Αριθμός απόφασης : 413 /2019
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αντώνιο Πλακίδα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Δημήτριο Καβαλλάρη, Εισηγητή, Εφέτες και τη Γραμματέα K.Δ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ.
H από 23-10-2017 και με αρ.καταθ. ……../2018 έφεση κατά της με αρ. 3595/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθώς δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης κι έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο παράβολο (βλ. το με αρ……. ηλεκτρονικό παράβολο, άρθρα 495 §§ 1,2, 3Α, 511, 513 § 1, 520 ΚΠολΔ). Συνακόλουθα, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Το ενάγον και ήδη εκκαλούν στην από 4.6.2015 αγωγή του (αρ. καταθ……/2015) που άσκησε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι δυνάμει εργολαβικής συμβάσεως που συνήψε το έτος 1994 με την πρώτη εναγόμενη κοινοπραξία, μέλος της οποίας τυγχάνει η δεύτερη εναγόμενη, ανέθεσε σ’ αυτήν την μελέτη, κατασκευή και χρηματοδότηση χώρου νεκροταφείου, συνολικής εκτάσεως 330 στρεμμάτων, κυριότητας του ενάγοντος κατόπιν δωρεάς από την Εκκλησία της Ελλάδος. Ότι το εργολαβικό αντάλλαγμα συνίστατο, μεταξύ άλλων, στην παραχώρηση της χρήσεως και της εκμετάλλευσης ορισμένων χώρων του νεκροταφείου, μεταξύ των οποίων και κυλικείου, όπως περιγράφεται στην αγωγή, προορισμένου για την εξυπηρέτηση των πελατών και των επισκεπτών του νεκροταφείου, για χρονικό διάστημα 6 ετών από την πλήρη λειτουργία του, η οποία άρχισε στις 28.02.1998. Ότι, παρόλο που παρήλθε ο συμφωνημένος χρόνος παραχώρησης της χρήσης και εκμετάλλευσης του κυλικείου (29.02.2004), η πρώτη εναγόμενη παρακράτησε αυτό παράνομα, με συνέπεια να υποχρεωθεί το ενάγον να ασκήσει σε βάρος αυτής και των μελών της, την υπ’ αριθ. κατάθ. …./25.02.2005 αγωγή της στο Πολυμελούς Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί κύριος και νομέας του κυλικείου και να υποχρεωθούν οι τότε εναγόμενες να του το αποδώσουν. Ότι, επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1493/2006 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, η οποία την έκανε δεκτή σε όλα τα αιτήματά της, η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 80/2008 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς. Ότι το ενάγον παρέλαβε το χώρο αυτό το Μάρτιο του 2009 και στη συνέχεια εκμίσθωσε τον ίδιο χώρο σε τρίτο πρόσωπο, κατόπιν δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού, έναντι μηνιαίου μισθώματος 35.000,00 ευρώ. Ότι εξαιτίας της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης, απώλεσε τα μισθώματα, τα οποία θα αποκόμιζε με βεβαιότητα, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, από την χρήση του κυλικείου, κατά το χρονικό διάστημα από 29.02.2004 μέχρι και 31.03.2009 και τα οποία ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 2.135.000,00 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να υποχρεωθούν οι άνω εναγόμενες, αφού παραιτήθηκε του δικογράφου ως προς τις λοιπές (τρίτη, τέταρτη και πέμπτη) κατά τις διατάξεις των άρθρων 294 και 295 ΚΠολΔ, να του καταβάλουν εις ολόκληρον, το ανωτέρω ποσό των 2.135.000,00 ευρώ, κυρίως ως αποζημίωση με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, επικουρικά με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και επικουρικότερα (η πρώτη) ως κακόπιστος νομέας με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1096 – 1098 ΑΚ. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία, αφού απέρριψε την επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, την έκανε δεκτή, ως προς τις λοιπές βάσεις της και κατά της απόφασης αυτής βάλλουν οι εκκαλούσες και ήδη εφεσίβλητες με την κρινόμενη έφεσή τους.
Στο δίκαιο των εταιριών, υπό ευρεία έννοια, δηλαδή των ενώσεων προσώπων που συνιστώνται με σύμβαση και επιδιώκουν κοινό σκοπό, με τη συμβολή των μελών, τους, δεν προβλέπεται η κοινοπραξία, ως ιδιαίτερος τύπος εταιρίας. Αφότου όμως εμφανίστηκε και δρα στην πράξη, η κοινοπραξία είναι δυνατό να έχει το χαρακτήρα είτε αστικής εταιρίας αν από τη φύση της και το σκοπό της δεν είναι εμπορική, οπότε δεν θα έχει νομική προσωπικότητα και θα διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 741 επ. ΑΚ, είτε εμπορικής εταιρίας, οπότε εμπίπτει στο πεδίο του εμπορικού δικαίου και θα πρέπει να υπαχθεί σε έναν από τους εταιρικούς τύπους που αναγνωρίζονται από αυτό. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, η κοινοπραξία, αν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις σύνταξης εγγράφου και δημοσιότητας που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43 και 44 του ΕΝ [και ήδη των διατάξεων των άρθρων 249 επ. Ν. 4072/2012], μπορεί να έχει χαρακτήρα είτε αφανούς εταιρίας, με εμφανή εταίρο ένα εκ των μελών της, φυσικών ή νομικών προσώπων που την αποτελούν, η οποία προσομοιάζει με την ετερόρρυθμη εταιρία, με μόνο τον εμφανή εταίρο απεριορίστως ευθυνόμενο, είτε ομόρρυθμης «εν τοις πράγμασι» εταιρίας, οπότε τα μέλη αυτής θα ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις της, κατ’ άρθρο 22 του ΕΝ [ήδη άρθρο 249 Ν. 4072/2012] και μπορούν κατά συνέπεια να εναχθούν αυτοί για τις υποχρεώσεις της κοινοπραξίας, ενώ το έναντι αυτής δεδικασμένο ισχύει κατά το άρθρο 329 ΚΠολΔ και έναντι των μετεχόντων σε αυτήν φυσικών ή νομικών προσώπων (ΑΠ 1245/2014 σε www.areiospagos.gr, ΑΠ 1078/2010, ΑΠ 362/2009, ΕφΔυτΜακ 44/2011-ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 386/2008, ΔΕΕ 2009, σ.329). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1096 ΑΚ, ο νομέας ενέχεται να αποδώσει τα ωφελήματα που έχουν εξαχθεί από το πράγμα μετά την επίδοση της αγωγής, κατά δε το άρθρο 1098 του ίδιου κώδικα, αν ο νομέας ήταν κακόπιστος κατά την περίοδο που κατέλαβε το πράγμα ή αν έμαθε αργότερα ότι δεν έχει δικαίωμα νομής, υπέχει, από τότε ως προς το πράγμα και τα ωφελήματα του πράγματος, την ίδια ευθύνη που έχει και για το χρόνο μετά την επίδοση της αγωγής και τέλος, κατά το άρθρο 962 του αυτού κώδικα, ωφελήματα είναι, όχι μόνο οι καρποί του πράγματος ή του δικαιώματος, αλλά και κάθε όφελος που παρέχει η χρήση του πράγματος ή του δικαιώματος. Ωφελήματα δε του πράγματος, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 961 παρ. 1 και 3 ΑΚ είναι οι φυσικοί καρποί, δηλαδή τα φυσικά προϊόντα του πράγματος και καθετί που πορίζεται κάποιος από το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, αν και δεν είναι προϊόν αυτού, καθώς και πρόσοδος που αποφέρει το πράγμα δυνάμει κάποιας έννομης σχέσης, δηλαδή οι πολιτικοί καρποί, όπως το μίσθωμα (ΑΠ 707/2016, ΑΠ 822/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 540/2002 ΕλλΔνη 43.1667, ΕφΛαρ. 162/2004, Δικογραφία 2004.480, ΕφΛαρ. 557/2003, Δικογραφία 2003.460). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1099 ΑΚ, αν ο νομέας απέκτησε τη νομή του πράγματος με παράνομη πράξη, δηλαδή αφαίρεση υπαίτια της νομής του πράγματος από τον κύριο, χωρίς τη θέλησή του, ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 επ ΑΚ), δηλαδή σε πλήρες διαφέρον, το οποίο περιλαμβάνει τόσον τη θετική όσον και την αποθετική ζημία που υπέστη ο κύριος από την αφαίρεση και τη μη απόδοση σ’ αυτόν της νομής του πράγματος. Η ωφέλεια απόδοσης από τη χρήση, αν πρόκειται για αστικό ακίνητο, είναι ισοδύναμη με τη μισθωτική αξία που είχε κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσεως το ακίνητο. Η αποζημίωση αυτή για να εκτιμηθεί, λαμβάνονται υπ’ όψη οι μισθωτικές συνθήκες της περιοχής, όπου βρίσκεται το κοινό ακίνητο, σε συνδυασμό προς τη θέση και την κατάσταση αυτού, εφόσον πρόκειται για οικοδόμημα (ΑΠ 448/2015 ΑΠ 564/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 6386/2009, ΕλλΔνη 2010/554, ΕφΑθ 7934/2007 ΕλλΔνη 2008.1106). Περαιτέρω στο άρθρο 250 αριθ. 17 ΚΠολΔ θεσπίζεται εξαίρεση της κατά το άρθρο 249 Α.Κ. παραγραφής των αξιώσεων, σύμφωνα δε με αυτό, οι αξιώσεις των κάθε είδους μισθών, των καθυστερούμενων προσόδων, συντάξεων, διατροφής και κάθε άλλης παροχής που επαναλαμβάνεται περιοδικά, παραγράφονται σε πέντε χρόνια. Η διάταξη αυτή αναφέρεται με γενικό τρόπο σε καθυστερούμενες προσόδους και σε περιοδικά επαναλαμβανόμενες παροχές και, επομένως, στην έννοια των όρων αυτών περιλαμβάνονται και οι φυσικοί ή πολιτικοί καρποί και γενικώς τα ωφελήματα, τα οποία περιοδικά απέφερε η χρήση και η εκμετάλλευση του πράγματος ή κατά τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης θα μπορούσε περιοδικά να αποφέρει, ώστε και οι σχετικές με την απόδοση τέτοιων ωφελημάτων ή της αξίας τους αξιώσεις του κυρίου του πράγματος κατά του επιλήψιμου νομέα υπόκεινται στην ως άνω πενταετή παραγραφή, η οποία, κατά τα άρθρα 251 και 253 Α.Κ., αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο γεννήθηκε κάθε περιοδική παροχή και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (ΑΠ 907/2015, ΑΠ 448/2015, ΑΠ 1771/2014, ΑΠ 2267/2013, ΑΠ 150/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για να είναι δε ορισμένη η ένσταση πενταετούς παραγραφής των αναφερομένων στο άρθρο 250 Α.Κ. αξιώσεων, πρέπει να μνημονεύεται, κατ’ άρθρο 251 ΑΚ, ο χρόνος, κατά τον οποίο γεννήθηκε η αξίωση, το χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής, δηλαδή το έτος εντός του οποίου γεννήθηκε η σχετική αξίωση και ο χρόνος επιδόσεως της αγωγής (ΑΠ 448/2015, 7/2015, ΑΠ 1096/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1, άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015), προκύπτει ότι κατ’ εξαίρεση είναι παραδεκτή η προβολή για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, ………. 4)αν το δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, 5)αν αυτοί προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, 6)αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου ή με έγγραφο (αντίστοιχα α, β και γ στο προϊσχύσαν άρθρο). Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας, το δε απαράδεκτο της προβολής τους λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο. Ενώ έγγραφη απόδειξη του νέου ισχυρισμού υπάρχει, όταν όλα τα πραγματικά στοιχεία που τον θεμελιώνουν αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια, ήτοι έμμεση απόδειξη (ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 752/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης, η οποία περιέχεται στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας απόφασης, καθώς επίσης από τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και από την υπ’ αριθμ. …./09.11.2015 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία δόθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από προηγούμενη κλήτευση των εναγόμενων (βλ. τις υπ’αριθμ…./04.11.2015 και …./04.11.2015 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το ενάγον ΝΠΔΔ, ……… συστήθηκε με την με αρ. 8608/1.11.1984 απόφαση του Νομάρχη Αττικής (ΦΕΚ Β 805/1984) για την ίδρυση και λειτουργία κοινού κοιμητηρίου. Στην κυριότητα του ενάγοντος περιήλθε κατόπιν δωρεάς από την Εκκλησία της Ελλάδος, όπως συνομολογείται από τις εναγόμενες – εκκαλούσες, εδαφική έκταση 330 στρεμμάτων, κείμενη στην περιοχή ….. Σχιστού Σκαραμαγκά, του Δήμου Περάματος Αττικής. Κατόπιν διενέργειας της από 20.05.1994 δημοπρασίας, με την από 26.7.1994 σύμβαση παραχώρησης, το ενάγον ανέθεσε στην πρώτη εναγόμενη – εκκαλούσα κοινοπραξία τη μελέτη, κατασκευή και χρηματοδότηση κοινού κοιμητηρίου, στην άνω εδαφική έκταση. Η πρώτη εναγόμενη κοινοπραξία συστάθηκε με το από 1.5.1994 ιδιωτικό συμφωνητικό, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τα από 26.7.1994, 8.10.1996, 1.1.1997, 24.6.1997, 19.12.2002, 15.3.2007 και 26.1.2011 συμφωνητικά, για την εκτέλεση του συγκεκριμένου έργου, δηλαδή για εμπορικό σκοπό, της οποίας μέλος είναι η δεύτερη εναγόμενη – εκκαλούσα. Ως εργολαβικό αντάλλαγμα (άρθρο 4) ορίστηκε στη σύμβαση παραχώρησης ότι η ανάδοχος θα είχε δικαίωμα εκμετάλλευσης ορισμένων χώρων του νεκροταφείου και μεταξύ αυτών του μοναδικού κυλικείου επιφανείας 300 τ.μ., που προοριζόταν αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των προσερχόμενων στις τελετουργικές εκδηλώσεις του κοιμητηρίου, για χρονικό διάστημα 6 ετών. Από την έναρξη λειτουργίας του έργου οι Δήμοι υποχρεούντο να σταματήσουν τη λειτουργία των υπαρχόντων νεκροταφείων τους (Ανάστασης – Νεάπολης – Περάματος) και να κάνουν αποκλειστική χρήση του συγκεκριμένου κοιμητηρίου (άρθρο 15 αρ. 5) και σε περίπτωση παράβασης της άνω υποχρέωσής τους από οποιονδήποτε Δήμο ορίστηκε ποινική ρήτρα ποσού 500.000.000 δραχμών σε βάρος του ενάγοντος (άρθρο 7). Εξάλλου, με τον από το έτος 1997 Κανονισμό Λειτουργίας των Δικαιωμάτων Χρήσεως του Νεκροταφείου, η έναρξη της πλήρους λειτουργίας αυτού, καθορίστηκε ως ο χρόνος έναρξης της πρώτης ταφής, η οποία έλαβε χώρα στις 28.02.1998, οπότε και η πρώτη εναγόμενη κοινοπραξία απέκτησε τη χρήση και την εκμετάλλευση του κυλικείου και παράλληλα άρχισε η διαδρομή του χρόνου της εξαετούς διάρκειας παραχώρησης του κυλικείου σε αυτή. Ο χρόνος έναρξης της πλήρους λειτουργίας του νεκροταφείου, όπως καθορίστηκε πιο πάνω, δεν συνδέθηκε με την υποχρέωση των Δήμων να κάνουν αποκλειστική χρήση αυτού, ώστε, η μη πλήρης συμμόρφωση των Δήμων με την άνω υποχρέωσή τους -περίπτωση για την οποία προβλέφθηκε ποινική ρήτρα σε βάρος του ενάγοντος, κατά τα ανωτέρω- δεν μετέβαλε τον χρόνο έναρξης της πλήρους λειτουργίας του νεκροταφείου και το χρόνο παραχώρησης των εργολαβικών ανταλλαγμάτων. Οι εναγόμενες, παρόλο που εκμεταλλεύονταν το επίδικο κυλικείο από την 28.2.1998, δεν παρέδωσαν την νομή και κατοχή αυτού, με το πέρας της εξαετούς εκμετάλλευσης (28.2.2004). Το ενάγον με τις με τις από 13.10.2003 εξώδικες προσκλήσεις που κοινοποίησε στις εναγόμενες στις 29.10.2003, κάλεσε αυτές να προσέλθουν την 1.3.2004 στο γραφείο του Προέδρου του για την υπογραφή του σχετικού πρωτοκόλλου, χωρίς όμως ανταπόκριση από μέρους τους, με αποτέλεσμα το ενάγον να υποχρεωθεί να ασκήσει σε βάρος τους στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 25.02.2005 και με αριθμ. κατάθ. …./2005 αγωγή του, με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί νομέας του επίδικου κυλικείου και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του το αποδώσουν. Η αγωγή αυτή έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμ. 1493/2006 απόφαση αυτού του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 80/2008 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς. Μετά την έκδοση της ανωτέρω τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, τo ενάγον επέσπευσε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των εναγόμενων και δυνάμει της υπ’ αριθμ. …./05.06.2009 έκθεσης αποβολής και εγκατάστασης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……., απέβαλε τις εναγόμενες από το επίδικο ακίνητο και εγκαταστάθηκε το ίδιο σε αυτό. Με βάση τα ανωτέρω, οι εναγόμενες, από την 29.2.2004, όπως κρίθηκε και με την προαναφερόμενη με αρ. 80/2008 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, κατείχαν παράνομα το επίδικο κυλικείο, αντιποιούμενες με κακή πίστη τη νομή του ενάγοντος, οφείλοντας έκτοτε να αποζημιώσουν αυτό με την αξία των ωφελημάτων – μισθωμάτων, που ήταν δυνατό να εξαχθούν από το συγκεκριμένο κυλικείο, αν το εκμίσθωνε το ενάγον, το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (29.2.2004- 31.3.2009), τα οποία αυτό αποστερήθηκε. Οι εκκαλούσες όμως, με τον μοναδικό λόγο της έφεσής τους, ισχυρίζονται ότι η αξίωση του ενάγοντος, τόσο από την αδικοπραξία (άρθρα 1099, 914 ΑΚ), όσο και από αυτή της διάταξης του άρθρου 1098 ΑΚ, έχει υποκύψει στην πενταετή παραγραφή, δεδομένου ότι από τον Μάρτιο του 2004, όταν γεννήθηκε η αξίωση του ενάγοντος από την αδικοπραξία και το ίδιο έτος, όσον αφορά τα ωφελήματα (όπως εκτιμάται), έως τις 10.6.2015 που ασκήθηκε η κρινόμενη αγωγή, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πάνω έξι έτη. Ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό ως απαράδεκτο και, σε κάθε περίπτωση, αυτός αποδεικνύεται εγγράφως, κατά τη διάταξη του άρθρου 527 αρ. 6 ΚΠολΔ, από το δικόγραφο της αγωγής. Ο άνω ισχυρισμός είναι ορισμένος και νόμιμος, αφού αναφέρεται η αφετηρία της παραγραφής, τόσο για την αξίωση από αδικοπραξία (29.2.2004), όσο και την αξίωση από τη διάταξη του άρθρου 1098 ΑΚ (το τέλος του 2004) και ακόμα αναφέρεται ο χρόνος άσκησης της αγωγής του ενάγοντος (10.6.2015). Ο ισχυρισμός αυτός προτείνεται παραδεκτά στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, καθώς αποδεικνύεται εγγράφως, κατά τη διάταξη του άρθρου 527 αρ.6 ΚΠολΔ, από το ίδιο το αντίγραφο του δικογράφου αγωγής του ενάγοντος, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι εκκαλούσες, όπου αναγράφεται το χρονικό διάστημα για το οποίο ασκεί την αξίωσή του το ενάγον (29.2.2004 – 3/2009) και φαίνεται και ο χρόνος επίδοσης της αγωγής, 10.6.2015 (βλ. την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……..του). Σημειώνεται ότι το ενάγον δεν προβάλλει αντένσταση διακοπής της παραγραφής. Συνεπώς, κατόπιν της ένστασης των εκκαλουσών – εναγόμενων που προτείνουν παραδεκτά στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με το μοναδικό λόγο έφεσής τους, η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, λόγω παραγραφής. Σημειώνεται ότι το εφεσίβλητο δεν άσκησε έφεση ως προς την διάταξη της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Συνακόλουθα η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η αγωγή από το παρόν Δικαστήριο, να απορριφθεί αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Σε βάρος του ενάγοντος θα πρέπει επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων – εκκαλουσών, των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, μειωμένα όμως, ενόψει της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 183 και 179 ΚΠολΔ), καθώς το ενάγον αποτελεί ΝΠΔΔ και έχει τα προνόμια ατελειών και απαλλαγών του Δημοσίου (άρθρο 28 § 4 ν. 2579/1998), η νομική του όμως υπηρεσία δεν ασκείται από το ΝΣΚ, ώστε να έχει εφαρμογή το άρθρο 22 § 3 ν. 3693/1957 περί μειωμένης δικαστικής δαπάνης (ΑΠ 431/2018, ΑΠ 1492/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στις εκκαλούσες (άρθρο 495 § 4 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία της την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη, με αρ. 3595/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στις εκκαλούσες.
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 4.6.2015 με αρ. καταθ. …../2015 αγωγής.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ενάγοντος μέρος των δικαστικών εξόδων τα δικαστικά έξοδα των εκκαλουσών των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 13 Ιουνίου 2013 και
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 12 Ιουλίου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ