ΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά μεν το άρθρο 579 § 1 του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε το άρθρο 581 § § 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνιση της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 336/2013, ΕφΠειρ 294/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η έκταση της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής (ΑΠ 336/2013, ό.π, ΑΠ 738/2012 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν, ως ολικής (ΑΠ 251/2016, ΕφΠειρ 339/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), θεωρείται δε ότι αναιρείται στο σύνολό της όταν η αναιρετική απόφαση, κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη αυτού την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνον από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007, Νοβ 2007.1830). Αν δε αναιρεθεί στο σύνολο της, αποβάλλει την ισχύ της και οι διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση (ΑΠ 1123/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ό.π, ΕφΑθ 3428/2015 ΔΙΜΕΕ 2015.397), και αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή) (ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 336/2013, ΕφΠειρ 294/2015, ό.π).
Πλέον αυτών, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 272 § § 1-2 και 524 § 1-3 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 30 και 44 § 1 του Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ 165/25.7.2011) αντίστοιχα (και ίσχυαν κατά τον χρόνο άσκησης αμφοτέρων των ένδικων εφέσεων, κατ’ άρθρο 72 § 4 εδ. β΄ σε συνδυασμό με την παρ.2 του ιδίου άρθρου του άνω νόμου, εφόσον η υπόθεση αφορά εφέσεις που είχαν ασκηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου και η συζήτησή τους ήταν εκκρεμής κατά τη δημοσίευση αυτού στις 25.7.2011), συνάγεται ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος στην κατ’ έφεση δίκη, εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις που ισχύουν επί ερημοδικίας του ενάγοντος κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και συνεπώς το δικαστήριο ερευνά, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος, και η έφεση απορρίπτεται ερήμην του εκκαλούντος, που επιμελήθηκε για τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως γι’ αυτήν (ΑΠ 314/2011, Νοβ 2011.2161, ΕφΠατρ 192/2018, ΕφΠατρ 26/2018, ΕφΠατρ 62/2017 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αντίστοιχα, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 § 1-4 σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 271 § 1-2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι όταν η συζήτηση επισπεύδεται από τον εκκαλούντα και απουσιάζει ο εφεσίβλητος, μολονότι έχει νομότυπα και εμπρόθεσμα κλητευθεί, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και ο εφεσίβλητος παρών (ΕφΠατρ 217/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, επί ερημοδικίας του εκκαλούντος, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εφεσίβλητος ερευνάται εάν ο απολιπόμενος εκκαλών κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και στη μεν αποφατική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και διατάσσεται νέα κλήτευση (άρθρα 524 § 1, 3, 272 § § 1 και 2, 271 του ΚΠολΔ), στην καταφατική δε περίπτωση-ή αν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών (ΕφΠατρ 192/2018 ό.π.)- απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης (ΕφΘεσ 276/2017, ΕΦΑΔ 2017.966). Στην περίπτωση αυτή, η απόρριψη της έφεσης δεν είναι τυπική αλλά γίνεται κατ’ουσίαν (ΑΠ 268/2016, ΑΠ 11/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), διότι, κατά πλάσμα του νόμου, ο εκκαλών θεωρείται ότι παραιτήθηκε από το ασκηθέν ένδικο μέσο της εφέσεως (ΑΠ 314/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 11/2016, ό.π). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 § 4 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 παρ. 1 Ν. 3994/2011-δεδομένου ότι δεν τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015, το οποίο άλλωστε σύμφωνα με το άρθρο 9 § 2 αυτού εφαρμόζεται σε ένδικα μέσα που ασκούνται μετά την 1-1-2016- σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου, οπότε η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τις προτάσεις που υποβλήθηκαν από το διάδικο που δεν εμφανίσθηκε κατά την πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτήν, αντίγραφα των οποίων είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση ο παριστάμενος διάδικος, διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση. Έτσι, σε περίπτωση που ο παριστάμενος εκκαλών δεν προσκομίζει τις προτάσεις, που υποβλήθηκαν στον πρώτο βαθμό από τον μη εμφανισθέντα εφεσίβλητο, καθώς και τα προαναφερθέντα διαδικαστικά έγγραφα (πρακτικά, εκθέσεις κλπ.) που τηρήθηκαν πρωτοδίκως, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση, λόγω της αδυναμίας του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου να κρίνει επί της διαφοράς λόγω της έλλειψης αυτής, δηλαδή να εκφέρει κρίση επί της ορθότητας της πρωτόδικης αποφάσεως λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρισμούς αμφοτέρων των διαδίκων μερών (ΑΠ 122/2003, ΕλλΔνη 2003.132, ΕφΔωδ 288/2017, ΕφΠειρ 804/2014, ΕφΠειρ (Ναυτ) 368/2014, ΕφΠειρ (Ναυτ) 371/2014, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 139/2012 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012.319).Στην κρινόμενη περίπτωση, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι-εκκαλούντες με την από 8-11-2007 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2007) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίστηκαν ότι προσελήφθησαν, στις 24-4-1989 ο πρώτος και στις 18-2-1977 ο δεύτερος, ο οποίος απολύθηκε λόγω συνταξιοδότησης στις 31-12-2004, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθησαν μεταξύ αυτών και της εναγομένης, και έκτοτε εργάστηκαν ως λιμενεργάτες, όντας αμφότεροι έγγαμοι με ένα και δύο παιδιά, αντίστοιχα, γεγονός το οποίο και της γνωστοποίησαν. Ακολούθως, επικαλούμενοι εσφαλμένο υπολογισμό των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας τους κατά τα έτη 2001-2005 ο πρώτος και 2001-2004 ο δεύτερος, εκ μέρους της εναγομένης, ζητούσαν κυρίως κατά τις διατάξεις των συμβάσεων εργασίας τους και επικουρικά εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί αυτή να τους καταβάλει, ως μισθολογικές διαφορές αποδοχών και επιδόματος αδείας, στον πρώτο, το ποσό των 30.705,26 ευρώ και στον δεύτερο των 25.367 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύονται, με τον νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, και επικουρικά από την επομένη της επίδοσης όμοιας προγενέστερης αγωγής τους και ακόμη επικουρικότερα από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά τους έξοδα.Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 284/2009 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε ως αόριστη η επικουρική της βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, και στη συνέχεια, απορριπτομένης της ένστασης παραγραφής, για τις διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας των ετών 2001, 2002 και 2003, κατόπιν παραδοχής της προβληθείσας από τους ενάγοντες αντένστασης διακοπής της παραγραφής, καθώς και εκείνης περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, και γενομένης δεκτής, ως βάσιμης και κατ’ουσίαν, της έντασης εξοφλήσεως, για τις άνω διαφορές αποδοχών του έτους 2003, τις οποίες πρότεινε η εναγομένη, έγινε δεκτή αυτή (αγωγή) ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και υποχρεώθηκε η τελευταία να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 24.716,53 και στον δεύτερο των 19.163,48 ευρώ, για αποδοχές και επιδόματα αδείας των ετών 2001, 2002, 2004-όσον αφορά αμφότερους- και 2005-όσον αφορά μόνον τον πρώτο- με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της ημέρας που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό και μέχρι την εξόφληση και επιβλήθηκαν σε αυτήν και τα δικαστικά τους έξοδα, τα οποία καθορίστηκαν, για τον πρώτο στο ποσό των 800 ευρώ και για τον δεύτερο, στο ποσό των 570 ευρώ..
Κατά της αποφάσεως αυτής : Α) Οι ενάγοντες, με την από 12-4-2009 (με αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/13-4-2009) έφεσή τους και Β) Η εναγομένη με την από 30-4-2009 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……/30-4-2009) έφεσή της, παραπονέθηκαν για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζήτησαν, οι μεν ενάγοντες τη μεταρρύθμισή της, ώστε να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή τους, η δε εναγομένη, την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της, ενώ αμφότερες οι διάδικες πλευρές ζήτησαν να επιβληθούν στους αντιδίκους τους τα δικαστικά τους έξοδα. Επί των εφέσεων αυτών εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 128/2010 οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκαν τυπικά παραδεκτές και εν μέρει βάσιμες κατ’ουσίαν, αμφότερες οι εφέσεις, ακολούθως δε, αφού εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη και κρατήθηκε η αγωγή προς εκδίκαση, έγινε δεκτή αυτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 23.365,76 ευρώ και στον δεύτερο των 20.106,99 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό και μέχρι την εξόφληση, και επιβλήθηκαν στην εναγομένη τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίστηκαν στο ποσό των 1.300 ευρώ για τον καθένα.
Κατά της αποφάσεως αυτής η εναγομένη άσκησε την από 25-7-2011 αίτηση αναιρέσεως. Επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 864/2019 απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η παραπάνω απόφαση, για παραβίαση εκ μέρους του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, της διάταξης του άρθρου 559 περ. 1 του ΚΠολΔ, ήτοι για παράβαση των μνημονευόμενων σε αυτήν διατάξεων, με την αιτιολογία ότι από το σκεπτικό της δεν προέκυπτε ο τρόπος υπολογισμού των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας, ανά έτος, που δικαιούνταν οι ενάγοντες, με βάση το άρθρο 35 του Κανονισμού Εργασίας Λιμένος Πειραιώς, αλλά και με βάση της επιταγές της κοινής εργατικής νομοθεσίας (ν.4504/1966 σε συνδυασμό με τον α.ν 539/1945) ώστε από τη σύγκρισή τους να οδηγηθεί στην ευνοϊκότερη γι’αυτούς ρύθμιση. Παράλληλα, είχε χρησιμοποιήσει ως βάση υπολογισμού τους την τελική αμοιβή που προέκυπτε «από την απόδοση» και την «επικρατέστερη απασχόληση» κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό Εργασίας, χωρίς την προαπαιτούμενη προϋπόθεση ότι οι γενόμενες δεκτές συνολικές αγωγικές μηνιαίες αποδοχές ενέπιπταν στο σύνολό τους στην έννοια των τακτικών αποδοχών. Ακολούθως, παραπέμφθηκε η υπόθεση για εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Ήδη, με την από 27-2-2020 (με αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ./…./2020) κλήση της εναγομένης, που γράφτηκε στο πινάκιο, και, συνεπώς, με επιμέλειά της, επαναφέρονται προς συζήτηση αμφότερες οι προαναφερθείσες εφέσεις. Επομένως, σύμφωνα και με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, παρ’ότι η αναίρεση ασκήθηκε μόνον από την εναγομένη, με την παραδοχή της, αναβιώνουν αμφότερες οι, δια των εκατέρωθεν εφέσεων των διαδίκων πλευρών, αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας, ως προς ολόκληρο το κεφάλαιο της διαφοράς του επιδόματος αδείας των εναγόντων, καθώς, τούτο ορίζεται ρητώς στο διατακτικό, και δεν αναιρείται, αντιθέτως ενισχύεται από το αιτιολογικό της. Όπως περαιτέρω προκύπτει από τις υπ’αριθμ. …………16-3-2020 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………., αντίγραφο αυτής, με πράξη καταθέσεως και ορισμού δικασίμου, την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, και κλήση για να παρασταθούν οι εκκαλούντες-εφεσίβλητοι κατά τη συζήτησή της, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα σε αυτούς. Οι τελευταίοι, όμως, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσαν έγγραφη δήλωση, κατ’άρθρο 242 § 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμούν να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή τους στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις, και, συνεπώς, πρέπει, σύμφωνα με τη συναφή σκέψη που προεκτέθηκε, να δικαστούν ερήμην, και η έφεσή τους να απορριφθεί. Αντιθέτως, η έφεση της εναγομένης εταιρείας κατ’αυτών θα προχωρήσει σαν να ήταν και οι ίδιοι παρόντες (άρθρα 524 § 1 εδ.α΄, σε συνδυασμό με 271 § § 1 και 2 του ΚΠολΔ), αφού σημειωθεί ότι η μη προσκόμιση των πρωτόδικων προτάσεων των εφεσίβλητων εκ μέρους αυτής δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο της συζήτησης, κατά τα προεκτεθέντα, καθώς σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……/7-12-2020 βεβαίωση του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι προτάσεις και τα σχετικά των δικογραφιών για το έτος 2008, με ειδική μάλιστα αναφορά σε εκείνα που αφορούν την εκκαλουμένη, πολτοποιήθηκαν με το από 21-9-2016 πρακτικό της Επιτροπής του άρθρου 13 του ν. 4290/1963 και 1 του βδ/τος 120 της 28-1-1996 «περί τρόπου καταστροφής άχρηστων αρχείων Δικαστικών Υπηρεσιών», με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η χορήγηση αντιγράφων των προτάσεων που κατατέθηκαν στη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω πρωτόδικη και ήδη εκκαλουμένη απόφαση.Με δεδομένο, περαιτέρω, ότι και το εμπρόθεσμο της εφέσεως δεν συνιστά χωριστό αντικείμενο δίκης και συνέχεται αναγκαίως με το μέρος της αποφάσεως που αναιρέθηκε, μεταβιβάζεται δε ως προς αυτό μετά την αναίρεση στο εφετείο [ΕφΘεσ 1667/2015, ΕφΠειρ (Ναυτ) 85/2014, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 20/2013, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2013.57], η από 30-4-2009 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……/30-4-2009) έφεση της εναγομένης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, πριν από την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως και προ της παρέλευσης τριετίας από την έκδοσή της [άρθρα 495, 496, 499, 511, 513, 516, 517 και 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως η τελευταία αυτή διάταξη ισχύει προ της αντικατάστασής της με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού)], αφού δεν προκύπτει επίδοσή της από ή προς την εκκαλούσα, ενώ για το παραδεκτό της δεν υπήρχε υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου κατά την άσκησή της, λόγω της φύσεως της διαφοράς. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω με την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, επίσης, ότι δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των νέων διατάξεων του ν.4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 του ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ.2 αυτού, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από την 1-1-2016 και εφεξής, ενώ, στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε πριν την 1-1-2016. Με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του Ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς», που ιδρύθηκε με τον Ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον Α.Ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με τον Ν. 1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε» και τον διακριτικό τίτλο «Ο.Λ.Π. Α.Ε», η οποία είναι ανώνυμη εταιρία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το νόμο αυτό και τον Κ.Ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Ν. 2414/1996, καθώς και του Α.Ν 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω, από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 του ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στη σχέση περισσότερων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας. Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση Σ.Σ.Ε. ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντα της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά τη συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων Σ.Σ.Ε. αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και Σ.Σ.Ε), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιότερων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για τη συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με τη διαδικασία του Ν.Δ. 3789/1957, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας, που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία του Ν.Δ. 3789/1957. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντίστοιχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζόμενους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο Α.Ν. 539/1945 «περί χορηγήσεως κατ` έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ` αποδοχών», όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και, κατά συνέπεια, απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3 παρ. 1 του ως άνω Α.Ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της αδείας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι για τον κατ` αποκοπή ή κατ’ άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές που δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών οι οποίες περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα άδεια και, τέλος, κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές. Εξάλλου, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το επίδομα αδείας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ` αυτήν χρονικό περιορισμό, κατά την οποία «Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ’ οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ’ έτος “επιδόματος αδείας” ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ’ αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβομένους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού…». Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το Ν. 3248/1955 με αριθμ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης «περί προστασίας του ημερομισθίου», 2 της κυρωθείσας με το Ν. 133/1975 από 26-2-1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε, 1 παρ.1 του Ν. 435/1976, 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980 και του άρθρου 3 της υπ` αριθ. 19040/1981 Υπουργικής Απόφασης «χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β΄ 742), προκύπτει ότι ως «συνήθεις αποδοχές», με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις «τακτικές αποδοχές», που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του και όμοιες με τις αποδοχές των αμειβομένων με το σύστημα των κυμαινόμενων, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση- καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας τη νύκτα, τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή του ημερομισθίου (ΑΠ 191/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»)- εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα (ΟλΑΠ 5/2011, ΕλλΔνη 2011.684, ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, όσες οφείλονται σε έκτακτες διακυμάνσεις του χρόνου εργασίας (έκτακτες υπερωρίες, έκτακτη απασχόληση) αφού αυτές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως τακτικές (ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 ο.π), όπως και η αμοιβή για τη μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, την αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα (ΑΠ 662/2019, ΑΠ 227/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης αδείας του μέχρι την έναρξη της νέας άδειας (ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 ό.π). Εξάλλου, με την 45058/7/1971 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β΄ 579) εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (με τον προσαρτημένο σ’ αυτόν πίνακα συνθέσεων εργατικών ομάδων και αποδόσεων αυτών σε τόνους ή m3), με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμο και έκτακτο), που συνδέεται με τον ΟΛΠ (ήδη ΟΛΠ ΑΕ) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθρα 1 και 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (άρθρο 1 παρ. 1). Ο Κανονισμός αυτός, που καταρτίσθηκε και εγκρίθηκε υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του ως άνω Ν.Δ. 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, με αυτόν δε ορίζονται ειδικότερα τα εξής σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του ως άνω προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες ΣΣΕ: Α) Σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ.1 εδ. β΄ οι αποδοχές αδείας ισούνται προς το γινόμενο των ημερών αδείας που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, όπως δε διευκρινίζεται με την παρ. ε΄ του ίδιου άρθρου ως «βασικό ημερομίσθιο» για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των μονίμων εργατών λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από τη χορήγηση της αδείας τρίμηνο και προκειμένου για εργάτες που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 ό.π). Κατά δε τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 35 του ως άνω Κανονισμού, «Μετά των αποδοχών κανονικής αδείας του εργατικού προσωπικού καταβάλλεται και το ιδιαίτερον επίδομα αδείας…» (παρ. 3) και «Εις άπαντας τους εργάτας (μονίμους, δοκίμους και ελευθέρους), τους καθ` οιονδήποτε τρόπον απασχολουμένους κατά το μικτόν σύστημα ή επί ημερομισθίω εις φορτοεκφορτωτικάς και λοιπάς εργασίας του λιμένος, αι καταβαλλόμεναι αυτοίς αποδοχαί αδείας προσαυξάνονται κατά ποσοστόν 25%» (παρ. 4) (ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 ό.π). Ως «επικρατέστερη απασχόληση» νοείται, κατά τη διάταξη αυτή, η επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη η οποία είχε συνολικά τη μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της άδειας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω αποδόσεως (για τους εργαζόμενους «επί αποδόσει») ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολούμενους στις γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτό αποδοχές αδείας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%. Β) Το ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του ΟΛΠ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους κατά τις διακρίσεις του άρθρου 12 παρ. 1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 παρ. 1), είναι δε αυτές: α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαιθρίων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με την φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η «επί αποδόσει», αφού αυτή, κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο «τρόπος διεξαγωγής της εργασίας», προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 20 του Κανονισμού: 1) Η εργασία στον λιμένα διεξάγεται «επί αποδόσει» στις περιπτώσεις εκφόρτωσης ή φόρτωσης και ειδικότερα στις περιπτώσεις της, από το κύτος ή τις φορτηγίδες μέχρι τον τόπο οριστικής απόθεσης, μεταφοράς α) γαιανθράκων, ορυκτών, μεταλλευμάτων, πορσελάνης και χωμάτων (χύμα) χωρίς τη χρήση αρπάγης, β) σιτηρών και λοιπών δημητριακών «εις χύμα», χωρίς τη χρήση αρπάγης, γ) ξυλείας, δ) φορτίων σε σάκους γενικά, ε) σιδήρων, σιδηροφύλλων κλπ, στ) ειδών γενικού εμπορίου και ζ) φορτίων πλοίων ψυγείων, κατ` εξαίρεση, όμως, εφόσον οι συνθήκες διεξαγωγής των εργασιών για τα παραπάνω φορτία (υπό στοιχεία α-ζ) παρεμποδίζουν την «επί αποδόσει» εργασία με τον ως άνω τρόπο, αυτός μπορεί με απόφαση των αρμοδίων οργάνων να μεταβληθεί (επειδή ακριβώς η «επί αποδόσει» εργασία δεν αποτελεί είδος απασχόλησης, αλλά τρόπο εκτέλεσης της εργασίας) σε εργασία «επί ημερομισθίω». 2) Η εργασία «επί ημερομισθίω» εκτελείται για α) την από την αποθήκη ή ύπαιθρο μεταφορά όλων των ανωτέρω ειδών (πλην της ξυλείας) μέχρι το μεταφορικό μέσο του παραλήπτη και αντίστροφα, β) φορτοεκφορτώσεις αποσκευών των επιβατών, γ) φορτοεκφορτώσεις νωπών ιχθύων, φρούτων και λαχανικών, δ) φορτοεκφορτώσεις φορτίων κάθε είδους «εις χύμα» (δι` αρπάγης ή μηχανημάτων αναρροφήσεως) και ε) εργασίες εκφόρτωσης βαγονιών και αυτοκινήτων που μεταφέρουν εμπορεύματα εξωτερικού και 3) οι εργασίες πλήρωσης και εκκένωσης εμπορευματοκιβωτίων, ρυμουλκούμενων οχημάτων και αυτοκινήτων μεταφερόμενων με οχηματαγωγά πλοία εξωτερικού, καθώς και οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης στρατιωτικών εφοδίων επί αυτοκινήτων κλπ. μπορούν να εκτελούνται «επί αποδόσει» με βάση τους 6 τόνους κατά εργάτη κλπ. Η αμοιβή για την «επί αποδόσει» εργασία έχει προβλεφθεί στο άρθρο 27 και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθρου 12 παρ.1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθρου 23 παρ. 1 (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 ό.π) και Γ) Με το άρθρο 26 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς προβλέπονται οι καθοριζόμενες σ’ αυτό έκτακτες αμοιβές για την «επί ημερομισθίω εργασίαν», ενώ με το άρθρο 28 αυτού προβλέπονται οι καθοριζόμενες εκεί πρόσθετες και έκτακτες αμοιβές για την «επί αποδόσει εργασίαν», όπως για πρόσθετες εργασίες ανοίγματος και κλεισίματος των κυτών του πλοίου, εξαρμώσεις διαφραγμάτων (μπουλμέδων) ή υποστηριγμάτων και περισυλλογή της ξυλείας κλπ, για καθυστέρηση ενάρξεως εργασίας ή διακοπή αυτής εντός των κανονικών χρονικών ορίων απασχολήσεως, για καθυστερήσεις σημειούμενες σε έκτακτα χρονικά όρια εργασίας τακτικών και εκτάκτων φυλάκων κλπ. (ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 ό.π). Τέλος, κατά το άρθρο 30 § 1 το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο», που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 παρ.1 εδ. β΄, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί, δηλαδή, το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο» το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλά αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις κομιστικές εργασίες, ενώ κατά το άρθρο 31 παρ. 1 σε περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισμένης εργασίας καταβάλλεται το βασικό ημερομίσθιο. Περαιτέρω, με τα άρθρα 4 παρ. 3 και 5 εδ. ε΄ του Ν. 2668/1999, ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχήν, σε ισχύ και μετά την μετατροπή του ΟΛΠ, από ΝΠΔΔ σε ανώνυμη εταιρία, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών-Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄ 390/26-2-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στο πλαίσιο και κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 4, 12 και 13 του ως άνω Ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ Α.Ε (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ, κατά το άρθρο 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ’ αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν το προσωπικό της ΟΛΠ ΑΕ (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθρο 5 παρ.1α, 2 και 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος αδείας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται, δηλαδή, παραπομπή στον Α.Ν. 539/1945) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας Ε.Γ.Σ.Σ.Ε, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην ΟΛΠ Α.Ε. και τις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού (άρθρο 55 παρ.1) (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 ό.π).Στην προκείμενη περίπτωση, η ένδικη αγωγή, με το ιστορούμενο περιεχόμενο και αίτημά της, είναι, μη νόμιμη στο σύνολό της. Ειδικότερα, οι ενάγοντες ζητούν να υπολογισθούν οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας, το τελευταίο μάλιστα μόνο με βάση τις διατάξεις της γενικής εργατικής νομοθεσίας (άρθρα 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, 3 του Α.Ν. 539/1945 και 1 παρ. 3 Ν. 4547/1966), όμως τα ποσά που αναφέρονται στην αγωγή, ως μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου τριμήνου και δωδεκαμήνου, αντίστοιχα, πριν τη λήψη της ετήσιας άδειας, και με βάση τα οποία γίνεται ο υπολογισμός των εν λόγω αποδοχών και επιδόματος, αντίστοιχα, δεν εμπίπτουν, στο σύνολο τους, στην εκτεθείσα στην ανωτέρω νομική σκέψη έννοια των «τακτικών – συνήθων» αποδοχών, καθόσον περιέχουν, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, και έκτακτες αποδοχές, ενόψει του ότι πρόκειται για μισθωτούς αμειβόμενους με κυμαινόμενο ημερομίσθιο αφενός και αφετέρου ο προαναφερθείς Κανονισμός, τον οποίο επικαλούνται, προβλέπει για την «επί αποδόσει» και «επί ημερομισθίω» αμοιβή και έκτακτες αμοιβές, για δε το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο» προβλέπει επίσης και βασικό ημερομίσθιο (για την περίπτωση ματαίωσης προγραμματισμένης εργασίας), οι οποίες, κατά τα προεκτεθέντα, για να αποτελέσουν βάση υπολογισμού θα πρέπει να εμπίπτουν, κατά το ένδικο διάστημα, στην έννοια των «τακτικών αποδοχών». Εξάλλου, ουδόλως διευκρινίζουν οι ενάγοντες εάν οι αναφερόμενες στην αγωγή αμοιβές τους, επί των οποίων υπολογίζουν τις ένδικες αποδοχές και επίδομα αδείας, είναι «τακτικές – συνήθεις» υπό την ανωτέρω έννοια, δηλαδή ότι καταβάλλονται σταθερά κάθε μήνα. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα εάν, προκειμένου περί τακτικών-συνήθων αποδοχών, αυτές διαφέρουν μόνο κατά ποσό από μήνα σε μήνα, ώστε τότε να χωρήσει επ’ αυτών η εξεύρεση του μέσου όρου από τη λήξη της άδειας του προηγούμενου έτους μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Έτσι, δηλαδή, οι αιτούμενες από τους ενάγοντες αξιώσεις των διαφορών αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας είναι υπολογισμένες μεν σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία, αλλά με βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προκύπτει «από την απόδοση» και την «επικρατέστερη απασχόληση» κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό, δηλαδή οι ενάγοντες προβαίνουν σε σύγχρονη επιλεκτική επίκληση όλων των πηγών (και του Κανονισμού και της εργατικής νομοθεσίας), το οποίο είναι ανεπίτρεπτο, όπως προεκτέθηκε. Επιπροσθέτως, η αγωγή, κατά την κύρια βάση της, είναι απορριπτέα και για τον λόγο ότι, προκειμένου να ανευρεθεί η εφαρμοστέα ευνοϊκότερη για τους ενάγοντες εργαζόμενους ρύθμιση, ενόψει του ότι πρόκειται περί μισθωτών αμειβομένων με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, πρέπει πρώτα να ανευρεθούν τα ρυθμιζόμενα από τις δύο προαναφερθείσες πηγές αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας και μετά να γίνει μεταξύ τους σύγκριση, ώστε να κριθεί ποιά είναι η ευνοϊκότερη ρύθμιση. Δηλαδή, έπρεπε πρώτα να παραθέσουν οι ενάγοντες στην αγωγή τους, αφενός τα ποσά που θα προέκυπταν από τις επιταγές του άρθρου 35 του εν λόγω Κανονισμού, ήτοι να παραθέσουν τις αξιώσεις τους με βάση το «βασικό ημερομίσθιο», λογιζομένου ως τοιούτου εκείνου της «επικρατέστερης απασχόλησης αυτού» κατά το τελευταίο, προ της χορήγησης της άδειας, δωδεκάμηνο και τρίμηνο, αντίστοιχα, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες κατά το ένδικο διάστημα ΕΣΣΕ προσαυξανόμενο κατά 25%, και πολλαπλασιαζόμενο επί 13, όσον αφορά ειδικώς το επίδομα αδείας, αφετέρου δε να παραθέσουν τα ποσά που θα προέκυπταν από τις επιταγές της εργατικής νομοθεσίας (υπολογιζόμενα με βάση τις τακτικές αποδοχές τους υπό την έννοια που εκτέθηκε στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο), ώστε, αντιπαραβάλλοντας αυτά μεταξύ τους, να ανευρεθεί από το Δικαστήριο η ευνοϊκότερη για τους εργαζόμενους ρύθμιση που θα ήταν και η εφαρμοστέα κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη (ΕφΠειρ 356/2016, ΕφΠειρ 314/2016, ΕφΠειρ 290/2016, ΕφΠειρ 284/2016, ΕφΠειρ 283/2016, ΕφΠειρ (Μον) 683/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την ως άνω αγωγή και επιδίκασε στους ενάγοντες τις αναφερόμενες διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας, προβαίνοντας, κατά τη σύγκριση αυτών ως μίας ενότητας, σε επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945 και 3 παρ. 16 του ν.4054/1966 και των διατάξεων του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και δη του άρθρου 35 αυτού, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού λόγου της έφεσης της εναγόμενης εταιρίας, και παρελκούσης έτσι της εξέτασης των λοιπών λόγων αυτής (ΕφΑθ 224/2016, ΔΕΕ 2016.355, ΕφΔωδ 70/2015, ΕφΠειρ 225/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ».)Κατόπιν αυτών πρέπει να γίνει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, η από 30-4-2009 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……/30-4-2009) έφεση της εναγόμενης εταιρίας «ΟΛΠ ΑΕ», κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνατΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014 Αρμ 2015.288). Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η από 8-11-2007 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……/8-11-2007) αγωγή, να απορριφθεί αυτή, στο σύνολό της, για τους προεκτιθέμενους λόγους. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των απολιπόμενων εκκαλούντων-εφεσίβλητων (εναγόντων) (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 του ΚΠολΔ, όπως το ορισθέν από την τελευταία ποσό, αναπροσαρμόστηκε με το άρθρο 35 § 3 γ΄ του ν.4446/2016 [ΦΕΚ Α 240/22-12-2016) με έναρξη ισχύος από τις 23-1-2017, κατ’άρθρο 45 αυτού] και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, στο σύνολό τους, μεταξύ αυτών, γιατί ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 12-4-2009 (με αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/13-4-2009) έφεση των εναγόντων και την από 30-4-2009 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……/30-4-2009) έφεση της εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ. 284/2009 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ερήμην των εκκαλούντων-εφεσιβλήτων, ……. και ………..
ΟΡΙΖΕΙ το προκαταβλητέο παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για καθέναν εκ των απολιπομένων εκκαλούντων-εφεσίβλητων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 12-4-2009 (με αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/13-4-2009) έφεση των εναγόντων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 30-4-2009 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../30-4-2009) έφεση της της εταιρείας «ΟΛΠ Α.Ε».
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από 8-11-2007 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2007) αγωγή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, στο σύνολό τους.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 8η Ιανουαρίου 2021 και δημοσιεύθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της καλούσας-εκκαλούσας-εφεσίβλητης.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ