ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα, Τ.Λ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Της εκκαλούσας-εφεσίβλητης, ………… η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Χρήστου Παφίλη.
Του εφεσίβλητου, εκκαλούντος, …………. ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημητρίου-Κωνσταντίνου Λιάτα.
Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30-11-2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../30-11-2018) αγωγή του, η οποία ζήτησε να γίνει δεκτή.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 112/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν.
Η εναγομένη, με την από 6-7-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/6-7-2020) έφεσή της και ο ενάγων, με την από 13-7-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../14-7-2020) έφεσή του, που προσδιορίστηκαν για να συζητηθούν, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκαν στο πινάκιο, προσέβαλαν την παραπάνω απόφαση.
Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν. Κατά τη συζήτησή τους στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Αρμόδια φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011 – Φ Ε.Κ. Α` 165/25.07.2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), οι : Α) υπό στοιχ. Α΄ από 6-7-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………./6-7-2020) έφεση της εναγομένης, και Β) υπό στοιχ. Β΄ από 13-7-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./14-7-2020), έφεση του ενάγοντος, κατά της υπ’αριθμ. 112/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, και έκανε εν μέρει δεκτή την από 30-11-2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./30-11-2018) αγωγή του τελευταίου κατά της εναγομένης, περί αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του και περί καταβολής μισθών υπερημερίας και οφειλόμενων αποδοχών, από υπερεργασία, παράνομες υπερωρίες, εργασία κατά τα Σάββατα και επιδομάτων δώρου εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας. Έχουν δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα [άρθρα 495 § 4, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517, 518 § 1 του ΚΠολΔ], δηλαδή εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 15-6-2020 (σχετ. η υπ’αριθμ. ……/15-6-2020 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………..), ενώ από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου, μη απαιτούμενης της κατάθεσης παραβόλου, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς (άρθρο 495 παρ.3 εδ. τελευταίο, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015). Επομένως, πρέπει, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 του ΚΠολΔ, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 § 1 του ΚΠολΔ).
Ο ενάγων ο οποίος είναι υπήκοος Αλβανίας, ισχυρίστηκε στην αγωγή του ότι προσελήφθη από την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στις 31-1-2018 για να εργαστεί ως λουστραδόρος, στην επιχείρηση κατασκευής χονδρικού και λιανικού εμπορίου επίπλων που αυτή διατηρεί, ως μερικά απασχολούμενος, επί εξαήμερον και επί 30 συνολικά ώρες εβδομαδιαίως, αλλά στην πραγματικότητα ως πλήρους απασχόλησης παρέχοντας την εργασία του επί έξι ημέρες και συνολικά 40 ώρες εβδομαδιαίως, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, μέχρι τις 31-8-2018, που η εναγομένη την κατήγγειλε εγγράφως. Ότι η τελευταία του οφείλει ως αποδοχές για την υπερεργασία, τις παράνομες υπερωρίες και την εργασία του κατά τις αργίες, το συνολικό ποσό των 7.339,05 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται, και διαφορές επιδομάτων, δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, και αδείας, ποσού 2.800,38 ευρώ, καθώς και μισθούς υπερημερίας, για το χρονικό διάστημα Σεπτεμβρίου 2018 έως και Μαρτίου 2019, ύψους 9.440,79 ευρώ, καθώς και το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη από την παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς τους, συνιστάμενη στις συνθήκες απολύσεώς του. Ακολούθως, και κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού (μετατροπής) του αιτήματός της, ζητούσε, κυρίως με βάση τη σύμβαση εργασίας του και επικουρικά, τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 19.580,22 ευρώ, για οφειλόμενες αποδοχές και μισθούς υπερημερίας, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της επίδικης σύμβασης εργασίας του και να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, στην ίδια θέση και με τις συμφωνηθείσες αποδοχές του, με την απειλή χρηματικής ποινής ποσού 50 ευρώ ημερησίως, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη του οφείλει επιπλέον το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, με τον νόμιμο τόκο, όλα τα παραπάνω ποσά, αφ’ής στιγμής κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και επικουρικά από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση, και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά του έξοδα.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία έγινε αυτή δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος εκ μέρους της εναγομένης, και υποχρεώθηκε αυτή να του καταβάλει το ποσό των 5.318,47 ευρώ, ως μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο 2018-Μάρτιο 2019, επίδομα εορτών Χριστουγέννων και αδείας του έτους 2018 και επίδομα εορτής Πάσχα του έτους 2019 και αναγνωρίστηκε ότι του οφείλει το επιπλέον το ποσό των 1.500 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, με τον νόμιμο τόκο, για μεν τα ποσά που αφορούν μηνιαίους μισθούς από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα, για τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και αδείας, από την 1-1-2019 και για το επίδομα εορτών Πάσχα, από την 1-5-2019, και επιβλήθηκε σε βάρος της μέρος των δικαστικών εξόδων του, που ορίστηκε στο ποσό των 400 ευρώ.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται η εναγομένη και ο ενάγων με τις εφέσεις τους και για τους αναφερόμενους σε αυτές λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, αναγομένες, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν, μετά την τυπική και κατ’ουσίαν παραδοχή τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, και να απορριφθεί και να γίνει αντίστοιχα, δεκτή η αγωγή στο σύνολό της.
Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920, 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει, ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και, συνεπώς, το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζόμενου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη προφανούς υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, εφόσον είναι προφανής, καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ. Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς τον σκοπό, για τον οποίο είχε προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια, μίσος ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζομένου. Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας, όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν, για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκησής της καθ` υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 του ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι, που επικαλέστηκε γι` αυτή ο εργοδότης, ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 του ΑΚ. Στην περίπτωση, που ο εργοδότης καταχρηστικώς κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας, μη αποδεχόμενος τις προσηκόντως, προσφερόμενες υπηρεσίες του μισθωτού, περιέρχεται σε υπερημερία και υποχρεούται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 349, 350 και 656 του ΑΚ, στην καταβολή του μισθού. Στην περίπτωση αυτή, επί αγωγής του μισθωτού, για καταβολή μισθών υπερημερίας η αγωγή δεν στηρίζεται στην ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά στη σύμβαση εργασίας, η οποία αποτελεί και τη βάση της σχετικής αγωγής. Αν ο εργοδότης, κατά τη συζήτηση της αγωγής, επικαλεστεί, ότι δεν υποχρεούται στην καταβολή των αιτούμενων μισθών, γιατί λύθηκε, με καταγγελία η σύμβαση εργασίας, ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση, ο δε ισχυρισμός του εργαζόμενου, ότι η καταγγελία είναι άκυρη, γιατί αντίκειται στο άρθρο 281 του ΑΚ, είναι αντένσταση, η οποία μπορεί, καθ` υποφορά, να προβληθεί με την αγωγή. Ο ισχυρισμός του εργοδότη, ότι δεν έγινε για τους λόγους που αναφέρει ο εργαζόμενος, αλλά για άλλους, που αιτιολογούν τη γενόμενη καταγγελία, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση του καταχρηστικού χαρακτήρα της καταγγελίας. Επομένως, η μη απόδειξη των επικαλουμένων από τον εργοδότη, λόγων απολύσεως του εργαζομένου, δεν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή στην ύπαρξη της εκκαλουμένης από τον εργαζόμενο καταχρηστικής απολύσεως, γιατί, ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, ο εργαζόμενος πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τους λόγους που καθιστούν καταχρηστική την απόλυσή του. Αν όμως, ο εργαζόμενος περιλάβει στην αγωγή του και αυτοτελές αίτημα (κατ` άρθρο 70 του ΚΠολΔ) αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, τότε οφείλει να εκθέσει στο εισαγωγικό δικόγραφο, με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την ακυρότητα, τα οποία αποτελούν στοιχεία της βάσης της αγωγής του, που στηρίζουν το αντίστοιχο αίτημα (για αναγνώριση της ακυρότητας), χωρίς να είναι δυνατή η μεταγενέστερη συμπλήρωση ή βελτίωση του σχετικού ισχυρισμού περί ακυρότητας της καταγγελίας, με επίκληση και νέων λόγων ακυρότητας, γιατί έτσι μεταβάλλεται ανεπίτρεπτα, κατ` άρθρο 224 του ΚΠολΔ, η βάση της αγωγής (ΑΠ 711/2021, AΠ 179/2016, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 460/2013, Πειρ Νομ 2013. 129). Εν όψει του ότι η ακυρότητα της καταγγελίας τάσσεται υπέρ του εργαζομένου και είναι, συνεπώς, σχετική, ο εργαζόμενος δικαιούται είτε να θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και, ειδικότερα: 1. Αν ο εργαζόμενος θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία, δικαιούται να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση. 2. Αν ο εργαζόμενος εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας, δικαιούται να ζητήσει τους μισθούς υπερημερίας, κατ’άρθρο 656 του ΑΚ [ΑΠ 227/2021, ΕφΑνατΚρ (Μον) 78/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], ενώ δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του ή να παράσχει την εργασία του σε άλλο χρόνο (ΑΠ 227/2021 ό.π, ΕφΑθ (Μον) 911/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»] αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεώς του να μην αποδεχθεί, στο μέλλον, τις υπηρεσίες του απολυθέντος [ΑΠ 597/2006 ΧΡΙΔ 2007.170, ΕφΑθ (Μον) 911/2021 ό.π].
Περαιτέρω, με το εδάφιο Α της παρ. 2 του άρθρου 74 του ν.3863/2010, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 17 παρ. 5 α του ν. 3899/2010 (ΦΕΚ A 212/17.12.2010) και κατά το άρθρο 19 παρ. 2 του ίδιου νόμου (δηλαδή του ν.3899/2010) ισχύει από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (δηλαδή από 17.12.2010) ορίσθηκε ότι: «Η απασχόληση με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους δώδεκα (12) μήνες από την ημέρα ισχύος της και η οποία μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης, εκτός και αν άλλο συμφωνήσουν τα μέρη». Από την παραπάνω διάταξη σαφώς προκύπτει ότι μέσα στους πρώτους δώδεκα μήνες από τη σύναψη της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ο εργοδότης έχει (κατ’ αρχήν) το δικαίωμα να απολύσει τον μισθωτό απροειδοποίητα και χωρίς να του καταβάλει αποζημίωση. Η ρύθμιση αυτή καταλαμβάνει και τις κατά την έναρξη ισχύος της (17.12.2010) υφιστάμενες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας (ΑΠ 78/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ο χρόνος αυτός αναμονής, όπως αυτός αυξήθηκε με το άρθρο 74 παρ. 2 του Ν. 3863/2010 από δύο σε δώδεκα μήνες, λειτουργεί ως χρόνος δοκιμής του εργαζόμενου, κατά τη διάρκεια του οποίου ο εργοδότης μπορεί ελεύθερα να απαλλάσσεται από τον εργαζόμενο χωρίς τήρηση των διατυπώσεων και δεσμεύσεων που θέτει η εργατική νομοθεσία και δη των νόμων 2112/1920 και 3198/1955, δηλαδή της τήρησης προθεσμίας και της καταβολής αποζημίωσης απόλυσης. Χρόνος έναρξης της περιόδου αναμονής υπηρεσίας αποτελεί η ημέρα πρόσληψης του εργαζομένου και συμπλήρωση αυτής η ημέρα του δωδέκατου μήνα που αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα πρόσληψης (ΑΠ 1206/2020 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.1 και 2 του ν. 435/1976, συνάγεται ότι η απασχόληση του μισθωτού κατά το μέρος που υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας της εργασίας κατά τη μονάδα του χρόνου, που έχει ορισθεί με διάταξη νόμου ή με κανονιστική διοικητική πράξη κατά νόμιμη εξουσιοδότηση, συνιστά, εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 3 του ν.δ. 515/1970 ή άλλη νόμιμη εξαίρεση, παράνομη υπερωρία, για την οποία ο μισθωτός έχει τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ.2 του ως άνω ν. 435/1976 [ΑΠ 65/2020 ΠειρΝομ 2020.331, ΑΠ 732/2018, ΕφΑθ (Μον) 441/2020 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Με την Ε. Γ. Σ. Σ. Ε. της 26-2-1975, η οποία κυρώθηκε με τον ν. 133/1975, εισήχθη η εβδομάδα των πέντε (5) εργασίμων ημερών ή το λεγόμενο διαφορετικά πενθήμερο εργασίας (ΑΠ 288/2018, ΑΠ 864/2015 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ»), και με το άρθρο 6 της από 14- 2-1984 ΕΓΣΣΕ, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 11770/20-2-1984 (ΦΕΚ Β’ 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε από 1-1-1984 σε 40 ώρες, για την απασχόληση δε πέραν από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή της υπερεργασίας, καταβάλλεται αμοιβή σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του ν. 1346/1983 [ΑΠ 732/2018, ΕφΑθ (Μον) 441/2020 ό.π]. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι: α) ως προς τη συνδρομή υπερεργασίας υπό την ανωτέρω έννοια, κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά τις Κυριακές ή άλλες ημέρες ανάπαυσης, για τις οποίες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόνοια και, συνεπώς, ο απασχολούμενος υπό καθεστώς πέντε εργασίμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία, για την οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξανόμενο κατά 25%), αν η απασχόλησή του υπερβαίνει κατά τις ημέρες αυτές το συμβατικό όριο των 40 ωρών, β) ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία, όταν ο μισθωτός της προκειμένης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26- 2-1975 ΕΓΣΣΕ), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζομένου από τον νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας με τις λιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας. Η υπερωριακή εργασία που παρέχεται χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του ν.δ. 515/1970, αμείβετο με αποζημίωση βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού και με προσαύξηση 100% του καταβαλλομένου ωρομισθίου. Περαιτέρω, αφού μεσολάβησαν οι ν. 2874/2000 και ν.3385/2005 (έναρξη ισχύος από 1-10-2005), που κατήργησε και επανέφερε, αντίστοιχα, τον θεσμό της υπερεργασίας, με το άρθρο 74 § 10 του ν. 3863/2010 (με έναρξη ισχύος από 15-7-2010), ορίστηκε ότι σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως υπερεργασία [ΕφΑθ(Μον) 3734/2021, ΕφΑθ (Μον) 911/2021, ΕφΘεσ (Μον) 545/2021 δημ. ΤΝΠ»ΝΟΜΟΣ»] και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης, ενώ ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των 45 ωρών, σε επιχειρήσεις που απασχολούν το προσωπικό τους σε πενθήμερη βάση και πέραν των 48 ωρών, σε επιχειρήσεις που απασχολούν το προσωπικό τους σε εξαήμερη βάση. Ο νόμιμος χρόνος ημερήσιας απασχόλησης και μετά τη νέα ρύθμιση, παραμένει η κύρια βάση του υπολογισμού των υπερωριών, αφού στην ίδια διάταξη ορίζεται ότι οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο (8ωρο για εξαήμερη και 9ωρο για πενθήμερη απασχόληση) διατηρούνται σε ισχύ. Συνεπώς, η απασχόληση πέραν των 9 ή 8 ωρών ημερησίως (υπό το σύστημα του πενθημέρου ή εξαημέρου, αντίστοιχα) είναι πάντα υπερωρία, είτε νόμιμη είτε παράνομη, διότι υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας του νομίμου ημερήσιου ωραρίου [ΑΠ 65/2020, ΑΠ 732/2018, ΕφΑθ (Μον) 441/2021 ό.π]. Η δε αμοιβή για κάθε ώρα υπερεργασίας και παράνομης υπερωρίας είναι πλέον ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 20 % και 80%, αντίστοιχα, από 15-7-2010 (άρθρο 74 παρ. 10 ν. 3863/2010) [ΑΠ 732/2018, ΕφΑθ (Μον) 441/2020 ό.π], τόσο δε η αξίωση για επιπλέον αμοιβή λόγω υπερεργασίας όσο και η αποζημίωση, λόγω παροχής κατ` εξαίρεση υπερωριακής εργασίας στηρίζεται πλέον, στις άνω διατάξεις των προαναφερθέντων νόμων και όχι στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό [ΑΠ 790/2017, ΑΠ 950/2014, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ (Μον) 3734/2021 ό.π].
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ.1, 2 παρ.1 (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.3302/2004,ΦΕΚ Α 267/28.12.2004), 3 παρ.1, 4 παρ.1 και 5 παρ.1 του ΑΝ 539/1945, όπως η παρ.1 του άρθρου 4 συμπληρώθηκε µε την προσθήκη εδαφίου δια του άρθρου 3 παρ.16 του Ν. 4504/1966 και η παρ.1 του άρθρου 5 συμπληρώθηκε με την προσθήκη εδαφίου δια του άρθρου 3 του ΝΔ/τος 3755/1957, συνάγονται τα ακόλουθα: Σε όλους τους μισθωτούς (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που δεν αφορούν την παρούσα υπόθεση), οι οποίοι παρέχουν εξαρτημένη εργασία, τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στον δημόσιο τομέα, είτε με έγκυρη σύμβαση, είτε με απλή σχέση εργασίας, πρέπει να χορηγείται μέσα σε κάθε ημερολογιακό έτος άδεια αναψυχής με τις συνήθεις αποδοχές. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 3302/2004, που αντικατέστησε την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945 : “1α .Κάθε μισθωτός από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης, δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειάς του με αποδοχές, κατ` αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια είκοσι τεσσάρων (24) εργασίμων ημερών ή, αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, είκοσι (20) εργασίμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σ` αυτές η ημέρα της εβδομάδας, κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί, λόγω του εφαρμοζομένου συστήματος εργασίας. β. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, να χορηγεί σ` αυτόν την παραπάνω αναλογία της κανονικής άδειας. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α΄. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες ή μέχρι και τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες, αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Για καθένα από τα επόμενα ημερολογιακά έτη, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους, την κανονική ετήσια άδεια με αποδοχές, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο. Η ετήσια άδεια με αποδοχές, καθώς και το επίδομα αδείας, εκτός από τις διατάξεις του νόμου αυτού διέπονται και από τις λοιπές συναφείς διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας». Περαιτέρω, οι μισθωτοί που απασχολούνται με σχέση εργασίας σε οποιονδήποτε εργοδότη δικαιούνται κάθε έτος εκτός από την καταβολή των αποδοχών αδείας και επίδομα αδείας σύμφωνα με την παρ. 16 του αρθ. 3 ν. 4504/66. Το επίδομα αδείας είναι ίσο με το σύνολο των αποδοχών των ημερών αδείας που καθορίζονται από τον α.ν. 539/45 αλλά δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός 15ημέρου για τους εργαζόμενους που αμείβονται με μηνιαίο μισθό και τα 13 ημερομίσθια για τους αμοιβόμενους με ημερομίσθιο. Εάν η εργασιακή σχέση λυθεί με οποιονδήποτε τρόπο κατά το πρώτο ή δεύτερο ημερολογιακό έτος και πριν ο μισθωτός λάβει την άδεια που δικαιούται αναλογικά, έχει αυτός δικαίωμα να λάβει ως αποδοχές αδείας δύο ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης (άρθρο 5 παρ. 4 α.ν.539/45). Την καταβολή σε χρήμα των αποδοχών αδείας και του επιδόματος ο μισθωτός δικαιούται το αργότερο από τη λήξη του έτους στο οποίο αφορούν, ως δήλης ημέρας [ΟλΑΠ 40/2002 ΕλλΔνη 2003.118, ΑΠ 1399/2013, ΑΠ 1649/2012, ΕφΠειρ (Μον) 93/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], ενώ ως δήλη ημέρα για την καταβολή των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, τάσσεται η 31η Δεκεμβρίου και η 30η Απριλίου το αργότερο, αντίστοιχα, του έτους που αφορούν [ΟλΑΠ 40/2002 ό.π, ΑΠ 248/2020, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1649/2012, ΕφΠειρ (Μον) 93/2021 ό.π], οι δε αποδοχές, στις οποίες περιλαμβάνεται και η αμοιβή για υπερεργασία, νόμιμη υπερωριακή απασχόληση και εργασία κατά τις αργίες, καταβάλλονται στο τέλος του μήνα στον οποίο αφορούν (ΟλΑΠ 40/2002, ό.π, ΑΠ 493/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ενώ για την καταβολή της αμοιβής για παράνομες υπερωρίες απαιτείται προηγούμενη όχληση του εργοδότη [ΕφΑθ (Μον) 210/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Ως τακτικές αποδοχές, με βάση τις οποίες υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς, οι οποίες ταυτίζονται προς τις συνήθεις αποδοχές, που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των αποδοχών και του ισούμενου προς αυτές, υπό τον προβλεπόμενο από τον νόμο χρονικό περιορισμό, επιδόματος αδείας, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση- καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας τη νύκτα, τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή του ημερομισθίου (ΑΠ 191/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»)- εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα (ΟλΑΠ 5/2011, ΕλλΔνη 2011.684, ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), η κατά 75% προσαύξηση του ημερομισθίου ή οι προσαυξήσεις του 1/25 του μηνιαίου μισθού, με βάση τις 8900/1946 και 25825/1951 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, για εργασία κατά τις Κυριακές και από το νόμο καθιερωμένες ως μη εργάσιμες εορτές του έτους (ΑΠ 969/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, όσες οφείλονται σε έκτακτες διακυμάνσεις του χρόνου εργασίας (έκτακτες υπερωρίες, έκτακτη απασχόληση) αφού αυτές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως τακτικές (ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), όπως και η αμοιβή για τη μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση και η αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα (ΑΠ 969/2018 ό.π). Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης αδείας του μέχρι την έναρξη της νέας άδειας ΕΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 ό.π, ΕφΠειρ (Μον) 46/2021]. Ούτε, επίσης, συμπεριλαμβάνεται, το επίδομα άδειας, διότι αυτό υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές άδειας (ΑΠ 227/2019, ΑΠ 40/2017, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, …………… και …………., ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων οι φωτογραφίες που προσκομίζει ο ενάγων-εκκαλών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), και, επιπλέον, των υπ’αριθμ. …../5-3-2019 και …./12-3-2019 ένορκων βεβαιώσεων της ………. και του ………., ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, …………. και του Ειρηνοδίκη Αθηνών, αντίστοιχα, που ελήφθησαν στο πλαίσιο άλλης δίκης, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Τον Απρίλιο του έτους 2017 η εναγομένη, ευρισκόμενη ήδη σε διάσταση με τον σύζυγό της …………, που διατηρούσε από ετών επιχείρηση πώλησης επίπλων αλλά και χώρο (αποθήκη) επισκευής στο κέντρο των Αθηνών, και κατόπιν συμφωνίας τους, προκειμένου η ίδια να αποκτήσει οικονομική αυτοτέλεια, συνέστησε ατομική επιχείρηση κατασκευής και χονδρικού και λιανικού εμπορίου επίπλων επί της οδού …. στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, όπου απασχολούνταν και τα νεαρά σε ηλικία τέκνα της οικογένειας, τα οποία συνεχίζουν πλέον στο δικό τους όνομα την εμπορική δραστηριότητα της μητέρας τους, που έχει αποχωρήσει. Έκτοτε η επιχείρηση του ……… περιορίστηκε στην πώληση επίπλων. Παρ’ότι οι επιχειρήσεις αυτές ήταν αυτοτελείς, υπήρχε μεταξύ τους συνεργασία, αφού ο ………. έδινε παραγγελίες κατασκευής επίπλων προς τη σύζυγό του. Άλλωστε αυτός πρότεινε στον ενάγοντα να συνεχίσει την εργασία του στην επιχείρησή της. Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή και έτσι, ο ενάγων, αλβανός υπήκοος και κάτοχος άδειας διαμονής στην Ελλάδα για μισθωτή εργασία, εκδοθείσας το έτος 2014, αποχώρησε από την επιχείρησή του, στην οποία εργαζόταν ως λουστραδόρος σε εργασίες επισκευής από το έτος 2009 και δυνάμει της από 31-1-2018 έγγραφης σύμβασης μερικής απασχόλησης αορίστου χρόνου, προσελήφθη από την εναγομένη για να εργαστεί στην επιχείρησή της, με την ίδια ειδικότητα. Παρ’όλο που αυτός τυπικά απεκόπη από την επιχείρηση του . ……, εξακολούθησε, όπως ήταν λογικό και αναμενόμενο, να έρχεται τουλάχιστον σε συνεννόηση με τον προηγούμενο εργοδότη του ως προς την εκτέλεση των παραγγελιών του, δεδομένου ότι σε κάθε περίπτωση η σύζυγός του είχε σαφώς μικρότερη εμπειρία στο αντικείμενο δραστηριότητας της επιχείρησής της, χωρίς το γεγονός αυτό να μεταβάλλει την ιδιότητά της ως πραγματική εργοδότριά του. Σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης εργασίας του, θα απασχολείτο επί εξαήμερον και 30 συνολικά ώρες εβδομαδιαίως, και δη καθημερινά από τις 10.00 έως τις 15.00, αντί του ημερομισθίου των 23,70 ευρώ. Στην πραγματικότητα, όμως, ξεκινούσε την εργασία του στις οκτώ το πρωϊ και αποχωρούσε, τις καθημερινές, κατά κανόνα περί ώρα 17.00 και κατ’εξαίρεση αργότερα, χωρίς να μπορεί να διαπιστωθεί το χρονικό πλαίσιο της εξαίρεσης αυτής, ενώ το ημερομίσθιό του είχε συμφωνηθεί στο ποσό των 40 ευρώ (σχετ. η υπ’αριθμ. ……../5-3-2019 ένορκη εξέταση της συζύγου του ενώπιον συμβολαιογράφου) και όχι των 50 ευρώ, όπως ισχυρίστηκε με την αγωγή του, διότι σε αυτή την περίπτωση, οι προς αυτόν καταβολές κατά το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του, όπως θα αναπτυχθεί στη συνέχεια, θα υπολείπονταν των συμφωνηθέντων και λογικά θα αξίωνε και τη διαφορά αυτών. Η έναρξη χρονικά της εργασίας του επιβεβαιώνεται πλήρως από την σύζυγο και τον υιό του αλλά το Δικαστήριο συνάγει ότι ως προς το ζήτημα της λήξης αυτής, οι καταθέσεις τους ενέχουν υπερβολή, καθώς μάλιστα δεν συμπίπτουν. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκαν, η μεν σύζυγός του ότι επέστρεφε στην οικία τους μετά τις 7-8, και ο υιός του κατά τις 7-7.30 και σε άλλο σημείο 7.30-8.00, ενώ η σύζυγός του κάνει λόγο και για ωράριο εργασίας το Σάββατο 8.00-18.00 κάτι δηλαδή που και ο ίδιος ο ενάγων δεν έχει δηλώσει. Εξάλλου και ο ίδιος στην από 5-9-2018 αίτησή του προς το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας Νικαίας δήλωσε αυτό το ωράριο εργασίας, δηλαδή 8πμ έως 5 μμ, χωρίς κάποια διευκρίνιση για την ημέρα του Σαββάτου. Η παραδοχή αυτή δεν ανατρέπεται από τη μαρτυρία του …………, υπαλλήλου στο παρελθόν τρίτης εταιρείας, που διατηρούσε συνεργασία με την επιχείρηση του ………., και μετέπειτα της εναγομένης, και στη συνέχεια του τελευταίου, στο κατάστημα που άνοιξε επί της ………., ο οποίος δηλώνει ότι επισκεπτόταν την επιχείρηση της εναγομένης τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα, «για να ελέγχει την πορεία των παραγγελιών», όπως ισχυρίστηκε,
περί ώρα 15.00-16.00 και «καθόταν στο γραφείο με την εναγομένη για να κάνουν λίγο τους λογαριασμούς», και ουδέποτε είχε συναντήσει εκεί τον ενάγοντα ή οποιονδήποτε άλλο υπάλληλο. Πέραν του ότι ο λόγος των επισκέψεών του δεν δικαιολογεί τη συχνότητα αυτών, τουλάχιστον από τη στιγμή που ο ίδιος κατέστη υπάλληλος του ………. και-σχεδόν ταυτόχρονα- ο ενάγων υπάλληλος της εναγομένης, διότι ο …………. μπορούσε να ενημερώνεται απευθείας τηλεφωνικά από τον ενάγοντα για την πορεία των παραγγελιών και για όσες άλλες διευκρινίσεις ήταν αναγκαίες, ενώ και για τη διενέργεια των λογαριασμών δεν προκύπτει λόγος φυσικής παρουσίας του, η μαρτυρία του δεν κρίνεται αξιόπιστη. Συγκεκριμένα, αυτός ενώπιον του ακροατηρίου του Β΄Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά τη συνεδρίαση της 17-9-2021, με κατηγορούμενο τον ……… για μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών, δήλωσε ότι εργαζόταν σε επιχείρηση που συνεργαζόταν με αυτόν από το έτος 2008 και γνώριζε τον ενάγοντα, έχοντας μάλιστα συνυπάρξει στην επιχείρηση του ………., ενώ ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δήλωσε και μάλιστα σε δύο διαφορετικά σημεία της κατάθεσής του, η οποία καταγράφηκε με τη μέθοδο της φωνοληψίας, ότι δεν γνωρίζει εάν ο ενάγων δούλευε προηγουμένως στην επιχείρηση του …….. Άλλωστε, το ότι η εργασία που προσέφερε ο ενάγων σε κάθε περίπτωση δεν ήταν μερική, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, προκύπτει από το γεγονός ότι, ενώ ασφαλίστηκε στο ΙΚΑ με δηλωθείσες αποδοχές, 568,80 ευρώ τον Φεβρουάριο, 639,90 ευρώ τον Μάρτιο, 592,50 ευρώ τον Απρίλιο, 639,90 και 274,65 ευρώ τον Μαϊο, 616,20 ευρώ τον Ιούνιο, 616,20 ευρώ τον Ιούλιο, και 545,10, 309,24 και 308,10 ευρώ τον Αύγουστο του 2018, οι καταβολές με αιτία την μισθοδοσία του, στον υπ’αριθμ. ………… τραπεζικό του λογαριασμό στην Eurobank, ανήλθαν για τους αντίστοιχους μήνες και δη μέχρι και τον Ιούλιο του παραπάνω έτους στο συνολικό ποσό των 1.047 ευρώ, των 1.170 ευρώ, των 900 ευρώ, των 850 ευρώ και των 1.393,17 ευρώ, γεγονός για το οποίο η εναγομένη ουδεμία εξήγηση παρείχε. Πέραν αυτού, στην επιχείρησή της, κατά τη δήλωση του ίδιου του μάρτυρα ανταπόδειξης, εργάζονταν και άλλοι 2-3 λουστραδόροι, με αποτέλεσμα να μην δικαιολογείται μερική απασχόληση του ενάγοντος. Επίσης, κατά το Σάββατο εργαζόταν μέχρι τις 15.00, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι εργάστηκε κατά τις ημέρες υποχρεωτικής αργίας, ήτοι τη Δευτέρα του Πάσχα (9/4) και την Πρωτομαγιά του έτους 2018. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι κατά την επιστροφή του στην εργασία του από τις διακοπές, και συγκεκριμένα στις 28-8-2018 απευθύνθηκε στον ………, ο οποίος είχε παρουσία και στην ατομική επιχείρηση της συζύγου του και ήταν εκείνος που του είχε προτείνει να εργαστεί εκεί και διατηρούσαν επικοινωνία για την εκτέλεση των παραγγελιών (σχετ. οι φωτογραφίες που του απέστελνε μέσω της εφαρμογής «viber») ζήτησε από αυτόν να μεριμνήσει για την πλήρη ασφάλισή του στο ΙΚΑ και την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του, λόγω της σημαντικής και καθημερινής υπέρβασης του ωραρίου του, πλην όμως εκείνος αρνήθηκε και διαπληκτίστηκαν και ο ………. του ζήτησε να αποχωρήσει. Επακολούθησε στις 31-8-2018 η επίδοση της από 27-8-2018 έντυπης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του εκ μέρους της εναγομένης. Άμεσα, ο ενάγων απευθύνθηκε στην Επιθεώρηση Εργασίας και προέβη και σε καταγγελία προς το ΙΚΑ, για τη δήλωσή του ως μερικώς απασχολούμενου καθ’όλο το χρονικό διάστημα της εργασίας του δηλαδή από το 2009 έως και τον Αύγουστο του 2018, διευκρινίζοντας ότι η εργασία του μετά τον Φεβρουάριο του έτους 2018 παρεχόταν στην επιχείρηση της εναγομένης. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν αποδεικνύεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε με την αγωγή του, έγινε από διάθεση εκδίκησής του, μετά την προβολή των οικονομικών του αξιώσεων, χωρίς να ασκεί επιρροή ότι αποδέκτης των αιτημάτων του υπήρξε ο ………, ο οποίος υποκαθιστώντας ουσιαστικά την εναγομένη με δική του πρωτοβουλία απέπεμψε τον ενάγοντα από την εργασία του για να επακολουθήσει λίγες ημέρες αργότερα και τυπικά η εκ μέρους της έγγραφη καταγγελία. Επομένως, τα κίνητρά της ήταν ξένα προς τον σκοπό που υφίσταται το δικαίωμα καταγγελίας, και ως εκ τούτου κρίνεται ως καταχρηστική και πρέπει να θεωρηθεί άκυρη, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, του ενάγοντος μη υποχρεούμενου σε πραγματική προσφορά των υπηρεσιών του έκτοτε προς την εναγομένη, η οποία έχοντας ήδη εκφράσει με την καταγγελία της τη βούλησή της να μην αποδεχθεί στο μέλλον τις υπηρεσίες του, κατέστη υπερήμερη οφείλοντας σε αυτόν μισθούς υπερημερίας μέχρι και τον Μάρτιο του έτους 2019 εφόσον αυτός, καθ’όλο αυτό το χρονικό διάστημα, παρέμεινε άνεργος, και συνολικά το ποσό των 7.000 [1.000 (25 Χ 40) Χ 7] ευρώ, καθώς και την αναλογία του δώρου Χριστουγέννων, για το χρονικό διάστημα μετά την απόλυσή του και μέχρι τη λήξη του έτους 2018 δηλαδή επί 126 ημέρες. Η ίδια, με τις προτάσεις της ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου διατείνεται ότι ο λόγος της καταγγελίας ήταν η παραβίαση εκ μέρους του του ωραρίου εργασίας του, καθώς εγκατέλειπε την εργασία του για να εξυπηρετήσει τον …….. σε επείγουσες περιπτώσεις, για την οποία του είχε εκφράσει τη δυσαρέσκειά της αλλά εκείνος δεν συμμορφώθηκε. Τέτοιες οχλήσεις προς τον ενάγοντα δεν αποδείχθηκαν και παρ’ότι τον ισχυρισμό της αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνει και ο μάρτυρας ανταπόδειξης, αυτός διαφοροποιείται σημαντικά λέγοντας ότι όταν ο ενάγων έβρισκε μεροκάματο αλλού-και όχι όταν τον ζητούσε ο …………..-εγκατέλειπε την εργασία του, ενώ ο τελευταίος, εξεταζόμενος ως κατηγορούμενος ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά τα άνω, ισχυρίστηκε ότι ο ενάγων «το έπαιξε κάπως αφεντικό», χωρίς κάποια ειδικότερη διευκρίνιση και χωρίς καμία αναφορά σε παραβίαση του ωραρίου του. Άλλωστε, η εναγομένη δεν επικαλέστηκε κανένα λόγο για την καταγγελία, ανεξαρτήτως του ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να το πράξει και δεν είναι τυχαίο ότι προέβη σε αυτήν όταν ο ενάγων ήγειρε οικονομικές αξιώσεις. Σημειώνεται ότι, η έγγραφη καταγγελία έλαβε χώρα εντός του χρόνου δοκιμής του ενάγοντος και επομένως η εναγομένη δεν υπείχε υποχρέωση να τηρήσει τις διατυπώσεις της εργατικής νομοθεσίας, δηλαδή να του καταβάλει αποζημίωση απολύσεως, με αποτέλεσμα να μην τίθεται ζήτημα ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, ελλείψει τηρήσεως των προβλεπόμενων από τον νόμο τυπικών προϋποθέσεων. Εξάλλου, σύμφωνα με όσα συναφώς παρατέθηκαν στην οικεία σκέψη, η μη ύπαρξη και η μη επίκληση εκ μέρους της εναγομένης εμφανούς αιτίας για την καταγγελία δεν επιδρά στο κύρος της καταγγελίας, ως αναιτιώδους, αλλά ο ενάγων, ο οποίος μάλιστα διατύπωσε αίτημα αναγνώρισης της καταγγελίας ως καταχρηστικής, ήταν εκείνος που όφειλε να επικαλεστεί και αποδείξει τους λόγους για τους οποίους η άσκηση του σχετικού δικαιώματος της εναγομένης υπερέβη προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 του ΑΚ και πράγματι ανταποκρίθηκε στο δικονομικό αυτό βάρος του. Επομένως, παρ’ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, έκρινε άκυρη την απόλυση του ενάγοντος, ελλείψει τηρήσεως των τυπικών προϋποθέσεων εγκυρότητάς της αλλά και καταχρηστική, για τον λόγο ότι η εναγομένη δεν επικαλέστηκε κατά τον χρόνο άσκησής της αντικειμενικό λόγο που να την δικαιολογεί, ορθά κατ’αποτέλεσμα έκρινε δεχόμενο ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος τυγχάνει άκυρη ως καταχρηστική, η οποία και αρκεί για τη θεμελίωση των ένδικων αξιώσεών του. Ως εκ τούτου πρέπει, εφόσον δεν δημιουργείται εξ αυτού του λόγου διαφορετικής έκτασης δεδικασμένο και αρκεί απλή αντικατάσταση της αιτιολογίας, να απορριφθεί ο πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα πλήττει την εκκαλουμένη για την κρίση της αυτή, ισχυριζόμενη ότι δεν υποβλήθηκε με την αγωγή αίτημα ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, ελλείψει τηρήσεως των τυπικών προϋποθέσεων, όπως εσφαλμένα έκρινε η εκκαλουμένη, επικουρικά, ότι ούτως ή άλλως δεν συνέτρεχε λόγος ακυρότητας αυτής και σε κάθε περίπτωση ότι ο ενάγων είχε το βάρος να επικαλεστεί και αποδείξει τον λόγο της καταχρηστικότητάς της για την οποία δεν αρκούσε η μη επίκληση κάποιου αντικειμενικού λόγου εκ μέρους της, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Με βάση, επομένως, όσα προαναφέρθηκαν, ο ενάγων εργαζόταν 52 ώρες εβδομαδιαίως, και έτσι δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, για τις πλέον των 40 και μέχρι τις 48 ώρες, τις έξι ημέρες που εργαζόταν, που αποτελούν υπερεργασία, με ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 20 %, καθώς και αμοιβή για τις πλέον των 48 ώρες εργασίας του, για τις οποίες η εναγομένη δεν είχε τηρήσει τις προβλεπόμενες από τον νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, και αποτελούν παράνομες υπερωρίες, σύμφωνα με τις σχετικές σκέψεις που προεκτέθηκαν, με ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 80 %. Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη το ημερομίσθιό του (40 ευρώ) και το ωρομίσθιό του [6 ευρώ (=40 Χ 6/40)], ο ενάγων δικαιούται να λάβει για τις 8 ώρες υπερεργασίας και τις 4 ώρες παράνομες υπερωρίες που πραγματοποιούσε εβδομαδιαίως, καθ’όλο το χρονικό διάστημα πριν τη λήψη της αδείας του, δηλαδή επί 25,42 εβδομάδες, τα ακόλουθα ποσά : 1) Για υπερεργασία 1.464,19 {( 8 Χ 25,42) Χ 7,2 [1,2 (6 Χ 20/100) + 6]} ευρώ που αντιστοιχούν σε 246,52 ευρώ μηνιαίως, και 2) Για παράνομες υπερωρίες 1.098,14 {(4 Χ 25,42) Χ 10,8 [4,80 (6 Χ 80/100) + 6]} ευρώ, που αντιστοιχούν σε 184,89 ευρώ, μηνιαίως. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μη δεχόμενο υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος και μην επιδικάζοντας επιπλέον αμοιβή γι’αυτές, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, ως βάσιμος και κατ’ουσίαν για τα παραπάνω ποσά. Παρεπομένως, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, με βάση τις οποίες θα γίνει ο υπολογισμός του επιδόματος εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, δηλαδή ο συμβατικός μισθός του και η πρόσθετη αμοιβή που δικαιούτο να λαμβάνει ο ενάγων για την υπερεργασία αλλά όχι και την παράνομη υπερωριακή του απασχόληση (ΑΠ 1072/2019, ΑΠ 602/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ανέρχονταν σταθερά στο ποσό των 1.206,52 [960 (24 Χ 40) + 246,52 (8 Χ 7,2 ευρώ Χ 4,28 εβδομάδες/μήνα) ευρώ μηνιαίως. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, έχοντας συμπληρώσει επτάμηνο εργασίας στην εναγομένη, δικαιούτο και έλαβε πράγματι δεκατέσσερις εργάσιμες ημέρες αδείας και, συνεπώς, το επίδομα αδείας του ισούται με 13 ημερομίσθια, υπολογιζόμενα με βάση τις τακτικές αποδοχές του, και έτσι ανέρχεται στο ποσό των 653,51 [13 Χ 50,27 (1.206,52 : 24)] ευρώ, εκ του οποίου η εναγομένη, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, του κατέβαλε ήδη 493,17 ευρώ, απομένοντας υπόλοιπο 160,34 και όχι 189,60 ευρώ, που εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις δέχθηκε η εκκαλουμένη, δεκτών γενομένων, αφενός του πρώτου λόγου της υπό στοιχ. Α΄έφεσης, με τον οποίο η εναγομένη επαναφέρει επικουρικά τον προταθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό της περί εξόφλησης, αλλά και του πρώτου λόγου της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, με τον οποίο ο ενάγων διατείνεται ότι έπρεπε να συνυπολογιστούν στις τακτικές αποδοχές του για την εξεύρεση του επιδόματος αδείας του, εκείνες για τη σταθερή υπερωριακή του απασχόληση, ως εν μέρει βάσιμων και κατ’ουσίαν. Για το ίδιο έτος, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν απασχολήθηκε από την 1/1 αλλά από την 1/2, αυτός δικαιούται, ως επίδομα εορτών Πάσχα, ένα ημερομίσθιο για κάθε οκταήμερο εργασίας του (άρθρο 1 παρ. 3 β΄ ΚΥΑ 19040/1981), δηλαδή 558 (11,1 Χ 50,27) ευρώ συνολικά, εκ των οποίων η εναγομένη του κατέβαλε 230,70 ευρώ, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, και επομένως, απομένει υπόλοιπο, ύψους 324,3 ευρώ, και τέλος, δικαιούται ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων, κατά το χρονικό διάστημα μέχρι τη λύση της σύμβασης εργασίας του-στην αγωγή γίνεται επιμερισμός του συγκεκριμένου επιδόματος για το χρονικό αυτό διάστημα και για το αμέσως επόμενο, που η εναγομένη είχε καταστεί υπερήμερη ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του- ήτοι από 1-5-2018 έως 27-8-2018, δύο ημερομίσθια για κάθε δεκαεννιαήμερο απασχόλησής του (άρθρο 1 παρ. 3 α της ΚΥΑ 19040/1981), δηλαδή 629,38 (6,26 Χ 2 Χ 50,27) ευρώ, εκ των οποίων ουδέν έλαβε. Τέλος, δικαιούται ως αναλογία του ίδιου επιδόματος για το απομένον χρονικό διάστημα του έτους 2018, μετά δηλαδή τη λύση της σύμβασης εργασίας του δια καταγγελίας, το ποσό των 694,29 ευρώ, υπολογιζόμενο κατά τα άνω, με συνυπολογισμό-κατά το σχετικό αγωγικό αίτημα-και της αναλογίας του επιδόματος αδείας του {6,63 2 Χ 52,36 [50, 27 + (50,27 Χ 0,04166 αναλογία επιδόματος αδείας)]} ευρώ, και ως αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα του έτους 2019, το ποσό των 502,7 (10 Χ 50,27) ευρώ, που εξακολουθούν να του οφείλονται. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μη δεχόμενο υπερεργασία του ενάγοντος και μην συνυπολογίζοντας την αμοιβή του γι’αυτήν στις τακτικές αποδοχές του για την εξεύρεση του επιδόματος αδείας και εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο συναφής πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, να γίνει δεκτός, ως βάσιμος και κατ’ουσίαν για τα παραπάνω ποσά. Από όλα τα παραπάνω ποσά, οι αποδοχές υπερημερίας, όπως και η αμοιβή του για υπερεργασία, οφείλονται με τον νόμιμο τόκο από τη λήξη του αντίστοιχου μήνα που αφορούν, η αμοιβή του για παράνομες υπερωρίες από την επίδοση της αγωγής [ΕφΑθ (Μον) 3365/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], η διαφορά του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων-συνολικά-και η διαφορά του επιδόματος αδείας του έτους 2018, από την 1-1-2019, η διαφορά του επιδόματος εορτών Πάσχα του έτους 2018, από την 1-5-2018 και του έτους 2019, από την 1-5-2019, που ήταν οι καταληκτικές ημερομηνίες καταβολής τους, και μέχρι την εξόφληση. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η εναγομένη, με την καταχρηστική απόλυση του ενάγοντος, προσέβαλε παράνομα, άνευ δηλαδή δικαιώματος, και υπαίτια την προσωπικότητα του ενάγοντος, ως ατόμου και εργαζομένου, θίγοντας την επαγγελματική και κοινωνική του υπόσταση, που αποτελούν εκφάνσεις της προσωπικότητάς του, και έναντι των συναδέλφων του, αφού έγινε για λόγους εκδικήσεώς του και μάλιστα μετά από μία μακροχρόνια συνεργασία με τον σύζυγό της και ενώ αποτελούσε ικανό εργαζόμενο. Συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, που κρίνεται ως σημαντική, το εύλογο ποσό των 1.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λαμβάνοντας υπόψη το είδος της προσβολής και την έκταση της βλάβης του, τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η απόλυση, καθώς και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων, σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 9/2015 ΧΡΙΔ 2015.575, ΑΠ 88/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έσφαλε συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επιδικάζοντας στον ενάγοντα για την αιτία αυτή το ποσό των 1.500 ευρώ και πρέπει να γίνει δεκτός και να απορριφθεί αντίστοιχα, ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης και ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης, ως εν μέρει βάσιμος και αβάσιμος κατ’ουσίαν, αντίστοιχα.
Με βάση όσα προεκτέθηκαν, πρέπει οι υπό κρίση εφέσεις να γίνουν δεκτές, ως εν μέρει βάσιμες και κατ’ουσίαν, κατά παραδοχή των λόγων τους περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, όπως αυτοί ειδικότερα αναπτύχθηκαν, ακολούθως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της κατά το άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ, δηλαδή και κατά τη διάταξή της περί τοκογονίας, στην έκταση που δεν πλήττεται με λόγο έφεσης, λόγω του ότι τούτο επιβάλλεται για την ενότητα της δικαστικής κρίσης, αναγκαίως δε, αφού η εκκαλουμένη εξαφανίστηκε μετά από παραδοχή άλλων λόγων εφέσεως, και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνατΚρ 79/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014, Αρμ 2015.288). Στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ερευνηθεί η υπό κρίση αγωγή, πρέπει να γίνει αυτή δεκτή, κατά την κύρια βάση της, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και : 1) Να αναγνωριστεί ότι η από 31-8-2018 καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του ενάγοντος εκ μέρους της εναγομένης είναι άκυρη, ως καταχρηστική και ότι αυτή του οφείλει το ποσό των 1.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, και 2) Να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 7.000 ευρώ, ως μισθούς υπερημερίας, με τον νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους ποσό, από τη λήξη του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα, το ποσό των 1.464,19 ευρώ, για υπερεργασία, με τον νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους ποσό, ήτοι 246,52 ευρώ, από τη λήξη ομοίως του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα, το ποσό των 1.098,14 ευρώ, για παράνομες υπερωρίες, με τον νόμιμο τόκο, για κάθε επιμέρους ποσό, ήτοι 184,89 ευρώ, από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 160,34 ευρώ, ως επίδομα αδείας του έτους 2018, με τον νόμιμο τόκο, κατά το σχετικό αγωγικό αίτημα, από την 1-1-2019, το ποσό των 324,30 ευρώ, ως επίδομα εορτών Πάσχα του έτους 2018, με τον νόμιμο τόκο από την 1-5-2018, το ποσό των 1.323,67 (629,38 + 694,29) ευρώ, ως επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2018, με τον νόμιμο τόκο από την 1-1-2019 και το ποσό των 502,7 ευρώ, ως επίδομα εορτών Πάσχα του έτους 2019, με τον νόμιμο τόκο από την 1-5-2019, και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, πρέπει κατόπιν σχετικού αιτήματος, να κατανεμηθούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας, μεταξύ αυτών, λόγω της μερικής νίκης και ήττας τους και ανάλογα προς την έκταση αυτής, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 § 1 iα), 68 § 1, 69 § § 1,2, 69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 6-7-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………/6-7-2020) υπό στοιχ. Α΄έφεση της εναγομένης και την από 13-7-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………./14-7-2020) υπό στοιχ. Β΄έφεση του ενάγοντος, κατά της υπ’αριθμ. 112/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικά και κατ’ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ουσίαν.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 30-11-2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………./30-11-2018) αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η από 31-8-2018 καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του ενάγοντος εκ μέρους της εναγομένης είναι άκυρη, ως καταχρηστική.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των ένδεκα χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (11.873,34), και ειδικότερα : α/ το ποσό των 7.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους ποσό, από τη λήξη του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα, β/ το ποσό των 1.464,19 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους ποσό, ήτοι 246,52 ευρώ, από τη λήξη ομοίως του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα, γ/ το ποσό των 1.098,14 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, για κάθε επιμέρους ποσό, ήτοι 184,89 ευρώ, από την επίδοση της αγωγής, δ/ το ποσό των 160,34 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την 1-1-2019, ε/ το ποσό των 324,30 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την 1-5-2018, στ/ το ποσό των 1.323,67 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την 1-1-2019 και ζ/ το ποσό των 502,7 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την 1-5-2019, και μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος-εφεσιβλήτου-εκκαλούντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200 ευρώ).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 20-9-2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ