ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ «δεν επιτρέπεται προσβολή της αποφάσεως με ένδικο μέσο, ως προς τα έξοδα, εάν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υποθέσεως». Από τη διάταξη αυτή, σαφώς, προκύπτει ότι, είναι απαράδεκτη η έφεση, που προσβάλλει, μόνον τη διάταξη της εκκαλουμένης αποφάσεως, που αναφέρεται στα δικαστικά έξοδα και, μόνον, εφόσον, στο δικόγραφο της εφέσεως δεν περιλαμβάνεται και λόγος, που πλήττει την ουσία της υποθέσεως. Ως «ουσία της υποθέσεως», κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, νοείται, καθετί, που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξάρτητα εάν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα. Σκοπός της εν λόγω διατάξεως είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς ασκήσεως ενδίκου μέσου, μόνον για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της αποφάσεως και ως προς το κεφάλαιο αυτής επί της ουσίας της υποθέσεως (ΑΠ 2193/2013, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1306/1990 ΕλλΔνη 1992.311, ΕφΠειρ 56/2016, ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η Έφεση, σ. 76). Εάν το ένδικο μέσο, ως προς την ουσία της υποθέσεως, απορριφθεί, ως απαράδεκτο, επέρχεται, συγχρόνως, η ίδια συνέπεια και κατά την παραπάνω διάταξη. Αντίθετα, η προσβολή των εξόδων δεν επηρεάζεται, εάν απορριφθεί, για άλλον λόγο, το ένδικο μέσο, ως προς την ουσία της υποθέσεως (ΑΠ 13/1987 ΕλλΔνη1988.114, ΑΠ 1306/1990 ό.π., ΕφΠειρ 462/2016, ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 85/2015 «ΝΟΜΟΣ» – ΕφΑθ 296/2019).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 268 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1παρ2 του Ν. 4335/2012 και έχει τεθεί σε ισχύ από 1-1-2016, ορίζεται ότι : «1. Μετά την εκκρεμοδικία ο εναγόμενος μπορεί να ασκήσει ανταγωγή. 2… 3.. 4. Η ανταγωγή ασκείται με χωριστό δικόγραφο. Μετά την άσκηση της ανταγωγής, η δωσιδικία της διατηρείται και αν η κύρια αγωγή απορριφθεί ή ο ενάγων την ανακαλέσει ή παραιτηθεί από αυτήν». Εξάλλου, το άρθρο 9ο ένατο του ως άνω άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (μεταβατικές και άλλες διατάξεις) ορίζει στην παρ.2, ότι “Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591- 645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από την 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές” και στην παρ.4, ότι “Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1-1- 2016”. Τέλος, με την διάταξη του άρθρου 12 ΕισΝΚΠολΔ (που ορίζει ότι “Στις δίκες που κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από τις διατάξεις του, όσες όμως είχαν ενεργηθεί πριν την εισαγωγή του, ρυθμίζονται από το προγενέστερο δίκαιο”) σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 24§1 εδ. α’ του αυτού ΕισΝΚΠολΔ καθιερώνεται γενικότερη δικονομική αρχή, κατά την οποία, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται και διέπονται από το δίκαιο που ισχύει κατά τον χρόνο διενέργειάς τους (ΑΠ 872/2018, ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση, από 12-9-2019/….., έφεση του ηττηθέντος εναγομένου – αντενάγοντος, κατά της υπ’ αριθμόν 3136/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (495 παρ1 και 2, 511, 513 παρ1 περ α’, 516 παρ1, 517 περ α΄, 518 παρ1, 520 παρ1 και 524 παρ1 ΚΠολΔ), ενώ έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο για το παραδεκτό της συζητήσεώς της (495 παρ3Αβ’ ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (533 παρ1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.
Με την από 16-7-2015/….. αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, που έχει την ιδιότητα του δικηγόρου, εκθέτει ότι ο εναγόμενος κατέθεσε εναντίον του και εναντίον του πελάτη του ………….., επίσης δικηγόρου (με τον οποίο ο εναγόμενος έχει μακροχρόνια αντιδικία και ο ενάγων εκτελεί χρέη πληρεξουσίου δικηγόρου του) την από 7-2-2013 έγκλησή του ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς, στην οποία ανέφερε γι’αυτόν (ενάγοντα) ότι, στις 7-2-2013, και ενώ ανέμενε μαζί με τον ανωτέρω πελάτη του τη συζήτηση υποθέσεώς τους με αντίδικο τον εναγόμενο, απηύθυνε δήθεν στον δικηγόρο του αντιδίκου (νυν εναγομένου) τις στην αγωγή αναφερόμενες υβριστικές φράσεις και το ότι το ίδιο έπραξε απευθυνόμενος στον ίδιο τον εναγόμενο, με ειρωνικό ύφος. Ότι, την ίδια ως άνω ημεροχρονολογία επιχείρησε να αποσπάσει από τις υποθέσεις που συζητήθηκαν ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου τις προτάσεις μαζί με του φακέλους,, γεγονός που δεν κατάφερε, γιατί δήθεν τον απέτρεψε ο εναγόμενος. Ότι, εν συνεχεία ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον τους για τα αδικήματα της εξύβρισης και της απειλής, για τα οποία όμως τελικώς η δίωξη έπαυσε υφ’ όρον, κατ’ άρθρον 8παρ3εδ α’ του Ν 4198/2013, ενώ η υπόθεση παραπέμφθηκε στο αρμόδιο Συμβούλιο Πλημ/κών Πειραιώς για την πράξη της απόπειρας υπεξαγωγής εγγράφων, από την οποία απαλλάχθηκαν δυνάμει του …./2015 Βουλεύματος του ανωτέρω Συμβουλίου, που έχει ήδη καταστεί αμετάκλητο και το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει εναντίον τους κατηγορία για την ανωτέρω πράξη με το σκεπτικό ότι ειδικά ο πρώτος κατηγορούμενος και ήδη ενάγων «δεν είχε οποιαδήποτε συμμετοχή στην προσπάθεια ανάληψης του εγγράφου των προτάσεων από τον φάκελο της δικογραφίας». Με αυτό το ιστορικό, ο ενάγων ζήτησε αφενός να αναγνωρισθεί – μετά τη νομότυπη, με τις προτάσεις, μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, ότι ο εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 100.000€, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του από τους ανωτέρω σε βάρος του ισχυρισμούς του εναγομένου (πλέον του ποσού των 40€ που επιφυλασσόταν να εισαγάγει στο ποινικό δικαστήριο ως πολιτική αγωγή) και αφετέρου να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, να άρει την προσβολή της προσωπικότητάς του και να απέχει από κάθε τέτοια προσβολή στο μέλλον, καθώς και την καταδίκη του στη δικαστική του δαπάνη. Ο εναγόμενος, με τις από 15-2-2019 προτάσεις του, άσκησε ανταγωγή, επικαλούμενος παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του από τις αναλυτικώς αναφερόμενες σε αυτή (ανταγωγή) φράσεις που περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής και με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι ο ενάγων – αντεναγόμενος είναι υποχρεωμένος να του καταβάλει το ποσό των 10.000€, νομιμοτόκως από της ασκήσεώς της (κατάθεση προτάσεων- ανταγωγής) καθώς και την καταδίκη του στη δικαστική του δαπάνη, με την υποβολή καταλόγου δικαστικών εξόδων. Επί της αγωγής και της ανταγωγής, που συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η εκκαλουμένη, η οποία αφενός κήρυξε το Δικαστήριο ως καθ’υλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση στο καθ’υλην και κατά τόπον αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και αφετέρου απέρριψε την ασκηθείσα δια των προτάσεων ανταγωγή, ελλείψει προδικασίας. Επίσης, συμψήφισε ολικώς μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη. Κατά την αποφάσεως αυτής παραπονείται ο ηττηθείς εναγόμενος – αντενάγων με την ένδικη έφεσή του, παραπονούμενος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ως προς την απόρριψη της ανταγωγής του και για εσφαλμένη επιδίκαση της δικαστικής δαπάνης, αιτούμενος την εξαφάνισή της με σκοπό να γίνει δεκτή η ανταγωγή του και να καταδικασθεί ο ενάγων στη δικαστική του δαπάνη.
Από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως και της εκκαλουμένης στο παρόν στάδιο, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Η εκκαλουμένη απόφαση, περιέχει δύο οριστικές διατάξεις. Αφενός, όσον αφορά την κύρια αγωγή, κρίνει ότι το Δικαστήριο είναι καθ’ύλην αναρμόδιο και παραπέμπει αυτήν προς εκδίκαση στο καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Αφετέρου, απορρίπτει την ανταγωγή, ελλείψει προδικασίας, κρίνοντας ότι έπρεπε να ασκηθεί με ιδιαίτερο δικόγραφο και όχι με τις προτάσεις, όπως έγινε στην προκειμένη περίπτωση. Επ’αυτών πρέπει ειδικότερα να αναφερθεί, ότι η μεν κύρια αγωγή ασκήθηκε στις 16-7-2015 (κατάθεση στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως τούτο προκύπτει από την έκθεση κατάθεσης δικογράφου), η οποία όμως τελικώς συζητήθηκε την 1-3-2019, υπό την ισχύ των εκτεταμένων τροποποιήσεων που είχε επιφέρει στον ΚΠολΔ ο Ν. 4335/2015, με έναρξη ισχύος τους από 1-1-2016. Ο εναγόμενος, 15 ημέρες προ της συζητήσεως της αγωγής, με τις κατατεθείσες, στις 15-2-2019, προτάσεις του, άσκησε ανταγωγή, η οποία όμως απορρίφθηκε ελλείψει προδικασίας, καθ’οσον το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς έκρινε ότι έπρεπε να ασκηθεί με χωριστό δικόγραφο, κατ’αρθρον 268 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την με τον ως άνω νόμο τροποποίησή του. Περαιτέρω και σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη δεύτερη νομική σκέψη της παρούσας, και ειδικότερα σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του ενάτου άρθρου του Ν. 4335/2015, κατ’ εφαρμογή και της καθιερούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 12, και 24 παρ. 1 εδ. α΄ ΕισΝΚΠολΔ γενικής δικονομικής αρχής, ότι οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται και διέπονται από το δίκαιο το ισχύον κατά το χρόνο διενέργειας αυτών, η ένδικη ανταγωγή έπρεπε να ασκηθεί, μετά την 1η Ιανουαρίου 2016 με ξεχωριστό δικόγραφο, όπως ορίζει πλέον το νέο άρθρο 268 ΚΠολΔ, έστω και εάν η κυρία αγωγή είχε ασκηθεί πριν από την ανωτέρω ημεροχρονολογία (πρβλ για αντίστοιχα θέματα, ΑΠ 135/2019 – σε έφεση ασκηθείσα πριν την 1η-1-2016, η μεταγενέστερη αντέφεση έπρεπε να ασκηθεί με ξεχωριστό δικόγραφο και όχι με τις προτάσεις – ΑΠ 549/2019, ΑΠ 673/2018, ΕφΑθ 2201/2019, ΕφΑθ 328/2019, ΕφΑιγαίου 79/2020, ΝΟΜΟΣ), άποψη που και το παρόν Δικαστήριο θεωρεί ορθή. Επομένως, έτσι που έκρινε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν απέρριψε παρά το νόμο, ως απαράδεκτη, την ανταγωγή και απορριπτέος, ως αβάσιμος, τυγχάνει ο περί του αντιθέτου 1ος λόγος της κρινομένης έφεσης. Περαιτέρω, με το 2ο λόγο της κρινομένης έφεσης, προσβάλλεται η διάταξη περί επιβολής των δικαστικών εξόδων και ειδικότερα περί ολικού συμψηφισμού τους μεταξύ των διαδίκων. Εδώ πρέπει να αναφερθεί, ότι ο συμψηφισμός αφορούσε τη δικαστική δαπάνη αφενός επί της κυρίας αγωγής, ως προς την οποία το δικαστήριο κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε προς εκδίκαση στο καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, ενώ δεν υπάρχει λόγος έφεσης αναφορικώς με την ανωτέρω διάταξη καθόσον δεν επιτρέπεται από τη διάταξη του άρθρου 47 ΚΠολΔ, ως ισχύει (ΕφΠατρ 306/2018, ΝΟΜΟΣ) και αφετέρου για την, δια των προτάσεων ασκηθείσα ανταγωγή, η οποία απορρίφθηκε, κατά τα προεκτεθέντα. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του για την έλλειψη αρμοδιότητας αλλά και στην απόρριψη της ανταγωγής με εκτεταμένες νομικές σκέψεις, τόσο για το θέμα της καθ’υλην αρμοδιότητας όσο και γι’αυτό του παραδεκτού τρόπου της ασκήσεως της ανταγωγής, λόγω της μεσολαβήσασας μεταβολής των διατάξεων του ΚΠολΔ μεταξύ της καταθέσεως της αγωγής και της συζητήσεώς της και της ασκήσεως της ανταγωγής. Άλλωστε, και η εκτενής, για το δεύτερο θέμα (απόρριψη ανταγωγής), επιχειρηματολογία του εκκαλούντος στην έφεση και τις κατατεθείσες προτάσεις του, συνηγορεί υπέρ την άποψης, ότι στην προκειμένη περίπτωση υπήρχε ερμηνευτική δυσχέρεια στους κανόνες δικαίου που εφαρμόσθηκαν και για το λόγο αυτό, ορθώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στην ανέλεγκτη κρίση του οποίου άλλωστε ανήκε η σχετική κρίση (ΕφΘεσ 2000/2017, ΝΟΜΟΣ) συμψήφισε ολικώς, κατ’αρθρον 179 ΚΠολΔ, μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη (βλ περιπτώσεις όπου κρίθηκε ότι έπρεπε να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη αντί της επιδίκασής της σε βάρος του ενός διαδίκου ΕφΘεσ 2832/2017, ΕφΠατρ 85/2015, ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έσφαλε ως προς την επιδίκαση των δικαστικών εξόδων, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο εκκαλών με το δεύτερο λόγο της κρινομένης έφεσής του, υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρχε ερμηνευτική δυσχέρεια στην εφαρμογή των κανόνων δικαίου και ότι η δικαστική δαπάνη έπρεπε να επιδικαστεί υπέρ του και με βάση τον υποβληθέντα από αυτόν κατάλογο, με το σκεπτικό ότι η περί παραπομπής στο αρμόδιο δικαστήριο απόφαση είναι οριστική. Πέραν όμως της δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου όπως προεκτέθηκε, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος είναι αβάσιμος και για το λόγο ότι, αφενός μεν η ανωτέρω απόφαση δεν έκρινε την ουσία της υποθέσεως (αγωγής), ώστε να υπάρχει νικήσας και ηττηθείς διάδικος και αφετέρου απέρριψε την ανταγωγή του, επομένως, ως προς το δεύτερο σκέλος της, εκείνος είναι ηττηθείς διάδικος. Η αιτούμενη από αυτόν καταδίκη με βάση το άρθρο 176ΚΠολΔ, βασίζεται στην αρχή της ήττας και στην προκειμένη περίπτωση, θα ήταν εσφαλμένη. Ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο 2ος λόγος της κρινομένης έφεσής του και η τελευταία ως αβάσιμη στο σύνολό της. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο και να συμψηφισθεί ολικώς μεταξύ των διαδίκων η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, δεδομένου, ότι και για τα έξοδα του παρόντος βαθμού συντρέχει ο ίδιος ως άνω δικαιολογητικός λόγος συμψηφισμού τους (179, 191παρ2, 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 12-9-2019 (…../2019) έφεση.
Δέχεται αυτήν τυπικά και την απορρίπτει κατ’ουσίαν.Διατάσσει την εισαγωγή το παραβόλου της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.
Συμψηφίζει ολικώς μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 5 Ιανουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ