Αριθμός απόφασης
39/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη γραμματέα, E.T..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση η από 1-4-2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../4/4/2016) έφεση του εναγομένου κατά της υπ’αριθμ. 181/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε επί της από 29-1-2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./12-2-2015) αγωγής της ενάγουσας κατ’αυτού, περί καταβολής οφειλομένων αποδοχών υπερημερίας, με την από 16-10-2019 (με αύξ. αριθμ. εκθ.καταθ. …………./17-10-2019) κλήση της εφεσίβλητης, μετά την έκδοση της υπ’αριθμ. 469/2019 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία ανέβαλε την εκδίκασή της, κατ’άρθρο 249 του ΚΠολΔ, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η δίκη επί των από 15-7-2012 (με αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./16-7-2012) και από 10-10-2012 (με αύξ.αριθμ. εκθ. καταθ. …./11-10-2012) αγωγών της ιδίας κατ’αυτού. Όπως δε έχει ήδη κριθεί με την ως άνω μη οριστική απόφαση, η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και, επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη.
Η απόρριψη του αιτήματος για αναβολή της συζήτησης κατά το άρθρο 249 του ΚΠολΔ δεν θεμελιώνει λόγο έφεσης, αφού το Δικαστήριο, έχοντας, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο διακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει το αίτημα αναβολής, δεν υποπίπτει στο σφάλμα της παράλειψης να αποφανθεί, ούτε πρόκειται για σφάλμα του διαδίκου που μπορεί να επανορθωθεί, πολύ δε περισσότερο αφού το διατακτικό της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δεν θεμελιώνεται στην παραδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού (ΕφΛαρ 292/2015 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2016.75, ΕφΠατρ (Μον) 17/2020, ΕφΔωδ (Μον) 204/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη του ως άνω αιτήματός του, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος. ενώ τυγχάνει και αλυσιτελής πλέον, εφόσον η εκδίκαση της έφεσης αναβλήθηκε τελικά, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, για τον παραπάνω λόγο.
Αβάσιμος, επίσης, τυγχάνει και ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών επανέφερε τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του περί αοριστίας της αγωγής, συνιστάμενης αυτής στην έλλειψη μνείας των συγκεκριμένων ενεργειών στις οποίες η ενάγουσα προέβη, προκειμένου να την απασχολήσει εκ νέου και εκείνος αρνήθηκε, όπως ορθώς κρίθηκε από την εκκαλουμένη αλλά και την προμνημονευθείσα υπ’αριθμ. 469/2019 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, καθόσον, η εκ του άρθρου 656 του ΑΚ αξίωση του μισθωτού, όπως εν προκειμένω, για μισθούς υπερημερίας, λόγω αρνήσεως του εργοδότη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, μετά την άκυρη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, στηρίζεται στη σύμβαση εργασίας και, συνεπώς, για να είναι ορισμένη η σχετική αγωγή, πρέπει να εκτίθενται σε αυτή η κατάρτιση της συμβάσεως εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός του μισθωτού και η άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του, με την αναφορά, όμως, του στοιχείου της καταγγελίας, καθίσταται περιττή η μνεία, περί πραγματικής και προσήκουσας προσφοράς της εργασίας του ενάγοντος μισθωτού, διότι η καταγγελία της συμβάσεως εμπεριέχει και δήλωση της βουλήσεως του εργοδότου, για μη αποδοχή στο μέλλον των υπηρεσιών του απολυθέντος (ΑΠ 787/2017, ΑΠ 606/2017, ΑΠ 429/2016, ΕφΘεσ (Μον) 1274/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Σε συνάφεια προς τα ανωτέρω, ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι την άρση της υπερημερίας του να καταβάλλει τις αποδοχές υπερημερίας στον απολυθέντα μισθωτό (ΑΠ 1594/2017, ΑΠ 525/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ο οποίος δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του (ΑΠ 1594/2017 ό.π, ΕφΑθ (Μον) 428/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Δικαίωμα να απαιτήσει τον μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Και ναι μεν ο εργαζόμενος, όπως ήδη εκτέθηκε δεν είναι υποχρεωμένος και σε αυτή την περίπτωση να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο, ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από τον μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού (ΑΠ 613/2018, ΑΠ 118/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, η τυχόν άρση της υπερημερίας ή η απαλλαγή του εργοδότη για καταβολή του μισθού για οποιοδήποτε λόγο δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής, αλλά περιεχόμενο ενστάσεως του εναγομένου εργοδότη (ΑΠ 787/2017 ό.π), ο οποίος μπορεί να άρει την υπερημερία του με την επαναπρόσληψή του μισθωτού ή με δήλωση ότι δέχεται τις υπηρεσίες του υπό τους ίδιους όρους εργασίας ή με μεταγενέστερη έγκυρη καταγγελία της αυτής σύμβασης (ΑΠ 363/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επίσης, το δικαίωμα του εργαζομένου να αξιώσει μισθούς υπερημερίας κατά το άρθρο 656 του ΑΚ υπόκειται, όπως κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή απαγορεύεται η άσκησή του αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Τέτοια υπέρβαση υπάρχει και όταν κατά το διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη του ο εργαζόμενος παραμένει θεληματικά άνεργος, αποφεύγοντας αδικαιολόγητα και κακόβουλα να επιδιώξει την εξεύρεση άλλης εργασίας, την οποία μπορεί να ανεύρει και να παράσχει ευχερώς, για να εισπράττει τους μισθούς υπερημερίας χωρίς να εργάζεται. Για να θεωρηθεί δηλαδή καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του εργαζομένου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας απαιτείται δόλια και κακόβουλη αποφυγή της απασχολήσεώς του και δεν αρκεί ότι δεν βρήκε άλλη εργασία από αμέλεια. Για να είναι δε ορισμένη η σχετική ένσταση του εργοδότη, πρέπει αυτός να αναφέρει: α) την εργασία την οποία ο εργαζόμενος μπορούσε να εκτελέσει, χωρίς να είναι απαραίτητο να προσδιορίζεται συγκεκριμένη επιχείρηση, β) τους λόγους για τους οποίους είναι κακόβουλη η μη απασχόληση του εργαζομένου αλλού, γ) την ωφέλεια που θα αποκόμιζε (ΑΠ 1451/2019, ΑΠ 613/2018, ΑΠ 414/2016, ΑΠ 363/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Τα ίδια στοιχεία πρέπει να αναφέρονται και στην απόφαση του δικαστηρίου, για να είναι επαρκώς αιτιολογημένη (ΑΠ 1451/2019, ΑΠ 613/2018, ΑΠ 414/2016, ΑΠ 363/2015 ό.π). Μόνη η μακρά διάρκεια του διαστήματος για το οποίο ζητούνται αποδοχές υπερημερίας, χωρίς παράλληλα να είναι δόλια και κακόβουλη η αποφυγή του εργαζομένου προς ανεύρεση εργασίας, δεν καθιστά την άσκηση της σχετικής αξίωσης, καταχρηστική (ΑΠ 1451/2019, ΑΠ 613/2018, ό.π, ΑΠ 118/2017). Για το ορισμένο δε της ένστασης του εργοδότη από το άρθρο 656 εδ. τελ. του ΑΚ, δηλαδή για την αφαίρεση από τις αποδοχές υπερημερίας του εργαζομένου της ωφέλειας του τελευταίου από την κατά τη διάρκεια της υπερημερίας του εργοδότη ματαίωση της εργασίας του ή από την παροχή της αλλού, πρέπει να προσδιορίζεται συγκεκριμένα η ωφέλεια του εργαζομένου κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα και να αποδίδεται αυτή στην υπερημερία του εργοδότη, σε περίπτωση δε που η ωφέλεια αυτή συνίσταται σε αποδοχές που έλαβε ο εργαζόμενος παρέχοντας την εργασία του σε άλλον εργοδότη, πρέπει να κατονομάζεται ο εργοδότης, στον οποίο απασχολήθηκε ο εργαζόμενος, να προσδιορίζεται το είδος εργασίας που παρείχε και το ποσό των αποδοχών που έλαβε σε συγκεκριμένο χρόνο (ΑΠ 1451/2019, ό.π, ΑΠ 1162/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ως και περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η συνδρομή του στοιχείου της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας που απεκόμισε ο εργαζόμενος (ΑΠ 1451/2019 ό.π).
Ο εκκαλών με τον τρίτο λόγο της έφεσής του επαναφέρει τον και πρωτοδίκως υποβληθέντα ισχυρισμό του ότι, με βάση την πολυετή εμπειρία της, η ενάγουσα μπορούσε να εργαστεί σε αρκετές επιχειρήσεις εκτυπώσεων-ετικετών είτε ως εργάτρια, είτε ως χειρίστρια μηχανής, πλην όμως αδικαιολόγητα και κακόβουλα δεν κατέβαλε οποιαδήποτε προσπάθεια εξεύρεσης άλλης εργασίας, ανάλογης προς τις ικανότητες και τα προσόντα της. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, την καταλυτική της αγωγής ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος. Παράλληλα, ο εκκαλών με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του επανυποβάλλει τον προταθέντα και πρωτοδίκως, με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών του, ισχυρισμό του περί έκπτωσης της ωφέλειας που αποκόμισε η ενάγουσα από την παροχή άλλης εργασίας. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος προβλήθηκε απαραδέκτως, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέστηκε για το ορισμένο της τα στοιχεία που αναφέρονται στην προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, και ορθώς απορρίφθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν προτείνεται παραδεκτά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, διότι δεν συντρέχουν οι όροι της βραδείας προβολής του, κατ’άρθρο 527 του ΚΠολΔ, σε κάθε δε περίπτωση τυγχάνει αόριστος, αφού ο εκκαλών και πάλι παραλείπει να παραθέσει τα απαραίτητα για τη θεμελίωσή του στοιχεία.
Επίσης, με τον πέμπτο λόγο της έφεσής του διατείνεται, όπως και πρωτοδίκως ότι, γενομένης δεκτής της αγωγής, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, εφόσον θα επέλθει βλάβη στο δικαίωμά του περί παροχής έννομης προστασίας, που είναι δυσανάλογη της προσδοκώμενης υπέρ της ενάγουσας ωφέλειας, που συνίσταται στους μισθούς υπερημερίας που αξιώνει με αυτήν. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, όπως ορθώς έκρινε και η εκκαλουμένη, διότι η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας δεν επιβάλει στάθμιση της ωφέλειας του δικαιούχου με τη ζημία του υπόχρεου, και ο μόνος δυνατός έλεγχος είναι εκείνος της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος.
Περαιτέρω, με τον έκτο λόγο της έφεσής του, ο ενάγων επαναφέρει τον ισχυρισμό του περί αποκλειστικής υπαιτιότητας άλλως συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην πρόκληση της ζημίας της, σε ποσοστό 90%, κατ’άρθρο 300 του ΑΚ, αφού μπορούσε να ανεύρει άλλη εργασία με ίσο ή μεγαλύτερο ημερομίσθιο. Ο ισχυρισμός αυτός, όπως διατυπώνεται, κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι, η παραπάνω διάταξη που ο εκκαλών επικαλείται, προϋποθέτει ευθύνη προς αποζημίωση, ενδοσυμβατική, εξωσυμβατική ή και προσυμβατική (Α.Γεωργιάδης-Μ.Σταθόπουλος «αστικός κώδιξ», τόμος ΙΙ, σελ. 106, αρ,2), ενώ εν προκειμένω οι ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας κατατείνουν στην καταβολή των αποδοχών της, σε εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων του εναγομένου, λόγω της ακυρότητας της απόλυσής της. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας στην ίδια κρίση, αν και με διαφορετική αιτιολογία, σωστά κατ’αποτέλεσμα έκρινε. Τέλος, ο εκκαλών με τον έβδομο λόγο της έφεσής του, επαναφέρει τον ισχυρισμό του ότι η ενάγουσα δεν κατέβαλε στην ενάγουσα την προβλεπόμενη αποζημίωση, στην οποία αυτή πρόδηλα αποσκοπούσε, υπολαμβάνοντας συγγνωστά ότι με τον τρόπο αυτό λύθηκε εγκύρως η σύμβαση εργασίας, γεγονός που αποκλείει την υπερημερία του. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός, και αληθής υποτιθέμενος, τυγχάνει μη νόμιμος, όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη, διότι δεν βρίσκει έρεισμα στον νόμο. Συγκεκριμένα, εφόσον η μη καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης καθιστά άκυρη άνευ άλλου τινός την καταγγελία με αυτοδίκαια συνέπεια, κατά τα προεκτεθέντα στην οικεία σκέψη, την περιέλευση του εργοδότη σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζομένου και παρεπομένως την υποχρέωσή του για καταβολή των αποδοχών του.
Επομένως, οι άνω λόγοι, δηλαδή ο τέταρτος έως και πέμπτος λόγος, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων οι υπ’αριθμ. …../28-9-2012, …., …./23-1-2013 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών και η υπ’αριθμ. …../4-3-2013 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που έχουν ληφθεί εξ αφορμής άλλης δίκης και αποτελούν απλά έγγραφα (ΑΠ 412/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 897/2014, ΕΦΑΔ 2014.927), ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Όπως έχει ήδη κριθεί πρωτοδίκως και δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, η ενάγουσα προσελήφθη από τον εναγόμενο, ο οποίος διατηρεί βιοτεχνία ετικετών και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις στον …. Αττικής, στις 8-12-2003, ως ανειδίκευτη εργάτρια, με πενθήμερη αρχικά, από Δευτέρα έως Παρασκευή, και στη συνέχεια τετραήμερη εβδομαδιαία εργασία, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, σε εκτέλεση της οποίας αυτή πράγματι του παρείχε τις υπηρεσίες της μέχρι τις 2-5-2012, οπότε και ο εναγόμενος κατήγγειλε την εργασιακή της σχέση, χωρίς να τηρήσει τον έγγραφο τύπο και να της καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως. Με αμφότερες τις προηγηθείσες από 15-7-2012 (αριθμ. καταθ. …/16-7-2012) και από 10-10-2012 (αρ.καταθ. …../2012) αγωγές της, η ενάγουσα ζητούσε, μεταξύ άλλων, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της. Επί των αγωγών αυτών, που συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε αρχικά η υπ’αριθμ. 4711/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και, επί εφέσεων που άσκησαν οι διάδικοι, η υπ’αριθμ. 8/2015 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Κρίθηκε, επομένως, με δύναμη δεδικασμένου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 321, 322 και 324 του ΚΠολΔ, απορρέοντος από την ως άνω, ήδη αμετάκλητη απόφαση (σχετ. το υπ’αριθμ. …./2019 πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης ένδικων μέσων του Γραμματέα του Εφετείου Πειραιά), ότι η απόλυση της ενάγουσας ήταν άκυρη, για τον λόγο ότι δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος και δεν της καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απολύσεως, γεγονός που αποτελεί προδικαστικό ζήτημα και στην παρούσα δίκη και οφείλει να θέσει το παρόν Δικαστήριο ως βάση της απόφασής του, ανεξαρτήτως της ορθότητάς του, εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, και αφορά τους νυν διαδίκους. Επιπλέον, καθ’όλο το χρονικό διάστημα της υπερημερίας του εναγομένου, δηλαδή τουλάχιστον μέχρι τον χρόνο άσκησης της αγωγής (12-2-2015), ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί μεγάλο, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δόλια και κακόβουλα απέφυγε να εργαστεί, με αποκλειστικό σκοπό να εισπράξει μισθούς υπερημερίας από τον εναγόμενο. Αντιθέτως, κατέβαλε διαρκώς προσπάθεια ανεύρεσης εργασίας σε άλλο εργοδότη, με το ίδιο ή άλλο αντικείμενο, πλην όμως ανεπιτυχώς, γεγονός το οποίο δικαιολογείται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, από το αυξημένο κατά το εν λόγω διάστημα ποσοστό ανεργίας, λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά και την έλλειψη τυπικών προσόντων. Με βάση τις βεβαιώσεις εργοδοτών που προσκομίζει, αναζήτησε εργασία στο κέντρο ξένων γλωσσών με τον διακριτικό τίτλο «…..», ιδιοκτησίας της ………… ως καθαρίστρια, αλλά δεν υπήρχε δυνατότητα απασχόλησής της. Επίσης, παρακολούθησε σεμινάριο και έλαβε βεβαίωση επάρκειας για να εργαστεί ως προσωπικό ασφαλείας. Τελικά, η μόνη εργασία που μπόρεσε να ανεύρει ήταν εκείνη της πωλήτριας στην επιχείρηση του ……………, που διατηρεί αρτοποιείο-ζαχαροπλαστείο, και μόνον για το χρονικό διάστημα από τις 13-10-2014 έως τις 7-1-2015. Ως άνεργη επιδοτήθηκε από τον ΟΑΕΔ, και το συνολικό της εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, κατά το έτος 2012 που εργάστηκε μέχρι την απόλυσή της, ανήλθε στο ποσό των 4.561 ευρώ, ενώ το έτος 2013 (οικονομικά έτη 2013 και 2014), που λογικά επιδοτείτο από τον παραπάνω Οργανισμό, δεν αποδεικνύεται οποιοδήποτε εισόδημά της. Συνεπώς, πρέπει ο τρίτος λόγος της έφεσης, περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Με βάση, επομένως, όσα προεκτέθηκαν, ο εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα για αποδοχές υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από την άκυρη απόλυσή της (2-5-2012) έως τον χρόνο συζήτησης της ένδικης αγωγής, δηλαδή, κατά το σχετικό αγωγικό αίτημα, επί 33 μήνες, με βάση το καταβαλλόμενο, κατά τον χρόνο της απολύσεως, ημερομίσθιό της των 39,66 ευρώ, το συνολικό ποσό των 41.206,74 ευρώ, το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητείται και αναλύεται ως εξής : 1) για μισθούς 34.028,28 (33 μήνες Χ 26 ημέρες Χ 39,66), 2) δώρο Χριστουγέννων 2012, 991 (39,66 Χ 25) ευρώ, 3) δώρο Πάσχα 2013, 594,9 (39,66 Χ 15) ευρώ, 4) αποδοχές αδείας 2013, 991,50 ευρώ, 5) επίδομα αδείας 2013, 515,58 (39,66 Χ 13) ευρώ, 6) δώρο Χριστουγέννων 2013, 991,50 (39,66 Χ 25) ευρώ, 7) δώρο Πάσχα 2014, 594,90 (36,99 Χ 15) ευρώ, 8) αποδοχές αδείας 2014, 991,50 ευρώ, 9) επίδομα αδείας 2014, 515,58 ευρώ, 10) δώρο Χριστουγέννων 2014, 991,50 ευρώ, κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν αμφισβητήθηκαν από τον εκκαλούντα.
Κατ’ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό τους. Επίσης, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης τους παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183 του ΚΠολΔ, 63 § 1 i α), 68 § 1, 69 § 1 και 166 σε συνδυασμό με το κάτωθι αυτού παράρτημα Ι Β του ν. 4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 1-4-2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/4/4/2016 έφεση του εναγομένου, κατά της υπ’αριθμ. 181/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ουσίαν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 19-1-2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ