Στο τραπέζι και ο φορέας ακινήτων που θα αγοράζει από τις τράπεζες ή τα funds
Σε νέα φάση εισέρχεται η εγχώρια αγορά ιδιωτικού χρέους, με την κυβέρνηση να ετοιμάζει άμεσα παρεμβάσεις που θα διευκολύνουν την διαχείρισή του.
Ο στόχος είναι διπλός:
Πρώτον, να ολοκληρωθεί η τελευταία κατά τα φαινόμενα μαζική αποενοποίηση μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από τους ισολογισμούς των τραπεζών.
Δεύτερον, να επιταχυνθούν οι αναδιαρθρώσεις ληξιπρόθεσμων τραπεζικών οφειλών με βιώσιμο τρόπο.
Προς αυτήν την κατεύθυνση κλειδωμένη θεωρείται η ενεργοποίηση του τρίτου κύκλου του προγράμματος κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής», που συνιστά κλειδί για τη σύγκλιση των δεικτών καθυστερήσεων στη χώρα μας με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Μπορεί σε ενοποιημένη βάση το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων να υποχώρησε στην Ελλάδα στο 8,2% και μεταξύ 5,10% και 7,60% σε pro forma βάση στους τέσσερις συστημικούς ομίλους στο τέλος του α΄ τριμήνου 2023, η απόσταση ωστόσο από την υπόλοιπη Ευρώπη παραμένει σημαντική.
Στο πλαίσιο αυτό, οι τραπεζικές διοικήσεις θεωρούν καθοριστική την παροχή ενεχύρων από το Δημόσιο για την προώθηση τιτλοποιήσεων που δεν εντάχθηκαν στους δύο πρώτους γύρους της σχετικής δράσης.
Στην προχθεσινή συνάντησή τους με τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη υπογράμμισαν πως οι όποιες αποφάσεις θα πρέπει να ληφθούν το συντομότερο δυνατό, ώστε οι συναλλαγές να ολοκληρωθούν χωρίς περαιτέρω επιπτώσεις στα κεφάλαιά τους.
Οι επόμενες τιτλοποιήσεις
Αναλυτικότερα, οι επισφάλειες που θα ενταχθούν στο «Ηρακλής ΙΙΙ» αφορούν στα ακόλουθα πακέτα:
– Frontier ΙΙ της Εθνικής Τράπεζας, λογιστικής αξίας 1 δισ. ευρώ, το οποίο αποτελείται κυρίως από επιχειρηματικά δάνεια με εξασφαλίσεις όλων των κατηγοριών, καθώς και από χορηγήσεις λιανικής τραπεζικής (στεγαστικά, καταναλωτικά)
– Sunrise III της Τράπεζας Πειραιώς, λογιστικής αξίας 500 εκατ. ευρώ, το οποίο περιλαμβάνει δάνεια ιδιωτών και επιχειρήσεων
– Solar, που αποτελεί την κοινή τιτλοποίηση των τεσσάρων συστημικών ομίλων, λογιστικής αξίας 1,5 δισ. ευρώ και αφορά σε δάνεια 325 ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων με οφειλές σε δύο τουλάχιστον πιστωτές
– Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα της Attica Bank ύψους 2,1 δισ. ευρώ
– Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα της Παγκρήτιας Τράπεζας ύψους 1,1 δισ. ευρώ
Για να προχωρήσουν οι παραπάνω τιτλοποιήσεις, η δύναμη πυρός του προγράμματος θα πρέπει να ξεπεράσει τα 6 δισ. ευρώ, με την παροχή κρατικών εγγυήσεων της τάξης των 2,2 δισ. ευρώ.
Η επιτυχής υλοποίησή τους θα συμβάλει καθοριστικά στην ταχύτερη εξυγίανση των ισολογισμών των τεσσάρων συστημικών ομίλων και θα ανοίξει το δρόμο για την δημιουργία ενός υγιούς πέμπτου τραπεζικού πόλου, με τη συγχώνευση της Attica Bank και της Παγκρήτιας.
Αλλαγές στον εξωδικαστικό
Η αποενοποίηση των εντός ισολογισμού κόκκινων δανείων είναι η μία μόνο πτυχή του κυβερνητικού σχεδίου.
Η δεύτερη σχετίζεται με την επιτυχή αναδιάρθρωσή τους από τις εταιρείες διαχείρισης, με στόχο μέσα στην επόμενη πενταετία τουλάχιστον 15 – 20 δισ. ευρώ να επιστρέψουν στο τραπεζικό σύστημα ως πράσινα.
Τόσο στο υπουργείο Οικονομικών, όσο και στον κλάδο των servicers θεωρούν ότι η αξιοποίηση του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών θα λειτουργήσει ως καταλύτης για την επιτάχυνση του συγκεκριμένου έργου.
Μπορεί να έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος ως σήμερα, ωστόσο εκτιμούν ότι περαιτέρω βελτιώσεις θα οδηγήσουν σε αύξηση του αριθμού των βιώσιμων ρυθμίσεων.
Ειδικότερα, αναμένεται να αλλάξει ο τρόπος υπολογισμού του ποσού ανάκτησης από τη ρευστοποίηση των ενεχύρων που συνοδεύουν τα χρέη ενός οφειλέτη, προς την κατεύθυνση μείωσής του.
Με δεδομένο ότι η καθαρή παρούσα αξία των δόσεων μίας ρύθμισης δεν δύναται να υπολείπεται της εκτιμώμενης εμπορικής αξίας ενός ακινήτου, αφαιρουμένων των εξόδων για τον πλειστηριασμό του, μία τέτοια παρέμβαση θα έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή ευνοϊκότερων, άρα και πιο βιώσιμων ρυθμίσεων.
Η δεύτερη αλλαγή, την οποία ζήτησαν οι servicers από το υπουργείο Οικονομικών και σύμφωνα με πληροφορίες έγινε αποδεκτή, αφορά στην υποχρέωση του δανειολήπτη να καταβάλλει μία μικρή προκαταβολή πριν την ενεργοποίηση της λύσης αποπληρωμής που του προτείνεται.
Κι αυτό διότι έχει παρατηρηθεί πως ένα υψηλό ποσοστό όσων δέχονται μία ρύθμιση, δεν ξεκινά ποτέ την εξόφλησή της.
Οι εταιρείες διαχείρισης εκτιμούν ότι με την καταβολή έστω και ενός συμβολικού ποσού, θα μειωθούν αυτές οι περιπτώσεις.
Ο φορέας ακινήτων
Τα παραπάνω θέματα αναμένεται να συζητηθούν στη σημερινή συνάντηση της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών με την Ένωση των εταιρειών διαχείρισης.
Ενδεχομένως οι εκπρόσωποι των servicers να θέσουν στον υπουργό και το ζήτημα της δημιουργίας του φορέα απόκτησης ακινήτων ευάλωτων νοικοκυριών, που έχει καθυστερήσει πολύ.
Σύμφωνα με πηγές από τον κλάδο, θα πρέπει να βρεθεί μία λύση το συντομότερο δυνατό, καθώς τα επόμενα χρόνια θα κινδυνεύσουν τα σπίτια των πιο αδύναμων νοικοκυριών, που υπολογίζονται σε 30.000 – 50.000.
Όπως λένε οι ίδιοι κύκλοι, με δεδομένο ότι η λύση προσέλκυσης ιδιωτών επενδυτών δεν φαίνεται να περπατάει, η κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο ο φορέας να λειτουργήσει ως κρατικός.
Σε αυτήν την περίπτωση, θα απαιτηθούν περί τα 3 – 5 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότησή του από το Δημόσιο.
Με τον τρόπο αυτό, θα διασφαλιστεί η στέγη των δανειοληπτών που αποδεδειγμένα δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν το χρέος τους, δίνοντας οριστική λύση σε αυτό το ευαίσθητο κοινωνικό ζήτημα.
Σημειώνεται ότι με βάση τις προδιαγραφές της δράσης, ο φορέας θα αγοράζει από τις τράπεζες ή τα funds που έχουν αποκτήσει τα χρέη των ευάλωτων νοικοκυριών την πρώτη κατοικία τους και στη συνέχεια θα τους τη μισθώνει για ένα διάστημα έως και 12 έτη.
Μετά το πέρας αυτής της περιόδου, θα δίνεται η δυνατότητα επαναγοράς του ακινήτου από τον ενοικιαστή στις τρέχουσες τιμές.
Υπενθυμίζεται ότι εδώ και μερικούς μήνες έχει τεθεί σε ισχύ ένα ενδιάμεσο πρόγραμμα, μέχρι την έναρξη λειτουργίας του φορέα, το οποίο παγώνει κάθε ενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης σε όσους πληρούν τα κριτήρια του ευαλώτου.
Ωστόσο, η ζήτηση είναι εξαιρετικά χαμηλή. Λιγότερα από 500 νοικοκυριά έχουν ενταχθεί στο μέτρο, παρ΄ ότι προβλέπει μηνιαία επιδότηση ενοικίου έως και 210 ευρώ.