ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα, Δ.Π.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) φέρονται προς συζήτηση οι : Α) από 31-10-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../31-10-2018) υπό στοιχ. Α΄ έφεση του προσθέτως παρεμβαίνοντος …………., και Β) από 19-2-2020 (με αύξ αριθμ. εκθ. καταθ. ……../19-2-2020) υπό στοιχ. Β΄έφεση του καθ’ού η ανακοπή, Ελληνικού Δημοσίου, ως ηττηθέντων πρωτοδίκως διαδίκων, κατά της υπ’αριθμ. 4344/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση ενώ δέχθηκε την από 17-11-2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../20-11-2015) ανακοπή της ανακόπτουσας και ήδη εφεσίβλητης, στρεφόμενης κατά του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246, 524 § 1 του ΚΠολΔ). Οι εφέσεις αυτές έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 § § 1 και 2, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517, 518 § 1 του ΚΠολΔ), εφόσον δεν αποδεικνύεται ούτε άλλωστε γίνεται επίκληση τυχόν επιδόσεως της εκκαλουμένης που δημοσιεύθηκε στις 20-9-2018 από ή προς τους εκκαλούντες, ενώ έχει κατατεθεί και το νόμιμο παράβολο κατά την άσκηση της πρώτης (υπ’αριθμ. …. και …. παράβολα υπέρ του Δημοσίου, υπ’αριθμ. ….. παράβολο ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ, όσον αφορά την υπό στοιχ. Α΄ έφεση), εφόσον το εκκαλούν της υπό στοιχ. Β΄έφεσης απαλλάσσεται της υποχρέωσης καταβολής του, κατ’άρθρο 19 § 1 του από 26 Ιουν./10 Ιουλ.1944 διατάγματος «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου». Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν ακολούθως ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 522 και 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη (άρθρο 591 § 7 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015).
Η ανακόπτουσα με την υπό κρίση ανακοπή της την οποία απηύθυνε εναντίον του ήδη εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, ζητούσε, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους σε αυτήν λόγους, να ακυρωθούν : 1) η υπ’αριθμ. …./2015 ατομική ειδοποίηση και η υπ’αριθμ. ……./2015 ταμειακή βεβαίωση της Δ.Ο.Υ Καβάλας, και 2) ο υπ’αριθμ. …./2015 χρηματικός κατάλογος της Δ.Ο.Υ Νικαίας, καθώς και κάθε συναφής πράξη της διοίκησης, και να επιβληθούν σε βάρος του καθ’ού τα δικαστικά της έξοδα. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία, όπως προεκτέθηκε, έγινε δεκτή εξ ολοκλήρου η ανακοπή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται το καθ’ού και ο προσθέτως παρεμβαίνων, με τους αναφερόμενους στις εφέσεις τους λόγους, αναγόμενους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν, μετά την τυπική παραδοχή τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της ανακοπής στο σύνολό της.
Σύμφωνα με το άρθρο 219 παρ. 2 περ. α΄ και β΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α΄ 97), στις διαφορές που αφορούν στην είσπραξη των δημοσίων εσόδων κατά τις διατάξεις του ν.δ/τος 356/1974 (ΦΕΚ Α΄ 90) (Κ.Ε.Δ.Ε.) και υπάγονται στον Κώδικα αυτόν, το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπείται από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου που επισπεύδει την εκτέλεση, ενώ στο άρθρο 230 του ιδίου Κώδικα ορίζεται ότι κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του πρώτου μέρους. Στο πρώτο μέρος του ως άνω Κώδικα, με τίτλο “Γενική Διαδικασία”, με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 ορίζεται ότι το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπείται στη δίκη από τον Υπουργό των Οικονομικών, εκτός από τις φορολογικές υποθέσεις, στις οποίες εκπροσωπείται από την αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη ή παρέλειψε να την εκδώσει, ενώ στο άρθρο 49 παρ. 1 ορίζεται ότι οι επιδόσεις δικογράφων προς το Δημόσιο γίνονται στον Υπουργό Οικονομικών, με την εξαίρεση των φορολογικών υποθέσεων, στις οποίες η επίδοση γίνεται στην αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη ή παρέλειψε την έκδοσή της. Ακολούθως, στο άρθρο 195 του αυτού Κώδικα ορίζεται ότι οι αποφάσεις επιδίδονται στους διαδίκους σε κυρωμένα αντίγραφα με τη φροντίδα της γραμματείας. Τέλος, στην παράγραφο 1 του άρθρου 285 του ιδίου ως άνω νομοθετήματος ορίζεται ότι από την έναρξη ισχύος του Κώδικα καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από αυτόν, ενώ στην παράγραφο 2 του αυτού άρθρου αναφέρονται οι δικονομικού περιεχομένου διατάξεις η ισχύς των οποίων διατηρείται κατ΄ εξαίρεση των οριζομένων στην προηγούμενη ρύθμιση. Καθ’ ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων, όπως έχει κριθεί, στη δίκη επί ανακοπής κατά πράξεως που εκδίδεται κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, όπως είναι η πράξη της ταμειακής βεβαιώσεως, το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπείται από τον προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ή του Τελωνείου που επισπεύδει την εκτέλεση, στον οποίο επιδίδεται κάθε διαδικαστικό έγγραφο της δίκης, συμπεριλαμβανομένης και της οριστικής αποφάσεως, κατ΄ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 219 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., η οποία, ως ειδική, υπερισχύει των διατάξεων των άρθρων 25 παρ. 1 και 49 παρ. 1 του ανωτέρω Κώδικα, που βρίσκονται στο γενικό μέρος αυτού, ενώ οι διατάξεις των άρθρων 1 και 5 του κ.δ/τος 26.6./10.7.1944 (Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου, Α΄ 139), που ρυθμίζουν με διαφορετικό τρόπο το επίμαχο ζήτημα, έχουν καταργηθεί σύμφωνα με το άρθρο 285 του Κώδικα αυτού. Για την ταυτότητα του λόγου, πρέπει να θεωρηθεί ως καταργηθείσα, μετά την έναρξη ισχύος του Κ.Δ.Δ και η διάταξη του άρθρου 85 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε., με την οποία είχε ορισθεί ότι στη δίκη επί διαφορών που ανακύπτουν κατά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, απαιτείται, σε κάθε περίπτωση, κοινοποίηση του επιδοτέου εγγράφου, εκτός από τον διευθυντή του Δημοσίου Ταμείου, και στον Υπουργό των Οικονομικών (ΣτΕ 1208/2020, ΣτΕ 424/2018 και σχετ. ΣΤΕ 240/2019 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως αποδεικνύεται από τις υπ’αριθμ……..΄ και …..΄/20-11-2015 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Καβάλας, ……….., που μνημονεύονται στο κείμενο της εκκαλουμένης, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τους εκκαλούντες, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση ανακοπής, επί της οποίας αυτή εκδόθηκε, επιδόθηκε στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ Καβάλας, που επισπεύδει τη διοικητική εκτέλεση, αλλά και στον Υπουργό των Οικονομικών, ως εκ περισσού, ενώ δεν ήταν αναγκαία, σύμφωνα με τη σκέψη και διατάξεις που προεκτέθηκαν, η επίδοσή της και στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ Νικαίας, όπου υποβλήθηκε η δήλωση εκχώρησης μισθωμάτων και συντάχθηκε ο συμπροσβαλλόμενος οικείος χρηματικός κατάλογος. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αμφοτέρων των εφέσεων, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη, που δέχθηκε ότι η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε παραδεκτώς, παρ’ότι για το νομότυπο αυτής δεν είχε επιδοθεί αντίγραφό της στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ Νικαίας και τον Υπουργό Οικονομικών, ελέγχονται ως αβάσιμοι, πέραν του ότι τέτοια επίδοση προς τον Υπουργό Οικονομικών έλαβε χώρα ως εκ περισσού, κατά τα προεκτεθέντα.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης, στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλα τα έγγραφα, ενδεικτικά και μόνον ρητά μνημονευόμενων ορισμένων από αυτά, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει του από 9-1-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού (επαγγελματικής) μίσθωσης, ο προσθέτως παρεμβαίνων, ……., και ο …….., εκμίσθωσαν στην ανακόπτουσα ομόρρυθμη εταιρία, ένα ισόγειο κατάστημα, επιφάνειας 350 τμ περίπου μετά του συνεχόμενου σε αυτό βοηθητικού χώρου (λαμαρινοκατασκευή), επιφάνειας 100 τμ, που βρίσκεται στη Νίκαια Αττικής και επί της οδού ………… προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως χώρο εκθέσεως και εμπορίας επίπλων κάθε είδους για οικιακή ή επαγγελματική χρήση. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε εννεατής, με αφετηρία την 1-3-2008 και το μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε στο ποσό των 6.000 ευρώ για το πρώτο έτος, αναπροσαρμοζόμενο στη συνέχεια σε ποσοστό 5 % επί εκείνου του αμέσως προηγούμενου έτους, και καταβλητέο διαιρετά στους εκμισθωτές. Διαρκούσης της μίσθωσης, η …….. θυγατέρα …….., απέκτησε την επικαρπία του μισθίου σε ποσοστό 20 % και υπεισήλθε στη μισθωτική σχέση ως συνεκμισθώτρια, από κοινού με τους ήδη συνεκμισθωτές ……… και ……., ομοίως επικαρπωτές, σε ποσοστό 50 % και 30 % αντίστοιχα. Με το νεώτερο από 2-4-2011 τροποποιητικό της αρχικής σύμβασης ιδιωτικό συμφωνητικό, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν να μειωθεί το ήδη καταβαλλόμενο μέχρι τότε μηνιαίο μίσθωμα αναδρομικά από την 1-3-2011 έως και τις 28-2-2012 στο ποσό των 5.700 ευρώ, και από την 1-3-2012 να επανέλθει το μηνιαίο μίσθωμα των 6.300 ευρώ. Μετά από αίτηση των εκμισθωτών, στρεφόμενη και κατά του νομίμου εκπροσώπου και ομορρύθμου μέλους της μισθώτριας, …………, εκδόθηκε η υπ’αριθμ. …../2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκε η μισθώτρια εταιρία να τους αποδώσει τη χρήση του μισθίου και εις ολόκληρον αμφότεροι οι καθ’ών να τους καταβάλουν το συνολικό ποσό των 52.011,34 ευρώ, για μισθώματα των μηνών Ιανουαρίου έως Σεπτεμβρίου 2012, συμπεριλαμβανομένου και του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου, με τον νόμιμο τόκο, για κάθε επιμέρους ποσό μισθώματος, από την ημερομηνία καταβολής του και μέχρι την εξόφληση. Κατ’αυτής, οι καθ’ών η διαταγή πληρωμής άσκησαν την από 28-12-2012 (υπ’αριθμ. εκθ,. καταθ. ……./3-1-2013) ανακοπή τους, που επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 4-1-2013 (υπ’αριθμ. ………..΄/4-1-2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………., που μνημονεύονται στο σκεπτικό της υπ’αριθμ. 5705/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς). Εν τω μεταξύ, στις 30-12-2011 επιδόθηκε στους εκμισθωτές η από 27-12-2011 εξώδικη καταγγελία εμπορικής μίσθωσης, δήλωση και πρόσκληση της μισθώτριας εταιρείας, με την οποία αυτή κατήγγειλε τη μισθωτική σχέση, ασκώντας το εκ του άρθρου 43 του πδ 34/1995 δικαίωμά της, καλώντας τους μετά πάροδο τριμήνου να προσέλθουν για την παραλαβή του μισθίου. Όπως δε έχει ήδη κριθεί με την προαναφερθείσα, εκδοθείσα επί της ανακοπής, υπ’αριθμ. 5705/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δημοσιεύθηκε στις 6-11-2013 και κατά της οποίας δεν έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα (υπ’αριθμ. ……/4-5-2017 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), η ένδικη μίσθωση λύθηκε συνεπεία της καταγγελίας αυτής στις 31-12-2011 και ως εκ τούτου δεν οφείλονταν πλέον μισθώματα, ανεξαρτήτως του εάν στη συνέχεια καταρτίστηκε προφορικά νέα σύμβαση μεταξύ των συμβαλλομένων, με όμοιο περιεχόμενο και όρους. Το ζήτημα, επομένως, της οφειλής ή μη μισθωμάτων για το έτος 2012, δυνάμει έγγραφης συμφωνίας των συμβαλλομένων, κριθέν ήδη με δύναμη δεδικασμένου, δεσμεύει, ως προδικαστικό ζήτημα στην προκείμενη δίκη και το παρόν Δικαστήριο, το οποίο οφείλει να το θέσει ως βάση της απόφασής του, ανεξαρτήτως της ορθότητάς του, εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, και αφορά τους νυν διαδίκους, με τη διευκρίνιση ότι η δέσμευση του Ελληνικού Δημοσίου απορρέει από την ιδιότητά του, ως εκδοχέα της επίμαχης απαίτησης, όπως θα αναπτυχθεί στη συνέχεια, και δη ως ειδικού διαδόχου του εκκαλούντος ……… (άρθρο 325 αρ.2 του ΚΠολΔ). Αποδείχθηκε, επίσης, ότι μετά την καταγγελία της μίσθωσης, την άσκηση ανακοπής κατά της παραπάνω διαταγής πληρωμής αλλά και την έκδοση της επ’αυτής αποφάσεως, ο εκμισθωτής …….., στις 9-12-2013, προκειμένου να απαλλαγεί από τη φορολογική του υποχρέωση για τα μη εισπραχθέντα κατ’ αυτόν μισθώματα της περιόδου από 01.01.2012 έως 31.12.2012, με σχετική του δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 4 § 7 του ν. 2238/1994, την οποία υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ Νικαίας Αττικής, εκχώρησε την αναλογούσα σε αυτόν απαίτηση επί των μισθωμάτων (50 %), εις βάρος της ανακόπτουσας, στο Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικότερα, προκύπτει ότι υπέγραψε το σχετικό έντυπο δήλωσης εκχώρησης μη εισπραχθέντων μισθωμάτων, στο οποίο γίνεται αναφορά ότι η οφειλέτιδα δεν έχει προβάλει νομίμως ένσταση συμψηφισμού ή άλλες παρόμοιες ενστάσεις σε βάρος του, καθώς και ότι δεν έχει στην κατοχή του άλλα αποδεικτικά στοιχεία, που να θεμελιώνουν την εκχωρούμενη απαίτησή του. Επιπλέον στην ως άνω δήλωση φέρεται ότι επισυνάπτει τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη νομιμότητα της απαίτησης. Τα οικεία χωρία ωστόσο, με τους αριθμούς 1,2 και 3, στα οποία καλείται να συμπληρώσει τα τυχόν συμφωνητικό μίσθωσης, εξώδικη καταγγελία ή πρόσκληση καταβολής μισθωμάτων και αγωγή απόδοσης του μισθίου και καταβολής μισθωμάτων, είναι ασυμπλήρωτα-κατά το σκεπτικό, ωστόσο, της εκκαλουμένης, που δεν αμφισβητείται, προσκομίστηκε το συμφωνητικό μισθώσεως και η διαταγή απόδοσης μισθίου και καταβολής μισθωμάτων, καθώς και το πρωτόκολλο παράδοσης-παραλαβής κλειδιών του μισθίου- ενώ και στην συνυποβληθείσα υπεύθυνη δήλωσή του του ν. 1599/1986, δεν δηλώνεται κάποιο άλλο στοιχείο πέραν της δήλωσης εκχώρησης του συνολικού ποσού της οφειλής και των στοιχείων της μισθώτριας και του νομίμου εκπροσώπου της.
Κατόπιν τούτων, καταρτίστηκε ο οικείος υπ’αριθμ. …../2015 χρηματικός κατάλογος της Δ.Ο.Υ Νίκαιας και στη συνέχεια το Δημόσιο δια του αρμοδίου προϊσταμένου του Δημοσίου Ταμείου Καβάλας βεβαίωσε με την υπ’αριθμ. …../2015 ταμειακή βεβαίωση, το ποσό των 26.700 ευρώ, ως δημόσιο έσοδο σε βάρος της ανακόπτουσας εταιρείας και απέστειλε προς αυτήν την ανακοπτόμενη υπ’αριθμ. …../22-10-2015 ατομική ειδοποίηση χρεών. Όπως, όμως, προκύπτει από τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, κατά τον χρόνο της δήλωσης εκχώρησης της απαιτήσεως, ο άνω οφειλέτης-συνεκμισθωτής είχε στην κατοχή του ουσιώδη έγγραφα που αφορούσαν στη νομιμότητα της εκχωρούμενης απαίτησης και συγκεκριμένα το εξώδικο της καταγγελίας, το δικόγραφο της ανακοπής κατά της διαταγής απόδοσης μισθίου και καταβολής μισθωμάτων αλλά και την απόφαση επ’αυτής, που είχε ήδη εκδοθεί, και ακύρωνε την προσβαλλομένη διαταγή απόδοσης μισθίου και καταβολής μισθωμάτων, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται από τα υπάρχοντα έγγραφα η νομιμότητα της απαιτήσεως του εκχωρητή συνεκμισθωτή. Εξάλλου, η φορολογική αρχή δεν προέβη σε οποιοδήποτε έλεγχο των στοιχείων που υποβλήθηκαν, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον πράγματι δεν έχουν εισπραχθεί και πολύ περισσότερο εάν οφείλονται τα εισοδήματα που εκχωρούνται. Επομένως, οι παραπάνω αναφερόμενες ταμειακές βεβαιώσεις και κατ’ ακολουθία η ατομική ειδοποίηση χρεών εκδόθηκαν κατά παράβαση των παρ. 2, 3, 4 του άρθρου 1 και της παρ. 4, του άρθρου 2 της ως άνω αναφερομένης υπουργικής απόφασης. Εξάλλου, η βλάβη της ανακόπτουσας ήταν αυταπόδεικτη εφόσον μόνο με την ακυρότητα των προσβαλλόμενων πράξεων μπορεί να επανορθωθεί η ουσιαστική και δικονομική προστασία των δικαιωμάτων της. Κατά συνέπεια, ο παραπάνω λόγος ανακοπής, ήταν βάσιμος και κατ’ουσίαν και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, έκανε δεκτή την ανακοπή, κατά παραδοχή του συγκεκριμένου λόγου, αν και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), ορθά τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους, ελέγχονται ως αβάσιμα.
Αβάσιμος, επίσης, και συνεπώς απορριπτέος τυγχάνει και ο τρίτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη της ένστασης καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος που είχε προβάλλει πρωτοδίκως, απορριφθείσα ήδη ορθώς -σιωπηρώς- από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επικαλούμενος προς θεμελίωσή της το γεγονός ότι η ανακόπτουσα καταχρηστικά και από δυστροπία ζητούσε με την ανακοπή της την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων, ενώ γνώριζε την οφειλή της από μισθώματα καθώς και το ύψος αυτής. Ειδικότερα, ο λόγος αυτός τυγχάνει μη νόμιμος διότι και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά, που τον στοιχειοθετούν δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση της ανακοπής εκ μέρους της ανακόπτουσας, πέραν του ότι στηρίζεται και επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, καθώς, όπως έχει κριθεί ήδη με δύναμη δεδικασμένου, δεν υπήρχε οφειλή της ανακόπτουσας έναντι του εκχωρητή από την επικαλούμενη έγγραφη σύμβαση μισθώσεως και τροποποιήσεις αυτής, συνεπώς, δεν νοείτο και εκχώρηση σχετικής αξίωσης του εκκαλούντος έναντι αυτής προς το Ελληνικό Δημόσιο.
Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει οι ένδικες εφέσεις να απορριφθούν στο σύνολό τους. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί, κατ’άρθρο 495 παρ. 3 εδ.ε΄ του ΚΠολΔ, η εισαγωγή του παραβόλου που κατέθεσε ο εκκαλών κατά την άσκηση της υπό στοιχ. Α΄έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της ήττας του, και να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της νίκης της, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, με τη σημείωση , ότι το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο ευθύνεται μέχρι το ήμισυ της αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου της, μη δυνάμενων αυτών σε κάθε περίπτωση να υπερβούν τις 100.000 δραχμές και ήδη 293 ευρώ για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσία (Υ.Α 134423/1993, ΦΕΚ Β΄11/1993, 106, 176, 182, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, 63 § 2 του ν.4194/2013 σε συνδυασμό με το παράρτημα στο άρθρο 166 του ίδιου νόμου, 22 § 1 του ν.3693/1957)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις από 31-10-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/31-10-2018) υπό στοιχ. Α΄ έφεση του προσθέτως παρεμβαίνοντος …….., και την από 19-2-2020 (με αύξ αριθμ. εκθ. καταθ. ……/19-2-2020) υπό στοιχ. Β΄έφεση του καθ’ού η ανακοπή, Ελληνικού Δημοσίου, κατά της υπ’αριθμ. 4344/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει αυτές κατ’ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που κατέθεσε ο εκκαλών κατά την άσκηση της υπό στοιχ. Α΄έφεσης.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ συνολικά, της ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου περιοριζόμενης μέχρι του ποσού των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 26 -1-2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ