ΑΠΟΦΑΣΗ
Tristan κατά Δημοκρατίας της Μολδαβίας, της 04.07.2023 (αριθ.προσφ. 13451/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα κατηγορήθηκε για κατάχρηση εξουσίας που διαπράχθηκε από «πρόσωπο που κατέχει θέση ευθύνης» και μετά από μεταβολή της κατηγορίας για κατάχρηση εξουσίας από «πρόσωπο που κατέχει υψηλόβαθμη θέση ευθύνης». Μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής της και μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης, τροποποιήθηκε η συγκεκριμένη διάταξη του εγχώριου ποινικού κώδικα αντικαθιστώντας τον όρο «υψηλόβαθμη θέση ευθύνης» με τον όρο «δημόσιος λειτουργός» . Τα εθνικά δικαστήρια καταδίκασαν την προσφεύγουσα σύμφωνα με την τροποποιηθείσανεότερη διάταξη του ποινικού κώδικα. Η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή για παραβίαση του άρθρου 7 (καμία τιμωρία χωρίς νόμο) και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια, χωρίς να παρέχουν καμία αιτιολογία, δεν είχαν διακρίνει μεταξύ αυτών των δύο εννοιών («πρόσωπο που κατέχει υψηλόβαθμη θέση ευθύνης» και «δημόσιος λειτουργός») παρά του ότι ο χαρακτηρισμός, αποτελούσε συστατικό στοιχείο αυτού του αδικήματος και θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικά κατά τον προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής της ποινικής διάταξης.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι επειδή τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε η προσφεύγουσα τιμωρούνταν βάσει διαφορετικής ποινικής διάταξης, δεν μπορούσε εύλογα να προβλέψει ότι θα διωκόταν και θα καταδικαζόταν βάσει του της μεταγενέστερα τροποποιηθείσας διάταξης του άρθρου 328 § 3 (β) τουΠοινικού Κώδικα. Επομένως, τα πορίσματα των εθνικών δικαστηρίων δεν ήταν εύλογα προβλέψιμα.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσεπαραβίαση του άρθρου 7 § 1 της ΕΣΔΑ κρίνοντας ότι δεν υπήρχε λόγος για χωριστή εξέταση του άρθρου 6 και επιδίκασε στην προσφεύγουσα 3.600 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.500 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 7,
Άρθρο 6
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Tatiana Tristan, είναι Μολδαβή υπήκοος που γεννήθηκε το 1954. Ζει στον δήμο ValeaPerjii, όπου διετέλεσε δήμαρχος μεταξύ των ετών2003 και 2007. Το 2008 η προσφεύγουσα κατηγορήθηκε για κατάχρηση εξουσίας που διαπράχθηκε από «πρόσωπο που κατέχει θέση ευθύνης», αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 328 § 1 του Ποινικού Κώδικα. Το 2011 ο εισαγγελέας μετέβαλε την κατηγορία εναντίον της, χαρακτηρίζοντας τις πράξεις για τις οποίες κατηγορήθηκε ως κατάχρηση εξουσίας από «πρόσωπο που κατέχει υψηλόβαθμη θέση ευθύνης», αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 328 § 3 (β) του Ποινικού Κώδικα, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, ένας νέος νόμος (245/02.12.2011) τροποποίησε, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις του άρθρου 328 § 3 (β) του Ποινικού Κώδικα, αντικαθιστώντας ιδίως τον όρο «πρόσωπο που κατέχει θέση ευθύνης υψηλού επιπέδου» με τον όρο «δημόσιος λειτουργός».
Το 2012 ο εισαγγελέας εξέδωσε βούλευμα διευκρινίζοντας ότι ο η προσφεύγουσα κατηγορήθηκε ότι διέπραξε το αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 328 § 3 (β) του Ποινικού Κώδικα, με νέα του διατύπωση. Το ίδιο έτος, η προσφεύγουσα καταδικάστηκε για το αδίκημα αυτό. Το 2013 το εφετείο απέρριψε την έφεσήτης, με την αιτιολογία ότι η νέα διατύπωση του νόμου είχε αντικαταστήσει την προηγούμενη διάταξη. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση και επικύρωσε την απόφαση του εφετείου. Επικαλούμενη το άρθρο 7 (καμία τιμωρία χωρίς νόμο), η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι, σε αντίθεση με το ποινικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε δεν τιμωρούνταν πλέον βάσει του νέου νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Σύμβασης, παραπονέθηκε ότι τα εθνικά δικαστήρια, ιδίως το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν είχαν εξετάσει το επιχείρημά της σχετικά με την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης διάταξης.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 7
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν εφαρμόσει τις διατάξεις μιας μεταγενέστερης ποινικής διάταξης που είχε τεθεί σε ισχύ μετά τα επίμαχα γεγονότα. Σημείωσε επίσης ότι η μόνη διαφορά μεταξύ της διατύπωσης της νέας και της παλαιάς διάταξης του νόμου ήταν ότι οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν για τον ορισμό του δράστη, ενώ οι ποινές παρέμειναν οι ίδιες. Κατά τη διάρκεια της δίκης της, η προσφεύγουσα είχε υποστηρίξει ότι δεν πληρούσε τα κριτήρια που ορίζονταν στον νέο ορισμό του δράστη. Το Εφετείο του Κισινάου είχε διαπιστώσει ότι ο νέος ορισμός – προσδιορίζοντας τα πρόσωπα που ήταν σε θέση να έχουν διαπράξει το αδίκημα – είχε αντικαταστήσει τον προηγούμενο και ότι ήταν ισοδύναμα. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το ερώτημα εάν αυτές οι νέες ποινικές διατάξεις ήταν εφαρμοστέες στους δημάρχους ήταν κάτι που τέθηκε για πρώτη φορά ενώπιον των δικαστηρίων και ότι δεν υπήρχε προηγούμενη νομολογία επί του θέματος. Σημείωσε επίσης ότι ούτε τα εθνικά δικαστήρια ούτε οι διάδικοι στην ενώπιόν του διαδικασία είχαν θέσει το ερώτημα γιατί ο Μολδαβός νομοθέτης αποφάσισε να τροποποιήσει τη διατύπωση των ποινικών διατάξεων που αφορούσαν την παρούσα υπόθεση. Ωστόσο, γεγονός παρέμεινε ότι ο νομοθέτης τροποποίησε τη διατύπωση του άρθρου 123 του Ποινικού Κώδικα, κάνοντας διάκριση μεταξύ του προηγούμενου ορισμού – «πρόσωπο που κατέχει θέση ευθύνης υψηλού επιπέδου» – και του νέου ορισμού – «δημόσιος λειτουργός». Σε αντίθεση με τον προηγούμενο ορισμό, ο οποίος κάλυπτε μόνο μία κατηγορία προσώπων, ο νέος ορισμός αναφερόταν σε περισσότερες.
Επιπλέον, δεν αναφερόταν πλέον στη νομοθεσία που ρύθμιζετον τρόπο εκλογής των προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον νομοθέτη, το Εφετείο του Κισινάου δεν έκανε καμία διάκριση μεταξύ των δύο επίμαχων ορισμών στην περίπτωση της κατηγορουμένης.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι τα εθνικά δικαστήρια, χωρίς να παρέχουν καμία αιτιολογία, δεν είχαν διακρίνει μεταξύ αυτών των δύο εννοιών, παρόλο που ο νομοθέτης το είχε πράξει, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ερμηνεία που ήταν σύμφωνη με τη διατύπωση των εν λόγω διατάξεων. Διαπίστωσε επίσης ότι, ερμηνεύοντας τις διατάξεις κατ’ αυτόν τον τρόπο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε δημιουργήσει μεγαλύτερη αβεβαιότητα, ενώ καθήκον του ήταν να διαλύσει την ασάφεια που περιβάλλει τις σχετικές ποινικές διατάξεις.
Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι ο νέος ορισμός του «δημόσιου λειτουργού» οριοθετεί την ομάδα των προσώπων που μπορούν να διωχθούν για το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε η προσφεύγουσα. Ως εκ τούτου, αποτελούσε συστατικό στοιχείο αυτού του αδικήματος και τα εθνικά δικαστήρια θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικά κατά τον προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής του. Ωστόσο, στην παρούσα υπόθεση, η απαίτηση αυτή δεν πληρώθηκε, δεδομένου ότι το Εφετείο δεν είχε παράσχει καμία αιτιολογία ως προς το γιατί ο νέος ορισμός ήταν ισοδύναμος με τον προηγούμενο, μολονότι η διατύπωση ήταν ουσιωδώς διαφορετική, και δεν είχε απαντήσει στο ερώτημα εάν οι δήμαρχοι, συμπεριλαμβανομένου της προσφεύγουσας, εμπίπτουν σε μία από τις κατηγορίες προσώπων που αναφέρονται στον νέο ορισμό.
Επιπλέον, μετά το πέρας της δίκης της προσφεύγουσας οι επίμαχες διατάξεις αποτέλεσαν αντικείμενο περαιτέρω δικαστικής ερμηνείας. Αφενός, σε αποφάσεις του, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε ερμηνεύσει τις διατάξεις κατά τρόπο ευνοϊκό για τηνκατηγορουμένη. Από την άλλη, όταν αποφάνθηκε επί της αναίρεσης της προσφεύγουσας, το Ανώτατο Δικαστήριο έδωσε μια άλλη ερμηνεία των σχετικών διατάξεων και απέρριψε την έφεσή της.
Επιπλέον, η επακόλουθη νομολογία είχε επίσης προκαλέσει αβεβαιότητα και δεν εφάρμοσε την ερμηνεία που έδωσε το Εφετείο του Κισινάου στην ποινική δίκη της προσφεύγουσας. Λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός αυτό επιβεβαίωσε ότι η ερμηνεία των διατάξεων από το Εφετείο δεν ήταν προβλέψιμη. Όσον αφορά το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι η προσφεύγουσα ήταν σε κάθε περίπτωση δημόσια υπάλληλος που ήταν υπόλογο βάσει του ποινικού δικαίου για πράξεις που τελέστηκαν υπό αυτή την ιδιότητα, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η κατάχρηση εξουσίας που διαπράχθηκε από δημόσιο υπάλληλο ήταν αδίκημα που τιμωρούνταν βάσει διαφορετικής διάταξης του Ποινικού Κώδικα, δηλαδή του άρθρου 328 § 1, και ότι οι ποινές που προβλέπονταν για το αδίκημα αυτό είναι σαφώς ηπιότερες από εκείνες που προβλέπονταν στο άρθρο 328 § 3 στ. β του ΠΚ.
Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι το γεγονός ότι τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε η προσφεύγουσα τιμωρούνταν βάσει διαφορετικής ποινικής διάταξης δεν είχε καμία επίπτωση στα πορίσματά του όπως εκτίθενται παραπάνω, δηλαδή ότι, μετά την έναρξη ισχύος του νέου ποινικού νόμου, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε εύλογα να προβλέψει ότι θα διωκόταν και θα καταδικαζόταν βάσει του μεταγενέστερα τροποποιηθέντος άρθρου 328 § 3 (β) του Ποινικού Κώδικα.Επομένως, οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων δεν ήταν εύλογα προβλέψιμες και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 7 § 1 της ΕΣΔΑ.
Αρθρο 6. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε ανάγκη να εξεταστεί χωριστά η καταγγελία βάσει του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41). Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Δημοκρατία της Μολδαβίας έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 3.600 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.500 ευρώ για έξοδα και δαπάνες
(επιμέλεια echrcaselaw.com).