Περίληψη
Τα έγγραφα που νοµιµοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των µεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συµβάσεων µεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύµφωνα µε το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000, ήτοι η δηµοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε µε τη µε αριθµό 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του µεταβιβάζοντος, µε το σχετικό απόσπασµα των µεταβιβαζόµενων απαιτήσεων από όπου θα φαίνεται η καταχώριση της µεταβίβασης της απαίτησης του καθ’ού η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νοµοτυπική µορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ. Εξάλλου, ο περιορισμός της καταχρηστικής άσκησης της αξίωσης για αναγκαστική εκτέλεση εκδηλώνεται ως απειλή ακυρότητας των πράξεων της αναγκαστικής κατάσχεσης πράγματος του οφειλέτη αξίας δυσανάλογα μεγαλύτερης από το ύψος της ουσιαστικής αξίωσης του επισπεύδοντος ή της κατάσχεσης ορισμένου πράγματος, όταν υπάρχουν άλλα αντικείμενα δεκτικά κατάσχεσης που υπερκαλύπτουν το ποσόν της εκτελουμένης αξίωσης ή όταν υπάρχει άλλο πράγμα της κυριότητας του καθ΄ού, μικρότερης αξίας που υπερκαλύπτει την απαίτηση του επισπεύδοντος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 924 του ΚΠολΔ στην επιταγή πρέπει να ορίζεται με ακρίβεια το οφειλόμενο ποσό. Η παράλειψη, όμως, του καθορισμού του τρόπου υπολογισμού των οφειλόμενων τόκων, δεν δημιουργεί ακυρότητα της επιταγής, αφού ο υπολογισμός αυτός μπορεί να γίνει από τα γνωστά δεδομένα, όπως το κεφάλαιο, η έναρξη των τόκων, η διάρκεια του χρέους κ.λπ.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 432 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στην αίθουσα 716 του 7ου ορόφου του Δικαστικού Μεγάρου Πειραιώς στις …………, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κάσση (Α.Μ. 3653 Δ.Σ.Π.).
Των ΚΑΘ΄ΩΝ: 1) Της εταιρείας ……………….. η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. 2)Της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων ……………………….η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Κελλάρη (Α.Μ.23198 Δ.Σ.Α.).
Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 27-6-2022, αίτησή του, που κατατέθηκε στη Γραµµατεία αυτού του Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) στις 28-6-2022, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./2022, η συζήτησή της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιµο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από το οικείο έκθεµα και οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως παραπάνω σηµειώνεται, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρόντων διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισµούς τους και υπέβαλαν σηµειώµατα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ` αρ. ……../30-6-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ……….., την οποία επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης με την προαναφερόμενη πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πρώτη των καθ΄ών. Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση της αίτησης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου εκθέματος, οπότε πρέπει να δικαστεί ερήμην. Ωστόσο, η υπόθεση θα συζητηθεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 686 παρ.7 ΚΠολΔ).
Στη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε µετά την αντικατάστασή της µε το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, και πριν την τροποποίησή της από το Ν. 4842/2021, που εφαρµόζεται στη κρινόµενη περίπτωση, ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση εκτέλεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωµής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση µόνο έφεσης. Στις λοιπές περιπτώσεις των εκτελεστών τίτλων του άρθρου 904 παράγραφος 2, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση όλων των ενδίκων µέσων πλην της ανακοπής ερηµοδικίας. Στις περιπτώσεις των προηγούμενων εδαφίων, η άσκηση ενδίκου µέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ενδίκου µέσου, µετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται και αυτοτελώς, δικάζοντας µε τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή, µε παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίµηση του ένδικου µέσου. Επίσης µπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή πλειστηριασµού, αυτή είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιµες ηµέρες πριν από την ηµέρα του πλειστηριασµού. Η απόφαση πρέπει να δηµοσιεύεται έως τις 12:00 το µεσηµέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασµού». Από τη διάταξη προκύπτει σαφώς ότι, αντικείµενο της αίτησης του άρθρου 937 ΚΠολΔ είναι η αναστολή της προόδου της εκτελεστικής διαδικασίας, που επισπεύδεται σε βάρος του ασκούντος το ένδικο µέσο, κατά της απόφασης που απέρριψε την κατά το άρθρο 933 του ιδίου Κώδικα ανακοπή του, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί του ενδίκου μέσου (Εφ.Θεσ. 2396/2018, Εφ.Δωδ. 109/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.(Μον.)86/2022, Εφ.Πειρ.(Μον.) 352/2022, αδημ. στο νομιμό τύπο, Εφ.Πειρ.(Μον). 425/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι, Γενικό Μέρος, 2017, παρ. 32, αρ. 21, σελ. 737, Χ. Απαλλαγάκη, ΕρμηνείαΚΠολΔ, υπό το άρθρο 937 αρ.4).
Με την κρινόμενη αίτησή του, ο αιτών, κατά του οποίου επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση από τη δεύτερη των καθ΄ών εταιρεία, ως διαχειρίστριας της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας, εδρεύουσας στο ………. Ιρλανδίας, εταιρείας ειδικού σκοπού µε την επωνυµία «………………..», ειδικής διαδόχου της πρώτης των καθ΄ών, εκθέτει ότι, με την υπ΄αρ. 1867/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, απορρίφθηκε η από 29-12-2011 ανακοπή (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ…………../2021), που είχε ασκήσει προς ακύρωση της από 16-6-2021 και της από 5-11-2021 επιταγής προς πληρωμή του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ΄αρ. …………/2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και της υπ΄αρ. ………./15-12-2021 Έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………. ., με βάση την οποία επίκειται ηλεκτρονικός πλειστηριασμός του αναφερόμενου σε αυτήν ακινήτου ιδιοκτησίας του, στις 20-7-2022. Ότι, κατά της ανωτέρω πρωτοβάθμιας απόφασης έχει ασκήσει την από 21-6-2022 έφεση, απευθυνόμενη στο Μονομελές Εφετείο Πειραιώς (που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………/22-6-2022, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ…………/22-6-2022). Ζητεί, δε, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η αναστολή της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης και του ανωτέρω πλειστηριασμού, μέχρι την έκδοση απόφασης επί του ασκηθέντος ενδίκου μέσου και προς αποτροπή ανεπανόρθωτης βλάβης που θα υποστεί, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αίτηση.
Η αίτηση αυτή παραδεκτά φέρεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, που είναι αρμόδιο, καθώς, ενώπιόν του εκκρεμεί η έφεση του αιτούντος {άρθρο 937 παρ. 1 περ. β ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 59 του Ν. 4842/2021, αφού η επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε πριν την 1η-1-2022 (άρθρο 120 ως άνω νόμου)}, για να συζητηθεί κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ). Είναι δε εμπρόθεσμη, δεδομένου ότι κατατέθηκε στις 28-6-2022, δηλαδή περισσότερες των πέντε (5) εργάσιμων ημερών πριν την ημέρα του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού. Υφίσταται δε παθητική νομιμοποίηση της δεύτερης καθ΄ής, ως μη υπόχρεου και μη δικαιούχου διαδίκου, κατ’άρθρ.1 παρ.1εδ.γ, 2 παρ.4 του Ν.4354/2015, εφόσον της ανατέθηκε η διαχείριση της ένδικης απαίτησης της ως άνω δικαιούχου εταιρείας ειδικού σκοπού, ειδικής διαδόχου της δανειοδότριας Τράπεζας – πρώτης καθ΄ής και ήδη επισπεύδει (η δεύτερη καθ΄ής), σε βάρος του αιτούντος, αναγκαστική εκτέλεση, βάσει της προαναφερθείσας έκθεσης κατάσχεσης ακινήτου. Πρέπει, επομένως (η αίτηση) να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της από νομική και ουσιαστική άποψη, ενόψει και του ότι η ως άνω έφεση κατά της εκκαλούμενης απόφασης πιθανολογήθηκε ότι έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως(άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1ΚΠολΔ), ενώ για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί κατά την άσκησή της το προβλεπόμενο, από το άρθρο 495 παρ. 3εδ.α ΚΠολΔ, παράβολο του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν του δικογράφου της. Περαιτέρω, νομίμως και εμπροθέσμως πιθανολογείται ότι ασκήθηκε και η ανακοπή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη (άρθρο 934 παρ.1περ.α ΚΠολΔ). Το αίτημα, όμως, της ένδικης αίτησης περί καταδίκης των καθ’ών στα δικαστικά έξοδα του αιτούντος, τυγχάνει μη νόμιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο, δεδομένου ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 84 παρ.2 του Ν. 4194/2013, τα δικαστικά έξοδα της αναστολής εκτέλεσης επιβάλλονται υποχρεωτικά σε βάρος του αιτούντος την αναστολή.
Ι. Όπως προκύπτει από το νόμο (άρθρο 919 σε συνδ. με άρθρο 325 αρ. 1 ΚΠολΔ), επισπεύδων δανειστής μπορεί να είναι κάθε πρόσωπο, που από το περιεχόμενο του εκτελεστού τίτλου εμφανίζεται ως φορέας της αξίωσης για την οποία ενεργείται η αναγκαστική εκτέλεση, ενώ παράλληλα νομιμοποιούνται και όσα πρόσωπα ειδικά καθορίζονται στο νόμο (άρθρο 919 σε συνδ. με άρθρα 325, 326, 327 και 329 ΚΠολΔ). Έτσι, εκτός από τους δικαιούχους που αναφέρονται στον εκτελεστό τίτλο, νομιμοποιούνται ενεργητικά για την αναγκαστική εκτέλεση, μεταξύ άλλων, οι καθολικοί, οι οιονεί καθολικοί, αλλά και οι ειδικοί διάδοχοι του δικαιούχου διαδίκου, και μάλιστα οι τελευταίοι ανεξάρτητα από το αν η ειδική διαδοχή πραγματοποιήθηκε με πράξη εν ζωή, π.χ. με εκχώρηση, ή αιτία θανάτου, ή αν αφορά εμπράγματα δικαιώματα, π.χ. εκχώρηση αξίωσης για μεταβίβαση κυριότητας, ή ενοχικά δικαιώματα, π.χ. εκχώρηση απαίτησης από δάνειο. Εξάλλου, η ρύθμιση αυτή είναι εναρμονισμένη και με τη βασική αρχή (άρθρο 225 ΚΠολΔ) ότι η μεταβίβαση του επίδικου αντικειμένου δεν προκαλεί καμία μεταβολή στη δίκη. Σε μια τέτοια περίπτωση, ενώ η διαγνωστική δίκη συνεχίζεται από τον ίδιο το διάδικο που απαλλοτρίωσε το επίδικο αντικείμενο, η αναγκαστική εκτέλεση θα μπορεί να επισπεύδεται μόνο από τον ειδικό διάδοχό του. Η ειδική διαδοχή πρέπει να έχει συντελεστεί μετά την εκκρεμοδικία, στη δε εκχώρηση, που ολοκληρώνεται με την αναγγελία, πρέπει και αυτή η τελευταία να έχει πραγματοποιηθεί μετά την εκκρεμοδικία (Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, εκδ. 1998, παρ. 28 αρ. 2-3,7επ., 11-12, σελ. 385, 387επ., 390-391, αντίστοιχα). Επομένως, εάν έλαβε χώρα εκχώρηση της απαίτησης, ο εκδοχέας από και δια της αναγγελίας (άρθρο 460 ΑΚ) αποκτά το δικαίωμα έναντι του οφειλέτη με όλα τα πλεονεκτήματά του (άρθρα 455, 458 ΑΚ), μεταξύ των οποίων και η εκτελεστότητα. Συνεπώς ο εκδοχέας νομιμοποιείται για την έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, εφόσον έχει προηγηθεί η αναγγελία της εκχώρησης. Σηµειώνεται δε ότι οι νοµιµοποιούµενοι ενεργητικώς για την εκτέλεση, ως δικαιούχοι της ίδιας απαίτησης (π.χ. οι καθολικοί και ειδικοί διάδοχοι του κατασχόντος, ακριβέστερα δε του µέχρι τούδε επισπεύδοντος), δεν είναι τρίτοι και δύνανται (καταρχήν) να συνεχίσουν την εκτέλεση, όπως ακριβώς και ο µέχρι τούδε επισπεύδων, τηρώντας τις πρόσθετες διατυπώσεις των άρθρων 921, 925 και 973 ΚΠολΔ (Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, άρθρο 973 παρ. 393, σελ. 1016), για την έναρξη, όµως, αυτής απαιτείται η κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ επίδοση της επιταγής (Ι. Μπρίνιας, ο.π., άρθρο 924 παρ. 121, σελ. 313). Εξάλλου, το άρθρο 925 ΚΠολΔ επιβάλλει την τήρηση ορισµένων διατυπώσεων, προκειµένου να αρχίσει ή να συνεχίσει την εκτέλεση ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος και γενικώς ο νοµιµοποιούµενος ενεργητικώς για την αναγκαστική εκτέλεση (Ι. Μπρίνιας, ο.π., άρθρο 919 παρ. 87, σελ. 236).Ειδικότερα δε, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου δεν µπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την εκτέλεση πριν κοινοποιηθούν σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, η επιταγή και τα έγγραφα που τον νοµιµοποιούν (Εφ.Πατρ. 437/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, η υποχρέωση κοινοποίησης των νοµιµοποιητικών εγγράφων, τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι ανεξάρτητη από τον τρόπο διαδοχής (σύµβαση, νόµος, δικαστική απόφαση) και απαιτείται να γίνεται ακόµη και αν ο καθ’ ου η εκτέλεση έλαβε γνώση της διαδοχής από αλλού. Ως νοµιµοποιητικά έγγραφα νοούνται αυτά τα οποία αποδεικνύουν τη διαδοχή (π.χ. διαθήκη, κληρονοµητήριο, συµβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονοµίας, έγγραφο µεταβιβαστικό της εκτελούµενης απαίτησης κ.τ.λ.) είτε δηµόσια είτε ιδιωτικά. Απαιτείται κοινοποίηση σε πρωτότυπα ή κυρωµένα αντίγραφα ολόκληρων εγγράφων και όχι αποσπασµάτων, ενώ δεν αρκεί η απλή αναφορά αυτών στην επιταγή. Δεν είναι αναγκαία, χωρίς να αποκλείεται, η προηγούµενη κοινοποίηση των νοµιµοποιητικών εγγράφων του ειδικού ή καθολικού διαδόχου, µπορεί να γίνει ταυτόχρονα µε την κοινοποίηση της επιταγής προς εκτέλεση. Η παράβαση της διάταξης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, δηλαδή η µη τήρηση των διατυπώσεων για την έναρξη η συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, επιφέρει ακυρότητα της εκτέλεσης, ανεξάρτητα από τη συνδροµή του στοιχείου της βλάβης. (ΑΠ 598/2021ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,Β. Βαθρακοκοίλη, Ερµηνεία ΚΠολΔ, υπό το άρθρο 925, αρ. 2,3 και 4). Παρά τα ανωτέρω, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύµβασης µεταβίβασης των τιτλοποιούµενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισµούς των Ν. 4354/2015 και 3156/2003, µε δεδοµένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιµέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η µεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθµισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συµβάσεων µεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συµπορεύεται µε το πνεύµα της ρύθµισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεµβάλει σοβαρά εµπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεµποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση θέτει µεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όµως, σε βαθµό που να εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα µόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της µεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νοµιµοποίηση του επισπεύδοντος (ΑΠ 345/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Καθώς δε τα αποτελέσµατα της µεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόµου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύµβασης στο δηµόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νοµιµοποίηση της εταιρείας που αναλαµβάνει τη διαχείριση των µεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα,τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη µεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα µόνα κρίσιµα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη µε την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της µεταβίβασης καθ’ εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νοµιµοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των µεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συµβάσεων µεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύµφωνα µε το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000, ήτοι η δηµοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε µε τη µε αριθµό 161/337/2003 (ήδη Υ.Α. 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του µεταβιβάζοντος, µε το σχετικό απόσπασµα των µεταβιβαζόµενων απαιτήσεων απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της µεταβίβασης της απαίτησης του καθ’ού η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νοµοτυπική µορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (Εφ.Θεσ. 177/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 574/2020, Εφ.Πειρ.352/2022, αδημ. στο νομιμό τύπο, Εφ.Θεσ.(Μον).177/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Π. Γιαννόπουλος ‘’Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως µη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης – Κριτική επισκόπηση των ρυθµίσεων του Ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις’’ Αρµ. 2019.233 επ., Γ. Αποστολάκης ‘’Ζητήµατα από την κατ’ εξαίρεση νοµιµοποίηση των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια’’ ΕπΑΚ 2021 σελ. 703-704).
ΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ και 25 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι, η πραγμάτωση με αναγκαστική εκτέλεση της απαίτησης του δανειστή κατά του οφειλέτη, αποτελεί ενάσκηση ουσιαστικού δικαιώματος δημοσίου δικαίου και συνεπώς, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η προφανής αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η καταχρηστική συμπεριφορά του φορέα του δικαιώματος, εμφανίζεται υπό διάφορες μορφές, όπως με την ύπαρξη δυσαναλογίας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου εκτέλεσης και του επιδιωκόμενου σκοπού, με την άσκηση δικονομικού δικαιώματος κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη, δηλαδή όταν η συμπεριφορά του φορέα του δικαιώματος ωθείται από κακοβουλία, με αποκλειστικό σκοπό την βλάβη του άλλου ή όταν η πράξη της εκτέλεσης υπερβαίνει τα όρια της θυσίας του οφειλέτη. Ειδικά δε, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 951 παρ. 2 ΚΠολΔ, που αποτελεί έκφανση της, κατά την διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ, γενικής αρχής περί της απαγόρευσης καταχρηστικής διαδικαστικής συμπεριφοράς και απηχεί την αρχή της αναλογικότητας (αρχή της αναγκαιότητας) και αποσκοπεί στην αποτροπή της υπερβολικής καταπίεσης του οφειλέτη από την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων, που ευρίσκονται σε δυσαναλογία εν σχέσει προς την απαίτηση, επιβάλλεται περιορισμός, προς προστασία του οφειλέτη- καθ`ού η κατάσχεση από τον κίνδυνο της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού πραγμάτων περισσοτέρων από όσα απαιτούνται για την ικανοποίηση των δανειστών και των εξόδων της εκτέλεσης. Ο περιορισμός της καταχρηστικής άσκησης της αξίωσης για αναγκαστική εκτέλεση εκδηλώνεται ως απειλή ακυρότητας των πράξεων της αναγκαστικής κατάσχεσης πράγματος του οφειλέτη αξίας δυσανάλογα μεγαλύτερης από το ύψος της ουσιαστικής αξίωσης του επισπεύδοντος ή της κατάσχεσης ορισμένου πράγματος, όταν υπάρχουν άλλα αντικείμενα δεκτικά κατάσχεσης που υπερκαλύπτουν το ποσόν της εκτελουμένης αξίωσης ή όταν υπάρχει άλλο πράγμα της κυριότητας του καθ`ού, μικρότερης αξίας που υπερκαλύπτει την απαίτηση του επισπεύδοντος. Επιπλέον, απαιτείται οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα δε, εάν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που είναι δυνατόν να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του. Εάν μεν η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ αναφέρεται στην εγκυρότητα του ίδιου του εκτελεστού τίτλου, συνιστά ουσιαστικό ελάττωμα του, με την επιδίωξη εκτέλεσης δια τίτλου τυπικώς μεν έγκυρου, ο οποίος, όμως, επιτεύχθηκε αντιθέτως προς το άρθρο 281 ΑΚ, ο δε σχετικός λόγος ανακοπής πρέπει να προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1α ΚΠολΔ. Εάν η αντίθεση στα κριτήρια του άρθρου 281 ΑΚ αφορά στην απαίτηση ή στην διαδικασία της εκτέλεσης, ο λόγος της ανακοπής πρέπει να προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1β ΚΠολΔ, δηλαδή έως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, η οποία, προκειμένου περί ικανοποίησης χρηματικών απαιτήσεων, είναι, κατά το άρθρο 934 παρ. 2 ΚΠολΔ, η σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης (Ολ.ΑΠ 1/2009, ΑΠ 261/2017, ΑΠ 758/2014, Εφ.Αθ. 3888/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 924 του ΚΠολΔ, στην επιταγή πρέπει να ορίζεται με ακρίβεια το οφειλόμενο ποσό. Η παράλειψη, όμως, του καθορισμού του τρόπου υπολογισμού των οφειλόμενων τόκων δεν δημιουργεί ακυρότητα της επιταγής, αφού ο υπολογισμός αυτός μπορεί να γίνει με ακρίβεια από τα γνωστά δεδομένα, όπως το κεφάλαιο, η έναρξη των τόκων, η διάρκεια του χρέους κ.λπ. (ΑΠ 474/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αρκεί δηλαδή για το κύρος της επιταγής η αναφορά της οφειλής κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, χωρίς να απαιτείται να προσδιορίζεται σε αυτήν το επιτόκιο, αφού τούτο ορίζεται από το νόμο, τα επιμέρους σε ποσά των τόκων δύνανται να ανευρεθούν με απλό μαθηματικό υπολογισμό, βάσει του ανωτέρω ποσοστού, του οφειλόμενου κεφαλαίου και του χρονικού διαστήματος, εντός του οποίου ίσχυαν τα αντίστοιχα επιτόκια από το χρόνο εκείνο που επιδικάστηκαν έως την ημερομηνία σύνταξης της επιταγής. Εφόσον γίνεται ο εν λόγω διαχωρισμός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και εναπόκειται στον οφειλέτη να ισχυριστεί την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό ή παράνομο των τόκων {ΑΠ 1773/2001 ΕλλΔνη 43(2002).1385, ΑΠ 474/1999 ο.π., ΑΠ 194/1995 ΕλλΔνη 37(1996).101, Εφ.Λαμ. 159/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ}.
Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίµηση της ένορκης (με πολιτικό όρκο) κατάθεσης της μάρτυρα του αιτούντος -συζύγου του ……………., γεννηθείσας το έτος 1976, κατοίκου …………., καθώς και όλων των εγγράφων που προσκοµίζουν οι διάδικοι και την εν γένει συζήτηση της υπόθεσης, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά:
Μετά από αίτηση της πρώτης των καθ΄ών (πρώτης εφεσίβλητης – καθ΄ής η ανακοπή), εκδόθηκε, εις βάρος του αιτούντος (εκκαλούντος – ανακόπτοντος) ως πρωτοφειλέτη, καθώς και των ………… και …………. ως εγγυητών, βάσει του από 19-12-2014 ιδιωτικού συμφωνητικού αναγνώρισης και ρύθμισης οφειλών (πηγάζουσες από σύμβαση στεγαστικού δανείου αρχικού ποσού 108.000 ευρώ), η υπ΄αρ. ……/2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Εν τω μεταξύ, η ένδικη απαίτηση µεταβιβάσθηκε, μεταξύ άλλων, αρχικά από την ως άνω υπέρ΄ης η εκδοθείσα διαταγή πληρωµής -πρώτη των καθ΄ών («…………….») στην εδρεύουσα στο … Ιρλανδίας εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………», δυνάµει της από 12-9-2019 σύµβασης εκχώρησης τιτλοποιούµενων επιχειρηµατικών απαιτήσεων, διεπόµενης από το ελληνικό δίκαιο και τα άρθρα 10 και 14 Ν. 3156/2003, νοµίµως δηµοσιευθείσας σε περίληψη µε αρ.πρωτ. …./16-9-2019 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόµο …. µε αριθµό ….., η οποία επέχει θέση αναγγελίας κατ’ άρθρο 10 παρ. 10 Ν. 3156/2003. Στη συνέχεια στις 13-7-2020, η ως άνω εταιρεία («…………….»), προέβη σε επανεκχώρηση προς την Τράπεζα …… (απoτιτλoπoίηση – επαναμεταβίβαση), µέρους των µεταβιβασθεισών απαιτήσεων, σε εκτέλεση της αρχικής σύµβασης πώλησης και µεταβίβασης, στις οποίες περιλαµβανόταν και η επιδικασθείσα απαίτηση από την επίδικη σύµβαση δανείου, δηµοσιευθείσας της σχετικής µεταβολής (επαναγοράς) της από 12-9-2019 σύµβασης πώλησης και µεταβίβασης σε περίληψη µε αρ. πρωτ. …../13-7-2020, στο ίδιο ως άνω ειδικό βιβλίο του αρ. 3 του Ν. …./2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόµο …. µε αριθµό ….. Ακολούθως, η Τράπεζα …… µεταβίβασε την εν λόγω απαίτηση στην προαναφερθείσα, εδρεύουσα στο …. Ιρλανδίας, εταιρεία ειδικού σκοπού µε την επωνυµία «………….». Περαιτέρω, η δεύτερη καθ΄ής (δεύτερη εφεσίβλητη -καθ΄ής η ανακοπή) «…………….», κατέστη διαχειρίστρια της ως άνω εταιρείας ειδικού σκοπού, ενεργούσα επ΄ονόματι και για λογαριασμό της, βάσει του Ν. 4354/2015, δυνάμει της από 23-12-2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και η ένδικη, όπως η τελευταία (σύμβαση) ακολούθησε την αρχική από 21-7-2020 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων και την από την από 23-12-2020 λύση αυτής. Εν συνεχεία, αντίγραφο εκ πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, μετά της κάτωθεν αυτού από 16-6-2021 επιταγής προς εκτέλεση, επιδόθηκε από τη δεύτερη καθ΄ής, με την ανωτέρω ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διάδικου – διαχειρίστριας της, εδρεύουσας στο ……. Ιρλανδίας, εταιρείας ειδικού σκοπού µε την επωνυµία «…….. ………..» -ειδικής διαδόχου της πρώτης καθ΄ής, κατά τα αναφερόμενα παραπάνω, στον αιτούντα – πρωτοφειλέτη στις 18-6-2021. Με την ως άνω επιταγή καλείτο ο τελευταίος να καταβάλει, το συνολικό ποσό των 109.573,7 ευρώ (107.263,7 ευρώ ως κεφάλαιο, εντόκως από τις 24-10-2017, επομένη του κλεισίματος του λογαριασμού και μεταφοράς του υπολοίπου αυτού σε οριστική καθυστέρηση, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, 2.210 ευρώ για δικαστική δαπάνη, εντόκως από τις 13-7-2018 (επομένη της επίδοσης της α΄ επιταγής προς πληρωμή), 50 ευρώ, για απόγραφο, τέλη απογράφου, σύνταξη και χαρτοσήμανση της επιταγής και 50 ευρώ για κοινοποίηση της επιταγής, εντόκως από την επίδοσή της έως την εξόφληση και τέλος, για τυχόν σύνταξη εντολής προς διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης, αν τούτο απαιτηθεί, 30 ευρώ). Περαιτέρω, με την από 5-11-2021 επιταγή προς εκτέλεση, που επιδόθηκε επίσης από τη δεύτερη καθ΄ής, με την παραπάνω ιδιότητά της, στον αιτούντα – πρωτοφειλέτη και στους προαναφερθέντες εγγυητές, στις 8-11-2021, επιτάσσονταν αυτοί να καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, το συνολικό ποσό των 22.979,38 ευρώ (22.417,38 ευρώ ως κεφάλαιο, εντόκως από τις 24-10-2017, επομένη του κλεισίματος του λογαριασμού και μεταφοράς του υπολοίπου αυτού σε οριστική καθυστέρηση, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, 462 ευρώ για δικαστική δαπάνη, εντόκως από τις 13-7-2018,50 ευρώ για απόγραφο, τέλη απογράφου, σύνταξη και χαρτοσήμανση της επιταγής και 50 ευρώ για κοινοποίηση της επιταγής, εντόκως από την επίδοσή της έως την εξόφληση και τέλος, για τυχόν σύνταξη εντολής προς διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης, αν τούτο απαιτηθεί, 30 ευρώ). Στη συνέχεια, δυνάμει της υπ’ αρ. ………../15-12-2021 Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………., μέλος της αστικής εταιρείας δικαστικών επιμελητών ‘……………’’, επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στο ακίνητο(αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία) κυριότητας του αιτούντος, την οποία απέκτησε δυνάμει του υπ’αρ. ……../17-06-2008 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………., που μεταγράφηκε νόμιμα, ήτοι ενός διαμερίσματος (επιφάνειας 85,80 τ.μ) του δευτέρου ορόφου (Β) πάνω από το ισόγειο πολυκατοικίας, κτισμένης επί οικοπέδου κείμενου στο Δήμο Πειραιά, στη θέση ………., στην οδό …………, όπως περαιτέρω (τόσο το διαμέρισμα όσο και το οικόπεδο) περιγράφεται στην αίτηση και στην ως άνω έκθεση κατάσχεσης. Εμφαίνεται δε το ακίνητο αυτό (διαμέρισμα) στα βιβλία του Κτηµατολογικού Γραφείου Πειραιώς και Νήσων, µε τον Κωδικό Αριθµό Εθνικού Κτηµατολογίου (Κ.Α.Ε.Κ.) ……….., όπως προκύπτει από το Απόσπασµα Κτηµατολογικού Διαγράµµατος του Κτηµατολογικού Γραφείου Πειραιώς και Νήσων. Σύµφωνα µε την ανωτέρω κατασχετήρια έκθεση, ο πλειστηριασµός του εν λόγω ακινήτου του αιτούντος, θα διενεργηθεί µε ηλεκτρονικά µέσα στις 20 Ιουλίου του έτους 2022,ηµέρα Τετάρτη και από ώρα 10.00 έως 14.00 µε αναγκαστικό πλειστηριασµό, ενώπιον της πιστοποιηµένης συµβολαιογράφου Αθηνών, ……….., που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός …………), ενώ η τιµή πρώτης προσφοράς αυτού, ορίστηκε στο ποσό των 75.500 ευρώ.
Ο αιτών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 29-12-2021 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………/2021) ανακοπή του, κατ΄ άρθρο 933 ΚΠολΔ, με την οποία ζητούσε, για τους σε αυτήν αναφερόμενους λόγους, την ακύρωση των ως άνω από 16-6-2021 και 5-11-2021 επιταγών προς πληρωμή και της υπ΄αρ. …./15-12-2021 Έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του ανωτέρω ακινήτου ιδιοκτησίας του (και της σε αυτήν αναφερόμενης από 9-12-2021 εντολής προς εκτέλεση της αντιδίκου του -δεύτερης των καθ’ών, την οποία υπογράφει ο δικηγόρος Αθηνών ……………. της δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία ‘………’’).
Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε από το παραπάνω Δικαστήριο η υπ΄αρ. 1867/6-6-2022 οριστική απόφαση, η οποία απέρριψε την ανακοπή. Ακολούθως, ο αιτών άσκησε, όπως προαναφέρθηκε, κατά της ανωτέρω απόφασης, νομότυπα και εμπρόθεσμα την από 21-6-2022 έφεση, η οποία έχει προσδιοριστεί για να εκδικαστεί ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία – τμήμα ενοχικό) κατά τη δικάσιμο της 1ης-6-2023. Στα πλαίσια της άσκησης της εν λόγω έφεσης και για τους σε αυτήν αναφερόμενους λόγους, ζητεί (ο αιτών) με την κρινόμενη αίτησή του, να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η αναστολή της εκτέλεσης που επισπεύδεται με τις ως άνω προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και του ανωτέρω πλειστηριασμού, μέχρι την έκδοση απόφασης επί του ασκηθέντος ενδίκου μέσου.
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, τον οποίο επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ο αιτών ισχυρίζεται ότι η επίσπευση της προσβαλλόμενης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης ασκείται καταχρηστικά, καθώς υπάρχει αντίθεση αυτής στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Ειδικότερα δε υποστηρίζει ότι, η αναγκαστική κατάσχεση επιβλήθηκε σε βάρος του ως άνω ακινήτου, που αποτελεί την μοναδική και κύρια κατοικία αυτού και της οικογένειάς του, για μέρος της επιδικασθείσας οφειλής του (συνολικού ποσού 109.573,70 ευρώ), ήτοι για το ποσό των 22.979,38 ευρώ, το οποίο βρίσκεται σε προφανή δυσαναλογία με την αξία του κατασχεθέντος ακινήτου του (του οποίου η τιμή πρώτης προσφοράς ορίστηκε στο ποσό των 75.500 ευρώ) κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας. Ωστόσο, ο λόγος αυτός της ανακοπής, όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, οπότε ο σχετικός πρώτος λόγος της έφεσης του αιτούντος, δεν πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός ως βάσιμος. Κι αυτό διότι, τα αναφερόμενα κι επικαλούμενα από τον ήδη αιτούντα (ανακόπτοντα-εκκαλούντα) πραγματικά περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, δεν στοιχειοθετούν την καταχρηστική άσκηση της επίσπευσης της ένδικης αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος του εκ μέρους των καθ΄ών, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, με βάση όσα εκτέθηκαν στην οικεία υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα σκέψη. Το γεγονός ότι η αναγκαστική αυτή εκτέλεση επισπεύδεται για το ποσό των 22.979,38 ευρώ και η τιμή πρώτης προσφοράς του εκπλειστηριαζόμενου ακινήτου ανέρχεται σε 75.500 ευρώ, δεν συνιστά προφανή δυσαναλογία μεταξύ της αξίας της απαίτησης και της αξίας του ακινήτου, πολύ δε περισσότερο δεδομένου ότι, η συνολική επιδικασθείσα οφειλή του αιτούντος είναι 109.573,70 ευρώ, για το υπόλοιπο ποσό της οποίας η δανείστρια διατηρεί το δικαίωμά της να αναγγελθεί στον επισπευδόμενο πλειστηριασμό, όπως ορθά κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση. Από την αρχή της διαθέσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ), εξάλλου, όπως ειδικότερα αυτή εκδηλώνεται στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, συνάγεται ο ειδικότερος κανόνας ότι, ο επισπεύδων δανειστής διατηρεί πλήρη την εξουσία να προσδιορίζει ελεύθερα το ποσό της απαίτησης, την ικανοποίηση της οποίας θα επιδιώξει με αναγκαστική εκτέλεση (Π.Γέσιου-Φάλτση, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, σελ. 195). Ο επισπεύδων δικαιούται, δηλαδή, παρά την απαρχής ύπαρξη εκτελεστού τίτλου για το σύνολο της απαίτησής του και την επίδοση εκ μέρους του επιταγής προς πληρωμή επίσης για το σύνολο της απαίτησης, να επιβάλλει στη συνέχεια αναγκαστική κατάσχεση για ένα συγκεκριμένο και μόνο μέρος της απαίτησης. Ο περιορισμός αυτός δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ότι προσβάλλει τα συμφέροντα του οφειλέτη, αφού γίνεται για το σκοπό του περιορισμού των εξόδων εκτέλεσης, που τελικά βαρύνουν τον ίδιο. Τέλος, δεδομένου ότι, όπως ο ίδιος ο αιτών αναφέρει, το ανωτέρω ακίνητο είναι το μοναδικό το οποίο έχει στην κυριότητά του, η δανείστρια αυτού, δεν προέβη καταχρηστικά στην κατάσχεσή του, ενδεχόμενη δε ακύρωση της τελευταίας, θα οδηγούσε σε ματαίωση της ικανοποίησης του δικαιώματός της.
Με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του, ο αιτών, υποστηρίζει ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα απέρριψε τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του, με τον οποίο ζητούσε να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης (υπ΄αρ……../15-12-2021), διότι ορίστηκε συμβολαιογράφος για τη διενέργεια του πλειστηριασμού (και συγκεκριμένα η …………), η οποία έχει την έδρα της στην Αθήνα και όχι στην περιφέρεια του τόπου όπου έλαβε χώρα η κατάσχεση (ήτοι στον Πειραιά), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 927 ΚΠολΔ και κατά παράβαση αυτού. Εντούτοις, όπως σαφώς ορίζεται στο άρθρο 4 παρ.2 του Κώδικα Συμβολαιογράφων (Ν.2830/2000), ‘’…οι συμβολαιογράφοι που είναι διορισμένοι στους δήμους που υπάγονται δικαστηριακά στις περιφέρειες των παρακάτω Ειρηνοδικείων: α) Αθηνών, β) Πειραιά… έχουν το δικαίωμα να ασκούν τα καθήκοντά τους και στις άλλες περιφέρειες των πιο πάνω Ειρηνοδικείων… όταν… τους ανατίθεται η διενέργεια πλειστηριασμού’’. Ακόμη, κατά την παρ.1 του άρθρου 998 ΚΠολΔ, το κατασχεμένο ακίνητο πλειστηριάζεται με ηλεκτρονικά μέσα ενώπιον του συμβολαιογράφου της εφετειακής περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο. Όπως ρητά διευκρινίζεται δε στην ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 22 του Ν.4912/2022 (για τους αρμόδιους συμβολαιογράφους για τη διενέργεια πλειστηριασμού), κατά την αληθή έννοια της παρ.1 του άρθρου 959 και της παρ.1 του άρθρου 998 του ΚΠολΔ, για τα ακίνητα που βρίσκονται εντός της Περιφέρειας Αττικής, αρμόδιοι συμβολαιογράφοι είναι οι συμβολαιογράφοι των εφετειακών περιφερειών Αθηνών και Πειραιώς. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω, ο λόγος αυτός της ανακοπής, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έστω με μερικώς διαφορετική αιτιολογία, είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος και επομένως δεν πιθανολογείται η ευδοκίμηση του σχετικού ως άνω λόγου της έφεσης.
Με τον τρίτο λόγο της έφεσής του, ο αιτών παραπονείται ότι μη ορθώς απορρίφθηκε από την εκκαλουμένη, ως μη νόμιμος, ο τρίτος λόγος της ανακοπής του, με τον οποίο ζητούσε την ακύρωση των ανακοπτόμενων επιταγών προς πληρωμή (από 16-6-2021 και από 5-11-2021) καθώς και της υπ΄αρ. ……./15-12-2021 Έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του, διότι δεν προσδιορίζεται σε αυτές το οφειλόμενο ποσό των τόκων ή το συνολικό οφειλόμενο ποσό για κεφάλαιο και τόκους, με συνέπεια να μην προκύπτει με σαφήνεια το ύψος της απαίτησης, για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, έλλειψη η οποία του προκαλεί δικονομική βλάβη, που συνίσταται στην αδυναμία του να αντικρούσει το κονδύλιο αυτό, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεσή του. Κιαυτός, όμως, ο λόγος της έφεσης δεν πιθανολογείται βάσιμος, διότι, κατά τα αναλυτικά προαναφερθέντα στην υπό στοιχείο ΙΙΙ μείζονα σκέψη, το ποσό του τόκου δεν χρειάζεται να προσδιορίζεται στην επιταγή προς εκτέλεση, αφού το μεν ποσοστό του τόκου ορίζεται από το νόμο, ενώ το ποσό των τόκων που θα καταβληθεί, μπορεί να βρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό, αντίθετα με όσα υποστηρίζει ο αιτών στον ως άνω λόγο της έφεσής του.
Με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του, ο αιτών, υποστηρίζει ότι η εκκαλουμένη κακώς απέρριψε τον τέταρτο λόγο της ανακοπής του, με τον οποίο ζητούσε να ακυρωθεί η από 5-11-2021 επιταγή προς εκτέλεση, διότι δεν είχε οριστεί, κατ΄άρθρο 924 ΚΠολΔ, αντίκλητος που να κατοικεί στην περιφέρεια του τόπου της εκτέλεσης (ήτοι στον Πειραιά), αλλά με την ως άνω επιταγή διορίστηκε αντίκλητος ο υπογράφων αυτήν δικηγόρος Αθηνών ……. της δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία ‘………’’.
Ο λόγος αυτός, όμως, της ανακοπής, όπως ορθά επίσης έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος και επομένως δεν πιθανολογείται η ευδοκίμηση του σχετικού ως άνω λόγου της έφεσης, καθώς, όπως ρητά αναφέρεται στο ανωτέρω άρθρο (924) του ΚΠολΔ, αν δεν οριστεί αντίκλητος, αντίκλητος είναι ο δικηγόρος που υπέγραψε τη διαταγή, και εν προκειμένω με την προσβαλλόμενη επιταγή, ορίστηκε αντίκλητος ο υπογράφων αυτή, πληρεξούσιος δικηγόρος της δεύτερης καθ΄ής. Το γεγονός ότι αυτός εδρεύει στην Αθήνα και όχι στον Πειραιά, όπου είναι ο τόπος εκτέλεσης, πέραν του ότι ο αιτών δεν επικαλείται δικονομική βλάβη, δεν καθιστά άκυρη την επιταγή, διότι κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται για τον πληρεξούσιο δικηγόρο που θεωρείται αντίκλητος, αν δεν έχει διοριστεί άλλος.
Με τον πέμπτο (και τελευταίο) λόγο της έφεσής του, ο αιτών υποστηρίζει ότι εσφαλμένα και αντίθετα με το νόμο η εκκαλουμένη δεν διαπίστωσε έλλειψη της ενεργητικής νομιμοποίησης της δεύτερης των καθ΄ών -εφεσίβλητης, ως προς τη διενέργεια των προσβαλλόμενων πράξεων εκτέλεσης, λόγω μη συγκοινοποίησης σε αυτόν των απαιτούμενων εγγράφων όσον αφορά στη διαδοχή του δικαιούχου της απαίτησης, κατά παράβαση, όπως ισχυρίζεται, του άρθρου 925 σε συνδ. με το άρθρο 926 παρ.2 ΚΠολΔ. Σε σχέση με τον λόγο αυτό προέκυψαν τα κάτωθι: Όπως ο ίδιος ο αιτών αναφέρει, αλλά αποδεικνύεται και από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία, τα έγγραφα που συγκοινοποιήθηκαν από τη δεύτερη των καθ΄ών στον αιτούντα, μαζί με την από 5-11-2021 επιταγή προς πληρωμή και τις λοιπές προσβαλλόμενες πραξεις (και αφορούν στη νομιμοποίησή της, ως διαχειρίστριας της προαναφερθείσας εταιρείας ειδικού σκοπού «…………..», ειδικής διαδόχου της αρχικής δικαιούχου της ένδικης απαίτησης ……… -πρώτης των καθ΄ών) είναι τα εξής:α) Η µε αρ. πρωτ. ……./16-9-2019 δηµοσίευση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (τόµος …., αρ. …..) περίληψης της από 12-9-2019 σύµβασης εκχώρησης τιτλοποιούµενων επιχειρηµατικών απαιτήσεων σύµφωνα µε τα άρθρα 10,14 Ν. 3156/2003.β) Το υπ’ αρ. ……../16.09.2019 αντίγραφο από το Ενεχυροφυλακείο Αθηνών αποσπάσµατος των στοιχείων των τιτλοποιούµενων απαιτήσεων (καταχωρηµένων στον τόµο … µε αρ. ….) που επισυνάφθηκε ως παράρτηµα στην µε αρ. πρωτ. …./2019 περίληψη, από το οποίο αποδεικνύεται η εκχώρηση των απαιτήσεων εκ του υπ΄ αρ. 19-12-2014 ιδιωτικού συµφωνητικού αναγνώρισης και ρύθµισης οφειλών. γ) Η µε αρ. πρωτ. …./16-9-2019 δηµοσίευση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (τόµος …. αρ. …..) περίληψης της από 12-9-2019 σύµβασης διαχείρισης τιτλοποιούµενων επιχειρηµατικών απαιτήσεων. δ) Η µε αρ. πρωτ. …./23-9-2019 δηµοσίευση στο Eνεχυροφυλακείo Αθηνών (τόµος …., αρ. ….) περίληψης της τροποποίησης της από 12-9-2019 σύµβασης διαχείρισης τιτλοποιούμενων επιχειρηµατικών απαιτήσεων, ως προς το πρόσωπο του διαχειριστή, που ορίστηκε η «……………». ε) Ακριβές επικυρωμενο αντίγραφο της µε αρ. πρωτ. …../13-07-2020 δηµοσίευσης στο Eνεχυροφυλακείο Αθηνών (τόµος …., αρ. …..) περίληψης της µεταβολής (επαναγοράς) της από 12-09-2019 σύµβασης πώλησης και µεταβίβασης, συνεπεία της επανεκχώρησης προς την Τράπεζα ……… (αποτιτλοποίησης – επαναµεταβίβασης), µέρους των µεταβιβασθεισών απαιτήσεων, σε εκτέλεση της αρχικής σύµβασης πώλησης και µεταβίβασης. στ) Ακριβές αντίγραφο από το Eνεχυρoφυλακείo Αθηνών αποσπάσµατος των στοιχείων των τιτλοποιούµενων απαιτήσεων, που επισυνάφθηκαν ως παράρτηµα στην αρ. πρωτ. …../2020 περίληψη, από τα οποία αποδεικνύεται η επανεκχώρηση προς την Τράπεζα ……. των απαιτήσεων εκ του 19-12-2014 ιδιωτικού συµφωνητικού αναγνώρισης και ρύθµισης οφειλών. ζ)Η µε αρ. πρωτ. …./22-7-2020 δηµοσίευση στο Eνεχυροφυλακείο Αθηνών (τόµος …., αρ. ….) περίληψης της από 21-07-2020 σύµβασης πώλησης και µεταβίβασης από την Τράπεζα ………. προς την «…………», τιτλoπoιoύµεvων επιχειρηµατικών απαιτήσεων, σύµφωνα µε τα άρθρα 10,14 Ν. 3156/2003. η) Ακριβές αντίγραφο από το Ενεχυροφυλακείο Αθηνών αποσπάσµατος των στοιχείων των τιτλοποιoύµενων απαιτήσεων που επισυνάφθηκαν ως παράρτηµα στην αρ. πρωτ. …./2020 περίληψη, από τα οποία αποδεικνύεται η εκχώρηση από την Τράπεζα ……….. προς την «………..» των απαιτήσεων εκ 19/12/2014 ιδιωτικού συµφωνητικού αναγνώρισης και ρύθµισης οφειλών. θ) Η µε αρ. πρωτ. …/22-7-2020 δηµοσίευση στο Eνεχυροφυλακείο Αθηνών (τόµος … αρ. 2…42), περίληψης της από 21-7-2020 σύµβασης διαχείρισης τιτλοποιούµενων επιχειρηµατικών απαιτήσεων µεταξύ της δικαιούχου των απαιτήσεων «……» και της διαχειρίστριας «…………».ι) Η µε αρ. πρωτ. …./24-12-2020 δηµoσίευση στο Ενεχυροφυλακείο Aθηνών (τόµος …. αρ. ….), περίληψης της από 23-12-2020, δυνάµει ιδιωτικού συµφωvητικoύ παύσης της σύµβασης διαχείρισης τιτλοποιούµενων επιχειpηµατικών απαιτήσεων µεταξύ της δικαιούχου των απαιτήσεων «………..» και της διαχειρίστριας «………….».ια) Η µε αρ. πρωτ. …/24-12-2020 δηµoσίευση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνων (τόµος … αρ. ….), περίληψης της από 23-12-2020 σύµβασης διαχείρισης τιτλοποιούµενων επιχειρηµατικών απαιτήσεων µεταξύ της δικαιούχου των απαιτήσεων «…….» και της διαχειρίστριας «……….».ιβ) Το ΦΕΚ Β’ 3533/20-9-2019 στο οποίο δηµοσιεύθηκε η χορήγηση από την Τράπεζα της Ελλάδος της υπ’ αρ. ……/17-9-2019 άδειας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, κατά το Ν. 4354/2015, προς την εταιρεία «……………».ιγ) Η από 5.11.2019 και µε αρ. πρωτ…….. ανακοίνωση της Υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ. του Εµπορικού και Βιοµηχανικού Επιµελητηρίου Αθηνών, από την οποία προκύπτει η αλλαγή της επωvυµίας της ως άνω ανώvυµης εταιρείας µε την επωνυµία «………….» σε «……..» και τον διακριτικό τiτλo «……….». Σύμφωνα δε με τα αναλυτικά εκτεθέντα στη σχετική (υπό στοιχείο Ι) μείζονα σκέψη, στα ως άνω έγγραφα περιλαμβάνεται η καταχώριση σε περίληψη, που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συµβάσεων µεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000, ήτοι η δηµοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε µε τη µε αριθµό 161/337/2003 (ήδη Υ.Α. 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του µεταβιβάζοντος, µε το σχετικό απόσπασµα των µεταβιβαζόµενων απαιτήσεων από όπου φαίνεται η καταχώριση της µεταβίβασης της απαίτησης του καθ΄ού η εκτέλεση και εν προκειμένω του αιτούντος. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών, όπως επίσης προαναφέρθηκε στην ίδια ως άνω μείζονα σκέψη, είναι αρκετή για την νομιμοποίηση της εταιρείας που ανέλαβε τη διαχείριση των µεταβιβασθεισών απαιτήσεων, ήτοι στην ένδικη περίπτωση, της δεύτερης των καθ΄ών και ανταποκρίνεται πλήρως στη νοµοτυπική µορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ. Ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι στα εν λόγω αποσπάσματα των εγγράφων, δεν αποτυπώνεται το ύψος της οφειλής του, αναλυόμενο σε κεφάλαιο, τόκους, έξοδα ούτε ως σύνολο, αληθής υποτιθέμενος, δεν οδηγεί σε έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της δεύτερης των καθ΄ών στην επίσπευση της ένδικης εκτέλεσης, καθώς τα στοιχεία αυτά δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των αναγκαίων εγγράφων που πρέπει να συγκοινοποιηθούν, ούτε απαιτείται να κοινοποιηθεί ολόκληρη η σύμβαση (μεταβίβασης και ανάθεσης διαχείρισης) κατά τα προεκτεθέντα στην οικεία μείζονα σκέψη, αλλά αρκεί η κοινοποίηση περίληψης αυτής. Συνεπώς κι ο τελευταίος ως άνω λόγος της έφεσης, δεν πιθανολογείται βάσιμος.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον δεν πιθανολογήθηκε η ευδοκίμηση των λόγων της έφεσης η οποία ασκήθηκε από τον αιτούντα κατά της υπ΄αρ. 1867/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που απέρριψε την από 29-12-2011 (με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. ………./2021) ανακοπή του, και ανεξαρτήτως της συνδρομής ή μη ανεπανόρθωτης βλάβης στο πρόσωπο του αιτούντος από τις επισπευδόμενες σε βάρος του πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, οι οποίες προσβάλλονται, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης των καθ΄ών, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, θα επιβληθούν σε βάρος του αιτούντος (άρθρο 84 παρ.2 Ν.4194/2013 ‘’Κώδικας Δικηγόρων’, όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.3 Ν. 4236/2014), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ όσον αφορά στην πρώτη των καθ΄ών, αυτή δεν εμφανίστηκε κι ως εκ τούτου δεν υποβλήθηκε σε έξοδα. Σημειωτέον, τέλος, ότι, δεν θα ορισθεί παράβολο ερημοδικίας για την ερήμην δικασθείσα(πρώτη) καθ`ής, διότι η παρούσα απόφαση δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας (άρθρο 699 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την αίτηση, ερήμην της πρώτης των καθ΄ών και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Απορρίπτει αυτήν (αίτηση).
Επιβάλει σε βάρος του αιτούντος τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης των καθ΄ών, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ .
ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 14/7/2022 Ιουλίου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓPAMMATEAΣ
(για τη δημοσίευση)