Η εισφορά (παράβολο) για την προαγωγή δικηγόρου στο Εφετείο και στον ’ρειο Πάγο καταργήθηκε στις 01.07.2016. Νόμιμη η καταβολή της ως άνω εισφοράς για την προαγωγή δικηγόρου στο Εφετείο που πραγματοποιήθηκε σε προγενέστερη ημερομηνία. Οι διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων δεν περιέχουν ρύθμιση περί κατάργησης της εν λόγω εισφοράς. Η θέσπιση της εν λόγω εισφοράς δεν ήταν αντίθετη με το σύνταγμα και την αρχή της αναλογικότητας.
Αριθμός απόφασης: 4526/2021
ΠΡ ./20.03.2018
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 30° ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 30 Οκτωβρίου 2020, με δικαστή τη Μαρία Κοτσινονού, Πρωτοδίκη ΔΑ και γραμματέα την Χρυσούλα Πολύζου, δικαστική υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την προσφυγή, με ημερομηνία κατάθεσης 20.03.2018,
του …, κατοίκου Παλαιού Φαλήρου Αττικής (οδός …), ο οποίος δεν παραστάθηκε,
κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «Ηλεκτρικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (e-Ε.Φ.ΚΑ), όπως εκπροσωπείται, το οποίο εδρεύει στην Αθήνα και δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ν. 2717/1999, Φ.Ε.Κ. Α’ 97), της δικηγόρου ʼννας Χαλκίδη.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε κατά το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το 1433223, σειράς Α’, ειδικό έντυπο παραβόλου), ο προσφεύγων, δικηγόρος και ασφαλισμένος, ως εκ της ιδιότητας του αυτής, στον Τομέα Ασφάλισης Νομικών του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «Ηλεκτρικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (e-Ε.Φ.ΚΑ), ζητά την ακύρωση του . & ./01.12.2017 εγγράφου της Αναπληρώτριας Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Ασφάλισης του ως άνω Τομέα, με την οποία απορρίφθηκαν οι από 27.10.2017 και από 27.11.2017 αιτήσεις του περί επιστροφής του ποσού, το οποίο κατέβαλε, αχρεωστήτως, κατά τους ισχυρισμούς του, στο Ταμείο αυτό, ως εισφορά για την προαγωγή του σε δικηγόρο παρ’ εφέταις, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης θ του άρθρου 10 του ν.δ/τος 4114/1960 (Φ.Ε.Κ. Α’ 164). Το Δικαστήριο προχώρησε νομίμως στη συζήτηση της υπόθεσης, παρά την απουσία του προσφεύγοντος, η κλήτευση του οποίου έγινε νομοτύπως και εμπροθέσμως (βλ. σχετ. το από 19.02.2020 αποδεικτικό επίδοσης κλήσης για παράσταση της επιμελήτριας δικαστηρίων …).
2. Επειδή, με το προεκτεθέν περιεχόμενο, η … & …/01.12.2017 προσβαλλόμενη πράξη της Αναπληρώτριας Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Ασφάλισης του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Φ.Κ.Α. αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, και, επομένως, παραδεκτώς προσβάλλεται, κατά τούτο, με την κρινόμενη προσφυγή. Και τούτο, διότι αυτή επάγεται έννομες συνέπειες για τον προσφεύγοντα, καθόσον εμπεριέχει απόρριψη του αιτήματος του για επιστροφή της καταβληθείσας από αυτόν εισφοράς για την προαγωγή του σε δικηγόρο παρ’ εφέταις, προερχόμενη μάλιστα από το αρμόδιο να αποφανθεί επί αυτού όργανο (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2476/2018 σκ. 7, 3965/2014 σκ. 6). Περαιτέρω δε, η ίδια πράξη, ναι μεν υπόκειται σε ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Διοικούσας Επιτροπής του καθ’ ου ν.π.δ.δ., όμως, παραδεκτώς προσβάλλεται, χωρίς την τήρηση της εν λόγω διαδικασίας, παρά τα όσα αντίθετα προβάλλει το καθ’ ού ν.π.δ.δ. με το παραδεκτώς κατατεθέν, στις 03.11.2020, υπόμνημα του, δεδομένου ότι, ούτε από το σώμα της ίδιας της πράξης, ούτε από κάποιο έγγραφο του διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι ο προσφεύγων έλαβε πλήρη ενημέρωση για την ως άνω υποχρέωση, για την υποχρέωση του, δηλαδή, να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή κατά αυτής, ενώπιον της Διοικούσας Επιτροπής του Ε.Φ.Κ.Α., εντός ορισμένης προθεσμίας καθώς και για τις συνέπειες της παράλειψης άσκησης της, δηλαδή ότι, σε περίπτωση που δεν ασκήσει αυτήν, θα είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη ενδεχόμενη απευθείας προσφυγή του ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων (Σ.τ.Ε. 2130/2017 σκ. 7, 1159/2012 σκ. 5, 690/2013 σκ. 7), όπως ρητώς επιτάσσεται με τις διατάξεις των άρθρων 63 παρ. 3 εδάφιο γ’ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1997, Φ.Ε.Κ. Α’ 97). Κατόπιν τούτων, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να εξεταστεί, περαιτέρω, κατ’ ουσία.
3. Επειδή, στο άρθρο 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη (παρ. 1). Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 21 παρ. 3 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος, το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων. Από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις, σε συνδυασμό με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του κράτους, οι δε περιορισμοί στα δικαιώματα αυτά, πρέπει «να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας», και το άρθρο 106 παρ. 1, που ορίζει ότι για την προστασία του υλικού συμφέροντος, το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, συνάγονται τα εξής: Στο Σύνταγμα κατοχυρώνεται η προσωπική και οικονομική ελευθερία ως ατομικό δικαίωμα. Ειδικότερη εκδήλωση της ελευθερίας αυτής αποτελεί η επαγγελματική ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία επιλογής και άσκησης ορισμένου επαγγέλματος. Στην ελευθερία αυτή μπορεί ο νόμος να επιβάλλει περιορισμούς, οι οποίοι πρέπει να ορίζονται γενικώς, κατά τρόπο αντικειμενικό και να δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, να τελούν δε σε συνάφεια προς το αντικείμενο και τον χαρακτήρα της ρυθμιζόμενης δραστηριότητας. Προκειμένου δε ο δικαστής να είναι σε θέση να ελέγξει εάν οι επιβαλλόμενοι στην επαγγελματική ελευθερία περιορισμοί αποβλέπουν στην ικανοποίηση συνταγματικώς θεμιτού σκοπού, πρέπει να προκύπτει ή να συνάγεται από την ίδια τη ρύθμιση, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας και σε συνδυασμό με τη λοιπή νομοθεσία που διέπει την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος ή την επιχειρηματική εν γένει δραστηριότητα, ή από την εισηγητική έκθεση και τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την ψήφιση του σχετικού νόμου ο σκοπός που επιδιώκεται με τους περιορισμούς αυτούς (Σ.τ.Ε. 208/2020, 3802/2014, 228/2014 κ.α.). Επίσης, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, οι οι σχέσεις που απορρέουν από την κοινωνική ασφάλιση, δύνανται κάθε φορά να ρυθμίζονται ελεύθερα από το νομοθέτη, ο οποίος έχει ευχέρεια να θεσπίζει τις προϋποθέσεις υπαγωγής των ασφαλισμένων στην ασφάλιση των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης (Σ.τ.Ε. 1345/2008 σκ. 10) και να καθορίζει το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών. Εξ άλλου, ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια, κατά τη θέσπιση εισφοράς για τους σκοπούς της κοινωνικής ασφάλισης και δεν δεσμεύεται από την αρχή της ισότητας ώστε να είναι υποχρεωμένος να θεσπίσει ενιαίο σύστημα επιβολής εισφορών υπέρ των ασφαλιστικών φορέων ή και ενιαίο ύψος εισφορών, εφόσον η συγκεκριμένη επιλογή του δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, ενεργείται με βάση γενικά και αντικειμενικά δεδομένα, το δε ύψος της επιβαλλόμενης εισφοράς ελέγχεται μόνο από την άποψη της υπέρβασης των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας και τη παραβίασης προδήλως της αρχής της αναλογικότητας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2487/2020 σκ. 14, χρόνως και στην εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων του Ταμείου (πρβλ. Ολομ. Σ.τ.Ε. 2263/1982, Δ.Εφ.ΑΘ. 4229/2006) και στην βιωσιμότητα αυτών.
4. Επειδή, ο Κώδικας περί Ταμείου Νομικών, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν.δ/τος 4114/1960 (Φ.Ε.Κ. Α’ 164), προβλέπει, στην παρ. 1 του άρθρου 7, όπως η υποπερίπτωση α’ της περιπτ. Α’ της παρ. αυτής αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 4507/1966 (Φ.Ε.Κ. Α’ 71), τα εξής: «Εις το Ταμείον ασφαλίζονται υποχρεωτικώς οι κάτωθι: Α. Αμισθοι α) Οι δικηγόροι, οι κεκτημένοι νομίμως το δικαίωμα προς άσκησιν του λειτουργήματος κατά τας διατάξεις του Κωδικός περί Δικηγόρων, από της εις τα Μητρώα του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου εγγραφής των μέχρι της διαγραφής των εκ τούτων ή μέχρι της κατά το άρθρον 80 του Κωδικός περί Δικηγόρων αυτοδικαίας αποβολής της ιδιότητας του δικηγόρου […] β) […]». Ακολούθως, στο άρθρο 9 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «1. α) Χρόνος ασφαλίσεως είναι το χρονικόν διάστημα, καθ’ ο ο ησφαλισμένος μετέχει νομίμως της ασφαλίσεως του Ταμείου. […]» και στο άρθρο 10 ότι: «1. Οι πόροι του Ταμείου αποτελούνται: α. Εκ μηνιαίας εισφοράς των εμμίσθων ησφαλισμένων καθοριζομένης εις ποσοστόν 8% της πρώτης και 5% της δευτέρας τάξεως ησφαλισμένων επι του εκάστοτε βασικού μισθού των, της εισφοράς ταύτης μη δυναμένης να είναι ανωτέρας της αντιστοιχούσης εις τον βασικόν μισθόν του 2ου βαθμού της ιεραρχίας δημοσίων διοικητικών υπαλλήλων, β. Εκ μηνιαίας εισφοράς των εν αναστολή ασκήσεως της δικηγορίας τελούντων, […] εισφοράς των δικηγόρων και αμίσθων υποθηκοφυλάκων, […] γ. 1) Εκ μηνιαίας εισφοράς των δικηγόρων και αμίσθων υποθηκοφυλάκων, εισπραττομένης δια του ασφαλιστικού βιβλιαρίου δι’ επικολλήσεως εν αυτώ των αποκομμάτων εξ ενσήμων του Ταμείου, περί ων τα εδάφια ιβ’, ιγ’ και ιδ’ του παρόντος άρθρου αναφερομένων πόρων, αντιπροσωπευόντων αξίαν ισόποσον πρός ποσοστόν δυο επί τοις εκατόν (2%) επι του εκάστοτε βασικού μισθού του Εφέτου. […] δ. Εκ κρατήσεως υπό των αρμοδίων υπηρεσιών δια λογαριασμόν του Ταμείου, των του πρώτου μηνός αποδοχών του διοριζομένου εις έμμισθον υπηρεσίαν, ως εκ της οποίας καθίσταται ησφαλισμένος του Ταμείου, κατά τας διατάξεις του παρόντος, ή της διαφοράς αποδοχών, εν η περιπτώσει ήτο ούτος ησφαλισμένος της κατηγορίας εμμίσθων […] ζ) Από την εισφορά που οφείλεται για το διορισμό σε θέση άμισθου ασφαλισμένου Α’ και Β’ τάξης. Η εισφορά αυτή, για τους ασφαλισμένους Α’ τάξης, είναι ίση με το ποσό τριών (3) ελαχίστων μηνιαίων εισφορών δικηγόρου, με χρόνο υπηρεσίας κάτω από 5 χρόνια, όπως αυτές ισχύουν κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης διορισμού […] θ) Από την εισφορά που οφείλεται, για την προαγωγή δικηγόρου στο Εφετείο και στον ’ρειο Πάγο ή απευθείας στον ’ρειο Πάγο, που είναι ίση με το ποσό πέντε (5), δέκα (10) και δεκαπέντε (15) αντίστοιχα ατομικών εισφορών δικηγόρου, όπως αυτές ισχύουν κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης για προαγωγή. Η μη καταβολή των παραπάνω ποσών συνεπάγεται το απαράδεκτο της αίτησης διορισμού […]» [οι διατάξεις του εδαφίων ζ’ και θ’ είχαν καταργηθεί με τις διατάξεις του άρθρου 18 του ν. 1090/1980, επαναφέρθηκαν σε ισχύ με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 1512/1985 και αντικαταστάθηκαν ως άνω με το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 1759/1988 (Φ.Ε.Κ. Α1 50)]. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ.1 του ν. 3655/2008 (Φ.Ε.Κ. Α ‘ 58) συστάθηκε το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων», με έναρξη λειτουργίας από 01.10.2008 κατά το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του ίδιου άρθρου 25 και στον κλάδο κύριας ασφάλισης του οποίου εντάχθηκε, μεταξύ άλλων και το Ταμείο Νομικών ως Τομέας Ασφάλισης Νομικών (Τ.Α.Ν.) (βλ. άρθρο 25 παρ. 3 περ. γ. του ν. 3655/2008).
5. Επειδή, η θεσπισθείσα με την περίπτωση θ’ της παραγράφου 10 του άρθρου 86 του ν.δ/τος 4114/1960 εισφορά, οφειλόμενη, έως την κατάργηση της (βλ. επόμενη σκέψη), κατά την προαγωγή των δικηγόρων, δεν προσβάλλει, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, την επαγγελματική ελευθερία αυτών, καθόσον μέσω αυτής διώκεται η ικανοποίηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, κατά τα προεκτεθέντα (βλ. σκέψη 3), ήτοι, η εξασφάλιση, αφενός μεν των αναγκαίων πόρων, για την ικανοποίηση των παροχών κοινωνικής ασφάλισης των ασφαλισμένων του Ταμείου, αφετέρου δε της βιωσιμότητας του Ταμείου. Ενόψει δε της ευρείας, κατά τα ήδη κριθέντα (βλ. σκέψη 3) διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη κατά τον καθορισμό του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών, η επιβολή αυτής δεν παρίσταται δυσανάλογη, και μάλιστα προδήλως, σε σχέση με τον ως άνω επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ούτε ανατρέπει την αναγκαία δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος των βαρυνόμενων με αυτήν προσώπων.
6. Επειδή, επακολούθησε ο ν. 4387/2016 «Ενιαίο Σύστημα Κοινών] Ασφάλειας – Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού συστήματος – φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α’ 85 ο οποίος στο Κεφάλαιο Ε’ με τίτλο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης προέβλεψε τα εξής: «’ρθρο 51 (Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης – Σύσταση – Σκοπός). 1. Συνιστάται Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης», αποκαλούμενο στο εξής «Ε.Φ.ΚΑ». Από 01.01.2017, οπότε και αρχίζει η λειτουργία του ως φορέα κύριας κοινωνικής ασφάλισης, εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. αυτοδίκαια οι υφιστάμενοι φορείς κύριας κοινωνικής ασφάλισης, σύμφωνα με τα άρθρα 53 επ. και ο Ε.Φ.Κ.Α. καθίσταται οιονεί καθολικός διάδοχος αυτών. […] 2. […]». Περαιτέρω, στο άρθρο 56 (Πόροι) του ίδιου νόμου ορίζεται ότι:«1. Πόρους του Ε.Φ.Κ.Α. αποτελούν: α. Τα έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων και εργοδοτών, οι πρόσοδοι περιουσίας, η απόδοση των κεφαλαίων και των αποθεματικών, καθώς και κάθε άλλο έσοδο και πόρος που θεσμοθετείται υπέρ αυτού. β. Τα έσοδα από τις προβλεπόμενες εισφορές υπέρ των φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α., σύμφωνα με το άρθρο 53 του παρόντος, οι πρόσοδοι περιουσίας, καθώς και η απόδοση των κεφαλαίων και των αποθεματικών αυτών και κάθε άλλο έσοδο και πόρος που προβλέπεται από διάταξη νόμου. γ. Η επιχορήγηση από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 5 του άρθρου 2 (όπως η περίπτωση γ’ προστέθηκε με το άρθρο 14 του ν. 4455/2017, Α’ 22/23.2.2017, με ισχύ από 1.1.2017). 2. Εισφορές και πάσης φύσεως πόροι που εισπράττονταν από τους εντασσόμενους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς του άρθρου 53 του παρόντος και αποδίδονταν σε τρίτους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, εξακολουθούν να εισπράττονται από τον Ε.Φ.Κ.Α. και να αποδίδονται από αυτόν στους δικαιούχους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. […]» και στο άρθρο 70 (Περιουσία, λογιστική και οικονομική λειτουργία) ότι: «1. Το σύνολο του ενεργητικού και του παθητικού που προέρχεται από τους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, οι πόροι που προβλέπονται υπέρ αυτών από τις ισχύουσες διατάξεις, καθώς και η κινητή και ακίνητη περιουσία τους, περιέρχονται αυτοδίκαια στον Ε.Φ.Κ.Α. ως καθολικό διάδοχο τους. Ο Ε.Φ.Κ.Α. υπεισέρχεται στα πάσης φύσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών. […]». Εξάλλου, στο άρθρο 39 παρ. 10 του ίδιου νόμου (4387/2016) ορίσθηκαν τα εξής: «Από 1.7.2016 οι διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. 4114/1960 «Περί Κώδικος Ταμείου Νομικών» (Α’ 164) 6 του Οργανισμού Ταμείου Ασφάλισης Συμβολαιογράφων (Αποφ. Υπ. Κοινωνικών Ασφαλίσεων 136/167/16.2/7.3.1988 (Β’ 131), 4 του Κανονισμού του Κλάδου Ύγείας του ΤΑΣ (Π.δ. 113/1987, Α’ 65), 4 του Β.δ. της 6/22.9.1956 (Α’ 209), 4 του Α.Ν. 2682/1940 (Α’ 411), 37 του Ν. 4507/1966 (Α’ 71), 4 του Π.δ. 73 της 18/29.2.1984 (Α’ 24), 7 παρ. Ζ του Ν. 4043/2012 (ΑΛ 25), καθώς και το Π.δ. 197 της 6/14.4.1989 (Α’ 93) που προβλέπουν ένσημα υπέρ της κοινωνικής ασφάλισης για τους δικηγόρους, συμβολαιογράφους, δικαστικούς επιμελητές και υποθηκοφύλακες καταργούνται […]». Τέλος, στο άρθρο 122 αυτού υπό τον τίτλο «Έναρξη ισχύος» ορίσθηκε ότι «Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν άλλως ορίζεται από τις επιμέρους διατάξεις.».
7. Επειδή, με την παρατιθέμενη ανωτέρω διάταξη του άρθρου 39 παρ. 10 του ν. 4387/2016 προβλέφθηκε η κατάργηση, από 01.07.2016, μεταξύ άλλων, των διατάξεων του άρθρου 10 του ν.δ/τος 4114/1960, με τις οποίες προβλεπόταν η καταβολή ασφαλιστικών εισφορών υπέρ του Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α. Ν. μέσω της επικόλλησης ενσήμων από τους ασφαλισμένους του, ήτοι και από τους δικηγόρους. Συνεπώς, σύμφωνα με την ανωτέρω ρύθμιση, από την ως άνω ημερομηνία καταργήθηκε και για τους δικηγόρους η υποχρέωση καταβολής εισφορών, όπως αυτή ρυθμιζόταν στο εδ. γ’ περ. 1 της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν.δ/τος 4114/1960, μέσω της επικόλλησης στο ασφαλιστικό βιβλιάριο των αποκομμάτων των ενσήμων του Ταμείου, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις που προβλέπονταν στην διάταξη αυτή. Ενόψει τούτου, θα πρέπει να γίνει δεκτό, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ότι από την ίδια ως άνω ημερομηνία καταργήθηκε και η προβλεπόμενη στην περ. θ’ της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν.δ/τος 4114/1960 εισφορά, η οποία καταβαλλόταν για την προαγωγή δικηγόρου στο Εφετείο και στον ’ρειο Πάγο ή απευθείας στον ’ρειο Πάγο, δοθέντος ότι η εισφορά αυτή υπολογίζεται, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, με βάση το ποσό πέντε (5), δέκα (10) και δεκαπέντε (15), αντίστοιχα, ατομικών εισφορών δικηγόρου, οι οποίες (ατομικές εισφορές), όμως, υπολογίζονταν για τους δικηγόρους, σύμφωνα με τις καταργηθείσες, κατά τα ανωτέρω, εισφορές του εδ. γ’ περ. 1 της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν.δ/τος 4114/1960, μέσω της επικόλλησης ενσήμων.
8. Επειδή, εξάλλου, στα άρθρα 1 και 2 του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» (Φ.Ε.Κ. Α’ 208), διαλαμβάνεται ότι ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός και συλλειτουργός της δικαιοσύνης. Περαιτέρω, στο άρθρο 28 παρ. 3 του ίδιου Kώδικα, ορίζονται τα εξής: «3. Δικηγόρος, που έχει διορισθεί στο Πρωτοδικείο, μπορεί να ζητήσει με αίτηση του στο Δικηγορικό Σύλλογο στον οποίο ανήκει, την προαγωγή του σε δικηγόρο με δικαίωμα παράστασης στο Εφετείο για τις αστικές, ποινικές και διοικητικές υποθέσεις, εφόσον αποδεικνύει, είτε με την προσκόμιση ικανού αριθμού αποφάσεων, στις οποίες έχει παραστεί είτε με οποιονδήποτε άλλο πρόσφορο τρόπο, ότι έχει συμπληρώσει ευδόκιμη τετραετή άσκηση του λειτουργήματος του.». Εξάλλου, στο άρθρο 28 παρ. 3 του νόμου αυτού διαλαμβάνεται ότι: «Δικηγόρος που έχει διορισθεί στο Πρωτοδικείο, μπορεί να ζητήσει με αίτηση του στο Δικηγορικό Σύλλογο, στον οποίο ανήκει, την προαγωγή του σε δικηγόρο με δικαίωμα παράστασης στο Εφετείο για τις αστικές, ποινικές και διοικητικές υποθέσεις, εφόσον αποδεικνύει, με την προσκόμιση ικανού αριθμού αποφάσεων, στις οποίες έχει παραστεί είτε με οποιονδήποτε άλλο πρόσφορο τρόπο, ότι έχει συμπληρώσει ευδόκιμη τετραετή άσκηση του λειτουργήματος του.» άρθρο 166 του νόμου αυτού ορίζεται ότι: «1. Οι διατάξεις του Κώδικα είναι ειδικές έναντι κάθε άλλης διάταξης. […] 2. Από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καταργείται ο Κώδικας περί Δικηγόρων, όπως αυτός έχει κυρωθεί με το ν.δ. 3026/1954 (Α’ 235).».
9. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ο προσφεύγων, δικηγόρος και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών ήταν ασφαλισμένος ως ασκούμενος δικηγόρος, αρχικά, από τις 09.09.2008 και, ακολούθως, ως δικηγόρος, από 03.08.2010, στο Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν.. Στις 26.05.2015 (όπως η ημερομηνία αυτή δεν αμφισβητείται από αμφότερους τους διαδίκους) υπέβαλε στο Δ.Σ.Α. αίτηση για προαγωγή του σε δικηγόρο παρ εφέταις, καταβάλλοντος ταυτοχρόνως εισφορά ύψους 426,35 ευρώ προς το Ταμείο Νομικών. Ακολούθως, με τις από 27.10.2017 και από 27.11.2017 αιτήσεις του ζήτησε να του επιστραφεί το ως άνω ποσό, προβάλλοντας ότι η συγκεκριμένη εισφορά έχει ήδη καταργηθεί με τη διάταξη του άρθρου 166 του ν. 4194/2013. Με την ήδη προσβαλλόμενη . & ./01.12.2017 απάντηση της Αναπληρώτριας Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Ασφάλισης του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Φ.ΚΑ, απορρίφθηκε το ανωτέρω αίτημα, με την αιτιολογία ότι σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 10 του ν. 4387/2016 και την υπ’ αριθμ. Φ.80000/οικ61327/1484/30.12.2016 απόφαση του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλονται στους ασφαλισμένους του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Τ.Α.Α. για το διορισμό τους σε θέση άμισθου ασφαλισμένου ή την για την προαγωγή τους στο Εφετείο ή τον ’ρειο Πάγο, κατ’ κατ’ άρθρο 10 παρ.1 περ. ζ’ και θ’ του ν.δ/τος 4114/1960 καταργήθηκαν από 01.01.2017.
10. Επειδή, ήδη με την κρινόμενη προσφυγή ο προσφεύγων ζητά την ακύρωση της ανωτέρω αρνητικής απάντησης της Αναπληρώτριας Προϊσταμένης Διεύθυνσης Ασφάλισης του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Φ.Κ.Α. προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι ήδη, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του για προαγωγή σε δικηγόρο παρ’ εφέταις (26.05.2015), η υποχρέωση καταβολής της εισφοράς προς το Τ.Α.Ν. είχε καταργηθεί με τη διάταξη του άρθρου 166 του ν. 4194/2013 (Κώδικας περί Δικηγόρων), σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 28 του ίδιου νόμου, ο οποίος θέτει, πλέον, μόνο δύο προϋποθέσεις για την προαγωγή του δικηγόρου και δεν προβλέπει την καταβολή εισφοράς ή παραβόλου. Επικουρικώς, ισχυρίζεται ότι η πρόβλεψη περί μη εξέτασης των αιτημάτων προαγωγής των δικηγόρων, χωρίς εξόφληση της προβλεπόμενης στη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 περ. θ του ν. 4114/1960 εισφοράς αντίκειται στην συνταγματικώς κατοχυρωμένη επαγγελματική ελευθερία και ότι, επίσης, αποτελεί περιορισμό δυσανάλογο σε σχέση με το σκοπό που αποβλέπει να εξυπηρετήσει. Προβάλλει επίσης ότι αυτός, λόγω συγγνωστής πραγματικής πλάνης κατέβαλε το συγκεκριμένο ποσό, το οποίο πρέπει να του επιστραφεί
11. Επειδή, από την πλευρά του, το καθ’ ου ν.π.δ.δ. με το ./25.09.2020 έγγραφο των απόψεων του και το κατατεθέν, στις 03.11.2020, υπόμνημα του υπεραμύνεται της άποψης, η οποία διατυπώνεται στην προσβαλλόμενη πράξη και προβάλλει, περαιτέρω, ότι η κατάργηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 10 του ν.δ. 4114/1960 εισφοράς επήλθε στις 01.01.2017, ήτοι μετά την κατάθεση της αίτησης του προσφεύγοντος και ότι, ως εκ τούτου, ο τελευταίος νομίμως κατέβαλε αυτήν και η αναζήτηση της δεν παρίσταται νόμιμη.
12. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην 7η σκέψη της παρούσας, η προβλεπόμενη στην περ. θ’ της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν.δ. 4114/1960 εισφορά (παράβολο) για την προαγωγή δικηγόρου στο Εφετείο και στον ’ρειο Πάγο καταργήθηκε στις 01.07.2016. Με τα δεδομένα αυτά, και εφόσον ο προσφεύγων είχε υποβάλει την αίτηση του για προαγωγή σε δικηγόρο παρ’ εφέταις, κατά την προβλεπόμενη στο άρθρο 28 παρ. 3 του Κώδικα περί Δικηγόρων διαδικασία, πριν την ως άνω ημερομηνία, ήτοι στις 26.05.2015, καταβάλλοντος και το ποσό των 426,35 ευρώ, κρίνει ότι η καταβολή αυτή ήταν καθ’ όλα νόμιμη και, επομένως, ορθώς και νομίμως με την προσβαλλόμενη πράξη της Αναπληρώτριας Διευθύντριας του Ε.Φ.Κ.Α. απορρίφθηκε το αίτημα του περί επιστροφής του ανωτέρω ποσού, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, χωρίς να ασκεί επιρροή εάν η καταβολή αυτή οφειλόταν, όπως ισχυρίζεται ο προσφεύγων, σε συγγνωστή πλάνη. Ο δε ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι η εν λόγω εισφορά είχε ήδη καταργηθεί από το έτος 2013, με την έναρξη ισχύος των διατάξεων των άρθρων 28 και 166 του Κώδικα περί Δικηγόρων, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. Και τούτο, διότι οι τελευταίες αυτές διατάξεις ουδόλως περιέχουν τέτοια ρύθμιση, περί κατάργησης της εν λόγω εισφοράς και, πάντως, αυτές, ως έχουσες διαφορετικό ρυθμιστικό αντικείμενο, δεν έθεσαν εκποδών, ως μεταγενέστερες και ειδικότερες, όπως προβάλλει ο προσφεύγων, τη διάταξη της περ. θ’ της παρ.1 του άρθρου 10 του ν.δ. 4114/1960, με την οποία θεσπίσθηκε η εν λόγω εισφορά. Περαιτέρω δε, και δεδομένου ότι η τελευταία αυτή διάταξη (του ν.δ. 4114/1960) δεν καταργήθηκε με τις διατάξεις αυτές και ήταν σε ισχύ, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του προσφεύγοντος, ερευνητέο καθίσταται, ακολούθως, εάν αυτή (η διάταξη) νομίμως εφαρμόσθηκε από τα όργανα του καθ’ ου ν.π.δ.δ. ή εάν ήταν αντίθετη με το Σύνταγμα και, επομένως, μη εφαρμοστέα, κατά τα προβαλλόμενα. Επί αυτού, λαμβάνοντας υπόψη όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (βλ. σκέψη 3), το Δικαστήριο κρίνει ότι η θέσπιση της εν λόγω εισφοράς δεν ήταν αντίθετη με το Σύνταγμα και την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, εν όψει και του ευρύτατου περιθωρίου εκτίμησης που έχει ο νομοθέτης, κατά τον καθορισμό του ύψους των εισφορών των ασφαλισμένων, στο πλαίσιο της επιδίωξης σκοπών δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η διαφύλαξη της βιωσιμότητας και την εξασφάλιση της λειτουργίας ασφαλιστικού οργανισμού. Επομένως, ο προσφεύγων νομίμως κατέβαλε το ποσό των 426,35 ευρώ, προκειμένου να εξοφλήσει τη σχετική οφειλή, η δε προσβαλλόμενη πράξη που απέρριψε το αίτημα του για επιστροφή του ποσού αυτού είναι νόμιμη, απορριπτόμενων των αντίθετων ισχυρισμών που προβάλλονται. Και τούτο, ανεξαρτήτως της συνταγματικότητας της θέσπισης, ως εξασφαλιστικού -για την είσπραξη της εν λόγω εισφοράς – μέτρου, του απαραδέκτου της αίτησης του ασφαλισμένου δικηγόρου για προαγωγή, καθόσον το μέτρο αυτό δεν ελέγχεται στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, όπου εξεταστέο τυγχάνει εάν η καταβολή του σχετικού ποσού στηρίχθηκε στο νόμο ή έγινε αχρεωστήτως. Ενόψει όλων των ανωτέρω, η προσβαλλομένη απόφαση, την οποία κρίθηκε ότι η εν λόγω πληρωμή δεν έγινε αχρεωστήτως, κρίνεται νόμιμη, έστω και με εν μέρει άλλη αιτιολογία (ότι δηλαδή η ένδικη εισφορά καταργήθηκε στις 01.01.2017, ενώ αυτή καταργήθηκε στις 01.07.2016), απορριπτόμενων, ως αβάσιμων, όλων των αντίθετων ισχυρισμών της προσφυγής.
13. Επειδή, κατ’ ακολουθία, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί, να καταπέσει το καταβληθέν παράβολο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 277 παρ. 9 εδ. α’ του Κ.Δ.Δ.), κατ’ εκτίμηση, όμως, των εν γένει περιστάσεων της υπόθεσης, να απαλλαγεί ο προσφεύγων από την υποχρέωση καταβολής των δικαστικών εξόδων του καθ’ ού ν.π.δ.δ. (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε του Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την προσφυγή.
Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Απαλλάσσει τον προσφεύγοντα, ., από την υποχρέωση καταβολής των δικαστικών εξόδων του καθ’ ου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «Ηλεκτρικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (e-Ε.Φ.ΚΑ).
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την δημόσια συνεδρίαση της 29.4.2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΠΟΛΥΖΟΥ