Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Δεν είναι οριστική απόφαση εκείνη η οποία έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νομικά βάσιμη και χωρίς να εκτιμηθεί η ουσιαστική βασιμότητά της διέταξε αποδείξεις, οπότε μπορεί να ανακληθεί, κατ΄ άρθρο 309 εδ.β ΚΠολΔ, μετά από το δικαστήριο που την εξέδωσε, όταν επιλαμβάνεται της υπόθεσης κατά κάποιο νόμιμο τρόπο. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 του ν. 4024/2011, από 1.11.2011 καταργήθηκε και το καταβαλλόμενο ανεξαρτήτως της μετακίνησης του δικαιούχου επίδομα των εξόδων κίνησης των δικηγόρων, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με σχέση έμμισθης εντολής στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού, αφού με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4024/2011, επεκτάθηκε και σε αυτούς η ισχύς των διατάξεων του Κεφαλαίου Δεύτερου του εν λόγω νόμου. Κατά συνέπεια, οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 3 ν. 2685/1999 και του άρθρου 166 του ν. 3584/2007, που προέβλεπαν τη χορήγησή του, έπαυσαν να ισχύουν, αφού καταργήθηκαν με το άρθρο 32 παρ. 1 του ν. 4024/2011.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 736 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………….., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΚΑΙ του ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ο.Τ.Α. με την επωνυμία ‘’ ΔΗΜΟΣ ΝΙΚΑΙΑΣ -ΑΓ. Ι. ΡΕΝΤΗ ‘’, που εδρεύει στη Νίκαια (οδός …………) και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Δήμαρχό του, ο οποίος παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Μαρίας Καραφέρη (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ο ΚΑΛΩΝ – ΕΚΚΑΛΩΝ – ΕΝΑΓΩΝ άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 16.6.2020, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./2020, αγωγή του κατά του εναγόμενου, ήδη καθ΄ού η κλήση – εφεσίβλητου. Το ως άνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών από αμοιβές, εξέδωσε την υπ΄αρ. 403/2021 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή.
Ο ενάγων – εκκαλών πρόσβαλε την απόφαση αυτή με την κρινόμενη από 6.4.2021 έφεσή του, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……/7.4.2021, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. …………/27-5-2021.
Επί της παραπάνω έφεσης εκδόθηκε η υπ΄αρ. 389/2022 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία διέταξε την επανάληψη της συζήτησής της για τον εκεί αναφερόμενο λόγο.
Ήδη, ο καλών – εκκαλών, με την ένδικη από 18.7.2022 και με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./18.7.2022 κλήση του, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με πράξη ορισμού δικασίμου για την
αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επαναφέρει προς συζήτηση την ως άνω έφεση.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, ο καλών – εκκαλών, αυτοπροσώπως ως δικηγόρος, καθώς και η πληρεξούσια δικηγόρος του καθ΄ού η κλήση – εφεσίβλητου, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την προαναφερθείσα από 18.7.2022 κλήση του καλούντος – εκκαλούντος – ενάγοντος κατά του καθ΄ού η κλήση – εφεσίβλητου -εναγόμενου, νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η κρινόμενη έφεσή του, κατά της υπ΄αρ. 403/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών από αμοιβές, μετά την έκδοση επ΄ αυτής της υπ΄αρ. 389/2022 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου. Η τελευταία αυτή απόφαση, έκανε την κρινόμενη έφεση τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, εξαφάνισε την ως άνω πρωτόδικη απόφαση, κράτησε την (από 16.6.2020) αγωγή προς εκδίκαση και ακολούθως, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομιστεί από τον εκκαλούντα – ενάγοντα το παράβολο δικαστικού ενσήμου, μετά των σχετικών προσαυξήσεων υπέρ τρίτων, για το αντικείμενο της ως άνω αγωγής, το οποίο ήδη προσκομίστηκε από αυτόν (βλ. e-παράβολο με κωδικό αριθμό ……………).
I. Σύμφωνα με το εδ. γ του άρθρου 246 του ν. 1188/1981 ‘’Κώδικας Προσωπικού Ο.Τ.Α.‘’, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 παρ. 3 του ν. 3274/2004, στους δικηγόρους που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας περιοδικής έμμισθης εντολής στους Ο.Τ.Α. ή σε ιδρύματα που ανήκουν στους Δήμους καθώς και στα Ν.Π.Δ.Δ., χορηγούνται: (i) Τα ποσά που προβλέπονται στο άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 2685/1999, το οποίο ορίζει ότι ειδικές διατάξεις, με τις οποίες προβλέπεται η χορήγηση κατ` αποκοπή εξόδων μετακίνησης σε υπαλλήλους για τις μετακινήσεις τους εκτός έδρας, διατηρούνται σε ισχύ και δεν υπόκεινται σε κρατήσεις υπέρ τρίτων, με κοινή δε απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, τα κατ` αποκοπή έξοδα μετακίνησης καταβάλλονται από 1.4.1998 σύμφωνα με την Κ.Υ.Α. 2040222/4110/0022/1998, που προβλέπει την χορήγηση στο προσωπικό των Ο.Τ.Α. εφάπαξ ετήσιας αποζημίωσης (90.000 δρχ. για το έτος 1998 και σε 120.000 δρχ. από το έτος 1999) για την κάλυψη των δαπανών κίνησης, στις οποίες υποβάλλονται λόγω της φύσης της απασχόλησής τους, η αποζημίωση δε αυτή βαρύνει αποκλειστικά τους οικείους προϋπολογισμούς των Ο.Τ.Α. και σε καμία περίπτωση και για οποιοδήποτε λόγο τον κρατικό προϋπολογισμό και η καταβολή της γίνεται με ξεχωριστό τίτλο πληρωμής, τμηματικά στο τέλος κάθε τριμήνου (ΑΠ 2101/2014). Επίσης, στο άρθρο 166 παρ. 3 του ν. 3584/2007 ‘’Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων‘’ ορίζεται ότι στους δικηγόρους των Ο.Τ.Α. με σχέση έμμισθης εντολής ‘’χορηγούνται τα ποσά που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 2685/1999 (ΦΕΚ Α 35)…, όπως ισχύουν‘’. Το προβλεπόμενο ως άνω ποσό της αποζημίωσης για έξοδα μετακίνησης ανήλθε με την Κ.Υ.Α. 2/6771/2004 από 1.1.2004 σε 206 ευρώ μηνιαίως και, αφού αναπροσαρμόσθηκε επανειλημμένα, με την Κ.Υ.Α.“ 2/95080/0022/2008 καθορίσθηκε από 1.1.2008 σε 365 ευρώ (ΑΠ 2101/2014). Στη συνέχεια, με το ν.4024/2011 ‘’Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο – βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015‘’, επιχειρήθηκε η διαμόρφωση ενός ενιαίου συστήματος βαθμολογικών προαγωγών και μισθολογικής εξέλιξης του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης, η οποία είχε ως συνέπεια την περικοπή των αποδοχών των εργαζομένων στο Δημόσιο, στους Ο.Τ.Α. και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, με σκοπό, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση, αφενός την άμεση αντιμετώπιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσης και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών και αφετέρου τον εξορθολογισμό του δημοσίου τομέα, την άρση των ανισοτήτων στις συνολικές αμοιβές των υπαλλήλων, την ανταμοιβή της εργασίας βάσει του παραγόμενου αποτελέσματος, την προσέλκυση ικανού στελεχιακού δυναμικού και την προώθηση των αναπτυξιακών και κοινωνικών προτεραιοτήτων της χώρας. Στο Κεφάλαιο Δεύτερο του ως άνω νόμου, υπό τον τίτλο ‘’Σύστημα βαθμολογικών προαγωγών και μισθολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων του Κράτους, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α΄ και Β΄ βαθμού και άλλων φορέων του δημόσιου τομέα και συναφείς διατάξεις’’, και ειδικότερα στο άρθρο 4, το οποίο φέρει τον τίτλο ‘’Πεδίο Εφαρμογής’’, ορίζονται τα εξής: 1. Στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (Ι.Δ.Α.Χ.): α) του Δημοσίου, β) των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α)., πρώτου και δεύτερου βαθμού, γ) των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), συμπεριλαμβανομένου του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α). Επίσης υπάγονται: α) οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, β) οι υπάλληλοι της Γραμματείας των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών, των Έμμισθων Υποθηκοφυλακείων και Κτηματολογικών Γραφείων της χώρας, γ) οι ιατροί υπηρεσίας υπαίθρου και οι μόνιμοι αγροτικοί ιατροί, δ) Οι υπάλληλοι της Βουλής, όσον αφορά τα μισθολογικά θέματα τους τροποποιουμένου αναλόγως του Κανονισμού της Βουλής, και το προσωπικό της Προεδρίας της Δημοκρατίας … 2. Υπάλληλοι και λειτουργοί που δεν εμπίπτουν ευθέως στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, το προσωπικό της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, καθώς και οι κατηγορίες υπαλλήλων ή λειτουργών που υπάγονται στο Πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Μέρους Β` του ν. 3205/2003 (Α` 297) εξαιρούνται από το Πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 17. Κατά το άρθρο 22 του ιδίου νόμου και με τον τίτλο Επέκταση διατάξεων ορίζεται, ότι: Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζονται οι αποδοχές για τους δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής στους φορείς της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου. 2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης καθορίζονται ανάλογα οι αποδοχές του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. 3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης καθορίζονται οι αποδοχές του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής των Ανεξάρτητων Διοικητικών ή Ρυθμιστικών Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, οι αποδοχές του επιστημονικού προσωπικού του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής και κάθε αναγκαίο θέμα. 4. Οι αποφάσεις του παρόντος άρθρου εκδίδονται εντός διαστήματος ενός μηνός από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου και ισχύουν από την ημερομηνία αυτή. 5. Οι κάθε είδους αποδοχές και επιδόματα των Γενικών και Ειδικών Γραμματέων Υπουργείων και Αποκεντρωμένων Διοικήσεων καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Μέχρι την έκδοση της ανωτέρω απόφασης εξακολουθούν να καταβάλλονται οι αποδοχές στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί. Από τον συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων και συγκεκριμένα των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του ν. 4024/2011, προκύπτει ότι η ισχύς των διατάξεων του εν λόγω νόμου επεκτάθηκε και στους δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής στους φορείς του άρθρου 4 παρ.1 του ν. 4024/2011. Σύμφωνα δε, με το άρθρο 22 παρ.1 του ν. 4024/2011, με κοινή υπουργική απόφαση καθορίζονται οι αποδοχές για τους δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής στους φορείς του άρθρου 4 παρ.1 του ίδιου νόμου, ήτοι του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.). Σε εφαρμογή της διάταξης αυτής εκδόθηκε η Κ.Υ.Α. οικ.2/17132/0022/28.2.2012 (ΦΕΚ Β` 498/28.2.2012), σύμφωνα με την παρ. 1 της οποίας στους δικηγόρους που παρέχουν υπηρεσίες σε σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011, καταβάλλεται στους δικηγόρους στο Πρωτοδικείο ο βασικός μισθός του 2ου μισθολογικού κλιμακίου του Ε΄ βαθμού, στους δικηγόρους στο Εφετείο, ο βασικός μισθός του 2ου μισθολογικού κλιμακίου του Γ΄ βαθμού και στους δικηγόρους στον Άρειο Πάγο ο βασικός μισθός του Β΄ βαθμού. Η εφαρμογή της εν λόγω Κ.Υ.Α. επεκτάθηκε στη συνέχεια και στους δικηγόρους των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που ανήκουν στο Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. ή τα Ν.Π.Δ.Δ. Σε όλους αυτούς, επιπλέον, είχε προβλεφθεί η καταβολή χρονοεπιδόματος 2% επί του βασικού μισθού για κάθε δύο έτη δικηγορίας από την ημερομηνία εγγραφής τους στο μητρώο του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Η παροχή αυτή καταργήθηκε από 1.1.2013, δυνάμει της περ. 9 της υποπαραγράφου Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. Επίσης, έχει προβλεφθεί η καταβολή επιδομάτων εορτών και αδείας, κατ` αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 16 του ν. 4024/2011, σύμφωνα με το οποίο τα επιδόματα εορτών και αδείας καταβάλλονται, εφόσον οι πάσης φύσης μηνιαίες αποδοχές, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων αυτών, δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τα 3.000,00 ευρώ, ενώ αν με την καταβολή των επιδομάτων αυτών, οι μηνιαίες αποδοχές υπερβαίνουν, κατά την ημερομηνία καταβολής τους, το ύψος αυτό, τα εν λόγω επιδόματα καταβάλλονται μέχρι του ορίου των 3.000 ευρώ, με ανάλογη μείωσή τους (παρ. 5). Όμως, και τα επιδόματα αυτά καταργήθηκαν από 1.1.2013, δυνάμει του άρθρου πρώτου παράγραφος Γ υποπαράγραφος Γ.1 περ. 1 του ν. 4093/2012. Ακόμη, με το άρθρο 30 παρ. 1 του ν. 4024/2011, ορίζεται ότι, πέραν των επιδομάτων και παροχών του παρόντος Κεφαλαίου, όλα τα λοιπά επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις, που καταβάλλονται στους υπαλλήλους που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, μέχρι την έναρξη της ισχύος του, με οποιαδήποτε ονομασία, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων κίνησης, εφόσον τα έξοδα αυτά προβλέπεται με τις ισχύουσες μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάξεις να καταβάλλονται ανεξαρτήτως της μετακίνησης του υπαλλήλου, καταργούνται εφόσον δεν προβλέπεται ρητά η χορήγησή τους από τις διατάξεις του κεφαλαίου αυτού. Στα ως άνω καταργούμενα επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις δεν περιλαμβάνονται τα προβλεπόμενα από τις εκεί αναφερόμενες διατάξεις, περί των οποίων δεν πρόκειται εν προκειμένω. Κατά δε το άρθρο 32 παρ.1 του ν. 4024/2011 ‘’Από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη κατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου. Όπου σε διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή άλλων κανονιστικών πράξεων, γίνεται παραπομπή σε διατάξεις που καταργούνται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο νοείται ως παραπομπή στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου που ρυθμίζουν το αντίστοιχο θέμα. Επιδόματα ή παροχές που προβλέπονται από τις καταργούμενες διατάξεις και τα οποία, κατά παραπομπή άλλων διατάξεων, χορηγούνται σε λειτουργούς ή υπαλλήλους, που δεν υπάγονται στο Πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, εξακολουθούν να καταβάλλονται με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι παραπεμπόμενες διατάξεις με εξαίρεση την Οικογενειακή παροχή, η οποία υπολογίζεται και καταβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17. 2… 3… 4. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου αρχίζει την 1.11.2011’’. Από τον συνδυασμό των διατάξεων του πρώτου εδαφίου του άρθρου 30 και των παραγρ. 1 και 4 του άρθρου 32 του ν. 4024/2011, συνάγεται ότι από την 1.11.2011, οι διατάξεις που πέραν των επιδομάτων και παροχών του δευτέρου Κεφαλαίου (άρθρα 4 έως 32) του ν. 4024/2011 προβλέπουν επιδόματα, αμοιβές, αποζημιώσεις και έξοδα κίνησης, εφόσον τα έξοδα αυτά προβλέπονται με τις ισχύουσες μέχρι την 1.11.2011 διατάξεις να καταβάλλονται ανεξαρτήτως της μετακίνησης του υπαλλήλου, δεν καταργούνται ούτε γενικά ούτε αδιακρίτως, αλλά καταργούνται όταν καταβάλλονται στους υπαλλήλους που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος νόμου. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 του ν. 4024/2011, από 1.11.2011 καταργήθηκε και το καταβαλλόμενο ανεξαρτήτως της μετακίνησης του δικαιούχου επίδομα των εξόδων κίνησης των δικηγόρων, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με σχέση έμμισθης εντολής στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού (ΑΠ 574/2021, ΑΠ 1254/2018, Εφ.Πατρ. 306/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού, κατά τα ανωτέρω, με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4024/2011, επεκτάθηκε και σε αυτούς η ισχύς των διατάξεων του Κεφαλαίου Δεύτερου του εν λόγω νόμου. Κατά συνέπεια, οι σχετικές ως άνω διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 2685/1999 και του άρθρου 166 του ν. 3584/2007, που προέβλεπαν τη χορήγησή του, έπαυσαν να ισχύουν, αφού καταργήθηκαν με το άρθρο 32 παρ. 1 του ν. 4024/2011. Με τα δεδομένα αυτά, οι θεσπισθείσες με το ν. 4024/2011 περικοπές αποδοχών και επιδομάτων των εργαζομένων στον εν γένει δημόσιο τομέα, αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος προσαρμογής, αλλά και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, σε σχέση με την οργάνωση του έμψυχου δυναμικού των δημοσίων φορέων. Κατ` αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν κατ` αρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, εν τέλει, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της ευρωζώνης, στο πλαίσιο της καθιερούμενης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρέωσης δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφάλισης της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ. Ο επιδιωκόμενος με τις κρίσιμες διατάξεις σκοπός, αποτελεί λόγο δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί την επέμβαση του νομοθέτη στις συμβατικές σχέσεις των δικηγόρων, που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011. Περαιτέρω, η επίμαχη ρύθμιση, ελήφθη με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, παρίσταται ως πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν είναι προδήλως δυσανάλογη προς αυτόν. Με τα δεδομένα αυτά, η εν λόγω ρύθμιση δεν αντίκειται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε στην καθιερωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ` αυτού αρχή της αναλογικότητας, εφόσον δεν κατοχυρώνεται από καμία συνταγματική ή άλλη διάταξη δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών και δεν αποκλείεται, κατ` αρχήν, η διαφοροποίηση αυτών ανάλογα με τις συντρέχουσες εκάστοτε συνθήκες. Άλλωστε, από μακρού ο καθορισμός της αμοιβής των εμμίσθων δικηγόρων υπήρξε αντικείμενο κρατικής παρέμβασης με την καθιέρωση κατωτάτων ορίων πάγιας περιοδικής αμοιβής των δικηγόρων και μάλιστα δια παραπομπής στο βασικό μισθό ή στα Μ.Κ. του ενιαίου μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρα 92 παρ. 1 και 92Α του ν.δ. 3026/1954, Κ.Υ.Α. 85724/1986, 20222/1997 κλπ). Η ως άνω ρύθμιση δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α., αλλά ούτε και στο εγγυώμενο την ιδιοκτησία άρθρο 17 του Συντάγματος, ανεξαρτήτως αν η ιδιοκτησία κατά το εν λόγω άρθρο έχει ή όχι την αυτή έννοια με την, κατά το άρθρο 1 του Π.Π.Π., περιουσία, εφόσον δεν κατοχυρώνεται από καμία συνταγματική ή άλλη διάταξη δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών και δεν αποκλείεται, κατ` αρχήν, η διαφοροποίηση αυτών ανάλογα με τις συντρέχουσες εκάστοτε συνθήκες (ΑΠ 574/2021, ΑΠ 1254/2018 ο.π., Ολ. ΣτΕ 3372/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
II. Εξάλλου, το άρθρο 309 εδ. β του ΚΠολΔ ορίζει ότι ‘’όσες (δηλαδή αποφάσεις) δεν κρίνουν οριστικά μπορούν, είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση’’. Από τη διάταξη αυτή, αποσκοπούσα στην ταχύτερη διεξαγωγή της δίκης και αποτελούσα ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της οικονομίας της δικαστικής ενέργειας, συνδυαζόμενη με τις διατάξεις των άρθρων 513 και 553 ΚΠολΔ, που χαρακτηρίζουν ως οριστικές αποφάσεις αυτές που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή, προκύπτει ότι δεν είναι οριστική απόφαση εκείνη η οποία έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νομικά βάσιμη και χωρίς να εκτιμηθεί η ουσιαστική βασιμότητά της, ανέβαλε την έκδοση απόφασης (ΑΠ 1871/1990 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οπότε μπορεί να ανακληθεί μετά από το δικαστήριο που την εξέδωσε, όταν επιλαμβάνεται της υπόθεσης κατά κάποιο νόμιμο τρόπο, πράγμα που συμβαίνει και στην περίπτωση που εισάγεται κλήση για να συζητηθεί στην ουσία η υπόθεση, αν αυτό (Δικαστήριο) κρίνει, ότι η αγωγή πάσχει νομικά και έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη, απαράδεκτη ή νομικά αβάσιμη (ΑΠ 1149/2008, ΑΠ 1721/2007, ΑΠ 1389/2004, Εφ.Θεσ. 59/2009, Εφ.Δωδ. 209/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 1043/2006 ΕλλΔνη 2006.1460).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων – εκκαλών, εξέθετε στην ως άνω από 16.6.2020 και με Ε.Α.Κ. ……/2020 αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ότι ασκεί το λειτούργημα του δικηγόρου από το έτος 1979, ως μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς. Ότι, δυνάμει της υπ΄αρ. 1265/18.2.2020 απόφασης του Δημάρχου του, προσλήφθηκε από τις 18 Φεβρουαρίου 2000 στον εναγόµενο και ήδη εφεσίβλητο Δήµο, σε κενή οργανική θέση, ως δικηγόρος παρ΄ Αρείω Πάγω, συνδεόµενος µε αυτόν µε έµµισθη εντολή παροχής νοµικών υπηρεσιών αορίστου χρόνου και αµειβόµενος µε πάγια αντιµισθία. Ότι, από την ηµεροµηνία προσληψής του στον εναγόµενο Δήµο, παρείχε τις υπηρεσίες του συνεχώς και αδιαλείπτως, ενώ µε την υπ΄αρ. 3501/29.1.2013 απόφαση του Δηµάρχου του, ορίστηκε προϊστάµενος της Νοµικής υπηρεσίας του τελευταίου. Ότι µέχρι την έκδοση του ν. 4024/2011 λάµβανε κάθε µήνα κατ’ αποκοπή έξοδα κίνησης ύψους 295,50 ευρώ, όπως αυτό καθορίστηκε με το ν. 3845/2010. Ότι, από 1.11.2011, ο εναγόµενος Δήµος, επικαλούµενος τη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ.1 του άρθρου 30 του ν.4024/2011, σταμάτησε, παράνομα, να του καταβάλλει το ανωτέρω ποσό, καθώς αυτός ως δικηγόρος – δημόσιος λειτουργός δεν είναι υπάλληλος κι επομένως δεν υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής των σχετικών διατάξεων του ως άνω νόμου, διότι κατά το τη διάταξη του άρθρου 32 αυτού, η εν λόγω παροχή διατηρήθηκε για υπαλλήλους και λειτουργούς που δεν υπήχθησαν στις διατάξεις του κεφαλαίου Β (άρθρα 4 επ.) του ίδιου νόμου και λάμβαναν παροχές που προβλέπονται από τις καταργούμενες με τον τελευταίο διατάξεις, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ζητούσε δε ακολούθως, βάσει της ως άνω διάταξης (του άρθρου 32 του ν. 4024/2011) και με βάση τη µεταξύ αυτού και του εναγόμενου συµβατική σχέση, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας των άρθρων 105,106 του ΕισΝ.ΑΚ, άλλως κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισµού διατάξεις, να υποχρεωθεί ο εναγόµενος Δήµος να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 21.276 ευρώ για τα έξοδα κίνησης, που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστηµα από 1.1.2014 έως και 3.12.2019 (295,50 ευρώ χ 72 µήνες), µε το νόµιµο τόκο από την εποµένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι και την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόµενος στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.
Με την υπ’αρ. 403/2021 οριστική απόφασή του, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, απέρριψε την αγωγή, ως προς την κύρια βάση της, ως νομικά αβάσιμη κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ανωτέρω απόφαση. Μετά δε την απόρριψη της κύριας βάσης, μη ορθώς, παρέλειψε να εξετάσει και να αποφανθεί επί των επικουρικών ως άνω βάσεων της αγωγής.
Κατά της εν λόγω απόφασης, άσκησε ο ενάγων – ήδη εκκαλών την κρινόμενη έφεσή του, με την οποία ζητεί, για τον αναφερόµενο σ’ αυτήν λόγο με τις επιμέρους αιτιάσεις, που ανάγονται σε εσφαλµένη ερµηνεία και εφαρµογή του νόµου, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του.
Επί της έφεσης εκδόθηκε η υπ΄αρ. 389/2022 μη οριστική απόφασή του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία αυτό έκανε τυπικά και κατ΄ ουσία δεκτή την έφεση, διότι θεώρησε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα, αφενός μεν απέρριψε την αγωγή (όσον αφορά στην κύρια βάση της) ως νομικά αβάσιμη, αφετέρου δε, κατόπιν τούτου, δεν ασχολήθηκε με τις επικουρικές της βάσεις. Ακολούθως, εξαφάνισε την ως άνω πρωτόδικη απόφαση, κράτησε την (από 16.6.2020) αγωγή προς εκδίκαση, την έκρινε νομικά αβάσιμη ως προς τις επικουρικές της βάσεις αλλά νομικά βάσιμη ως προς την κύρια βάση της, ενώ, στη συνέχεια, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομιστεί από τον εκκαλούντα – ενάγοντα το παράβολο δικαστικού ενσήμου, μετά των σχετικών προσαυξήσεων υπέρ τρίτων, για το αντικείμενο της ως άνω αγωγής, το οποίο προσκομίστηκε, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω.
Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα, ωστόσο, η αγωγή είναι απορριπτέα ως προς την κύρια βάση της, ως μη νόμιμη. Κι αυτό διότι, όπως αναλυτικά εκτέθηκε στην υπό στοιχείο I μείζονα σκέψη, σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 του ν. 4024/2011, από 1.11.2011 καταργήθηκε και το καταβαλλόμενο ανεξαρτήτως της μετακίνησης του δικαιούχου επίδομα των εξόδων κίνησης των δικηγόρων, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με σχέση έμμισθης εντολής στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού (βλ. ΑΠ 574/2021, ΑΠ 1254/2018 ο.π.), αφού, κατά τα ανωτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 4024/2011 (σε εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε η, επίσης προαναφερθείσα στην ως άνω μείζονα σκέψη, Κ.Υ.Α. οικ.2/17132/0022/28.2.2012), επεκτάθηκε και σε αυτούς η ισχύς των διατάξεων του Κεφαλαίου Δεύτερου (άρθρα 4-32) του εν λόγω νόμου, παρά τα όσα αβάσιμα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται ο ενάγων στην αγωγή του και επαναλαμβάνει και στην ένδικη έφεσή του. Συνεπώς, οι σχετικές ως άνω διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 2685/1999 και του άρθρου 166 του ν. 3584/2007, που προέβλεπαν τη χορήγησή του, έπαυσαν να ισχύουν, αφού καταργήθηκαν με το άρθρο 32 παρ. 1 του ν. 4024/2011. Εξάλλου, με την παρ. ΙΓ, υποπαρ. ΙΓ.1, περ. 8.Β του ν. 4093/2012 αντικαταστάθηκε το άρθρο 92Α του ν.δ. 3026/1954 (Κώδικα περί Δικηγόρων), τα οποίο πλέον παρέπεμπε ευθέως, για τον καθορισμό των αποδοχών των δικηγόρων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με έμμισθη εντολή στο δημόσιο τομέα, στην παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 4024/2011, δηλαδή στην ως άνω Κ.Υ.Α. Ακολούθως, δημοσιεύθηκε ο ν. 4111/2013 (ΦΕΚ Α΄ 18/25.1.2013, διόρθ. σφαλμάτων ΦΕΚ Α΄ 33/7.2.2013), με το άρθρο 39 παρ. 2 περ.α του οποίου αντικαταστάθηκε η παρ. 2 του άρθρου 92 του Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), που παρείχε εξoυσιoδότηση στον Υπουργό Δικαιοσύνης να καθορίζει με αποφάσεις του τις νόμιμες αμοιβές των δικηγόρων που απασχολούνται με πάγια περιοδική αμοιβή, ως εξής: ‘’ Όταν ο δικηγόρος για τις παρεχόμενες υπηρεσίες του αμείβεται μόνο με πάγια περιοδική αμοιβή (άρθρο 63 παρ. 4 εδάφιο α), το όριο αυτής ορίζεται με ελεύθερη συμφωνία με τον εντολέα του’’, ορίσθηκε δε περαιτέρω (παρ. 2 περ. Β) ότι κάθε διάταξη νόμου η κανονιστικής πράξης αντίθετη με τα οριζόμενα στην παρούσα παράγραφο καταργείται (βλ. άρθρο 12 παράγρ. 2 περ. α και β της προηγηθείσας ΠΝΠ 19/19.11.2012), ενώ με το άρθρο 49 δόθηκε αναδρομική ισχύς στο άρθρο 39 από 19.11.2012. Κατόπιν τούτων, για το χρονικό διάστημα από 19.11.2012 και εφεξής καταργήθηκε η υπουργική απόφαση, ως κανονιστική πράξη, λόγω της αντίθεσής της στο ν. 4111/2013. Η ένδικη, ωστόσο, αξίωση του ενάγοντος, δεν δύναται να στηριχθεί ούτε στην ως άνω διάταξη, εφόσον δεν επικαλείται στην αγωγή του ότι υφίστατο ελεύθερη συμφωνία με τον εναγόμενο σχετικά με την καταβολή του επίδικου επιδόματος. Αντίθετα, κατά τα στο αγωγικό δικόγραφο εκτιθέμενα, το επίδομα κατ΄ αποκοπή εξόδων κίνησης, το εισέπραττε ο ενάγων με βάση τις διατάξεις του μισθολογίου, όπως το τελευταίο ίσχυε κατόπιν παραπομπής σ’ αυτό του άρθρου 92Α του προισχύσαντος Κώδικα Δικηγόρων και δεν αποτελούσε αμοιβή, που προέκυψε από ελεύθερη συμφωνία με τον εναγόμενο Ο.Τ.Α. Στη συνέχεια, με βάση το άρθρο 44 παρ. 2 του νέου Κώδικα Δικηγόρων, καθορίσθηκε από 1.1.2016 και μετά το πλαίσιο των αποδοχών του ενάγοντα, δεδομένου ότι δημοσιεύθηκε ο ν. 4354/2015 (με έναρξη ισχύος από 1.1.2016 σύμφωνα με το άρθρο 35 αυτού), στο πεδίο εφαρμογής τoυ οποίου εμπίπτει και το μόνιμο προσωπικό των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου Βαθμού, καθώς και οι δικηγόροι που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους Ο.Τ.Α. (άρθρο 7 περ.ιθ σε συνδ. με άρθρο 9 παρ.10 του ως άνω νόμου). Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (4354/2015), καταργήθηκαν οι διατάξεις του προϊσχύσαντος άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 4024/2011, καθώς και οι κατ΄ εξoυσιoδότηση του άρθρου αυτού εκδοθείσες υπουργικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων η Κ.Υ.Α. οικ.2/17132/0022/28.2.2012 (βλ. άρθρο 34 περ. α του ν. 4354/2015). Στους εργαζόμενους δε που υπάγονται στο ρυθμιστικό πεδίο του εν λόγω νόμου χορηγούνται, επιπλέον, η οικογενειακή παροχή, το επίδομα θέσης ευθύνης, το επίδομα απομακρυσμένων – παραμεθορίων περιοχών, καθώς και τυχόν προσωπική διαφορά, εφόσον τηρούνται οι οριζόμενα από τα σχετικά άρθρα του νόμου. Τα ανωτέρω επιδόματα που διατηρήθηκαν απαριθμούνται περιοριστικά και κατά συνέπεια, εφόσον δεν συμπεριλήφθηκε το επίδομα κατ’ αποκοπή εξόδων κίνησης αυτό παρέμεινε καταργημένο, λαμβάνοντας υπόψη και τη διάταξη του άρθρου 34 περ.δ του ίδιου νόμου, με την οποία επήλθε η ρητή κατάργηση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης, κατά το μέρος που αντίκειται στις διατάξεις του ή κατά το μέρος που ρυθμίζει με διαφορετικό τρόπο θέματα που διέπονται από αυτόν.
Περαιτέρω, απορριπτέα ως μη νόμιμη τυγχάνει και η πρώτη επικουρική βάση της αγωγής, η οποία επιχειρείται να θεµελιωθεί στις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝ.ΑΚ, περί αποζηµίωσης εξαιτίας των παράνοµων πράξεων και παραλείψεων του εναγόμενου. Ειδικότερα, η αθέτηση της σύµβασης δεν συνιστά, άνευ ετέρου, αδικοπραξία, αλλά οι έννοµες συνέπειές της ρυθµίζονται από τις διατάξεις για τη µη εκπλήρωση της παροχής ή την αθέτηση της ενοχής. Στην ένδικη δε περίπτωση, από τα όσα αναφέρονται στην αγωγή, η συµπεριφορά του εναγοµένου Δήµου, δεν συνιστά αδικοπραξία, ήτοι αντίθεση προς το γενικό καθήκον του να µην προκαλεί κανείς υπαίτια ζηµία σε άλλον ή αντίθεση στα χρηστά ήθη, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 του ΑΚ αντίστοιχα (Ολ.ΑΠ 967/ 1973, ΑΠ 449/2014, ΑΠ 1647/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως ορθά κρίθηκε με την προαναφερθείσα υπ΄αρ. 389/2022 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Όσον αφορά, τέλος, στην δεύτερη επικουρική αγωγική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, είναι κι αυτή απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, όπως επίσης κρίθηκε με την ως άνω απόφαση, αφού δεν γίνεται στην αγωγή επίκληση, επικουρικά, της ακυρότητας της σύµβασης έµµισθης εντολής του ενάγοντα, δεδοµένου ότι, η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισµού είναι επιβοηθητικής φύσης και µπορεί να ασκηθεί µόνο όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύµβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεµελιώνεται σε πραγµατικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύµβαση ή την αδικοπραξία (που δεν συµβαίνει εν προκειµένω) και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύµβαση ή την αδικοπραξία (Ολ.ΑΠ 22/2003, ΑΠ 438/2017, ΑΠ 1414/2015, ΑΠ 237/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Κατόπιν τούτων, συντρέχει λόγος ανάκλησης, κατ΄ άρθρο 309 ΚΠολΔ, της προαναφερθείσας υπ΄αρ. 389/2022 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, ως προς το μέρος αυτής με το οποίο, αφού έκανε τυπικά και κατ΄ ουσία δεκτή την έφεση και εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, έκρινε νομικά βάσιμη την αγωγή ως προς την κύρια βάση της. Σημειωτέον δε ότι, η απόφαση αυτή (υπ΄αρ. 389/2022), παρά το γεγονός ότι έκρινε νόμιμη την αγωγή ως προς την κύρια βάση της, εντούτοις, ενόψει ότι ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης, κατά τα προεκτεθέντα, και δεν αποφάνθηκε σχετικά με την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, θεωρείται μη οριστική και δύναται, ως εκ τούτου, να ανακληθεί (βλ. και Εφ.Δωδ. 209/2007 ο.π.), σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην οικεία υπό στοιχείο II μείζονα σκέψη. Μετά δε την ανάκληση της ανωτέρω απόφασης, η αγωγή πρέπει, κατ ΄ακολουθίαν όσων εκτέθηκαν, να απορριφθεί ως μη νόμιμη, τόσο ως προς την κύρια βάση της όσο και ως προς τις επικουρικές. Τέλος, η δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστεί συνολικά μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 183, 179 εδ.α ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την από 6.4.2021 έφεση κατά της υπ΄αρ. 403/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών).
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει την ως άνω εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 16-6-2020 (με ειδικό αρ. κατάθ. ……./2020) αγωγής.
Ανακαλεί την υπ΄αρ. 389/2022 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, κατά το μέρος αυτής που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Απορρίπτει την αγωγή.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 19 Δεκεμβρίου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓPAMMATEAΣ