ΑΠΟΦΑΣΗ
Καλοταράνη κ.α. κατά Ελλάδας της 20.7.2023 (αρ. προσφ. 42267/14)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Απαλλοτρίωση ακινήτων για διεύρυνση της Εγνατίας Οδού. Σε μη απαλλοτριωθέντα τμήματα ακινήτων είναι εγκαταστημένες επιχειρήσεις. Τα εθνικά δικαστήρια απέρριψαν τα αιτήματα των προσφευγόντων για επιδίκαση ειδικών αποζημιώσεωνεπειδή στερούνταν τα ακίνητα και οι εγκαταστημένες σε αυτά επιχειρήσεις άμεσης πρόσβασης στον νέο αυτοκινητόδρομο (Εγνατία οδό), με αποτέλεσμα, κατά τους προσφεύγοντες, να υποβαθμιστούν τα ακίνητά τους.
Το ΕΔΔΑ συμφώνησε με το σκεπτικό της απορριπτικής απόφασης του Εφετείου ότι η δραστηριότητα των εν λόγω επιχειρήσεων δεν διαταράχθηκε, καθώς οι επιχειρήσεις αυτές εξυπηρετούνταν από δευτερεύουσα οδό που συνδεόταν με τον αυτοκινητόδρομο.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου δεν διαπίστωσε καμία παραβίαση της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1,
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΑΡΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες έχουν στην ιδιοκτησία τους τέσσερα οικόπεδα στην περιφέρεια Θεσσαλονίκης. Ορισμένα τμήματα αυτών των εκτάσεων απαλλοτριώθηκαν το 1998 στο πλαίσιο των εργασιών διαπλάτυνσης της Εγνατίας οδού. Στα μη απαλλοτριωθέντα τμήματα των εκτάσεων αυτών είχαν εγκατασταθεί επιχειρήσεις.
Με την με αριθμ. 28844/1998 απόφαση του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης καθορίστηκε το ποσό της προσωρινής αποζημίωσης για απαλλοτρίωση. Επίσης, χορηγήθηκε στους προσφεύγοντες ειδική αποζημίωση για τα μη απαλλοτριωθέντα τμήματα της εν λόγω γης, θεωρώντας ότι θα υποστούν σημαντική μείωση της αξίας τους διότι, μετά την εκτέλεση των εργασιών, θα στερούνταν της άμεσης πρόσβασης στην εθνική οδό.
Το 1999 οι προσφεύγοντες προσέφυγαν στο Εφετείο Θεσσαλονίκης για τον καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης της οριστικής απαλλοτρίωσης. Ζητούσαν επίσης ειδική αποζημίωση για μείωση της αξίας που πίστευαν ότι θα υφίσταντο τα μη απαλλοτριωθέντα τμήματα των ακινήτων τους από το γεγονός ότι θα στερούνταν την άμεση πρόσβαση στην εθνική οδό. Ο πρώτος και ο τρίτος προσφεύγων ζήτησαν επίσης να μην εφαρμοστεί στο απαλλοτριωμένο τμήμα του ακινήτου τους το τεκμήριο ότι επωφελούνταν από την απαλλοτρίωση και ότι θα έπρεπε επομένως να συνεισφέρουν στο κόστος απαλλοτρίωσης υπό μορφή αυτοαποζημίωσης (Ν. 653/1977).
Το 2001, με την με αριθμ. 3012/2001 απόφαση, το Εφετείο απέρριψε ως απαράδεκτο το αίτημα απόρριψης του ως άνω τεκμηρίου και διέταξε πραγματογνωμοσύνη.
Το 2004, με την με αριθμ. 503/2004 απόφαση, το Εφετείο καθόρισε την οριστική αποζημίωση της απαλλοτρίωσης για την απαλλοτριωθείσα γη και απέρριψε το αίτημα για ειδική αποζημίωση.
Το 2005 οι προσφεύγοντες άσκησαν αναίρεση κατά των αποφάσεων με αριθμ. 3012/2001 και 503/2004, προβάλλοντας διάφορους λόγους προς στήριξη του ισχυρισμού τους.
Με την με αριθμ. 1143/2006 απόφαση, ο Άρειος Πάγος δέχθηκε τους λόγους που προέβαλαν οι προσφεύγοντες σχετικά με την απόρριψη των επίμαχων αξιώσεων τους και παρέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο, το οποίο με την με αριθμ. 2231/2007 απόφαση διέταξε νέα πραγματογνωμοσύνη.
Με την με αριθμ. 1765/2010 απόφαση, το Εφετείο έκρινε και για τα δύο σημεία ως εξής. Όσον αφορά το πρώτο, απέρριψε το βάσιμο της αγωγής για ειδική αποζημίωση με το αιτιολογικό ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι τα τμήματα της γης που δεν είχαν απαλλοτριωθεί είχαν υποστεί σημαντική μείωση της αξίας τους ή είχαν καταστεί άχρηστα. Σημείωσε ειδικότερα ότι τα στοιχεία έδειξαν ότι μετά τη διαπλάτυνση της Εγνατίας οδού, η κυκλοφορία είχε υπερδιπλασιαστεί, γεγονός που είχε προκαλέσει σημαντική αύξηση της εμπορικής δραστηριότητας των εταιρειών που είναι εγκατεστημένες στην εν λόγω περιοχή. Σημείωσε επίσης, αφού εξέτασε διάφορες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, ότι, αν και όντως στερήθηκαν την άμεση πρόσβαση στην Εγνατία οδό μετά την εκτέλεση των εργασιών, οι εταιρείες που ήταν εγκατεστημένες στα μη απαλλοτριωθέντα τμήματα της γης ήταν εύκολα προσβάσιμες από δευτερεύουσα οδό που η ίδια συνδεόταν με τον αυτοκινητόδρομο, ώστε να συνεχίζουν κανονικά τη δραστηριότητά τους.
Ως προς το δεύτερο σημείο, το Εφετείο έκρινε ότι τίποτα δεν μπορούσε να αμφισβητήσει το τεκμήριο ύπαρξης πλεονεκτήματος που είχε εφαρμοστεί στο οικόπεδο του πρώτου και τρίτου προσφεύγοντος. Αναφερόμενο στην ανάλυσή του σχετικά με την αξίωση για ειδική αποζημίωση, διευκρίνισε ότι η δραστηριότητα της επιχείρησης που είναι εγκατεστημένη στο επίμαχο οικόπεδο όχι μόνο συνεχίστηκε, αλλά είχε μάλιστα αυξηθεί σημαντικά χάρη στη διαπλάτυνση της Εγνατίας οδού. Ως εκ τούτου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εκτέλεση των εργασιών είχε πράγματι ωφελήσει τους ιδιοκτήτες της εν λόγω γης και ότι δεν δικαιούνταν επιπλέον αποζημίωση για το απαλλοτριωθέν τμήμα αυτής της ιδιοκτησίας.
Το 2011 οι προσφεύγοντες άσκησαν εκ νέου αναίρεση.
Το 2013 ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση με την με αριθμ. 1998/2013 απόφαση.
Επικαλούμενοι τα άρθρα 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου και 6 § 1 της Σύμβασης, οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για την απόρριψη των αξιώσεών τους από το Εφετείο και την απόρριψη της αίτησης αναίρεσής τους από τον Άρειο Πάγο.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι στην υπόθεση Σαμψωνίδης κ.α. κατά Ελλάδας της 06.12.2007 (αρ. προσφ. 2834/05), διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Συγκεκριμένα, διαπίστωσε ότι η ολοκλήρωση των εργασιών είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια των εν λόγω μερών του πλεονεκτήματος της άμεσης πρόσβασης στη γη τους από την εθνική οδό και ότι, κατά συνέπεια, το ακίνητο στο οποίο οι προσφεύγοντες είχαν κτίσει κτίρια που χρησιμοποιούνται για εμπορικούς σκοπούς είχε υποστεί πτώση της αξίας λόγω της μείωσης της πελατείας και της συνακόλουθης μείωσης των κερδών τους.
Το Δικαστήριο σημείωσε, ωστόσο, ότι στην προαναφερθείσα υπόθεση το Εφετείο απέρριψε την αξίωση για ειδική αποζημίωση ως στερούμενη νομικής βάσης και ως εκ τούτου δεν την εξέτασε επί της ουσίας (βλ. Σαμψωνίδης κ.α.).
Αντιθέτως, στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, μετά την ανατροπή της νομολογίας του Αρείου Πάγου επί του θέματος (Σαμψωνίδης κ.α.), εξέτασε και απέρριψε το βάσιμο της αξίωσης για ειδική αποζημίωση. Ως προς αυτό, το Δικαστήριο θεώρησε ότι ενώ τα εθνικά δικαστήρια καλούνται να αξιολογήσουν εάν η εκτέλεση των εργασιών οδήγησε σε μείωση της αξίας των μη απαλλοτριωθέντων τμημάτων γης, αυτή η εκτίμηση εξαρτάται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υπόθεσης και δεν μπορεί να οδηγήσει αυτόματα στην επιδίκαση ειδικής αποζημίωσης. Ειδικότερα, η απώλεια άμεσης πρόσβασης σε εθνική οδό/αυτοκινητόδρομο μετά την εκτέλεση των εργασιών για τις οποίες πραγματοποιήθηκε η απαλλοτρίωση είναι μόνο ένα από τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό της ύπαρξης ή μη και της πιθανής έκτασης μιας τέτοιας μείωσης της αξίας.
Το Δικαστήριο τόνισε ότι δεν είναι στην αρμοδιότητά του να υποκαταστήσει τη δική του άποψη για τα πραγματικά περιστατικά με εκείνη των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία, κατ’ αρχήν, πρέπει να σταθμίζουν τα δεδομένα που συλλέγουν. Αν και τα πορίσματα αυτών των δικαστηρίων δεν είναι δεσμευτικά για το ΕΔΔΑ, το τελευταίο κανονικά αποκλίνει από τα πραγματικά πορίσματά, μόνο εάν έχει στην κατοχή του πειστικά στοιχεία για το σκοπό αυτό. Ωστόσο, στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο έκρινε ότι τίποτα δεν επιτρέπει να έρχεται σε αντίθεση με τα πραγματικά πορίσματα του Εφετείου.
Το Δικαστήριο υπογράμμισε, αφενός, ότι οι προσφεύγοντες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι η απώλεια της άμεσης πρόσβασης στον αυτοκινητόδρομο προκάλεσε αυτομάτως στα μη απαλλοτριωθέντα τμήματα των ακινήτων τους τέτοια υποβάθμιση που θα δικαιολογούσε ειδική αποζημίωση. Εάν οι δύο εκθέσεις τις οποίες επικαλέστηκαν ενώπιον του Εφετείου, που συντάχθηκαν από τους πραγματογνώμονες που διορίστηκαν αντίστοιχα από το εν λόγω δικαστήριο και από τους ίδιους, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υπήρξε μείωση της αξίας των μη απαλλοτριωθέντων τμημάτων, είναι επειδή οι συντάκτες τους στη συνέχεια βασίστηκαν στην υπόθεση ότι όταν κατασκευαζόταν το έργο, η απώλεια της άμεσης πρόσβασης στην εθνική οδό θα είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της δραστηριότητάς τους. Ωστόσο, στην απόφασή του με αριθμ. 1765/2010, το Εφετείο, αφού εξέτασε προσεκτικά τις διάφορες πραγματογνωμοσύνες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δραστηριότητα των εν λόγω επιχειρήσεων δεν είχε διαταραχθεί, καθώς οι επιχειρήσεις αυτές εξυπηρετούνταν από δευτερεύουσα οδό που η ίδια συνδεόταν με τον αυτοκινητόδρομο. Προσυπογράφοντας τα συμπεράσματα των εκθέσεων που υπέβαλε το Δημόσιο, έκρινε ειδικότερα ότι οι πραγματογνωμοσύνες που επικαλέστηκαν οι προσφεύγοντες βασίστηκαν σε προβλέψεις και, ως εκ τούτου, δεν αντικατόπτριζαν την πραγματική κατάσταση όπως ήταν μετά την κατασκευή των επιχειρήσεων και ειδικότερα μετά τη διάνοιξη της δευτερεύουσας οδού.
Αφετέρου, το Δικαστήριο απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι οι προσφεύγοντες αρκέστηκαν στην παραπομπή σε εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης που το Εφετείο έκρινε ως αναξιόπιστες, χωρίς να παρέχουν κανένα στοιχείο που θα του επέτρεπε να εκτιμήσει την τρέχουσα κατάσταση των διαδίκων, αναφορικά με την μη απαλλοτριωμένη γη τους και που θα μπορούσε να το οδηγήσει, κατά περίπτωση, να απομακρυνθεί από τα πορίσματα του Εφετείου. Ειδικότερα, αν και προέβαλαν –χωρίς να το τεκμηριώσουν διαφορετικά– τέτοιο ισχυρισμό στην προσφυγή τους, οι ενδιαφερόμενοι δεν διευκρίνισαν στις παρατηρήσεις τους εάν οι εταιρείες που είναι εγκατεστημένες στα ακίνητα έχουν πράγματι παύσει ή περιορίσει τη δραστηριότητά τους και σε ποιοσυγκεκριμένο χρόνο. Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι δεν ανέφεραν λεπτομερώς εάν το γεγονός ότι τα μη απαλλοτριωθέντα τμήματα συνδέονται με την Εγνατία Οδό μόνο μέσω της δευτερεύουσας οδού οδήγησε σε πτώση της αξίας τους μετά από μείωση της πελατείας ή μείωση του εισοδήματος των εγκατεστημένων εκεί επιχειρήσεων.
Όσον αφορά την καταγγελία που προέκυψε από την άρνηση των εθνικών δικαστηρίων να ακυρώσουν το τεκμήριο πλεονεκτήματος που εφαρμόστηκε στο απαλλοτριωμένο τμήμα της γης που ανήκει στον πρώτο και τον τρίτο προσφεύγοντα, το Δικαστήριο έκρινε ότι συνδέεται στενά με αυτό που στηρίζεται στην απόρριψη της αξίωσης για ειδική αποζημίωση. Υπό το πρίσμα της προηγηθείσας ανάλυσης, κατέληξε ότι τίποτα δεν του επιτρέπει να διαφωνήσει με τις λεπτομερείς διαπιστώσεις του Εφετείου ούτε επί του σημείου αυτού.
Λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγοντες δεν χρειάστηκε να φέρουν δυσανάλογη και υπερβολική επιβάρυνση, καθώς οι εθνικές αρχές έχουν επιτύχει στην παρούσα υπόθεση τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να επικρατεί μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού συμφέροντος.
Συνεπώς, οι καταγγελίες που υποβλήθηκαν βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου είναι προδήλως αβάσιμες και απορρίφθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 3 (α) και 4 της Σύμβασης.
Όσον αφορά τις καταγγελίες βάσει του άρθρου 6 § 1, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε καμία παραβίαση του δικαιώματος των προσφευγόντων σε δίκαιη δίκη. Παρατήρησε ότι ο Άρειος Πάγος, λαμβάνοντας υπόψη την αναλυτική αιτιολογία του Εφετείου, το οποίο είχε εξετάσει προσεκτικά τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των πραγματογνωμοσυνών που του είχαν υποβάλει οι διάδικοι, έκρινε ότι η αιτιολογία της απόφασης με αριθμ. 1765/2010 ήταν επαρκής και άνευ αντιφάσεων. Επιπλέον, δεν βρήκε κανένα στοιχείο που θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο ΑΠ, απορρίπτοντας ως αόριστο τον ισχυρισμό ότι το Εφετείο είχε λάβει υπόψη στοιχεία που δεν του είχαν υποβληθεί νομίμως, έδειξε υπερβολικό φορμαλισμό, διότι οι προσφεύγοντες δεν συμμορφώθηκαν στην πραγματικότητα με τις σχετικές απαιτήσεις του εθνικού δικαίου επί του θέματος.
Επομένως, και αυτό το μέρος της προσφυγής ήταν προδήλως αβάσιμο και απορρίφθηκεαπό το ΕΔΔΑ
(επιμέλεια: echrcaselaw.com).