Γ΄ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη:
Ο θάνατος του απλού ομόδικου επιφέρει βίαια διακοπή της δίκης μόνο ως προς τον θανόντα διάδικο, ενώ ως προς τους λοιπούς απλούς ομόδικους η δίκη συνεχίζεται κανονικά. Εξάλλου, ο δικαστικός συμβιβασμός, εξοπλίζεται από το νόμο με δύο συνέπειες στο πεδίο του δικονομικού δικαίου, την κατάργηση της δίκης και την εκτελεστότητα. Περαιτέρω, η κατάργηση της δίκης, δηλαδή η κατάλυση της έννομης σχέσης της δίκης, επέρχεται αυτοδικαίως, δηλαδή ως άμεση αναγκαία συνέπεια της σύναψης του έγκυρου συμβιβασμού, χωρίς πρόσθετη δικαιοπρακτική δήλωση βούλησης των διαδίκων ή ενέργεια του δικαστηρίου. Εξάλλου, για το παραδεκτό της αναγνωριστικής αγωγής, πρέπει να συντρέχουν δύο διαδικαστικές προϋποθέσεις, η έννομη σχέση της οποίας η διάγνωση ζητείται και το έννομο συμφέρον που δικαιολογεί την άσκησή της από τον ενάγοντα. Δεν αποτελούν έννομη σχέση υπό την ως άνω έννοια τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα αφηρημένα νομικά ζητήματα χωρίς τη σύνδεσή τους με έννομη σχέση της οποίας ζητείται διά της αγωγής η προστασία. Τέλος, η αποδοχή της αγωγής επιφέρει το αποτέλεσμά της και αν ακόμη η αγωγή είναι αόριστη ή νομικά αβάσιμη, αν υπάρχει έλλειψη εννόμου συμφέροντος, όχι όμως και απαράδεκτη.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 20 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) με την επωνυμία ‘’ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ’’ (‘’Δ.Υ.ΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ‘’), που εδρεύει στον Αγ. Ιωάννη ΡέντηΠειραιά (…….) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ……. – ΔΟΥ Μοσχάτου, το οποίο παραστάθηκε διά τηςπληρεξούσιας δικηγόρου του Παρασκευής Γεωργίου (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 ΚΠολΔ).
ΚΑΙ των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ………., 2) …………, 3) ……….. 4) ………..,οι οποίοι παραστάθηκαν ο μεν πρώτος μετά, οι δε λοιποί διά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Μαρίας Παναγιωταράκου και 5) …………., ο οποίος δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, αλλά η ως άνω δικηγόρος των λοιπών εφεσίβλητων δήλωσε ότι ο τελευταίος έχει αποβιώσει και προσκόμισε την υπ΄αρ. ………/26-1-2021 ληξιαρχική πράξη θανάτου αυτού, του ληξιάρχου Αθηνών.
Το ΕΝΑΓΟΝ – ΕΚΚΑΛΟΥΝ άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 19-6-2018 με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα, (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……./2018 αγωγή του κατά των ως άνω εναγόμενων- εφεσίβλητων καθώς και του ………., αρχικού πρώτου εναγόμενου.Το ως άνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 591, 614 περ.3, 621ΚΠολΔ), εξέδωσε την υπ΄αρ. 309/28-1-2019 οριστική απόφασή του, με την οποία κατήργησε τη δίκη ως προς τον πρώτο εναγόμενο ………. και απέρριψε την αγωγή ως προς τους λοιπούς πέντε εναγόμενους (νυν εφεσίβλητους).
Ήδη το ενάγον – εκκαλούν προσβάλλει την παραπάνω απόφαση με την κρινόμενη από 10-7-2019 έφεσή του, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματείατου Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……./30-7-2019, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. ………../30-7-2019.
Η παραπάνω έφεση προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 8- 10-2020, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τις 4-2-2021, οπότε και αναβλήθηκε εκ νέου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ.22.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, η μεν πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσίβλητων ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους,η δε πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος, ύστερα από δήλωσή της, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος κατά της υπ΄αρ. 309/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 591, 614 περ.3, 621ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευση της τελευταίας μέχρι την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διετία. Δεν απαιτείται δε η κατάθεση του προβλεπόμενου, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παραβόλου, διότι, σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ως άνω άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 (εργατικές), όπως η προκείμενη.
Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, αφού κριθεί το παραδεκτό της άσκησής της,να εξετασθεί περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19,522,533 παρ.1,2 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 286 έως 288, 291 και 292 του ΚΠολΔ, οι οποίες εφαρμόζονται και στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρ. 524 παρ. 1ΚΠολΔ), συνάγεται ότι η δίκη διακόπτεται αν, εωσότου τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται οριστική απόφαση, πεθάνει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου της διακοπής με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός αυτού κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης, από πρόσωπο που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη. Η επανάληψη της διακοπείσης δίκης μπορεί να γίνει με δικόγραφο και κοινοποίησή του στους κληρονόμους του διαδίκου που πέθανε, μετά την πάροδο της προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομιάς.Ο θάνατος δε του απλού ομόδικου επιφέρει βίαια διακοπή της δίκης μόνο ως προς τον θανόντα διάδικο, ενώ ως προς τους λοιπούς απλούς ομόδικους η δίκη συνεχίζεται κανονικά (ΑΠ 382/2017, ΑΠ 783/2010, Εφ.Πατρ.709/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, γνωστοποιήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο των λοιπών εφεσίβλητων, ο θάνατος του πέμπτου εφεσίβλητου (έκτου αρχικού εναγόμενου), προσκομίσθηκε δε το με αρ. …../26-1-2021 απόσπασμα της σχετικής ληξιαρχικής πράξης θανάτου του ληξίαρχου Αθηνών, από το οποίο προκύπτει ότι ο εν λόγω εφεσίβλητος απεβίωσε στις 24-1-2021. Κατόπιν τούτων, και ενόψει του ότιο δεσμός που συνδέει τους διαδίκους στην ένδικη υπόθεση είναι αυτός της απλής ομοδικίας, το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη, πρέπει να αποφανθεί ότι ως προς τον θανόντα διάδικο επήλθε βίαια διακοπή της δίκης, ενώ ως προς τους λοιπούς διαδίκους η δίκη συνεχίζεται κανονικά.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 293 παρ.1 ΚΠολΔ ‘’οι διάδικοι μπορούν σε κάθε στάση της δίκης να συμβιβάζονταιεφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Ο συμβιβασμός γίνεται με δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου ή του εισηγητή δικαστή ή ενώπιον συμβολαιογράφου και επιφέρει αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης’’. Τόσο, από τη ρηματική διατύπωση της διάταξης, όσο και από τον σκοπό που επιδιώκει και που είναι η διευκόλυνση των διαδίκων να επιλύουν τις εκκρεμείς ενώπιον δικαστηρίων διενέξεις των με τον αμεσότερο, συντομότερο, λιγότερο δαπανηρό και ασφαλέστερο, λόγω των εγγυήσεων που παρέχει η παρουσία του δικαστή, τρόπο, ώστε με τη διάλυση της διένεξης να αποκαθίσταται η δικαιική ειρήνη, που αποτελεί πρωταρχικό μέλημα του νομοθέτη, προκύπτει ότι προς εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού, η διάταξη, με την επιφύλαξη, τήρησης των προβλεπόμενων από το ουσιαστικό δίκαιο προϋποθέσεων για το κύρος της δικαιοπραξίας, υποκαθιστά ισοδυνάμως τον τύπο εις τον οποίο το ουσιαστικό δίκαιο υποβάλλει τη δικαιοπραξία με εκείνο που θεσπίζει η διάταξη για τον επιφέροντα αυτοδίκαια κατάργηση της δίκης δικαστικό συμβιβασμό (ΑΠ 770/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, ο δικαστικός συμβιβασμός, εξοπλίζεται από το νόμο με δύο συνέπειες στο πεδίο του δικονομικού δικαίου, την κατάργηση της δίκης και την εκτελεστότητα. Η κατάργηση της δίκης, δηλαδή η κατάλυση της έννομης σχέσης της δίκης, επέρχεται αυτοδικαίως, όπως προαναφέρθηκε, δηλαδή ως άμεση αναγκαία συνέπεια της σύναψης του έγκυρου συμβιβασμού, χωρίς πρόσθετη δικαιοπρακτική δήλωση βούλησης των διαδίκων ή ενέργεια του δικαστηρίου. Η συνέπεια αυτή επέρχεται από τον νόμο, στον οποίο ρητώς διαγράφεται και συνεπώς δεν στηρίζεται στην αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης και γι αυτό και επέρχεται και όταν ακόμη δεν είναι ηθελημένη (Β.Βαθρακοκοίλη Ερμ.ΚΠολΔ, υπό το άρθρο 293, αρ.38).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ., όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Για το παραδεκτό της αναγνωριστικής αγωγής, πρέπει να συντρέχουν δύο διαδικαστικές προϋποθέσεις, η έννομη σχέση της οποίας η διάγνωση ζητείται και το έννομο συμφέρον που δικαιολογεί την άσκησή της από τον ενάγοντα (Β. Βαθρακοκοίλη ο.π., υπό το άρθρο 70, αρ.4). Ως έννομη σχέση, η ύπαρξη ή η ανυπαρξία της οποίας είναι αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής και της επ` αυτής εκδοθησομένης απόφασης, νοείται η ρυθμιζόμενη από την έννομη τάξη βιοτική σχέση προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή προσώπου προς αγαθό (ΑΠ 356/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν αποτελούν έννομη σχέση υπό την ως άνω έννοια τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα αφηρημένα νομικά ζητήματα χωρίς τη σύνδεσή τους με έννομη σχέση της οποίας ζητείται διά της αγωγής η προστασία. Επίσης δεν αποτελεί έννομη σχέση η διαπίστωση πραγματικών ή νομικών καταστάσεων χωρίς τον καθορισμό των προσαπτομένων από το δίκαιο συνεπειών, έστω και αν μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή, που υπάγονται τα περιστατικά αυτά (ΑΠ 508/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από την ως άνω διάταξη συνάγεται ακόμη, ότι για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής απαιτείται ο ενάγων να έχει έννομο συμφέρον, τέτοιο υφίσταται δε όταν, η προκαλούμενη με την αγωγή αυτή δικαστική απόφαση είναι σε θέση να διαλευκάνει την αμφισβητούμενη ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσης, να άρει τη σχετική αβεβαιότητα και να αποτρέψει σχετικές μ` αυτό παρούσες ή μέλλουσες δικαστικές διενέξεις και μάλιστα οριστικά και με δύναμη δεδικασμένου. Επομένως, αποφάσεις που δεν διαλευκαίνουν οριστικώς την έννομη σχέση, αλλά μόνο στοιχεία αυτής ή προδικαστικά της ζητήματα, δεν είναι ικανές για παραγωγή δεδικασμένου και άρα ούτε και για αναγνώριση των εν λόγω μεμονωμένων στοιχείων, διότι πρέπει να προστεθούν και άλλα γεγονότα για την οριστική απόφαση επί της όλης έννομης σχέσης. Μεμονωμένα δηλαδή στοιχεία της έννομης σχέσης ή προδικαστικά αυτής στοιχεία δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής (ΑΠ 1154/2019, ΑΠ 134/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Υπάρχει δε έννομο συμφέρον κατά τη διάταξη του άρθρου 70 ΚΠολΔ, και όταν έχει κάποιος γεννημένη χρηματική απαίτηση, του ποσού της οποίας άμεσος προσδιορισμός δεν είναι δυνατός ή είναι δυσχερής, εφόσον όμως αμφισβητείται όχι μόνο το μέγεθος της απαίτησης, αλλά και η ύπαρξη αυτής της έννομης σχέσης, από την οποία απορρέει το προσβαλλόμενο δικαίωμα (Β.Βαθρακοκοίλη ο.π.,υπό το άρθρο 70, αρ.19).
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 298 ΚΠολΔ, ο εναγόμενος μπορεί να αποδεχτεί την αγωγή αναγνωρίζοντας ολικά ή εν μέρει το δικαίωμα που έχει ασκηθεί με αυτήν, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις κατά το ουσιαστικό δίκαιο. Η αποδοχή γίνεται είτε κατά το άρθρο 297 ΚΠολΔ (δηλ. ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά του δικαστηρίου ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του αποδεχόμενου, ή με δήλωση στις προτάσεις), είτε σιωπηρά με πράξεις από τις οποίες συνάγεται σαφώς. Αν γίνει αποδοχή, εκδίδεται απόφαση σύμφωνα με αυτήν. Κατά την έννοια της διάταξης το ανωτέρω άρθρου (298 ΚΠολΔ), η αποδοχή, το αντίθετο της παραίτησης, της οποίας η αφετηρία βρίσκεται στην αρχή της οικονομίας της δίκης, με σκοπό το σύντομο τερματισμό μιας διαφοράς, για την οποία υπάρχει σύμπτωση βουλήσεων των διάδικων μερών, είναι η μονομερής εκείνη διαδικαστική πράξη, που προέρχεται από τον εναγόμενο ή τον νόμιμο αντιπρόσωπο του ή τον ειδικό πληρεξούσιο του και απευθύνεται στο Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου γίνεται και με την οποία αναγνωρίζεται και ισχυροποιείται πράξη του αντιδίκου του αποδεχόμενου, δηλαδή, το συμπέρασμα του δικονομικού συλλογισμού (η υπό διάγνωση έννομη συνέπεια), το οποίο ταυτίζεται με το αίτημα της αγωγής. Η αποδοχή, αντικείμενο έχει το αίτημα, όχι την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών της ιστορικής βάσης της αγωγής, που είναι αντικείμενο ομολογίας (ΑΠ 1059/2001 Δνη 44.414). Για αυτό επιφέρει το αποτέλεσμά της και αν ακόμη η αγωγή είναι αόριστη ή νομικά αβάσιμη, αν υπάρχει έλλειψη εννόμου συμφέροντος, όχι όμως και απαράδεκτη (Εφ.Λαρ.412/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μπέη Πολ. Δικονομία, τεύχ. 6, άρθρο 298). Εφόσον κριθεί ότι η αποδοχή είναι παραδεκτή, δεν καταργείται αυτοδικαίως η δίκη. Το δικαστήριο δεν ερευνά πλέον τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, αλλά με βάση την αποδοχή υποχρεούται, κατά τα προεκτεθέντα, να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με αυτήν (Εφ.Λαρ.412/2020, ο.π. Ν.Νίκα Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ. Ένδικα Μέσα 2008 σελ.115 παρ.112).
Το ενάγον -εκκαλούν, το οποίο, όπως ανέφερε, στην ως άνω από 19-6-2018 με Ε.Α.Κ. …../2018 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, συστήθηκε με αντικείμενο την παροχή δημόσιας υγείας σε πρωτοβάθμιες, δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες μονάδες υγείας του δημόσιου τομέα, εξέθετε περαιτέρω σε αυτήν, ότι, οι εναγόμενοι παρείχαν τις υπηρεσίες τους ως ιατροί, σε δευτεροβάθμιες μονάδες υγείας, που ανήκουν στην αρμοδιότητα της 2ης Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή και παρακάτω διαστήματα ο καθένας,για τις οποίες,όμως, δεν έχουν αμειφθεί, αμφισβητείται δε από αυτούς το ποσό των αποδοχών τους και έχουν ασκήσει αγωγές σχετικά με την καταβολή του. Ζητούσε δε ακολούθως το ενάγον, να αναγνωριστεί ότι το σύνολο των οφειλόμενων στους εναγόμενους αποδοχών τους, με βάση το Ν. 4024/2011, ανέρχεται, στο ποσό των 34.153,47 ευρώ για τον πρώτο εναγόμενο για το διάστημα από 1-12-2015 έως 2-8-2017, στο ποσό των 42.879,20 ευρώ για τον δεύτερο εναγόμενο (ήδη πρώτο εκκαλούντα) για το διάστημα από 1-12-2015 έως 21-9-2017, στο ποσό των 34.153,47 ευρώ για τον τρίτο εναγόμενο (ήδη δεύτερο εφεσίβλητο) για το διάστημα από 1-12-2015 έως 8-8-2017, στο ποσό των 35.626,67 ευρώ για τον τέταρτο εναγόμενο (ήδη τρίτο εφεσίβλητο) για το διάστημα από 1-12-2015 έως 10-9-2017, στο ποσό των 34.398 ευρώ για τον πέμπτο εναγόμενο (ήδη τέταρτο εφεσίβλητο) για το διάστημα από 1-12-2015 έως 30-9-2017 και στο ποσό των 16.504 ευρώ για τον έκτο εναγόμενο (ήδη πέμπτο εφεσίβλητο) για το διάστημα από 1-12-2015 έως 31-7-2016.
Το ως άνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 591, 614 περ.3, 621 ΚΠολΔ), εξέδωσε την υπ΄αρ. 309/2019 οριστική απόφαση με την οποία, καταρχάς, κατήργησε τη δίκη, όπως αναφέρθηκε και στην αρχή της παρούσας απόφασης, ως προς τον πρώτο εναγόμενο …………., λόγω δικαστικού συμβιβασμού (άρθρα 293, 214Α ΚΠολΔ), που έλαβε χώρα δυνάμει του από 28-6-2018 Πρακτικού, το οποίο επικυρώθηκε με την υπ΄αρ. …/2018 Πράξη της Προέδρου του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή ως προς τους λοιπούς εναγόμενους (ως απαράδεκτη), λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, καθώς το ύψος των αποδοχών των εναγόμενων δεν αποτελεί έννομη σχέση, η αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας της οποίας δύναται να ζητηθεί δικαστικά, αλλά πραγματικό περιστατικό, το οποίο δεν μπορεί να αποτελέσει παραδεκτό αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής,ως μη αυτοτελές αντικείμενο δικαιοδοτικής κρίσης,σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ανωτέρω απόφαση.
Ήδη κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης, παραπονείται το ενάγον- εκκαλούν με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητεί δε να καταργηθεί η δίκη, λόγω δικαστικού συμβιβασμού κατ΄άρθρο 214ΑΚΠολΔ, ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εφεσίβλητων και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή του ως προς τους λοιπούς εφεσίβλητους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην έφεση.
Ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εφεσίβλητων ……… και ……….. (τρίτο και τέταρτο των αρχικών εναγόμενων), έλαβε πράγματι χώρα δικαστικός συμβιβασμός κατ΄ άρθρο 214Α ΚΠολΔ σε συνδ. με το άρθρο 293 του ίδιου κώδικα, που αφορούσε και στο ένδικο αντικείμενο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα τόσο στην κρινόμενη έφεση όσο και στις, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προτάσεις των διαδίκων, αλλά και όπως προκύπτει από το προαποδεικτικώς προσκομιζόμενο από αυτούς, από 19-12-2018 Πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού. Το Πρακτικό αυτό, που υπεγράφη μεταξύ των ως άνω εφεσίβλητων (δεύτερου και τρίτου) και του εκκαλούντος – ενάγοντος, επικυρώθηκε δε με τις υπ΄αρ. ../19-12-2018 και …/19-12-2018 Πράξεις, αντίστοιχα, του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Δ/νσης του Εφετείου Πειραιώς. Επήλθε, λοιπόν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη σχετική μείζονα σκέψη, με την επικύρωση του ως άνω Πρακτικού δικαστικού συμβιβασμού, το οποίο συντάχθηκε μενμετά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά πριν την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης επ΄ αυτής και πριν την άσκηση της ένδικης έφεσης, αυτοδίκαια κατάργηση της δίκης (άρθρο 214Α παρ.3ΚΠολΔ). Συνεπώς, η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως προς τους παραπάνω εφεσίβλητους, ως απαραδέκτως ασκηθείσα, εφόσον, κατά το χρόνο άσκησής της,η δίκη είχε ήδη καταργηθεί, δυνάμει του ανωτέρω δικαστικού συμβιβασμού.
Όσον αφορά στους λοιπούς εφεσίβλητους …….. και …. . (πρώτο και τέταρτο), για τους οποίους η κρινόμενη έφεση έχει παραδεκτώς ασκηθεί, κατά τα προαναφερθέντα, θα εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Ωστόσο, η ένδικη αναγνωριστική αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Κι αυτό διότι, σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερθέντα ανωτέρω, στην οικεία μείζονα σκέψη, για το παραδεκτό της αναγνωριστικής αγωγής, πρέπει να συντρέχουν δύο διαδικαστικές προϋποθέσεις, η έννομη σχέση της οποίας η διάγνωση ζητείται και το έννομο συμφέρον που δικαιολογεί την άσκησή της από τον ενάγοντα. Στην προκείμενη περίπτωση δεν συντρέχει, προεχόντως, η πρώτη και βασική προϋπόθεση, καθώς δεν ζητείται η αναγνώριση ύπαρξης ή ανυπαρξίας έννομης σχέσης, αλλά η αναγνώριση απλών πραγματικών γεγονότων, το ύψος δηλ. των αποδοχών των εναγόμενων, πράγμα που δεν μπορεί, όπως προεκτέθηκε, να αποτελέσει αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής του άρθρου 70 ΚΠολΔ. Η διαπίστωση του ύψους των αποδοχών, δεν αποτελεί δηλ. αυτοτελές αντικείμενο δικαιοδοτικής κρίσης, όπως κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά πρόκειται για ένα πραγματικό γεγονός το οποίο ενδέχεται να συνιστά στοιχείο της ιστορικής βάσης αναγνωριστικής η καταψηφιστικής αγωγής και, αν αμφισβητηθεί από τον αντίδικο, είναι αντικείμενο απόδειξης. Μια απόφαση, όμως, που δεν διαλευκαίνει οριστικώς την έννομη σχέση, αλλά μόνο στοιχεία αυτής ή προδικαστικά της ζητήματα, δεν είναι ικανή για παραγωγή δεδικασμένου και άρα ούτε και για αναγνώριση των εν λόγω μεμονωμένων στοιχείων (όπως εν προκειμένω το ύψος των αποδοχών), διότι πρέπει να προστεθούν και άλλα γεγονότα για την οριστική απόφαση επί της όλης έννομης σχέσης. Οι παραπάνω πρώτος και τέταρτος των εφεσίβλητων (δεύτερος και πέμπτος των αρχικών εναγόμενων) με δήλωση, ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου, της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, η οποία προσκόμισε σχετικά και το υπ΄αρ. ……/10-11-2021 Ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πειραιά ………, δήλωσαν ότι αποδέχονται την αγωγή όσον αφορά στο ένδικο διάστημα από 1-12-2016 έως 30-9-2017. Αναφορικά δε με το προηγούμενο διάστημα (από 1-12-2015 έως 30-11-2016), προβάλλουν ένσταση δεδικασμένου, δυνάμει της υπ΄αρ. 747/2019 απόφασης, ήδη αμετάκλητης, του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Ενόψει όμως του ότι, η αγωγή, με βάση τα παραπάνω δεν είναι παραδεκτή, δεν είναι δεκτική αποδοχής, καθώς, κατά τα προεκτεθέντα στη σχετική μείζονα σκέψη, η αποδοχή επιφέρει το αποτέλεσμά της και αν ακόμη η αγωγή είναι αόριστη ή νομικά αβάσιμη, αν υπάρχει έλλειψη εννόμου συμφέροντος, όχι όμως και απαράδεκτη, όπως εν προκειμένω.Δεδομένου δε ότι η αγωγή, βάσει όσων αναφέρθηκαν, είναι, εκ του αντικειμένου της, απορριπτέα ως απαράδεκτη, παρέλκει η εξέταση της ύπαρξης ή μη δεδικασμένου από την ως άνω επικαλούμενη από τους εν λόγω εφεσίβλητους απόφαση.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν, έστω με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, την οποία το παρόν Δικαστήριο παραδεκτά αντικαθιστά (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε τον νόμο. Επομένως, η κρινόμενη έφεση, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή, ήτοι ως προς τους πρώτο και τέταρτο των εφεσίβλητων, πρέπει ν΄ απορριφθεί,σύμφωνα με τα ως άνω αναφερθέντα, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η δε δικαστική δαπάνη των διαδίκων για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, κατόπιν σχετικού, υποβληθέντος με τις προτάσεις, αιτήματός τους,να συμψηφιστεί μεταξύ τους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αποφαίνεται ότι επήλθε βίαια διακοπή της δίκης ως προς τον πέμπτο εφεσίβλητο, λόγω θανάτου του.
Απορρίπτει την έφεση ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εφεσίβλητων, ως απαράδεκτη, λόγω της, προηγηθείσας της άσκησής της, κατάργησης της δίκης δυνάμει δικαστικού συμβιβασμού, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
Δέχεται τυπικά την έφεση ως προς τους λοιπούς εφεσίβλητους (πρώτο και τέταρτο).
Απορρίπτει αυτήν στην ουσία.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 13 Ιανουαρίου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓPAMMATEAΣ