Περίληψη
Η διάταξη του άρθρου 20 Ν. 3301/2004, κατά το οποίο δεν είναι δικαστικές αποφάσεις και δεν εκτελούνται σε βάρος του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ., μεταξύ άλλων, και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και των άρθρων 2 παρ. 2, 14 παρ. 1 εδ. α’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (Ν. 2462/1997) και 6 παρ. 1 Ε.Σ.Δ.Α. (Ν.Δ. 53/1974) που έχουν υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 Συντάγματος). Περαιτέρω, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου (άρθρα 117 και 118 ΚΠολΔ), σαφή έκθεση των γεγονότων (άρθρο 216 ΚΠολΔ), που στηρίζουν τους λόγους της, για τους οποίους ζητείται η ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Οι λόγοι αυτοί μπορούν να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθού η ανακοπή, ενστάσεις, οι οποίες πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένες, διότι στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι απορρίπτονται ως αόριστοι.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ305/2022
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Γεωργία Λάμπρου, Προεδρεύουσα Εφέτη (κωλυομένων των Προέδρων Εφετών), Ευαγγελία Πανταζή και Ελένη Σκριβάνου-Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα T.Λ..
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΑΣΚΟΥΝΤΟΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία ‘’ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ’’ (‘’Δ.Υ.ΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ‘’), ……., το οποίο παραστάθηκε διά των πληρεξούσιων δικηγόρων του Σταυρούλας Αλικάκου και Παρασκευής Γεωργίου.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΚΑΘ’ΩΝ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ – ΚΑΘ’ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1. …….., 2. …….. 3. ………, 4. …….., 5. ………., 6. ………. 7. ………. 8. ………, 9. ………., 10. …………, 11. ……….., 12. ………. 13. ………. 14. ……….., 15. ………., 16. ………, 17. ………., 18. ……….19…………, 20. ………….., 21. ………, ως κληρονόµου του αποβιώσαντος – αρχικού τρίτου των καθ’ών η ανακοπή, ………, 22. ……… ως κληρονόµου του ως άνω αποβιώσαντος ……… και 23. ………..ως κληρονόµου του ως άνω αποβιώσαντος ………, ………………οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Ιωάννη Τουτζιαράκη (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 ΚΠολΔ).
Το ΕΚΚΑΛΟΥΝ – ΑΣΚΟΝ τους ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ της ΕΦΕΣΗΣ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΝ άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εναντίον των εφεσίβλητων – καθ’ών οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης – καθ’ών η ανακοπή, την από 6-6-2019, με γενικό αριθμό κατάθεσης και ειδικό αριθμό κατάθεσης, αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …/…./7-6-2019, ανακοπή του, καθώς και τους από 30-7-2019, με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………/5-8-2019, πρόσθετους λόγους αυτής, κατά της υπ’αρ. …./2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’αρ. 4022/4-12-2019 οριστική απόφασή του, συνεκδικάζοντας τα ανωτέρω δικόγραφα, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή και απέρριψε τους πρόσθετους λόγους της.
Την απόφαση αυτή, κατά το μέρος που απορρίφθηκε η ανακοπή του και οι πρόσθετοι λόγοι της, προσβάλλει το ανακόπτον – ήδη εκκαλούν με την ένδικη από 16-12-2021 έφεσή του, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ../…/17-12-2021, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …/…./20-12-2021, προσδιορίστηκε δε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 1. Επιπλέον, το εκκαλούν, άσκησε τους από 23-1-2022 πρόσθετους λόγους έφεσης, που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με Γ.Α.Κ/ Ε.Α.Κ …./…./24-1-2022, που επίσης προσδιορίστηκαν για την ως άνω δικάσιμο και γράφτηκαν στο πινάκιο με αρ. 2.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι μεν πληρεξούσιες δικηγόροι του εκκαλούντος – ασκούντος τους πρόσθετους λόγους της έφεσης, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων – καθ’ών οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης, ύστερα από δήλωσή του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: α) η από 16-12-2021 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …../2021 έφεση και β) οι από 23-1-2022 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …../2022 πρόσθετοι λόγοι αυτής, που αναφέρθηκαν στην αρχή της παρούσας, κατά της υπ΄αρ. 4022/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Των δικογράφων αυτών πρέπει να διαταχθεί η συνεκδίκαση, καθώς αφορούν την ίδια εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 31, 246 σε συνδ. με άρθρο 520 παρ.2 ΚΠολΔ).
Η κρινόμενη έφεση κατά της ως άνω εκκαλουμένη απόφασης, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 632 παρ.2 και 591 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τον Ν.4335/23-7-20150), έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1 ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε επικαλούνται οι διάδικοι, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευσή της έως την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διετία, παρά τον αβάσιμο περί του αντιθέτου ισχυρισμό των εφεσίβλητων, καθώς στην προθεσμία αυτή δεν υπολογίζονται τα διαστήματα αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω covid-19, σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ.1 Ν. 4690/2020 και 83 Ν.4790/2021.
Πρέπει, επομένως, (η έφεση) να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 533 παρ.1,2, 522 ΚΠολΔ). Δεν απαιτείται δε η κατάθεση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α ΚΠολΔ παραβόλου, από το εκκαλούν, καθώς το τελευταίο, ως Ν.Π.Δ.Δ., απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής αυτού (άρθρο 28 παρ.4 Ν.2579/1998, σε συνδ. με άρθρο 11 του κανονιστικού διατάγματος της 26 Ιουνίου-10 Ιουλίου 1944 ‘’Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου’’).
Όσον αφορά, όμως, στους πρόσθετους λόγους της κρινόμενης έφεσης, αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, διότι, ασκήθηκαν μεν με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ.2 του άρθρου 520 ΚΠολΔ, αλλά δεν κοινοποιήθηκαν στους εφεσίβλητους τριάντα (30) ημέρες πριν τη συζήτηση της έφεσης, όπως επίσης απαιτείται από την ως άνω διάταξη. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ….. Ε/24-1-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………, που προσκομίζει το εκκαλούν – ασκόν τους πρόσθετους λόγους, το δικόγραφο αυτών επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο των εφεσίβλητων (κατ΄άρθρο 143 παρ.1 ΚΠολΔ) στις 24-1-2022, οπότε μέχρι την ημερομηνία συζήτησης της έφεσης, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (3-2-2022), δεν έχει παρέλθει το ως άνω απαιτούμενο διάστημα.
Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 54 του Π.Δ. 18/1989 ‘’Η άσκηση της αίτησης αναιρέσεως (ενώπιον του ΣτΕ) δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός αν ειδικώς ορίζεται διαφορετικά’’. Ακόμη, με τις διατάξεις των παρ. 1, 2 του άρθρου 19 του Ν. 1715/1951, όπως η παρ. 2 αυτού συμπληρώθηκε με το άρθρο 41 παρ. 11 του Ν. 2065/1992, αφού το αρχικό άρθρο 19 (ήτοι, μόνο η σημερινή παρ.1), διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ, η ασκηθείσα από το Ελληνικό Δημόσιο αίτηση αναίρεσης κατά τελεσίδικης δικαστικής απόφασης (καταψηφιστικής) καθώς και η προθεσμία για την άσκησή της, αναστέλλουν τη σε βάρος του εκτέλεση της απόφασης, ακόμη και στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η τελευταία θα επιτρεπόταν (παρ.1), η δε εκτέλεση, ειδικότερα, αποφάσεων δικαστηρίων επί διοικητικών διαφορών ουσίας κατά του Δημοσίου αναστέλλεται μέχρις ότου αυτές καταστούν αμετάκλητες (παρ.2). Εξάλλου, κατά το άρθρο 199 παρ.1 του Ν. 2717/1999 (Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας – Κ.Δ.Δ.), όπως ήδη ισχύει, οι τελεσίδικες, οι ανέκκλητες και οι προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις, που εν γένει εκδίδονται από τα διοικητικά δικαστήρια, επί διαφορών που άγονται ενώπιον τους με αγωγές, αποτελούν εκτελεστούς τίτλους κατά το άρθρο 904ΚΠολΔ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν έχουν καταστεί αμετάκλητες, εφόσον έχουν καταψηφιστικό χαρακτήρα. Κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, ως προς το, κατά περίπτωση, επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης των κατά την προηγούμενη παράγραφο καταψηφιστικών αποφάσεων και τη διαδικασία της εκτέλεσής τους, εφαρμόζονται αναλόγως οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων, επομένως και εκείνες του άρθρου 19 του Ν. 1715/1951, μεταξύτων οποίων περιλαμβάνεται ειδική μεταγενέστερη συμπληρωματική πρόβλεψη για τις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων (παρ.2), η οποία δεν πρέπει, συνεπώς, να θεωρείται καταργημένη από τον Κ.Δ.Δ. Σύμφωνα με μία από τις υποστηριζόμενες απόψεις, οι ανωτέρω διατάξεις του Ν. 1715/1951 εισάγουν αδικαιολόγητη παρέκκλιση από το γενικό δικονομικό κανόνα του εκτελεστού των τελεσίδικων καταψηφιστικών δικαστικών αποφάσεων, μόνο για την περίπτωση που ο εναγόμενος -καθ΄ου η εκτέλεση είναι το Δημόσιο. Έτσι, όμως, παραβιάζονται οι καθιερούμενες με τα άρθρα 4 παρ.1 και 20 παρ.1 του Συντάγματος αρχές της ισότητας ενώπιον του νόμου και της παροχής έννομης προστασίας υπό καθεστώς ισότητας. Με το σκεπτικό αυτό οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του Ν. 1715/1951 είναι ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές και συνεπώς δεν εφαρμόζονται (βλ.ad hoc Εφ.Αθ. 4486/2006 ΝοΒ 2007.1598, Εφ.Αθ. 1837/2007 ΝοΒ 2007.1143, ομοίως Στ. Σταματόπουλος, ‘’Αναγκαστική Εκτέλεση εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου’’, έκδοση 2000, σελ. 35-41,αντίθετα ΑΠ 199/2007 ΕΠΟΛΔ 2008.80, Εφ.Αθ. 588/2010 ΕλλΔνη 2011.545). Περαιτέρω, όμως, από τις ίδιες διατάξεις του Ν. 1715/1951 και του Κ.Δ.Δ., συνάγεται ότι η, εκ μέρους του Δημοσίου και των λοιπών νομικών προσώπων, που αναφέρονται στην πρώτη από αυτές, άσκηση αίτησης αναίρεσης κατά τελεσίδικης καταψηφιστικής απόφασης διοικητικού δικαστηρίου, καθώς και η προς άσκηση αυτής προθεσμία, δεν έχουν, σε καμία περίπτωση, ως συνέπεια, εκτός από την αναστολή της εκτελεστότητας της απόφασης, και την αναστολή επέλευσης των έννομων συνεπειών του δεδικασμένου, το οποίο απορρέει από την τελεσίδικη αυτή απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 197 παρ. 1 του Ν. 2717/1999 (Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας). Εξάλλου, η τελεσίδικη απόφαση, που εκδίδεται από τα ίδια δικαστήρια επί αναγνωριστικής αγωγής για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημίωσης, τέμνει τη διαφορά, όπως και εκείνη που εκδίδεται επί καταψηφιστικής αγωγής, και παράγει, συνεπώς, δεδικασμένο μεταξύ των ίδιων διαδίκων το οποίο δεσμεύει το δικαστήριο που θα επιληφθεί επιγενομένως επί αντίστοιχης καταψηφιστικής αγωγής, που θα έχει όμοια πραγματική αιτία με το δικαίωμα, που ήδη κρίθηκε, κατόπιν της αναγνωριστικής αγωγής και θα στηρίζεται στην ίδια με αυτό νομική βάση. Το εν λόγω δεδικασμένο καταλαμβάνει την ύπαρξη του δικαιώματος και τις απορρέουσες από αυτό έννομες συνέπειες, η δε έκτασή του προσδιορίζεται από το περιεχόμενο του αιτήματος που απευθύνεται στο δικαστήριο. Ο ενδιαφερόμενος διάδικος, που έχει έννομο συμφέρον για την απόκτηση εκτελεστού τίτλου, μπορεί να ασκήσει, κατά του εναγόμενου στην προηγούμενη αναγνωριστική δίκη, καταψηφιστική αγωγή, οπότε, κατά την εκδίκαση της τελευταίας αυτής αγωγής, ως βάση τίθεται το δεδικασμένο, που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση. Επομένως, το δικαίωμα του ενάγοντος, που πέτυχε την έκδοση τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης υπέρ αυτού και κατά του Δημοσίου, να ασκήσει ακολούθως και καταψηφιστική αγωγή κατά του τελευταίου, στηριζόμενη στην ίδια ιστορική και νομική αιτία και να επικαλεσθεί το δεδικασμένο, που απορρέει από την τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, δεν επηρεάζεται από οποιουσδήποτε περιορισμούς τυχόν ισχύουν ως προς την εκτελεστότητα της καταψηφιστικής απόφασης, που πρόκειται να εκδοθεί κατόπιν της δεύτερης καταψηφιστικής αγωγής, άρα και από εκείνους που αναφέρονται στο άρθρο 19 του Ν. 1715/1951 (βλ. ad hoc ΑΠ 369/2014 ΝοΒ 2014.1658, Εφ.Αθ.2836/2012, ΣτΕ 2340/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 12/2011 ΝοΒ 2011.809, ΣτΕ 1077/2010, ΣτΕ 1311/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από όλα τα ανωτέρω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, προκύπτει ότι ο διάδικος που επέτυχε να εκδοθεί υπέρ αυτού τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση διοικητικού (ή πολιτικού) δικαστηρίου κατά του Δημοσίου, μπορεί, προκειμένου να αποκτήσει και σχετικό εκτελεστό τίτλο, να ζητήσει να εκδοθεί, με βάση την εν λόγω απόφαση και το δεδικασμένο που παράγεται από αυτήν για την απαίτηση, διαταγή πληρωμής, από τον δικαστή του αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου. Στην περίπτωση δε αυτή, η έκδοση διαταγής πληρωμής για την απαίτηση, δεν εμποδίζεται από τις ανωτέρω διατάξεις του Ν. 1715/1951, με βάση το ότι η επικαλούμενη τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου δεν έχει καταστεί αμετάκλητη (όπως ακριβώς δεν εμποδίζεται και η έκδοση αντίστοιχης καταψηφιστικής απόφασης), διότι η ενέργεια αυτή ανάγεται στις έννομες συνέπειες του δεδικασμένου της επικαλούμενης αναγνωριστικής απόφασης και όχι στην εκτελεστότητα, στην οποία αναφέρονται οι επίμαχες διατάξεις του Ν. 1715/1951 και την οποία εξ ορισμού στερούνται οι αναγνωριστικές αποφάσεις (Εφ.Αθ.461/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Εξάλλου, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 94 παρ.4 εδάφ. γ΄ του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής ‘’οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει’’, κατά δ’ αυτή του άρθρου 95 παρ.5 του Συντ. ‘’Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει…Νόμος ορίζει αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης’’. Σε εκτέλεση της πρώτης από τις παραπάνω διατάξεις εκδόθηκε ο Ν.3068/2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι, το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται, χωρίς καθυστέρηση, προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και, ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει. Επακολούθησε ο Ν.3301/2004, με το άρθρο 20 του οποίου προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του Ν.3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ΄ – ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 623 επ. του ίδιου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Ακόμη, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλο του, κυρώθηκε με τον Ν.2462/1997, και άρχισε να ισχύει γιατην Ελλάδα από 5-8-1997 (Ανακοίνωση Υπ.Εξωτ. Φ.0546/62/Α1/292/Μ.2870/ 7-5-1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 παρ. 3 αυτού ορίζει ότι: ‘’Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεση του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητα τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική… αρχή … θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και θα προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή’’. Εξάλλου, το άρθρο 14 παρ. 1 εδ. α΄ του ίδιου Συμφώνου ορίζει ότι: ‘’Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί από… δικαστήριο…το οποίο θα αποφασίσει … και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα’’. Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974, καθώς και με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δραστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητα της (Ολ.ΑΠ 21/2001). Από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και της Ε.Σ.Δ.Α. σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, είναι αναγκαίο να συμπεριληφθούν στους τίτλους που μπορούν να εκτελεστούν κατά του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ. και οι διαταγές πληρωμής, αφού, ναι μεν αυτές εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθ’ού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοση τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφενός μεν επιλύουν διαφορές, αφετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθ’ού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή του προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής, όσο και ως προς την απαίτηση. Από τα παραπάνω παρέπεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 20 Ν.3301/2004 κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ’ αυτήν εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος, και των Διεθνών Συμφώνων (ΑΠ 2347/2009) και επομένως είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, Ο.Τ.Α. και Ν.Π.Δ.Δ., και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή, της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 18/2005, ΑΠ 369/2004, ΑΠ 1264/2011 ΑΠ 1965/2011, ΑΠ 1371/2018, ΑΠ 751/2017, ΑΠ 431/2015, ΑΠ 2347/2009, Εφ.Πατρ.375/2020, Εφ.Αθ.461/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Περαιτέρω, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου (άρθρα 117 και 118 ΚΠολΔ), σαφή έκθεση των γεγονότων (άρθρο 216 ΚΠολΔ), που στηρίζουν τους λόγους της, για τους οποίους ζητείται η ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Οι λόγοι αυτοί μπορούν να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθού η ανακοπή, ενστάσεις, οι οποίες πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένες, διότι στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 1026/2013, ΑΠ 1266/2011, ΑΠ 662/2010, ΑΠ 1180/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 2008.424, Εφ.Αθ. 1159/2012 ΔΕΕ 2012.676). Συγκεκριμένα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με την διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής, πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης (ΑΠ 368/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 916/2002 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 489/1997 ΕλλΔνη 1998.103, Εφ.Πειρ. 37/2016, Εφ.Πειρ. 405/2015, Εφ.Πειρ. 627/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την αληθή δε έννοια της διάταξης του άρθρου 633 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βάσιμα μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα, δηλαδή η μερική ακύρωση της διαταγής, δεδομένου ότι δεν συντρέχει λόγος, νομικός ή άλλος, για την ολική ακύρωσή της (ΑΠ 368/2019 ο.π., Εφ.Δυτ.Μακ. 25/2019, Εφ.Θεσ. 1224/2017, Εφ.Πειρ. 37/2016, Εφ.Πειρ.(Μον). 266/2020 αδημ., Εφ.Αθ.(Μον). 327/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθ. 262 παρ. 1ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, συνάγεται, ότι στοιχεία της ένστασης απόσβεσης χρηματικής ενοχής με καταβολή (εξόφλησης) είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής (ΑΠ 417/2018, ΑΠ 818/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, το ανακόπτον – ήδη εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ., ζητούσε με την από 6-6-2019, με ειδικό αριθμό κατάθεσης …../2019, ανακοπή του κατά των καθ’ών η ανακοπή – ήδη εφεσίβλητων, καθώς και τους από 30-7-2019, με ειδικό αριθμό κατάθεσης ……/2019, πρόσθετους λόγους αυτής, να ακυρωθεί, για τους εκεί αναφερόμενους λόγους, η υπ’αρ. …./2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε να καταβάλει στους καθ’ών η ανακοπή, ως κεφάλαιο, το συνολικό ποσό των 559.051,35 ευρώ (όπως τα επιμέρους ποσά εξειδικεύονται για καθέναν από αυτούς), πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων.
Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 4022/2019), το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας, όπως προεκτέθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε παραδεκτή την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής, στη συνέχεια έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή (ως προς τους τρίτο και τέταρτο των λόγων της), ακύρωσε εν μέρει την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ήτοι μόνο κατά το σκέλος της που αφορούσε το ποσοστό των τόκων επί της επιδικασθείσας απαίτησης και την ημερομηνία έναρξης της τοκοφορίας αυτής, απέρριψε δε τους λοιπούς λόγους (πρώτο και δεύτερο) της ανακοπής αλλά και τους πρόσθετους λόγους της (που ουσιαστικά αποτελούσε έναν πρόσθετο λόγο) και επικύρωσε κατά τα λοιπά την εν λόγω διαταγή πληρωμής.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης, παραπονείται το ανακόπτον – εκκαλούν, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή η ανακοπή του.
Από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, προκύπτει ότι, κατόπιν αίτησης των καθ’ων η ανακοπή – ήδη εφεσίβλητων, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’αρ. ……/2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η εν λόγω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε για απαιτήσεις διαφορών αποδοχών των καθ’ών, ιατρών απασχολούμενων στο ανακόπτον Ν.Π.Δ.Δ., οι οποίες αναγνωρίστηκαν ότι οφείλει το τελευταίο να καταβάλει σε έκαστο εξ αυτών (καθ’ών), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη διαταγή επιμέρους ποσά, βάσει της υπ΄αρ. 5061/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία κατέστη τελεσίδικη, μετά την κατ’ ουσία απόρριψη της έφεσης κατ’ αυτής με την υπ’ αρ. 649/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς.Εν συνεχεία, κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής άσκησαν οι ανακόπτοντες την ένδικη ανακοπή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.
Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης και τους συναφείς με αυτόν δεύτερο και τρίτο λόγους αυτής, το ανακόπτον – εκκαλούν παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως μη νόμιμο τον πρώτο λόγο της ανακοπής του. Με τον λόγο αυτό ζητούσε να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, διότι κατά της παραπάνω (υπ΄αρ. ……/2018) τελεσίδικης απόφασης, με βάση την οποία εκδόθηκε (η διαταγή), έχει ασκήσει αναίρεση την 1-3-2019. Σύμφωνα δε με το επικαλούμενο από το ανακόπτον άρθρο 19 του Ν. 1715/1951, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 41 παρ. 11 του Ν. 2065/1992 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 περ. 18 του ΕισΚΠολΔ, η άσκηση αναίρεσης και η προθεσμία αυτής, αναστέλλει την εκτέλεση σε βάρος του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. Ο λόγος αυτός όμως της ανακοπής, είναι πράγματι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι, όπως εκτενώς αναφέρθηκε στην υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη της παρούσας, επιτρέπεται η έκδοση διαταγής πληρωμής δυνάμει αναγνωριστικής απόφασης σε βάρος του Δημoσίoυ και των Ν.Π.Δ.Δ., καθώς στην περίπτωσηαυτή, η έκδοση διαταγής πληρωμής για την απαίτηση, δεν εμποδίζεται από τις ανωτέρω διατάξεις του Ν. 1715/1951 με βάση το ότι η επικαλούμενη τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου δεν έχει καταστεί αμετάκλητη (όπως ακριβώς δεν εμποδίζεται και η έκδοση αντίστοιχης καταψηφιστικής απόφασης), καθώς η ενέργεια αυτή ανάγεται στις έννομες συνέπειες του δεδικασμένου της επικαλούμενης αναγνωριστικής απόφασης και όχι στην εκτελεστότητα, στην οποία αναφέρονται οι επίμαχες διατάξεις του Ν. 1715/1951και την οποία εξ ορισμού στερούνται οι αναγνωριστικές αποφάσεις. Οπότε πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι ως άνω λόγοι της έφεσης.
Πέραν τούτου, σύμφωνα με τα επίσης αναλυτικά αναφερθέντα στην υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα σκέψη, το άρθρο του 20 Ν. 3301/2004, κατά το οποίο δεν είναι δικαστικές αποφάσεις και δεν εκτελούνται σε βάρος του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ., μεταξύ άλλων, και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 94 παρ. 4 και 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 2 παρ. 3, 14 παρ. 1 εδ. α΄ του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (το οποίο, μαζί με το προαιρετικό πρωτόκολλό του, κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997) και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974), που έχουν υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 Συντάγματος). Επομένως, ο δεύτερος λόγος της ανακοπής του ανακόπτοντος – εκκαλούντος με τον οποίο, επικαλούμενο τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 1 του Ν. 3068/2002, όπως προστέθηκε με το ως άνω άρθρο 20 του Ν. 3301/2004, υποστήριζε ότι ακύρως εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής σε βάρος του, διότι ως Ν.Π.Δ.Δ. εξαιρείται της αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει διαταγής πληρωμής, είναι επίσης απορριπτέος ως μη νόμιμος, όπως ορθά κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση. Κατ΄ ακολουθία των παραπάνω, ως αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί και ο τέταρτος λόγος της κρινόμενης έφεσης με τον οποίο το εκκαλούν παραπονείται για την απόρριψη του ως άνω λόγου της ανακοπής του από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Περαιτέρω, με τον πέμπτο λόγο της έφεσής του, αλλά και εν μέρει με τον τρίτο λόγο αυτής, το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι, κατ΄ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως αόριστο τον πρόσθετο λόγο της ανακοπής του, με τον οποίο ζητούσε την μερική ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, επικαλούμενο καταβολή μέρους των οφειλόμενων αποδοχών των καθ’ών, για το χρονικό διάστημα 13-11-2014 έως και 31-12-2016, που αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ των μηνιαίων αποδοχών,τις οποίες θα δικαιούνταν να λάβουν βάσει των μισθολογικών διατάξεων που ίσχυαν κατά την 31-7-2012και των μηνιαίων αποδοχών, οι οποίες τους καταβλήθηκαν με βάση τις διατάξεις του Ν.4093/2012 και έχουν ήδη εισπραχθεί από αυτούς (καθ’ών) δυνάμει του άρθρου 11 Ν.4575/2018 και της σχετικής υπουργικής απόφασης, καθώς και τα προβληθέντα με την από 25-9-2019 προσθήκη των πρωτόδικων προτάσεών τους, αμφισβητώντας το ύψος και συνακόλουθα και το εκκαθαρισμένο της απαίτησης. Ο παραπάνω, ωστόσο, ισχυρισμός και συνεπώς και ο σχετικός πρόσθετος λόγος της ανακοπής, είναι απορριπτέος, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο ΙΙΙ μείζονα σκέψη, ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας. Κι αυτό διότι, δεν αναφέρονται, από το ανακόπτον, ποια συγκεκριμένα ποσά καταβλήθηκαν σε καθέναν από τους καθ’ών, σε τι αφορούσαν αυτά καθώς και ο χρόνος καταβολής τους, όπως απαιτείται κατά τα προεκτεθέντα, δεδομένου ότι, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με την διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης, αλλά πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα, παρά τα όσα, περί του αντιθέτου, αβάσιμα υποστηρίζει το ανακόπτον- εκκαλούν, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού του, είτε το νόμιμο ύψος της οφειλής του, όπως αυτό θα ήταν αν δεν είχε λάβει χώρα η επικαλούμενη καταβολή, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νόμιμου ύψους του επιδικασθέντος, με τη διαταγή πληρωμή, ποσού και η ακύρωση (αν ήθελε κριθεί ο λόγος αυτός, ουσιαστικά βάσιμος) της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος, καθώς, όπως επίσης αναφέρθηκε στη σχετική μείζονα σκέψη, δεν συντρέχει λόγος, νομικός ή άλλος, για την ολική ακύρωσή της. Το επικαλούμενο δε από το ανακόπτον, με τις πρωτόδικες προτάσεις του, υπ΄αρ.πρωτ. …../18-7-2019 έγγραφο της Οικονομικής Υπηρεσίας του ίδιου (του ανακόπτοντος), πέραν του ότι δεν μπορεί να θεραπεύσει την αοριστία αυτή, σε κάθε περίπτωση, αφενός μεν δεν φέρει υπογραφή από τον αναφερόμενο Διευθυντή του, αφετέρου δε αναφέρονται σε αυτό τα συνολικά ποσά που έχουν καταβληθεί στους καθ΄ών η ανακοπή, χωρίς να προσδιορίζεται το χρονικό διάστημα και τα επιμέρους κονδύλια, που αφορούν οι καταβολές, όπως απαιτείται κατά τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω, το ανακόπτον – εκκαλούν, για πρώτη φορά με την προσθήκη στις πρωτόδικες προτάσεις του, επικαλείται έγγραφο (το σχετικό 4), που αφορά σε καταβολές στην πρώτη των καθ’ών. Πλην όμως, ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι πρόκειται για αοριστία που δύναται να θεραπευτεί με παραπομπή σε έγγραφο, όπως ισχυρίζεται το εκκαλούν, απαραδέκτως η θεραπεία επιχειρείται με την προσθήκη – αντίκρουση, που κατατέθηκε μετά τη συζήτηση της ανακοπής (ΑΠ 111/2020, ΑΠ 1515/2018, ΑΠ 910/2017, ΑΠ 1004/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ούτε με τα υπ΄αρ.πρωτ. …../30-1-2020 και ../31-1-2022 έγγραφα του εκκαλούντος, που προσκομίζει το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, μπορεί να συμπληρωθεί η εν λόγω αοριστία. Επομένως, και ο ως άνω λόγος της έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Με τον έκτο και τελευταίο λόγο της έφεσης, το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι,κατά το χρόνο έκδοσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής (…/16-5-2019), αλλά και κατάθεσης της από 25-4-2019 σχετικής αίτησης, ο τρίτος αιτών . ….., δεν ήταν εν ζωή, καθώς απεβίωσε στις 4-5-2017, οπότε ως προς αυτόν πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Ο ως άνω λόγος της έφεσης είναι πράγματι βάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από το εκκαλούν ………/26-11-2021 έγγραφό του, συνομολογείται δε και από τους εφεσίβλητους, ο εν λόγω αιτών είχε ήδη αποβιώσει κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία. Συνεπώς, ως προς αυτόν, ακύρως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής.
Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν και δεν ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής όσον αφορά στον θανόντα – τρίτο αιτούντα ………. (κληρονόμοι του οποίου φέρονται οι 21η, 22ος και 23η των εφεσίβλητων), έσφαλε, οπότε πρέπει να γίνει δεκτός ο ως άνω έκτος λόγος της έφεσης. Κατά τα λοιπά, όμως, (το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) ορθά εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένων των λοιπών ανωτέρω αναφερθέντων λόγων αυτής (έφεσης). Ωστόσο, για την ενότητα της εκτέλεσης, η εκκαλουμένη απόφασηθα εξαφανιστεί στο σύνολό της, ήτοι και ως προς τα μέρη της σχετικά με τα οποία απορρίφθηκε η έφεση, αλλά και ως προς αυτά που δεν θίγονται με την τελευταία. Ακολούθως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη έφεση και ως ουσιαστικά βάσιμη και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ ουσία, (πρέπει), αφού συνεκδικασθεί η ένδικη ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής ως προς τον τρίτο αιτούντα …………., καθώς επίσης ως προς το μέρος αυτής, που αφορά στην τοκοφορία των επιδικασθέντων απαιτήσεων των λοιπών αιτούντων – καθ΄ών η ανακοπή. Συγκεκριμένα, να περιοριστεί το ποσοστό του τόκου σε 6%, που αφορά στο Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., το οποίο ορίστηκε και με την υπ΄αρ. 649/2018 προαναφερθείσα τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (που επικύρωσε την υπ΄αρ. 5061/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας επί της από 24-2-2017 αγωγής των καθ΄ών η ανακοπή κατά της ανακόπτοντος), με βάση το δεδικασμένο της οποίας εκδόθηκε η επίμαχη διαταγή πληρωμής,καθώς επίσης να οριστεί η έναρξη αυτής (τοκοφορίας) από την επομένη της επίδοσης της ως άνω αγωγής. Κατά τα λοιπά πρέπει να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, απορριπτομένων των λοιπών λόγων της ανακοπής και του πρόσθετου λόγου αυτής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, α) την από 16-12-2021, με ειδικό αριθμό κατάθεσης …../2021, έφεση και β) τους από 23-1-2022, με ειδικό αριθμό κατάθεσης …../2022, πρόσθετους λόγους αυτής, κατά της υπ’αρ. 4022/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
Απορρίπτει τους πρόσθετους λόγους της έφεσης ως απαράδεκτους.
Δέχεται τυπικά την έφεσηκαι εν μέρει και στην ουσία.
Εξαφανίζει την υπ΄αρ. 4022/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
Κρατεί την υπόθεση και συνεκδικάζει την από 6-6-2019, με ειδικό αριθμό κατάθεσης …./2019, ανακοπή, καθώς και τους από 30-7-2019, με ειδικό αριθμό κατάθεσης …./2019, πρόσθετους λόγους αυτής.
Δέχεται εν μέρει την ανακοπή και
Απορρίπτει τους πρόσθετους λόγους αυτής.
Ακυρώνει εν μέρει την υπ’αρ. …../2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ειδικότερα: α) όσον αφορά στον τρίτο αιτούντα ……, β)κατά το σκέλος της σχετικά με την τοκοφορία της επιδικασθείσας απαίτησης, αφενός μεν, πέραν του νόμιμου ποσοστού τόκου που αφορά στο Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., το οποίο (ποσοστό του τόκου) περιορίζει σε 6%, αφετέρου δε,ως προς την έναρξη αυτής (τοκοφορίας) από την επίδοση της αγωγής, την οποία (έναρξη τοκοφορίας) ορίζει από την επομένη της επίδοσης της από 24-2-2017, με ειδικό αριθμό κατάθεσης …./2017, αγωγής των ήδη καθ΄ών η ανακοπή – εφεσίβλητων κατά του ήδη ανακόπτοντος -εκκαλούντος, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δηλ. από 1-3-2017.
Επικυρώνει κατά τα λοιπά την υπ’αρ. …./2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 19 Μαΐου 2022 και Δηµοσιεύθηκε στις 27 Μαίου 2022, σε έκτακτη δηµόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ