ΑΠΟΦΑΣΗ
Del Pino Ortiz κ.α. κατά Ισπανίας της 20.07.2023 (αρ. προσφ. 20942/19 και άλλες 3)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Άρνηση των αρχών να χορηγήσουν σύνταξη επιζώντος στις προσφεύγουσες μετά το θάνατο των συντρόφων τους.
Πριν από τον Απρίλιο του 2014, όλες οι προσφεύγουσες θεωρητικά δικαιούνταν σύνταξη επιζώντος σε περίπτωση θανάτου του συντρόφου τους βάσει του αστικού δικαίου της Καταλονίας. Ωστόσο, το νομικό καθεστώς που ίσχυε στις περισσότερες άλλες περιφέρειες της Ισπανίας απαιτούσε, επιπρόσθετα, προκειμένου να συσταθεί σύμφωνο συμβίωσης για τους σκοπούς του δικαιώματος λήψης σύνταξης επιζώντος, το ζευγάρι να έχει συσταθεί επισήμως με σύμφωνο συμβίωσης μέσω της καταχώρισής του σε δημόσιο μητρώο που έχει συσταθεί για τον σκοπό αυτό ή με συμβολαιογραφική πράξη, και αυτό, τουλάχιστον δύο έτη πριν από τον θάνατο ενός από τους συντρόφους.
Οι προσφεύγουσες επηρεάστηκαν από την έναρξη ισχύος αυτής της νέας νομικής απαίτησης, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη της αίτησής τους για σύνταξη επιζώντος.
Επικαλέστηκαν το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του ΠΠΠ. Η πρώτη προσφεύγουσα υπέβαλε την προσφυγή της μόνο βάσει του άρθρου 1 του 12ου Πρωτοκόλλου, λόγω των έμμεσων διακρίσεων σε βάρος των γυναικών που το μέτρο είχε δημιουργήσει στην πράξη.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι όλοι οι σύντροφοι απεβίωσαν πριν παρέλθουν δύο έτη από την έναρξη ισχύος της νέας υποχρέωσης επίσημης καταχώρισης που θεσπίστηκε μετά τις 10 Απριλίου 2014 και έτσι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στην προκειμένη περίπτωση, οι προσφεύγουσες θα μπορούσαν να έχουν «δικαιολογημένη εμπιστοσύνη» ότι δικαιούνται σύνταξη επιζώντων.
Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιβολή αυστηρότερης τυπικής απαίτησης από το Συνταγματικό Δικαστήριο χωρίς επαρκείς μεταβατικές διατάξεις ήταν δυσανάλογη υπό το πρίσμα όλων των περιστάσεων των επίδικων προσφυγών και διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου επιδίκασε για ηθική βλάβη 8.000 ευρώ στην πρώτη, 6.000 ευρώ στην τρίτη και 6.000 ευρώ στην τέταρτη προσφεύγουσα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Άρνηση των αρχών να χορηγήσουν σύνταξη επιζώντος στις προσφεύγοντες μετά το θάνατο των συντρόφων τους. Οι τέσσερις αυτές υποθέσεις αποτελούν μέρος μιας ομάδας παρόμοιων προσφυγών που υποβλήθηκαν από επτά γυναίκες (βλ. προηγούμενες αποφάσεις ValverdeDigon κατά Ισπανίας της 26.01.2023, αρ. προσφ. 22386/19, και DomenechAradilla και RodríguezGonzález κατά Ισπανίας της 19.01.2023, αρ. προσφ. 32667/19 και 30807/20), οι οποίες ζούσαν όλες στην Καταλονία και έχασαν τους συντρόφους τους, με τους οποίους δεν ήταν παντρεμένες, μεταξύ 2013 και 2015. Όλες τους συζούσαν με τους αντίστοιχους συντρόφους τους για τουλάχιστον 5 χρόνια και/ή είχαν αποκτήσει παιδιά, και σε κάθε περίπτωση, οι προσφεύγουσες εξαρτώνταν οικονομικά από τους συντρόφους τους.
Πριν από τον Απρίλιο του 2014, όλες τους θεωρητικά δικαιούνταν σύνταξη επιζώντος σε περίπτωση θανάτου του συντρόφου τους βάσει του αστικού δικαίου της Καταλονίας. Ωστόσο, το νομικό καθεστώς που ίσχυε στις περισσότερες άλλες περιφέρειες της Ισπανίας (εκείνες που, σε αντίθεση με την Καταλονία, δεν είχαν δικό τους αυτόνομο αστικό δίκαιο στο θέμα αυτό) απαιτούσε, επιπρόσθετα, προκειμένου να συσταθεί σύμφωνο συμβίωσης για τους σκοπούς του δικαιώματος λήψης σύνταξης επιζώντος, το ζευγάρι να έχει συσταθεί επίσημα με σύμφωνο συμβίωσης μέσω της καταχώρισής του σε δημόσιο μητρώο που έχει συσταθεί για τον σκοπό αυτό ή με συμβολαιογραφική πράξη, και αυτό, τουλάχιστον δύο έτη πριν από τον θάνατο ενός εκ των συντρόφων.
Οι διαφορετικές απαιτήσεις για τη σύσταση συμφώνου συμβίωσης και για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης επιζώντος στις διάφορες Αυτόνομες Κοινότητες της Ισπανίας δημιούργησαν ανησυχίες σχετικά με τα συνταγματικά δικαιώματα των Ισπανών πολιτών να θεωρούνται ίσοι κατά την άσκηση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών τους στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης και να έχουν ομοιόμορφη πρόσβαση σε κοινωνικές παροχές σε ολόκληρη τη χώρα.
Με απόφαση της 10 Απριλίου 2014, το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των Αυτόνομων Κοινοτήτων (μεταξύ των οποίων και η Καταλονία) όσον αφορά την αναγνώριση ενός ζευγαριού με σύμφωνο συμβίωσης και, ως εκ τούτου, την πρόσβαση στη σύνταξη επιζώντων, ήταν αντισυνταγματικές. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, για να θεωρηθεί νόμιμη η συμβίωση στην Ισπανία, απαιτούνταν να πληρούνται τα εξής:
(i) Μια ουσιαστική προϋπόθεση ότι οι σύντροφοι έχουν συμβιώσει επί τουλάχιστον πέντε έτη πριν από τον θάνατο του ενός εκ των δύο,
(ii) Μια τυπική προϋπόθεση ότι – τουλάχιστον δύο έτη πριν από τον θάνατο του ενός προσώπου – το ζευγάρι έχει συνάψει επίσημα σύμφωνο συμβίωσης μέσω της καταχώρισής του σε δημόσιο μητρώο που έχει συσταθεί για τον σκοπό αυτό ή με συμβολαιογραφική πράξη.
Μόνον όσοι είχαν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης όπως ορίζεται ανωτέρω και πληρούσαν επίσης τα οικονομικά κριτήρια μπορούσαν, σε περίπτωση θανάτου ενός εκ των συντρόφων, να θεωρηθούν δικαιούχοι σύνταξης επιζώντος.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο όρισε περαιτέρω ότι η κήρυξη της αντισυνταγματικότητας ίσχυε για όλες τις νέες αιτήσεις που ελήφθησαν μετά την έναρξη ισχύος της απόφασης.
Οι επτά προσφεύγουσες επηρεάστηκαν από την έναρξη ισχύος αυτής της νέας νομικής απαίτησης, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη της αίτησής τους για σύνταξη επιζώντος, όπως εξηγείται λεπτομερώς κατωτέρω.
Η πρώτη προσφεύγουσα (προσφυγή με αριθ. 20942/19) και ο σύντροφός της ζούσαν μαζί από το 1998 και είχαν δύο παιδιά. Ο σύντροφος της πρώτης προσφεύγουσας πέθανε στις 22 Μαΐου 2014. Έκανε αίτηση για σύνταξη επιζώντος στις 14 Ιουλίου 2014. Την επόμενη ημέρα, το Εθνικό Ινστιτούτο Κοινωνικής Ασφάλισης (InstitutoNacional de laSeguridad Social – “το INSS”) εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε την αίτηση της προσφεύγουσας για σύνταξη, με την αιτιολογία ότι η προσφεύγουσα δεν πληρούσε μία από τις νόμιμες προϋποθέσεις για τη χορήγηση σύνταξης επιζώντος: δηλαδή, την επισημοποίηση της συμβίωσης με εγγραφή σε μητρώο ή με την έκδοση συμβολαιογραφικής πράξης τουλάχιστον δύο έτη πριν από τον θάνατο του συντρόφου. Η πρώτη προσφεύγουσα άσκησε επόμενες προσφυγές και κάθε φορά έβλεπε την αίτησή της για σύνταξη να απορρίπτεται λόγω της έλλειψης επίσημης καταχώρισης της συμβίωσης δύο έτη πριν από το θάνατο του συντρόφου της.
Η δεύτερη προσφεύγουσα (προσφυγή με αριθ. 33998/19) και ο σύντροφός της άρχισαν να ζουν μαζί στις 23 Αυγούστου 2006. Απέκτησαν μια κόρη το 2013. Ο σύντροφος της δεύτερης πέθανε σε εργατικό ατύχημα στις 24 Μαρτίου 2015. Στις 19 Ιουνίου 2015, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση για σύνταξη επιζώντος στην ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία με την οποία συνεργάζεται το ισπανικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και στην οποία ο σύντροφός της είχε ασφαλιστεί για εργατικά ατυχήματα. Στις 23 Ιουνίου 2015, η ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε την αίτησή της με την αιτιολογία ότι η προσφεύγουσα δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις επισημοποίησης της συμβίωσης με εγγραφή σε μητρώο ή με έκδοση δημόσιας πράξης τουλάχιστον δύο έτη πριν από τον θάνατο του ενός ή του άλλου συντρόφου. Η δεύτερη προσφεύγουσα άσκησε μεταγενέστερες προσφυγές. Στις 6 Απριλίου 2017 το 33ο Εργατικό Δικαστήριο της Βαρκελώνης έκανε δεκτή την εγχώρια προσφυγή της και αναγνώρισε το δικαίωμά της να λάβει σύνταξη επιζώντος, η οποία θα καταβληθεί από την ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία. Το Εργατικό Δικαστήριο έκρινε ότι «η νέα τυπική προϋπόθεση της εγγραφής ή της πιστοποίησης ενώπιον συμβολαιογράφου δύο έτη πριν από τον θάνατο του συντρόφου, μπορούσε να τηρηθεί στην Καταλονία μόνο από τις 10 Απριλίου 2016 – δύο έτη μετά τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης 40/2014 του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η οποία κήρυξε άκυρη τη διάταξη που τους απάλλασσε από την εν λόγω τυπική προϋπόθεση». Το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι όταν πέθανε ο σύντροφος της προσφεύγουσας ήταν ακόμη χρονικά αδύνατο να τηρηθεί η νέα απαίτηση (στην Καταλονία) για την επισημοποίηση της συμβίωσης με εγγραφή σε μητρώο ή με την έκδοση συμβολαιογραφικής πράξης τουλάχιστον δύο έτη πριν από τον θάνατο του συντρόφου. Το INSS και η ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία άσκησαν έφεση κατά της απόφασης αυτής, και το Ανώτατο Δικαστήριο της Καταλονίας έκανε δεκτές τις εφέσεις και αρνήθηκε να χορηγήσει στη δεύτερη προσφεύγουσα σύνταξη επιζώντος. Το εν λόγω δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η δεύτερη προσφεύγουσα και ο σύντροφός της είχαν «επαρκή χρόνο για να επισημοποιήσουν την κατάσταση της συμβίωσής τους, προκειμένου να δικαιούται τελικά ο ένας από τους δύο να λάβει σύνταξη επιζώντος από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο διέπεται από τους νόμους και τους κανονισμούς που ίσχυαν κατά τον χρόνο του γεγονότος που θεμελίωσε κάθε παροχή». Η αναίρεση κατά της απόφασης αυτής απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.
Η τρίτη προσφεύγουσα (προσφυγή με αριθ. 37119/19) και ο σύντροφός της έζησαν μαζί, χωρίς διακοπή, από τον Ιανουάριο του 2005. Ο σύντροφός της πέθανε στις 12 Ιουλίου 2015. Στις 19 Ιανουαρίου 2016 η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση για σύνταξη επιζώντος. Στις 24 Φεβρουαρίου 2016, το INSS εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε την αίτηση της προσφεύγουσας για σύνταξη επιζώντος, με την αιτιολογία ότι η προσφεύγουσα δεν πληρούσε καμία από τις νομικές προϋποθέσεις για να δικαιούται σύνταξη επιζώντος, συμπεριλαμβανομένης της επισημοποίησης της συμβίωσης τουλάχιστον δύο έτη πριν από τον θάνατο ενός εκ των συντρόφων. Κινήθηκε νομικά με προσφυγές κατά της απόφασης αυτής αλλά χωρίς θετικό αποτέλεσμα. Μολονότι τα εργατικά δικαστήρια έκριναν ότι η ίδια και ο σύντροφός της είχαν εκπληρώσει όλες τις υπόλοιπες προϋποθέσεις για να δικαιούνται σύνταξη, κατέληξαν ωστόσο στο συμπέρασμα ότι δεν είχαν καταχωρίσει τη συμβίωσή τους σύμφωνα με την προϋπόθεση που προβλέπεται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 174 παράγραφος 3 του νόμου.
Η τέταρτη προσφεύγουσα (προσφυγή με αριθ. 57464/19) και ο σύντροφός της συζούσαν, χωρίς διακοπή, από το 2000. Είχαν δύο παιδιά. Ο σύντροφος της προσφεύγουσας απεβίωσε στις 3 Νοεμβρίου 2014. Στις 27 Ιανουαρίου 2016 η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση για σύνταξη επιζώντος. Το INSS εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε την αίτηση για σύνταξη επιζώντος, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν πληρούσε καμία από τις νομικές προϋποθέσεις για να την δικαιούται, συμπεριλαμβανομένης της επισημοποίησης της συμβίωσης τουλάχιστον δύο έτη πριν από τον θάνατο ενός εκ των συντρόφων. Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση, χωρίς αποτέλεσμα, αλλά στη συνέχεια η προσφυγή της έγινε δεκτή από το 11ο Εργατικό Δικαστήριο της Βαρκελώνης. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα πληρούσε όλες τις άλλες νομικές προϋποθέσεις (συμπεριλαμβανομένης της πενταετούς συμβίωσης και της ύπαρξης κοινών τέκνων). Επιπλέον, το Εργατικό Δικαστήριο έκρινε ότι η νέα τυπική προϋπόθεση της εγγραφής δύο έτη πριν από τον θάνατο του συντρόφου μπορούσε να τηρηθεί στην Καταλονία μόνο από τις 10 Απριλίου 2016. Το δικαστήριο έκρινε ότι η αντίθετη διαπίστωση θα παραβίαζε το δικαίωμα στην ασφάλεια δικαίου. Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο της Καταλονίας έκανε αργότερα δεκτή την έφεση του INSS κατά της απόφασης αυτής, ανατρέποντας την απόφαση του Εργατικού Δικαστηρίου και αρνούμενο να χορηγήσει στην προσφεύγουσα σύνταξη επιζώντος. Το Εφετείο έκρινε ότι η τέταρτη προσφεύγουσα και ο σύντροφός της είχαν οκτώ μήνες στη διάθεσή τους για να επισημοποιήσουν τη συμβίωσή τους με σκοπό να δικαιούται τελικά κάποιος από τους δύο να λάβει σύνταξη επιζώντος πριν από τον θάνατό του και ότι η προϋπόθεση αυτή ήταν πλήρως που η οποία κρίθηκε απαράδεκτη.
Οι τέσσερις προσφεύγουσες κατήγγειλαν την άρνηση των αρχών να τους χορηγήσουν σύνταξη επιζώντων. Ισχυρίστηκαν ότι είχαν δικαιολογημένη προσδοκία να λάβουν σύνταξη επιζώντος, διότι οι ίδιες και οι αντίστοιχοι σύντροφοί τους είχαν από κοινού συστήσει, σύμφωνα με το αστικό δίκαιο της Καταλονίας, σύμφωνο συμβίωσης, το οποίο τους καθιστούσε επιλέξιμους για σύνταξη επιζώντος σε περίπτωση θανάτου του αντίστοιχου συντρόφου (εφόσον πληρούσαν και τις λοιπές προϋποθέσεις). Οι σύντροφοί τους είχαν πεθάνει λίγο μετά την απόφαση STC 40/2014 του Συνταγματικού Δικαστηρίου που είχε εισαγάγει, χωρίς προηγούμενη μεταβατική περίοδο, μια νέα απαίτηση σύμφωνα με την οποία η συμβίωσή τους έπρεπε να καταχωρηθεί επίσημα τουλάχιστον δύο έτη πριν από τον θάνατο ενός εκ των συντρόφων. Θεώρησαν ότι οι αρχές δεν έλαβαν υπόψη τους την αντικειμενική αδυναμία συμμόρφωσής τους με τη νέα απαίτηση. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι η εφαρμογή του νέου νομικού καθεστώτος που τους εμπόδιζε να λάβουν σύνταξη επιζώντων συνιστούσε έμμεση διάκριση λόγω φύλου, δεδομένου ότι η μεγάλη πλειοψηφία των δικαιούχων συντάξεων επιζώντων στην Ισπανία ήταν γυναίκες.
Η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε, πρώτον, ότι το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν είχε εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση. Κατά την άποψή τους, το γεγονός ότι ο θάνατος των συντρόφων των προσφευγουσών είχε επέλθει μετά την τροποποίηση από το Συνταγματικό Δικαστήριο των κανόνων που διέπουν την πρόσβαση στη σύνταξη επιζώντων είχε μια σαφή και αδιαμφισβήτητη συνέπεια: οι προσφεύγουσες δεν πληρούσαν τα κριτήρια επιλεξιμότητας όσον αφορά τη λήψη σύνταξης επιζώντων. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να έχουν «δικαιολογημένη εμπιστοσύνη» στην απόκτηση μιας περιουσίας, όπως ορίζεται από το Δικαστήριο βάσει του άρθρου 1 του ΠΠΠ. Η Κυβέρνηση δήλωσε επίσης ότι, εάν το Δικαστήριο έκρινε ότι η απλή ελπίδα των προσφευγουσών να λάβουν σύνταξη επιζώντων ισοδυναμούσε με «δικαιολογημένη προσδοκία» για την απόκτηση κατοχής, η στέρηση της κατοχής αυτής θα δικαιολογούνταν από λόγους γενικού συμφέροντος: να καταστεί άκυρη μια προηγούμενη διάταξη που είχε προκαλέσει διακρίσεις και ήταν αντισυνταγματική. Τέλος, η Κυβέρνηση επεσήμανε ότι η υποχρέωση επίσημης καταχώρισης μιας συμβίωσης δύο έτη πριν από το θάνατο ενός εκ των συντρόφων, προκειμένου ο επιζών σύντροφος να λάβει κοινωνικές παροχές, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά «υπερβολική επιβάρυνση» για τους σκοπούς του άρθρου 1 του ΠΠΠ.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο εξέτασε από κοινού τις 4 προσφυγές, λόγω της συνάφειας των υποθέσεων.
Οι προσφεύγουσες επικαλέστηκαν το άρθρο 14 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του ΠΠΠ. Η πρώτη προσφεύγουσα υπέβαλε την προσφυγή της μόνο βάσει του άρθρου 1 του 12ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης, λόγω των έμμεσων διακρίσεων εις βάρος των γυναικών που το μέτρο είχε δημιουργήσει στην πράξη.
Το Δικαστήριο, ως υπεύθυνο του νομικού χαρακτηρισμού που πρέπει να δοθεί στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, έκρινε ότι η ουσία των καταγγελιών των προσφευγουσών πρέπει να εξεταστεί αποκλειστικά βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε τις γενικές αρχές που διατυπώθηκαν στην υπόθεση ValverdeDigon, που αναφέρεται ανωτέρω και τη νομολογία που παρατίθεται εκεί.
Στις παρούσες υποθέσεις, το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες και οι αντίστοιχοι σύντροφοί τους πληρούσαν τις άλλες νομικές προϋποθέσεις – δηλαδή, την αδιάλειπτη συμβίωση άνω των πέντε ετών πριν από το θάνατο των συντρόφων τους (και σε ορισμένες περιπτώσεις την ύπαρξη παιδιού/ παιδιών) – και τα οικονομικά κριτήρια πριν από την έναρξη ισχύος της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 11 Μαρτίου 2014, είναι σχετικό, όπως έκρινε επίσης το Δικαστήριο στην υπόθεση ValverdeDigon.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, όπως και στην προαναφερθείσα υπόθεση ValverdeDigon, όλοι οι σύντροφοι απεβίωσαν πριν παρέλθουν δύο έτη από την έναρξη ισχύος της νέας υποχρέωσης εγγραφής που θεσπίστηκε μετά τις 10 Απριλίου 2014. Για τους ίδιους λόγους, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στην προκειμένη περίπτωση, οι προσφεύγουσες θα μπορούσαν να έχουν “δικαιολογημένη εμπιστοσύνη” ότι δικαιούνται σύνταξη επιζώντων.
Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 10ης Απριλίου 2014 εισήγαγε μια νέα νομική απαίτηση που αντικειμενικά δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί από τις προσφεύγουσες. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, σε αντίθεση με την ValverdeDigon και τον σύντροφό της, οι προσφεύγουσες δεν προέβησαν ποτέ σε ενέργειες για να ανταποκριθούν στη νέα απαίτηση εγγραφής που εισήχθη μετά τις 10 Απριλίου 2014. Παρά το γεγονός αυτό, το Δικαστήριο θεώρησε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, το βασικό σημείο του ισχυρισμού των προσφευγουσών είναι ότι, ακόμη και αν το είχαν πράξει, δεν θα είχαν λάβει σύνταξη επιζώντος, διότι μεταξύ της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου και του θανάτου των αντίστοιχων συντρόφων τους παρήλθαν λιγότερα από δύο έτη. Επομένως, ήταν αδύνατο για τις προσφεύγουσες να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις. Συνεπώς, οι προσφεύγουσες επλήγησαν από την έλλειψη μεταβατικών μέτρων, η οποία ήταν η αιτία της διαπίστωσης παραβίασης από το Δικαστήριο στην υπόθεση ValverdeDigon, κατά τον ίδιο τρόπο με την προσφεύγουσα στην εν λόγω υπόθεση.
Βάσει των συμπερασμάτων στα οποία έχει ήδη καταλήξει στην εν λόγω υπόθεση, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιβολή αυστηρότερης τυπικής απαίτησης από το Συνταγματικό Δικαστήριο χωρίς επαρκείς μεταβατικές διατάξεις ήταν δυσανάλογη υπό το πρίσμα όλων των περιστάσεων των παρόντων υποθέσεων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 του ΠΠΠ).
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου επιδίκασε για ηθική βλάβη 8.000 ευρώ στην πρώτη, 6.000 ευρώ στην τρίτη και 6.000 ευρώ στην τέταρτη προσφεύγουσα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).