Η τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία αρχίζει από την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η καταγγελία της σύμβασης από τον εργοδότη και περιήλθε στον μισθωτό
Η μη κοινοποίηση της αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας στον εργοδότη μέσα στηντρίμηνη αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ’ ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτήν ουσιαστικές αξιώσεις, όπως την αξίωση καταβολής αποδοχών υπερημερίας ή απασχόλησης του μισθωτού.
Ως εκ τούτου, αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία καθίσταται έγκυρη (του εργαζομένου δικαιουμένου να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) και η σχετική εκ της ακυρότητας αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη.
Η τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία, προσδιοριζομένη σε μήνες, αρχίζει από την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η καταγγελία της σύμβασης από τον εργοδότη και περιήλθε στον μισθωτό, που αποτελεί το εναρκτήριο γεγονός αυτής, και λήγει με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε, αν δε αυτή (τελευταία ημέρα της προθεσμίας) είναι κατά νόμον εορτάσιμη (μη εργάσιμη), με την παρέλευση ολόκληρης της επόμενης εργάσιμης ημέρας.
Η προβλεπόμενη ως άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος α) εμποδίστηκε, μεταξύ άλλων, και από λόγο ανώτερης βίας να ασκήσει το δικαίωμά του κατά το τελευταίο τρίμηνο του χρόνου της αποσβεστικής προθεσμίας και β) μέσα στο τελευταίο τρίμηνο του χρόνου της απετράπη με δόλια συμπεριφορά του υπόχρεου από την άσκησή της.
Ανώτερη βία υπάρχει όταν η ενέργεια του υποχρέου εμποδίζεται από τυχαίο και απρόβλεπτο γεγονός.
Τέτοιο θεωρείται το γεγονός το οποίο δεν οφείλεται σε πταίσμα του υποχρέου, δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί, αλλά και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης.
Ο ισχυρισμός του δικαιούχου περί αναστολής της αποσβεστικής προθεσμίας συνιστά καταχρηστική ένσταση, προβαλλόμενη ως αντένσταση στην προτεινόμενη, και αυτεπαγγέλτως άλλωστε εξεταζόμενη, ένσταση περί συμπλήρωσης της αποσβεστικής προθεσμίας.
Η θέσπιση της εν λόγω αποκλειστικής προθεσμίας δεν προσκρούει στο άρθρο6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α., που καθιερώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, στο οποίο περιλαμβάνεται και το δικαίωμα της ανεμπόδιστης προσβάσεως σε δικαστήριο.
— Και τούτο, διότι από την ανωτέρω διάταξη δεν αποκλείεται ο νομοθέτης να θέτει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, περιορισμούς στην ικανοποίηση των δικαιωμάτων, και ειδικότερα χρονικούς περιορισμούς στη δικαστική επιδίωξή τους.
Δεν συνιστά ανωτέρα βία, αφορώσα το πρόσωπο του δικαστικού επιμελητή, το γεγονός ότι ο τελευταίος, λόγω απουσίας του στη Νάξο για επίσπευση εκτέλεσης και έλλειψη δυνατότητας απευθείας δρομολογίου για τη μετάβασή του στη Μύκονο, δεν κατόρθωσε να φθάσει πριν την 19:00 ώρα στη Μύκονο προκειμένου να επιδώσει την αγωγή, καθώς τα περιστατικά αυτά δεν είναι γεγονότα απρόβλεπτα τα οποία δεν μπορούσαν να αποτραπούν ούτε με άκρα επιμέλεια και σύνεση.
Εάν ο ενάγων είχε καταβάλει τη δέουσα επιμέλεια, θα είχε ασκήσει εντός της προβλεπόμενης τρίμηνης προθεσμίας την ένδικη αγωγή του.
Ειδικότερα, ο ενάγων δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια ενώ γνώριζε ότι ορισμένοι από τους αντιδίκους του κατοικούσαν εκτός Αττικής, σε κάθε δε περίπτωση όφειλε να βεβαιωθεί ότι ο δικαστικός επιμελητής δεν ήταν απασχολημένος με άλλη εργασία και έχει πράγματι τη δυνατότητα να επιδώσει εμπρόθεσμα την αγωγή άλλως να επιλέξει κάποιον άλλο δικαστικό επιμελητή (ΑπόφασηΑρείου Πάγου, «Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου», τόμος 81ος(2022), σελ. 175).