ΤΜΗΜΑ 3ο
ΑΡΙΘΜΟΣ 305/2023
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
Α.ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», η οποία εδρεύει στην Αττική και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Σπυρίδωνα Δήμα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Υπό πτώχευση εταιρείας με την επωνυμία «…………..», η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τη σύνδικο-δικηγόρο Πειραιώς Βασιλεία Βαλλιάνου, κάτοικο ….., η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
Β.ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στη ….. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Νικόλαο Ζάχο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τη σύνδικο αυτής, Βασιλεία Βαλλιάνου, δικηγόρο Πειραιώς και κάτοικο …., η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
Γ. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία εκπροσωπείται νόμιμα, από τη σύνδικο Βασιλεία Βαλλιάνου κάτοικο ……, η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στην ……….. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Σπυρίδωνα Δήμα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) και 2) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία εδρεύει στη …. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, όπως μετονομάσθηκε η ανώνυμη εταιρεία «………….», εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Νικόλαο Ζάχο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….» άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 13-12-2019 αγωγή (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019), επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2932/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η υπό στοιχ Α ήδη εκκαλούσα με την από 12.11.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020……./2020) έφεσή της, η υπό στοιχ Β ήδη εκκαλούσα με την από 30.10.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2020 -………/2021) έφεσή της και γ) η υπό στοιχ Γ ήδη εκκαλούσα με την από 5.7.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2021……../2021) έφεσή της. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε αρχικά η 11η.11.2021, μετά δε από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η σύνδικος-δικηγόρος των υπό στοιχ Α, Β εφεσιβλήτων και της υπό στοιχ. Γ εκκαλούσας, παραστάσα αυτοπροσώπως, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται νόμιμα προς συζήτηση: α) η από 30.10.2020 (αριθ. έκθ. κατ. ………./30.10.2020) έφεση της εταιρείας με την επωνυμία “………..”, β) η από 12.11.2020 (αριθ. έκθ. κατ. ……../25.12.2020) έφεση της εταιρείας με την επωνυμία “…………….” και γ) η από 5.7.2021 (αριθ. έκθ. κατ. ………../27.7.2021 έφεση της υπό πτώχευση εταιρείας με την επωνυμία “…………”, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωση των εξόδων (άρθρο 246 του ΚΠολ.Δ.).
Α. Η από 30.10.2020 (αριθ. έκθ. κατ. ………./30.10.2020) έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης “………….” κατά της υπ΄αριθμ. 2932/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών (άρθρο 614 παρ.1 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι, πριν την επίδοση της εκκαλουμένης, η οποία έλαβε χώρα την 30.6.2021 (βλ. τις υπ΄αριθμ. ….΄ και ….΄/30.6.2021 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας ………), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύθηκε την 9.9.2020 και αυτή κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 30.10.2020 (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ. 1 εδ. β`, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ.), αρμόδια, δε, φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), ενώ για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί και το υπ΄αριθμ. …… νόμιμο παράβολο (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 35 παρ. 2 ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α 240/22-12-2016). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 524παρ. 1, 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Β. Η από 12.11.2020 (αριθ. έκθ. κατ. ………./25.12.2020) έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία “…………..” κατά της υπ΄αριθμ. 2932/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών (άρθρο 614 παρ.1 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι, πριν την επίδοση της εκκαλουμένης, η οποία έλαβε χώρα την 30.6.2021 (βλ. τις υπ΄αριθμ. …΄ και ….΄/30.6.2021 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας ………….), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύθηκε την 9.9.2020 και αυτή κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 30.10.2020 (495, 499, 511, 513 παρ. 1 εδ. β`, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), αρμόδια, δε, φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ), ενώ για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί και το υπ΄αριθμ. ………………… νόμιμο παράβολο (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 35 παρ. 2 ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α 240/22-12-2016). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 524παρ. 1, 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Γ. Η από 5.7.2021 (αριθ. έκθ. κατ. ………/27.7.2021 έφεση της εκκαλούσης – ενάγουσας υπό πτώχευση εταιρείας με την επωνυμία “……………” κατά της υπ΄αριθμ. 2932/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών (άρθρο 614 παρ.1 ΚπολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (495, 499, 511, 513 παρ. 1 εδ. β`, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 Κπολ.Δ.), δεδομένου ότι η επίδοση της εκκαλουμένης έλαβε χώρα την 30.6.2021 (βλ. τις υπ΄αριθμ. …. και …./30.6.2021 εκθέσεις επιδόσεως στις εφεσίβλητες της δικαστικής επιμελήτριας ……………….), και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 27.7.2021, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ), ενώ για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί και το υπ΄αριθμ. …………. νόμιμο παράβολο με την από 26.7.2021 απόδειξη πληρωμής (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 35 παρ. 2 ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α 240/22-12-2016), Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 524παρ. 1, 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την από 13.12.2019 αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η ενάγουσα, (ήδη εκκαλούσα στην από 5.7.2021 έφεση), υπό πτώχευση εταιρεία με την επωνυμία “…………….”, η οποία νόμιμα εκπροσωπείται στην παρούσα δίκη από την διορισθείσα με την υπ΄αριθμ. 4711/24.10.2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά σύνδικο της πτωχεύσεως, ισχυρίσθηκε, ότι δυνάμει του από 5.1.2009 ιδιωτικού συμφωνητικού εκμίσθωσε στην πρώτη εναγομένη (ήδη εφεσίβλητη και εκκαλούσα στην από 12.11.2020 έφεση) εταιρεία με την επωνυμία “……………..” ένα ενιαίο, (κατά την χρήση του), οικόπεδο με τις επ΄ αυτού ιδιόκτητες εγκαταστάσεις της αποθήκευσης και διακίνησης υγρών καυσίμων και χημικών προϊόντων, που βρίσκονται επί της ………… στο ……….. Αττικής και παραχώρησε την χρήση άλλων εδαφικών εκτάσεων, που βρίσκονται στην ίδια θέση και περιγράφονται στο συμφωνητικό, επί των οποίων η ίδια είχε δικαίωμα χρήσης κατά παραχώρηση από την ΟΛΠ ΑΕ, υπό τον όρο της έγκρισης της περαιτέρω παραχώρησης από την τελευταία. Ότι η διάρκεια της μίσθωσης και της κατά χρήση παραχώρησης των εδαφικών εκτάσεων καθορίστηκε σε δεκαέξι (16) έτη με έναρξη την 5.1.2009 και λήξη την 5.1.2025. Ότι το μηνιαίο μίσθωμα που αφορούσε αποκλειστικά το οικόπεδο και τις εγκαταστάσεις ορίστηκε για την πρώτη τριετία (5.1.2009 – 5.1.2012) στο ποσό των 25.000 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου εκ 3,6%, για, δε, το υπόλοιπο χρονικό διάστημα (5.1.2012 έως 5.1.2025) συμφωνήθηκε να αναπροσαρμόζεται κατ΄ έτος κατά το ποσοστό αυξήσεως του επισήμου τιμαρίθμου, όπως αυτός ανακοινώνεται από την Τράπεζα της Ελλάδας στο τέλος του προηγουμένου της αναπροσαρμογής έτους. Ότι με τις εν τω μεταξύ αναπροσαρμογές του και το τέλος χαρτοσήμου διαμορφώθηκε για το χρονικό διάστημα από 5.1.2013 έως 4.1.2019 στο ποσό των 26.521,60 ευρώ, από 5.1.2019 έως 5.1.2020 στο ποσό των 26.786, 82 ευρώ, και από 5.1.2020 και εφεξής στο ποσό των 26.840,39 ευρώ. Ότι το μίσθωμα της πρώτης τριετίας, (πλην του χαρτοσήμου), συνολικού ποσού 900.000 ευρώ, συμφωνήθηκε να προκαταβληθεί εφάπαξ με την παράδοση του μισθίου ή, εφόσον αυτή δεν είχε συντελεστεί μέχρι την παράδοση, από την ημερομηνία έκδοσης της άδειας παραχώρησης από την ΟΛΠ ΑΕ, το δε χαρτόσημο εκ 3,6% για το ίδιο χρονικό διάστημα θα έπρεπε να προκαταβάλλεται μέσα στις πέντε (5) πρώτες ημέρες εκάστου μηνός. Ότι για το πέραν της πρώτης τριετίας χρονικό διάστημα και μέχρι την λήξη της μίσθωσης (5.1.2012 – 5.1.2025) το μίσθωμα με το αναλογούν χαρτόσημο συμφωνήθηκε να προκαταβάλλεται μέσα στις πέντε (5) πρώτες ημέρες εκάστου μηνός. Ότι μετά την υπογραφή της συμβάσεως αυτής η εκμισθώτρια κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως με την υπ΄αριθμ. 3971/30.7.2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η, δε, μισθώτρια, μολονότι από την έναρξη της μίσθωσης εγκαταστάθηκε και λειτουργούσε ανενόχλητα την επιχείρησή της στο μίσθιο, δεν της προκατέβαλε, όπως είχε συμφωνηθεί, τα μισθώματα της πρώτης τριετίας συνολικού ποσού 900.000 ευρώ, αλλά ούτε και το κατά μήνα τέλος χαρτοσήμου για το ίδιο χρονικό διάστημα, συνολικού ποσού 32.000 ευρώ, καθώς δεν τις κατέβαλε και τα κατά μήνα οφειλόμενα μισθώματα με το αναλογούν σ’αυτά χαρτόσημο για το επόμενο χρονικό διάστημα μέχρι και την 5.1.2018, ανερχόμενα στο συνολικό ποσό των 310.800 ευρώ για το χρονικό διάστημα 5.1.2012 έως 4.1.2013 και στο συνολικό ποσό του 1.591.296 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 5.1.2013 έως 4.1.2018, κατά τους υπολογισμούς που παρατίθενται αναλυτικά στην αγωγή. Ότι, ακολούθως, στα πλαίσια προπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης της μισθώτριας (πρώτης εναγομένης), με την υπ΄αριθμ. 109/24.1.2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επικυρώθηκε η από 18.6.2017 συμφωνία εξυγίανσης, με την οποία μεταβιβάσθηκε μέρος του ενεργητικού και παθητικού της μισθώτριας στην δεύτερη εναγομένη, (ήδη εκκαλούσα στην από 30.10.2020 έφεση), εταιρεία με την επωνυμία “…………………”. Ότι μεταξύ των μεταβιβαζομένων με την συμφωνία εξυγίανσης στοιχείων περιλαμβάνεται και η ένδικη σύμβαση μισθώσεως – παραχώρησης χρήσης και σε εκτέλεσή της υπεγράφη μεταξύ των εναγομένων εταιρειών και το από 14.3.2018 ιδιωτικό συμφωνητικό – πρωτόκολλο μεταβίβασης επιχείρησης. Ότι, μολονότι η δεύτερη εναγομένη υπεισήλθε από την δημοσίευση της επικυρωτικής απόφασης στις 24.1.2018 στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της πρώτης, δεν της κατέβαλε και αρνείται να της καταβάλει τα μισθώματα με τις συμβατικές αναπροσαρμογές τους και το τέλος χαρτοσήμου από την ημερομηνία αυτή μέχρι την 5.1.2020, τα οποία ανήλθαν για το χρονικό διάστημα 5.1.2018 έως 4.2.2018 στο ποσό των 26.521,60 ευρώ, κατά το χρονικό διάστημα 5.2.2018 έως 4.1.2019 στο ποσό των 291.737,60 ευρώ και από 5.1.2019 έως 4.1.2020 στο ποσό των 321.441,84 ευρώ, κατά τους ειδικότερους υπολογισμούς που διαλαμβάνονται στην αγωγή της. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από τον παραδεκτό περιορισμό του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματός της, που έγινε με δήλωση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, ζήτησε να αναγνωρισθεί, ότι η μεν πρώτη εναγομένη οφείλει να της καταβάλει για το χρονικό διάστημα 5.1.2009 έως 4.1.2018 το συνολικό ποσό των 2.834.496 ευρώ, η δε δεύτερη για το χρονικό διάστημα 5.2.2018 έως 4.1.2020 το συνολικό ποσό των 613.179,44 ευρώ, καθώς και το ποσό των 80.521,17 ευρώ για μελλοντικά μισθώματα του χρονικού διαστήματος από 5.1.2020 έως 4.4.2020 και αμφότερες οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον η κάθε μία, το ποσό των 26.521,60 ευρώ για τον μισθωτικό μήνα 5.1.2018 – 4.2.2018, κατά τον οποίο έκαναν διαδοχική χρήση του μισθίου και ευθύνονταν για την εις ολόκληρον πληρωμή του, νομιμότοκα από την δήλη ημέρα καταβολής κάθε επιμέρους ποσού.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε ως μη νόμιμο το κονδύλιο της αγωγής των 80.521,17 ευρώ που αφορούσε μελλοντικά μισθώματα και έκρινε νόμιμη κατά τα λοιπά την αγωγή. Ακολούθως, κατά παραδοχή σχετικής ενστάσεως της πρώτης εναγομένης, απέρριψε το κονδύλιο της αγωγής που αφορούσε μισθώματα για το χρονικό διάστημα 5.1.2009 έως 4.1.2012 λόγω παραγραφής, καθώς και κατ΄ ουσίαν (σιγή) το κονδύλιο της αγωγής ποσού 26.521,60 ευρώ που αφορούσε το μισθωτικό μήνα 5.1.2018 έως 4.2.2018. Κατά τα λοιπά, αφού απέρριψε κατ΄ουσίαν (σιγή) τις ενστάσεις συμψηφισμού των εναγομένων, καθώς και τις ενστάσεις περί πραγματικού ελαττώματος και κατάχρησης δικαιώματος της δεύτερης εναγομένης, κατά παραδοχή της βασιμότητας της ενστάσεως της πρώτης εναγομένης περί απόσβεσης διά διαγραφής των λοιπών αγωγικών απαιτήσεων σε ποσοστό 97,5% στα πλαίσια της διαδικασίας εξυγίανσης, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε, ότι η μεν πρώτη εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το, (μειωμένο κατά το παραπάνω ποσοστό), συνολικό ποσό των 47.552,40 ευρώ, που αντιστοιχεί στα καθυστερούμενα μισθώματα του χρονικού διαστήματος από 5.2.2012 έως 4.1.2018, η, δε, δεύτερη το συνολικό ποσό των 613.179,44 ευρώ για τα καθυστερούμενα μισθώματα από 5.2.2018 έως και 4.1.2020, νομιμότοκα από τότε που κατέστη απαιτητό κάθε επί μέρους ποσό.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες διάδικοι με τις κρινόμενες αντίθετες εφέσεις τους και τους διαλαμβανόμενους σ΄αυτές λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της κατά το μέρος που δεν ωφελεί καθέναν εξ αυτών, και δη η, μεν, εκκαλούσα-ενάγουσα προκειμένου να απορριφθούν οι ενστάσεις των εναγομένων και να γίνει εν όλω δεκτή η αγωγή της, οι, δε, εκκαλούσεςεναγόμενες προκειμένου να γίνουν δεκτές οι απορριφθείσες ενστάσεις και οι ισχυρισμοί τους και να απορριφθεί καθ΄ολοκληρίαν η εναντίον τους αγωγή.
Επί της από 12.11.2020 εφέσεως της εκκαλούσης – πρώτης εναγομένης:
Από τις διατάξεις των άρθρων 16 αριθμ.1 και 614 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι οι διαφορές από μίσθωση πράγματος ή άλλου προσοδοφόρου αντικειμένου, που δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων, υπάγονται στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων, ακόμη και αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ και δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών. Μισθωτικές, δε, διαφορές είναι όλες οι κύριες ή παρεπόμενες διαφορές που προκύπτουν από μίσθωση κάθε είδους πράγματος ή άλλου προσοδοφόρου αντικειμένου. Εξ άλλου, με το άρθρο 4 του ν. 3588/2007, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 265 του ν. 4738/2020, ο οποίος είχε εφαρμογή κατά το χρόνο συζήτησης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο), ορίζεται ότι “αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο για την κήρυξη της πτώχευσης είναι το πολυμελές πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει το κέντρο των κύριων συμφερόντων του” και με το άρθρο 53 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι “πτωχευτικό δικαστήριο είναι το πολυμελές πρωτοδικείο που κήρυξε την πτώχευση (άρθρο 4). Ασκεί την ανώτατη εποπτεία στη διεύθυνση των εργασιών της πτώχευσης. Έχει αρμοδιότητα να δικάζει τις διαφορές που ειδικά ορίζονται στον παρόντα κώδικα, αλλά και όσες αναφύονται από την πτώχευση και λόγω της κήρυξής της”. Τέλος, με το άρθρο 54 ορίζεται ότι “το πτωχευτικό δικαστήριο δικάζει κάθε υπόθεση που υπάγεται σ’ αυτό, χωρίς εξαίρεση, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 741 επ. Κ.Πολ.Δ.)”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει σαφώς ότι η αρμοδιότητα του πτωχευτικού δικαστηρίου περιορίζεται στις διαφορές που ορίζονται ειδικά στον πτωχευτικό κώδικα, καθώς και σ’ αυτές που αναφύονται από την πτώχευση και εξ αιτίας της κήρυξή της, στις οποίες οπωσδήποτε δεν συμπεριλαμβάνονται οι διαφορές από μισθωτικές συμβάσεις που είχαν συναφθεί πριν από την πτώχευση και δεν αναφύονται από αυτή, αλλά ούτε και συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με την κήρυξή της. Η αρμοδιότητα για τις μισθωτικές αυτές διαφορές ρυθμίζεται από τις άνω διατάξεις του ΚΠολΔ και στην ένδικη περίπτωση, που διώκεται η καταβολή καθυστερούμενων μισθωμάτων από σύμβαση που καταρτίσθηκε την 5.1.2009 και προϋπήρχε της πτωχεύσεως, η οποία κηρύχθηκε με την υπ΄αριθμ. 3971/30.7.2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αρμόδιο καθ΄ύλην δικαστήριο για την εκδίκασή της, ήταν, με βάση το μηνιαίο μίσθωμα, που ανέρχονταν στο ποσό των 25.000 ευρώ, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο), το οποίο δίκασε την υπόθεση με την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών. Επομένως, ο πρώτος λόγος της από 12.11.2020 εφέσεως της εκκαλούσης πρώτης εναγομένης, με τον οποίο υποστηρίζει, ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Μονομελές δικαστήριο θεώρησε εαυτό αρμόδιο και δεν παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο καθ΄ύλην για την εκδίκασή της Πολυμελές Πρωτοδικείο, το οποίο θα έπρεπε να δικάσει ως πτωχευτικό δικαστήριο με την εκουσία δικαιοδοσία, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος.
Επί της από 30.10.2020 εφέσεως της εκκαλούσης – δεύτερης εναγομένης:
Με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής αρκεί για το παραδεκτό της αγωγής να εκτίθενται στο δικόγραφό της τα πραγματικά περιστατικά, που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής ορισμένης νομικής διάταξης, στην οποία και θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή αίτημα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (βλ. ΑΠ 523/2016, ΑΠ 1611/2008, ΑΠ 187/2006, ΕΠ 90/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, για τη θεμελίωση και το ορισμένο της αγωγής με την οποία ο εκμισθωτής ζητεί από το μισθωτή την καταβολή του μισθώματος (άρθρα 574 και 595 ΑΚ), πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της: α) η ύπαρξη έγκυρης συμβάσεως μισθώσεως πράγματος, ο χρόνος συνάψεως αυτής και η διάρκειά της, β) η ιδιότητα του ενάγοντος ως εκμισθωτή και του εναγομένου ως μισθωτή, γ) η περιγραφή του μισθίου και ο τόπος στον οποίο βρίσκεται, δ) το ύψος του καταβαλλομένου μισθώματος και ο χρόνος καταβολής του, ε) η γενομένη εκ μέρους του μισθωτή χρήση του μισθίου, στ) η υπερημερία του μισθωτή περί την καταβολή του μισθώματος και ζ) αίτημα καταβολής συγκεκριμένου ποσού οφειλομένων μισθωμάτων (ΑΠ 986/2020, ΑΠ 2035/2013, ΑΠ 401/2018, ΑΠ 311/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από το προεκτεθέν περιεχόμενο της αγωγής προκύπτει, ότι αυτή περιέχει όλα τα απαραίτητα, κατά τις άνω διατάξεις στοιχεία για τη νομική θεμελίωσή της στις διατάξεις των άρθρων 574 του ΑΚ και 44 του π.δ. 34/1975, αφού αναφέρονται σ’αυτήν ο χρόνος και η διάρκεια της μισθωτικής συμβάσεως, η περιγραφή του μισθίου, το μηνιαίο μίσθωμα με τις αναπροσαρμογές του, ο χρόνος καταβολής, η χρήση του μισθίου διαδοχικά από τις εναγόμενες και το χρονικό διάστημα που κάθε μία από αυτές έκανε χρήση, τα περιστατικά διαδοχής στην μισθωτική σχέση και η υπερημερία των εναγομένων περί την καταβολή των μισθωμάτων, με το ποσό που οφείλεται από κάθε εναγομένη. Γίνεται, επίσης, σαφής αναφορά στην αγωγή τόσο στο ποσοστό του χαρτοσήμου, με το οποίο επιβαρύνονταν το μίσθωμα όσο και στο ποσό της αναπροσαρμογής του, καθώς και στο συνολικό ποσό που οφείλεται για κάθε χρονική περίοδο από κάθε μία των εναγομένων. Δεν χρειαζόταν, δε, για την πληρότητά της να παρατίθενται και αναλυτικοί υπολογισμοί του χαρτοσήμου, το οποίο μπορεί να προκύψει με απλές μαθηματικές πράξεις. Διαλαμβάνονται, επίσης, στην αγωγή τα περιστατικά ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης της εκκαλούσας με ρητή αναφορά στην μεταβίβαση της μισθωτικής σύμβασης από την αρχική μισθώτρια προς την εκκαλούσαδεύτερη εναγομένη δυνάμει της από 18.6.2017 συμφωνίας εξυγίανσης, νομίμως επικυρωθείσης και δεν χρειαζόταν για την πληρότητά της η αναφορά στους λοιπούς όρους της συμφωνίας εξυγίανσης, τους οποίους, εφόσον επιδρούν στην σύσταση, αλλοίωση ή κατάλυση του καταγόμενου προς διάγνωση δικαιώματος, οφείλει να τους επικαλεσθεί κατ΄ένσταση και να τους αποδείξει η εναγομένη. Το πρωτοβάθμιο, επομένως, δικαστήριο, που, απορρίπτοντας σιγή τις σχετικές αιτιάσεις, έκρινε ορισμένη την αγωγή, δεν έσφαλε κατά τούτο και ο πρώτος λόγος της από 30.10.2020 εφέσεως της δεύτερης εναγομένης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος.
Επί της από της από 5.7.2021 εφέσεως της ενάγουσας:
Κατά τη γενική δικονομική αρχή που συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 69, 70, 223, 224, 269 και 281 ΚΠολΔ, ως απώτερος χρόνος κατά τον οποίο κρίνεται η συνδρομή των στοιχείων της κτήσης και του απαιτητού του συγκεκριμένου δικαιώματος του ενάγοντος είναι ο χρόνος της πρώτης συζήτησης της αγωγής του στο ακροατήριο, δηλαδή εκείνης κατά την οποία εκφωνείται η υπόθεση και αρχίζει η κατ` ουσίαν εκδίκασή της. Κατ` εξαίρεση και υπό τις περιοριστικές προϋποθέσεις που εισάγονται από το άρθρο 69 ΚΠολΔ συγχωρείται η έγερση αγωγής για παροχή που δεν εξαρτάται από αντιπαροχή και συνδέεται με τη μελλοντική επέλευση χρονικού σημείου ή γεγονότος ή την πλήρωση αίρεσης, οπότε ο εναγόμενος καταδικάζεται στην παροχή ευθύς ως επέλθουν τα παραπάνω γεγονότα. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής οι συγκεκριμένοι λόγοι οι οποίοι δικαιολογούν την πρόωρη έγερσή της και θεμελιώνουν το έννομο προς τούτο συμφέρον του ενάγοντος. Έτσι, κατά τα άνω, νόμιμα ζητείται η απόδοση του μισθίου και όταν κατά τη συζήτηση της αγωγής δεν έχει λήξει η διάρκεια της μίσθωσης, η απόδοσή του όμως θα διαταχθεί για το μετά τη λήξη της μίσθωσης χρόνο. Περαιτέρω, η ως άνω διάταξη του άρθρου 69 δεν έχει εφαρμογή και στις άλλες αξιώσεις που πηγάζουν από τη μίσθωση, όπως λ.χ. στην περίπτωση καταβολής μελλοντικών (μη δεδουλευμένων) μισθωμάτων, για τα οποία πρέπει να συντρέχουν οι πιο πάνω αυστηρές προϋποθέσεις και να εκτίθενται στην αγωγή οι συγκεκριμένοι λόγοι που δικαιολογούν την πρόωρη άσκηση της αγωγής, αφού, όπως προεκτέθηκε κρίσιμος χρόνος για να κριθεί η συνδρομή των στοιχείων κτήσης και απαιτητού του δικαιώματος είναι ο της πρώτης συζήτησης και μόνο κατ` εξαίρεση και για ειδικούς κάθε φορά λόγους εισάγεται η αρχή της προληπτικής έννομης προστασίας (ΑΠ 1673/2009 ΝοΒ 2010. 1997,( ΕφΑΘ 1131/2012 ΤΝΠΝ, ΕφΑΘ 1312/2005 ΕλλΔνη 47. 1698). Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα, επικαλούμενη με την αγωγή της διαχρονική δυστροπία της δεύτερης εναγομένης περί την καταβολή των μισθωμάτων και κίνδυνο από την αφερεγγυότητά της, ζητούσε, μεταξύ των άλλων, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη της οφείλει και τα μισθώματα που θα καθίσταντο ληξιπρόθεσμα μετά την άσκηση της αγωγής και μέχρι την συζήτησή της και συγκεκριμένα τα μισθώματα για την χρονική περίοδο από 5.1.2020 έως 4.4.2020, συνολικού ποσού μετά του τέλους χαρτοσήμου 80.521,17 ευρώ. Με βάση το προεκτεθέν περιεχόμενο της αγωγής και δεδομένου ότι αυτή συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο το πρώτον στις 5.5.2020, είναι προφανές, σύμφωνα με όσα προαναφέρονται στην μείζονα σκέψη, ότι εμπεριέχεται σ` αυτή νόμιμο αίτημα περί αναγνωρίσεως της οφειλής και των μισθωμάτων του χρονικού αυτού διαστήματος, τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά πριν από την συζήτησή της στον πρώτο βαθμό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε αντιθέτως και απέρριψε ως μη νόμιμο το παραπάνω κονδύλιο της αγωγής, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων και πρέπει, κατά παραδοχή του συναφούς πρώτου λόγου της από 5.7.2021 εφέσεως της ενάγουσας να εξαφανισθεί κατά τούτο η εκκαλουμένη.
Κατά την διάταξη του άρθρου 250 αριθμ. 16 του ΑΚ σε πενταετή παραγραφή υπόκεινται οι αξιώσεις των κάθε είδους μισθωμάτων Κατά, δε, τα άρθρα 251 και 253 του ΑΚ η παραγραφή των παραπάνω αξιώσεων αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο γεννήθηκε κάθε περιοδική παροχή και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (ΑΠ 440/2000). Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 262 παρ. 1 ΚΠολΔ και 249 και 250 επ. ΑΚ προκύπτει ότι, για να είναι ορισμένη η ένσταση πενταετούς παραγραφής των αναφερομένων στο άρθρο 250 ΑΚ αξιώσεων, πρέπει να αναφέρεται, εκτός των άλλων και το έτος εντός του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 251 ΑΚ, γεννήθηκε η σχετική αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, ήτοι, το αφετήριο αυτής χρονικό σημείο, που αποτελεί νόμιμη προϋπόθεση έναρξης της πενταετούς παραγραφής των αναφερομένων στο προαναφερόμενο άρθρο 250 ΑΚ αξιώσεων (ΑΠ 7/2015, ΑΠ 1096/2008, ΑΠ 653/1996). Τέλος, κατά το άρθρο 277 ΑΚ η παραγραφή δεν λαμβάνεται υπόψιν αυτεπαγγέλτως. Στη προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα ζήτησε, εκτός των άλλων, να αναγνωρισθεί ότι η πρώτη εναγομένη της οφείλει καθυστερούμενα μισθώματα και για το χρονικό διάστημα 5.1.2009 έως 4.1.2012 ποσού 900.000 ευρώ. Προς απόκρουση της αγωγής η πρώτη εναγομένη με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις της, προέβαλε επικουρικά ένσταση παραγραφής για τα καθυστερούμενα μισθώματα του παραπάνω χρονικού διαστήματος (5.1.2009 έως 5.1.2012), συνολικού ποσού 900.000 ευρώ, υποστηρίζοντας ειδικότερα, ότι η αξίωση της ενάγουσας έχει παραγραφεί, κατ΄ άρθρο 250 ΑΚ, δεδομένου ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε την 29.12.2019. Τον ίδιο ισχυρισμό επαναλαμβάνει αυτούσιο και με τις προτάσεις της στο παρόν δικαστήριο. Με αυτό το περιεχόμενο η ένσταση παραγραφής πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, διότι δεν διαλαμβάνεται στο περιεχόμενό της ο χρόνος έναρξης αυτής, και τούτο ανεξάρτητα από το γεγονός ότι κατατείνει στην απόκρουση αναγνωριστικής αγωγής, η οποία δεν υπόκεινται σε παραγραφή, αλλά, υπό την εκδοχή της συμπληρώσεως του χρόνου παραγραφής της προς αναγνώριση αξιώσεως, ελλείπει το έννομο συμφέρον για την άσκησή της (ΑΠ 1041/2017, 72/2013, 810/2007, ΑΠ 1406/2011ΤΝΠΝ) Έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την ένσταση αυτή και, ακολούθως απέρριψε το αντίστοιχο κονδύλιο της αγωγής ως αβάσιμο στην ουσία του και πρέπει, κατά παραδοχή του δευτέρου λόγου της από 5.7.2021 εφέσεως της ενάγουσας, να εξαφανισθεί κατά τούτο η εκκαλουμένη απόφασή του.
Από την επανεκτίμηση της καταθέσεως του μάρτυρα των εναγομένων, ………….. που εξετάσθηκε ενόρκως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, την υπ΄αριθμ. ………./2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ………….., που λήφθηκε με την επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς ύστερα από νόμιμη κλήτευση των εναγομένων, που έγινε με δήλωση στο ακροατήριο καταχωρισθείσα στα πρακτικά του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και από όλα, χωρίς εξαίρεση, τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, που λαμβάνονται υπόψιν, είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία “…………….”, (η οποία νόμιμα εκπροσωπείται στην παρούσα δίκη από την διορισθείσα με την υπ΄αριθμ. 4711/24.10.2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά σύνδικο της πτωχεύσεως), δυνάμει του από 5.1.2009 ιδιωτικού συμφωνητικού εκμίσθωσε στην πρώτη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία “…………….” ένα ενιαίο, (κατά την χρήση του), οικόπεδο, επιφάνειας 5.773 τ.μ. με τα επ΄αυτού κτίσματα (γραφεία, αποθήκη, μηχανουργείο κ.λ.π.) και τις ιδιόκτητες εγκαταστάσεις αποθήκευσης και διακίνησης υγρών καυσίμων και χημικών προϊόντων μετά του εξοπλισμού τους (10 μεταλλικές δεξαμενές καυσίμων, 6 μεταλλικές δεξαμενές χημικών προϊόντων, 3 μεταλλικές δεξαμενές λυμάτων, ηλεκτροκινητήρες, 2 αντλίες πυρόσβεσης, υπέργειους αγωγούς μεταφοράς καυσίμων επί εδαφικής λωρίδας 1.549 τ.μ. ιδιοκτησίας της ΟΛΠ ΑΕ, κλπ), που βρίσκονται επί της ………., στο ……… Αττικής, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει η τελευταία για τις ανάγκες της εμπορίας της. Με το ίδιο συμφωνητικό παραχώρησε και την χρήση εδαφικών εκτάσεων, που βρίσκονται στην ίδια θέση και περιγράφονται στο συμφωνητικό, επί των οποίων η ίδια είχε δικαίωμα χρήσης κατά παραχώρηση από την ΟΛΠ ΑΕ, υπό τον όρο της έγκρισης της συμφωνίας αυτής από την τελευταία. Η διάρκεια της μίσθωσης και της κατά χρήση παραχώρησης των εδαφικών εκτάσεων καθορίστηκε σε δεκαέξι (16) έτη με έναρξη την 5.1.2009 και λήξη την 5.1.2025. Το μηνιαίο μίσθωμα που αφορούσε αποκλειστικά το οικόπεδο με τις εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό τους (και όχι τις παραχωρηθείσες εκτάσεις ιδιοκτησίας της ΟΛΠ ΑΕ), ορίστηκε για την πρώτη τριετία (5.1.2009 έως 4.1.2012) στο ποσό των 25.000 ευρώ το μήνα χωρίς αναπροσαρμογή, για, δε, το υπόλοιπο χρονικό διάστημα (5.1.2012 έως 5.1.2025) συμφωνήθηκε να επιβαρύνεται με το τέλος χαρτοσήμου εκ 3,6% (όρος 4) και να αναπροσαρμόζεται κατ΄ έτος κατά το ποσοστό αυξήσεως του επισήμου τιμαρίθμου, όπως αυτός θα ανακοινώνεται από την Τράπεζα της Ελλάδας στο τέλος του προηγουμένου της αναπροσαρμογής έτους. Διαμορφώθηκε, δε, ακολούθως, για το χρονικό διάστημα από 5.1.2012 έως 4.1.2013 στο ποσό των 25.900 ευρώ, για το χρονικό διάστημα 5.1.2013 έως 4.1.2019 στο ποσό των 26.521,60 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 5.1.2019 έως 4.1.2020 στο ποσό των 26.786, 82 ευρώ και για το χρονικό διάστημα από 5.1.2020 και εφεξής στο ποσό των 26.840,39 ευρώ. Το μίσθωμα για την πρώτη τριετία, συνολικού ποσού 900.000 ευρώ, συμφωνήθηκε να προκαταβληθεί εφάπαξ με την παράδοση του μισθίου ή, εφόσον αυτή δεν είχε συντελεστεί μέχρι την παράδοση, από την ημερομηνία έκδοσης της άδειας παραχώρησης από την ΟΛΠ ΑΕ. Για το πέραν της πρώτης τριετίας χρονικό διάστημα και μέχρι την λήξη της μίσθωσης (5.1.2012 – 5.1.2025) το μίσθωμα με το αναλογούν χαρτόσημο (3.6%) συμφωνήθηκε να προκαταβάλλεται μέσα στις πέντε (5) πρώτες ημέρες εκάστου μηνός. Η κατάσταση του μισθίου, όπως βεβαιώθηκε με την υπ΄αριθμ. …/26.11.2008 τεχνική έκθεση των ……… και ….. ., έγινε αποδεκτή εκατέρωθεν και αποτυπώθηκε στον όρο 6 της μισθωτικής συμβάσεως, με τον οποίο συμφωνήθηκε, ότι η εκμισθώτρια υποχρεούται, εντός δύο μηνών από την υπογραφή της σύμβασης, “να προχωρήσει ιδίαις δαπάνες και μερίμνη της και με εξειδικευμένο εργατοτεχνικό προσωπικό στην αποκατάσταση των ακόλουθων φθορών, ελλείψεων και αστοχιών, ήτοι των αναφερομένων στην δεξαμενή D2 (ίδετε σελ 5 της τεχνικής εκθέσεως),…… Εάν, όμως, παρά ταύτα η εκμισθώτρια αμελήσει να εκπληρώσει την συγκεκριμένη συμβατική της υποχρέωση, η μισθώτρια, μετά το πέρας της ως άνω προθεσμίας, δικαιούται να προχωρήσει η ίδια στις εν λόγω ενέργειες, έχουσα προς τούτο την από τούδε δεδομένη από την εκμισθώτρια εντολή, πληρεξουσιότητα και το δικαίωμα, συμψηφίζουσα τις όποιες δαπάνες ήθελε καταβάλει για το σκοπό αυτό με αντίστοιχα μελλοντικά μισθώματα, ρητά εξαιρουμένων αυτών που αφορούν την περίοδο από 5.1.2009 έως 5.1.2012. Το αυτό δικαίωμα για συμψηφισμό μισθωμάτων έχει η μισθώτρια, εφόσον η εκμισθώτρια στα πλαίσια της εμπορικής συνεργασίας της με την μισθώτρια ήθελε δημιουργήσει στο μέλλον ληξιπρόθεσμες προς αυτήν οφειλές” Το ίδιο δικαίωμα συμψηφισμού είχε η μισθώτρια και σε περίπτωση μη καταβολής από την εκμισθώτρια των ασφαλίστρων που αφορούσαν τις εγκαταστάσεις, για την καταβολή των οποίων ήταν υπόχρεη η εκμισθώτρια. Αντίστοιχα, η μισθώτρια ανέλαβε την ευθύνη και τις δαπάνες για την ασφάλιση κατά παντός κινδύνου και έναντι τρίτων των αποθηκευόμενων και διακινούμενων εντός της εγκατάστασης προϊόντων. Τέλος, με τον ίδιο όρο και τον όρο 14-β η μισθώτρια συμφωνήθηκε να βαρύνεται με τις δαπάνες για την προληπτική συντήρηση των εγκαταστάσεων, καθώς και για κάθε κατασκευή, προσθήκη, μεταρρύθμιση κλπ, χωρίς να διατηρεί αξίωση αποζημίωσης στην περίπτωση της ομαλής λήξης της μισθώσεως ή λήξης της συμβατικής διάρκειάς της. Το μίσθιο ακίνητο με τις εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό του παραδόθηκε στην μισθώτρια – πρώτη εναγομένη την 1.1.2009, η οποία το παρέλαβε ανεπιφύλακτα και εγκαταστάθηκε σ’αυτό αμέσως, κάνοντας έκτοτε χρήση αυτού ανενόχλητα μέχρι και την 24.1.2018. Λίγους μήνες μετά την υπογραφή της μισθωτικής συμβάσεως η εκμισθώτρια κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως με την υπ΄αριθμ. 3971/30.7.2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία ορίσθηκε χρόνος παύσης των πληρωμών της η 6.3.2009. Με την ίδια απόφαση ορίσθηκε σύνδικος ο ……….., ο οποίος αντικαταστάθηκε στην συνέχεια και, ακολούθως με την υπ΄αριθμ. 4711/24.10.2018 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου ορίστηκε σύνδικος η Βασιλεία Βαλλιάνου, η οποία νόμιμα την εκπροσωπεί στην παρούσα δίκη. Η κήρυξη της πτώχευσης δεν έθιξε την ένδικη μισθωτική σύμβαση, η οποία δεν καταγγέλθηκε και παρέμεινε έκτοτε ενεργή (άρθρο 31 παρ.1 του ν. 3588/2007). Περαιτέρω αποδεικνύεται, ότι με την υπ΄αριθμ. 109/24.1.2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε στα πλαίσια προπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης, (άρθρα 99 επ. ν. 3588/2007, όπως αντικ με το ν. 4446/2016 και ίσχυε κατά το χρόνο αυτό), επικυρώθηκε η από 18.6.2017 συμφωνία εξυγίανσης της μισθώτριας – πρώτης εναγομένης, με την οποία μεταβιβάσθηκε μέρος του ενεργητικού και παθητικού της στην δεύτερη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία “…………………..”. Μεταξύ των μεταβιβαζόμενων με την συμφωνία εξυγίανσης στοιχείων περιλαμβάνονταν (παράρτημα 9α αυτής) και η ένδικη σύμβαση μισθώσεως – παραχώρησης χρήσης (όρος 11.1) και σε εκτέλεσή της υπεγράφη μεταξύ της μισθώτριας (πρώτης εναγομένης) και της δεύτερης εναγομένης ως άνω εταιρείας και το από 14.3.2018 ιδιωτικό συμφωνητικό – πρωτόκολλο μεταβίβασης επιχείρησης, δυνάμει του οποίου εκχωρήθηκαν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της ένδικης συμβάσεως στην δεύτερη εναγομένη. Η διαδικασία της εξυγίανσης έγινε χωρίς ενημέρωση της εκμισθώτριας ενάγουσας, η οποία δεν έλαβε γνώση της διαδικασίας και δεν συμμετείχε σ’αυτήν. Και, μολονότι δεν προκύπτει η αναγγελία της εκχώρησης στην ενάγουσα, συνάγεται η σιωπηρή αποδοχή της διαδοχής στην μισθωτική σύμβαση από την εναγωγή της δεύτερης εναγομένης για την καταβολή των ενδίκων μισθωμάτων. Έτσι η δεύτερη εναγομένη κατέστη φορέας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από την ένδικη μισθωτική σύμβαση με ειδική διαδοχή (άρθρα 361, 455 επ. και 471 του ΑΚ), από το χρονικό σημείο της δημοσίευσης της άνω απόφασης (24.1.2018) που επικύρωσε την συμφωνία εξυγίανσης (άρθρο 106γ ν. 3588/2007 όπως προστ με το ν. 4446/2016). Έκτοτε υπόχρεη έναντι της ενάγουσας για την καταβολή των μισθωμάτων ήταν η εναγομένη αυτή.
Με βάση τις παραπάνω ειδικότερες συμφωνίες, που εν πολλοίς συνομολογούνται και από την αρχική μισθώτρια (πρώτη εναγομένη), η οποία δεν αντιλέγει ούτε για τους όρους του μισθωτηρίου συμβολαίου και το συμφωνηθέν μίσθωμα με την καθορισθείσα αναπροσαρμογή του ούτε για την ακώλυτη χρήση του μισθίου, η ενάγουσα είχε απαίτηση για την καταβολή του μισθώματος της πρώτης τριετίας (5.1.2009 έως 4.1.2012) συνολικού ποσού (25.000 χ 36 =) 900.000 ευρώ. Το ποσό αυτό, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται ότι συνέτρεξε στο μισθωτήριο καθυστέρηση στην έγκριση της παραχώρησης των εκτάσεων της ΟΛΠ Α.Ε., έπρεπε να προκαταβληθεί στο σύνολό του με την παράδοση του μισθίου την 5.1.2009, ενώ είχε αποκλεισθεί με τον όρο 6 του μισθωτηρίου και ο συμψηφισμός του με τυχόν δαπάνες της μισθώτριας για την αποκατάσταση των φθορών, ελλείψεων και αστοχιών. Η ενάγουσα υποστηρίζει, με την αγωγή της, ότι δεν της καταβλήθηκε στο σύνολό του το παραπάνω ποσό. Αντίθετα, η πρώτη εναγομένη, αποκρούοντας την παραπάνω αγωγική απαίτηση, προέβαλε παραδεκτά πρωτοδίκως και επαναφέρει και στο παρόν δικαστήριο, με τις προτάσεις της, ένσταση απόσβεσης της οφειλής της για όλα τα μισθώματα του χρονικού αυτού διαστήματος (5.1.2009 έως 4.1.2012) και δη, εν μέρει με εξώδικο μονομερή συμψηφισμό, που έλαβε χώρα πριν από την πτώχευση της ενάγουσας και εμπεριέχεται στο από 14.1.2009 έγγραφο της τελευταίας και εν μέρει με καταβολή ποσού 396.000 ευρώ, που προκύπτει από το ίδιο έγγραφο σε συνδυασμό με την προσκομιζόμενη κίνηση του λογαριασμού της. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη (άρθρα 440, 416 και 422 ΑΚ ) και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν.
Από το περιεχόμενό του ως άνω από 14.1.2009 εγγράφου, το οποίο απευθύνεται στην πρώτη εναγομένη και προηγείται χρονικά της πτώχευσης (30.7.2009) και του χρόνου παύσης των πληρωμών της ενάγουσας (6.3.2009), προκύπτει, ότι το πρόσωπο που υπογράφει το έγγραφο αυτό, τα στοιχεία του οποίου δεν προκύπτουν, αναφερόμενο στην ένδικη μισθωτική σύμβαση και στην εξ αυτής απαίτηση της ενάγουσας έναντι της πρώτης εναγομένης από την προκαταβολή του ποσού των 900.000 ευρώ, που αντιστοιχούσε στα μισθώματα του χρονικού διαστήματος 5.1.2009 έως 4.1.2012 και από έτερη, μη κατονομαζόμενης αιτίας, απαίτηση της ίδιας ποσού 31.046,07 ευρώ, προτείνει στην πρώτη εναγομένη “όπως συμψηφιστούν” οι συνολικές απαιτήσεις της ενάγουσας (900.000 + 31.046,07) με αντίστοιχες ανταπαιτήσεις της πρώτης εναγομένης εναντίον της, οι οποίες (ανταπαιτήσεις) αναλύονται ως εξής: α) ποσό 33.338,16 ευρώ με κωδ. Νο ………., β) ποσό 49.864,99 ευρώ με κωδ. …….. και γ) ποσό 461.673,13 ευρώ από έξι (6) επιταγές με αριθμούς ……./7.1.2009, .-…/10.1.2009, ……../14.1.2009, ………/17.1.2009, …………/1.2.2009 και ………/23.1.2009, ποσού 67.536,42, 59.652,74, 102.234,24, 56.283,96, 94.704,48 και 81.261,29 ευρώ αντίστοιχα η κάθε μία). Καταλήγει, δε, ο αποστολέας του με την φράση “Παρακαλούμε να προβείτε στις παραπάνω ενέργειες και να μας ενημερώσετε μετά την ολοκλήρωσή τους”. Το εν λόγω έγγραφο προσκομίζεται σε φωτοτυπικό αντίγραφο τηλεμοιοτυπίας (Fax) και δεν φέρει επικύρωση από δικηγόρο ή άλλη αρχή, ούτε χρονολογία αποστολής του (του Fax). Υπογράφεται όμως από τον άγνωστο αποστολέα του στην θέση της σφραγίδας της ενάγουσας και φέρεται να έχει αποσταλεί από τον αριθμό τηλεφώνου της τελευταίας. Από την εκτίμηση του όλου περιεχομένου του εγγράφου αυτού, σε συνδυασμό με το γεγονός, ότι ο προτεινόμενος συμψηφισμός δεν αφορά ομοειδείς απαιτήσεις, (προτείνεται συμψηφισμός μετρητών με λογιστικές εγγραφές στα βιβλία της εναγομένης και με επιταγές, που, πριν από την πραγματική είσπραξή τους, δεν συνιστούν καταβολή σε μετρητά, όπως η ανταπαίτηση της ενάγουσας (άρθρο 421 ΑΚ, ΑΠ 164/2021 και ΑΠ 1491/2017), συνεκτιμομένου και του γεγονότος ότι είχε αποκλεισθεί ο συμψηφισμός των μισθωμάτων της πρώτης τριετίας με ρητό όρο του μισθωτηρίου συμφωνητικού, προκύπτει ότι δεν διαλαμβάνεται σ’αυτό μονομερής συμψηφισμός (άρθρο 440 ΑΚ), όπως αβάσιμα υποστηρίζει η πρώτη εναγομένη, αλλά μόνον πρόταση εξώδικου συμψηφισμού – συμβιβασμού (άρθρα 185 και 871 ΑΚ), η οποία, για να παράγει τα αποτελέσματά της και να διαγραφούν – συμψηφιστούν οι εκατέρωθεν απαιτήσεις, θα έπρεπε, με βάση και το περιεχόμενο της πρότασης, όχι μόνο να γίνει τυπικά αποδεκτή η πρόταση από την εναγομένη (άρθρα 189, 192 ΑΚ), αλλά και να προβεί η τελευταία στις αντίστοιχες ενέργειες διαγραφής των κωδικοποιημένων οφειλών της ενάγουσας, καθώς και της πληρωμής και επιστροφής στην τελευταία των αναφερομένων στο έγγραφο επιταγών. Τέτοιες πράξεις, όμως, ούτε επικαλείται ούτε αποδεικνύει η πρώτη εναγομένη, αφού δεν προσκομίζει ούτε καταφατική απάντηση στην πρόταση (αποδοχή), ούτε ανάλογες αποδείξεις πληρωμής και επιστροφής των άνω επιταγών στην ενάγουσα ή διαγραφής από τα βιβλία της των λοιπών χρεών της που αναφέρονται στο έγγραφο. Πολύ περισσότερο δεν επικαλείται και δεν αποδεικνύει η εναγομένη την αιτία των ανταπαιτήσεών της που προτείνονται σε συμψηφισμό ή την αιτία και τον τρόπο της δέσμευσης της ενάγουσας από τις εν λόγω επιταγές (έκδοση ή οπισθογράφηση). Εν όψει αυτών και, δεδομένου ότι η ενάγουσα αμφισβητεί το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού και δη την ύπαρξη των αναφερομένων σ’αυτό οφειλών της προς την εναγομένη και την υποχρέωσή της από τις συγκεκριμένες επιταγές, καθώς και την ημερομηνία αποστολής του εγγράφου στην εναγομένη, η οποία είναι καθοριστική εν όψει της σε σύντομο χρόνο παύσης των πληρωμών της ενάγουσας (6.3.2009), δεν αποδεικνύεται η μερική εξόφληση της ενδίκου απαιτήσεως της ενάγουσας διά εξωδίκου συμψηφισμού–συμβιβασμού με ανταπαιτήσεις της εναγομένης είτε εκ των επιταγών (461.673,13 ευρώ) είτε εκ των κωδικοποιημένων οφειλών (33.338,16 ευρώ με κωδ. Νο ………….. και 49.864,99 ευρώ με κωδ. Νο ……………), που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται επιπλέον, ότι, εκτός των παραπάνω προτεινόμενων σε συμψηφισμό απαιτήσεων της εναγομένης έναντι της ενάγουσας, κατατέθηκε στις 14.1.2009 στον λογαριασμό της (της ενάγουσας) στην Τράπεζα Πειραιώς και το ποσό των 396.000 ευρώ προς πλήρη εξόφληση, (μαζί με τον προτεινόμενο συμψηφισμό), του οφειλομένου εκ των μισθωμάτων της πρώτης τριετίας ποσού των 900.000 ευρώ. Για την καταβολή του ποσού αυτού, η πρώτη εναγομένη προσκομίζει ανεπικύρωτο, επίσης, αντίγραφο της κίνησης του υπ΄αριθμ. …………. λογαριασμού στην Τράπεζα Πειραιώς, στον οποίο σημειώνεται κατά την ημερομηνία αυτή μεταφορά αντίστοιχου ποσού από τον άνω λογαριασμό με κωδικό …………… Δεν προκύπτει, όμως, από το έγγραφο αυτό ούτε ότι ο λογαριασμός από τον οποίο εκταμιεύτηκε το ποσό ανήκει στην πρώτη εναγομένη, ούτε ότι αυτό κατευθύνθηκε σε λογαριασμό της ενάγουσας, η οποία μάλιστα είχε δηλώσει στο μισθωτήριο συμβόλαιο ως δεκτικό κατάθεσης των μισθωμάτων, όχι λογαριασμό της τράπεζας Πειραιώς, αλλά τον υπ΄αριθμ …………. τραπεζικό της λογαριασμό στην τράπεζα ALPHA BANK. Επειδή, ωστόσο, η πράξη καταβολής φέρεται ότι έλαβε χώρα στις 14.1.2009, δηλαδή πριν την πτώχευση και την παύση των πληρωμών της ενάγουσας (6.3.2009), και δεδομένου ότι η τελευταία δεν αμφισβητεί ειδικά δια της συνδίκου της την γνησιότητα της υπογραφής του αποστολέα του εγγράφου και ειδικότερα, δεν αμφισβητεί ότι αυτή ανήκει στον τότε νόμιμο εκπρόσωπό της, εκτιμάται το έγγραφο αυτό ως εξώδικη ομολογία εξόφλησης του παραπάνω ποσού με καταβολή, προερχόμενη από πρόσωπο που, σε κάθε περίπτωση, εφόσον δεν αμφισβητείται η υπογραφή του, είχε εξουσία εκπροσωπήσεως και δέσμευε την ενάγουσα. Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ένσταση εξόφλησης δια καταβολής της πρώτης εναγομένης και δη μόνο κατά το ποσό των 396.000 ευρώ έναντι των συνολικώς οφειλομένων μισθωμάτων των 900.000 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 5.1.2009 έως 4.1.2012 και να απορριφθεί η ένστασή της κατά το μέρος που επικαλείται συμψηφιστική εξόφληση για τα υπόλοιπα ως άνω ποσά ως αβάσιμη στην ουσία της. Μετά την παραπάνω παραδοχή, αποδεικνύεται, ότι η συνολική απαίτηση της ενάγουσας έναντι της πρώτης εναγομένης για τα μισθώματα της πρώτης τριετίας (5.1.2009 έως 4.1.2012) ανέρχεται στο ποσό των (900.000 – 396.000 =) 504.000 ευρώ, το οποίο εξακολουθεί να της οφείλει η πρώτη εναγομένη μέχρι σήμερα. Αντίθετα, δεν αποδεικνύεται επιβάρυνση ειδικά των μισθωμάτων της χρονικής αυτής περιόδου με χαρτόσημο συνολικού ποσού (25.000 χ 3,6% = 900 χ 36 =) 32.400 ευρώ, καθώς δεν διαλαμβάνεται στο μισθωτήριο σαφής περί αυτού όρος, και το σχετικό κονδύλιο της αγωγής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ΄ουσίαν. Αποδεικνύεται περαιτέρω, ότι, η πρώτη εναγομένη δεν κατέβαλε στην εκμισθώτρια ενάγουσα ούτε τα κατά μήνα οφειλόμενα μισθώματα με το αναλογούν σ’αυτά τέλος χαρτοσήμου (όρος 4 του μισθωτηρίου) για το επόμενο χρονικό διάστημα μέχρι την 4.2.2018, τα οποία ανήλθαν (μαζί με το χαρτόσημο) για, μεν, το χρονικό διάστημα 5.1.2012 έως 4.1.2013 στο συνολικό ποσό των (25.900 χ 12 =) 310.800 ευρώ, για, δε, το χρονικό διάστημα από 5.1.2013 έως 4.1.2018 στο συνολικό ποσό των (26.521,60 χ 60 =) 1.591.296 ευρώ. Επιπλέον, η πρώτη ενάγουσα, η οποία έκανε χρήση του μισθίου ακινήτου μέχρι την 24.1.2018 δεν κατέβαλε και το μίσθωμα για τον τελευταίο αυτό μήνα (5.1.2018 – 4.2.2018) ποσού (μαζί με το χαρτόσημο) 26.521,60 ευρώ, το οποίο έπρεπε να καταβληθεί μέχρι την 5.1.2018 και για το οποίο είναι συνυπόχρεη εις ολόκληρον με την δεύτερη εναγομένη, με την οποία συνυπήρξαν στο μίσθιο κατά τον ίδιο μήνα και βαρύνονταν αμφότερες για την καταβολή του. Επομένως, η συνολική απαίτηση της ενάγουσας έναντι της πρώτης εναγομένης ανέρχεται στο ποσό των (504.000 + 310.800 + 1.591.296 =) 2.406.096 ευρώ για το οποίο ευθύνεται αποκλειστικά η ίδια και, (επιπλέον) στο ποσό των 26.521,60 ευρώ, για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρον με την δεύτερη εναγομένη. Κατ΄ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε σιγή το τελευταίο κονδύλιο των 26.521,60 ευρώ, που αφορά το μίσθωμα από 5.1.2018 έως 4.2.2018, έσφαλε κατά τούτο περί την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει, ο συναφής τέταρτος λόγος της από 5.7.2021 εφέσεως της ενάγουσας κατά το μέρος που αφορά την ενάγουσα αυτή, να γίνει δεκτός ως βάσιμος και στην ουσία του.
Η πρώτη εναγομένη, κατ΄εκτίμηση των δικογράφων της, υποστήριξε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναλαμβάνει και στο παρόν δικαστήριο ότι το σύνολο των απαιτήσεων της ενάγουσας για το χρονικό διάστημα 5.1.2012 έως και 4.2.2018, συνολικού ποσού 1.928.617 ευρώ, έχουν διαγραφεί σε ποσοστό 97,5%, δυνάμει του άρθρου 13.5.2 της επικυρωθείσης την 24.1.2018 συμφωνίας εξυγίανσης, με το οποίο προβλέπεται η διαγραφή των οφειλών της προς τους εκμισθωτές της, η οποία δεσμεύει και την ενάγουσα ως εκμισθώτρια, έστω και αν δεν έλαβε μέρος σ’αυτή και δεν την συνυπέγραψε. Η ένσταση αυτή, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 871 ΑΚ και 106γ ν. 3588/2007, (όπως το άρθρο 106γ ίσχυε πριν την κατάργησή του με την παρ.1 του άρθρου 265 του ν. 4738/2020), πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν.
Από την προσκομιζόμενη από 18.6.2017 συμφωνία εξυγίανσης, η οποία επικυρώθηκε με την υπ΄αριθμ. 109/24.1.2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και, σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 109γ του ν. 3588/2007, από την επικύρωσή της, δεσμεύει το σύνολο των πιστωτών, οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονται από αυτή, ακόμη και αν δεν είναι συμβαλλόμενοι στη συμφωνία εξυγίανσης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την παράγραφο 11.1 της συμφωνίας ορίστηκε ότι, “μαζί με το μεταβιβαζόμενο ενεργητικό συμμεταβιβάζονται αποκλειστικά και μόνον α) οι συμβάσεις που περιλαμβάνονται στα Παραρτήματα 9 και 9α της παρούσας…..” Με την παράγραφο 13.1 της συμφωνίας με τον τίτλο “ειδικοί όροι για τις εμπορικές μισθώσεις και υπομισθώσεις” ορίζεται ότι “οι ενεργείς κατά την 31.3.2017 μισθωτικές σχέσεις της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ, (νοείται η προς εξυγίανση πρώτη εναγομένη), ήτοι οι εμπορικές μισθώσεις και οι υπομισθώσεις, οι οποίες αποκλειστικά περιγράφονται και απεικονίζονται στο Παράρτημα 9 της παρούσης, καθώς και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της εταιρείας …. έναντι των εκμισθωτών, σε σχέση με τα λειτουργούντα κατά την υπογραφή της παρούσης συμφωνίας ή/ και κατά την ημερομηνία ολοκλήρωσης της συναλλαγής καταστήματα του δικτύου, (εφεξής πρατήρια), μεταβιβάζονται στην νέα εταιρεία κατ΄ άρθρο 106δ και 33 του ΠτΚ, σύμφωνα με τους όρους, συμφωνίες και προϋποθέσεις που περιγράφονται στις κατωτέρω παραγράφους…..” Με την παράγραφο 13.5.1. υπό τον τίτλο “υποχρεώσεις από μισθώσεις και ρύθμιση αυτών, ορίζεται ότι “στην νέα εταιρεία μεταβιβάζονται και μεταφέρονται το σύνολο των υποχρεώσεων της εταιρείας προς τους εκμισθωτές, οι συμβάσεις των οποίων μεταφέρονται στην νέα εταιρεία σύμφωνα με το άρθρο 13.1 ….” και με την παράγραφο 13.5.2. ορίζεται ότι “ οι οφειλές σε εκμισθωτές την 31.3.2017 ανέρχονται σε 621.628 ευρώ. Από το σύνολο των υποχρεώσεων της εταιρείας προς τους εκμισθωτές αυτούς τόσο κατά την 31.3.2017, όσο και όσων θα γεννηθούν από την 1.4.2017 και μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης, διαγράφεται σε ποσοστό 97,5% το, δε, υπολοιπόμενο ποσοστό θα αποπληρωθεί εφάπαξ από την εταιρεία εντός είκοσι (20) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της συναλλαγής”. Τέλος, με την παράγραφο 19.2 με τον τίτλο “Υποχρεώσεις προς ανέγγυους πιστωτές και τρόπος ρύθμισης αυτών”, ορίζεται ότι “απαιτήσεις αφανών πιστωτών της εταιρείας, οι οποίες είχαν γεννηθεί στις 31.3.2017 ή θα γεννηθούν κατά την ενδιάμεση περίοδο, αλλά δεν εμφανίζονται στα βιβλία της, θα παραμένουν ως υποχρέωση της εταιρείας, θα διαγράφονται κατά ποσοστό 97,5% και θα καταβάλλονται εφάπαξ από την εταιρεία εντός είκοσι (20) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της συναλλαγής”. Όπως προκύπτει από το όλο περιεχόμενό της, η συμφωνία εξυγίανσης ρυθμίζει ανά κατηγορία τις απαιτήσεις των πιστωτών της πρώτης εναγομένης, η, δε, ενάγουσα κατηγοριοποιείται με το άρθρο 11 σε συνδυασμό με το παράρτημα 9α αυτής μαζί με τις χρηματοδοτικές μισθώσεις, τις συμβάσεις αποθήκευσης, τις συμβάσεις έργου και τις συμβάσεις με δημόσιους οργανισμούς υπό τον τίτλο “μεταβίβαση συμβάσεων” και δεν εντάσσεται στην κατηγορία των “εμπορικών μισθώσεων και υπομισθώσεων”, οι οποίες κατηγοριοποιούνται και ρυθμίζονται ειδικότερα με το άρθρο 13 της συμφωνίας. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 13 της συμφωνίας, οι συμβαλλόμενοι ενέταξαν τις λοιπές, πλην της ένδικης, μισθώσεις και υπομισθώσεις που αφορούσαν τα πρατήρια της πρώτης εναγομένης, τις οποίες, για τις ανάγκες της κατηγοριοποίησής τους, χαρακτήρισαν ως “εμπορικές” και οι οποίες, κατά ρητή πρόβλεψη του άνω άρθρου, είναι αποκλειστικά όσες αναφέρονται στο παράρτημα 9 της συμφωνίας και όχι και αυτές που αναφέρονται στο παράρτημα 9α, οι οποίες κατηγοριοποιούνται σε άλλη ομάδα με τον τίτλο “μεταβιβαζόμενες συμβάσεις” στην οποία εντάχθηκε με το άρθρο 11.1 η ενάγουσα. Εξ άλλου, η προβλεπόμενη από το άρθρο 13.5.2 διαγραφή των απαιτήσεων των πιστωτών της πρώτης εναγομένης, διευκρινίζεται ρητά με την αμέσως προηγούμενη παράγραφο (13.5.1.), ότι αφορά μόνον τους εκμισθωτές της παραγράφου 13.1. που περιοριστικά περιγράφονται στο παράρτημα 9 της συμφωνίας. Κατά συνέπεια, δεν ρυθμίζονται με την παράγραφο 13.5.2 της συμφωνίας οι απαιτήσεις της ενταχθείσης σε άλλο παράρτημα (9α) ενάγουσας και δεν καταλαμβάνονται οι ένδικες απαιτήσεις της από την προβλεπόμενη εκεί διαγραφή κατά 97,5% των απαιτήσεων των λοιπών εκμισθωτών της πρώτης εναγομένης Άλλωστε, αν η παραπάνω ρύθμιση διαγραφής καταλάμβανε και την ενάγουσα, η πρώτη εναγομένη θα είχε ήδη καταβάλει στην ενάγουσα το υπολοιπόμενο της διαγραφής ποσό, και μάλιστα εντός είκοσι (20) ημερών από την ολοκλήρωση της συναλλαγής, η οποία, όπως υποστηρίζει η ίδια, επήλθε την 3.4.2018. Από το όλο, δε, περιεχόμενο της συμφωνίας εξυγίανσης προκύπτει ότι δεν ρυθμίζονται γενικότερα οι απαιτήσεις της ενάγουσας, καθώς στο παραπάνω άρθρο 11.1 ρυθμίζεται μόνον η τύχη της συμβάσεως μισθώσεως, χωρίς να γίνεται λόγος για τις απαιτήσεις της έναντι της πρώτης εναγομένης. Η εξαίρεση των απαιτήσεων της ενάγουσας από την παραπάνω ρύθμιση του άρθρου 13.5.2 της συμφωνίας εξυγίανσης και η μη διαγραφή τους κατά το άνω ποσοστό δεν έγινε τυχαία από τις συμβαλλόμενες στην συμφωνία εναγόμενες και τούτο διότι: Η ένδικη απαίτηση της ενάγουσας για την καταβολή των οφειλόμενων μισθωμάτων περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία κατά τα αναφερόμενα κατωτέρω στην νομική σκέψη με αριθμό (ΙV) και, χωρίς την σύμπραξη της συνδίκου, την έγκριση του εισηγητή, την επικύρωση του πτωχευτικού δικαστηρίου και τις λοιπές προϋποθέσεις που αναφέρονται στην με αριθμό (IΙΙ) νομική σκέψη, δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης και ρύθμισης στα πλαίσια της συμφωνίας εξυγίανσης – συμβιβασμού (άρθρα 19 παρ 1 και 74 του ν. 3588/2007), και, πάντως, οπωσδήποτε δεν μπορούσε να ρυθμιστεί χωρίς τουλάχιστον να τεθούν υπόψιν του πτωχευτικού δικαστηρίου της επικύρωσης όλα τα στοιχεία της πτώχευσης της ενάγουσας και η έγκριση του εισηγητή, καθώς και ειδικό αίτημα επικύρωσής της με τον άνω τρόπο εκποίησης περιουσιακού στοιχείου της πτωχεύσεως της ενάγουσας. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι η συμφωνία εξυγίανσης της επιχείρησης της πρώτης εναγομένης έγινε όχι με την μεταβίβασή της ως σύνολο, οπότε ήταν δυνατή κατά νόμο και η διαγραφή των απαιτήσεων των πιστωτών της υπό τις άνω προϋποθέσεις, αλλά μόνον με την μεταβίβαση μέρους αυτής, που αποκλείεται κατά νόμο η ρύθμιση με διαγραφή. Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 εδ. α΄ του ν. 3588/2007, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή της με την παρ.1 του άρθρου 265 του ν. 4738/2020 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, ορίζεται ότι, “όταν κατά τη συμφωνία εξυγίανσης ή με σύμβαση που καταρτίζεται σε εκτέλεση της τελευταίας μεταβιβάζεται το σύνολο ή μέρος της επιχείρησης του οφειλέτη, μεταβιβάζονται στον αποκτώντα το ενεργητικό της επιχείρησης ή του μέρους της και ενδεχομένως, στο μέτρο που προβλέπεται στη συμφωνία, μέρος των υποχρεώσεων, ενώ οι λοιπές υποχρεώσεις κατά περίπτωση εξοφλούνται από το τίμημα της πώλησης της επιχείρησης ή του μέρους της, διαγράφονται, ή στην περίπτωση μεταβίβασης μέρους της επιχείρησης παραμένουν ως υποχρεώσεις του οφειλέτη ή κεφαλαιοποιούνται”. Από την διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς, ότι σε περίπτωση που η συμφωνία εξυγίανσης περιλαμβάνει την μεταβίβαση μέρους μόνον της επιχείρησης του οφειλέτη, όπως εν προκειμένω, οι απαιτήσεις των πιστωτών του δεν διαγράφονται, αλλά παραμένουν ως υποχρεώσεις του οφειλέτη ή κεφαλαιοποιούνται, η, δε, κεφαλαιοποίηση γίνεται με την έκδοση μετοχών (άρθρο 103 παρ.1β του ν. 3588/2007). Δεν συνέτρεχε επομένως, εν προκειμένω νόμιμη περίπτωση διαγραφής των απαιτήσεων της ενάγουσας, και μάλιστα χωρίς προηγουμένως να τηρηθεί η διαδικασία εγκρίσεως από το πτωχευτικό δικαστήριο που προεκτέθηκε, και για το λόγο αυτό απουσιάζουν από την συμφωνία της ρυθμίσεως των οφειλών της πρώτης εναγομένης. Εξ άλλου, η πρώτη εναγομένη με τις (κοινές) προτάσεις της ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (σελ. 8), επιχειρεί το πρώτον να θεμελιώσει την παραπάνω ένστασή της και στο άρθρο 19 της συμφωνίας εξυγίανσης. Επικαλείται ειδικότερα κατά λέξη ότι “στο άρθρο 19 παρ.2 της αυτής συμφωνίας ορίστηκε ότι οι απαιτήσεις αφανών (απόντων – μη συμφωνούντων) πιστωτών της 1ης εξ ημών, εν οις και η αντίδικος, οι οποίες είχαν γεννηθεί μέχρι την 31.3.2017 ή επρόκειτο να γεννηθούν στην ενδιάμεση περίοδο, παραμένουν ως υποχρέωση της 1ης εξ ημών και διαγράφονται κατά ποσοστό 97,5%” Ωστόσο η θεμελίωση της ενστάσεως της εναγομένης και στο παραπάνω άρθρο, πέραν των όσων εκτέθηκαν αμέσως παραπάνω για την δυνατότητα και τις προϋποθέσεις διαγραφής των απαιτήσεων της ενάγουσας, γίνεται διηγηματικά και χωρίς συγκεκριμένο αίτημα, ενώ και τα εκτιθέμενα λοιπά περιστατικά δεν πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 19 της συμφωνίας εξυγίανσης. Και τούτο, διότι το άρθρο 19.2 της συμφωνίας εξυγίανσης, που πράγματι ρυθμίζει την διαγραφή των απαιτήσεων των πιστωτών της πρώτης εναγομένης κατά 97,5%, αναφέρεται ρητά στους αφανείς μόνον πιστωτές, και ως τέτοιοι νοούνται εκείνοι των οποίων οι απαιτήσεις υπήρχαν, μεν, πριν από την υπογραφή της συμφωνίας εξυγίανσης και την συζήτηση της αίτησης επικύρωσης, αλλά, είτε εκ παραδρομής είτε επειδή επρόκειτο για αμφισβητούμενες απαιτήσεις, δεν εμφανίζονται στα βιβλία και τις οικονομικές καταστάσεις του οφειλέτη που τέθηκαν υπόψιν του δικαστηρίου που επικύρωσε την συμφωνία εξυγίανσης. Τέτοια όμως γεγονότα δεν επικαλείται η εναγομένη με την ένστασή της, αλλά και εν γένει με τα δικόγραφά της διατυπώνει αντιφατικούς περί αυτού ισχυρισμούς, καθώς επικαλείται άλλοτε ότι δεν έχει καμία οφειλή προς την ενάγουσα και άλλοτε ότι οι οφειλές συμπεριλαμβάνονται στο ποσό των 621.628 ευρώ, που εμφανίζεται ως οφειλόμενο στους εκμισθωτές της στο άρθρο 13.5.2 του συμφωνητικού εξυγίανσης Αντίθετα, επικαλείται την απουσία της ενάγουσας από την διαδικασία εξυγίανσης και την μη συμφωνία της στην ρύθμιση των απαιτήσεών της, περίπτωση όμως που την εντάσσει στην κατηγορία των πιστωτών που οι απαιτήσεις τους εμφανίζονται στα βιβλία της εναγομένης που τέθηκαν υπόψιν του δικαστηρίου, γεγονός που την εξαιρεί αυτόματα από την περί αφανών πιστωτών ρύθμιση του παραπάνω άρθρου. Κατόπιν αυτών, εκτός από την αοριστία της, παρίσταται και ως ουσία αβάσιμη η παραπάνω ένσταση της εναγομένης. Έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο δέχθηκε ως νόμω και ουσία βάσιμη την άνω ένσταση της πρώτης εναγομένης και, ακολούθως, δέχθηκε την διαγραφή των απαιτήσεων της ενάγουσας για το χρονικό διάστημα από 5.1.2012 έως 4.1.2018 κατά 97,5% και επιδίκασε σ’αυτήν το μικρότερο ποσό των 47.552,40 ευρώ, απορρίπτοντας το κονδύλιο της αγωγής για το υπόλοιπο αιτούμενο ποσό και πρέπει, κατά παραδοχή του συναφούς τρίτου λόγου της από 5.7.2021 εφέσεως της ενάγουσας ως βασίμου και κατ΄ουσίαν, να εξαφανιστεί κατά τούτο η εκκαλουμένη απόφαση.
I) Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 440 και 441 ΑΚ, το διαπλαστικό δικαίωμα της προτάσεως συμψηφισμού δημιουργείται από τότε που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Από το χρονικό αυτό σημείο, παρέχεται κατά νόμο η δυνατότητα αφενός στο δικαιούχο της ανταπαιτήσεως να αποσβέσει μονομερώς την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό, αφετέρου στους δανειστές και οφειλέτες να προβούν σε συμβατικό συμψηφισμό (συμβιβασμό). Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων αναδρομικά, δηλαδή από τότε που συνυπήρξαν ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Όπως δε ήδη προαναφέρθηκε, οι απαιτήσεις που συμψηφίζονται πρέπει να είναι ληξιπρόθεσμες γίνεται όμως δεκτό ότι ληξιπρόθεσμη πρέπει να είναι η ανταπαίτηση, όχι και η απαίτηση. Επίσης από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι ο (μονομερής) συμψηφισμός αποτελεί όχι μόνο γνήσια ένσταση, αλλά και άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος. Όταν ο εναγόμενος επικαλείται, κατά τη διάρκεια της δίκης, συμψηφισμό που έχει λάβει χώρα εξώδικα, πριν από την έναρξη της δίκης, δεν υπάρχει ουσιαστικά ένσταση συμψηφισμού, αλλά απλή ένσταση “εξοφλήσεως” διά του συμψηφισμού, η οποία υπάγεται στη ρύθμιση των κοινών ενστάσεων κατά το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 450/2013 ΤΝΠ Νόμος). Από τις παραπάνω διατάξεις επίσης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 262 παρ.1 και ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού, πρέπει να γίνεται αναφορά, με τρόπο σαφή και ορισμένο, των περιστατικών που θεμελιώνουν κατά νόμο την προβλεπόμενη σε συμψηφισμό ληξιπρόθεσμη και ομοειδή ανταπαίτησή του κατά του δανειστή (Β. Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ Τόμος 1ος σελ. 613). Ειδικότερα, για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού ή η ένσταση συμψηφισμού πρέπει να διαλαμβάνεται σαφής έκθεση των δικαιοπαραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, (ΑΠ 84/2019 ΤΝΠΝ), ήτοι, πρέπει να αναφέρεται: α) περιγραφή, χρόνος γέννησης και το ποσό των αμοιβαίων απαιτήσεων, που προτείνονται σε συμψηφισμό (ΑΠ 793/2005 Δνη 49. 205), β) ότι οι απαιτήσεις είναι ομοειδείς (ΑΠ 386/1978 ΝοΒ 27. 174), γ) ότι οι απαιτήσεις είναι υποστατές και έγκυρες (ΑΠ 181/1995 Δνη 1996. 1344) και δ) ότι οι αξιώσεις είναι ληξιπρόθεσμες και αγώγιμες (Κατράς Αγωγές και ενστάσεις ΑΚ 2008 παρ.159 σελ. 1170). Ειδάλλως, ήτοι εφόσον δεν εξειδικεύονται τα παραγωγικά της ανταπαιτήσεως πραγματικά περιστατικά ή δεν καθορίζονται επακριβώς τα επιμέρους χρηματικά κονδύλια που απαρτίζουν την ανταπαίτηση κατά του δανειστή, ώστε να καταστεί εφικτό στον ενάγοντα να απαντήσει σ’ αυτή, στο, δε, δικαστήριο να εκτιμήσει τον ισχυρισμό του, η σχετική ένσταση είναι απορριπτέα ως αόριστη (ΑΠ 695/2020, ΑΠ 1057/2019, ΑΠ 953/2019, ΑΠ 84/2019 ΑΠ 7/1976 ΝοΒ 24.537, ΑΠ 789/1975 ΝοΒ 24. 755).
IΙ) Από το συνδυασμό των ίδιων ως άνω διατάξεων (440 και 441 ΑΚ), με εκείνες των άρθρων 36 και 74 του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007, όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο), προκύπτει ότι σε περίπτωση πτώχευσης, αν οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού συνέτρεξαν πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, τότε λόγω της αρχής της αναδρομής των αποτελεσμάτων του συμψηφισμού στο χρόνο κατά τον οποίο οι εκατέρωθεν απαιτήσεις συναντήθηκαν με τα προσόντα αυτού, ο τρίτος δανειστής και οφειλέτης του πτωχού, μπορεί να προτείνει συμψηφισμό και μετά την κήρυξη της πτώχευσης, διότι λογίζεται ότι ικανοποιήθηκε πριν από αυτή και κατά το χρόνο κατά τον οποίο υπήρξαν οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού. Αντίθετα, αν οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού συνέτρεξαν μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ο τρίτος δανειστής και οφειλέτης του πτωχού δεν μπορεί να προτείνει την ένσταση συμψηφισμού (ΑΠ 1512/2013 Νόμος, ΑΠ 906/1996 Δ/νη. 1997 134). Το ίδιο ισχύει και αν οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού και δη η απαίτηση του τρίτου δανειστή του πτωχού έγινε ληξιπρόθεσμη και απαιτητή το πρώτο μετά την ημερομηνία παύσης των πληρωμών που ορίστηκε από το δικαστήριο ή εντός δέκα ημερών πριν από αυτή. Τούτο, γιατί σ’αυτή την περίπτωση υπάρχει πληρωμή ληξιπρόθεσμων χρεών εντός της υπόπτου περιόδου, κατά την έννοια του άρθρου 537 του ΕμπΝ, που δεν έγινε με μετρητά, αλλά με άλλο τρόπο (ΑΠ 1512/2013, ο.π.).
III) Ο συμβατικός συμψηφισμός είναι δυνατός, έστω κι αν δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμιμου συμψηφισμού, υπό τον όρο διαφύλαξης του δημοσίου συμφέροντος και των τρίτων. Πιο συγκεκριμένα, επειδή κατά την 174 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου είναι άκυρη, επί δε του συμβατικού συμψηφισμού ισχύουν συμπληρωματικά οι διατάξεις περί μονομερούς συμψηφισμού των 440 επ. ΑΚ, θα πρέπει να γίνει δεκτό κατ’ αναλογίαν ότι, όπου ο νόμος απαγορεύει το μονομερή συμψηφισμό (πρβλ. 451 ΑΚ) για λόγους δημοσίας τάξεως ή προστασίας τρίτων, πρέπει να αποκλείεται και ο συμβατικός συμψηφισμός (ΕφΑθ 2638/1969, Αρμ 24, σελ. 258). Κατά τα λοιπά, οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του μονομερούς συμψηφισμού δεν ισχύουν για το συμβατικό συμψηφισμό. Έτσι, οι απαιτήσεις που συμψηφίζονται συμβατικά δε χρειάζεται να είναι ούτε αμοιβαίες, ούτε ομοειδείς, ούτε ληξιπρόθεσμες, δύνανται, δε, να τελούν υπό αίρεση ή προθεσμία, όπως άλλωστε και η όλη σύμβαση συμψηφισμού μπορεί να τεθεί υπό αναβλητική ή διαλυτική αίρεση ( ΑΠ 313/1999, ΝοΒ 2000, σελ. 937). Η περί συμψηφισμού σύμβαση αποβλέπει συνήθως στην απόσβεση υπαρκτών, ήδη, απαιτήσεων. Μπορεί, ωστόσο, να αναφέρεται και σε μελλοντικές απαιτήσεις (ΑΠ 1254/2003, ΕλλΔνη 2004, σελ. 482, ΑΠ 313/1999, ΝοΒ 2000, σελ. 937), χωρίς να συνιστά προσύμφωνο συμβιβασμού. Όταν η σύμβαση συμψηφισμού αφορά σε μέλλουσες ή μή υφιστάμενες απαιτήσεις, η απόσβεση αυτών επέρχεται αυτοδικαίως μόλις γεννηθούν και συνυπάρξουν. Αντιθέτως, δεν μπορεί να συμφωνηθεί συμψηφισμός ανύπαρκτων απαιτήσεων, καθότι μία ανύπαρκτη απαίτηση δε δύναται να αποσβεσθεί. Εξ ετέρου, υπαρκτές μεν, αλλά ελαττωματικές απαιτήσεις, μπορούν να συμψηφισθούν με σύμβαση, αν το επιθυμούν τα μέρη. Συμβατικός συμψηφισμός απαιτήσεως ανύπαρκτης μόνο τότε δεν είναι άκυρος, όταν τα μέρη γνώριζαν το ανυπόστατο της απαίτησης, οπότε θεωρείται ότι με τη σύμβαση συνιστούν την απαίτηση και ταυτόχρονα τη συμψηφίζουν, Προσέτι, ο συμβατικός συμψηφισμός έχει αναδρομική ενέργεια, αλλά μόνο εφόσον υπάρχουν οι προϋποθέσεις του μονομερούς συμψηφισμού και έχει σαφώς εκφρασθεί η σχετική βούληση των μερών. Από έποψη νομικής φύσεως, κρατεί η θέση ότι ο συμβατικός συμψηφισμός συνιστά ενιαία αμφοτεροβαρή σύμβαση με αντικείμενο την αμοιβαία άφεση χρέους, η οποία δεν υπόκειται σε τύπο και μπορεί να καταρτιστεί και σιωπηρώς, ήτοι, να συνάγεται από τη συμπεριφορά των μερών. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 74. του ν. 3588/2007, όπως ίσχυε πριν την αντικ με το ν. 4446/2016 συνάγεται ότι ο σύνδικος μπορεί να συμβιβαστεί για κάθε αξίωση του οφειλέτη που έχει αυτός κατά τρίτων ή τρίτοι έναντι του οφειλέτη με τους όρους του 871 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή, συνάπτεται συμφωνία μεταξύ του συνδίκου και του άλλου μέρους με πρακτικό ενώπιον του γραμματέα των πτωχεύσεων. Προς τούτο, ειδοποιείται ο οφειλέτης και η επιτροπή των πιστωτών προκειμένου να λάβουν γνώση της συμφωνίας, ώστε, αν το επιθυμούν, να υποβάλλουν εντός τριών ημερών αντιρρήσεις ενώπιον του εισηγητού. Εν συνεχεία το πρακτικό υποβάλλεται στον εισηγητή προς επικύρωση. Εάν αυτός συμφωνεί και το ποσό του συμβιβασμού δεν υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Μονομελούς πρωτοδικείου (250.000,00 ευρώ), επικυρώνει το πρακτικό των μερών. Ενώ, αν δεν συμφωνεί, αρνείται την επικύρωση. Κατά της απορριπτικής πράξης του, ο σύνδικος, ο αντισυμβαλλόμενος, ο οφειλέτης, οποιοσδήποτε πιστωτής και στις, προ του ν. 4446/2016, πτωχεύσεις η επιτροπή των πιστωτών, μπορούν να ασκήσουν προσφυγή στο πτωχευτικό Δικαστήριο.. Αν το ποσό του συμβιβασμού υπερβαίνει την αρμοδιότητα του Μονομελούς πρωτοδικείου (250.000,00 ευρώ), ο εισηγητής, με αιτιολογημένη έκθεσή του, υποβάλλει το πρακτικό προς επικύρωση ή μη στο πτωχευτικό Δικαστήριο. Η απόφαση αυτού προσβάλλεται από τα άνω πρόσωπα με έφεση και το εφετείο αποφαίνεται αμετάκλητα. Tέλος, κατά το άρθρο 19 παρ. 1 του ιδίου νόμου, όπως ίσχυε κατά τον επίμαχο χρόνο (2018) μέχρι την έγκριση του κατά τα άρθρα 107 επ. σχεδίου αναδιοργάνωσης, άλλως μέχρι την ένωση των πιστωτών, απαγορεύεται η διάθεση στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης χωρίς την άδεια του εισηγητή, που χορηγείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις
IV) Με τις διατάξεις των άρθρων 30, 31 παρ. 1 και 32 παρ.1 του ν. 3588/2007, όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, ορίζεται ότι “απαιτήσεις από συμβάσεις που συνάπτονται από τον σύνδικο ικανοποιούνται ως ομαδικές” (άρθρο 30), ότι “συμβάσεις διαρκούς χαρακτήρα διατηρούν την ισχύ τους, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στο νόμο ή τη σύμβαση” (άρθρο 31) και ότι “τα οριζόμενα στο άρθρο 31 δεν θίγουν το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης που προβλέπει ο νόμος ή η σύμβαση (άρθρο 32). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι διαρκείς συμβάσεις, οι οποίες δεν λύθηκαν λόγω της πτώχευσης, αλλά συνεχίζουν να λειτουργούν ως είχαν πριν την πτώχευση δημιουργώντας υποχρέωση για τις εκατέρωθεν παροχές, οι απαιτήσεις του πτωχού έναντι του οφειλέτη τρίτου, αλλά και αυτές του τρίτου έναντι του πτωχού, εξακολουθούν να παραμένουν πτωχευτικές και μετά την κήρυξη της πτώχευσης, έως ότου οι συμβάσεις αυτές καταγγελθούν από τον σύνδικο ή τον αντισυμβαλλόμενο τρίτο. Αντιθέτως, όταν οι διαρκείς συμβάσεις συνεχίζονται μετά την κήρυξη της πτώχευσης με ιδιαίτερη ενέργεια του συνδίκου, (είτε με συμφωνία παράτασης, είτε με επανασύναψή τους μετά την λύση τους), για τις ανάγκες της διαδικασίας ή της αποφασισθείσης συνέχισης της επιχείρησης του πτωχού, οι γεννώμενες εφεξής απαιτήσεις του αντισυμβαλλομένου μέρους θα είναι ομαδικές (Κ. Παμπούκη, ΕπισκΕμπΔ 2008, σ. 501, Ευαγ. Περάκη, Πτωχευτικό Δίκαιο, έκδ. 2010, σ. 252, άρθρο 30 ΠτΚ, Σπ. Ψυχομάνη, Πτωχευτικό Δίκαιο και Δίκαιο ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδ. 2017, σ. 309-310, ΕφΠειρ. 398/2022 Εφ Θεσ 269/2020 Νόμος). Ειδικά, δε, επί πτωχεύσεως του εκμισθωτού τα οφειλόμενα μισθώματα από προϋφιστάμενη της πτώχευσης σύμβαση, που δεν καταγγέλθηκε από τον σύνδικο και συνεχίζει να είναι ενεργή και μετά την πτώχευση, αποτελούν πτωχευτική περιουσία (βλ και ΑΠ 906/1996 ΕλΔνη 1997, 134, που εντάσσει τα μισθώματα στην πτωχευτική περιουσία ως περιοδική παροχή). Έτσι, σε σχέση με τις παροχές αυτές, τόσο ο συμβατικός όσο και ο μονομερής με δήλωση του δανειστή και οφειλέτη του πτωχού συμψηφισμός δεν επιφέρει έννομα αποτελέσματα.
Η πρώτη εναγομένη με δήλωσή της στο ακροατήριο και με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, προέβαλε ένσταση συμψηφισμού των απαιτήσεων της ενάγουσας για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα και, επικουρικά και ένσταση απόσβεσης – εξόφλησης των απαιτήσεών της για το ίδιο χρονικό διάστημα δι΄ εξωδίκου συμβατικού συμψηφισμού. Τις ενστάσεις της αυτές επαναφέρει και στο παρόν δικαστήριο τόσο με τις προτάσεις της προς απόκρουση της εφέσεως όσο και με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς της, υποστηρίζοντας, κατ΄ εκτίμηση του περιεχομένου των δικογράφων της, τα ακόλουθα: 1) ότι έχει έναντι της ενάγουσας ληξιπρόθεσμη ανταπαίτηση ποσού 1.971.029,84 ευρώ, προερχόμενη από δαπάνες που πραγματοποίησε στο μίσθιο κατά το χρονικό διάστημα 5.1.2009 – 31.12.20012 για την λειτουργική αποκατάσταση, τη συντήρηση και την αντιμετώπιση φθορών, ελλείψεων και αστοχιών των εγκαταστάσεων, και, επιπλέον, και από την καταβολή των ασφαλίστρων της εγκατάστασης, οι οποίες βάρυναν την ενάγουσα και αναλύονται, (μόνον οι δαπάνες), ως εξής: α) για το χρονικό διάστημα 5.1.2009 έως 31.12.2009 ποσό 224.069,57 ευρώ, β) για το χρονικό διάστημα 1.1.2010 έως 31.12.2010 ποσό 128.525,78 ευρώ, γ) για το χρονικό διάστημα 1.1.2011 έως 31.12.2011 ποσό 880.802,67 ευρώ και δ) για το χρονικό διάστημα 1.1.2012 έως 31.12.2012 ποσό 737.631,82 ευρώ. Προτείνει, δε, την ανταπαίτησή της αυτή προς συμψηφισμό με τα οφειλόμενα μισθώματα για το χρονικό διάστημα 5.1.2012 έως 31.3.2017 και 2) ότι, επικουρικά, έχει εξοφλήσει εν μέρει ή και στο σύνολό της την απαίτηση της ενάγουσας για τα μισθώματα της ίδιας χρονικής περιόδου και, δη, στις μεν προτάσεις της ότι έχει εξοφλήσει τα μισθώματα του χρονικού διαστήματος 5.1.2012 έως 31.3.2017, στην, δε, έφεσή της έως και 4.2.2018, διά εξωδίκου συμψηφισμού – συμβιβασμού ανταπαιτήσεώς της ποσού 1.363.452,93 ευρώ, προερχόμενη από τις ίδιες ως άνω δαπάνες στο μίσθιο ακίνητο, ο, δε, συμψηφισμός υποστηρίζει ότι έλαβε χώρα με μονομερή δήλωση του τότε συνδίκου της πτωχεύσεως της ενάγουσας, η οποία εμπεριέχεται στην από 10.12.2012 εξώδικη δήλωση – ενημέρωση, που της απηύθυνε ο τελευταίος και ότι, μετά την αλληλοκάλυψη των εκατέρωθεν απαιτήσεων, προέκυψε την 31.3.2017 απαίτησή της σε βάρος της ενάγουσας ποσού 405.594,91 ευρώ, την οποία εκχώρησε στην δεύτερη εναγομένη με την επικυρωθείσα στις 24.1.2018 συμφωνία εξυγίανσης της επιχειρήσεώς της.
Ο πρώτος από τους παραπάνω ισχυρισμούς της εναγομένης, που αποκρούει την αγωγή με ένσταση συμψηφισμού της απαιτήσεως της ενάγουσας από την καθυστέρηση καταβολής των μισθωμάτων για το χρονικό διάστημα 5.1.2012 έως 31.3.2017 με την ανταπαίτησή της, ποσού 1.971.029,84 ευρώ, από δαπάνες που πραγματοποίησε στο μίσθιο κατά το χρονικό διάστημα 5.1.2009 έως 5.1.2012, πρέπει, κατά τα προεκτεθέντα στην με αριθμό (Ι) νομική σκέψη, να απορριφθεί πρωτίστως ως αόριστος, διότι δεν γίνεται καμία αναφορά στις προτάσεις και την έφεσή της για τα παραγωγικά της ανταπαίτησής της γεγονότα και, δη, δεν αναφέρονται κατ΄ είδος οι εργασίες στις οποίες αφορά η δαπάνη με το κόστος της κάθε μιας, καθώς και τα ποσά που κατέβαλε για ασφάλιστρα, ούτως ώστε να μπορεί η ενάγουσα να αντιλέξει και το δικαστήριο να εκτιμήσει το είδος των δαπανών και την αξία τους, αλλά και για να αποφανθεί με βάση τους όρους του μισθωτηρίου, αν αυτές βάρυναν και σε ποια έκταση την ενάγουσα ή την ίδια την εναγομένη. Η αοριστία, δε, επιτείνεται από το γεγονός ότι η εναγομένη επικαλείται δαπάνες και για την συντήρηση της εγκατάστασης, οι οποίες, (όπως άλλωστε και οι δαπάνες για κάθε κατασκευή, προσθήκη, μεταρρύθμιση κ.λ.π), σύμφωνα με τους όρους του μισθωτηρίου που προεκτέθηκαν, βάρυναν την ίδια. Δεν καλύπτεται, δε, η αοριστία αυτή με την παραπομπή της στο απόσπασμα από τα βιβλία της (καρτέλα πελάτη) ή σε άλλα έγγραφα (ΑΠ 104/2020, ΑΠ 1611/2008, ΑΠ 1363/1997 ΑΠ 280/1992 Νόμος). Προσέτι, δε, η ένσταση αυτή δεν προτείνεται και νόμιμα κατά τα αναφερόμενα στην με αριθμό (ΙΙ) νομική σκέψη, διότι, με βάση τα επικαλούμενα περιστατικά, οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού των εκατέρωθεν απαιτήσεων συνέτρεξαν μετά την παύση των πληρωμών (6.3.2009) και την κήρυξη της πτωχεύσεως (30.7.2009) της ενάγουσας, αφού η μεν προτεινόμενη σε συμψηφισμό ανταπαίτηση της πρώτης εναγομένης για δαπάνες επί του μισθίου γεννήθηκε το πρώτον και, επομένως, κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά τα έτη 2009, 2010, 2011 και 2012, δηλαδή, μετά την παύση των πληρωμών και την πτώχευση της ενάγουσας, (σημειώνεται ότι η εναγομένη δεν επικαλείται συγκεκριμένες δαπάνες ειδικά κατά το χρονικό διάστημα 5.1.2009 έως την παύση των πληρωμών της ενάγουσας στις 6.3.2009), η, δε, προς απόσβεση απαίτηση της ενάγουσας από τα μισθώματα κατέστη, επίσης, ληξιπρόθεσμη μετά την πτώχευση κατά το χρονικό διάστημα 5.1. 2012 έως και 5.1.2018. Απορριπτέα, εξ άλλου, είναι και η προβαλλόμενη επικουρικά από την εναγομένη ένσταση μερικής εξόφλησης των μισθωμάτων του ιδίου χρονικού διαστήματος 5.1.2012 έως 31.3.2017, (με τις προτάσεις) ή και έως 4.2.2018 (κατά την έφεσή της) δια συμβατικού συμψηφισμού, διότι η επικαλούμενη εν μέρει αναγνώριση της απαιτήσεώς της, από δαπάνες, ποσού 1.363.452,93 ευρώ από τον τότε σύνδικο της πτωχεύσεως και ο, εν συνεχεία, δια συμβιβασμού συμψηφισμός της, με αντίστοιχη ανταπαίτηση της ενάγουσας εκ των μελλοντικών μισθωμάτων δεν παράγει αποτελέσματα και δεν οδηγεί στην απαλλαγή της από την υποχρέωση καταβολής των μισθωμάτων αυτών. Και τούτο διότι η ένδικη απαίτηση της ενάγουσας, προερχόμενη από μισθώματα που προέκυψαν από την, από 5.1.2009 μεταξύ τους σύμβαση μισθώσεως, η οποία ήταν ενεργή κατά την κήρυξη της πτώχευσης της ενάγουσας, στις 30.7.2009, και συνεχίσθηκε χωρίς να καταγγελθεί μετά από αυτή, αποτελεί πτωχευτική περιουσία κατά τα αναφερόμενα στην με αριθμό (ΙV) νομική σκέψη. Επομένως, η όποια συμφωνία του συνδίκου της πτωχεύσεως, χωρίς την έγκρισή της από τον εισηγητή και την επικύρωσή της από το πτωχευτικό δικαστήριο δεν παράγει αποτελέσματα, διότι, κατά τα αναφερόμενα στην υπ΄αριθμόν (ΙΙΙ) νομική σκέψη, δεν είχε ο σύνδικος της πτωχεύσεως εξουσία διαθέσεως της πτωχευτικής περιουσίας με μόνη την υπογραφή του, είτε με την μορφή της απλής αναγνωρίσεως χρέους (άρθρο 19 του ν. 3588/2007), είτε με την μορφή συμβατικού συμβιβασμού (άρθρο 74. του ν. 3588/2007). Προκύπτει, δε, αδιαμφισβήτητα από την από 10.12.2012 εξώδικη δήλωση – ενημέρωση του συνδίκου, ότι για την εμπεριεχόμενη συμφωνία συμβιβασμού – συμψηφισμού δεν τηρήθηκε η διαγραφόμενη στην άνω διάταξη του άρθρου 74 διαδικασία, δηλαδή δεν συντάχθηκε η συμφωνία με πρακτικό ενώπιον του γραμματέα των πτωχεύσεων, δεν τέθηκε η συμφωνία υπόψιν της πτωχής οφειλέτριας, (εν προκειμένω των προ της πτώχευσης εκπροσώπων της), και της επιτροπής των πιστωτών και δεν εγκρίθηκε από τον εισηγητή, ούτε εισήχθη στην συνέχεια, λόγω του ποσού της, στο Πολυμελές πτωχευτικό δικαστήριο για την επικύρωσή της. Κατόπιν αυτών, απορριπτέος είναι και ο δεύτερος και τελευταίος λόγος της από 25.12.2020 εφέσεως της πρώτης εναγομένης, με τον οποίο βάλλει κατά της εκκαλουμένης για την απόρριψη των άνω ενστάσεων της, ως αβάσιμος στην ουσία του.
Περαιτέρω, από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδεικνύεται ότι η δεύτερη εναγομένη δεν κατέβαλε στην ενάγουσα και αρνείται να της καταβάλει μέχρι σήμερα τα μισθώματα με τις συμβατικές αναπροσαρμογές τους και το τέλος χαρτοσήμου για το επόμενο χρονικό διάστημα, που η ίδια υπεισήλθε στην ένδικη μισθωτική σχέση και δη για το χρονικό διάστημα από 24.1.2018 μέχρι την 4.1.2020, τα οποία ανέρχονται για τον μισθωτικό μήνα 5.1.18 – 4.2.2018 στο ποσό των 26.521,60 ευρώ, μαζί με το χαρτόσημο, για το οποίο είναι συνυπόχρεη εις ολόκληρον με την πρώτη ενάγουσα, με την οποία συνυπήρξαν στην χρήση του μισθίου κατά τον ίδιο μήνα και κάθε μία εξ αυτών είχε υποχρέωση για την καταβολή του όλου μισθώματος. Για το χρονικό διάστημα από 5.2.2018 έως 4.1.2019 ανέρχονται στο ποσό των (26.521,60 χ 11 =) 291.737,60 ευρώ και για το χρονικό διάστημα από 5.1.2019 έως 4.1.2020 ανέρχονται στο ποσό των (26.786,82 χ 12 =) 321.441,84 ευρώ (αύξηση τιμαρίθμου 12/2018 1%), απορριπτομένων ως αβασίμων, των ισχυρισμών της εναγομένης περί μικρότερης αύξησης του τιμαρίθμου. Τέλος, η δεύτερη εναγομένη δεν κατέβαλε στην ενάγουσα και τα μισθώματα που κατέστησαν ληξιπρόθεσμα μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής και πριν από την συζήτησή της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δη τα μισθώματα από 5.1.2020 έως 4.4.2020, ποσού (26.840,39 χ 3 =) 80.521,17 ευρώ (αύξηση τιμαρίθμου 12/2019 0,2%), τα οποία εξακολουθεί να οφείλει μέχρι σήμερα. Επομένως, η συνολική απαίτηση της ενάγουσας έναντι της δεύτερης εναγομένης ανέρχεται στο ποσό των (291.737,60 + 321.441,84 + 80.521,17 =) 693.700.61 ευρώ, καθώς και στο ποσό των 26.521,60 ευρώ για το οποίο είναι συνυπόχρεη με την πρώτη εναγομένη. Κατ΄ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε κατ΄ουσίαν (σιγή) το αιτούμενο κονδύλιο των 26.521,60 ευρώ, που αφορά τον μισθωτικό μήνα 5.1.18 – 4.2.2018, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, και πρέπει, να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος της από 5.7.2021 εφέσεως της ενάγουσας και κατά το σκέλος του που αφορά την δεύτερη εναγομένη, ως βάσιμος και στην ουσία του.
Σύμφωνα με το άρθρο 574 ΑΚ, που κατ’ άρθρο 44 του π.δ. 34/1995 έχει εφαρμογή και επί εμπορικών μισθώσεων, με τη σύμβαση της μίσθωσης πράγματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 340, 341 και 342 ΑΚ, σαφώς προκύπτει ότι κύρια υποχρέωση του μισθωτή για την ομαλή λειτουργία της μισθωτικής σχέσης είναι η καταβολή του μισθώματος κατά το χρόνο που έχει συμφωνηθεί, διαφορετικά ο μισθωτής γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ορισμένης ημέρας και χωρίς όχληση, η, δε, υπαιτιότητα του μισθωτή, που αποτελεί στοιχείο της υπερημερίας, τεκμαίρεται από μόνη την παρέλευση του χρόνου καταβολής (ΑΠ 387/1997, ΕλλΔ/νη 38. 1819). Από το συνδυασμό, δε, των άρθρων 574 – 576 ΑΚ προκύπτει ότι ο εκμισθωτής υποχρεούται να παραδώσει το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση και να το διατηρεί κατάλληλο σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης. Αν, όμως, κατά τον χρόνο της παράδοσης στο μισθωτή του μισθίου πράγματος, τούτο έχει ελάττωμα που εμποδίζει μερικά ή ολικά τη συμφωνημένη χρήση ή, εάν κατά τη διάρκεια της μίσθωσης εμφανίστηκε τέτοιο ελάττωμα, τότε ο μισθωτής έχει δικαίωμα να μην καταβάλει το μίσθωμα, αν η χρήση του μισθίου παρακωλύθηκε ολικά, και για όσο χρόνο διαρκεί η κατάσταση αυτή, ή να ζητήσει μείωση του μισθώματος, σε περίπτωση μερικής παρακώλυσης, ανάλογη με το βαθμό της ελάττωσης της χρήσης, έστω και αν δεν υπάρχει υλική αποβολή αυτού από το μίσθιο, εφόσον, εξ αιτίας του πραγματικού ελαττώματος, αναιρείται η δυνατότητα να κάνει χρήση ελεύθερη ή ανενόχλητη, κατά τους όρους της σύμβασης, και συνεπώς (αναιρείται) και η γενομένη παράδοση της χρήσης. Τέτοιο πραγματικό ελάττωμα, εξάλλου, αποτελεί και η αδυναμία χρήσεως του μισθίου, όπως συμφωνήθηκε, λόγω απαγορεύσεως της χρήσεως από δημόσια αρχή ή λόγω αδυναμίας χορηγήσεως της απαιτούμενης άδειας δημόσιας αρχής (Ολ. ΑΠ 50/2005, ΑΠ 1291/2014, ΑΠ1011/2011 Νόμος). Επομένως, ο μισθωτής, εναγόμενος από τον εκμισθωτή για την καταβολή μισθώματος, για να απαλλαγεί από την υποχρέωσή του αυτή, αρκεί, κατ’ ένσταση, να ισχυρισθεί και αποδείξει ότι εξ αιτίας πραγματικού ελαττώματος του μισθίου πράγματος, εμποδίζεται η ελεύθερη και ανενόχλητη χρήση αυτού, σε τέτοιο βαθμό, ώστε το από τη σύμβαση της μίσθωσης δικαίωμά του προς χρήση είναι πλέον χωρίς περιεχόμενο (ΑΠ 27/2014, ΑΠ 725/2013, ΟλΑΠ 50/2005 Νόμος). Η ύπαρξη δε τέτοιου ελαττώματος αποτελεί έλλειψη υπαιτιότητας στην καθυστέρηση καταβολής μισθώματος, η οποία, προβαλλόμενη και αποδεικνυόμενη από το μισθωτή, αίρει την υπερημερία του και αποκλείει το δικαίωμα του εκμισθωτή να καταγγείλει τη μίσθωση για καθυστέρηση μισθώματος (ΑΠ 1011/2018, ΑΠ 1291/2014, ΑΠ 1606/1999, ΑΠ 511/1999, ΑΠ 387/1997, ΑΠ 427/1997, ΑΠ 1529/1998, δημοσ. σε Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 579 παρ. 1 παρ. 1, 580 και 581 ΑΚ ο εκμισθωτής δεν ευθύνεται για τα πραγματικά ελαττώματα, που ο μισθωτής γνώριζε η αγνοούσε από βαρεία αμέλεια κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης ή αν παρέλαβε ανεπιφύλακτα το μίσθιο γνωρίζοντας το ελάττωμα. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει, ότι ο εκμισθωτής δεν ευθύνεται για πραγματικά ελαττώματα, που εμποδίζουν ολικά ή μερικά τη συμφωνημένη χρήση του, συνεπώς και για το ότι το μίσθιο είναι ακατάλληλο για τη χρήση που συμφωνείται, γιατί δεν έχει την απαιτούμενη άδεια της επαγγελματικής δραστηριότητας του μισθωτή στο μίσθιο, αν ο τελευταίος, κατά τη συνομολόγηση της μίσθωσης, γνώριζε ή από βαριά αμέλεια αγνοούσε το ελάττωμα ή αν παρέλαβε ανεπιφύλακτα το μίσθιο εν γνώσει του ελαττώματος (ΑΠ 1303/2010 Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η δεύτερη εναγομένη με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς της, καθώς και με την ομοίου περιεχομένου ένστασή της, που υποστήριξε παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και επαναφέρει και ενώπιον αυτού του δικαστηρίου με τις προτάσεις της προς απόκρουση της εφέσεως της ενάγουσας, υποστηρίζει, ότι η υπερημερία της περί την καταβολή του μισθώματος για το χρονικό διάστημα από 5.1.2018 και εντεύθεν που βαρύνει την ίδια, δεν οφείλεται σε δικό της πταίσμα, αλλά σε υπαιτιότητα της ενάγουσας, διότι εξ αιτίας πραγματικού ελαττώματος του μισθίου, εμποδίζεται στην ελεύθερη και κατά προορισμό χρήση του. Ειδικότερα υποστηρίζει, ότι δικαιοπρακτικό θεμέλιο, στο οποίο απέβλεψε η προκάτοχός της για την σύναψη της ένδικης μισθωτικής συμβάσεως, ήταν αποκλειστικά η δυνατότητα λειτουργίας εντός των εγκαταστάσεων του μισθίου επιχείρησης αποθήκευσης και διακίνησης υγρών καυσίμων, σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας της εγκατάστασης. Η, δε, μίσθωση των εγκαταστάσεων αυτών από την προκάτοχό της απετέλεσε και για αυτήν, τον πυλώνα του επιχειρηματικού της σχεδίου που, κατά την διαπραγμάτευση της συμφωνίας εξυγίανσης της πρώτης εναγομένης, την οδήγησε στην απόφασή της να επιλέξει την μεταβίβαση της συμβάσεως της ένδικης μισθώσεως στο όνομά της. Ότι, παρά ταύτα, όταν κατά την εγκατάστασή της στο μίσθιο επιχείρησε με την από 15.5.2018 αίτησή της προς την αρμόδια Διεύθυνση της Περιφέρειας Αττικής να τροποποιήσει την υπ΄αριθμ. …………/16.6.1998 άδεια λειτουργίας των εγκαταστάσεων της ενάγουσας ως προς την επωνυμία του φορέα της, αυτή απερρίφθη με την υπ΄αριθμ. …/27.7.2018 απόφαση του Αντιπεριφερειάρχη Πειραιά, διότι δεν υπεβλήθη από την σύνδικο της ενάγουσας η υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 13 της Υ.Α. αριθμ. οικ. 483/35/Φ15/2012, με την οποία να δηλώνεται ο νόμιμος τρόπος με τον οποίο περιήλθε η κυριότητα ή το δικαίωμα εκμετάλλευσης της δραστηριότητας και του μηχανολογικού εξοπλισμού στο νέο φορέα Ότι η συνεχιζόμενη έκτοτε υπαίτια παράλειψη της ενάγουσας να υποβάλει στην παραπάνω υπηρεσία την απαιτούμενη υπεύθυνη δήλωση και να συμπράξει έτσι στην αλλαγή του ονόματος του φορέα της άδειας, ώστε να περιέλθει στο όνομά της, καθιστούν αδύνατη την νόμιμη λειτουργία της επιχειρήσεώς της εντός του μισθίου ακινήτου για τη χρήση που συμφωνήθηκε και προορίζεται, γεγονός που συνιστά πραγματικό ελάττωμα του μισθίου και δικαιολογεί την απαλλαγή της από την υποχρέωση καταβολής των οφειλόμενων μισθωμάτων. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες στην μείζονα σκέψη διατάξεις και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν.
Με την παρ. 1 του άρθρου 23 του ν. 3982/2011, που προβλέπει τις περιπτώσεις που απαιτείται τροποποίηση των αδειών εγκατάστασης και λειτουργίας συναφών με αυτών του μισθίου δραστηριοτήτων, ορίζεται ότι “οι άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας ή οι Υπεύθυνες Δηλώσεις που υποβάλλονται αντί αυτών τροποποιούνται στις εξής περιπτώσεις: α) εάν επέλθει αλλαγή στην επωνυμία του φορέα β) εάν περιέλθει, με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο, η κυριότητα ή το δικαίωμα εκμετάλλευσης της δραστηριότητας και του μηχανολογικού εξοπλισμού σε νέο φορέα. Η τροποποίηση στις περιπτώσεις αυτές αφορά μόνο τα στοιχεία του φορέα. Πιστοποιητικά ή εγκρίσεις που έχουν εκδοθεί στο όνομα του παλαιού φορέα, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι τη λήξη τους” Με βάση τις διατάξεις αυτές, και σύμφωνα με τα σχετικά με την ένδικη μισθωτική σύμβαση περιστατικά που προεκτέθηκαν, η δεύτερη εναγομένη δεν εμπίπτει σε καμία εκ των άνω περιπτώσεων του νόμου, ώστε να συνάγεται, ότι απαιτείται για την κατά προορισμό χρήση του μισθίου η αλλαγή του ονόματος στην υπάρχουσα ήδη στο όνομα της ενάγουσας υπ΄αριθμ. ………………/16.6.1998 άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας του μισθίου. Και τούτο διότι από τις διαγραφόμενες στον νόμο δύο περιπτώσεις η, μεν, πρώτη περίπτωση αφορά μόνον την περίπτωση επέλευσης αλλαγής στην επωνυμία του φορέα της άδειας, δηλαδή, την ίδια την ενάγουσα, η οποία ήταν και παραμένει με την ίδια επωνυμία φορέας της και μετά την ένδικη μίσθωση, η, δε, δεύτερη αφορά την μεταβίβαση της κυριότητας ή του δικαιώματος εκμετάλλευσης του μισθίου και των εγκαταστάσεών, γεγονός που δεν μεσολάβησε με μόνη την υπογραφή του επικαλούμενου μισθωτηρίου συμφωνητικού, αφού σαφώς προκύπτει από αυτό (όρος 1), ότι η ενάγουσα δεν μεταβίβασε στην πρώτη εναγομένη το δικαίωμα εκμετάλλευσης των εγκαταστάσεων του μισθίου, αλλά εκμίσθωσε τους χώρους αυτούς “μετά των συστατικών, παραρτημάτων, εγκαταστάσεων δεξαμενών αποθήκευσης, εξοπλισμού και εξαρτημάτων αποθήκευσης και διακίνησης υγρών καυσίμων”, υπό τους όρους που διαλαμβάνονται στο συμφωνητικό και με ενσωμάτωση σ’αυτό της υπάρχουσας, ήδη, άδειας. Κατά συνέπειαν, με την ένδικη μίσθωση περιήλθε στην αρχική μισθώτρια – πρώτη εναγομένη και, επομένως, και στην ειδική διάδοχό της, δεύτερη εναγομένη, μόνον η κατοχή και χρήση των εγκαταστάσεων του μισθίου για όσο χρόνο διαρκεί η μίσθωση και όχι και το δικαίωμα εκμετάλλευσης των εγκαταστάσεων του μισθίου, ώστε να απαιτείται η τροποποίηση του φορέα της στην άδεια. Είναι, όμως γεγονός, ότι το αρμόδιο Τμήμα Χορήγησης Αδειών Ανάπτυξης, Ενέργειας και Φυσικών Πόρων της Περιφέρειας Αττικής, με την υπ΄αριθμ …/27.7.2018 απόφαση του Αντιπεριφερειάρχη ΠΕ Πειραιά απάντησε αρνητικά στην από 15.5.2018 αίτηση της δεύτερης εναγομένης, με την οποία αιτήθηκε την αλλαγή φορέα στην άνω άδεια, με την αιτιολογία, ότι δεν υποβλήθηκε η προβλεπόμενη στο άρθρο 13 της Υ.Α. αριθμ. οικ………../2012 υπεύθυνη δήλωση του φορέα της (ενάγουσας), με την οποία θα έπρεπε να δηλώνεται ο νόμιμος τρόπος με τον οποίο περιήλθε η κυριότητα ή το δικαίωμα εκμετάλλευσης της δραστηριότητας και του μηχανολογικού εξοπλισμού στο νέο φορέα. Από την απάντηση της εν λόγω υπηρεσίας δεν προκύπτει το ακριβές περιεχόμενο του αιτήματος της εναγομένης, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί αν η ενάγουσα αιτήθηκε την αλλαγή στο όνομα της άδειας ως απλή μισθώτρια ή ως δικαιούχος του δικαιώματος εκμετάλλευσης των εγκαταστάσεων του μισθίου. Το ζήτημα, δε, αυτό είναι κρίσιμο, προκειμένου να διαγνωσθεί στην συνέχεια, αν η παραπάνω αρμόδια αρχή απαιτεί πράγματι την αλλαγή του ονόματος του φορέα της άδειας και επί απλής μισθώσεως των εγκαταστάσεων, όπως εν προκειμένω, η αν η αλλαγή αυτή επιβάλλεται μόνον σε περίπτωση μεταβίβασης του δικαιώματος εκμετάλλευσης σε τρίτο, όπως ορίζεται με τον παραπάνω νόμο. Το ερώτημα, δε, γεννάται, διότι προκύπτει από τα συναφή προσκομιζόμενα έγγραφα και δη από την υπ΄αριθμ. …/31.1.2020 αίτηση της δεύτερης ενάγουσας προς την ίδια υπηρεσία, με την οποία ζητά συναφείς πληροφορίες και την υπ΄αριθμ. …../10.3.2020 απάντηση της Περιφέρειας, ότι η δεύτερη εναγομένη εμφανίζεται στην υπηρεσία αυτή ως δικαιούχος της εκμετάλλευσης της εγκατάστασης και, συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι “η εκμετάλλευση της ανωτέρω εγκατάστασης αποθήκευσης υγρών καυσίμων στο ….. Αττικής ανήκει έκτοτε (από την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης) στην εταιρεία μας”. Εξ άλλου, η εναγομένη, μολονότι επικαλείται, ότι της επιβλήθηκε πρόστιμο 1.000 ευρώ, δεν προσκομίζει την σχετική απόφαση της Περιφέρειας, ώστε να διαπιστωθεί αν αυτό συνδέεται με το όνομα στην άδεια λειτουργίας του μισθίου ή επιβλήθηκε για άλλη αιτία. Εν όψει αυτών, δεν αποδεικνύεται από την έχουσα και το βάρος αποδείξεως δεύτερη εναγομένη, ότι εμποδίζεται στην χρήση του μισθίου ακινήτου ως απλή κάτοχος και χρήστης των εγκαταστάσεων να λειτουργήσει την επιχείρησή της εντός αυτού με βάση την υπάρχουσα ήδη ως άνω άδεια στο όνομα της ενάγουσας. Σε κάθε όμως περίπτωση, ακόμα δηλαδή και αν η εν λόγω υπηρεσία απαιτεί για την νόμιμη λειτουργία του μισθίου την αλλαγή του ονόματος – μεταβίβαση της άδειας στο όνομα του χρήστη – μισθωτή, αποδεικνύονται και τα ακόλουθα: Από το περιεχόμενο του από 5.1.2009 μισθωτηρίου συμφωνητικού, που υπεγράφη μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης, οι όροι του οποίου δεσμεύουν και την δεύτερη εναγομένη, που έλκει τα μισθωτικά δικαιώματά της από την τελευταία, την οποία διαδέχθηκε στην ένδικη σύμβαση κατά τα προεκτεθέντα, ερμηνευόμενο κατά τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ, όπου χρειάζεται, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με τον όρο 2 του μισθωτηρίου συμβολαίου τα μέρη συμφώνησαν και η εκμισθώτρια ενάγουσα δήλωσε, ότι οι εντός του μισθίου εγκαταστάσεις της λειτουργούν δυνάμει της υπ΄αριθμ. …………/16.6.1998 αδείας λειτουργίας, “ισχυούσης και σήμερα και μη ανακληθείσης κατά ρητή δήλωση της εκμισθώτριας”. Αντίγραφο της αδείας αυτής, αφού μονογραφήθηκε από τα μέρη, ενσωματώθηκε στο μισθωτήριο συμβόλαιο. Με τον όρο 9 του μισθωτηρίου συμφωνήθηκε, εκτός άλλων, ότι η εκμισθώτρια αναλαμβάνει τις συμβατικές υποχρεώσεις, “οι οποίες άλλωστε περιλαμβάνονται ως ρητές υποχρεώσεις της στην υπ΄αριθμ. ………../16.6.1998 άδεια λειτουργίας της εγκατάστασης”, ήτοι: “Α) να μην προβεί σε αλλαγή χρήσης των δεξαμενών, χωρίς προηγούμενη έγκριση των αρμοδίων αρχών, Β) να μεριμνά ώστε να τηρούνται στο μίσθιο όλα τα μέτρα πυροπροστασίας, που προβλέπονται από την μελέτη, Γ) να μεριμνά για την ανανέωση του πιστοποιητικού πυροπροστασίας και της απόφασης εγκρίσεως περιβαλλοντολογικών όρων καθ΄ όλη τη διάρκεια της μίσθωσης και πριν από την λήξη τους, καθώς και να προσκομίζει τα άνω έγγραφα στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης και Δ) να τηρεί, α) τους όρους που αναφέρονται στην απόφαση εγκρίσεως περιβαλλοντολογικών όρων ή και στις εκάστοτε εκδιδόμενες αποφάσεις νέων περιβαλλοντολογικών όρων, β) τις διατάξεις της απόφασης 34628/85 (όπως τροπ με την Π-7086/φ5.2/1988 ΥΑ), όπως θα ισχύει κάθε φορά και γ) όλες τις εκάστοτε ισχύουσες αστυνομικές, υγειονομικές και των υπουργείων Εργασίας και Εμπορικής Ναυτιλίας διατάξεις”. Με τον ίδιο όρο ορίσθηκε περαιτέρω, ότι η μισθώτρια, προκειμένου να εκπληρώνονται οι απορρέουσες από την ως άνω άδεια λειτουργίας της εγκατάστασης υποχρεώσεις της εκμισθώτριας, …. αναλαμβάνει τις ίδιες ως άνω υποχρεώσεις, (πλην των αναφερομένων υπό γ΄ και δ΄)…., ώστε να τηρούνται όλοι οι απαιτούμενοι για την λειτουργία της εγκατάστασης κανόνες και να διατηρούνται όλες οι σχετικές άδειες σε ισχύ” Με τον όρο 11 ορίσθηκε ότι “… η ύπαρξη και διατήρηση… όλων των απαιτούμενων αδειών για την ύπαρξη και λειτουργία της εγκατάστασης …. και της ισχύος της σύμβασης παραχώρησης χώρων από την ΟΛΠ ΑΕ, αποτελεί απαραίτητη, βασική και ουσιώδη συμφωνηθείσα ιδιότητα του ως άνω μισθίου ακινήτου και χωρίς αυτήν καθίσταται άνευ αντικειμένου η μίσθωση τούτου….. Αν κατά την διάρκεια της μισθωτικής περιόδου και της τυχόν συμβατικής ή αναγκαστικής παρατάσεώς της απαγορευθεί από τις αρμόδιες αρχές η λειτουργία της εγκατάστασης αποθήκευσης και διακίνησης υγρών καυσίμων και χημικών προϊόντων και μάλιστα είτε δια ανακλήσεως των κατά τα ανωτέρω εκδοθεισών αδειών, είτε δια της μη ανανεώσεως ή παρατάσεως αυτών, είτε δια εκδόσεως μεταγενεστέρως απαγορευτικών σχετικών διατάξεων των αρμοδίων αρχών, είτε δια της ανακλήσεως από την ΟΛΠ ΑΕ της άνω παραχώρησης χώρων, τότε, αν η ανάκληση, μη ανανέωση, μη παράταση ή απαγόρευση προέλθει από λόγους που δεν ανάγονται στην υπαιτιότητα της εκμισθώτριας, η μισθώτρια θα δικαιούται να λύσει τη μισθωτική σύμβαση μονομερώς και αζημίως για αυτήν….” Επίσης, ότι η μισθώτρια, εφόσον έχει απαίτηση από προκαταβληθέντα μισθώματα, αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση, θα δικαιούται να απαιτήσει από την εκμισθώτρια “να της μεταβιβάσει και παραχωρήσει την εκδοθησομένη από το Κράτος νέα άδεια λειτουργίας και μετεγκατάστασης της μισθούμενης εγκατάστασης, προτιμουμένης της μισθώτριας και επί ίσοις όροις έναντι παντός τρίτου ενδιαφερομένου. Για το ύψος του σχετικού ανταλλάγματος μεταβίβασης και παραχώρησης της νέας αδείας οι εδώ συμβαλλόμενοι θα αναθέσουν τότε την αποτίμηση της αξίας της νέας αδείας σε διεθνή οίκο εκτιμητών κοινής αποδοχής …” Τέλος με τον όρο 14 η εκμισθώτρια “υπόσχεται” με την ιδιότητά της ως ιδιοκτήτρια και εκμισθώτρια, να συνδράμει την μισθώτρια στην “λήψη των απαραίτητων για την άσκηση στο μίσθιο των μισθωτικών χρήσεων αδειών” αλλά και αυτών που θα απαιτηθούν για την τυχόν ανέγερση κτιρίων” Από το παραπάνω περιεχόμενο του μισθωτηρίου εγγράφου, δεν προκύπτει συμφωνία των συμβαλλομένων να συμπράξει η ενάγουσα είτε για την έκδοση νέας αδείας λειτουργίας των εγκαταστάσεών της στο όνομα της μισθώτριας, είτε για την τροποποίηση κατά το όνομα του φορέα – μεταβίβαση της υφισταμένης ήδη υπ΄αριθμ. …………/16.6.1998 άδειας, ώστε να λειτουργεί στο εξής στο όνομα της μισθώτριας. Αντίθετα, προκύπτει ότι οι συμβαλλόμενοι ενσωμάτωσαν στο μισθωτήριο συμφωνητικό την υπάρχουσα ήδη άδεια και σε αυτήν αναφέρονται στην συνέχεια. Ειδικότερα, η εκμισθώτρια ενάγουσα ανέλαβε ρητά την “υποχρέωση” να τηρεί όλες τις υποχρεώσεις που προέκυπταν από την υπάρχουσα ήδη στο όνομά της άδεια λειτουργίας των εγκαταστάσεων, ενώ η μισθώτρια ανέλαβε, μεν, τις ίδιες υποχρεώσεις, αλλά μόνο προς το σκοπό να “εκπληρώνονται” οι απορρέουσες από την ως άνω άδεια λειτουργίας της εγκατάστασης “υποχρεώσεις της εκμισθώτριας”, γεγονός που προϋποθέτει, ότι η άδεια αυτή ήταν και θα παρέμενε στο όνομα της εκμισθώτριας καθ΄ όλη την διάρκεια της μίσθωσης, η οποία και μόνον είχε κατά τους συμβαλλόμενους “υποχρεώσεις” από την άδεια. Διαφορετικά, αν δηλαδή είχε συμφωνηθεί, ότι η επίμαχη άδεια θα μεταβιβάζονταν στην μισθώτρια, κατά την κοινή πείρα και λογική, δεν θα αναλάμβανε η εκμισθώτρια “τις απορρέουσες υποχρεώσεις” από την αλλότρια άδεια, αλλά η μισθώτρια. Όπως, δε, προκύπτει από τον όρο 11 του συμφωνητικού, η μισθώτρια, κατά την υπογραφή της συμβάσεως απέβλεψε ειδικότερα στην “ύπαρξη και διατήρηση” των αδειών και όχι στην έκδοση νέων ή την τροποποίησή τους. Αναφερόμενοι, δε, στην συνέχεια στο ζήτημα των αδειών για την λειτουργία των εγκαταστάσεων, οι συμβαλλόμενοι ρυθμίζουν μόνο την περίπτωση της ανάκλησης, ή μη ανανέωσης ή μη παράτασης “των ως άνω εκδοθεισών αδειών”, χωρίς να ρυθμίζουν, αντίστοιχα, την περίπτωση αδυναμίας έκδοσης νέων αδειών και, ιδίως, την περίπτωση αδυναμίας τροποποίησης των υπαρχόντων αδειών, όπως θα έπρεπε, αν είχε συμφωνηθεί να γίνει μεταβίβαση της υπάρχουσας άδειας στο όνομα της μισθώτριας. Ορίζουν, επίσης, τις συνέπειες για την τυχόν ανάκληση, μη ανανέωση κλπ της άδειας λειτουργίας της εγκατάστασης μόνον σε βάρος της εκμισθώτριας ενάγουσας και μάλιστα ανεξάρτητα από την υπαιτιότητά της, καθώς προβλέπεται για την περίπτωση αυτή μονομερές δικαίωμα της μισθώτριας να λύσει αζημίως την σύμβαση, ακόμα κι αν η εκμισθώτρια δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα, Αντίθετα, δεν ορίζονται αντίστοιχες συνέπειες και για την περίπτωση που θα συνέτρεχε ευθύνη της μισθώτριας για την ανάκληση της άδειας. Υπό την εκδοχή όμως, ότι είχε συμφωνηθεί να μεταβιβασθεί η άδεια στο όνομα της εναγομένης μισθώτριας, ευνόητο είναι, ότι την ευθύνη της ανάκλησης θα έφερε αποκλειστικά η μισθώτρια, ή τουλάχιστον ήταν πλέον πιθανή η περίπτωση να ευθύνεται μόνον εκείνη, ως φορέας της άδειας και χρήστης του μισθίου. Στην τελευταία, δε, περίπτωση, κατά την κοινή πείρα και λογική, τα συμβαλλόμενα μέρη θα είχαν οπωσδήποτε διαλάβει στο μισθωτήριο αντίστοιχες συνέπειες και για τυχόν ανάκληση κ.τ.λ της άδειας από υπαιτιότητα της μισθώτριας, καθώς μάλιστα η εν λόγω άδεια είχε και άϋλη εμπορική αξία, όπως θα εκτεθεί παρακάτω, και η απώλειά της θα είχε μεγαλύτερες συνέπειες για την ενάγουσα. Εξ άλλου, στην τελευταία παράγραφο του όρου 14, στην οποία και μόνον γίνεται λόγος για έκδοση νέων αδειών, συνάγεται από το όλο περιεχόμενο του συμφωνητικού, ότι οι συμβαλλόμενοι αναφέρονται μόνο στις άδειες των επί μέρους χρήσεων του μισθίου και της ανέγερσης νέων κτιρίων και όχι στην βασική άδεια της λειτουργίας – εκμετάλλευσης της εγκατάστασης. Με τον τελευταίο δε αυτό όρο η εκμισθώτρια δεν ανέλαβε ‘υποχρέωση”, όπως με τους λοιπούς όρους του συμβολαίου, αλλά απλώς υποσχέθηκε, να συνδράμει με την υπογραφή της στην έκδοσή τους ως ιδιοκτήτρια της εγκατάστασης και εκμισθώτρια. Σε κάθε όμως περίπτωση, ακόμα δηλαδή και αν υποτεθεί, ότι με τον παραπάνω όρο αναφέρονται και στην επίμαχη βασική άδεια για την λειτουργία των εγκαταστάσεων, γεγονός που δεν προκύπτει από το μισθωτήριο, και πάλι δεν γίνεται λόγος για τροποποίηση της υπάρχουσας άδειας, αλλά μόνο για έκδοση νέας. Πέραν, όμως αυτών, η συγκεκριμένη ως άνω άδεια λειτουργίας, που επέτρεπε την αποθήκευση και διακίνηση υγρών καυσίμων και χημικών προϊόντων στις εγκαταστάσεις του μισθίου και η οποία του προσέδιδε και αυξημένη μισθωτική αξία, σε περίπτωση συμφωνίας μεταβίβασής της στο όνομα της μισθώτριας, δεν θα αποτελούσε αντικείμενο συνδιαλλαγής στα πλαίσια μισθώματος, αλλά στα πλαίσια εκποίησης της άϋλης εμπορικής της αξίας, όπως αναγνωρίζεται η αξία της αυτή και από την μισθώτρια με τον παραπάνω όρο 11 της συμβάσεως, που προβλέπει, υπό τους εκεί όρους και προϋποθέσεις την μεταβίβαση της τυχόν νέας όμοιας άδειας έναντι ανταλλάγματος και μάλιστα μετά από αποτίμηση της εμπορικής της αξίας από διεθνή οίκο. Εξ άλλου, αν συνέτρεχε περίπτωση ανάκλησης ή μη ανανέωσης ή μη παράτασης της παλαιάς άδειας από υπαιτιότητα της εκμισθώτριας, υπό την εκδοχή ότι είχε πράγματι συμφωνηθεί η μεταβίβασή της στο όνομα της μισθώτριας, η τελευταία δεν θα διατηρούσε απλά δικαίωμα προτίμησης για την αγορά της τυχόν νέας άδειας, όπως συμφώνησαν οι συμβαλλόμενοι, αλλά θα ορίζονταν ρητά στο συμφωνητικό υποχρέωση της εκμισθώτριας να της μεταβιβάσει την νέα άδεια και μάλιστα χωρίς αντάλλαγμα σε αντικατάσταση των απωλεσθείσης παλαιάς άδειας, της οποίας θα ήταν δικαιούχος η μισθώτρια. Εξ άλλου, η εν λόγω άδεια, που δεν αφορούσε απλά την λειτουργία της εγκατάστασης για οποιαδήποτε χρήση, αλλά και την έγκριση της ίδιας της εγκατάστασης (δεξαμενών, μηχανολογικού κλπ εξοπλισμού) για τον προεκτεθείσα ειδική χρήση, αν είχε συμφωνηθεί να τροποποιηθεί κατά το όνομα του φορέα της – μεταβιβασθεί, οι συμβαλλόμενοι θα είχαν οπωσδήποτε διαλάβει ρητά στο μισθωτήριο συμβόλαιο, τόσο του όρους τροποποίησης – μεταβίβασης της άδειας στο όνομα της μισθώτριας, όσο και τους όρους και τις προϋποθέσεις επαναμεταβίβασής της στην εκμισθώτρια, διότι, διαφορετικά, με την λήξη της μισθωτικής συμβάσεως, ή και σε περίπτωση πρόωρης λύσης της για οποιονδήποτε λόγο, η ενάγουσα δεν θα μπορούσε να επανεκμισθώσει ή να χρησιμοποιήσει η ίδια το μίσθιο και τις εγκαταστάσεις του για το σκοπό που προορίζονταν. Η παράλειψη των συμβαλλομένων να ρυθμίσουν το παραπάνω ζήτημα της άδειας, μολονότι δραστηριοποιούνταν και οι δύο στον χώρο αποθήκευσης και διακίνησης υγρών καυσίμων και χημικών και, επομένως, είχαν την σχετική γνώση και την πείρα, δεν έγινε τυχαία ή από παραδρομή, αλλά αντικατοπτρίζει την θέληση αυτών να συμμισθωθεί η υπάρχουσα άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας του μηχανολογικού και λοιπού εξοπλισμού του μισθίου, έτσι όπως είχε μέχρι τότε, χωρίς δηλαδή αλλαγή του φορέα της, η, δε, πρώτη εναγομένη μισθώτρια, γνώριζε εξ αρχής και συμφώνησε να λειτουργήσει την επιχείρησή της στο μίσθιο ακίνητο με την παραπάνω άδεια λειτουργίας, η οποία έφερε το όνομα της ενάγουσας και θα παρέμενε στο όνομά της καθ΄ όλη την διάρκεια της μίσθωσης. Για τον λόγο ακριβώς αυτό και δεν διέλαβαν στο συμφωνητικό ρύθμιση περί τροποποίησης και επανατροποποίησης της άδειας ως προς τον φορέα της, αλλά και δεν προέβλεψαν δικαιώματα της εκμισθώτριας με αντίστοιχες υποχρεώσεις της μισθώτριας για την περίπτωση ανάκλησης, μη ανανέωσης κ.λ.π. της άδειας από υπαιτιότητα της τελευταίας. Εν γνώσει της, επομένως, η αρχική μισθώτρια παρέλαβε το μίσθιο στην εν λόγω κατάσταση και εγκαταστάθηκε σαυτό και πριν ακόμα υπογραφεί το παραπάνω συμφωνητικό και δη από την 1.1.2009. Έκτοτε και μέχρι την υπαγωγή της σε καθεστώς εξυγίανσης την 24.1.2018, ήτοι για εννέα συναπτά έτη, η πρώτη εναγομένη έκανε ανελλιπώς χρήση του μισθίου ακινήτου και των εγκαταστάσεών του για την αποθήκευση και διακίνηση υγρών καυσίμων και χημικών προϊόντων, όπως ακριβώς είχε συμφωνηθεί, λειτουργώντας με την υπάρχουσα άδεια στο όνομα της ενάγουσας, χωρίς ποτέ να ενοχληθεί κατά τούτο από οποιαδήποτε αρχή. Το γεγονός, ότι η πρώτη εναγομένη μισθώτρια έκανε η ίδια χρήση του μισθίου ακινήτου προκύπτει από την υπ΄ αριθμ. 109/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που επικύρωσε το συμφωνητικό εξυγίανσης (φύλλο 11 αυτής), όπου γίνεται αναφορά στην παρέμβαση του υπαλλήλου της ……………., ο οποίος παρίσταται και νομιμοποιείται για απαιτήσεις του ως εργαζόμενος στις εγκαταστάσεις του μισθίου ακινήτου από τον Απρίλιο του 2009. Όπως, δε, προκύπτει, μεταξύ των άλλων, και από τα υπ΄αριθμ. …/28.5.2014 και ……/11.4.2017 έγγραφα απόδειξης υποβολής δήλωσης πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας, αλλά και συνομολογείται από την πρώτη εναγομένη, αυτή είχε προβεί και στην τμηματική υπεκμίσθωση χώρων και εγκαταστάσεων του μισθίου, χωρίς να εμποδίζεται είτε η ίδια είτε οι υπομισθωτές της από το γεγονός ότι η άδεια λειτουργίας των εγκαταστάσεων ήταν στο όνομα της ενάγουσας και ειδικότερα: Με το πρώτο από τα παραπάνω έγγραφα δηλώνεται η από 2.5.2014 υπεκμίσθωση τμήματος του μισθίου στην εταιρεία “…………” για την αποθήκευση αφορολόγητων ναυτιλιακών καυσίμων για το χρονικό διάστημα 1.5.2014 έως 30.8.2024 με μηνιαίο μίσθωμα 12.500 ευρώ και με το δεύτερο, η υπεκμίσθωση κάποιων εκ των δεξαμενών του μισθίου στην εταιρεία “……..» για το χρονικό διάστημα 1.2.2017 έως 31.1.2029, έναντι μισθώματος 10.000 ευρώ. Οι παραπάνω, δε, υπομισθώσεις επιβεβαιώνονται και από τα από 1.5.2014 και 29.5.2014 ιδιωτικά συμφωνητικά μίσθωσης, την από 19.6.2014 αίτηση της πληρεξουσίας δικηγόρου της υπομισθώτριας “…………” και την υπ΄αριθμ. …../2016 διαταγή απόδοσης μισθίου του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της ίδιας υπομισθώτριας, η οποία (υπομισθώτρια) συνομολογείται, (άρθρο 261 ΚΠολΔ), ότι δεν αποβλήθηκε από το μίσθιο, τουλάχιστον μέχρι το 2018. Η πραγματική και κατά τον προορισμό του χρήση του μισθίου προκύπτει και από το απόσπασμα από το θεωρημένο ημερολόγιο λειτουργίας και συντήρησης της μονάδας υγρών αποβλήτων (από την παραγωγή πετρελαιοειδών από την πρώτη εναγομένη), την από 25.7.2014 σύμβαση περισυλλογής και μεταφοράς αποβλήτων της ίδιας με την εταιρεία ….. και την από 26.9.2018 προσφορά της τελευταίας αυτής εταιρείας προς την δεύτερη εναγομένη για άντληση των αποβλήτων. Και ενώ η πρώτη εναγομένη έκανε ανενόχλητα χρήση του μισθίου κατά τον άνω τρόπο μέχρι και την μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης στις 24.1.2018 στην δεύτερη εναγομένη, η τελευταία, αμέσως μετά την υποκατάστασή της στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μίσθωσης, έθεσε ζήτημα αλλαγής του ονόματος – μεταβίβασης της άδειας λειτουργίας και εκμεταλλεύσεως του μισθίου με την προαναφερθείσα από 15.5.2018 αίτησή της προς την αρμόδια Διεύθυνση της Περιφέρειας Αττικής. Μετά, δε, την απόρριψη της αιτήσεώς της, με την υπ΄αριθμ. …/27.7.2018 απόφαση του Αντιπεριφερειάρχη Πειραιά, με την προεκτεθείσα αιτιολογία και την άρνηση της συνδίκου της ενάγουσας να συμπράξει στην εν λόγω τροποποίηση – μεταβίβαση της άδειας, υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατή η χρήση του μισθίου, χωρίς την μεταβίβαση της άδειας στο όνομά της. Σύμφωνα όμως με όσα προεκτέθηκαν, η προκάτοχός της πρώτη εναγομένη δεν συνομολόγησε με την μίσθωση την μεταβίβαση της υπ΄αριθμ. ……./16.6.1998 άδειας στο όνομά της, αλλά ούτε και παρεμποδίσθηκε επί εννέα έτη να κάνει χρήση του μισθίου σύμφωνα με τον προορισμό του. Αντιθέτως, εξ αρχής (από τον χρόνο κατάρτισης της μίσθωσης), έχοντας γνώση της υφιστάμενης πραγματικής και νομικής κατάστασης του μισθίου, δηλαδή, όλων εν γένει των συνθηκών, στοιχείων και ελαττωμάτων αυτού, την αποδέχθηκε και συμφώνησε στη σύναψη της επίδικης μισθωτικής συμβάσεως εν γνώσει της, ότι θα ποιείται χρήση του μισθίου με την υπάρχουσα άδεια λειτουργίας, φορέας της οποίας ήταν η ενάγουσα. Επομένως, κι αν ακόμα υποτεθεί, ότι η δεύτερη εναγομένη εμποδίζεται πράγματι στην χρήση του μισθίου, συνεπεία της μη αλλαγής του φορέα της άδειας, η έλλειψη αυτή τελούσε εξ αρχής σε γνώση της αρχικής μισθώτριας, η οποία αποδέχθηκε τους όρους του μισθωτηρίου συμβολαίου και παρέλαβε ανεπιφύλακτα το μίσθιο, αλλά και έκανε έκτοτε ανελλιπώς χρήση του μισθίου σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να απαιτήσει την μεταβίβαση της άδειας στο όνομά της και, επομένως, παραιτήθηκε ρητά και, σε κάθε περίπτωση, σιωπηρά από την επίκληση του δικαιώματός της να προβάλλει την ένσταση απαλλαγής της από την καταβολή των μισθωμάτων λόγω του επικαλούμενου πραγματικού ελαττώματος του μισθίου. Κατά συνέπεια και η δεύτερη εναγομένη, που υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της πρώτης, ως ειδική διάδοχος αυτής δυνάμει του επικυρωθέντος την 24.1.2018 συμφωνητικού εξυγίανσης και του προς εκτέλεση αυτού συνταχθέντος από 14.3.2018 ιδιωτικού συμφωνητικού – πρωτοκόλλου μεταβίβασης επιχείρησης, δεν έχει περισσότερα δικαιώματα από την προκάτοχό της και δεν νομιμοποιείται στην προβολή της ενστάσεως περί απαλλαγής της από την υποχρέωση καταβολής των μισθωμάτων λόγω πραγματικού ελαττώματος του μισθίου, συνιστάμενου στην άρνηση της ενάγουσας να της μεταβιβάσει την επίμαχη άδεια στο όνομά της. Εξ άλλου, αποδεικνύεται ότι γνώριζε και η ίδια, ή τουλάχιστον από βαριά αμέλειά της αγνοούσε, την παραπάνω έλλειψη και μάλιστα πολύ πριν μεταβιβασθεί σαυτήν η ένδικη σύμβαση ως μέρος της επιχείρησης της πρώτης εναγομένης, καθώς, προκειμένου να αποφασίσει την εξαγορά της, τουλάχιστον από την υποβολή της πρώτης αίτησης εξυγίανσης της αρχικής μισθώτριας την 9.6.2016 και, οπωσδήποτε πριν την προσυπογραφή του συμφωνητικού εξυγίανσης την 18.6.2017, είχε προβεί σε διεξοδικό έλεγχο τόσο των συμβάσεων και των περιουσιακών στοιχείων της προκατόχου της όσο και όλων των διοικητικών αδειών της, που τέθηκαν υπόψιν της. Εν γνώσει της λοιπόν επέλεξε να μεταβιβαστεί σ’αυτήν και η ένδικη σύμβαση με τις ελλείψεις και τα ελαττώματά της. Με την επιλογή της, δε, αυτή αποδέχθηκε να κάνει και η ίδια χρήση του μισθίου με την ίδια άδεια στο όνομα της ενάγουσας, όπως ακριβώς λειτουργούσε και η προκάτοχός της. Εξ άλλου, αποδεικνύεται περαιτέρω, ότι ούτε η εναγομένη αυτή παρεμποδίστηκε στην κατά προορισμό χρήση του μισθίου, αφού ουδέποτε διατάχθηκε η διακοπή της λειτουργίας της συμφωνηθείσης χρήσης στον μίσθιο χώρο και τον εξοπλισμό του συνεπεία της άνω ελλείψεως και το πρόστιμο των 1.000 ευρώ, που επικαλείται, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι επεβλήθη για την αιτία αυτή, (δεν προσκομίζεται η σχετική απόφαση), συνομολογείται ρητά από την ίδια ότι ανακλήθηκε ήδη. Τυχόν, δε, μη λειτουργία της επιχείρησής της στο μίσθιο ακίνητο, δεν οφείλεται σε παρεμπόδιση της χρήσης του από την διοίκηση για τον παραπάνω λόγο, αφού δεν προσκομίζονται συναφή έγγραφα, αλλά σε λόγους που αφορούν την ίδια την δεύτερη εναγομένη, η οποία άλλωστε, αν τα πράγματα είχαν διαφορετικά θα είχε καταγγείλει ήδη την μισθωτική σύμβαση. Κατόπιν αυτών, δικαιολογημένα αρνείται και η σύνδικος της πτωχεύσεως της ενάγουσας να συμπράξει στην αλλαγή φορέα – μεταβίβαση της άδειας στο όνομα της εναγομένης, δεδομένου μάλιστα ότι η μετά την πτώχευση αλλαγή φορέα στην άδεια, που έχει σημαντική άϋλη εμπορική αξία κατά τα παραπάνω και αποτελεί στοιχείο της πτωχευτικής περιουσίας, αφενός μεν αποτελεί εκποίηση πτωχευτικής περιουσίας που υπόκειται στους περιορισμούς του ΠτΚ, αφετέρου δε ενέχει κινδύνους για τα συμφέροντα της ομάδας των πιστωτών που εκπροσωπεί. Και δεν αλλάζουν τα πράγματα, από το γεγονός ότι μετά την λήξη της μισθώσεως μπορεί αυτή να “επανατροποποιηθεί”, όπως υποστηρίζει η δεύτερη εναγομένη, διότι, όπως, επισημαίνει και η αρμόδια υπηρεσία της Περιφέρειας Αττικής στην από 10.3.2020 (αριθμ. Πρωτ. …..) απάντησή της σε συναφές ερώτημα της εναγομένης, η επανατροποποίηση της άδειας μπορεί να γίνει μόνον εφόσον δεν έχει περιέλθει το δικαίωμα της εκμετάλλευσης της δραστηριότητας και του μηχανολογικού εξοπλισμού σε άλλο φορέα. Η επανατροποποίηση δηλαδή της άδειας και η επαναφορά της στο όνομα της ενάγουσας, εξαρτάται από την μη περαιτέρω εκποίησή της και την βούληση και την σύμπραξη της δεύτερης εναγομένης, η οποία δεν είναι δεδομένη. Σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν αποδεικνύεται βάσιμη η ένσταση της τελευταίας περί πραγματικού ελαττώματος του μισθίου που εμποδίζει την κατά προορισμό χρήση του και πρέπει, κατά παραδοχή της νόμιμης (άρθρο 579 ΑΚ) αντένστασης της ενάγουσας, περί γνώσεως του πραγματικού ελαττώματος του μισθίου και από τις δύο εναγόμενες, να απορριφθεί η ένσταση αυτή ως αβάσιμη στην ουσία της, καθώς και ο συναφής δεύτερος λόγος της από 30.10.2020 εφέσεως της της δεύτερης εναγομένης.
Εξ άλλου, η δεύτερη εναγομένη με τον τρίτο λόγο της εφέσεώς της, αλλά και με τις προτάσεις της προς απόκρουση της εφέσεως της ενάγουσας, επαναφέρει ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, την προβληθείσα και πρωτοδίκως ένσταση συμψηφισμού των ενδίκων απαιτήσεων της ενάγουσας με ομοειδή ανταπαίτησή της, ποσού 405.595 ευρώ, προερχόμενη από δαπάνες που πραγματοποίησε στο μίσθιο η πρώτη εναγομένη για την αποκατάσταση φθορών, ελλείψεων και αστοχιών των εγκαταστάσεων του μισθίου, η οποία εκχωρήθηκε σ’αυτήν από την τελευταία, δυνάμει της επικυρωθείσης με την υπ΄αριθμ. 109/24.1.2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών συμφωνίας εξυγίανσης και του από 14.3.2018 ιδιωτικού συμφωνητικού, που υπεγράφη σε εκτέλεση αυτής. Η ένσταση αυτή, είναι απορριπτέα για του ίδιους λόγους που απερρίφθη και η περί συμψηφισμού παρόμοια ένσταση της πρώτης εναγομένης και δη πρωτίστως ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, κατά τα αναφερόμενα στην με αριθμό (Ι) νομική σκέψη, διότι δεν παρατίθενται τα παραγωγικά της ανταπαιτήσεώς της γεγονότα, (αιτία προέλευσης και αναφορά στο είδος και την αξία των επιμέρους κονδυλίων που την συναπαρτίζουν). Δεν αρκεί, δε, για την πληρότητα και την απόδειξή της το γεγονός, ότι η ανταπαίτηση αυτή εκχωρήθηκε με την συμφωνία εξυγίανσης από την πρώτη στην δεύτερη εναγομένη (ή και ότι διαλαμβάνεται και στο προς εκτέλεση αυτής από 14.3.2018 ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπεγράφη μεταξύ των εναγομένων), όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ίδια. Και τούτο, διότι η απόφαση του Πτωχευτικού δικαστηρίου που επικυρώνει την συμφωνία εξυγίανσης δεν παράγει δεδικασμένο σχετικά με την ύπαρξη ή μη των ρυθμιζόμενων με αυτή απαιτήσεων και υποχρεώσεων του οφειλέτη, παρά μόνο ως προς τους συμφωνηθέντες όρους διευθετήσεως αυτών (άρθρο 322 ΚΠολΔ), ζήτημα επί του οποίου και μόνον αποφάνθηκε το δικαστήριο αυτό. Εξ άλλου, η ένσταση αυτή δεν προτείνεται και νόμιμα κατά τα αναφερόμενα στην με αριθμό (ΙΙ) νομική σκέψη, διότι, με βάση τα επικαλούμενα περιστατικά, οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού συνέτρεξαν μετά την παύση των πληρωμών (6.3.2009) και την κήρυξη της πτωχεύσεως (30.7.2009) της ενάγουσας, Κατ΄ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος της από 30.10.2020 εφέσεως της δεύτερης εναγομένης.
Κατά την διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως ως «καλή πίστη» θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Επίσης, για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται, κατά περίπτωση, συνδυασμός των σχετικών στοιχείων ή συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγόμενων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υποχρέου (εφόσον όμως του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν), ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (βλ. ΑΠ 94/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1460/2005 ΕλλΔνη 2006. 185, ΑΠ 1518/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 563/2003 ΝοΒ 2004. 24). Εν προκειμένω, η δεύτερη εναγομένη με τον τέταρτο λόγο της εφέσεώς της, υποστηρίζει ότι το δικαίωμα της ενάγουσας να επιδιώξει με την αγωγή της την καταβολή των οφειλόμενων μισθωμάτων ασκείται καταχρηστικά και καθ΄υπέρβαση των επιβαλλόμενων από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη ορίων. Συγκεκριμένα, για τη θεμελίωση του λόγου αυτού της εφέσεως και της συναφούς ένστασης, που προέβαλε πρωτοβαθμίως, κατά παραδοχή της οποίας ζήτησε την απόρριψη της αγωγής, η εναγομένη ισχυρίσθηκε ότι η σύνδικος της πτώχευσης της ενάγουσας από την γνωστοποίηση της μεταβίβασης της ένδικης μισθωτικής συμβάσεως στην ίδια, επέδειξε αντισυμβατική συμπεριφορά απέναντί της, διότι αμφισβήτησε την νομιμοποίηση της και με αιτήσεις της ζητούσε την παράδοση εγγράφων που, λόγω της ιδιότητάς της, ήταν υποχρεωμένη να έχει στην κατοχή της, αλλά και διότι αρνήθηκε να συναινέσει στην αλλαγή φορέα στην άδεια λειτουργίας των εγκαταστάσεων του μισθίου ακινήτου, ώστε η άδεια αυτή να περιέλθει στο όνομά της. Επιπρόσθετα, αρνήθηκε και να συναντηθεί με τους δικηγόρους της, προκειμένου να συζητηθεί το ζήτημα της άδειας και, αντ΄ αυτού, προτίμησε να ασκήσει την ένδικη αγωγή της, απαιτώντας την καταβολή των μισθωμάτων που προέκυψαν στο μεταξύ. Τα επικαλούμενα πιο πάνω περιστατικά, που ταυτίζονται κατά κύριο λόγο με αυτά της αυτοτελούς ενστάσεώς της περί απαλλαγής της από την υποχρέωση καταβολής των μισθωμάτων λόγω πραγματικού ελαττώματος του μισθίου, χωρίς την επίκληση άλλων περιστατικών, προερχομένων από την συμπεριφορά της ενάγουσας, που κείνται εκτός των επιβαλλομένων από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη ορίων και την επίκληση των δυσμενών συνεπειών, που επάγεται η άσκησή του για την ίδια, δεν αρκούν, κατά τα προαναφερόμενα στην νομική σκέψη για την θεμελίωση κατά νόμο της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, ώστε να εμπίπτουν στην θεσπιζόμενη από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. απαγόρευση και ο τέταρτος και τελευταίος λόγος της εφέσεως της δεύτερης εναγομένης είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος.
Κατόπιν αυτών, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου των εφέσεων προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν οι από 30.10.2020 και 12.11.2020 εφέσεις των εκκαλούντων εναγομένων ως αβάσιμες στην ουσία τους, να επιβληθούν τα έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος των εκκαλούντων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων στο δημόσιο ταμείο. Να γίνει δεκτή η από 5.7.2021 έφεση της εκκαλούσης ενάγουσας, ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν και, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της και κρατηθεί η υπόθεση από το δικαστήριο αυτό και δικασθεί στην ουσία της (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν και να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα: α) Η πρώτη εξ αυτών το συνολικό ποσό των 2.406.096 ευρώ, νομιμότοκα από τότε που έπρεπε να καταβληθεί κάθε επί μέρους ποσό, β) η δεύτερη εξ αυτών το ποσό των 693.700,61 ευρώ, νομιμότοκα από τότε που έπρεπε να καταβληθεί κάθε επί μέρους ποσό και γ) αμφότερες οι εναγόμενες το ποσό των 26.521,60 εις ολόκληρον η κάθε μία, νομιμότοκα από τότε που έπρεπε να καταβληθεί από την κάθε μία. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων και ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας της, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 176, 178 παρ. 1, 180 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στην από 12.11.2020 και 5.7.2021 έφεση (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ) στην εκκαλούσα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων
Συνεκδικάζει την από 30.10.2020 (αριθ. έκθ. κατ. ………./30.10.2020) έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης “………” με την από 12.11.2020 (αριθ. έκθ. κατ. ……../25.12.2020) έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία “………..” και με την από 5.7.2021 (αριθ. έκθ. κατ. ……../27.7.2021 έφεση της εκκαλούσης – ενάγουσας υπό πτώχευση εταιρείας με την επωνυμία “………….” κατά της υπ΄αριθμ. 2932/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
Δέχεται τυπικά τις από 30.10.2020 και 12.11.2020 εφέσεις και απορρίπτει αυτές κατ΄ουσίαν.
Επιβάλλει την δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος των εκκαλουσών το ποσό της οποίας ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ για την κάθε μία εξ αυτών.
Διατάσσει την εισαγωγή των υπ΄αριθμ. ……….. και ………. παραβόλων στο Δημόσιο ταμείο
Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την από την από 5.7.2021 έφεση της εκκαλούσης – ενάγουσας
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση κατ΄ουσίαν
Δέχεται εν μέρει την αγωγή
Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα: α) η πρώτη εξ αυτών το ποσό των δύο εκατομμυρίων τετρακοσίων έξι χιλιάδων και ενενήντα έξι (2.406.096) ευρώ, νομιμότοκα από τότε που έπρεπε να καταβληθεί κάθε επί μέρους ποσό, β) η δεύτερη εξ αυτών το ποσό των εξακοσίων ενενήντα τριών χιλιάδων επτακοσίων ευρώ και εξήντα ένα λεπτών (693.700,61) νομιμότοκα από τότε που έπρεπε να καταβληθεί κάθε επί μέρους ποσό και γ) αμφότερες οι εναγόμενες το ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι ένα ευρώ και εξήντα λεπτών (26.521,60) νομιμότοκα από τότε που έπρεπε να καταβληθεί από την κάθε μία.
Επιβάλλει εν μέρει την δικαστική δαπάνη της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος των εναγομένων, το ποσό της οποίας καθορίζει για την πρώτη σε ενενήντα επτά χιλιάδες ευρώ (97.000) και για τη δεύτερη σε είκοσι οκτώ χιλιάδες ευρώ (28.000).
Διατάσσει την επιστροφή του υπ΄αριθμ. …………. παραβόλου στην εκκαλούσα-ενάγουσα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 29 Mαΐου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ