδότη, την ολοσχερή καταστροφή του υπ΄αρ. κυκλοφορίας …… ΙΧΕ αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας της δεύτερης ενάγουσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, που οδηγούσε ο πρώτος ενάγων, της οποίας ήταν διαχειριστής, κατά τη σύγκρουση των ως άνω οχημάτων, που έγινε στον τόπο και κάτω από τις συνθήκες που αναφέρονται στην αγωγή, καθώς και τον βαρύτατο τραυματισμό του πρώτου ενάγοντος.Ζητούσαν δε ακολούθωςοι ενάγοντες, όπως παραδεκτά περιόρισαν το αγωγικό αίτημα από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό (με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις τους): Α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, η κάθε μία εις ολόκληρο, να καταβάλουν στον μεν πρώτο ενάγοντα α) το ποσό των 2.000 ευρώ ως αποζημίωση για τη μίσθωση υπηρεσιών τρίτου προσώπου για τη φροντίδα του, τις οποίες του παρείχε η πρώην σύζυγός του με υπερένταση των προσπαθειών της, β) το ποσό των 20.000 ευρώ, ως ειδική χρηματική παροχή του άρθρου 931 ΑΚ, λόγω της μόνιμης αναπηρίας του, που προκλήθηκε από το ένδικο τροχαίο ατύχημα και η οποία επηρεάζει το μέλλον του και γ) το ποσό των 20.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω του τραυματισμού του, ήτοι το συνολικό ποσό των 42.000 ευρώ, στη δε δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 4.500 ευρώ ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την ολοσχερή καταστροφή του αυτοκινήτου ιδιοκτησίας της κατά την επίδικη σύγκρουση. Β) να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες οφεiλουν να καταβάλουν, επίσης εις ολόκληρο η κάθε μία από αυτές στον πρώτο ενάγοντα: α) το ποσό των 130.000 ευρώ ως ειδική χρηματική παροχή του άρθρου 931 ΑΚ και β) το ποσό των 80.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, στη δε δεύτερη των εναγόντων το ποσό των 33.978,30 ευρώ ως διαφυγόν κέρδος λόγω της απώλειας εισοδημάτων της, που θα λάμβανε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν δεν συνέβαινε το ένδικο ατύχημα, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Εξάλλου, η ενάγουσα εξέθετε στην ως άνω από 29-10-2018 και με Ε.Α.Κ……./2018 (υπό στοιχείο β΄) αγωγή της, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι, στις 20-8-2017 και περί ώρα 13.15, ο πρώτος εναγόμενος (πρώτος ενάγων στην ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγή) οδηγώντας το υπ΄αρ. κυκλοφορίας ……. ΙΧΕ αυτοκίνητο, που ήταν ασφαλισμένο έναvτι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά του καθώς παραβίασε ερυθρό σηματοδότη, την ολοσχερή καταστροφή του υπ΄αρ. κυκλοφορίας ……… ΙΧΕ αυτοκινήτου ιδιοκτησίας της ενάγουσας, κατά τη σύγκρουση των ως άνω οχημάτων, που έγινε στον τόπο και κάτω από τις συνθήκες που αναφέρονται στην αγωγή, καθώς και τον τραυματισμό της. Ζητούσε δε ακολούθως η ενάγουσα, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, εις ολόκληρο ο καθένας, συνολικά το ποσό των 11.100 ευρώ (ήτοι το ποσό των 6.100 ευρώ ως αποζημίωση, καθώς και το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από το ένδικο τροχαίο ατύχημα), με το νόμιμο τόκο από την επίδoση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 3095/2019) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, συνεκδικάζοντας τις ως άνω αγωγές, έκρινε, καταρχάς, ορισμένη τόσο την υπό στοιχείο β΄ αγωγή όσο και την υπό στοιχείο α΄αγωγή, καθώς η τελευταία περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία, ως προς τα κονδύλιά της που αφορούν στην αποζημίωση για την ολοσχερή καταστροφή του αυτοκινήτου της δεύτερης ενάγουσας, αλλά και στην ειδική χρηματική παροχή του άρθρου 931 ΑΚ στον πρώτο ενάγοντα, παρά τα όσα αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη στην αγωγή αυτή ασφαλιστική εταιρεία με την υπό στοιχ. Β΄ ένδικη έφεσή της. Ακολούθως, έκρινε νόμιμες τις παραπάνω αγωγές, πλην του αιτήματος της υπό στοιχείο α΄ αγωγής να αναγνωριστεί ότι οφείλουν οι εναγόμενες σε αυτήν, να καταβάλλουν στη δεύτερη ενάγουσα εταιρεία το ποσό των 33.978,30 ευρώ, ως διαφυγόν κέρδος από την απώλεια εισοδημάτων που υπέστη από την καταγγελία των εκεί αναφερόμενων συμβάσεων που είχε καταρτίσει με πελάτες της, λόγω της καθυστέρησης εκτέλεσης των αναληφθέντων με αυτές έργων ένεκα του ένδικου τραυματισμού του διαχειριστή της – πρώτου ενάγοντα, το οποίο απέρριψε ως νομικά αβάσιμο. Κι αυτό διότι, ενόψει ότι η δεύτερη ενάγουσα εταιρεία τυγχάνει εμμέσως ζημιωθείσα από την επικαλούμενη στην αγωγή αδικοπραξία, δεν δικαιούται αποζημίωση. (Σημειωτέον δε ότι, η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το κεφάλαιό της αυτό, δεν πλήττεται με τις ένδικες εφέσεις). Στη συνέχεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την υπό στοιχείο β΄ αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και έκανε εν μέρει δεκτή την υπό στοιχείο α΄ αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν (εκκαλουμένη). Υποχρέωσε δε τις εναγόμενες (στην α΄ αγωγή), την καθεμία εις ολόκληρο, να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 19.800 ευρώ (1.800 ευρώ ως αποζημίωση, 12.000 ευρώ ως ειδική χρηματική παροχή του άρθρου 931 ΑΚ και 6.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης) και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 4.000 ευρώ ως αποζημίωση, με το νόμιμο τόκο (επιδικίας) από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κήρυξε, τέλος, την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, κατόπιν σχετικού αιτήματος της αγωγής, για το ποσό των 8.000 ευρώ, όσον αφορά στον πρώτο ενάγοντα και για το ποσό των 2.000 ευρώ, όσον αφορά στη δεύτερη ενάγουσα.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο πρώτος ενάγων στην α΄αγωγή – ήδη εκκαλών στην Α’ έφεση για τους λόγους που εκθέτει σ΄αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε τη μεταρρύθμισή της, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή ως προς αυτόν, η ανωτέρω αγωγή του.
Ακόμη, κατά της ίδιας οριστικής απόφασης παραπονείται η δεύτερη εναγόμενη στην ως άνω (α) αγωγή ασφαλιστική εταιρεία – ήδη μοναδική εκκαλούσα στην κρινόμενη Β΄ έφεση (καθώς, όπως προεκτέθηκε, η έφεση αυτή θεωρείται ως μη ασκηθείσα λόγω παραίτησης από του δικογράφου της, ως προς τη δεύτερη εκκαλούσα αυτής – πρώτη εναγόμενη στην υπό στοιχείο α΄ αγωγή και ενάγουσα στην υπό στοιχείο β΄ αγωγή), για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, που ανάγονται επίσης σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ως άνω αγωγή των αντιδίκων της.
Τέλος, την εκκαλουμένη απόφαση πρόσβαλε και η εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Γ΄έφεση (πρώτη εναγόμενη στην υπό στοιχείο α΄ αγωγή και ενάγουσα στην ως άνω υπό στοιχείο β΄ αγωγή), με την οποία, ζητεί, για τους εκεί αναφερόμενους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η δική της αγωγή και να απορριφθεί ολοσχερώς η αγωγή των αντιδίκων της.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων (ήτοι του μάρτυρα απόδειξης στην υπό στοιχείο β΄ αγωγή και ανταπόδειξης στην υπό στοιχείο α΄αγωγή, ………….. και του μάρτυρα απόδειξης στην υπό στοιχείο α΄ αγωγή και ανταπόδειξης στην υπό στοιχείο β΄αγωγή, …………) και της ανωμοτί εξέτασης του πρώτου ενάγοντος στην υπό στοιχείο α΄ αγωγή, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι {μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες, η γνησιότητά των οποίων δεν αμφισβητείται, καθώς και οι ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις που εκτιμώνται ελεύθερα (άρθρο 390 ΚΠολΔ), όπως και οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που λήφθηκαν στα πλαίσια της ποινικής δικογραφίας,οι οποίες επίσης εκτιμώνται ελεύθερα ως δικαστικά τεκμήρια} και των υπ’ αρ. ………/5-3-2019 και ……./5-3-2019 ένορκων βεβαιώσεων των ………. και . . …. αντίστοιχα, που προσκομίζει ο εκκαλών στην Α΄ έφεση – πρώτος ενάγων στην α΄αγωγή και οι οποίες λήφθηκαν, με επιμέλεια των εναγόντων της αγωγής αυτής, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόμενων (βλ. τις υπ’ αρ. …./27-2·2019 και …../28-2-2019, αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ……….), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στις 20-8-2017 και περί ώρα 13:15΄, ο πρώτος ενάγων στην υπό στοιχείο α΄ αγωγή …….., οδηγούσε το υπ΄αρ. κυκλοφορίας …….. ΙΧΕ αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής SMART, ιδιοκτησίας της δεύτερης ενάγουσας στην ίδια αγωγή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης (της οποίας, ο πρώτος ενάγων ήταν κατά το χρόνο εκείνο και διαχειριστής) και κινείτο επί της λεωφόρου Γρηγορίου Λαμπράκη στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας με πορεία από λεωφ. Δημοκρατίας προς Κορυδαλλό, με κανονική για τις επικρατούσες συνθήκες ταχύτητα (περίπου 50-60 χλμ/ώρα). Όταν έφτασε στο ύψος της λεωφ. Γρηγορίου Λαμπράκη στο σημείο που αυτή διασταυρώνεται με τη Λεωφόρο Σχιστού – Σκαραμαγκά, έχοντας πράσινο σηματοδότη, συνέχισε κανονικά την πορεία του εισερχόμενος στην ανωτέρω διασταύρωση. Τη στιγμή εκείνη, η πρώτη εναγόμενη στην ως άνω (α) αγωγή – ενάγουσα στη β΄ αγωγή (ήδη πρώτη εφεσίβλητη στην Α΄ έφεση και εκκαλούσα στη Γ΄ έφεση), οδηγώντας το υπ΄αρ. κυκλοφορίας ………. ΙΧΕ αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής ΗΟΝDΑ, το οποίο ήταν ασφαλισμένο κατά το χρόνο του ατυχήματος έναντι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους, στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία (ήδη δεύτερη εφεσίβλητη στην Α΄ έφεση και εκκαλούσα στην Β΄ έφεση) και κινούμενη επί της λεωφόρου Σχιστού – Σκαραμαγκά με κατεύθυνση από Σκαραμαγκά προς Κερατσίνι, παραβίασε τον ερυθρό σηματοδότη του ρεύματος κυκλοφορίας στο οποίο κινούνταν και εισήλθε κάθετα προς την πορεία του αυτοκινήτου του πρώτου ενάγοντος στην α΄ αγωγή, την οποία (πορεία) απέφραξε με αποτέλεσμα να επέλθει σύγκρουση των ως άνω οχημάτων, ήτοι το εμπρόσθιο τμήμα του οχήματος με αρ. κυκλοφ. …………., που οδηγούσε ο πρώτος ενάγων στην α΄ αγωγή (ήδη εκκαλών στην Α΄ έφεση και πρώτος εφεσίβλητος στις Β΄ και Γ΄ εφέσεις) με το δεξιό τμήμα του αυτοκινήτου που οδηγούσε η πρώτη εναγόμενη στην αγωγή αυτή (με αρ. κυκλοφ. ……….).
Με βάση τα παραπάνω περιστατικά, το ως άνω τροχαίο ατύχημα, οφείλεται στην αποκλειστική υπαιτιότητα (αμέλεια) της πρώτης εναγόμενης στην πρώτη (α΄) αγωγή ………….. – οδηγού του υπ΄αρ. κυκλοφ. …………. αυτοκινήτου, η οποία δεν επέδειξε την προσοχή του μέσου συνετού οδηγού, που όφειλε και μπορούσε κάτω από τις επικρατούσες περιστάσεις και με βάση τις ικανότητές της, να επιδείξει, αλλά παραβίασε τον ερυθρό σηματοδότη που βρισκόταν στην πορεία της (κατά παράβαση των άρθρων 6, 12 παρ.1 του Ν. 2696/99 (ΚΟΚ) και 330 εδ. β ΑΚ), γεγονός που συνδέεται αιτιωδώς με την επελθούσα σύγκρουση. Αντίθετα, δεν προέκυψε ότι ο πρώτος ενάγων στην πρώτη αγωγή, οδηγός του υπ΄αρ. κυκλοφ. ………… ΙΧΕ αυτοκινήτου, βαρύνεται με κάποια υπαιτιότητα ως προς την πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, καθώς αυτός κινήθηκε κανονικά, εφόσον ο σηματοδότης στο ρεύμα πορείας του ήταν πράσινος. Δεν είχε δε τη δυνατότητα να προβεί σε αποφευκτικό ελιγμό, δεδομένου ότι έμπροσθεν και αριστερά του οχήματός του και στην ίδια κατεύθυνση με αυτόν κινούνταν έτερο όχημα, οδηγούμενο από τον …………. (ο οποίος απέφυγε τη σύγκρουση με το όχημα της εναγόμενης, ενεργώντας αριστερό αποφευκτικό ελιγμό) που εμπόδιζε την οπτική επαφή του πρώτου ενάγοντος στην α΄ αγωγή οδηγού με το όχημα της πρώτης εναγόμενης. Το αντιλήφθηκε δε, όταν το τελευταίο είχε ήδη παρεμβληθεί στην πορεία του και δεν είχε πλέον χρονικό περιθώριο αντίδρασης. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά σχετικά με τις συνθήκες που έλαβε χώρα η ένδικη σύγκρουση, αποδεικνύονται από τα όσα σαφώς και πειστικώς αναφέρουν δύο αυτόπτες μάρτυρες. Συγκεκριμένα, ο μάρτυρας ……, ο οποίος την ώρα του ατυχήματος οδηγούσε το υπ΄αρ. κυκλοφ. ………. ΙΧΕ αυτοκίνητό του, κινούμενος στην ίδια κατεύθυνση με αυτήν του οχήματος της εναγόμενης, αναφέρει κατηγορηματικά, τόσο στην κατάθεσή τουενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όσο και στην από 30-9-2017 προανακριτική κατάθεσή του, στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας, ότι ήταν σταματημένος, καθώς ο σηματοδότης στην πορεία αυτού (και της εναγόμενης στην α΄ αγωγής οδηγού) ήταν ερυθρός, τον οποίο η τελευταία παραβίασε. Επίσης, ο προαναφερθείς …………., ο οποίος οδηγούσε το όχημα που κινούνταν ομόρροπα και στην αριστερή λωρίδα σε σχέση με το υπ’ αρ. ……… ΙΧΕ όχημα του ενάγοντος στην υπό στοιχείο α΄ αγωγή, αναφέρει στην προανακριτική από 20-8-2017 κατάθεσή του, ότι ο σηματοδότης στην πορεία αυτού και του ενάγοντος ήταν πράσινος. Ο ίδιος απέφυγε δε τη σύγκρουση με το όχημα της εναγόμενης οδηγού, που παραβίασε τον ερυθρό σηματοδότη, πραγματοποιώντας, όπως προεκτέθηκε, αριστερό αποφευκτικό ελιγμό, πράγμα που δεν μπορούσε να πράξει ο ενάγων, διότι εμποδιζόταν η ορατότητά του από το όχημα του ανωτέρω μάρτυρα. Οι καταθέσεις των ως άνω μαρτύρων, οι οποίοι δεν γνώριζαν τους διαδίκους και δεν έχουν λόγο να μην είναι αντικειμενικοί, κρίνονται αξιόπιστες, διότι, όπως αναφέρθηκε, ήταν παρόντες στο επίδικο ατύχημα. Αντίθετα, η κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας στη β΄ αγωγή – πρώτης εναγόμενης στην α΄ αγωγή, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία επιχειρεί να ενισχύσει τον ισχυρισμό της ότι δεν παραβίασε αυτή τον ερυθρό σηματοδότη, αλλά ο ενάγων στην α΄ αγωγή, δεν κρίνεται πειστική, καθώς ο εν λόγω μάρτυρας δεν ήταν παρών στο συμβάν, αλλά μετέβη στον τόπο του ατυχήματος λίγο αργότερα, μετά από κλήση της εναγόμενης. Από κανένα επίσης αποδεικτικό στοιχείο, δεν προέκυψε ο ισχυρισμός της τελευταίας ότι ο ως άνω οδηγός του με αρ.κυκλοφ. …… . αυτοκινήτου έβαινε με μεγάλη ταχύτητα, ούτε αυτό διαπιστώνεται στην από 20-8-2017 έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος. Το γεγονός ότι το όχημα με αρ. κυκλοφ. …….., που οδηγούσε η εναγόμενη οδηγός εκτινάχθηκε από το ατύχημα και ανετράπη, δεν αποδεικνύει κάτι τέτοιο, αλλά δικαιολογείται από το είδος της σύγκρουσης, διότι ο ενάγων με το όχημά του ‘’εμβόλισε’’ το όχημα της εναγόμενης, το οποίο του απέφραξε την πορεία. Ο ισχυρισμός τέλος των εναγόμενων στην α΄ αγωγή – εκκαλούντων στις Β΄ και Γ΄ εφέσεις, ότι στο σημείο εκείνο η κίνηση είναι πάντα αυξημένη, οπότε η εναγόμενη θα έπρεπε πριν από το όχημα του ενάγοντος να είχε συγκρουστεί με άλλα οχήματα, διαψεύδεται από τον προαναφερθέντα αυτόπτη μάρτυρα ……….., που καταθέτει ότι, την ώρα του ατυχήματος η κίνηση των οχημάτων δεν ήταν μεγάλη, καθώς ήταν Αύγουστος και ημέρα Κυριακή, πράγμα που συνάδει και με τα διδάγματα της κοινής πείρας. Επομένως, οι ισχυρισμοί των εναγόμενων στην α΄ αγωγή, που επαναπροβάλλονται στις υπό στοιχείο Β΄ και Γ΄ εφέσεις, περί αποκλειστικής υπαιτιότητας στην επέλευση του ατυχήματος του ενάγοντος στην α΄ αγωγή και πρώτου εναγόμενου στη β΄αγωγή, άλλως περί συνυπαιτιότητας αυτού κατά 95% (άρθρο 300 ΑΚ), είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Στο συμπέρασμα ότι αποκλειστικά υπαίτια του επίδικου ατυχήματος είναι η ως άνω εναγόμενη στην α΄ αγωγή …….., κατέληξε και το Α΄ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς στην υπ΄αρ. 2418/25-10-2021 απόφασή του, που εκτιμάται ελεύθερα ως δικαστικό τεκμήριο από το παρόν Δικαστήριο, με την οποία αυτή κρίθηκε ένοχη για σωματική βλάβη από αμέλεια, σχετικά με τον τραυματισμό του ενάγοντος …. …… στο εν λόγω ατύχημα και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης οκτώ μηνών. Κατά της ανωτέρω απόφασης έχει ασκηθεί έφεση, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί.
Ακόμη, εξαιτίας της παραπάνω σύγκρουσης το αυτοκίνητο με αρ.κυκλοφ. …….. (εργοστασίου κατασκευής smart, μοντέλο fortwo), που οδηγούσε ο πρώτος ενάγων στην α΄ αγωγή ιδιοκτησίας της δεύτερης ενάγουσας σε αυτήν – ήδη πρώτου και δεύτερης των εφεσίβλητων στις Β΄ και Γ΄ εφέσεις, το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το έτος 2007, υπέστη εκτεταμένες ζημίες με συνέπεια να καταστραφεί ολοσχερώς, καθώς οι δαπάνες επισκευής του, συνυπολογιζόμενης και της υπαξίας αυτού εξαιτίας του ατυχήματος, είναι μεγαλύτερες από την αξία του, καθιστώντας αυτήν (επισκευή) ασύμφορη. Συγκεκριμένα, οι δαπάνες που απαιτούνται για την αποκατάσταση των βλαβών του εν λόγω αυτοκινήτου, ήτοι την αγορά ανταλλακτικών και τις εργασίες φανοποιείας ανέρχονται (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 24%) στο ποσό των 2.021,20 ευρώ και 1494,20 ευρώ, αντίστοιχα (βλ. τις προσκομιζόμενες από 7-10-2017 και 10-10-2017 προσφορές του συνεργείου αυτοκινήτων του …………… Αττικής, όπου αναφέρονται αναλυτικά το είδος των ανταλλακτικών και των εργασιών και το επιμέρους κόστος αυτών). Επιπροσθέτως, οι απαιτούμενες δαπάνες για την επισκευή των μηχανικών βλαβών του ίδιου αυτοκινήτου, ανέρχονται στο ποσό των 905,20 ευρώ {(440 ευρώ για αγορά ανταλλακτικών + 290 ευρώ για εργασίες μηχανικού) = 730 ευρώ, συν ΦΠΑ 24%), όπως επίσης αναφέρονται στην από 10-10-2017 εκτίμηση – προσφορά του ……………. Συνολικά δηλ. απαιτούνται, βάσει των ανωτέρω, για την αποκατάσταση των βλαβών του εν λόγω αυτοκινήτου, 4,420,6 ευρώ. Δεδομένου δε ότι η αξία του, κατά το χρόνο του ατυχήματος, ανερχόταν, με βάση το μοντέλο και την παλαιότητά του, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας στο ποσό των 4.500 ευρώ, συνυπολογιζομένης της μείωσης σε ποσοστό 15-20% της αξίας του εξαιτίας του ατυχήματος, η επισκευή του κρίνεται ασύμφορη, οπότε αυτό υπέστη ολοσχερή καταστροφή. Από το ως άνω ποσό των 4.500 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στη ζημία που υπέστη η δεύτερη ενάγουσα στην α΄ αγωγή από την καταστροφή του ως άνω αυτοκινήτου ιδιοκτησίας της, πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 500 ευρώ, το οποίο θα μπορούσε να λάβει από την πώληση, του ως άνω αυτοκινήτου στην κατάσταση που αυτό ήταν μετά το ατύχημαως σωζόμενων ανταλλακτικών, όπως και η ίδια αναφέρει στην αγωγή, αλλά προβλήθηκε και από τους εναγόμενους πρωτοδίκως και ήδη από τη δεύτερη εναγόμενη – εκκαλούσα στη Β΄ έφεση ασφαλιστική εταιρεία. Επομένως, το ποσό της αποζημίωσης που δικαιούται για την ανωτέρω αιτία η δεύτερη ενάγουσα στην α΄ αγωγή είναι 4.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση επιδίκασε στηνενάγουσα το ποσό αυτό για την ίδια αιτία, έστω με μερικώς διαφορετική και λιγότερο εκτενή αιτιολογία (την οποία το παρόν Δικαστήριο παραδεκτά αντικαθιστά και συμπληρώνει κατ΄ άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, αντίθετα με όσα αναφέρονται στο σχετικό λόγο της Β΄ έφεσης, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το ένδικο τροχαίο ατύχημα,για την πρόκληση του οποίου αποκλειστική υπαίτια, κατά τα προαναφερθέντα, είναι η πρώτη εναγόμενη στην α΄ αγωγή, είχε ως συνέπεια να υποστεί βαρύ τραυματισμό ο πρώτος ενάγων της παρπάνω αγωγής. Ειδικότερα, αυτός, αμέσως μετά το ατύχημα διακομίσθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «ΤΖΑΝΕΙΟ» και στη συνέχεια στο Νοσοκομείο Πειραιά «ΜΕΤΑΞΑ» όπου και νοσηλεύτηκε μέχρι τις 24-8-2017. Διαπιστώθηκε δε ότι υπέστη βαριές κακώσεις θώρακος με πολλαπλά κατάγματα 4ης, 5ης, 6ης και 9ης πλευράς αριστερού ημιθωρακίου και αριστεράς άκρας χειρός πηχεοκαρπικής άρθρωσης, με κάταγμα στυλοειδούς απόφυσης ωλένης (βλ. από 25-9-2017 βεβαίωση του πρώτου ως άνω νοσοκομείου και Εξιτήριο του δεύτερου ως άνω νοσοκομείου). Περαιτέρω, στις 28-8-2017 υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία και ακτινογραφία θώρακος, όπου διαπιστώθηκαν τα κατάγματα του αριστερού ημιθωρακίου, παραμένουσες μικρές υπεζωκοτικές συλλογές, εικόνα παχυπλευρίτιδας στην κορυφή των ημιθωρακίων, εγκυστωθείσα υπεζωκοτική συλλογή, επί της δεξιάς μείζονος μεσολοβίου σχισμής, ύβωση του αριστερού ημιδιαφράγματος, ευρήματα ως επί σοβαρής θωρακικής κάκωσης σε φάση απορρόφησης. Σε επαναληπτικό έλεγχο, στις 29-11-2017, με αξονική τομογραφία θώρακος, διαπιστώθηκε ελαφρά εμφυσηματική απεικόνιση του πνευμονικού παρεγχύματος κατά τα άνω πνευμονικά πεδία, κοκκίωμα αριστερού άνω και μέσου λοβού, ινώδη ουλορικνωτικά στοιχεία αριστερού πνεύμονα, παχυπλευριτικού τύπου αλλοιώσεις, καθώς και σε φάση πώρωσης τα πολλαπλά κατάγματα πλευρών, ενώ, τρεις μήνες μετά τον τραυματισμό του ευρέθη ότι, τα ως άνω κατάγματα ήταν ατελώς πωρωθέντα και συγκεκριμένα τα κατάγματα του οπισθίου τόξου 5ης, 6ης, 9ης, και 10ης πλευράς, καθώς και τόξου της 5ης, 6ης, 7ης, 8ης, και 9ης αριστερής πλευράς. Επίσης φαινόμενο κενού ελέγχεται στη δεξιά κατ΄ώμον άρθρωση. Εξάλλου, σε ακτινογραφία αριστερής πηχεοκαρπικής, που διενεργήθηκε την ίδια ως άνω ημερομηνία, διαγνώστηκε μετατραυματική μετατόπιση στυλοειδούς απόφυσης αριστερής ωλένης (βλ. σχετικές εξετάσεις του ιδιωτικού διαγνωστικού κέντρου ‘’ ………..). Ένεκα του ότι ο ενάγων εμφάνισε μετατραυματική προοδευτική δύσπνοια, στις 25-1-2018, υποβλήθηκε σε σπιρομέτρηση, στην οποία, σύμφωνα με την με την ίδια ημερομηνία γνωμάτευση του ιατρού – πνευμονολόγου …………., διαγνώστηκε μετατραυματικό περιοριστικό και αποφρακτικό (μικτό) αναπνευστικό σύνδρομο, με ανάγκη εισπνεόμενης φαρμακευτικής αγωγής και επανεξέτασης μετά από 6 μήνες. Η αιτία του μετατραυματικού συνδρόμου, οφείλεται στα πολλαπλά κατάγματα αριστερού ημιθωρακίου αλλά και στις πολλαπλές παρεγχυματικές πνευμονικές θλάσεις. Λόγω της εμμένουσας ήπιας αναπνευστικής δυσχέρειας, στις 12-3-2018, ο ενάγων υποβλήθηκε σε νέα σπιρομέτρηση στο Γ.Ν. Αττικής «ΣΙΣΜΑΝΟΓΛΕΙΟ». όπου επιβεβαιώθηκε η αποφρακτική διαταραχή. Εξάλλου, σε εξέταση που υποβλήθηκε ο παθών στα εξωτερικά ιατρεία του Γ.Ν. Βούλας «ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ», στις 21-3-2018, διαγνώστηκε άλγος – δυσκαμψία αριστερής πηχεοκαρπικής και του συστήθηκε φυσικοθεραπεία (βλ. από 21-3-2018 βεβαίωση του ανωτέρω νοσοκομείου). Επιπροσθέτως, ο ιατρός Δημόσιας υγείας – ιατροδικαστής ……………., ο οποίος εξέτασε τον ενάγοντα στις 2-4-2018, καταλήγει, στην προσκομιζόμενη από τον τελευταίο σχετική ιατροδικαστική έκθεσή του (όπου παραπέμπει και σε σχετικές ιατρικές εξετάσεις, που επίσης προσκομίζονται) στο ακόλουθο συμπέρασμα: ‘’Ο εξεταζόμενος, κ. ……., στις 20-8-17, υπέστη σοβαρή κάκωση θώρακος και αριστερού καρπού. Ως αποτέλεσμα της σοβαρής θωρακικής κάκωσης (με πολλαπλά κατάγματα πλευρών (5ης, 6ης, 9ης και 10ης πλευράς οπισθίου τόξου καθώς και τόξου 5ης, 6ης, 7ης, 8ης, και 9ης πλευράς, με σύνοδες αμφοτερόπλευρες πνευμονικές θλάσεις), ο εξεταζόμενος υπέστη μετατραυματική αναπνευστική δυσχέρεια, λόγω ανάπτυξης περιοριστικού και αποφρακτικού αναπνευστικού συνδρόμου, με ανάγκη πνευμονολογικής παρακολούθησης και θεραπείας. Συνεπεία της αναπνευστικής του επιβάρυνσης – μετατραυματικό αναπνευστικό σύνδρομο, στο μέλλον κρίνεται ιδιαίτερα ευάλωτος σε λοιμώξεις του αναπνευστικού και σε εμφάνιση δυσπνοικών επεισοδίων σε συνθήκες έντονης ζέστης, υγρασίας και ψύχους. Βιβλιογραφικώς, το μετατραυματικό περιοριστικό αναπνευστικό σύνδρομο, είναι η συχνότερη επιπλοκή ανάλογων σοβαρών θωρακικών κακώσεων. Λόγω του κατάγματος αριστερής στυλοειδούς απόφυσης ωλένης, 9 μήνες σχεδόν μετά τον τραυματισμό του, παρουσιάζει σημεία ήπιας αρθρίτιδας με περιορισμό συλληπτικής ικανότητας λεπτών αντικειμένων, έλλειμμα ραχιαίας έκτασης καρπού κατά 20 μοίρες, άλγος τελικής θέσης παλαμιαίας κάμψης και επώδυνη κινητικότητα, ευρήματα συμβατά με ήπια μετατραυματική αρθρίτιδα. Λόγω του τραυματισμού του, για 2 μήνες ήταν προσωρινώς και μερικώς ανάπηρος και στην παρούσα φάση, λόγω περιορισμού συλληπτικής ικανότητας λεπτών αντικειμένων και ήπιας αρθρίτιδας αριστερού καρπού λαµβάνει ποσοστό αναπηρίας 10% (…), λόγω του µετατραυµατικού αναπνευστικού συνδρόµου λαµβάνει ποσοστό αναπηρίας 10% (…), µε τάση στο µέλλον για περαιτέρω επιβάρυνση. Η σωµατική του βλάβη είvαι µόνιµη µε ιατρική πρόβλεψη για περαιτέρω επιβάρυνση στο µέλλον µε την εξέλιξη της ηλικίας’’.
Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι ο ενάγων στην α΄ αγωγή υπέστη μόνιμη μερική αναπηρία λόγω του τραυματισμού του στο επίδικο ατύχημα, απορριπτομένου του ισχυρισμού της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας στην Β΄ έφεση, ότι επρόκειτο για ελαφριά και πρόσκαιρη σωματική βλάβη, που αποκαταστάθηκε πλήρως. Το Δικαστήριο δε αυτό, όπως και το πρωτοβάθμιο, κρίνει ότι επαρκούν τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία για τη διαπίστωση της έκτασης και του είδους των σωματικών βλαβών, που υπέστη ο ως άνω ενάγων από το ατύχημα και δεν θεωρεί απαραίτητη την επίδειξη του βιβλιαρίου υγείας του, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος που προβλήθηκε από τους εναγόμενους στην α΄ αγωγή πρωτοδίκως και επαναλαμβάνεται με την κρινόμενη Β΄ έφεση. Η παραπάνω αναφερθείσα αναπηρία του ενάγοντος, ποσοστού συνολικά 20%, που προκλήθηκε από τον τραυματισμό του στο ένδικο ατύχημα, κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ότι θα επιδράσει δυσμενώς στο οικονομικό και κοινωνικό μέλλον του ενάγοντος. Ειδικότερα, ο τελευταίος, ο οποίος ήταν, κατά το χρόνο του ατυχήματος, 52 ετών (γεννηθείς το έτος 1965), μετείχε στη δεύτερη ενάγουσα στην α΄ αγωγή, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, η οποία δραστηριοποιείται στην εγκατάσταση – συντήρηση συστημάτων κλιματισμού εξωτερικών χώρων, της οποίας μάλιστα (ο ενάγων) ήταν διαχειριστής, ενώ μετά το ατύχημα και λόγω της κατάστασης της υγείας του, αποχώρησε από τη θέση αυτή. Δεδομένου ότι η ως άνω εταιρεία είναι μικρή επιχείρηση που απασχολεί λίγους εργαζόµενους, η λειτουργία της στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην παροχή της προσωπικής εργασίας του ανωτέρω μετόχου της – πρώτου ενάγοντος, ο οποίος παρέχει σε αυτήν υπηρεσίες συντηρητή – εγκαταστάτη συστηµάτων ψύξης, θέρµανσης και υδρονέφωσης εξωτερικών χώρων. Η απασχόληση με τις ανωτέρω εργασίες απαιτεί εργασία σε εξωτερικούς χώρους, αρκετές φορές υπό συνθήκες ζέστης η έντονου κρύου, καθώς και εργασία µε την χρήση τρυπανιών που δημιουργούν µεγάλη ποσότητα σκόνης, ενώ επίσης απαιτεί τη χρήση και των δύο χεριών, συχνά δε και τη χρησιμοποίηση λεπτών αντικειμένων για την εκτέλεση λεπτών εργασιών, με αποτέλεσμα, εξαιτίας της ως άνω μόνιμης μερικής αναπηρίας του (ήπια μετατραυματική αρθρίτιδα με συνέπεια τον περιορισμό συλληπτικής ικανότητας λεπτών αντικειμένων και μετατραυματικό αναπνευστικό σύνδρομο, που προκαλεί δύσπνοια ειδικά σε συνθήκες έντονης ζέστης, ψύχους κ.λπ.) να μην μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εργασίας στο βαθμό που το έκανε πριν τον επίδικο τραυματισμό του (βλ. σχετικά και όσα καταθέτουν οι μάρτυρες …….. και ………. στις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις τους). Περαιτέρω, στην από 27-11-2019 ιατρική βεβαίωση του προαναφερθέντος ιατρού .………… και στην 23-12-2019 συμπληρωματική έκθεση του επίσης προαναφερθέντος ιατροδικαστή ………., οι οποίες είναι μεταγενέστερες της έκδοσης της εκκαλουμένης απόφασης και παραδεκτώς προσκομίζονται από τον ενάγοντα της α΄ αγωγής – εκκαλούντα της Α΄ έφεσης, στην κατ΄έφεση δίκη (άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ), επιβεβαιώνονται όσα είχαν διαπιστωθεί και στην προηγούμενη βεβαίωση και ιατροδικαστική έκθεση των ως άνω ιατρών, αντίστοιχα, που αναφέρονται παραπάνω, περί της κατάστασης της υγείας του ………… λόγω του τραυματισμού του στο ένδικο ατύχημα. Επιπλέον διαπιστώνεται αύξηση των επεισοδίων δύσπνοιας αυτού (2 επεισόδια παροξύνσεων κατά το τελευταίο έτος) που οδήγησαν στην αύξηση της φαρμακευτικής αγωγής), ενώ στην ανωτέρω συμπληρωματική ιατροδικαστική έκθεση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι, η μετατραυματική αρθρίτιδα πηχεοκαρπικής περιορίζει την εργασία του ως τεχνίτη στην εγκατάσταση κλιματιστικών μηχανημάτων. Δεν αποδείχθηκε, όμως, με βάση τα προεκτεθέντα, ότι ο ενάγων είναι πλήρως ανίκανος προς την ως άνω εργασία του, όπως αβασίμως αυτός ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο της Ά έφεσής του. Ακόμη, οι παραπάνω δυσλειτουργίες, οι οποίες θα βαίνουν επιδεινούμενες, όπως αναφέρεται στην παραπάνω ιατροδικαστική έκθεση, όπως και στη μεταγενέστερη συμπληρωματική αυτής, κρίνεται ότι δύναται, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επηρεάσουν δυσμενώς, σε κάποιον τουλάχιστον βαθμό και την κοινωνική ζωή του ενάγοντος, αφού αυτός, λόγω της δύσπνοιας που επηρεάζεται από τις προαναφερθείσες συνθήκες, δεν θα μπορεί πλέον να συμμετέχει σε έντονες δραστηριότητες, ούτε να ταξιδέψει με αεροπλάνο. Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω και σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη, κρίνεται ότι, συντρέχουν οι προϋποθέσεις να επιδικαστεί στον ενάγοντα, ως παροχή του άρθρου 931 ΑΚ, το ποσό των 12.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο με βάση το είδος της αναπηρίας του, το ποσοστό της και τις ως άνω συνέπειες αυτής, την ηλικία, το φύλο του, την επαγγελματική του δραστηριότητα, καθώς και το βαθμό υπαιτιότητας της οδηγού του ζημιογόνου οχήματος. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν ως προς το θέμα αυτό, κάνοντας εν μέρει δεκτό το σχετικό αγωγικό αίτημα του πρώτου ενάγοντος της α΄ αγωγής και ως ουσιαστικά βάσιμο για το ως άνω ποσό, ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου λόγων, αφενός μεν της Α΄ έφεσης (που με το δεύτερο λόγο της ζητεί ο ως άνω ενάγων – εκκαλών την επιδίκαση μεγαλύτερου ποσού), αφετέρου δε της Β΄ έφεσης (με την οποία ζητείται η απόρριψη του αιτήματος αυτού, άλλως η επιδίκαση μικρότερου ποσού) ως αβάσιμων.
Επίσης, λόγω της ανωτέρω περιγραφείσας κατάστασης της υγείας του πρώτου ενάγοντος στην α΄ αγωγή, ένεκα του τραυματισμού του στην ένδικη σύγκρουση, ο τελευταίος για διάστημα 2 μηνών μετά το ατύχημα, κατά το οποίο βρισκόταν σε κατ’ οίκον νοσηλεία, δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί, ούτε να πραγματοποιήσει τις καθημερινές οικιακές εργασίες, αλλά χρειαζόταν προς τούτο τη φροντίδα τρίτου προσώπου – οικιακής βοηθού, υπηρεσίες τις οποίες του προσέφερε η πρώην σύζυγός του, …………., όπως και η ίδια αναφέρει στην ως άνω υπ’αρ. ……/2019 ένορκη βεβαίωσή της, η οποία μάλιστα, ενώ διέμενε μόνιμα στην Ικαρία, μετέβη, για το διάστημα αυτό, στην οικία του ως άνω ενάγοντος και ανέλαβε τη φροντίδα του επί 24ώρης βάσης με υπερένταση των προσπαθειών της και παραμελώντας τις δικές της απασχολήσεις. Το ποσό δε, που θα κατέβαλε ο ενάγων για τις υπηρεσίες αυτές, αν είχε προσλάβει τρίτο πρόσωπο, ανέρχεται, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, για το εν λόγω διάστημα συνολικά σε 1.800 ευρώ, ήτοι 30 ευρώ ημερησίως χ 60 ημέρες, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, γενομένου εν μέρει δεκτού του σχετικού αιτήματος της α΄ αγωγής για το ποσό αυτό. Βάσει των παραπάνω, απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει ο λόγος της Β΄ έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζεται από την εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία, ότι, αφενός μεν ο ενάγων δεν είχε ανάγκη της φροντίδας τρίτου προσώπου, καθώς η ως άνω αναλυτικά περιγραφείσα κατάσταση της υγείας του παθόντος, καταδεικνύει το αντίθετο, αφετέρου δε ότι σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να είχε προσλάβει οικιακή βοηθό αντί μηνιαίου μισθού 580 ευρώ μηνιαίως, καθώς, πέραν του ότι από τα διδάγματα της κοινής πείρας προκύπτει ότι, ο μηνιαίος μισθός για παροχή τέτοιου είδους υπηρεσιών επί 24ωρου βάσης είναι μεγαλύτερος, η αμοιβή με μηνιαίο μισθό συνήθως συμφωνείται για την παροχή υπηρεσιών σε μονιμότερη βάση και όχι μόνο για 2 μήνες, όπως στην προκειμένη περίπτωση.
Εξάλλου, το Δικαστήριο τούτο από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, οδηγείται στην κρίση ότι ο πρώτος ενάγων στην α΄ αγωγή – ήδη εκκαλών στην Α΄ έφεση, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, ήταν 52 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος, λόγω του περιγραφέντος ανωτέρω τραυματισμού του σε αυτό, υπέστη και ηθική βλάβη από την αδικοπραξία της πρώτης εναγόμενης στην αγωγή αυτή – οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, που ήταν ασφαλισμένο στη δεύτερη εναγόμενη στην ίδια αγωγή ασφαλιστική εταιρεία. Λαμβάνοντας δε υπόψη τις συνθήκες τέλεσης της πράξης της υπαίτιας οδηγού, το βαθμό του πταίσματός της, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών, πλην της ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική και με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης πείρας και της λογικής, κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 12.000 ευρώ, το οποίο είναι εύλογο, με βάσει και την βαρύτητα του τραυματισμού του, τον χρόνο που χρειάστηκε για την αποκατάσταση της υγείας του, η οποία κατά τα προαναφερθέντα δεν είναι πλήρης, την ταλαιπωρία που υπέστη και τον ψυχικό πόνο που δοκίμασε ένεκα αυτού, και όχι το ποσό των 6.000 ευρώ που επιδικάστηκε με την εκκαλουμένη. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει εν μέρει δεκτός ο σχετικός τρίτος λόγος της (Α) έφεσης του ως άνω ενάγοντος – παθόντος και συνακόλουθα και του σχετικού αιτήματος της (α) αγωγής, ως προς το ποσό αυτό και να απορριφθεί, αντίστοιχα, ο λόγος της Β΄ έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ζητεί την επιδίκαση μικρότερου ποσού για την ανωτέρω αιτία, ως αβάσιμου. Συνεπώς, σύμφωνα με τα παραπάνω, οι εναγόμενοι στην υπό στοιχείο α΄ αγωγή οφείλουν να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα αυτής το συνολικό ποσό των 25.800 ευρώ (12.000 +1.800 +12.000 ευρώ) και στη δεύτερη ενάγουσα της ίδιας αγωγής το ποσό των 4.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας (για τα ως άνω ποσά) από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και όχι με τον τόκο επιδικίας, όπως μη ορθώς επιδίκασε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, γενομένης δεκτής της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης, μόνο ως προς τον σχετικό βάσιμο λόγο της, καθώς πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις επιδικαζόμενες κατ΄ εύλογη κρίση του Δικαστηρίου (άρθρο 346 ΑΚ).
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, κατά τα προεκτεθέντα, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, επομένως, κατά το βάσιμο (τρίτο) λόγο της Α΄ ως άνω έφεσης, αλλά και τον ως άνω λόγο της Β΄ έφεσης, να εξαφανισθεί.Ακολούθως, πρέπει να απορριφθείη υπό στοιχεία Γ΄ έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη και να γίνουν εν μέρει δεκτέςοι υπό στοιχείο Α΄ έφεση και η υπό στοιχείο Β΄ έφεση ως βάσιμες και κατ΄ ουσία. Αφού κρατηθεί δε η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί η ένδικη υπό στοιχείο α΄ αγωγή, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι σε αυτήν ο καθένας εις ολόκληρο, να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα ………… το συνολικό ποσό των 25.800 ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα εταιρεία το ποσό των 4.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση. Εξάλλου, ενόψει της απόρριψης της Β΄ έφεσης, πλην του λόγου της που αφορά στους επιδικασθέντες τόκους, δεν τίθεται ζήτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, όπως αβασίμως ζητείται με αυτήν. Όσον αφορά στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων στην υπό στοιχείο Γ΄ έφεση, για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα επιβληθούν εις βάρος της εκκαλούσας της έφεσης αυτής, λόγω της ήττας της (άρθρα 176,183 ΚΠολΔ), όπως αυτά προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τα δικαστικά έξοδα στις υπό στοιχείο Α΄ και Β΄ εφέσεις και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων των ως άνω εφέσεων αντίστοιχα, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους κι ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, θα επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος στην Α΄ έφεση – πρώτου ενάγοντος την α΄ αγωγή, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος των εφεσίβλητων – εναγόμενων, καθώς επίσης θα επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων στη Β΄ έφεση, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, εις βάρος της εκκαλούσας σε αυτήν εταιρείας, όπως επίσης προσδιορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, θα διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου στους εκκαλούντες των Α΄ και Β΄ εφέσεων, αντίστοιχα, ενώ όσον αφορά στη Γ΄ έφεση (θα διαταχθεί) η εισαγωγή του καταταθέντος από την εκκαλούσα αυτής, παραβόλου, στο Δημόσιο ταμείο (κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Θεωρεί την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας από 4-1-2021 (υπό στοιχείο Β΄ έφεση) ως μη ασκηθείσα όσον αφορά στη δεύτερη εκκαλούσα αυτής.
Συνεκδικάζειτις κάτωθι εφέσεις: Α) από 12-3-2020 και με Ε.Α.Κ. …/2020, Β) από 4-1-2021 και με Ε.Α.Κ. …../2021 και Γ) από 20-10-2020 και με Ε.Α.Κ. …../2021, κατ΄αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Δέχεται τυπικά τις ανωτέρω εφέσεις.
Απορρίπτει κατ΄ ουσία την υπό στοιχείο Γ΄ έφεση.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων της υπό στοιχείο Γ΄ έφεσης, εις βάρος της εκκαλούσας σε αυτήν, τα οποία ορίζει, για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα της Γ΄ έφεσης παραβόλου του Δημοσίου (e- παράβολο με αρ. ……../2021, ποσού 100 ευρώ).
Δέχεται εν μέρει την υπό στοιχείο Α΄ έφεση και κατάτο ουσιαστικό της μέρος.
Δέχεται εν μέρει την υπό στοιχείο Β΄ έφεσηκαι κατάτο ουσιαστικό της μέρος.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 3095/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
Κρατεί την από 19-6-2018 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης (Ε.Α.Κ.) ……/2018 αγωγή.
Δικάζει επί της ουσίας αυτήν.
Απορρίπτει ότι έκρινε ως απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει τις εναγόμενες, την κάθε μία εις ολόκληρο, να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των εικοσιπέντε χιλιάδων οκτακοσίων (25.800) ευρώ, καθώς και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εκκαλούντος στην Α΄ έφεση και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος των εναγόμενων – εφεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων στη Β΄ έφεση και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος της εκκαλούσας αυτής, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Διατάσσει την απόδοση, στον καταθέσαντα – εκκαλούντα της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, του παραβόλου του Δημοσίου (e- παράβολο με αρ. ………../2020, ποσού 100 ευρώ).
Διατάσσει την απόδοση, στην καταθέσασα – εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης, του παραβόλου του Δημοσίου (e- παράβολο με αρ. ……………./2021, ποσού 100 ευρώ).
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 7 Απριλίου 2022,απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ