Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία αποκλίνει από ουσιώδες βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Ευθύνη τράπεζας λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών εφόσον ο αντισυμβαλλόμενός της χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής. Παράβαση εκ μέρους τράπεζας της υποχρέωσης ενημέρωσης του επενδυτή. Συνιστά παράνομη συμπεριφορά της εκδότριας τράπεζας και ιδρύει ευθύνη της για αποζημίωση του επενδυτή. Αδικοπρακτική ευθύνη τράπεζας διότι διά της απατηλής συμπεριφοράς οργάνου της προκάλεσε με δόλο στους ενάγοντες οι οποίοι τύγχαναν συντηρητικοί επενδυτές την απόφαση επένδυση σε συγκεκριμένα προϊόντα, παριστώντας εν γνώση της ψευδή γεγονότα ως αληθή.
Αριθμός 46/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ
(Μεταβατική έδρα Λιβαδειάς)
Συγκροτούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Λεμπιδάκη, Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο Εφετών και τη Γραμματέα Όλγα Μπάκα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 2 Νοεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης τραπεζικής με την επωνυμία «…» και δ.τ. «…», που στη Λευκωσία Κύπρου (…), είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα δια του υποκαταστήματος της επί της οδού …, νόμιμα εκπροσωπούμενη και εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τις πληρεξουσίους δικηγόρους Μαρία ΦΕΡΦΕΛΗ (Δ. Σ Αθηνών) και Κων/νας ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ-ΠΕΡΕΖ (Δ.Σ Αθηνών) με την από 30.10.2020 δήλωση.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΚΑΘ’ ΩΝ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΕΩΣ: … κατοίκου 2) … κατοίκου 3) … κατοίκου Λιβαδειάς, 4) … κατοίκου Λιβαδειάς, ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων οι 2η, 3ος και 4η εξ αυτών του … κατοίκου και 6) … κατοίκου Λιβαδειάς, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από τους πληρεξουσίους δικηγόρους Κωνσταντίνου Γαλανού (Δ. Σ Λιβαδειάς) με την από 30.10.2020 δήλωση και Δομίνικου Αρβανίτη (Δ. Σ Αθηνών) με την από 30.10.2020 δήλωση.
Οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι – καθ’ων οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως με την από 14.04.2016 (αριθμ. καταθ. δικ .ΜΤ ./2016) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Το Δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή τους με την υπ’ αριθμό 30/2018 οριστική απόφαση του. Την παραπάνω απόφαση προσέβαλε η εναγόμενη – εκκαλούσα – προσθέτως εκκαλούσα με την από 03.04.2018 (αριθ. εκθ. κατάθ. ./04.04.2018) ενώπιον του πρωτοβάθμιου
Δικαστηρίου έφεση της και με τους από 22.08.2018 πρόσθετους λόγους εφέσεως και με αριθμ. εκθ. καταθ. ./30-10-2017 και ./14-09-2018, αντίστοιχα, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δικάσιμος των οποίων ορίσθηκε η 04.11.2019 και μετά από νόμιμη αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση της ηττηθείσας εναγομένης κατά της υπ’ αριθ. 30/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε εμπρόθεσμα με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, εκδικαζόμενη από το Μονομελές Εφετείο Λαμίας-μεταβατική έδρα Λιβαδειάς (άρθρα 495 επ., 19, 511 επ. ΚΠολΔ). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία.
Η εκκαλούσα άσκησε εμπρόθεσμα με αυτοτελές δικόγραφο (άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ) πρόσθετους λόγους εφέσεως για τα εκκληθέντα κεφάλαια. Είναι, συνεπώς, παραδεκτοί και γι αυτό πρέπει να συνεκδικαστούν με την έφεση και να ακολουθήσει η έρευνα των λόγων τους.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 και 6 του ν. 2251/1994 «Προστασία Καταναλωτών» όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το Ν. 3587/2007, οι Γενικοί Όροι των Συναλλαγών (ΓΟΣ) δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή (με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.2 Ν.3587/2007 απαλείφθηκε η προηγούμενη ρύθμιση που απαιτούσε απεριόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων), ενώ κατά την παρ. 10 που προστέθηκε με την παρ. 24 άρθρ. 10 του Ν. 2741/1999 οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και για κάθε όρο σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, ως θεωρείται, όταν ο καταναλωτής δεν μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενο του, το δε βάρος απόδειξης ότι υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση φέρει ο προμηθευτής. Ο Ν. 2251/1994, αποτελεί ενσωμάτωση στο Εθνικό Δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές». Στο άρθρο 3 παρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι «ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική, όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας Οδηγίας «Τα Κράτη – Μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη Συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή». Η ρύθμιση της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 του ΑΚ, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία. Η παραπάνω παράγραφος στην αρχική της διατύπωση χρησιμοποιούσε τον όρο «υπέρμετρη διατάραξη» της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων αποκλίνοντας φραστικά από τη διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας, η οποία ομιλεί για σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών. Με τους ΓΟΣ είτε επιχειρείται απόκλιση από ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου είτε ρυθμίζονται πρόσθετα στοιχεία που δεν αντιμετωπίζονται από διατάξεις ενδοτικού δικαίου. Δεν απαγορεύεται όμως η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη του ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες που φέρουν καθοδηγητικό χαρακτήρα ή σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη, για την επίτευξη του σκοπού και της διατήρησης της φύσης της σύμβασης, δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος είναι
κάθε ΓΟΣ, ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία αποκλίνει από ουσιώδεις βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία διαταράσσεται όταν με το περιεχόμενο του ΓΟΣ αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Ελέγχεται, επίσης, για καταχρηστικότητα η ρύθμιση ενός ΓΟΣ, με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απειλείται η ματαίωση του σκοπού της. Για να κριθεί αν ένας ΓΟΣ διαταράσσει τη συμβατική ισορροπία και συνεπώς είναι άκυρος ως καταχρηστικός γίνεται αξιολογική στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων και εκτιμώνται οι ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης. Λαμβάνονται υπόψη, εκτός από την ανάγκη προστασίας του κατά τεκμήριο ασθενέστερου καταναλωτή, η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της, όπως ο εξειδικευμένος ή μη χαρακτήρας της συναλλαγής, η εξοικείωση του πελάτη με τις σχετικές συναλλαγές, το μορφωτικό και πνευματικό του επίπεδο, οι κίνδυνοι που αναλαμβάνονται και η δυνατότητα αντιμετώπισης τους, καθώς επίσης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται (ΑΠ 13/2018, ΑΠ 350/2016, ΑΠ 561/2014, ΑΠ 1495/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελιώσεως της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσεως στους κανόνες των άρθρων 298, 330, 914 ΑΚ. Οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ανωτέρω μορφής ευθύνης αναλύονται ειδικότερα στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχομένων υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς και στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, μέσω της οποίας εκ μέρους της τράπεζας που παρέχει τις υπηρεσίες παραβιάζονται οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στην συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ (Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο έκδ. 2004 σελ. 798-803, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος Εκδ. 1999 σελ. 599-600) και 25 του Ν. 3606/2007. Εξειδικευμένη μορφή παραβίασης των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων εκτιμήσεως των συμφερόντων του πελάτη, διαφωτίσεως, παροχής συμβουλευτικής καθοδηγήσεως και προειδοποιήσεως αυτού. Υπό την έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί τη μορφή της προτεινόμενης σ’ αυτόν τοποθετήσεως των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, που μεταξύ άλλων ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 Ν 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στην συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιουδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθετήσεως του κεφαλαίου του (ΑΠ 589/2001 ΕΕΝ 69.613, ΕφΙωαν 273/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 2556/2010 ΕλλΔνη 2011.251, ΕφΠειρ 826/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συγκεκριμένα από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1, 2, 3, 4 του Ν 2251/1994, κατά τις οποίες: Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία περιουσιακή ή ηθική βλάβη που προκάλεσε υπαιτίως και παρανόμως κατά την παροχή των υπηρεσιών. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης, που αφήνεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος. Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», συνάγεται ότι προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η οποία μπορεί να είναι ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική ανεξαρτήτως προϋφιστάμενης ενοχικής σχέσης μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος, είναι α) η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) η υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων τις υπηρεσίες έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης της, λαμβάνονται δε σχετικά υπόψη ως κριτήρια η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και ειδικότερα οι συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, τις οποίες επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του παρέχοντος τις υπηρεσίες και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του παρέχοντος τις υπηρεσίες, εφόσον δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δ) η ζημία και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας (ΑΠ 589/2001 ό.π., ΕΑ 2365, 2366/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και ζημίας, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 1134/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 394/2002 ΕλλΔνη 2003.419, ΕφΙωαν 1134/2018, ΕΑ 2365/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη εμπίπτουν και οι τράπεζες, οι οποίες συνεπώς υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης, και αδικοπραξία (ΑΠ 589/2001, ΕΑ 2556/2010, ΕφΠειρ 826/2005 ό.π., ΕφΘεσ 147/2005 ΕπισκΕμπΔ 2005.168). Εξάλλου με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 Ν 3606/2007, (με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ), κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, (ως τέτοιας δε νοούμενης της παροχής προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεως του, είτε με πρωτοβουλία της ΑΕΠΕΥ σχετικά με μία ή με περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα, κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 εδ. ε ν. 3606/2007) και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, οι ΑΕΠΕΥ όπως και οι τράπεζες κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 3606/2007, οφείλουν να ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό, και να λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους. Οι πληροφορίες που παρέχουν σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων και των διαφημιστικών ανακοινώσεων πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Εξάλλου, πρέπει να τους παρέχουν κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει μεταξύ άλλων στοιχείων και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλότητας). Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν πόσο η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι’ αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Ως εκ των ανωτέρω και σύμφωνα με την αρχή της καταλληλόλητας η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδυνεύσεως. Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων. Η παράβαση των διατάξεων αυτών συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 του ΑΚ. Εφόσον, λοιπόν, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση (ΑΠ 1738/2013, ΕΑ 4841/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ψυχομάνης, Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές τράπεζες, ΔΕΕ 2010, σ. 867-868). Τέλος, κατά ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, τα λεγόμενα perpetual bonds, δηλαδή «ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας», άλλως, «διηνεκή» ή «αιώνια» ή «αόριστης διάρκειας», ομόλογα, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεώγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο συνάψεως ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρία ή ένα κράτος, παρέχονται στον κομιστή ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία δικαιώματα απολήψεως των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων, όχι, όμως, και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου· ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση-επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά την λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανακλήσεως του ομολόγου, κατ’ ελεύθερη αυτού βούληση. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί, καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο. Συνεπώς, είναι προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρίες να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημερώσεως του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθυγνώστη επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους. Η παράβαση δε της υποχρέωσης ενημέρωσης του επενδυτή συνιστά παράνομη συμπεριφορά της εκδότριας των «perpetual bonds» τράπεζας και ιδρύει ευθύνη της τελευταίας σε αποζημίωση του κατ’ άρθρα 281,288, 914 ΑΚ και 25 Ν. 3606/2007 (ΕΑ 2365/2018, ΕΑ 4841/2014 ό.π., Ψυχομάνης ό.π., ΔΕΕ 2010, σ. 863 και 866-867). Οι ενάγοντες ήδη εφεσίβλητοι με την κρινόμενη αγωγή τους ισχυρίσθηκαν ότι ο αναφερόμενος σ’ αυτήν υπάλληλος-προστηθείς της νομίμως εγκατεστημένης στην Ελλάδα εναγομένης κυπριακής τραπεζικής εταιρείας, με την οποία συναλλάσσονταν στο πλαίσιο της συνάψεως συμβάσεων τραπεζικών καταθέσεων χρημάτων και συγκεκριμένα προθεσμιακών καταθέσεων, έχοντας αναπτύξει πολυετή σχέση εμπιστοσύνης, τους συνέστησε με πρωτοβουλία της εναγομένης, κατά το Μάϊο του 2011 και τον παρατιθέμενο στο αγωγικό δικόγραφο τρόπο, παρέχοντας σ’ αυτούς προφορική, συνοπτική, αποσπασματική, μονομερή και μη αντικειμενική ενημέρωση, καθώς και σχετική επενδυτική συμβουλή, να καταθέσουν τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά σε τραπεζικό προϊόν, το οποίο τους παρέστησε ως απολύτως ασφαλές, διάρκειας πέντε ετών, σταθερού επιτοκίου ύψους 6,5%, περιοδικής απόδοσης τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένης επιστροφής του κεφαλαίου. Ότι πεισθέντες από τις διαβεβαιώσεις του εν λόγω υπαλλήλου οι ενάγοντες προέβησαν στην κατάρτιση το Μάιο του 2011 με την εναγομένη συμβάσεων αγοράς Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.) εκδόσεως της τελευταίας αξίας 60.000 ευρώ ο πρώτος, 20.000 ευρώ ο αποβιώσας στις 03.12.2011 σύζυγος της δεύτερης και πατέρας του τρίτου και της τέταρτης … 46.200 ευρώ. Ο πέμπτος και 10.000 ευρώ η έκτη των εναγόντων. Ότι τα ανωτέρω αξιόγραφα δε λειτουργούσαν σαν προθεσμιακή κατάθεση με ορισμένη διάρκεια, σταθερό επιτόκιο, περιοδική απόδοση τόκων και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, αλλά στην πραγματικότητα δεν ανταποκρίνονταν στο συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ, ενώ χαρακτηρίζονταν από τους μνημονευόμενους στην αγωγή υψηλούς κινδύνους, τους οποίους οι ενάγοντες αγνοούσαν κατά τον ως άνω χρόνο αγοράς των επίμαχων ομολογιών, λόγω έλλειψης κατάλληλης ενημέρωσης τους από τον προαναφερθέντα μη εξειδικευμένο υπάλληλο της εναγομένης, ο οποίος παράλληλα τους εξαπάτησε, με απώτερο σκοπό την εκ μέρους της εναγομένης άντληση όσο το δυνατόν περισσότερων κεφαλαίων. Ότι η εναγομένη τράπεζα με το από 9.12.2013 έγγραφο που απέστειλε σε καθένα από τους ενάγοντες προέβη σε καταγγελία της σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών μεταξύ αυτής και των πελατών της στα πλαίσια γενικότερης αναδιοργάνωσης του ομίλου και εξυγίανσης του τραπεζικού κλάδου της Κύπρου. Ότι με άλλο έγγραφο τους ενημέρωνε ότι τα κεφάλαια που είχαν επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ. είχαν μετατραπεί σε μετοχές, στερούμενες οποιασδήποτε αξίας, με συνέπεια οι ενάγοντες να απολέσουν τα προαναφερόμενα κεφάλαια και να υποστούν ηθική βλάβη. Ότι δια της ανωτέρω συμπεριφοράς της η εναγομένη παραβίασε τις υποχρεώσεις της για ακριβή και πλήρη ενημέρωση τους, ενώ παράλληλα τους δημιούργησε πεπλανημένη πεποίθηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αποσιώπηση της αλήθειας, κατευθύνοντας δόλια τη βούληση τους. Με βάση τα περιστατικά αυτά και εκθέτοντας περαιτέρω ότι οι ίδιοι επέχουν θέση καταναλωτή στις κρίσιμες συμβάσεις, καθώς είναι οι τελικοί αποδέκτες των υπηρεσιών της εναγομένης, οι οποίες (υπηρεσίες) δεν σχετίζονται προς το αντικείμενο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει: 1) Το ποσό των 60.000 ευρώ στον πρώτο, το ποσό των 5.000 ευρώ στη δεύτερη και των 7.500 ευρώ σε καθένα από τους τρίτο και τέταρτη ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του ως άνω κατά την … αποβιώσαντος συζύγου της δεύτερης και πατέρα του τρίτου και της τέταρτης ( ) το ποσό των 46.200 ευρώ στον πέμπτο και το ποσό των 10.000 ευρώ στην έκτη των εναγόντων που κατέβαλαν ως τίμημα για την απόκτηση των Μ.Α.Ε.Κ. με επιτόκιο 6,5% ανά εξάμηνο το οποίο κεφαλαιοποιείται από την παρατιθέμενη ημερομηνία απόκτησης για τον καθένα των Μ.Α.Ε.Κ. και μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης, άλλως με το ανώτατο τραπεζικό επιτόκιο καταθέσεων ταμιευτηρίου από την ίδια ημερομηνία (της απόκτησης των Μ.Α.Ε.Κ.) για τον καθένα και μέχρι την εξόφληση, άλλως επικουρικότερα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και επιπλέον 2) Το ποσό των 10.000 ευρώ σε καθένα από τους πρώτο και πέμπτο και το ποσό των 1.500 ευρώ σε καθένα από τους τρίτο και τέταρτη των εναγόντων, το ποσό των 1.000 ευρώ στη δεύτερη ενάγουσα και το ποσό των 2.000 ευρώ στην έκτη ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν εξαιτίας της ανωτέρω περιγραφόμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης εντόκως από της επίδοση αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1α-3, 15 παρ.1γ, 16 παρ.1, 17, 23 παρ.5 Καν 44/2001, 281, 288, 297, 298, 330, 914, 919, 932 ΑΚ, 1 παρ.4, 8, 9α και 9ε Ν.2251/1994 και 25 Ν.3606/2007 καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 299, 346, 922 ΑΚ, 386 ΠΝ, 3 παρ.2 Ν.3606/2007, 218, 219, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ. Ερευνώντας δε αυτήν κατ’ ουσίαν, αφού απέρριψε τις εκ μέρους της εναγομένης υποβληθείσες ενστάσεις κατάχρησης δικαιώματος, συντρέχοντος πταίσματος, συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους κατά τις εκεί επί μέρους διακρίσεις, καθώς και την ένσταση εκ του άρθρου 8 παρ.1, 4 Ν.2251/1994 ως ουσία αβάσιμες, δέχθηκε την αγωγή κατά ένα μέρος και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει το ποσό των 64.000 ευρώ στον πρώτο, το ποσό των 5.500 ευρώ στη δεύτερη και των 8.250 ευρώ σε καθένα από τους τρίτο και τέταρτη των εναγόντων, το ποσό των 49.200 ευρώ στον πέμπτο ενάγοντα και το ποσό των 11.000 ευρώ στην έκτη ενάγουσα εντόκως από την επίδοση της αγωγής. Ήδη κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση και τους πρόσθετους λόγους η εκκαλούσα για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή. Ζητεί λοιπόν να γίνει δεκτή η έφεση καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, προκειμένου να εξαφανισθεί η απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή.
Από όλα ανεξαιρέτως τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, δημόσια και ιδιωτικά, που προσάγονται είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και πληθώρα ενόρκων βεβαιώσεων που ελήφθησαν για να χρησιμοποιηθούν σε ανάλογες υποθέσεις, προσκομιζόμενες από την εναγόμενη-εκκαλούσα και δόθηκαν από υπαλλήλους της στα πλαίσια δικών με άλλους ενάγοντες και οι οποίες εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια αφού δεν δόθηκαν ειδικά για να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα δίκη, πλην της υπ’ αριθμό ./13.06.2016 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του συμ/φου Λιβαδειάς … με επιμέλεια των εναγόντων – εφεσίβλητων, η οποία είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο κατ’ άρθρο 424 ΚΠολΔ, καθώς δεν προκύπτει νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης – εκκαλούσας για παράσταση κατά τη λήψη της, ούτε άλλωστε, αυτή (εναγομένη – εκκαλούσα) παρέστη όταν λήφθηκε, δεδομένου ότι οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι δεν επικαλούνται ούτε προσκομίζουν την κατά το άρθρο 10 του Νέου Κανονισμού ./2007 βεβαίωση, από την οποία να προκύπτει ότι αντίγραφο της από 17.05.2016 κλήσης τους επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στη γνωστής έδρας (υπό την έννοια ότι εκεί έχει την καταστατική της έδρα) εταιρεία εξωτερικού (Κύπρου) εναγομένη – εκκαλούσα, το δε γεγονός ότι οι ενάγοντες επέδωσαν την σχετική κλήση προς εξέταση μαρτύρων προς την Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λιβαδειάς (βλ. την υπ’ αριθ. .Β/17.05.2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς …), δεν αρκεί, αφού, από τις σχετικές διατάξεις του νέου ως άνω 1393/2007 Κανονισμού (άρθρα 2-7, 10, 15, 19 και 20) προκύπτει ότι η επίδοση της κλήσης προς παράσταση κατά τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, όταν η κλήτευση αφορά διάδικο που είναι γνωστής διαμονής ή έδρας σε κράτος – μέλος της Ε.Ε., όπως είναι η Κύπρος, ολοκληρώνεται με την πραγματική επίδοση αυτής στον αντίδικο του διαδίκου που επικαλείται και προσκομίζει την ένορκη βεβαίωση, η οποία αποδεικνύεται με την κατά το άρθρο 10 του Κανονισμού βεβαίωση και δεν αρκεί η κατά τα άρθρα 134 και 136 ΚΠολΔ πλασματική επίδοση στον Εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη (ΕφΠειρ 204/2015 Νόμος), καθώς και από τα διδάγματα κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος των εναγόντων είναι ιατρός και πριν τις επίδικες συναλλαγές είχε συνεργασία με τη … θυγατρική της εναγομένης εταιρεία με την επωνυμία «… MANAGEMENT ΑΕΔΑΚ» στα πλαίσια επενδύσεων σε αμοιβαία κεφάλαια. Ο αποβιώσας στις … σύζυγος της δεύτερης και πατέρας του τρίτου και της τέταρτης των εναγόντων … ήταν διευθυντής της Δ.Ε.Υ.Α.Λ., ομοίως πριν τις επίδικες συναλλαγές με την εναγομένη, είχε συνεργασία με την ως άνω θυγατρική της εταιρεία με την επωνυμία «… ASSET MANAGEMENT ΑΕΔΑΚ» στα πλαίσια επενδύσεων σε αμοιβαία κεφάλαια. Ο πέμπτος των εναγόντων είναι ελεύθερος επαγγελματίας και πριν τις επίδικες συναλλαγές είχε συνάψει με την εναγομένη την από 27.10.2003 σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με αντικείμενο τη λήψη και διαβίβαση εντολών για τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών, διατηρώντας έκτοτε χαρτοφυλάκιο μετοχών διαφόρων εταιρειών, ενώ στις 28.07.2008 αγόρασε «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018» έκδοσης της εναγομένης ποσού 20.000 ευρώ και την 01.06.2009 αγόρασε το επόμενο επενδυτικό προϊόν έκδοσης της εναγομένης «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου» για ποσό 35.200 ευρώ, εκ των οποίων τα 20.000 ευρώ με καταβολή της αξίας από τα «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018» που κατείχε. Η έκτη των εναγόντων ασχολείται με τα οικιακά και πριν τις επίδικες συναλλαγές διέθετε περιορισμένης έκτασης χαρτοφυλάκιο μετοχών διαφόρων εταιρειών, ενώ στη συνέχεια προέβη στην αγορά των ίδιων με τον πέμπτο ενάγοντα ως άνω επενδυτικών προϊόντων της εναγομένης και ειδικότερα, στις 22.07.2008 αγόρασε «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018» ποσού 10.000 ευρώ, τα οποία αντάλλαξε στις 26.05.2009 για να αγοράσει ισόποσης αξίας «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου». Συνεπώς, είναι σαφές ότι όλοι οι ενάγοντες ανέκαθεν επεδίωκαν την ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων τους, τα οποία και αποτελούσαν προϊόν αποταμίευσης, αφού μόνο ο πέμπτος και η έκτη είχαν – και αυτοί πάλι για μικρά σχετικά ποσά όπως αυτά της τάξης των 35.200 ευρώ και 10.000 ευρώ αντίστοιχα που προαναφέρθηκαν – προβεί σε πιο σύνθετες επιλογές σε σχέση με τη διατήρηση χαρτοφυλακίου αμοιβαίων κεφαλαίων ή την αγορά και πώληση μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών μέσω των προαναφερόμενων συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Από την άλλη πλευρά, το Μάιο του έτους 2011 η εναγόμενη τράπεζα εξέδωσε ένα νέο επενδυτικό προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ)». Τα εκδοθέντα ΜΑΕΚ αποτελούσαν άυλες ομολογίες της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας στο άρτιο διαπραγματεύσιμες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ έκαστου, είχαν σταθερό επιτόκιο 6,5% ετησίως για τις πρώτες 10 περιόδους τόκων και δη μέχρι τις 30.6.2016, το οποίο για τον επέκεινα χρόνο μετατρεπόταν σε κυμαινόμενο, ίσο με το εκάστοτε Euribor-6 μηνών που θα ίσχυε στην αρχή κάθε περιόδου τόκου, πλέον 3,00%. Επιπροσθέτως το εν λόγω προϊόν, σύμφωνα με τους περιληπτικούς όρους έκδοσης του ως διαλαμβάνονται στο από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο που εξέδωσε η εναγομένη, αφορούσε σε αξίες αόριστης διάρκειας και δη χωρίς ημερομηνία λήξης, ελάσσονος προτεραιότητας προς τις αξιώσεις πιστωτών της τράπεζας μεταξύ των οποίων και των καταθετών και ίσης προτεραιότητας προς τις αξιώσεις των κατόχων μετατρέψιμων αξιόγραφων κεφαλαίου και αξιόγραφων κεφαλαίου, δυνάμενες κατ’ επιλογή του κατόχου τους να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές της τράπεζας κατά τις περιόδους μετατροπής στην καθορισθείσα τιμή μετατροπής, ενώ μπορούσαν κατ’ επιλογή της τράπεζας να εξαγοραστούν στο σύνολο τους στην ονομαστική τους αξία μαζί με τους δεδουλευμένους τόκους στις 30.6.2016 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται. Επιπλέον, προέβλεπαν την προαιρετική κατά την κρίση της τράπεζας επιλογή ακύρωσης πληρωμής τόκων, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα και την οικονομική της κατάσταση και την υποχρεωτική ακύρωση πληρωμής τόκων σε περίπτωση που η τράπεζα δεν πληρούσε τις ελάχιστες απαιτήσεις φερεγγυότητας ως ορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Ακόμη προέβλεπαν όρους υποχρεωτικής-μετατροπής του προϊόντος σε συνήθεις μετοχές, σε περίπτωση «γεγονότος έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου» ή «γεγονότος βιωσιμότητας». Γεγονός έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου θεωρείτο ότι είχε επισυμβεί όταν η τράπεζα δώσει σχετική ειδοποίηση είτε (ι) ότι πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση το ύψος των Βασικών Πρωτοβάθμιων Κεφαλαίων της είναι χαμηλότερο του 5% ή κατά ή μετά την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ύψος των κοινών πρωτοβαθμίων κεφαλαίων είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο ποσοστό που θα καθοριστεί ή (ιι) όταν η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου καθορίσει ότι η τράπεζα βρίσκεται σε μη συμμόρφωση με τα απαιτούμενα κανονιστικά όρια του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας ως καθορίζονται στους Σχετικούς Εφαρμοστέους Τραπεζικούς Κανονισμούς, ενώ γεγονός βιωσιμότητας ορίζεται (ι) οποτεδήποτε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η υποχρεωτική μετατροπή των ΜΑΕΚ και άλλων αξιών, που με βάση τους όρους του δυνατόν να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές σε γεγονός βιωσιμότητας, είναι αναγκαία για βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας της τράπεζας και θα συμβάλει στη διατήρηση της φερεγγυότητας της ή (ιι) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η τράπεζα θα χρειαστεί έκτακτη κρατική βοήθεια για τη διατήρηση της φερεγγυότητας της ή την αποφυγή ενδεχομένου πτώχευσης της ή δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει σημαντικό μέρος των υποχρεώσεων της ή σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Επομένως, επί προαιρετικής ή υποχρεωτικής ακύρωσης της πληρωμής τόκων, η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία δεν θα προέβαινε στην καταβολή μερίσματος ή σε οποιαδήποτε έτερη πληρωμή σχετικά με τις συνήθεις μετοχές ή άλλες αξίες της που θα λογίζονταν ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο. Τα ως άνω προϊόντα, τα οποία ονομάστηκαν ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds), έχρηζαν ιδιαίτερης προσοχής ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα προωθούνταν από την εναγομένη, ώστε να εξασφαλίζονταν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Για το λόγο αυτό ξεκίνησε «εκστρατεία» πώλησης με στόχο την καλύτερη, αποδοτικότερη και γρήγορη προώθηση των προϊόντων, ήτοι στοχοθέτηση του Δικτύου για τα καταστήματα Ιδιωτών. Συγκεκριμένα, η Διοίκηση συνέστησε στους αρμοδίους για την προώθηση των εν λόγω προϊόντων υπαλλήλων της να απευθυνθούν σε πελάτες των καταστημάτων, μετόχους της εναγομένης τράπεζας ή μη αλλά και στους προθεσμιακούς καταθέτες. Ακολούθησε η αποστολή στα κατά τόπους καταστήματα κάποιων απαραίτητων ενημερωτικών εγγράφων με συχνές ερωτήσεις και απαντήσεις σε σχέση με την έκδοση του μετατρέψιμου ομολόγου καθώς και με τα επιχειρήματα πώλησης αυτού, ενώ ταυτόχρονα προγραμματίστηκαν συναντήσεις και ενημερώσεις με τηλεδιάσκεψη μέσω της εφαρμογής Centra, που επιτρέπει τη σύγχρονη διάδραση των συμμετεχόντων με ήχο και βίντεο. Στις ενημερώσεις αυτές δινόταν έμφαση στα πλεονεκτήματος του συγκεκριμένου προϊόντος για τους πελάτες, καθώς και στο προφίλ των πελατών που θα έπρεπε να προσεγγίσουν, όπως επενδυτές και καταθέτες, μεσαίου και υψηλού οικονομικού επιπέδου με μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα, που θα δέχονταν να δεσμεύσουν τα χρήματα τους για κάποια χρόνια, προκειμένου να έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις, από τις συνήθεις καταθέσεις, όπως για παράδειγμα επιτόκιο 6,5%. Επιπλέον αναφέρθηκε στους αρμοδίους υπαλλήλους της εναγομένης ότι αυτοί θα έπρεπε να τονίζουν στους υποψήφιους αγοραστές εκείνα τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα του προϊόντος που θα τους οδηγούσαν στην αγορά του, όπως λ.χ. το γεγονός ότι αυτοί θα απολάμβαναν την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης, με υψηλό επιτόκιο και την εξάμηνη απόληψη των τόκων. Ακόμη τους είχαν δώσει σαφείς οδηγίες να σπάνε τις προθεσμιακές καταθέσεις χωρίς ποινή για όσους ήθελαν να συμμετάσχουν και δεν είχε λήξει η προθεσμιακή τους κατάθεση. Στα πλαίσια της ανωτέρω ακολουθούμενης πολιτικής, οι ενάγοντες προσεγγίστηκαν τον Μάιο του 2011 από τον προϊστάμενο του Υποκαταστήματος της Τράπεζας … στη Λιβαδειά, προκειμένου να επενδύσουν τα χρήματα τους στο ανωτέρω προϊόν. Συγκεκριμένα, ο ανωτέρω υπάλληλος, λόγω των σχέσεων εμπιστοσύνης που είχε αναπτύξει με τον καθένα από τους ενάγοντες, επεδίωξε να επενδύσουν τα χρήματα τους στο ανωτέρω προϊόν, είτε ειδοποιούμενοι τηλεφωνικά είτε σε επίσκεψη τους, κατά τον ίδιο χρόνο, στο ως άνω τραπεζικό κατάστημα της εναγομένης, οπότε ενημερώνονταν για τον ίδιο ως άνω σκοπό από τον προαναφερόμενο αρμόδιο υπάλληλο της, ο οποίος τους συνιστούσε (και μέσω αυτού η εναγομένη) και μετ’ επιτάσεως τους προέτρεπε στην αγορά των επίμαχων Μ.Α.Ε.Κ., ως νέα επένδυση, χωρίς ρίσκο, ισοδύναμη της προθεσμιακής κατάθεσης. Ο ανωτέρω υπάλληλος παρουσίασε στους ενάγοντες τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ) ως ένα ιδιαίτερα επωφελές γι’ αυτούς προϊόν, ενημερώνοντας τους συνοπτικά ότι αφενός δεν θα τους επιβαλλόταν από την εναγομένη ποινή ένεκα πρόωρης μερικής εξοφλήσεως των προθεσμιακών καταθέσεων αυτών και αφετέρου ότι το προαναφερθέν νέο τραπεζικό προϊόν τύγχανε όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση, έχοντας πενταετή διάρκεια και σταθερό ετήσιο επιτόκιο ύψους 6,5% με περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, όπερ είχε ως συνέπεια να υπονοείται ότι ανταποκρίνεται στο προειρημένο και γνωστό στην εναγομένη συντηρητικό επενδυτικό προφίλ των εναγόντων. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ο πέμπτος και η έκτη των εναγόντων, είχαν της ίδιας ανάγκης επισταμένης ενημέρωσης με τους λοιπούς ενάγοντες, χωρίς να έχει έννομη σημασία ότι είχαν αγοράσει τα προηγούμενα επενδυτικά προϊόντα της εναγομένης «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018» και «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου», αφού όπως συνάγεται από το Ενημερωτικό Δελτίο για τα ΜΑΕΚ/2011 (βλ. σελ. 51 αυτού): «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές από τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018, τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τα Αξιόγραφα Κεφαλαίου 2012/2017…οι οποίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την προτεραιότητα κατάταξης και το καθεστώς εξασφάλισης τους, τη διάρκεια τους, το επιτόκιο, την εξαγορά και τη δυνατότητα μετατροπής σε συνήθεις μετοχές, την περίοδο και την τιμή μετατροπής σε μετοχές της τράπεζας εφόσον υφίσταται καθώς και της υποχρεωτικής μετατροπής σε συνήθεις μετοχές σε περίπτωση που επισυμβεί Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας…». Οι ανωτέρω διαφορές ως προς: 1) Την Προαιρετική Επιλογή Ακύρωσης Πληρωμής Τόκων, 2) Την Υποχρεωτική Ακύρωση Πληρωμής Τόκων, 3) Τους Περιορισμούς Μερίσματος και Κεφαλαίου, 4) Της Υποχρεωτικής Μετατροπής σε Μετοχές, 5) Το Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου, 6) Το Γεγονός Βιωσιμότητας, που διαφοροποιούν τα ΜΑΕΚ από τις προηγούμενες εκδόσεις, επισημαίνονται εξάλλου τόσο στο «ΑΥΣΤΗΡΑ ΓΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΧΡΗΣΗ» φυλλάδιο «ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ» (βλ. σελ. 2 αυτού) όσο και στο ήδη αναφερθέν από Απριλίου του 2011 (ομοίως «ΑΥΣΤΗΡΑ ΓΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΧΡΗΣΗ») φυλλάδιο για τα Μ.Α.Ε.Κ. (βλ. σελ. 6 αυτού). Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ακόμα και τα προηγούμενα των Μ.Α.Ε.Κ. επενδυτικά προϊόντα τελικά μετατράπηκαν σε συνήθεις μετοχές της ίδιας, χωρίς να υπάρχει σχετικός συμβατικός όρος και ως προς αυτά για κάτι τέτοιο, δεν ακυρώνει τη σημασία της επισήμανσης των διαφορετικών όρων και των συνακόλουθων £ μεγαλύτερων κινδύνων που έκρυβαν τα Μ.Α.Ε.Κ. για τους ενάγοντες, αφού από την ύπαρξη και μόνο των ως άνω όρων και επενδυτικών κινδύνων κρίνεται το κατά πόσο δόθηκαν κατάλληλες επενδυτικές συστάσεις και συμβουλές σε αυτούς. Οι ενάγοντες, οι οποίοι πείσθηκαν από τις προηγηθείσες ρητές διαβεβαιώσεις του ανωτέρω υπαλλήλου της εναγομένης περί του ασφαλούς και του επικερδούς σε σχέση με τις τραπεζικές καταθέσεις χαρακτήρα του προαναφερθέντος νέου τραπεζικού προϊόντος και χωρίς να έχουν κατανοήσει τους κινδύνους, οι οποίοι εμπεριέχονταν σε αυτό, θεώρησαν ότι το εν λόγω προϊόν αποτελεί ένα νέο είδος προθεσμιακής κατάθεσης, το οποίο και ανταποκρίνεται στο συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ και ως εκ τούτου αποφάσισαν να επενδύσουν τα χρήματα τους αγοράζοντας το. Για το λόγο αυτό συνήψαν στις 12.05.2011 και στις 17.05.2011 ο πρώτος, στις 06.05.2011 ο αποβιώσας στις 03.12.2011 σύζυγος της δεύτερης και πατέρας του τρίτου και της τέταρτης … στις 11.05.2011 ο πέμπτος και στις 05.05.2011 η έκτη των εναγόντων, αντίστοιχες συμβάσεις συμμετοχής τους στην έκδοση από την εναγομένη των προδιαληφθέντων Μ.Α.Ε.Κ., με τον τίτλο «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» ο πρώτος ενάγων, ο ως άνω … και η έκτη των εναγόντων και με τον τίτλο «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ – ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ» ο πέμπτος των εναγόντων, μέσω των οποίων αγόρασαν από την εναγομένη Μ.Α.Ε.Κ. συνολικής αξίας 60.000 ευρώ με δυο επιμέρους αγορές των 30.000 ευρώ εκάστης ο πρώτος, 20.000 ευρώ ο … 46.200 ευρώ ο πέμπτος (35.200 ευρώ εκ των οποίων από μετατροπή των «ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» που ως τότε κατείχε) και 10.000 ευρώ η έκτη των εναγόντων (από μετατροπή των αντίστοιχης αξίας «ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» που ως τότε κατείχε). Προς πιστοποίηση της σύναψης των προαναφερομένων συμβάσεων αγοράς εκ μέρους των εναγόντων ΜΑΕΚ εκδόθηκαν από την εναγομένη τα αντίστοιχα από 17.5.2011 αποδεικτικά συμμετοχής τους στην έκδοση των ΜΑΕΚ, στα οποία διαλαμβάνεται το επενδυθέν εκεί από έκαστο ενάγοντα κεφάλαιο. Σε προδιατυπωμένο από την εναγομένη όρο των συμβάσεων αυτών, όπου όμως, δεν μνημονεύεται οποιοδήποτε ακριβές χαρακτηριστικό της φύσης των ΜΑΕΚ, ώστε να δύνανται οι αντισυμβαλλόμενοι ενάγοντες να την αντιληφθούν, αναφέρεται εντούτοις ότι αυτοί βεβαιώνουν πως διαθέτουν τη γνώση και τις ικανότητες να προβούν στην αξιολόγηση της επενδύσεως τους στα ΜΑΕΚ και δηλώνουν ότι αφενός αποδέχονται τους όρους εκδόσεως και τους παράγοντες κινδύνου που περιέχονται στο από 5.4.2011 σχετικό ενημερωτικό δελτίο της εναγομένης και αφετέρου ότι δεν τους έχει παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την εναγομένη, οποιοδήποτε υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά με τα ΜΑΕΚ και την απόφαση των εναγόντων να υποβάλουν αίτηση εγγραφής σε αυτά. Ωστόσο, στην πραγματικότητα ουδέποτε παραδόθηκε στους ενάγοντες το ως άνω ενημερωτικό φυλλάδιο, το οποίο όμως ακόμη και αν το είχαν αναγνώσει προσεκτικά, δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν τη λειτουργία του επίμαχου επενδυτικού προϊόντος. Και τούτο διότι τα επίδικα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν ήταν απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, να αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθυγνώστη επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους, στον οποίο σαφώς και δεν περιλαμβάνονταν οι ενάγοντες, ορισμένοι εκ των οποίων μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, είχαν ασχοληθεί περιστατικά και με την αγορά μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Επομένως, η εναγομένη τραπεζική εταιρεία ως προμηθεύτρια επενδυτικών υπηρεσιών εντός του κύκλου της εμπορικής της δραστηριότητας παρείχε μέσω του ανωτέρω προστηθέντος υπαλλήλου του υποκαταστήματος της στη Λιβαδειά επενδυτική συμβουλή και σύσταση στους ενάγοντες οι οποίοι διέθεταν εν προκειμένω και την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικοί αποδέκτες της προαναφερθείσας επενδυτικής υπηρεσίας της εναγομένης, που δεν υπερέβαιναν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δοθέντος ότι αφενός τα επενδυθέντα απ’ αυτούς επίμαχα ποσά ήταν τόσο υψηλά και αφετέρου δεν υπήρχε συστηματική ενασχόληση των εναγόντων με πολύπλοκες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι ανωτέρω κίνδυνοι των ΜΑΕΚ πραγματώθηκαν, δεδομένου ότι ενώ η εναγομένη είχε έως την 31.12.2011 καταβάλει στους ενάγοντες τόκους, ύψους 2.425,48 ευρώ (στον 1°), 808,49 ευρώ (στον … 1.867,62 ευρώ (στον 5°) και 404,25 ευρώ (στην 6η) γι’ αυτά, εντούτοις στην συνέχεια προέβη, εξαιτίας ακριβώς της οφειλόμενης στην ήδη υπάρχουσα πριν από το έτος 2011 στην Ελλάδα και την Κύπρο προϊούσα οικονομική κρίση έλλειψης κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας της, στην υποχρεωτική ακύρωση της πληρωμής τόκων ως προς τα εν λόγω αξιόγραφα για το πρώτο εξάμηνο του έτους 2012, πράγμα το οποίο οι ενάγοντες αντελήφθησαν τον Ιούνιο του έτους 2012, όταν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εναγομένης τους ενημέρωσαν ότι δεν θα καταβάλλονταν οι τόκοι του τελευταίου εξαμήνου, μετά από εντολή που δόθηκε από τα κεντρικά της γραφεία. Στις 29.03.2013 η εναγομένη τραπεζική εταιρεία τέθηκε δυνάμει του εκδοθέντος σύμφωνα με τον από το έτος 2013 νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας περί εξυγιάνσεως πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων, υπ’ αριθμ. 103/2013 Διατάγματος της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ως προς τη διάσωση της εναγομένης με ίδια μέσα, σε καθεστώς εξυγιάνσεως ένεκα της δεινής οικονομικής της καταστάσεως, προκειμένου να αποκατασταθεί η κεφαλαιακή της επάρκεια. Δυνάμει των υπ’ αριθμ. 103/29.3.2013 και 278/30.7.2013 Διαταγμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, τα ΜΑΕΚ μετατράπηκαν σε μετοχές Δ’ τάξης με τιμή μετατροπής 1 ευρώ (ήτοι στην ονομαστική τους αξία) και με ονομαστική αξία κάθε μετοχής στο 1 ευρώ για κάθε ένα ευρώ των παραπάνω χρεών της τράπεζας. Στη συνέχεια επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των μετοχών Δ’ τάξης από 1 ευρώ σε 0,01 ευρώ εκάστη, για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εναγομένης τράπεζας. Κάθε μια μετοχή Δ’ τάξης μετατράπηκε σε συνήθη μετοχή ονομαστικής αξίας 0,01 ευρώ. Ακολούθως κάθε 100 μετατραπείσες σε συνήθεις μετοχές αξίας 0,01 ευρώ εκάστη που ήταν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο ενώθηκαν σε μια συνήθη μετοχή ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ εκάστη. Οι μη ενοποιημένες μετοχές (π.χ. αριθμός μετοχών μικρότερος των 100 που υπολείπονταν ανά μέτοχο) ακυρώθηκαν και το ποσό της ονομαστικής αξίας των ακυρωθεισών μετοχών χρησιμοποιήθηκε για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της τράπεζας. Πλέον όλες οι μετοχές αποτελούν μια ενιαία τάξη παρέχουσες δικαίωμα ψήφου και απόληψης μερισμάτων στους μετόχους. Οι προδιαληφθείσες συνθήκες, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγομένης, με βάση την οποία οι ενάγοντες προέβησαν στην αγορά των επίμαχων ομολόγων, προκάλεσαν την προαναφερόμενη μονομερή, ελλιπή, ασαφή και παραπλανητική πληροφόρηση των εναγόντων, άπειρων αντισυμβαλλομένων αυτής, από τον ελλιπώς ενημερωμένο και μη εξειδικευμένο στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών συγκεκριμένο προειρημένο υπάλληλο της σχετικά με τα ΜΑΕΚ. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες δεν ενημερώθηκαν προσυμβατικά με πλήρη ανάλυση των όρων και χαρακτηριστικών των επίμαχων σύνθετων ομολόγων, καθώς και των τυχόν επενδυτικών κινδύνων εξ αυτών. Η εναγομένη παρά το ότι είχε την υποχρέωση να τους παρουσιάσει αναλυτικά τους κινδύνους που ενείχε η επένδυση στο εν λόγω επενδυτικό προϊόν στην οποία τους πρότεινε να προβούν, κατά παράβαση της υποχρέωσης αυτής, ουδέποτε τους ενημέρωσε για τον κίνδυνο να μη λάβουν καθόλου τόκους από την ανωτέρω επένδυση ενόψει της δυνατότητας της εναγομένης να μη καταβάλει αυτούς, περαιτέρω, παρόλο που το επενδυτικό αυτό προϊόν ενέπιπτε στην έννοια του πολύπλοκου τραπεζικού προϊόντος. Τέλος, τα ποσά των τόκων που έλαβαν οι ενάγοντες κατά την περίοδο από 30.06.2011 έως 30.12.2011, ήτοι το ποσό των 2.425,48 ευρώ ο πρώτος, το ποσό των 808,49 ευρώ η δεύτερη, ο τρίτος και η τέταρτη, ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του … το ποσο των 1-867,62 ευρώ ο πέμπτος και το ποσό των 404,25 ευρώ η έκτη αυτών, δεν είναι κέρδος των εναγόντων από τη ζημία τους αλλά απότοκος της συναφθείσας μεταξύ αυτών και της εναγομένης σύμβασης με συγκεκριμένες απολήψεις. Πράγματι, οι τόκοι που έλαβαν οι ενάγοντες ως απόδοση των χρεογράφων είναι μεν κέρδος τους από την κυριότητα των τίτλων αυτών, πλην όμως το κέρδος αυτό προέρχεται όχι από τη ζημία που υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου της, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα , η οποία το εκμεταλλεύτηκε με όποιο πρόσφορο τρόπο μπορούσε αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς στους ενάγοντες. Έτσι οι τελευταίοι δικαιούνται να κρατήσουν το σύνολο των εισπραχθέντων τόκων. Επίσης, η απόδοση αυτών με τη μορφή συνυπολογισμού τους στη ζημία των εναγόντων, θα αντέκειτο στις αρχές της καλής πίστης, αφού οι τελευταίοι έχουν ήδη εισπράξει και με τον συνυπολογισμό τους θα μειωνόταν κατά πολύ η επιδικασθησομένη αποζημίωση από την απώλεια του κεφαλαίου τους, απορριπτόμενης ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης της ένστασης της εναγομένης περί συνυπολογισμού στην αποζημίωση των εναγόντων του ποσού των τόκων που αυτοί έλαβαν, καθώς και του ποσού, που αντιστοιχεί στην ονομαστική αξία των μετοχών, που οι ενάγοντες κατέχουν σήμερα. Επομένως, η εναγομένη κατά παράβαση των υποχρεώσεων της, ουδεμία ειδική πληροφόρηση παρέσχε στους ενάγοντες, προκειμένου αυτοί να αντιληφθούν τους πραγματικούς κινδύνους που ενείχε η επένδυση αυτή και ουδεμία περιγραφή έκανε ως προς τους παράγοντες που προσδιόριζαν την απόδοση των εν λόγω ΜΑΕΚ. Με τον τρόπο που ενήργησε η εναγομένη για του προστηθέντος υπαλλήλου της παραβίασε τις συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το περιεχόμενο τους προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ. Η παράλειψη αυτή της εναγομένης ανάγεται στην καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης και παροχής κατάλληλης συμβουλής, δηλαδή στην παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν.3606/2007 και η οποία (αμελής συμπεριφορά) συνιστά το πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ. Επιπλέον η εναγομένη υπέχει αδικοπρακτική ευθύνη έναντι των εναγόντων και για τον λόγο ότι δια της προπεριγραφείσας απατηλής συμπεριφοράς του προαναφερομένου οργάνου της προκάλεσε με δόλο στους ενάγοντες, οι οποίοι τύγχαναν συντηρητικοί πελάτες αυτής, την απόφαση επένδυσης στα επίμαχα Μ.Α.Ε.Κ. παριστώντας εν γνώσει της ψευδή γεγονότα ως αληθή, δηλαδή ότι τα εν λόγω προϊόντα αποτελούσαν ασφαλή τοποθέτηση όμοια με προθεσμιακή κατάθεση, σταθερό επιτόκιο ύψους 6.5%, περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του επενδυόμενου κεφαλαίου, αποσιωπώντας τους προδιαληφθένες κινδύνους αυτών, προκαλώντας στους ενάγοντες την ως άνω μείωση της περιουσίας τους, καθώς επεδίωκε την εξισορρόπηση της κλονισμένης κεφαλαιακής της επάρκειας, μέσω της αντλήσεως κεφαλαίων από τη διάθεση των εν λόγω αξιόγραφων. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποζημίωσης των εναγόντων για την οποία ευθύνεται η εναγομένη, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 922 ΑΚ οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία από την πλημμελή εκπλήρωση των άνω καθηκόντων και την απατηλή συμπεριφορά του υπαλλήλου-προστηθέντος της εναγομένης, η οποία και οδήγησε αιτιωδώς στην επέλευση της ως άνω ζημίας των εναγόντων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις προεκτεθείσες διατάξεις και ορθά επίσης εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε ότι ο προστηθείς της εναγομένης υπάλληλος ενεργώντας παράνομα και υπαίτια, όπως προεκτέθηκε, ζημίωσε τους ενάγοντες. Συνεπώς απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι στο σύνολο τους κρίνονται οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και έβδομος λόγοι εφέσεως καθώς και ο πρώτος πρόσθετος λόγος αυτής.
Με τον πέμπτο λόγο εφέσεως, η εκκαλούσα παραπονείται διότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα δέχθηκε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς και της επελθούσης ζημίας των εναγόντων.
Από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ.β’ του ΑΚ προκύπτει, όπως προεκτέθηκε, ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 του ΑΚ) ήταν επαρκής, δηλαδή ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε όντως αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση. Πρόσφορος θεωρείται εκείνος ο όρος που είχε γενικά την τάση (την ικανότητα) κατά την αντίληψη του μέσου συνετού ανθρώπου με βάση τα δεδομένα που είχε υπόψη του κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης να επιφέρει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Βασικό κριτήριο για την κατάφαση της ευθύνης είναι η προβλεψιμότητα του αποτελέσματος. Ως προς το ζήτημα ποια στοιχεία πρέπει να αφορά η πρόβλεψη, γίνεται δεκτό ότι δεν χρειάζεται να αφορά όλα τα συγκεκριμένα στοιχεία και τις συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε τελικά η ζημία, σε κάθε τους λεπτομέρεια. Αρκεί η δυνατότητα πρόβλεψης ότι η πράξη του δράστη μπορεί να προκαλέσει τη ζημία, χωρίς ειδικότερο καθορισμό του είδους της, των περιστάσεων κλπ. Εξάλλου, το πόσο αφηρημένη ή συγκεκριμένη είναι η πρόβλεψη της ζημίας προκύπτει και από τη διάταξη που ιδρύει τον οικείο νόμιμο λόγο ευθύνης. Ειδικά δε για το ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ζημίας που υφίσταται ο επενδυτής και της παράλειψης του πιστωτικού ιδρύματος να τον ενημερώσει επαρκώς, πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα αν αιτία της απόφασης του επενδυτή να αγοράσει το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό προϊόν ήταν η παράβαση της υποχρέωσης της τράπεζας να του δώσει τις κατάλληλες συμβουλές. Οπότε απαλλάσσεται ο επενδυτής από το βάρος απόδειξης της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς της τράπεζας και της ζημίας του με το εξής σκεπτικό: όταν μια τράπεζα έχει παραβιάσει την υποχρέωση της για παροχή συμβουλών σε επενδυτή είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι ο επενδυτής θα είχε ακολουθήσει τη συμβουλή της, αν του την είχε παράσχει, οπότε δεν θα είχε επέλθει σε αυτόν η ζημία. Κατά συνέπεια η τράπεζα είναι αυτή που πρέπει να αποδείξει ότι για συγκεκριμένους λόγους ο επενδυτής δεν είχε ακολουθήσει τη συμβουλή της και θα επερχόταν σε αυτόν ζημία ούτως ή άλλως. Για να απαλλαγεί λοιπόν από την ευθύνη της πρέπει η τράπεζα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που θα καθιστούν πολύ πιθανό ότι ο πελάτης της θα λάμβανε την ίδια απόφαση, ακόμα και αν αυτή δεν είχε παραβεί την υποχρέωση της για παροχή των απαραίτητων συμβουλών. Δηλαδή το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να αποδείξει ότι ο επενδυτής θα αγόραζε το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό προϊόν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, έστω δηλαδή και αν είχαν δοθεί σε αυτόν όλες οι επιβαλλόμενες συμβουλές και πληροφορίες (Ε.Αλεξανδρίδου, Τα επενδυτικά προϊόντα της Lehman brothers και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών ΔΕΕ 2010.137).
Όπως ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως, η ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης τραπεζικής εταιρίας σε βάρος των εναγόντων αντισυμβαλλομένων πελατών αυτής και καταναλωτών στα πλαίσια της χορηγήσεως σ’ αυτούς επενδυτικής συμβουλής και συστάσεως για την αγορά των επίμαχων Μ.Α.Ε.Κ. αντί του προαναφερθέντος τιμήματος, συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα περιουσιακή ζημία των εναγόντων. Αυτή δεν ανάγεται αποκλειστικά σε γεγονός ανωτέρας βίας και δη στην προαναφερόμενη απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου να θέσει δια του υπ’ αριθ. 103/2013 Διατάγματος της σε καθεστώς εξυγιάνσεως την εναγομένη προς το σκοπό της ανακεφαλαιοποιήσεώς της με ίδια μέσα, αφού η προεκτεθείσα συμπεριφορά της εναγομένης ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας, να προξενήσει και πράγματι προκάλεσε την προαναφερθείσα ζημία των εναγόντων υπό την έννοια της υπάρξεως ανάμεσα τους, σύμφωνα με αντικειμενική εκ των υστέρων πρόγνωση, πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας. ’λλωστε, η ως άνω απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, συνιστά απλά τμήμα της περί ης ο λόγος αιτιώδους διαδρομής, αφού ελήφθη με σκοπό την αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγομένης και συνεπώς συνιστά «γεγονός βιωσιμότητας», κατά την έννοια του από 5.4.2011 ενημερωτικού δελτίου της, που αποτελεί όρο υποχρεωτικής μετατροπής των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές. Περαιτέρω, η συγκεκριμένη παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα ζημία των εναγόντων, αφού αυτή προκλήθηκε, διότι η επένδυση επιχειρήθηκε χωρίς να παρασχεθεί στους ενάγοντες η αναγκαία ενημέρωση, ώστε να κατανοήσουν τη μορφή και το περιεχόμενο της επένδυσης και να αποφασίσουν εάν θα προβούν σε αυτήν, με αποτέλεσμα να θεμελιώνεται αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης. Αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα ότι το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα είναι αν η επένδυση στα ΜΑΕΚ ήταν ικανή και πρόσφορη κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας να επιφέρει τη ζημία, γιατί αυτό προϋποθέτει ενσυνείδητη απόφαση των επενδυτών χωρίς τη μεσολάβηση των επενδυτικών συμβουλών, της εναγομένης. Προϋποθέτει με άλλα λόγια ότι θα προέβαιναν στην επίμαχη επένδυση και χωρίς την παροχή των εσφαλμένων, ελλιπών και ακατάλληλων συμβουλών από την εναγομένη, προϋπόθεση που, όπως αποδείχθηκε, δεν συνέτρεχε. Το κρίσιμο είναι αυτό που αποδείχθηκε και ορθώς διαλαμβάνεται στην εκκαλουμένη απόφαση ότι η ζημία είναι αποτέλεσμα της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της τράπεζας, η οποία κατά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της παρείχε εσφαλμένες, ελλιπείς και ακατάλληλες συμβουλές και πληροφορίες σε σχέση με τα επίμαχα προϊόντα εκδόσεως της, δημιουργώντας πεπλανημένες εντυπώσεις που συντήρησε και επέτεινε καθ όλη τη διάρκεια της επίμαχης επένδυσης, παραβιάζοντας τις υποχρεώσεις της που της επιβάλλονται από το Ν.3606/2007, το Ν.3340/2005, αλλά και από την καλή πίστη. Εάν οι ενάγοντες είχαν την ενδεδειγμένη πληροφόρηση, ήτοι εάν γνώριζαν την αληθή φύση της προταθείσας τοποθέτησης (ΜΑΕΚ), τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο, τα προβλεπόμενα δικαιώματα της τράπεζας και τις μειωμένες υποχρεώσεις που αυτή αναλάμβανε, δεν θα προέβαιναν στην κτήση των εν λόγω σύνθετων χρηματοοικονομικών προϊόντων. Πρέπει, ως εκ τούτου να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος και ο πέμπτος λόγος της έφεσης.
Η εκκαλούσα με τον έκτο λόγο της έφεσης της πλήττει την εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 300 παρ.1 ΑΚ, 281 ΑΚ και 25 Ν.3606/2007, έλλειψη νομίμου βάσεως λόγω έλλειψης αιτιολογίας άλλως, λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας σε ζήτημα που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αναφορικά με την συνυπαιτιότητα των εφεσίβλητων στην πρόκληση όσο και στην έκταση της προβαλλόμενης ζημίας.
Όπως αποδείχθηκε από τα προμνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα, τα επίδικα προϊόντα ως μειωμένης διασφάλισης, άληκτα με όρους αναγκαστικής ακύρωσης τόκων και μονομερώς υποχρεωτικά μετατρέψιμα σε μετοχές, δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποτελέσουν ασφαλή προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου και μηδενικού κινδύνου κατάλληλα για τη διαφύλαξη των αποταμιεύσεων των εναγόντων. Αντιθέτως, ο προορισμός των προϊόντων αυτών ήταν η ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας και η εξασφάλιση της βιωσιμότητας της, όπως και σε σύντομο χρονικό διάστημα από την έκδοση τους έγινε. Σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, κανένας ορθολογικός και σωστά ενημερωμένος επενδυτής δεν θα αναλάμβανε τον υψηλό κίνδυνο ολικής απώλειας του κεφαλαίου που περιείχαν ιδίως μάλιστα επενδύοντας σημαντικό μέρος των αποταμιεύσεων του σε επισφαλή και άκρως ριψοκίνδυνα επενδυτικά προϊόντα που λειτουργούσαν ως «μαξιλάρι» απορρόφησης ζημιών μιας τράπεζας, χωρίς σημειωτέον να είναι σε θέση να γνωρίζει την αληθή οικονομική της κατάσταση. Περαιτέρω δε, είναι μεν αληθές ότι το εκδοθέν από την τράπεζα «ενημερωτικό δελτίο» περιείχε κάποιες γενικές αναφορές στα ΜΑΕΚ και στους κινδύνους της επένδυσης σε αυτά. Όμως πρέπει ιδιαιτέρως να ληφθεί υπόψη ότι το δελτίο τούτο καταλαμβάνει 147 πυκνογραμμένες σελίδες, με τεχνικούς, οικονομικούς όρους, μη κατανοητούς σε ένα, που δεν είναι συστηματικός ή «θεσμικός» επενδυτής, με εξειδικευμένες μάλιστα οικονομοτεχνικές γνώσεις. Οι όροι πράγματι «μετατρέψιμα αξιόγραφα», «ενισχυμένο κεφάλαιο», «αόριστη διάρκεια», «ελάσσων προτεραιότητα» (subordinated) ή «ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης», «ομόλογα αιώνια» και perpetual bonds, «πρωτοβάθμιο κεφάλαιο» (Tier I) κ.α. δεν κατανοούνται από τον οποιονδήποτε τραπεζικό πελάτη. Πολύ δε περισσότερο, δεν κατανοούνται οι όροι αυτοί και το νομικό καθεστώς εν γένει των ΜΑΕΚ και οι έννομες συνέπειες της εκδόσεως και της πώλησης τους από έναν που δεν διαθέτει και επαρκείς, εξειδικευμένες νομικές γνώσεις. Για το λόγο αυτό άλλωστε το ίδιο το ενημερωτικό δελτίο στη σελίδα 41 θεωρεί ότι τα εκδιδόμενα ΜΑΕΚ, λόγω της ιδιαιτερότητας τους, απευθύνονται στον επενδυτή που «κατέχει τη γνώση και την εμπειρία [είτε από μόνος του είτε με έναν οικονομικό και νομικό (=αναφέρεται σε άλλα σημεία του δελτίου)- σύμβουλο] για να αξιολογήσει. Όμως η εναγομένη τράπεζα (καταχρώμενη, όπως αποδείχθηκε, τις αναπτυχθείσες ήδη με πελάτες της σχέσεις εμπιστοσύνης), απευθύνθηκε σε απλούς καταθέτες, κατά τεκμήριο άπειρους περί τις τοιαύτες συναλλαγές, και όχι σε έμπειρους επενδυτές, όπως όφειλε να πράξει κατά την ήδη διακηρυγμένη στο ενημερωτικό δελτίο αναγκαιότητα και την εξ αυτής απορρέουσα αυτοδέσμευση της, ως καθήκον αυτής, επιβαλλόμενο και από την καλή πίστη. Προσέτι, η τράπεζα δεν αναφέρει σε κανένα σημείο του ενημερωτικού της δελτίου την οικονομική της κατάσταση και την τρέχουσα αναγκαιότητα έκδοσης ΜΑΕΚ. Απέκρυψε δηλαδή από τους υποψήφιους επενδυτές την δυσχερή οικονομική κατάσταση στην οποία ήδη βρισκόταν, συνεπεία της συγκέντρωσης υψηλών κινδύνων από επένδυση σε Ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ) ύψους περί τα 2,3 δις ευρώ την 5.4.2011, που είχαν ήδη χαρακτηρισθεί από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης ως μηδενικής αξίας («σκουπίδια»). Επειδή δε την ίδια περίοδο τα «ίδια κεφάλαια της» (=στοιχεία του ενεργητικού της, διαθέσιμη περιουσία της) ανέρχονταν στα 2,8 δις ευρώ την 31.3.2011, είχε δημιουργηθεί άμεση ανάγκη εισροής νέων κεφαλαίων, ώστε η τράπεζα να καταστεί φερέγγυα, διορθώνοντας τον κλονισμένο ήδη δείκτη κεφαλαιακής της επάρκειας από την συγκέντρωση κινδύνων σε ΟΕΔ και αποκτώντας ταυτόχρονα ένα πολυδύναμο εργαλείο – ένα «μαξιλάρι», με οικονομοτεχνικούς όρους – για να έχει τη δυνατότητα αντιμετώπισης της σχεδόν βέβαιης πραγματοποίησης των κινδύνων, με τον ενδεικνυόμενο, κατά περίπτωση, τρόπο, όπως προεκτέθηκε. Όσον αφορά δε την προφορική τους ενημέρωση, αυτή ήταν ελλιπής και επιλεκτική, ο δε υπάλληλος της εναγομένης που τους ενημέρωνε, τους υποχρέωνε να υπογράψουν στην αίτηση αγοράς τη δήλωση περί πλήρους κατανόησης των όρων ως «απαραίτητη τυπική διαδικασία», ενώ ήταν ολοφάνερο ότι γνώριζε ότι ουδόλως συνάδει με την αλήθεια, δεδομένων των γνώσεων και της εμπειρίας τους και της πολύπλοκης και εξειδικευμένης φύσης των προϊόντων. Περαιτέρω, δεν μπορεί να καταλογιστεί ως συντρέχουσα αμέλεια τους, όπως ορθά επισημαίνεται, η μη πρόσληψη επαγγελματία οικονομικού συμβούλου που πιθανόν να είχε τις γνώσεις και τα κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία, ώστε να προβεί στην αξιολόγηση των επίμαχων επενδύσεων, καθώς η τακτική αυτή δεν είναι συνήθης και αναμενόμενη στις τραπεζικές συναλλαγές των ιδιωτών επενδυτών ιδίως της λιανικής τραπεζικής (retailbanking).
Η ενάγουσα επαναφέρει με τον έκτο λόγο της έφεσης της τον πρωτοδίκως υποβληθέντα ισχυρισμό της ότι οι ενάγοντες ουδέν έπραξαν για τον περιορισμό της ζημίας τους σε χρόνο μεταγενέστερο της αγοράς των κρίσιμων προϊόντων υποστηρίζοντας ότι αν είχαν ρευστοποιηθεί τα προϊόντα αυτά στην τιμή αποτίμησης τους στο πρώτο statement που ο καθένας τους είχε λάβει, θα είχαν περιορίσει τη ζημία τους στα κατά τα έφεση της αναφερόμενα ποσά από την πώληση των προϊόντων αυτών στο Ελληνικό Χρηματιστήριο.
Ο λόγος αυτός της έφεσης στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 300 τταρ.1 ΑΚ είναι αβάσιμος και ορθά απορρίφθηκε πρωτοδίκως, ασφαλώς διότι δεν αποτελούσε επιδίωξη των εναγόντων η πώληση στο χρηματιστήριο, καθώς στόχος τους ήταν η τοποθέτηση του κεφαλαίου τους σε εξίσου ασφαλές με την προθεσμιακή κατάθεση τραπεζικό προϊόν, πενταετούς διάρκειας και εξαμηνιαίας τοκοδοσίας. Είναι δε αμφίβολο αν και πόσοι γνώριζαν από αυτούς τη δυνατότητα πωλήσεως των προϊόντων αυτών στο Χρηματιστήριο. Αναφορικά με τα statements που επικαλείται η εκκαλούσα-εναγομένη, ορθά υποστηρίχθηκε και έγινε δεκτό ότι η εμπιστοσύνη που είχε αναπτυχθεί με την εκκαλούσα τράπεζα και τους υπαλλήλους της, προκάλεσε στους ενάγοντες την πεποίθηση ότι θα λάβουν τα χρήματα τους στην πενταετία, χωρίς να παρακολουθούν τις χρηματιστηριακές αποτιμήσεις και χωρίς ποτέ να εξετάσουν το ενδεχόμενο πώλησης των επίδικων προϊόντων, καθώς αγνοούσαν τη λειτουργία και τα χαρακτηριστικά τους. Σημειωτέον άλλωστε ότι όσοι από αυτούς έλαβαν σχετικά statements, απευθύνθηκαν στους υπαλλήλους εκδηλώνοντας τον προβληματισμό και την ανησυχία τους, για να λάβουν την απάντηση ότι τα έγγραφα αυτά είναι τυπικά που δεν τους αφορούν και δεν επηρεάζουν την ασφάλεια του κεφαλαίου τους και την επιστροφή του στο ακέραιο στη λήξη της πενταετίας. Είναι δε ολοφάνερο ότι το άκρως συντηρητικό επενδυτικό προφίλ τους δεν συνάδει με άτομο που θα ρισκάρει το σύνολο των αποταμιεύσεων του, αν γνώριζε ότι μόνο με την πώληση του στο ΧΑΑ μπορεί να μειώσει τη ζημία του, με δεδομένο μάλιστα ότι τα ΜΑΕΚ ήταν άληκτα και δεν υπήρχε καμία νομική υποχρέωση της εκκαλούσας-εναγομένης εξαγοράς τους. Κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής μάλιστα ο μέσος επενδυτής, τη στιγμή που θα τον πληροφορούσαν ότι η τράπεζα που συνεργαζόταν δεν πληροί τους ελάχιστους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, δεν θα διατηρούσε ούτε ένα ευρώ όχι μόνο σε υβριδικά/μετοχικά προϊόντα μιας χρεοκοπημένης τράπεζας αλλά μετά βεβαιότητας θα έσπευδε να διακόψει και κάθε συνεργασία με αυτή αποσύροντας όλα τα κεφάλαια του φοβούμενος τις περαιτέρω επιζήμιες συνέπειες. Αναφορικά με τη ρευστοποίηση στην αναγραφόμενη στο πρώτο statement τιμή αποτίμησης, όπως η εκκαλούσα με την ένσταση και τον πέμπτο λόγο της έφεσης της υποστηρίζει, λεκτέα τα εξής: Οι αποτιμήσεις χαρτοφυλακίου, ουδόλως αποτελούν αποδεικτικό στοιχείο που προσδιορίζει τη συγκεκριμένη αξία των επίμαχων προϊόντων, αφού δεν συνεπάγεται και την πώληση τους στην αξία αυτή. Η αποτίμηση χαρτοφυλακίου δεν σημαίνει ότι τα κρίσιμα προϊόντα θα είχαν πωληθεί στην αξία αυτή, αφού αυτό προϋποθέτει αντίστοιχο αγοραστικό ενδιαφέρον που δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Ακολούθως, σε αντίθεση με τα από την εκκαλούσα υποστηριζόμενα, είναι πολύ πιθανό ότι η πώληση αυτών θα ήταν αδύνατη.
Πράγματι, σύμφωνα με τους όρους του ενημερωτικού δελτίου που αγνοούσαν οι ενάγοντες, η εναγομένη-εκκαλούσα ομολογεί την ανυπαρξία προηγούμενης δημόσιας αγοράς, καθώς τα επίμαχα προϊόντα, άγνωστα στο επενδυτικό κοινό, ήταν η πρώτη φορά που θα διαπραγματεύονταν και μάλιστα στη δευτερογενή αγορά του Ελληνικού Χρηματιστηρίου που ιδίως τότε ήταν μικρή και ρηχή, ενώ είχαν από την έκδοση τους περιπέσει σε ανυποληψία στους επενδυτικούς κύκλους και στους ειδικούς περί τα χρηματοοικονομικά (επαγγελματίες και θεσμικούς επενδυτές) και γι αυτό δεν δόθηκαν ποτέ για αξιολόγηση (rating) όπως συνηθίζεται. Με βάση αυτά η εμπορευσιμότητα των επίμαχων τίτλων θα ήταν μετά βεβαιότητας μηδενική. Εξάλλου, όπως ορθά έκρινε η εκκαλουμένη, η επιλογή της ρευστοποίησης θα αποτελούσε επιλογή στην οικονομική ζημία και όχι επιλογή περιστολής ζημίας, αφού ήταν εκτός του πεδίου ενδιαφέροντος τους και των επιδιώξεων τους να διατηρήσουν ασφαλές και ακέραιο το κεφάλαιο τους, πεπεισμένοι άλλωστε ότι αυτό θα γινόταν στη λήξη της πενταετίας. Προς επίρρωση των ανωτέρω, επισημαίνεται ότι όταν η τράπεζα ανακοίνωσε ότι προέβη σε «Υποχρεωτική Ακύρωση Πληρωμής Τόκου» των ΜΑΕΚ για την περίοδο 31 Δεκεμβρίου 2011-29 Ιουνίου 2012, είχε ήδη εκδοθεί η ετήσια έκθεση περί εταιρικής διακυβέρνησης έτους 2011, στη σ.278 της οποίας η τράπεζα ανακοίνωνε ότι «Κατά το έτος 2011 το Συγκρότημα έχει υποστεί σημαντική ζημία λόγω της απομείωσης των ΟΕΔ (Σημείωση 15) και σαν αποτέλεσμα στις 31 Δεκεμβρίου 2011 δεν πληρούσε τους ελάχιστους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας…». Αυτό δηλαδή που υποθετικά θα προσέφεραν οι πελάτες προς πώληση τον Ιούνιο , του 2012 ήταν ένας άληκτος τίτλος (perpetual bond), ο οποίος δεν ενσωμάτωνε υπόσχεση για επιστροφή του κεφαλαίου, η δε υποχρέωση καταβολής τόκων τελούσε, μεταξύ άλλων, υπό την αίρεση της κεφαλαιακής επάρκειας της εκδότριας, η οποία όμως είχε ήδη ανακοινώσει ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις κεφαλαιακής επάρκειας. Καθίσταται επομένως προφανές ότι η αγοραία αξία των ΜΑΕΚ κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο ήταν πρακτικά μηδενική και ήταν απίθανο να εμφανισθεί οποιοδήποτε αγοραστικό ενδιαφέρον. Από τα ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι η εκποίηση των ΜΑΕΚ στη δευτερογενή αγορά αποτελούσε μεν θεωρητική δυνατότητα, δεν ήταν όμως εν τοις πράγμασι εφικτή. Ορθά συνεπώς η εκκαλουμένη απέρριψε την εν λόγω ένσταση στο σύνολο της, απορριπτόμενου ως ουσία αβασίμου και του πέμπτου λόγου της έφεσης.
Η εκκαλούσα με τον όγδοο λόγο της έφεσης της και το δεύτερο πρόσθετο λόγο αυτής παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ. Και ο λόγος αυτός της έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος καθόσον από τα προεκτεθέντα αποδείχθηκε πλήρως, όπως ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε η εκκαλουμένη, η αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης και η εξ αυτής απορρέουσα αξίωση των εναγόντων-ζημιωθέντων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία επιδίκασε η εκκαλουμένη.
Σύμφωνα με τις παραπάνω σκέψεις και τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, έπρεπε να γίνει δεκτή ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη η αγωγή των εφεσίβλητων. Εφόσον τα ίδια έκρινε και η εκκαλουμένη, δεν έσφαλε, όπως παραπονείται η εκκαλούσα και ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις. Επομένως όλοι οι λόγοι εφέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής καθώς και η έφεση στο σύνολο της και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας βαρύνουν την εκκαλούσα, επειδή ηττάται (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση και τους προσθέτους λόγους αυτής, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής, από τυπική άποψη, αλλά τους ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως αβάσιμους.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e-παραβόλου της έφεσης ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε δημόσια σε συνεδρίαση στη Λιβαδειά στις 15 Δεκεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των εφεσίβλητων και των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων.
Η ΕΦΕΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ