Απόλυτη ακυρότητα προκαλείται όταν το δικαστήριο δεν ενημερώνει προηγουμένως τον κατηγορούμενο και δεν του δίνει τον αναγκαίο χρόνο για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του
Δεκτή έγινε από τον Άρειο Πάγο αίτηση αναίρεσης λόγω μεταβολής της κατηγορίας στο ακροατήριο, χωρίς να δοθεί εκ νέου στον κατηγορούμενο ο απαραίτητος χρόνος προετοιμασίας υπεράσπισης (ΑΠ 746/2023).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, με τη διάταξη του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ, θεσπίζεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ζητεί από το δικαστήριο τον αναγκαίο χρόνο προετοιμασίας για την αντίκρουση της κατηγορίας, αν από την αποδεικτική διαδικασία προκύψουν νέες περιστάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να συνδεθούν με επιτρεπτή μεταβολή της.
Με τη διάταξη αυτή, εξασφαλίζεται πληρέστερα το δικαίωμα σε αποτελεσματική υπεράσπιση. Για να αποφευχθούν περιπτώσεις καταχρηστικής άσκησης του συγκεκριμένου δικαιώματος, προβλέπεται ρητά ότι ο αναγκαίος χρόνος προετοιμασίας προσδιορίζεται κατά την κρίση του δικαστηρίου και μπορεί να δικαιολογήσει μόνον διακοπή της δίκης και ουδέποτε αναβολή. Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση βελτίωσης της κατηγορίας ή ορθότερου νομικού χαρακτηρισμού, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να ενημερώσει προηγουμένως τον εμφανισθέντα κατηγορούμενο και να του δώσει τον αναγκαίο χρόνο για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, άλλως παραβιάζεται το άρθρο 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ και προκαλείται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ.
Εν προκειμένω, προέκυψε ότι ο πρώτος των αναιρεσειόντων καταδικάσθηκε για ηθική αυτουργία στην πράξη της ανθρωποκτονίας, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας της από κοινού ανθρωποκτονίας, η δε δεύτερη αναιρεσείουσα καταδικάσθηκε για ηθική αυτουργία στην πράξη της ανθρωποκτονίας, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της εις βάρος της κατηγορίας της πράξεως της ανθρωποκτονίας κατά συναυτουργία, αλλά και για ηθική αυτουργία σε απόπειρα ανθρωποκτονίας, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της εις βάρος της κατηγορίας της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συναυτουργία.
Εν τούτοις, το ανώτατο δικαστήριο διαπίστωσε ότι, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας και πριν από την απαγγελία της απόφασης για την ενοχή των εν λόγω δύο κατηγορουμένων, το δικαστήριο δεν ενημέρωσε σχετικώς τους προαναφερθέντες δύο κατηγορουμένους ούτε και τους συνηγόρους υπεράσπισής τους για την μεταβολή των εις βάρος τους κατηγοριών, ούτε τους έδωσε τον αναγκαίο χρόνο για να προετοιμάσουν την υπεράσπισή τους σε σχέση με την μεταβολή των κατηγοριών. Συνεπώς, υφίσταται απόλυτη ακυρότητα της απόφασης, κατά το μέρος της που αφορά τους εν λόγω δύο αναιρεσείοντες, όσον αφορά τις προαναφερθείσες πράξεις τους.
Απόσπασμα απόφασης
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 343 ΚΠΔ, που τιτλοφορείται “Θέση επί της κατηγορίας. Ενημέρωση του κατηγορουμένου”, “1. Ο διευθύνων τη συζήτηση καλεί τον κατηγορούμενο να διατυπώσει συνοπτικά τη θέση του επί της κατηγορίας, παράλληλα δε τον πληροφορεί ότι έχει το δικαίωμα να αντιτάξει στην κατηγορία πλήρη έκθεση των ισχυρισμών του, καθώς και να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του ύστερα από την εξέταση κάθε μάρτυρα ή την έρευνα οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού μέσου. 2 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 135 του Ν. 4855/2021 ΦΕΚ Α’ 215/12.11.2021) Εφόσον το δικαστήριο μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας και πριν από την απόφαση για την ενοχή, προσανατολίζεται σε βελτίωση της κατηγορίας ή ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, οφείλει να ενημερώσει τον παρόντα κατηγορούμενο και να του δώσει τον αναγκαίο χρόνο προετοιμασίας. Η πιθανολογούμενη βελτίωση της κατηγορίας ή ο ορθότερος νομικός χαρακτηρισμός ουδέποτε συνιστούν λόγο αναβολής της δίκης”. Με βάση γενική αρχή του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου, που συνάγεται από τα άρθρα 2 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 και ισχύοντος από 1-7-2019 νέου Ποινικού Κώδικα και 590 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν. 4620/2019 και ισχύοντος από 1-7-2019 νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι δικονομικοί νόμοι, αν δεν ορίζουν με μεταβατική διάταξη το αντίθετο, έχουν άμεση εφαρμογή από την έναρξη της ισχύος τους και στις εκκρεμείς και μη εκδικασθείσες ακόμη ποινικές υποθέσεις, από το χρονικό σημείο που καταλαμβάνουν αυτές. Η διαδικασία, δηλαδή, χωρεί σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο, κατά τον οποίο επιχειρείται η κάθε διαδικαστική πράξη και συνεπώς, οι πράξεις, οι οποίες έγιναν υπό το κράτος του παλαιού νόμου, είναι ισχυρές, ενώ το ατέλεστο μέρος της διαδικασίας και επομένως και η μη διεξαχθείσα ακόμη δίκη, θα γίνει σύμφωνα με το νέο νόμο (ΟλΑΠ 1/2020). Μία σημαντική καινοτομία εισάγεται με την προσθήκη δεύτερης παραγράφου στο άρθρο 343 ΚΠοινΔ, με την οποία θεσπίζεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ζητεί από το δικαστήριο τον αναγκαίο χρόνο προετοιμασίας για την αντίκρουση της κατηγορίας, “αν από την αποδεικτική διαδικασία προκύψουν νέες περιστάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να συνδεθούν με επιτρεπτή μεταβολή της”. Με τη διάταξη αυτή εξασφαλίζεται πληρέστερα το δικαίωμα σε αποτελεσματική υπεράσπιση, όπως προσδιορίζεται αυτό στην πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ για το άρθρο 6 παρ. 1 β’ ΕΣΔΑ. Για να αποφευχθούν περιπτώσεις καταχρηστικής άσκησης του συγκεκριμένου δικαιώματος προβλέπεται ρητά ότι ο αναγκαίος χρόνος προετοιμασίας προσδιορίζεται κατά την κρίση του δικαστηρίου και μπορεί να δικαιολογήσει μόνον διακοπή της δίκης και ουδέποτε αναβολή (σελ. 103 Αιτιολογικής έκθεσης ΚΠΔ). Από τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 343 ΚΠΔ, προκύπτει ότι σε κάθε περίπτωση βελτίωσης της κατηγορίας ή ορθότερου νομικού χαρακτηρισμού, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να ενημερώσει προηγουμένως τον εμφανισθέντα κατηγορούμενο και να του δώσει τον αναγκαίο χρόνο για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, άλλως παραβιάζεται το άρθρο 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ και προκαλείται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ, για την οποία ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Α’ του ιδίου κώδικα, λόγος αναιρέσεως.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr.