Ευθύνη τράπεζας από ενέργειες προστηθέντων της στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Απόκρυψη ουσιωδών χαρακτηριστικών επενδυτικών προϊόντων. Επιδίκαση ποσού ως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης: 5590/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Δικαστή Αθηνά Σιαφάκα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και την Γραμματέα, Βασιλική Αργυροπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στις 28 Σεπτεμβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: i) ., κατοίκου Houston Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, οδός ., με Α.Φ.Μ. . Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού, ο οποίος παραστάθηκε δυνάμει του υπ’ αριθμ. ./2-11-2020 πληρεξουσίου του Προξενείου της Ελλάδας στο Χιούστον της Πολιτείας Τέξας των ΗΠΑ διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Δομίνικου Αρβανίτη (Δ.Σ.Α.), ο οποίος προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, και 2) ., κατοίκου Αθηνών, οδός ., με Α.Φ.Μ. . Δ.Ο.Υ. ΙΔ’ Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε δυνάμει του από 27-10-2020 δικαστικού πληρεξουσίου διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Δομίνικου Αρβανίτη (Δ.Σ.Α.), ο οποίος προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ», η οποία εδρεύει στην Λευκωσία Κύπρου (οδ. Στασινού αρ. 51, Στρόβολος) και είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Αθήνα (Λεωφ. Αλεξάνδρας αρ. 192), με ΑΦΜ ., όπως νομίμως εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δυνάμει του από 4-12-2020 ειδικού πληρεξουσίου σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. πρωτ. ./13-4-2017 Ανακοίνωση Καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ. στοιχείων του υποκαταστήματος στην Ελλάδα της αλλοδαπής τράπεζας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ» δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της, Μαρίας Φερφέλη (Δ.Σ.Α.) και Ευγενίας Κορδού (Δ.Σ.Α.), οι οποίες προκατέθεσαν έγγραφες προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Οι ενάγοντες κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την από 5-3-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2020 αγωγή τους, η οποία προσδιορίσθηκε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια (γενεσιουργό λόγο ευθύνης), επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα, ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, και μπορεί η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική, ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 1185/2021, ΑΠ 342/2021, ΑΠ 1109/2019). Είναι δυνατό μια ζημιογόνα ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία, Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή, καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 459/2021, ΑΠ 342/2021, ΑΠ 1228/2019). Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν ή πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Το ζήτημα τούτο κρίνεται εκ των προτέρων και ποτέ εκ των υστερών. Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε κυριαρχικώς, ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Αντιθέτως, η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ή δεν υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 18/2004, ΑΠ 354/2022, ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 813/2019). Ειδικότερες μορφές της υποχρέωσης πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των αγαθών των άλλων, η οποία θεμελιώνει το στοιχείο του παράνομου, κατά τα ανωτέρω, αποτελούν οι υποχρεώσεις διαφώτισης/ενημέρωσης και συμβουλευτικής καθοδήγησης/προειδοποίησης του πελάτη εκ μέρους της Τράπεζας, οι οποίες στηρίζονται στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ Τράπεζας -πελάτη. Η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των ως άνω υποχρεώσεων θεμελιώνει αδικοπρακτική της ευθύνη, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις αυτής (ευθύνης), ήτοι η υπαιτιότητα και η επέλευση ζημίας αιτιωδώς συνδεόμενη με την παράνομη συμπεριφορά της Τράπεζας, με την έννοια ότι η παράβαση των απορρεουσών από την καλή πίστη, υποχρεώσεων της Τράπεζας αποτελεί, όρο, κατ’ αντικειμενική πρόγνωση, πρόσφορο να οδηγήσει στο αποτέλεσμα της ζημίας. Με την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με τη ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, να αξιολογήσει ακολούθως ιδίως τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού Τράπεζα. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 “περί προστασίας των καταναλωτών”, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 10 παρ. 3 Ν. 3587/2007, που ορίζουν, μεταξύ άλλων, ότι “ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια με πράξη ή παράλειψη του κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή” (παρ. 1 εδ. α), ότι “ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας” (παρ. 1 εδ. β), ότι “ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας” (παρ. 3), και ότι “ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης παρανομίας και υπαιτιότητας” (παρ. 4 εδ. α), προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα, έναντι του πελάτη της ή άλλου, με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση, μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης, λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 2251/1994 (ΑΠ 619/2021, ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 1228/2019). Περαιτέρω, με το άρθρο 25 παρ. 1, 2, 3, 4 και 5 του Ν. 3606/2007 (με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MIFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ) και του οποίου οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 70 εξακολουθούν να εφαρμόζονται για πράξεις και παραλείψεις που έχουν τελεστεί μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου Ν. 4514/3-1-2018 (άρθρο 98 αυτού), ορίζονται ότι: “1. Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να ενεργούν κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες με αμεροληψία, εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους και ειδικότερα να συμμορφώνονται με τις αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 8 του άρθρου αυτού. 2. Οι πληροφορίες που παρέχουν οι ΑΕΠΕΥ σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες … 3. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν στους πελάτες ή στους δυνητικούς πελάτες κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με: (α) την ΑΕΠΕΥ και τις υπηρεσίες της, (β) τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, καθώς και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή με την υιοθέτηση των εν λόγω επενδυτικών στρατηγικών, (γ) τους τόπους εκτέλεσης και (δ) το κόστος και τις σχετικές παρεπόμενες επιβαρύνσεις. 4. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλότητας). 5. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν κατά πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι’ αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή Σύμφωνα με τις άνω διατάξεις, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, κατ’ αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της, την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επένδυσης. Κατά την αρχή της καταλληλότητας, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών προσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, έτσι ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης. Με βάση τα παραπάνω, δημιουργούνται ενδεικτικά ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινόμενων για επένδυση τίτλων. Η παράβαση των διατάξεων αυτών συνιστά παρανομία με την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση (ΑΠ 619/2021, ΑΠ 931/2019, ΑΠ 244/2016). Περαιτέρω, κατά ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, τα λεγόμενα “perpetual bonds” δηλαδή “ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας”, άλλως “διηνεκή” ή “αιώνια” ή “αόριστης διάρκειας” ομόλογα, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρεία ή ένα κράτος, και παρέχουν στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαίωμα απόληψης των συμφωνημένων σε υψηλά συνήθως επίπεδα τόκων. Οι τίτλοι αυτοί παρέχουν μεν στον κομιστή, (ο οποίος καταβάλει στον εκδότη κατά την κτήση τους την ονομαστική τους αξία), δικαίωμα απόληψης των ανωτέρω τόκων, όχι όμως και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής δηλαδή ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται παράδοση – επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά την λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα, της μονομερούς ανάκλησης του ομολόγου, κατ’ ελεύθερη βούληση του. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί, καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο. Συνεπώς, είναι προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στην σύλληψη και στην λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, πλασματική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή, ως προς την νομική φύση και την λειτουργία τους (ΑΠ 1524/2022, ΑΠ 1411/2022, ΑΠ 354/2022, ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 459/2021). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 ΑΚ και 386 ΠΚ, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον, την εσφαλμένη αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενομένη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 2061/2022 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 342/2021, ΑΠ 1007/2019, ΑΠ 209/2018).
Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες, με την υπό κρίση αγωγή τους, εκθέτουν ότι το έτος 2000 ξεκίνησε η συνεργασία τους με το υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου στην Καρδίτσα, λόγω της φιλικής τους σχέσης με αρκετούς υπαλλήλους της τράπεζας. Ότι τον Μάιο του 2009 ο διευθυντής του ανωτέρω υποκαταστήματος ενημέρωσε τον πρώτο ενάγοντα για μία νέας μορφής προθεσμιακή κατάθεση, με δέσμευση των χρημάτων του για μια πενταετία, λαμβάνοντας τόκους σε εξαμηνιαία βάση με σταθερό επιτόκιο ύψους 5,5% και στο τέλος της πενταετίας η τράπεζα θα του επέστρεφε το κεφάλαιο ακέραιο. Ότι αυτός πείστηκε, υπέγραψε την αίτηση και έγινε έτσι κάτοχος «Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου» (ΜΑΚ) για το ποσό των 67.919 ευρώ. Ότι τέλος Απριλίου του 2011 ο διευθυντής του ανωτέρω υποκαταστήματος ενημέρωσε τον πρώτο ενάγοντα για ένα νέο αποταμιευτικό πενταετές προϊόν, ήτοι τα «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (ΜΑΕΚ), τα οποία παρουσίασε ως μία εγγυημένη και ασφαλή πενταετή κατάθεση, στο τέλος της οποίας θα λάμβανε πίσω το κεφάλαιο του στο 100%, είχε, δε, καλύτερο επιτόκιο, δηλαδή σταθερό επιτόκιο 6,5% σε € και 6% σε $, και οι τόκοι θα καταβάλλονταν κάθε εξάμηνο στον λογαριασμό του. Ότι αυτός πείσθηκε και έτσι υπέβαλλε τις σχετικές αιτήσεις και έγινε κάτοχος Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου – ΜΑΕΚ 2013/2018 και δη αξίας $ 200.000 δολαρίων ΗΠΑ και 67.919 ευρώ σύμφωνα με τις αντίστοιχες Επιστολές Παραχώρησης τους. Ότι οι τόκοι του πρώτου εξαμήνου ποσού 6.000 $ και 2.197,62 ευρώ πιστώθηκαν κανονικά στον λογαριασμό του πρώτου ενάγοντος στις 30-12-2011, τον Ιούνιο, όμως, του 2012 οι τόκοι του πρώτου εξαμήνου δεν καταβλήθηκαν. Ότι με το από 26-3-2013 Δελτίο Τύπου της Τράπεζας Πειραιώς ο πρώτος ενάγων πληροφορήθηκε ότι η τελευταία αγόρασε τις ελληνικές τραπεζικές δραστηριότητες της Τράπεζας Κύπρου. Ότι τον Αύγουστο του 2013 ο πρώτος ενάγων ενημερώθηκε ότι τα κεφάλαια του των 67.919 ευρώ και των 200.000 δολαρίων ΗΠΑ (το οποίο βάσει της ισοτιμίας € : $ της ΕΚΤ την 26-3-2013 -ημερομηνία του προαναφερθέντος Δελτίου Τύπου – αντιστοιχούσε σε 155.508 ευρώ), ήτοι συνολικά το κεφάλαιο του των 223.427 ευρώ (= 67.919 ευρώ + 155.508 ευρώ) μετατράπηκε αναγκαστικά σε 2.234 συνήθεις μετοχές δ’ τάξεως της εναγομένης ονομαστικής αξίας εκάστης 1 ευρώ, δηλαδή σε συνολική ονομαστική αξία 2.234 ευρώ. Ότι τον Ιούνιο του 2008 ο διευθυντής του υποκαταστήματος της Τράπεζας Κύπρου στην Καρδίτσα ενημέρωσε τον δεύτερο ενάγοντα για μία νέας μορφής προθεσμιακή κατάθεση, με δέσμευση των χρημάτων του για μια πενταετία, λαμβάνοντας τόκους σε εξαμηνιαία βάση με σταθερό επιτόκιο ύψους 7,5% για το πρώτο έτος και για τα επόμενα 4 χρόνια euribor + 3% και στο τέλος της πενταετίας η τράπεζα θα του επέστρεφε το κεφάλαιο ακέραιο. Ότι αυτός πείστηκε, υπέβαλλε αίτηση και έγινε έτσι κάτοχος «Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018» (MX) για το ποσό των 105.000 ευρώ. Ότι τον Μάιο του 2009 ο διευθυντής του ανωτέρω υποκαταστήματος ενημέρωσε τον δεύτερο ενάγοντα για τη δυνατότητα αλλαγής της υπάρχουσας ανωτέρω κατάθεσης σε μία νέας μορφής προθεσμιακή κατάθεση, με δέσμευση των χρημάτων του για μια πενταετία, λαμβάνοντας τόκους σε εξαμηνιαία βάση με σταθερό επιτόκιο ύψους 5,5% και στο τέλος της πενταετίας η τράπεζα θα του επέστρεφε το κεφάλαιο ακέραιο. Ότι αυτός πείστηκε, υπέγραψε την αίτηση και έγινε έτσι κάτοχος «Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου» (ΜΑΚ) για το ποσό των 105.000 ευρώ. Ότι τέλος Απριλίου του 2011 ο διευθυντής του ανωτέρω υποκαταστήματος ενημέρωσε τον δεύτερο ενάγοντα για ένα νέο αποταμιευτικό πενταετές προϊόν, ήτοι τα «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (ΜΑΕΚ), τα οποία παρουσίασε ως μία εγγυημένη και ασφαλή πενταετή κατάθεση, στο τέλος της οποίας θα λάμβανε πίσω το κεφάλαιο του στο 100%, είχε, δε, καλύτερο επιτόκιο, δηλαδή σταθερό επιτόκιο 6,5% σε €, και οι τόκοι θα καταβάλλονταν κάθε εξάμηνο στον λογαριασμό του. Ότι αυτός πείσθηκε και έτσι υπέβαλλε τη σχετική αίτηση και έγινε κάτοχος Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου αξίας 105.000 ευρώ σύμφωνα με την Επιστολή Παραχώρησης της που του δόθηκε. Ότι οι τόκοι του πρώτου εξαμήνου ποσού 3.412,50 ευρώ πιστώθηκαν κανονικά στον λογαριασμό του δεύτερου ενάγοντος στις 30-12-2011, τον Ιούνιο, όμως, του 2012 οι τόκοι του πρώτου εξαμήνου δεν καταβλήθηκαν. Ότι τον Αύγουστο του 2013 ο δεύτερος ενάγων ενημερώθηκε ότι το κεφάλαιο του των 105.000 ευρώ μετατράπηκε αναγκαστικά σε 1.050 συνήθεις μετοχές δ’ τάξεως της εναγομένης ονομαστικής αξίας εκάστης 1 ευρώ, δηλαδή σε συνολική ονομαστική αξία 1.050 ευρώ. Ότι η εναγόμενη, κατά τον κρίσιμο χρόνο (2011) της παροχής των ως άνω επενδυτικών υπηρεσιών μέσω των υπαλλήλων της προς τους ενάγοντες, παρείχε στους τελευταίους εσφαλμένες, ελλιπείς και ακατάλληλες συμβουλές και πληροφορίες σε σχέση με τα επίμαχα αξιόγραφα (ΜΑΕΚ) εκδόσεως της, δημιουργώντας σε αυτούς παραπλανητικές και ψευδείς παραστάσεις ως προς τις αληθείς ιδιότητες του εξαιρετικά σύνθετου αυτού προϊόντος (ΜΑΕΚ), αναφέροντας μόνο τα πλεονεκτήματα του. Ότι οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγόμενης παραπλάνησαν τους ενάγοντες ωθώντας τους να καταθέσουν το μεγαλύτερο μέρος των αποταμιεύσεων τους σε αβέβαια τραπεζικά προϊόντα, αποκρύπτοντας τα ουσιώδη χαρακτηριστικά τους, και έτσι κατ’ ουσίαν εξαπατώντας τους. Ότι οι ενάγοντες, εάν γνώριζαν εξαρχής τα πραγματικά ουσιώδη περιστατικά, σε καμία περίπτωση δεν θα αποφάσιζαν να προβούν στην οποιαδήποτε συνεργασία με την εναγόμενη, πολλώ δε μάλλον τοποθετώντας εσφαλμένα τα ανωτέρω κεφάλαια. Ότι εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης οι ενάγοντες έχουν αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που υπέστησαν λόγω της μεγάλης θλίψης και αγωνίας που τους προκάλεσε υπαιτίως η εναγόμενη με τη συμπεριφορά της, η οποία ανέρχεται σε ποσοστό πλέον του 5% του επενδυθέντος κεφαλαίου για τον πρώτο ενάγοντα, την οποία ο τελευταίος αποτιμά στο ποσό των 12.050,24 ευρώ, και σε ποσοστό 10% του επενδυθέντος κεφαλαίου για τον δεύτερο ενάγοντα, ήτοι στο ποσό των 10.500 ευρώ. Ότι η παραγραφή των ένδικων αξιώσεων των εναγόντων έναντι της εναγομένης διακόπηκε με την άσκηση της από 11-4-2014 (με αριθμό κατάθεσης ./2014) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία περιελάμβανε την αυτή πραγματική και νομική βάση με την υπό κρίση αγωγή και προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 18-5-2017 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο της 7-11-2019, κατά την οποία οι ενάγοντες παραιτήθηκαν του εν λόγω δικογράφου. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, οι ενάγοντες ζητούν, – μετά από παραδεκτό περιορισμό, με το δικόγραφο των προτάσεων που κατέθεσαν του αρχικώς καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό (άρθρα 223 εδ. β’, 295 παρ. 1β’ ΚΠολΔ) -, να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 249.955,99 ευρώ [ = 223.427 ευρώ για κεφάλαιο + 14.522,75 ευρώ για τόκους {= [(223.427 ευρώ χ 6,5%) : 2] χ 2 περιόδους τόκους (για την 30-6-2012 και την 31-12-2012)} + 12.006,24 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, επιφυλασσόμενος ο πρώτος ενάγων να αξιώσει από τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια παριστάμενος ως πολιτικών ενάγων το ποσό των 44 ευρώ] και στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 149.581 ευρώ [ = 105.000 ευρώ για κεφάλαιο + 34.125 ευρώ για τόκους {= [(105.000 ευρώ χ 6,5%) : 2] χ 10 περιόδους τόκους (για 30-6-2012, 31-12-2012, 30-6-2013, 31-12-2013, 30-6-2014, 31-12-2014, 30-6-2015, 31-12-2015, 30-6-2016 και 31-12-2016)} + 10.456 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, επιφυλασσόμενος ο δεύτερος ενάγων να αξιώσει από τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια παριστάμενος ως πολιτικών ενάγων το ποσό των 44 ευρώ]. Επίσης, ζητούν να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά τους έξοδα. Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή, για την οποία το παρόν Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2, 5 παρ.1, 7 παρ. 5, 17 παρ. 1 και 26 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθόσον ο ως άνω Κανονισμός εφαρμόζεται για τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά τη 10η-1-2015, αρμόδια και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρ. 7 παρ. 5, 17 παρ. 1, 26 ΚανΒρί, 7, 9, 14 παρ. 2 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκειμένου να δικαστεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που εκτίθενται στην προηγηθείσα νομική σκέψη καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 297, 298, 299, 330, 345, 346, 914, 922, 932 ΑΚ, 1 παρ. 4 και 8 Ν. 2251/1994, 3 παρ. 2 και 25 Ν. 3606/2007 (που εξακολουθούν να εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 98 του Ν. 4514/2018 για πράξεις και παραλείψεις που είχαν τελεστεί μέχρι την έναρξη ισχύος του τελευταίου νόμου), 70 και 176 ΚΠολΔ, πλην των κονδυλίων των τόκων, ως προς τα οποία η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ενώ σημειώνεται ότι νόμιμο τυγχάνει το αίτημα περί καταβολής τόκων μόνο για τον χρόνο μετά την συντέλεση της επίδοσης της προγενέστερης ομοίου περιεχομένου από 11-4-2014 (με αριθμό κατάθεσης ./2014) αγωγής των εναγόντων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς για τον προγενέστερο αυτής χρόνο δεν υφίσταται αντίστοιχη δήλη ημέρα ή όχληση της εναγομένης σε καταβολή των αιτούμενων ποσών (ΠΠρΑΘ 493/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1253/2003 ΕλλΔνη 2004.487). Επίσης, το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, μετά τον κατά τα ανωτέρω περιορισμό του συνολικού αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, είναι μη νόμιμο και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον προσωρινά εκτελεστές κηρύσσονται μόνο οι καταψηφιστικές αποφάσεις. Σημειώνεται, εξάλλου, ότι εφαρμοστέο εν προκειμένω τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, τόσο ως προς την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγόμενης ως το δίκαιο της χώρας όπου οι ενάγοντες ως καταναλωτές έχουν τη συνήθη διαμονή τους (άρθρ. 6, 28, 29 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I)), όσο και ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης ως το δίκαιο του της χώρας στην οποία επήλθε η ζημία καθώς και της χώρας στην οποία το ζημιογόνο γεγονός παρήγαγε έμμεσα αποτελέσματα (άρθρ. 1 παρ. 1, 2, 4 παρ. 1, 31, 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II)). Το ελληνικό δίκαιο, άλλωστε, οι ενάγοντες ρητά επικαλούνται με την αγωγή τους και η εναγόμενη αποδέχεται, καθώς με τις προτάσεις της προβάλλει ισχυρισμούς προς αντίκρουση της αγωγής, επικαλούμενη τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας σχετικά με την εφαρμογή του (άρθρο 3 § 2 της Σύμβασης, βλ. ΑΠ 1091/2010, ΕφΠειρ 89/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γραμματικάκη-Αλεξίου/Παπασιώπη-Πασιά/ Βασιλακάκης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, έκδ. 2017, σελ. 308-309). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. ./9-6-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, ., η αγωγή επιδόθηκε στην εναγόμενη εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεση της, όπως επιτάσσει το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, ως ισχύει με το Ν. 4335/2015, λαμβανομένης υπόψη και της προβλεπόμενης αναστολής των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών κατά το διάστημα από 13.3.2020 έως 31.5.2020 (με τις κάτωθι ΚΥΑ και ειδικότερα: την υπ’ αρ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 17733/12-3-2020 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 833/12.3.2020) με αναστολή από 13.3.2020 έως και 27.3.2020, την υπ’ αρ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 18176/15.3.2020 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β/864/15.3.2020) με αναστολή από 16.3.2020 έως και 27.3.2020, την υπ’ αρ. Δ1α/Γ.Π.οικ.21159/27.3.2020 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 1.074/27.3.2020) με αναστολή από 28.3.2020 έως και 10.4.2020, την υπ’ αρ. Δ1α/ΓΠ.οικ.24403/10.4.2020 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 1301/11.4.2020) με αναστολή από 11.4.2020 έως και 27.4.2020, την υπ’ αρ. Δ1α/ΓΠ.οικ.26804/25.4.2020 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 1588/25.4.2020) με αναστολή από 28.4.2020 έως και 15.5.2020, την υπ’ αρ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 30340/15.5.2020 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 1857/15.5.2020) με αναστολή από 16.5.2020 έως και 31.5.2020, λόγω προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (άρθρ. 74 παρ. 1 του Ν. 4690/2020). Επιπλέον, για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής έχουν κατατεθεί, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, τα από 20-2-2020 έγγραφα ενημέρωσης των εναγόντων από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, δεδομένου ότι η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε μετά τις 30-11-2019. Επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από όλα τα έγγραφα, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται ειδικώς κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κάποιο κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, πλην των προσκομιζομένων από τους διαδίκους ξενόγλωσσων αμετάφραστων εγγράφων και ξενόγλωσσων αμετάφραστων εγγράφων, κατά το τμήμα τους που το περιεχόμενο τους δεν έχει μεταφραστεί (άρθρο 454 ΚΠολΔ), τις προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες υπ’ αριθμ. ./23-10-2020 και ./23-10-2020 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, ., των μαρτύρων, .. αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθμ. .Ε/19-10-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, .), και τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία, εδρεύουσα στη Λευκωσία Κύπρου, είναι νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα, ενώ μέχρι και τις 26-3-2013, οπότε στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού της μεταβιβάσθηκαν στην Τράπεζα Πειραιώς, διενεργούσε ευρύ φάσμα τραπεζικών και εν γένει χρηματοοικονομικών εργασιών στην ημεδαπή μέσω του δικτύου των υποκαταστημάτων της. Στις 30-4-2008 το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής αποφάσισε την έκδοση επενδυτικού προϊόντος υπό τον τίτλο «ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΧΡΕΟΓΡΑΦΑ 2013/2018» (εφεξής χάριν συντομίας: Μ.Χ. 2013/2018), ειδικότερα δε την έκδοση έως πεντακοσίων εβδομήντα τριών εκατομμυρίων τετρακοσίων εννέα χιλιάδων επτακοσίων ενός (573.409.701) Μ.Χ. 2013/2018, ονομαστικής αξίας εκάστου ενός ΕΥΡΩ (1 Ε), με δικαίωμα προτεραιότητας εγγραφής υπέρ των τότε υφισταμένων μετόχων της. Στις 25-6-2008 εκδίδεται από την εναγόμενη αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία το Σημείωμα Εκδιδομένου Τίτλου «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΠΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ 2013/18», στην πρώτη σελίδα του οποίου αναφέρεται ότι «Η έγκριση του παρόντος εγγράφου δεν συνεπάγεται παρότρυνση προς το επενδυτικό κοινό για επένδυση στον εκδότη. Πριν τη λήψη της επενδυτικής του απόφασης το επενδυτικό κοινό προτρέπεται να συμβουλεύεται το σύμβουλο επενδύσεων του. Η επένδυση στους τίτλους του Εκδότη συνεπάγεται κινδύνους, οι οποίοι περιγράφονται στο μέρος με τίτλο ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ του Δελτίου Παρουσίασης Εκδότη ημερομηνίας 21 Μαΐου 2008 και του Σημειώματος Εκδιδόμενου Τίτλου. Ο επενδυτής πρέπει να βασίζει οποιαδήποτε επενδυτική απόφαση του στην εξέταση του Ενημερωτικού Δελτίου ως σύνολο». Καθ’ όσον αφορά στους βασικούς όρους εκδόσεως του ως άνω επενδυτικού προϊόντος στο από 25-6-2008 σχετικό Περιληπτικό Σημείωμα αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: «Επιτόκιο: Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα θα φέρουν σταθερό επιτόκιο 6,5% για τις πρώτες δύο περιόδους τόκου δηλαδή μέχρι τις 30 Ιουνίου 2009 και ακολούθως κυμαινόμενο επιτόκιο το οποίο θα αναθεωρείται στην αρχή της κάθε περιόδου τόκου και θα ισχύει για τη συγκεκριμένη περίοδο τόκου. Για την περίοδο 30 Ιουνίου 2009 – 30 Ιουνίου 2013 το κυμαινόμενο επιτόκιο θα είναι ίσο με το επιτόκιο Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε περιόδου τόκου συν περιθώριο 1,00%. Σε περίπτωση που η Τράπεζα δεν προβεί στην εξαγορά των Μετατρέψιμων Χρεογράφων, τότε για την περίοδο 1 Ιουλίου 2013 – 30 Σεπτεμβρίου 2018 το κυμαινόμενο επιτόκιο θα είναι ίσο με το επιτόκιο Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε περιόδου τόκου συν περιθώριο 2,00%. …». Καθ’ όσον αφορά στους κινδύνους του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, στο αυτό ως άνω έγγραφο της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας αναφέρονται τα ακόλουθα: «ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ: Η επένδυση στα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα και σε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου υπόκειται σε μια σειρά κινδύνων. Μαζί με τις λοιπές πληροφορίες που περιέχονται στο παρόν Περιληπτικό Σημείωμα, στο Δελτίο Παρουσίασης Εκδότη, στο Συμπληρωματικό Ενημερωτικό Δελτίο και στο Σημείωμα Εκδιδόμενου Τίτλου, οι δυνητικοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τους κινδύνους που περιγράφονται παρακάτω, πριν επενδύσουν στα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα τα οποία παρέχουν δικαίωμα μετατροπής σε μετοχές. Εάν επέλθει οποιοδήποτε από τα γεγονότα που περιγράφονται παρακάτω, το Συγκρότημα, η χρηματοοικονομική θέση του ή τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς και ουσιωδώς και, ανάλογα, μπορεί να σημειωθεί πτώση στην αξία και την τιμή πώλησης των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων και των μετοχών της Εταιρείας, οδηγώντας σε απώλεια του συνόλου ή μέρους οποιοσδήποτε επένδυσης σε αυτές. Επιπρόσθετα, οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες που περιγράφονται παρακάτω μπορεί να μην είναι οι μόνοι που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει το Συγκρότημα. Πρόσθετοι κίνδυνοι και αβεβαιότητες που επί του παρόντος δεν είναι γνωστοί ή που θεωρούνται επουσιώδεις, μπορεί να επιδράσουν δυσμενώς στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος. …». Οι εν λόγω παράγοντες κινδύνου ήταν πολυάριθμοι και πολύπλοκοι, σχετιζόμενοι τόσο με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της τράπεζας (μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις, κίνδυνος ρευστότητας, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στον Κυπριακό, Ελληνικό και Διεθνή Χώρο κ.λπ.) όσο και τη συγκεκριμένη έκδοση των μετατρέψιμων χρεογράφων (π.χ. επιτοκιακός κίνδυνος κ.λπ.). Εν τέλει η εναγόμενη αλλοδαπή τραπεζική
ανακοίνωση της προς το επενδυτικό κοινό γνωστοποίησε την έναρξη της διαπραγματεύσεως των Μ.Χ. 2013/2018 στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Περαιτέρω, με σκοπό την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας της εν λόγω αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας, το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής με την από 25-2-2009 ανακοίνωση του γνωστοποίησε ότι αποφάσισε να προτείνει στη Γενική Συνέλευση αυτής την έκδοση ενός νέου επενδυτικού προϊόντος, των «Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου» (εφεξής χάριν συντομίας: Μ.Α.Κ.), μέχρι του ποσού των εξακοσίων σαράντα πέντε εκατομμυρίων ΕΥΡΩ (645.000.000 €). Πράγματι, στις 30-4-2009 η εναγόμενη αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία με ανακοίνωση της προς το επενδυτικό κοινό γνωστοποίησε ότι η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ενέκρινε το από 30-4-2009 Ενημερωτικό Δελτίο «ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΧΡΙ 645.327.822 ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ € 1,00 ΤΟ ΚΑΘΕΝΑ». Καθ’ όσον αφορά στους βασικούς όρους εκδόσεως του ως άνω επενδυτικού προϊόντος στο Τμήμα I (Περιληπτικό Σημείωμα) του ως άνω Ενημερωτικού Δελτίου αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακολούθα: «Προσφερόμενες αξίες: Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου αορίστου διαρκείας. Ύψος έκδοσης: Μέχρι € 645,327.822. Ονομαστική αξία: € 1,00 (στο άρτιο). Τιμή έκδοσης: Στο άρτιο σε αξίες του € 1 και πολλαπλάσια αυτού … Τρόπος καταβολής αντιπαροχής: Οι Δικαιούχοι αλλά και οι λοιποί αιτητές δύνανται να εγγραφούν στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου καταβάλλοντος το αντίστοιχο ποσό της απαιτούμενης αντιπαροχής είτε σε μετρητά είτε με την καταβολή Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18 της Τράπεζας αντίστοιχης ονομαστικής αξίας. Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/18 που θα καταβληθούν ως αντιπαροχή και θα γίνουν αποδεκτά για εγγραφή στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου της Τράπεζας, θα ακυρωθούν και η Τράπεζα θα παύσει να έχει οποιεσδήποτε υποχρεώσεις σχετικά με αυτά. Η Τράπεζα θα καταβάλει για την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2009 μέχρι 5 Ιουνίου 2009 τους δεδουλευμένους τόκους των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18 τα οποία θα γίνουν αποδεκτά ως αντιπαροχή στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου. …». Στο Μέρος Α’ του Τμήματος II του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου αναφέρεται σχετικώς με τους κινδύνους της επενδύσεως ότι «Η επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και σε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου υπόκειται σε μια σειρά κινδύνων. Μαζί με τις λοιπές πληροφορίες που περιέχονται ή ενσωματώνονται μέσω παραπομπής στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, οι δυνητικοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τους κινδύνους που περιγράφονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, πριν επενδύσουν στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου τα οποία παρέχουν δικαίωμα μετατροπής σε μετοχές. Εάν επέλθει οποιοδήποτε από τα γεγονότα που περιγράφονται παρακάτω, το Συγκρότημα, η χρηματοοικονομική θέση του ή τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς και, ουσιωδώς και, ανάλογα, μπορεί να σημειωθεί πτώση στην αξία και την τιμή πώλησης των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και των μετοχών της Εταιρείας, οδηγώντας σε απώλεια του συνόλου ή μέρους οποιοσδήποτε επένδυσης σε αυτά. Επιπρόσθετα, οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες που περιγράφονται παρακάτω μπορεί να μην είναι οι μόνοι που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει το Συγκρότημα. Πρόσθετοι κίνδυνοι και αβεβαιότητες που επί του παρόντος δεν είναι γνωστοί ή που δεν θεωρούνται ουσιώδεις, μπορεί να επιδράσουν δυσμενώς τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος», ακολούθως περιγράφονται οι σχετιζόμενοι με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος της εν λόγω αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας κίνδυνοι (κίνδυνος από τις επικρατούσες στην Κύπρο και στο εξωτερικό οικονομικές συνθήκες, κίνδυνος επιτοκίων, κίνδυνος από τις μεταβολές στις τρέχουσες τιμές μετοχών και άλλων αξιών, συναλλαγματικός κίνδυνος, κίνδυνος σχετικώς με τους δανειζόμενους και την πιστωτική ικανότητα των αντισυμβαλλομένων της Τράπεζας, κίνδυνος μεταβολών των συνθηκών της αγοράς με συνέπεια αρνητικές αναπροσαρμογές στην εύλογη αξία των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων του Συγκροτήματος, κίνδυνος ρευστότητας, κίνδυνος μη ικανοποιητικής κεφαλαιακής επάρκειας για κάλυψη των ελάχιστων εποπτικών απαιτήσεων, κίνδυνος αστοχίας ή αποτυχίας των εσωτερικών διαδικασιών και λειτουργιών του Συγκροτήματος, κίνδυνος μεταβολής του σχετικού ρυθμιστικού ή νομικού πλαισίου, νομικός κίνδυνος, φορολογικός κίνδυνος, κίνδυνος εκθέσεως σε ιδιαιτέρους ανταγωνιστικό περιβάλλον, κίνδυνος απώλειας ανωτέρων διευθυντικών στελεχών και άλλου προσωπικού, ασφαλιστικός κίνδυνος, κίνδυνος διακοπής ή παραβιάσεως των συστημάτων πληροφορικής του Συγκροτήματος, κίνδυνος γενέσεως προσθέτων υποχρεώσεων για ωφελήματα αφυπηρετήσεως προσωπικού).
Περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά στους κινδύνους, οι οποίοι σχετίζονται με την εν λόγω έκδοση Μ.Α.Κ., ρητώς προβλέπεται (υπό τον τίτλο «Ακύρωση Πληρωμής Τόκων») ότι «Η Τράπεζα μπορεί κατά τη διακριτική της ευχέρεια να ακυρώσει οποιαδήποτε πληρωμή τόκου. Πριν από την ημερομηνία οποιοσδήποτε Πληρωμής Τόκου, αν η Τράπεζα, κατά τη διακριτική της ευχέρεια, διαπιστώσει ότι δεν τηρεί τη σχετική Κεφαλαιακή Επάρκεια όπως αυτή ορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ή ότι η Πληρωμή Τόκου θα έχει ως αποτέλεσμα η Τράπεζα να παύσει να ικανοποιεί την προαναφερόμενη Κεφαλαιακή Επάρκεια, τότε η Τράπεζα έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει την Πληρωμή τέτοιων Τόκων, στα πλαίσια των “Περιορισμών Μερίσματος και Κεφαλαίου” ως περιγράφεται στον Όρο 4. Οποιαδήποτε τέτοια Ακύρωση Πληρωμής Τόκου θα ικανοποιηθεί από την Τράπεζα μόνο (ί) κατά την εξαγορά των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και (ϋ) κατά την εξαγορά, ανταλλαγή ή αλλαγή των Όρων λόγω αλλαγών στο θεσμικό και φορολογικό πλαίσιο που διέπει τις εκδόσεις Πρωτοβάθμιου Κεφαλαίου και ιδιαίτερα τις εκδόσεις Αξιόγραφων Κεφαλαίου. Οποιαδήποτε Ακύρωση Πληρωμής Τόκου δύναται να ικανοποιηθεί (εκτός σε περίπτωση διάλυσης και στις περιπτώσεις που περιγράφονται στον Όρο 6) μόνο με το προϊόν έκδοσης Μετοχών της Τράπεζας μέσω του Εναλλακτικού Μηχανισμού Ικανοποίησης Πληρωμής Τόκου. Η πληρωμή τόκων προς τους κατόχους Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου θα γίνεται πάντοτε σε μετρητά. Αν η Τράπεζα δεν δύναται να προβεί στην πληρωμή τόκων σε μετρητά, δύναται να καλύψει την πληρωμή τόκων μέσω έκδοσης μετοχών στους κατόχους των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου κατόπιν έγκρισης της έκδοσης από Έκτακτη Γενική Συνέλευση των Μετόχων της Τράπεζας» και (υπό τον τίτλο «Εξαγορά [Redemption] και Αγορά») ότι «Η Τράπεζα δεν έχει καμία υποχρέωση εξαγοράς ή αγοράς των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα και οι Κάτοχοι δεν έχουν οποιοδήποτε δικαίωμα απαίτησης της εξαγοράς ή αγοράς από την Τράπεζα», ενώ επισημαίνεται (υπό τον τίτλο «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου δεν αποτελούν κατάλληλη επένδυση για όλους τους επενδυτές») ότι «Κάθε πιθανός επενδυτής σε οποιαδήποτε Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου πρέπει να αξιολογήσει την καταλληλόλητα μιας τέτοιας επένδυσης λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Συγκεκριμένα, κάθε πιθανός επενδυτής πρέπει: (ΐ) να έχει απαραίτητη γνώση και εμπειρία έτσι ώστε να είναι σε θέση να προβεί σε ουσιαστική αξιολόγηση των όρων των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου, των δικαιωμάτων και κινδύνων που εμπεριέχονται στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται ή που ενσωματώνονται μέσω παραπομπής στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, (ϋ) να έχει την κατάλληλη γνώση και πρόσβαση σε εργαλεία ανάλυσης έτσι ώστε να αξιολογήσει, στα πλαίσια της ιδιαίτερης κατάστασης του, την επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τις επιπτώσεις που δύναται να επιφέρει μια τέτοια επένδυση στο συνολικό του χαρτοφυλάκιο, (iii) να έχει ικανοποιητικούς πόρους και ρευστότητα έτσι ώστε να μπορεί να επωμισθεί όλους τους κινδύνους της επένδυσης του στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου, (ίν) να κατανοήσει με λεπτομέρεια τους όρους των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου, (ν) να αναγνωρίσει ότι υπάρχει περίπτωση να μην καταφέρει να πωλήσει ή να μεταφέρει τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου του για μεγάλο χρονικό διάστημα ή και καθόλου και (νί) να είναι σε θέση να αξιολογήσει (είτε ο ίδιος είτε με τη βοήθεια οικονομικών συμβούλων) τα πιθανά σενάρια που αφορούν τους παράγοντες που δύνανται να επηρεάσουν την επένδυση του όπως το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον, τα επιτόκια ή άλλους παράγοντες και στη δυνατότητα του να αναλάβει τους κινδύνους που εμπεριέχονται στην επένδυση του», ως και (υπό τον τίτλο «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18 οφείλουν να συμβουλευθούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους») ότι «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018 οφείλουν να συμβουλευθούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους σχετικά με την καταλληλόλητα τυχόν ανταλλαγής ή μη των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018 και των τυχόν συνεπειών στη φορολογική τους θέση και τις λογιστικές ή οικονομικές συνέπειες τυχόν επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου. Η σχετική αναλογία ανταλλαγής (στη βάση της ονομαστικής τους αξίας) μπορεί κατά την εισαγωγή των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου στα δύο χρηματιστήρια να μην απεικονίζει την τιμή και σχετική σχέση στην τιμή διαπραγμάτευσης των αντίστοιχων κινητών αξιών. Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου θα εισαχθούν προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και το Χρηματιστήριο Αθηνών. Με βάση τη διαπραγμάτευση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου, οι τιμές τους θα κυμαίνονται ανάλογα με τον όγκο συναλλαγών και τις διαφορές μεταξύ των εντολών αγοράς και πώλησης. Τέλος, αναφορικώς με παράγοντες κινδύνου, σχετιζομένους με τις μετοχές, ρητώς αναφέρεται ότι τα Χρηματιστήρια Αξιών Αθηνών και Κύπρου έχουν χαμηλή ρευστότητα και παρουσιάζουν εντονότερες διακυμάνσεις από άλλα χρηματιστήρια της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, με συνέπεια τη δημιουργία σοβαρού ενδεχομένου δυσμενούς επηρεασμού της τιμής της μετοχής της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας. Η τελευταία στις 10-6-2009 με ανακοίνωση της προς το επενδυτικό κοινό γνωστοποίησε την υπερκάλυψη της εκδόσεως του εν λόγω επενδυτικού κεφαλαίου, ως και ότι το αντληθέν ποσόν των εξακοσίων πενήντα εννέα εκατομμυρίων ΕΥΡΩ (659.000.000 €) πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την περαιτέρω ενδυνάμωση της κεφαλαιακής της επάρκειας και δη για την ενίσχυση των πρωτοβαθμίων κεφαλαίων (Tier 1) αυτής. Ακολούθως, με σκοπό την περαιτέρω ενίσχυση και διατήρηση σε υψηλά επίπεδα της κεφαλαιακής επάρκειας της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας, το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής με την από 28-2-2011 ανακοίνωση του γνωστοποίησε ότι αποφάσισε να προτείνει στη Γενική Συνέλευση αυτής την έκδοση ενός νέου επενδυτικού προϊόντος, των «Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (εφεξής χάριν συντομίας: Μ.Α.Ε.Κ.), μέχρι του ποσού του ενός δισεκατομμυρίου τριακοσίων σαράντα δύο εκατομμυρίων ΕΥΡΩ (1.342.000.000 €). Πράγματι, στις 6-4-2011 η εναγόμενη αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία με ανακοίνωση της προς το επενδυτικό κοινό γνωστοποίησε ότι η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ενέκρινε το από 5-4-2011 Ενημερωτικό Δελτίο «ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΧΡΙ 1.342.422.297 ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ € 1,00 ΤΟ ΚΑΘΕΝΑ». Καθ’ όσον αφορά στους βασικούς όρους εκδόσεως του ως άνω επενδυτικού προϊόντος στο Τμήμα 1 (Περιληπτικό Σημείωμα) του ως άνω Ενημερωτικού Δελτίου αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακολούθα: «Προσφερόμενες αξίες: Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου αορίστου διαρκείας. Ύψος έκδοσης: Μέχρι € 1.342.422 297. Ονομαστική αξία: € 1,00 (στο άρτιο). Τιμή έκδοσης: Στο άρτιο σε αξίες του € 1 … Τρόπος καταβολής αντιπαροχής: Οι Δικαιούχοι αλλά και οι λοιποί αιτητές δύνανται να εγγραφούν στην έκδοση των ΜΑΕΚ καταβάλλοντος το αντίστοιχο ποσό της απαιτούμενης αντιπαροχής είτε σε μετρητά είτε με την καταβολή για ανταλλαγή άλλων υφισταμένων αξιών της Τράπεζας αντίστοιχης ονομαστικής αξίας και συγκεκριμένα (ί) Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18, (ϋ) Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και (iii) Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 (“Επιλέξιμες για Ανταλλαγή Αξίες”). Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/18, τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τα Αξιόγραφα Κεφαλαίου 12/2007 (Επιλέξιμες για Ανταλλαγή Αξίες) που θα καταβληθούν ως αντιπαροχή και θα γίνουν αποδεκτά για εγγραφή στην έκδοση των ΜΑΕΚ της Τράπεζας, θα ακυρωθούν και η Τράπεζα θα παύσει να έχει οποιεσδήποτε υποχρεώσεις σχετικά με αυτά. Η Τράπεζα θα καταβάλει τους δεδουλευμένους τόκους των Επιλέξιμων για Ανταλλαγή Αξιών, οι οποίες θα γίνουν δεκτές για ανταλλαγή στην έκδοση των ΜΑΕΚ. Καθεστώς εξασφάλισης και Προτεραιότητα Κατάταξης: Τα ΜΑΕΚ αποτελούν άμεσες, μη εξασφαλισμένες, ελάσσονος διαβάθμισης (subordinated) υποχρεώσεις της Τράπεζας και κατατάσσονται σε ίση μοίρα (rank pari passu) μεταξύ τους. Τα δικαιώματα και οι αξιώσεις των κατόχων των ΜΑΕΚ της παρούσας έκδοσης: – είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) προς τις αξιώσεις των πιστωτών της Τράπεζας που είναι: καταθέτες ή άλλοι πιστωτές των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας ως προς τις αξιώσεις των καταθετών, πιστωτές των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) πλην εκείνων των οποίων οι αξιώσεις είναι ή εκφράζονται να είναι ίσης προτεραιότητας (rank pari passu) με τις αξιώσεις των κατόχων ΜΑΕΚ, κάτοχοι χρεογράφων της Τράπεζας των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) – είναι ίσης προτεραιότητας προς τις αξιώσεις άλλων εκδόσεων χαμηλότερης ελάσσονος προτεραιότητας, που πληρούν τα κριτήρια για περίληψη στο πρωτοβάθμιο κεφάλαιο της Τράπεζας που περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται, στα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου – έχουν προτεραιότητα έναντι των μετόχων της Τράπεζας. Οι αξιώσεις των κατόχων ΜΑΕΚ σε περίπτωση διάλυσης όπου η Τράπεζα παραμένει φερέγγυα (solvent) θα περιορίζονται στην ονομαστική αξία των ΜΑΕΚ και των δεδουλευμένων τόκων, αλλά μη συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε ακυρωθέντων τόκων. Σε περίπτωση οποιοσδήποτε πληρωμής που δεν καταβάλλεται σε σχέση με τα ΜΑΕΚ, η Τράπεζα δεν θα θεωρείται ότι περιήλθε σε γεγονός αθέτησης υποχρέωσης και οι κάτοχοι των ΜΑΕΚ δεν θα έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης για εκκαθάριση ή διάλυση της Τράπεζας. Διάρκεια: Τα ΜΑΕΚ είναι αξίες αόριστης διάρκειας χωρίς ημερομηνία λήξης (βλέπε ” Εξαγορά ” πιο κάτω). Επιτόκιο σε Ευρώ (€): Τα ΜΑΕΚ θα φέρουν σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,50% για τις πρώτες δέκα Περιόδους Τόκου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2016 και μετέπειτα κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε Euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε Περιόδου Τόκου πλέον 3,00%. Επιτόκιο σε Δολάριο ($): Τα ΜΑΕΚ θα φέρουν σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,00% για τις πρώτες δέκα Περιόδους Τόκου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2016 και μετέπειτα κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε Libor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε Περιόδου Τόκου πλέον 3,00%. Πληρωμή Τόκου: Ο τόκος είναι πληρωτέος σε εξαμηνιαία βάση στο τέλος κάθε περιόδου Πληρωμής Τόκου σύμφωνα με τους Όρους έκδοσης των ΜΑΕΚ. Ως ημερομηνίες Πληρωμής Τόκων ορίζονται η 30 Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Η Πρώτη Πληρωμή Τόκου θα είναι στις 31 Δεκεμβρίου 2011 και θα καλύπτει την περίοδο από την Ημερομηνία Έκδοσης μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2011. Κάθε Μετατρέψιμο Αξιόγραφο Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα παύει να φέρει τόκο από την ημερομηνία εξαγοράς/αγοράς/μετατροπής. Δικαίωμα Μετατροπής: Τα ΜΑΕΚ δύνανται, κατ’ επιλογή του κατόχου τους, να μετατραπούν σε Συνήθεις Μετοχές της Τράπεζας κατά τις Περιόδους Μετατροπής στην Τιμή Μετατροπής. Τιμή Μετατροπής: € 3,30 ανά συνήθη μετοχή της Τράπεζας ονομαστικής αξίας € 1,00 (και θα υπόκειται στις συνήθεις αναπροσαρμογές για εταιρικές πράξεις). Περίοδοι Μετατροπής: 1-15 Μαρτίου, 15-31 Μαΐου, 1-15 Σεπτεμβρίου και 15-30 Νοεμβρίου κάθε χρόνου με την πρώτη Περίοδο Μετατροπής να αρχίζει την Πρώτη Ημερομηνία Μετατροπής και την τελευταία Περίοδο Μετατροπής να τελειώνει την Τελευταία Ημερομηνία Μετατροπής. Πρώτη Ημερομηνία Μετατροπής: 1 Σεπτεμβρίου 2011. Τελευταία Ημερομηνία Μετατροπής: 31 Μαΐου 2016, Εξαγορά (Redemption): Τα ΜΑΕΚ μπορούν, κατ’ επιλογή της Τράπεζας, να εξαγοραστούν στο σύνολο τους, στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους στις 30 Ιουνίου 2016 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται, κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και υπό την προϋπόθεση ότι θα αντικατασταθούν με Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο ίσης ή ψηλότερης διαβάθμισης … Προαιρετική Επιλογή Ακύρωσης Πληρωμής Τόκων: Η Τράπεζα μπορεί κατά την κρίση της καθ’ οιονδήποτε χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα καθώς και την οικονομική της κατάσταση, να επιλέξει να ακυρώσει την Πληρωμή Τόκου σε μη σωρευτική βάση στα πλαίσια των “Περιορισμών Μερίσματος και Κεφαλαίου” που αναφέρονται πιο κάτω. Οποιαδήποτε ακυρωθείσα πληρωμή τόκου δεν θα οφείλεται και δεν θα καθίσταται πληρωτέα από την Τράπεζα. Σε περίπτωση Ακύρωσης Πληρωμής Τόκου, η Τράπεζα δεν θα θεωρείται ότι περιήλθε σε γεγονός αθέτησης υποχρέωσης και οι κάτοχοι των ΜΑΕΚ δεν θα έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης για εκκαθάριση ή πτώχευση της Τράπεζας. Υποχρεωτική Ακύρωση Πληρωμής Τόκων: Σε περίπτωση που η Τράπεζα δεν τηρεί τις ελάχιστες απαιτήσεις της φερεγγυότητας όπως ορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ή δεν διαθέτει τα απαιτούμενα Διανεμητέα Στοιχεία τότε η Τράπεζα υποχρεωτικά θα ακυρώσει την Πληρωμή Τόκων στα ΜΑΕΚ. Η Κεντρική Τράπεζα δυνατόν να απαιτήσει, κατά τη διακριτική της ευχέρεια, την ακύρωση Πληρωμής Τόκων, στη βάση αξιολόγησης της φερεγγυότητας και της οικονομικής κατάστασης της Τράπεζας τα επόμενα τρία χρόνια. Διανεμητέα Στοιχεία κατά την οποιαδήποτε Ημερομηνία Πληρωμής Τόκου σημαίνει το καθαρό κέρδος του Συγκροτήματος για το έτος που προηγείται τέτοιας Ημερομηνίας Πληρωμής Τόκου μαζί με οποιαδήποτε καθαρά κέρδη και Αδιανέμητα Κέρδη (retained earnings) που μεταφέρονται από προηγούμενα έτη και οποιεσδήποτε καθαρές μεταφορές από οποιουσδήποτε λογαριασμούς αποθεματικών σε κάθε περίπτωση οι οποίοι είναι διαθέσιμοι για διανομή στους μετόχους της Τράπεζας. Συνεπακόλουθοι Περιορισμοί Μερίσματος και Κεφαλαίου: Αν η Τράπεζα ακυρώσει την πληρωμή τόκων για οποιονδήποτε λόγο, στα πλαίσια
της Προαιρετικής Επιλογής Ακύρωσης Πληρωμής Τόκων ή της Υποχρεωτικής Ακύρωσης Πληρωμής Τόκων όπως περιγράφεται πιο πάνω, τότε δεν θα επιτρέπεται η πληρωμή μερίσματος ή οποιαδήποτε άλλη καταβολή (και εξαγορά ή αγορά) πάνω στις συνήθεις μετοχές ή σε άλλες αξίες της Τράπεζας που θα λογίζονται ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, εκτός και εάν και μέχρις ότου η Τράπεζα προβεί στην επόμενη Πληρωμή Τόκου και με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο Τμήμα II Μέρος Β Όρος 5 (γ). Υποχρεωτική Μετατροπή: Σε περίπτωση που επισυμβεί οποιοδήποτε Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας, τα ΜΑΕΚ υποχρεωτικά θα μετατρέπονται σε Συνήθεις Μετοχές, στην Τιμή Υποχρεωτικής Μετατροπής ως ο σχετικός ορισμός πιο κάτω. Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου (Contingency Event): Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου θα θεωρείται ότι έχει επισυμβεί όταν η Τράπεζα δώσει σχετική ειδοποίηση είτε (ί) ότι πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση το ύψος των Βασικών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων της Core Tier I Ratio είναι χαμηλότερο του 5%, ή κατά ή μετά την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση το ύψος των Κοινών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων – Common Equity Tier I Ratio είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο ποσοστό που θα καθοριστεί, ή (ϋ) όταν η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου καθορίσει ότι η Τράπεζα βρίσκεται σε μη συμμόρφωση με τα απαιτούμενα κανονιστικά όρια του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας ως καθορίζονται στους σχετικούς Εφαρμοστέους Τραπεζικούς Κανονισμούς. Σε κάθε περίπτωση θα πραγματοποιηθεί η Υποχρεωτική Μετατροπή των ΜΑΕΚ σε Συνήθεις Μετοχές συνέπεια του Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου. Η Τράπεζα, κατά την αξιολόγηση της φερεγγυότητας καθώς και της οικονομικής της θέσης μπορεί να κρίνει, σε συνεννόηση με την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ή η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να απαιτήσει, κατά τη διακριτική της ευχέρεια, ότι πιθανόν η Τράπεζα να παύσει στο άμεσο μέλλον να ικανοποιεί τα ελάχιστα αποδεκτά όρια του δείκτη Βασικών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων, του δείκτη Κοινών Πρωτοβαθμίων Κεφαλαίων ή του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας, ανάλογα με την περίπτωση, και για αυτό το λόγο θα θεωρηθεί ότι Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου έχει επισυμβεί. Γεγονός Βιωσιμότητας (Viability Event): Γεγονός Βιωσιμότητας ορίζεται οποτεδήποτε (i) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η υποχρεωτική μετατροπή των ΜΑΕΚ και άλλων αξιών, που με βάση τους όρους τους δυνατόν να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές σε Γεγονός Βιωσιμότητας, είναι αναγκαία για βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας και θα συμβάλει στη διατήρηση της φερεγγυότητας της Τράπεζας και/ή (ϋ) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η Τράπεζα θα χρειαστεί έκτακτη κρατική βοήθεια για (α) τη διατήρηση της φερεγγυότητας της ή (β) αποφυγή του ενδεχομένου πτώχευσης της ή (γ) δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει σημαντικό μέρος των υποχρεώσεων της ή (Πι) σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Τιμή Υποχρεωτικής Μετατροπής: Τα ΜΑΕΚ θα μετατραπούν υποχρεωτικά σε τέτοιο αριθμό Συνήθων Μετοχών που θα καθορίζεται διαιρώντας την ονομαστική αξία των ΜΑΕΚ με το ψηλότερο της Κατώτατης Τιμής (Floor Price) και της ισχύουσας Τιμής Υποχρεωτικής Μετατροπής κατά τη σχετική Ημερομηνία Υποχρεωτικής Μετατροπής. Τιμή Υποχρεωτικής Μετατροπής σε οποιαδήποτε στιγμή σε Συνήθεις Μετοχές της Εταιρείας είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο ορίζεται το χαμηλότερο από (i) την ανώτατη τιμή των € 3,30 (και οποιεσδήποτε μετέπειτα τυχόν συνήθεις αναπροσαρμογές για εταιρικές πράξεις), και (ϋ) το 80% της μεσοσταθμικής τιμής διαπραγμάτευσης της μετοχής των πέντε εργάσιμων ημερών που προηγούνται της Ειδοποίησης για Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας. Κατώτατη Τιμή (Floor Price) ορίζεται η ονομαστική αξία ανά Συνήθη Μετοχή (που κατά την ημερομηνία έκδοσης είναι € 1) … Παράγοντες Κινδύνου: Η δυνατότητα της Τράπεζας να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της ως πηγάζουν από τα ΜΑΕΚ υπόκειται σε σειρά κινδύνων. Οι Παράγοντες Κινδύνου περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, κίνδυνους ρευστότητας, κίνδυνους αγοράς, ως επίσης και πιστωτικούς, λειτουργικούς, ρυθμιστικούς και νομικούς κινδύνους. Επιπρόσθετα, υπάρχουν κίνδυνοι οι οποίοι είναι ουσιώδεις στην αξιολόγηση των κινδύνων σε σχέση με τα ΜΑΕΚ. Οι κίνδυνοι αυτοί περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται, το γεγονός ότι τα ΜΑΕΚ δυνατόν να μην είναι κατάλληλη επένδυση για όλους τους επενδυτές καθώς και συγκεκριμένοι κίνδυνοι που αφορούν τους όρους έκδοσης τους, περιλαμβανομένων της υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές έπειτα από Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και Γεγονός Βιωσιμότητας αλλά και άλλους κινδύνους αγοράς, ως περιγράφονται με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στο Μέρος Α του παρόντος Ενημερωτικού Δελτίου. Προορισμός Προϊόντος Έκδοσης: Το καθαρό προϊόν από την έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα ενισχύσει την Τράπεζα με επιπρόσθετο πρωτοβάθμιο κεφάλαιο βοηθώντας στη διατήρηση ισχυρών και ανταγωνιστικών δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας … Εισαγωγή και Διαπραγμάτευση: Τα ΜΑΕΚ θα εισαχθούν και θα διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, εφόσον ληφθούν οι σχετικές εγκρίσεις από τις αρμόδιες αρχές». Στο Μέρος Α’ του Τμήματος II του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου αναφέρεται σχετικώς με τους κινδύνους της επενδύσεως ότι «Η επένδυση στα μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και σε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου υπόκειται σε μια σειρά κινδύνων. Μαζί με τις λοιπές πληροφορίες που περιέχονται ή ενσωματώνονται μέσω παραπομπής στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, οι δυνητικοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τους κινδύνους που περιγράφονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, πριν επενδύσουν στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου που περιλαμβάνουν την επιλογή ή/και υποχρεωτική μετατροπή τους σε μετοχές και ως εκ τούτου σε μετοχές της Εταιρείας. Εάν επέλθει οποιοδήποτε από τα γεγονότα που περιγράφονται παρακάτω, το Συγκρότημα, η χρηματοοικονομική θέση του ή τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς και ουσιωδώς και, ανάλογα, μπορεί να σημειωθεί πτώση στην αξία και την τιμή πώλησης των μετοχών της Εταιρείας, οδηγώντας σε απώλεια του συνόλου ή μέρους οποιοσδήποτε επένδυσης σε αυτές. Επιπρόσθετα, οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες που περιγράφονται παρακάτω μπορεί να μην είναι οι μόνοι που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει το Συγκρότημα. Πρόσθετοι κίνδυνοι και αβεβαιότητες που επί του παρόντος δεν είναι γνωστοί ή που δεν θεωρούνται ουσιώδεις, μπορεί να επιδράσουν δυσμενώς στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος», ακολούθως περιγράφονται οι σχετιζόμενοι με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Συγκροτήματος της εκκαλούσας αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας κίνδυνοι (κίνδυνος από τις επικρατούσες στην Κύπρο και στο εξωτερικό οικονομικές συνθήκες, κίνδυνος από τις διακυμάνσεις της αγοράς, κίνδυνος επιτοκίων, κίνδυνος από τις μεταβολές στις τρέχουσες τιμές μετοχών και άλλων αξιών, συναλλαγματικός κίνδυνος, κίνδυνος σχετικώς με τους δανειζόμενους και την πιστωτική ικανότητα των αντισυμβαλλομένων της Τράπεζας, κίνδυνος μεταβολών των συνθηκών της αγοράς με συνέπεια αρνητικές αναπροσαρμογές στην εύλογη αξία των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων του Συγκροτήματος, κίνδυνος ρευστότητας, κίνδυνος μη ικανοποιητικής κεφαλαιακής επάρκειας για κάλυψη των ελάχιστων εποπτικών απαιτήσεων, εποπτικός κίνδυνος, κίνδυνος αστοχίας ή αποτυχίας των εσωτερικών διαδικασιών και λειτουργιών του Συγκροτήματος, κίνδυνος σχετιζόμενος με τις δραστηριότητες του Συγκροτήματος στην Ελλάδα, κίνδυνος σχετιζόμενος με τις δραστηριότητες του Συγκροτήματος στη Ρωσία, κίνδυνος σχετικός με τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Κύπρο, κίνδυνος μεταβολής του σχετικού ρυθμιστικού ή νομικού πλαισίου, νομικός κίνδυνος, φορολογικός κίνδυνος, κίνδυνος εκθέσεως σε ιδιαιτέρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, κίνδυνος απώλειας ανωτέρων διευθυντικών στελεχών και άλλου προσωπικού, ασφαλιστικός κίνδυνος, κίνδυνος διακοπής ή παραβιάσεως των συστημάτων πληροφορικής του Συγκροτήματος, κίνδυνος γενέσεως προσθέτων υποχρεώσεων για ωφελήματα αφυπηρετήσεως προσωπικού). Περαιτέρω, καθ* όσον αφορά στους κινδύνους, οι οποίοι σχετίζονται με την εν λόγω έκδοση Μ.Α.Ε.Κ., ρητώς αναφέρεται (υπό τον τίτλο «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου αποτελούν μια νέα μορφή επένδυσης και δυνατόν να μην είναι κατάλληλα για όλους τους επενδυτές») ότι «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου αποτελούν μια νέα μορφή επένδυσης και δυνατόν να μην είναι κατάλληλα για όλους τους επενδυτές. Κατά συνέπεια, μια επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και τις μετοχές της Τράπεζας (στις οποίες είναι μετατρέψιμα) εμπεριέχει αυξανόμενους και εσωτερικούς κινδύνους. Κάθε πιθανός επενδυτής στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου πρέπει να καθορίσει την καταλληλότητα μιας τέτοιας επένδυσης λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις του. Συγκεκριμένα κάθε πιθανός επενδυτής πρέπει: ι. να κατέχει τις κατάλληλες γνώσεις έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει τα οφέλη και τους κινδύνους μιας επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου όπως και των πληροφοριών που περιλαμβάνονται ή ενσωματώνονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, ii. να έχει πρόσβαση, τις κατάλληλες γνώσεις και τα κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία έτσι ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσει, στα πλαίσια της δικής του οικονομικής κατάστασης, μια πιθανή επένδυση στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου και τον αντίκτυπο στο γενικό του επενδυτικό χαρτοφυλάκιο που δυνατό να έχει η επένδυση του στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου, iii. να έχει ικανοποιητικούς οικονομικούς πόρους και ρευστότητα για να αναλάβει τους κινδύνους επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων σε περίπτωση που το νόμισμα για την αποπληρωμή του κεφαλαίου ή των τόκων είναι διαφορετικό από το νόμισμα του επενδυτή, iv. να κατανοήσει με λεπτομέρεια τους όρους έκδοσης των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου και ιδιαίτερα αλλά όχι μόνο τους όρους που αφορούν την Ακύρωση Τόκου, την Αναγκαστική Μετατροπή σε μετοχές, το Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και το Γεγονός Βιωσιμότητας και να κατανοεί τη λειτουργία των σχετικών με την έκδοση κεφαλαιαγορών όπως και την πιθανότητα να υπάρξει Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου και Γεγονός Βιωσιμότητας, v. να αναγνωρίσει ότι υπάρχει περίπτωση να μην καταφέρει να πωλήσει ή να μεταφέρει τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου για σημαντικό χρονικό διάστημα ή και καθόλου, vi. να είναι σε θέση να αξιολογήσει (είτε μόνος είτε με τη βοήθεια ενός οικονομικού συμβούλου) τα πιθανά σενάρια όσον αφορά την οικονομία, το επιτόκιο και άλλους παράγοντες που μπορούν να έχουν επιπτώσεις στην επένδυση του, τη μετατροπή των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε μετοχές, και τη δυνατότητα του να αναλάβει τους κινδύνους που απορρέουν. Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου είναι νέα χρηματοοικονομικά μέσα. Ένας πιθανός επενδυτής δεν πρέπει να επενδύσει στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου εκτός αν κατέχει τη γνώση και την εμπειρία (είτε από μόνος του είτε με έναν οικονομικό σύμβουλο) για να αξιολογήσει την απόδοση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου στις μεταβαλλόμενες συνθήκες αγοράς, τα αποτελέσματα που θα προκύψουν από την πιθανότητα μετατροπής τους, την αξία τους και την επίδραση που αυτή η επένδυση θα έχει στο γενικό τους επενδυτικό χαρτοφυλάκιο. Πριν από τη λήψη μιας απόφασης για επένδυση, οι πιθανοί επενδυτές πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές περιστάσεις και τους στόχους της επένδυσης τους και όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο παρόν ενημερωτικό δελτίο». Στο Μέρος Α’ του Τμήματος II του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου μεταξύ άλλων αναφέρεται επίσης: α) (υπό τον γενικό τίτλο «Οι Κάτοχοι είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένοι στον κίνδυνο διακύμανσης στην αξία των μέτοχων της Τράπεζας») ότι «Σε περίπτωση πραγματοποίησης Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονότος Βιωσιμότητας τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα μετατραπούν υποχρεωτικά σε μετοχές …». β) (υπό τον γενικό τίτλο «Προαιρετική Επιλογή και Υποχρεωτική Ακύρωση Πληρωμής Τόκων σε μη συσσωρευτική βάση») ότι «Η Τράπεζα μπορεί κατά την κρίση της να ακυρώσει οποιαδήποτε πληρωμή τόκου υπό τους περιορισμούς που περιγράφονται στο Μέρος Β, Όρο 5 “Συνεπακόλουθοι Περιορισμοί Μερίσματος και Κεφαλαίου”. Πριν από την ημερομηνία οποιασδήποτε Πληρωμής Τόκου, η Τράπεζα, κατά την κρίση της, αν διαπιστώσει ότι δεν τηρεί την σχετική Κεφαλαιακή Επάρκεια, όπως αυτή ορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ή ότι η Πληρωμή Τόκου θα έχει ως αποτέλεσμα η Τράπεζα να παύσει να ικανοποιεί την προαναφερόμενη Κεφαλαιακή Επάρκεια, τότε η Τράπεζα έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει την Πληρωμή τέτοιων Τόκων σε μη σωρευτική βάση, στα πλαίσια όμως των “Συνεπακόλουθων Περιορισμών Μερίσματος και Κεφαλαίου” ως περιγράφεται στο Τμήμα II Μέρος Β/ΙΙ στον Όρο 5. Περαιτέρω, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δύναται, και στη βάση αξιολόγησης της οικονομικής κατάστασης και της φερεγγυότητας της Τράπεζας για τα επόμενα τρία χρόνια, να απαιτήσει την ακύρωση πληρωμής τόκου ή κεφαλαίου. Η πληρωμή τόκων προς τους κατόχους Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου θα γίνεται πάντοτε σε μετρητά», γ) (υπό τον τίτλο «Αξίες Αόριστης Διάρκειας χωρίς οποιαδήποτε νομική ημερομηνία λήξης») ότι «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου είναι αξίες αόριστης διάρκειας χωρίς ημερομηνία λήξης και γι’ αυτό το λόγο οι επενδυτές θα λάβουν το κεφάλαιο επένδυσης τους μόνο στην περίπτωση που η Τράπεζα επιλέξει να τα εξαγοράσει με την προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου», δ) (υπό το γενικό τίτλο «Η Τράπεζα έχει το δικαίωμα αλλά όχι την υποχρέωση εξαγοράς [Redemption] και Αγοράς των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου») ότι «Η Τράπεζα δεν έχει καμία υποχρέωση εξαγοράς ή αγοράς των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα και οι Κάτοχοι δεν έχουν οποιοδήποτε δικαίωμα απαίτησης της εξαγοράς ή αγοράς από την Τράπεζα. Η Τράπεζα όμως έχει την επιλογή με την προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, να εξαγοράσει ολόκληρο το ποσό των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου στην ονομαστική τους αξία μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους στις 30 Ιουνίου 2016, ή σε οποιαδήποτε Ημερομηνία Πληρωμής Τόκου που έπεται και υπό την προϋπόθεση ότι θα αντικατασταθούν με Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο …», ε) (υπό τον γενικό τίτλο «Καθεστώς Εξασφάλισης και Προτεραιότητα Κατάταξης σε περίπτωση διάλυσης») ότι «… εάν η Τράπεζα τελεί υπό διάλυση ή εκκαθάριση, ο εκκαθαριστής θα ικανοποιήσει πρώτα όλες τις αξιώσεις των καταθετών ή άλλων πιστωτών των οποίων οι αξιώσεις δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας ως προς τις αξιώσεις των καταθετών και πιστωτών των οποίων οι αξιώσεις είναι ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) πλην εκείνων των οποίων οι αξιώσεις είναι ίσης προτεραιότητας (rank pari passu) με τις αξιώσεις των κατόχων Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου. Σε περίπτωση που η Τράπεζα δεν έχει ικανοποιητικά περιουσιακά στοιχεία για τον πλήρη διακανονισμό των αξιώσεων που δεν είναι ελάσσονος προτεραιότητας, τότε οι αξιώσεις των Κατόχων των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου δύνανται να χάσουν το σύνολο ή μέρος της επένδυσης τους. Επιπλέον, εάν τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου μετατραπούν σε Συνήθεις Μετοχές μετά από την πραγματοποίηση Γεγονότος Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονότος Βιωσιμότητας, κάθε Κάτοχος θα υποστεί περαιτέρω μείωση της προτεραιότητας των δικαιωμάτων και αξιώσεων του λόγω της μετατροπής της επένδυσης του σε Συνήθεις Μετοχές και υπάρχει κίνδυνος οι μέτοχοι να χάσουν μέρος ή ολόκληρη την επένδυση τους» και στ) (υπό τον τίτλο «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου κατατάσσονται ως Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο [Tier 1 capital] ότι «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου κατατάσσονται ως πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο (Tier 1 capital) και πιθανοί επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τα χαρακτηριστικά τους που αφορούν μεταξύ άλλων και την προτεραιότητα κατάταξης, το καθεστώς εξασφάλισης τους και την αόριστη διάρκεια τους». Τέλος, στο αυτό Τμήμα του εν λόγω Ενημερωτικού Δελτίου επισημαίνεται (υπό τον γενικό τίτλο «ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΧΟΥΣ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ 2013/18, ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΣΕΙΡΑ Γ (12/2007) ΠΟΥ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΕΠΙΛΕΞΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΣΕ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΑ ΑΞΙΟΓΡΑΦΑ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ») ότι «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 της Τράπεζας, πριν τη λήψη οποιοσδήποτε απόφασης για συμμετοχή στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου μέσω της πιθανής ανταλλαγής των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 της Τράπεζας που ήδη κατέχουν θα πρέπει να μελετήσουν προσεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη τη δική τους οικονομική κατάσταση, τους επενδυτικούς στόχους και ορίζοντες και τις πληροφορίες που περιέχονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο και ιδιαίτερα τους κινδύνους που περιγράφονται πιο κάτω και αφορούν τη νέα έκδοση και το ενδεχόμενο ανταλλαγής … Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές από τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018, τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τα Αξιόγραφα Κεφαλαίου 12/2007. Τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018 (τα οποία κατατάσσονται ως δευτεροβάθμιο κεφάλαιο (Tier 2 capital) της Τράπεζας) έχουν ουσιαστικές διαφορές από τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (τα οποία κατατάσσονται ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο (Tier 1 capital) της Τράπεζας). Οι Κάτοχοι Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 θα πρέπει να εξετάσουν τις διαφορές μεταξύ των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2103/2018, Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 και των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου οι οποίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την προτεραιότητα κατάταξης και το καθεστώς εξασφάλισης τους, τη διάρκεια τους, το επιτόκιο, την εξαγορά και τη δυνατότητα μετατροπής σε μετοχές της Τράπεζας, εφόσον υφίσταται, καθώς και της υποχρεωτικής μετατροπής σε συνήθεις μετοχές σε περίπτωση που επισυμβεί Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας. Οι πλήρεις όροι των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου παρουσιάζονται στο Μέρος Β του παρόντος Ενημερωτικού Δελτίου …», ότι (υπό τον τίτλο «Αβεβαιότητα ως προς τη ρευστότητα κατά τη διαπραγμάτευση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου») ότι «Η Τράπεζα δεν σκοπεύει να υποβάλει αίτηση για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου σε οποιαδήποτε ρυθμισμένη αγορά εκτός από την αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και του Χρηματιστηρίου Αξιών. Τα νέα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου είναι τίτλοι για τους οποίους δεν υπάρχουν συναλλαγές σε καμία αγορά και δεν μπορεί να υπάρξει καμία διαβεβαίωση μελλοντικής ρευστότητας στις αγορές που αναμένεται να εισαχθούν», ως και υπό τον τίτλο «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/18, Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 οφείλουν να συμβουλευθούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους») ότι «Οι κάτοχοι των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018, Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και Αξιόγραφων Κεφαλαίου 12/2007 οφείλουν να συμβουλευθούν τους οικονομικούς, φορολογικούς και νομικούς τους συμβούλους σχετικά με την καταλληλότητα τυχόν ανταλλαγής ή μη της επένδυσης τους και των τυχόν συνεπειών στη φορολογική τους θέση και τις λογιστικές ή οικονομικές συνέπειες τυχόν επένδυσης στα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου. Η σχετική αναλογία ανταλλαγής (στη βάση της ονομαστικής τους αξίας) μπορεί . κατά την εισαγωγή των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου στα δύο χρηματιστήρια να μην απεικονίζει την τιμή και σχετική σχέση στην τιμή διαπραγμάτευσης των αντίστοιχων κινητών αξιών», τέλος δε αναφορικώς με παράγοντες κινδύνου, σχετιζομένους με τις μετοχές, ρητώς αναφέρεται ότι τα Χρηματιστήρια Αξιών Αθηνών και Κύπρου έχουν χαμηλή ρευστότητα και παρουσιάζουν εντονότερες διακυμάνσεις από άλλα χρηματιστήρια της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, με συνέπεια τη δημιουργία σοβαρού ενδεχομένου δυσμενούς επηρεασμού της τιμής της μετοχής της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας. Περαιτέρω, η επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών της Ελληνικής Δημοκρατίας ιδίως μετά το έτος 2009 και η συνεπεία αυτής υποβάθμιση των Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (εφεξής χάριν συντομίας: Ο.Ε.Δ.) και εντεύθεν της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας επηρέασε δυσμενώς τη θέση της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας, η οποία, παρά το γεγονός ότι τελούσε σε γνώση της ραγδαίας επιδεινώσεως των στοιχείων της ελληνικής οικονομίας, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2009 και μηνός Απριλίου έτους 2010 αύξησε την έκθεση της σε Ο.Ε.Δ. μέχρι του ποσού των δύο δισεκατομμυρίων τετρακοσίων εκατομμυρίων ΕΥΡΩ (2.400.000.000 €), ενώ τα ίδια κεφάλαια αυτής ανέρχονταν σε δύο δισεκατομμύρια πεντακόσια εκατομμύρια ΕΥΡΩ (2.500.000.000 €), με συνέπεια η συγκέντρωση πραγματικού κινδύνου για την εναγόμενη αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία να ανέρχεται σε ποσοστό 80%, περαιτέρω, δε, δεν έλαβε μέτρα περιορισμού του κινδύνου αυτού (είτε με πώληση Ο.Ε.Δ. είτε με αγορά Συμβολαίων Ανταλλαγής Πιστωτικής Αθετήσεως – Credit Default Swaps [CDS]). Η συνεχής επιδείνωση των μεγεθών της ελληνικής οικονομίας επέφερε εν τέλει καίριο πλήγμα στη κεφαλαιακή επάρκεια της – εκτεθειμένης σε υπερβολικό βαθμό σε Ο.Ε.Δ. – εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας (δεδομένου ότι οι επενδύσεις της τελευταίας σε Ο.Ε.Δ. στις 31-3-2010 είχαν λογιστική αξία 2.000.000.000 €), η τελική δε ζημία στα ίδια κεφάλαια αυτής από τη συγκεκριμένη αιτία (απομείωση αξίας Ο.Ε.Δ.) ανήλθε κατά το τέλος του έτους 2010 (31.12.2010) στο ποσόν των 529.513.000 €. Ωστόσο, η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία απέφυγε να αποτυπώσει λογιστικώς τις ζημίες της από την απομείωση της αξίας των Ο.Ε.Δ. στις ετήσιες οικονομικές της καταστάσεις (καθ’ όσον τούτο θα είχε ευθεία επίπτωση στην κεφαλαιακή της επάρκεια και στον Δείκτη Tier Core 1), αποκρύπτοντας σκοπίμως την πραγματική οικονομική της κατάσταση, αλλά αντιθέτως προέβη σε επαναταξινόμηση του χαρτοφυλακίου της, περαιτέρω δε επιχείρησε την προώθηση προς το επενδυτικό κοινό μέσω του δικτύου υποκαταστημάτων της στην Ελλάδα και την Κύπρο σύνθετων επενδυτικών προϊόντων (προεχόντως των Μ.Α.Ε.Κ.), τα οποία έφεραν τα ανωτέρω περιγραφόμενα χαρακτηριστικά, με προφανή σκοπό την απορρόφηση του μείζονος μέρους των απωλειών αυτών, εν αγνοία και με παραπλάνηση των υποψηφίων επενδυτών ως προς την πραγματική οικονομική της κατάσταση και το βαθμό ασφαλείας της επενδύσεως τους. Στο πλαίσιο αυτό, η συναλλακτική σχέση των διαδίκων μερών διαμορφώθηκε ως εξής: Οι ενάγοντες, τους οποίους συνδέει συγγενική σχέση, καθώς πρόκειται για αδέρφια, ηλικίας 52 ετών ο πρώτος και 50 ετών ο δεύτερος κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, έχουν σπουδάσει την Φυσική Επιστήμη και έχουν εργαστεί ως μηχανικοί τηλεπικοινωνιών. Με την εναγόμενη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία διατηρούσαν σταθερή συνεργασία από το έτος 2000, εξυπηρετούμενοι από το Υποκατάστημα της εναγομένης στην πόλη της Καρδίτσας, έχοντας αναπτύξει σχέσεις εμπιστοσύνης και εκτίμησης με το εκεί εργαζόμενο προσωπικό. Κύριος σκοπός των εναγόντων ήταν η τοποθέτηση των χρημάτων τους σε ασφαλή προϊόντα και η λήψη ικανοποιητικού επιτοκίου, ιδίως μέσω προθεσμιακών καταθέσεων, προς εξυπηρέτηση δε του σκοπού αυτού από το έτος 2000 διατηρούσαν στο ως άνω Υποκατάστημα της εναγομένης καταθετικούς λογαριασμούς κοινούς και προθεσμιακούς. Επρόκειτο δηλαδή για ιδιώτες επενδυτές και όχι για επαγγελματίες πελάτες της εναγομένης που διέθεταν την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοούν τους κινδύνους που ενέχουν οι επενδυτικές υπηρεσίες και διάφορα χρηματοπιστωτικά μέσα. Η επικοινωνία, δε, με τα στελέχη του ανωτέρω Υποκαταστήματος της εναγομένης για το κλείσιμο ή την ανανέωση των προθεσμιακών καταθέσεων γινόταν μέσω μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή και τηλεφωνικά, λόγω της διαμονής του πρώτου ενάγοντος στην Αμερική και του δεύτερου ενάγοντος στην Αθήνα, ενώ η υπογραφή των σχετικών εγγράφων γινόταν σε μετέπειτα χρόνο όταν οι ενάγοντες επισκέπτονταν τους γονείς τους, που διέμεναν μόνιμα στην Καρδίτσα και περνούσαν από το ως άνω Υποκατάστημα της εναγομένης για να συναντήσουν τα στελέχη αυτού και να υπογράψουν τα σχετικά έγγραφα που εκκρεμούσαν. Τον Ιούνιο του 2008 ο δεύτερος ενάγων μετέτρεψε μέρος των αποταμιεύσεων του, συνολικού ποσού 105.000 ευρώ, σε Μετατρέψιμα Χρεόγραφα (Μ.Χ.), πεισθείς από τους υπαλλήλους του παραπάνω Υποκαταστήματος της εναγομένης, οι οποίοι του παρουσίασαν το εν λόγω τραπεζικό προϊόν ως μία προνομιακή προθεσμιακή κατάθεση. Ο ανωτέρω διέθεσε έτσι το παραπάνω ποσό ι) για την αγορά Μ.Χ. 2013/2018, υπογράφοντας τον Ιούλιο του 2008 τις από 24-7-2008 δύο (2) ανέκκλητες αιτήσεις εγγραφής αδιάθετων Μετατρέψιμων Χρεογράφων, ποσού 52.500 ευρώ η καθεμία (βλ. τις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη από 24-7-2008 · σχετικές αιτήσεις και τα αντίστοιχα από 24-7-2008 δύο (2) αποδεικτικά συμμετοχής στην έκδοση των Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018).
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τον Μάιο του 2009 οι ενάγοντες ενημερώθηκαν από τον τότε διευθυντή του Υποκαταστήματος της εναγομένης στην Καρδίτσα, ., για ένα τραπεζικό προϊόν, ήτοι τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου, και ακολούθως αποφάσισαν να προβούν στην εν λόγω επένδυση, που βάσει των διαβεβαιώσεων των στελεχών του συγκεκριμένου Υποκαταστήματος είχαν κύρια χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά μιας προθεσμιακής κατάθεσης, ήτοι διασφαλισμένη απόδοση κεφαλαίου στο τέλος της πενταετίας και ελκυστικές επιτοκιακές αποδόσεις (λήψη τόκων σε εξαμηνιαία βάση με σταθερό επιτόκιο ύψους 5,5%) (περί των προαναφερθέντων βλ. την υπ’ αριθμ. ./23-10-2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα, .). Έτσι, ο δεύτερος ενάγων προέβη σε μετατροπή των Μετατρέψιμων Χρεογράφων ποσού 105.000 ευρώ, που κατείχε, σε Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου της ίδιας αξίας (βλ. την από 25-5-2009 ανέκκλητη αίτηση εγγραφής Αδιάθετων Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου), ενώ ο πρώτος ενάγων διέθεσε μέρος των καταθέσεων του για την αγορά Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου, υποβάλλοντας την από 28-5-2009 ανέκκλητη αίτηση εγγραφής Αδιάθετων Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου ποσού 80.000 ευρώ, η οποία δεν έγινε δεκτή για το σύνολο του άνω ποσού αλλά για το ποσό των 67.919 ευρώ. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι τον Μάιο του 2011 ο τότε διευθυντής του Υποκαταστήματος της εναγομένης στην Καρδίτσα, ., επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τους ενάγοντες και τους ενημέρωσε ότι η εναγομένη διέθετε ένα νέο επενδυτικό προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.), προτείνοντας τους να τοποθετήσουν τα κεφάλαια τους σε αυτό, διαβεβαιώνοντας τους ότι και αυτό είχε τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες μιας προθεσμιακής κατάθεσης όσον αφορά την ασφάλεια του τοποθετούμενου κεφαλαίου και ότι θα ίσχυαν και για αυτό αντίστοιχοι προνομιακοί όροι (πενταετής διάρκεια δέσμευσης, επιτόκιο 6,5% ετησίως), χωρίς όμως περαιτέρω να τους γίνει, εγγράφως ή προφορικώς, καμία διευκρίνιση όσον αφορά τους ειδικότερους όρους της επένδυσης αυτής, τα χαρακτηριστικά της, τη λειτουργία και τους κινδύνους της και χωρίς να δοθεί το υπάρχον κατά τον ως άνω χρόνο Ενημερωτικό Δελτίο που αφορούσε τα Μ.Α.Ε.Κ. και συνόδευε την έκδοση τους. Έτσι, πεισθέντες οι ενάγοντες στις διαβεβαιώσεις του ανωτέρω υπαλλήλου, ο μεν δεύτερος ενάγων προέβη σε μετατροπή των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου ποσού 105.000 ευρώ, που κατείχε, σε Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου της ίδιας αξίας (βλ. την από 10-5-2011 ανέκκλητη αίτηση εγγραφής Αδιάθετων Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου), ενώ ο πρώτος ενάγων προέβη σε μετατροπή των Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου ποσού 67.919 ευρώ, που κατείχε, σε Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου της ίδιας αξίας (βλ. την από 13-5-2011 ανέκκλητη αίτηση εγγραφής Αδιάθετων Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου) και επιπλέον * διέθεσε το ποσό των 200.000 δολαρίων Αμερικής για την αγορά Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου, υποβάλλοντας την από 17-5-2011 ανέκκλητη αίτηση εγγραφής Αδιάθετων Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου ποσού 200.000 δολαρίων Αμερικής. Σύμφωνα, δε, με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, ., και στην περίπτωση των Μ.Α.Ε.Κ. τα στελέχη του Υποκαταστήματος της εναγομένης στην Καρδίτσα, …, απέστειλαν συνημμένα με email στους λογαριασμούς ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των εναγόντων το κενό (ασυμπλήρωτο) φύλλο της αίτησης, το οποίο οι τελευταίοι το υπέγραψαν και επέστρεψαν ασυμπλήρωτο στο ανωτέρω Υποκατάστημα της εναγομένης (ηλεκτρονικά και με ταχυδρομείο), προκειμένου αυτό να συμπληρωθεί από τα στελέχη του άνω Υποκαταστήματος, βάσει όσων είχαν συζητηθεί εν συντομία τηλεφωνικώς (βλ. και τα προσκομιζόμενα από τους ενάγοντες μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου). Σημειώνεται, ακόμη, ότι στις από 10-5-2011, 13-5-2011 και 17-5-2011 αιτήσεις εγγραφής Αδιάθετων Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου, που υπέγραψαν οι ενάγοντες, αναφερόταν ότι αυτοί βεβαίωναν πως διέθεταν τη γνώση και τις ικανότητες να προβούν στην αξιολόγηση της επένδυσης τους στα Μ.Α.Ε.Κ. και δήλωναν αφενός μεν ότι αποδέχονταν τους όρους έκδοσης και αναγνώριζαν τους παράγοντες που περιέχονταν στο από 5-4-2011 σχετικό ενημερωτικό δελτίο της εναγομένης, αφετέρου δε ότι δεν τους είχε παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε αξιωματούχο, υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά με τα Μ.Α.Ε.Κ. και την απόφαση τους να υποβάλλουν αίτηση εγγραφής σε αυτά. Για το δεύτερο εξάμηνο του 2011 ο πρώτος ενάγων έλαβε στις 30-12-2011 τόκους ποσών 2.745,60 ευρώ και 7.453,01 δολαρίων Αμερικής και ο δεύτερος ενάγων έλαβε στις 30-12-2011 τόκους ποσού 4.244,59 ευρώ (βλ. τις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη από 8-7-2014 δύο (2) καταστάσεις πληρωθέντων τόκων για τον πρώτο ενάγοντα και την από 30-4-2014 κατάσταση πληρωθέντων τόκων για τον δεύτερο ενάγοντα). Ωστόσο, στις 15-6-2012 η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία αποφάσισε αναφορικώς με τα Μ.Α.Κ. και τα Μ.Α.Ε.Κ. την ενεργοποίηση του όρου περί υποχρεωτικής ακυρώσεως πληρωμής τόκου για την περίοδο από 31-12-2011 έως 29-6-2012, το αυτό δε έπραξε την 18-12-2012 και για την περίοδο από 30-6-2012 έως 30-12-2012. Τούτο, δε, οφειλόταν στην εμφάνιση κεφαλαιακού ελλείμματος της εναγομένης, οφειλόμενο εν πολλοίς στην απομείωση των Ο.Ε.Δ., το οποίο επιχείρησε να καλύψει και μέσω των Μ.Α.Ε.Κ.. Ειδικότερα, στις 30-6-2012 η εναγομένη παρουσίασε έλλειμμα (οφειλόμενο εν πολλοίς, όπως προαναφέρθηκε, στο ελληνικό πρόγραμμα PSI αναφορικώς με τα Ο.Ε.Δ.) και συμφώνησε με τους πιστωτές της τη χρηματοδότηση αυτής με το ποσόν των δέκα δισεκατομμυρίων ΕΥΡΩ (10.000.000.000 €), ενώ την 15-3-2012 είχε ήδη αντλήσει από το Ευρωσύστημα (E.L.A.) το ποσόν του ενός δισεκατομμυρίου ΕΥΡΩ (1.000.000.000 €). Ωστόσο, την 15-3-2013 το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (Eurogroup) αποφάσισε τη μη χρηματοδότηση της ανακεφαλαιοποιήσεώς της. Την 26-3-2013 η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία τέθηκε υπό καθεστώς ειδικής εκκαθαρίσεως δυνάμει του «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου (17) 2013», στα πρότυπα της «Πρότασης Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου του 2012 για την εξυγίανση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων» και βάσει της «Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αριθμ. 2001/24/ΕΚ της 4ης Απριλίου 2001 για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων» και του «Περί Τραπεζικών Εργασιών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2004», με τον οποίο ενσωματώθηκε στην κυπριακή έννομη τάξη η ως άνω Οδηγία και επιβλήθηκε το πρώτον η διάσωση των τραπεζικών ιδρυμάτων με ίδια μέσα (bail – in), δηλαδή με «κούρεμα» καταθέσεων και μετοχοποίηση ομολόγων. Εν τέλει, με τα υπ’ αριθ. 103/29-3-2013 και 278/30-7-2013 Διατάγματα (Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις) του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, υπό την ιδιότητα της τελευταίας ως Αρχής Εξυγιάνσεως, κατά τους ορισμούς των άρθρων 5 (1), 5 (7), 5 (12) (α), 7 (1) και 12 του «Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013», τα Μ.Α.Ε.Κ. μετετράπησαν σε Μετοχές Δ’ Τάξεως με τιμή μετατροπής ένα ΕΥΡΩ (1 €), δηλαδή στην ονομαστική τους αξία, και με ονομαστική αξία εκάστης μετοχής στο ένα ΕΥΡΩ (1 €) για κάθε ΕΥΡΩ των ως άνω χρεών της Τράπεζας. Εν συνεχεία, επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των Μετοχών Δ’ Τάξεως από 1 € σε 0,01 € για καθεμία μετοχή, προς το σκοπό της διαγραφής των συσσωρευμένων ζημιών της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας. Κάθε εκατό (100) μετατραπείσες σε συνήθεις μετοχές αξίας 0,01 € δι’ εκάστη μετοχή, οι οποίες ήσαν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο, ενώθηκαν σε μια (νέα) συνήθη μετοχή, αξίας ενός ΕΥΡΩ (1 €) εκάστης. Οι μη ενοποιημένες μετοχές (λ.χ. αριθμός μετοχών μικρότερος των 100) ακυρώθηκαν και το ποσόν της ονομαστικής αξίας των ακυρωθεισών μετοχών χρησιμοποιήθηκε για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εναγομένης, εφεξής δε όλες οι μετοχές αποτελούσαν ενιαία τάξη, παρέχουσες δικαίωμα ψήφου και απολήψεως μερίσματος στους μετόχους. Αυτό είχε ως συνέπεια το αρχικά εκ μέρους του πρώτου ενάγοντος επενδυθέν κεφάλαιο των 223.427 ευρώ (= 67.919 ευρώ που αφορούν σε Μ.Α.Ε.Κ. σε ευρώ + 155.508 ευρώ που αφορούν σε Μ.Α.Ε.Κ. εκδιδόμενα σε δολάρια Αμερικής, τα οποία έχουν μετατραπεί σε μετοχές Δ’ Τάξης με τιμή μετατροπής € 1,00 ονομαστικής αξίας μετοχών για κάθε ισόποσο του € 1,00 του κεφαλαίου των χρεών που μετατρέπονται σε μετοχές υπολογιζόμενο με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία €:$ 1:1,2861 που αναγράφεται στο δελτίο ισοτιμιών αναφοράς που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις 26-3-2013) να μετατραπεί αναγκαστικώς και μονομερώς σε 2.234 Συνήθεις Μετοχές της εναγόμενης, ονομαστικής αξίας 1,00 €, ήτοι συνολικής ονομαστικής αξίας 2.234 €, και το αρχικά εκ μέρους του δευτέρου ενάγοντος επενδυθέν κεφάλαιο των 105.000 ευρώ να μετατραπεί αναγκαστικώς και μονομερώς σε 1.050 Συνήθεις Μετοχές της εναγόμενης, ονομαστικής αξίας 1,00 €, ήτοι συνολικής ονομαστικής αξίας 1.050 €, γεγονός το οποίο η εναγόμενη δεν αμφισβητεί ειδικώς, οι μετοχές δε αυτές είχαν μηδενική πραγματική (χρηματιστηριακή) αξία και εν τέλει ανεστάλη η διαπραγμάτευση τους στα Χρηματιστήρια Αξιών Αθηνών και Κύπρου. Η εναγόμενη ενημέρωσε τους ενάγοντες για τα προαναφερθέντα με τις από 8-8-2013 ενημερωτικές επιστολές της (βλ. τις προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες υπ’ αριθμ. ./8-8-2013 και ./8-8-2013 ενημερωτικές επιστολές της εναγομένης). Λόγω της εκμηδένισης της αξίας των Μ.Α.Ε.Κ., τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, ήταν μειωμένης εξασφάλισης, οι ενάγοντες υπέστησαν περιουσιακή ζημία, συνισταμένη στην ποιοτική μετατροπή (ήδη κατά την αγορά των Μ.Χ. 2013/2018 και εν συνεχεία με την αγορά των Μ.Α.Κ. και των Μ.Α.Ε.Κ.) του διαθεσίμου εις χρήμα κεφαλαίου τους σε ιδιαιτέρως επισφαλείς απαιτήσεις κατά της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας (σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα με τα αναλυτικώς ανωτέρω περιγραφόμενα χαρακτηριστικά), η οποία (ζημία) ισούται με το σύνολο του επενδυθέντος τελικώς σε Μ.Α.Ε.Κ. κεφαλαίου τους και υπολογίζεται για τον πρώτο ενάγοντα στο ποσό των 223.427 ευρώ και για τον δεύτερο ενάγοντα στο ποσόν των 105.000 ευρώ. Η ζημία αυτή των εναγόντων προκλήθηκε αιτιωδώς από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης, οι οποίοι τους παρουσίασαν, υπέδειξαν και πρότειναν την αγορά των προαναφερθέντων επενδυτικών προϊόντων, χωρίς να τους παρέχουν σαφείς διευκρινίσεις ως προς τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους αυτών, όπως αυτοί εκτενώς αναφέρθηκαν ανωτέρω, παραλείποντας ταυτόχρονα να τους προμηθεύσουν τα ενημερωτικά δελτία ή να τους γνωστοποιήσουν που ήταν αυτά διαθέσιμα. Εξάλλου, ακόμα και αν οι ενάγοντες είχαν αναγνώσει προσεκτικά τα εν λόγω ενημερωτικά δελτία, τα οποία ήταν πυκνογραμμένα και συντεταγμένα σε δυσνόητη τεχνική γλώσσα, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα είχαν κατανοήσει πλήρως το περιεχόμενο τους, καθόσον πρόκειται για πολύπλοκα χρηματοοικονομικά προϊόντα, σύνθετα στη σύλληψη και τη λειτουργία τους, που αντιπροσώπευαν μη εξασφαλισμένες και ελάσσονος προτεραιότητας υποχρεώσεις της εναγομένης, συνδεόμενα με πλήθος γενικών και ειδικών κινδύνων όχι μόνο για τους τόκους, αλλά και για το ίδιο το επενδυόμενο κεφάλαιο, κατά τα λεπτομερώς εκτεθέντα ανωτέρω, (αναφορικώς με τα Μ.Α.Κ. και τα Μ.Α.Ε.Κ.) αόριστης διάρκειας («άληκτα» ή «αιώνια» – perpetual bonds), υπό την έννοια ότι ο επενδυτής δεν είχε αξίωση κατά της εκδότριας Τράπεζας να αναζητήσει το κεφάλαιο του σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο ή οποτεδήποτε, αλλά μόνο δυνατότητα να διαθέσει αυτά στη δευτερογενή (χρηματιστηριακή) αγορά υπό τις επικρατούσες σε δεδομένη χρονική στιγμή συνθήκες διαπραγματεύσεως. Περαιτέρω, ιδιαιτέρως δυσμενείς ήταν οι όροι της μονομερούς κατά την κρίση της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας ακυρώσεως πληρωμής τόκων, ενώ τα Μ.Α.Ε.Κ. περιείχαν τον δυσμενέστερο όρο της δυνατότητας μονομερούς μετατροπής τους σε μετοχές εκ μέρους της Τράπεζας σε περίπτωση συνδρομής εξαιρετικών γεγονότων κινδύνου βιωσιμότητας ή έκτακτης ανάγκης της εναγομένης. Επρόκειτο, δηλαδή, για επενδυτικά προϊόντα, τα οποία σχεδιάσθηκαν ως «μέσα απορροφήσεως ζημιών» της εναγόμενης τράπεζας, ιδίως δε τα Μ.Α.Κ. και προεχόντως τα Μ.Α.Ε.Κ. αποτέλεσαν προστατευτικό μέσο («μαξιλάρι»), το οποίο ήταν σχεδιασμένο να απορροφήσει τις ιδιαιτέρως αυξημένες ζημίες αυτής λόγω της υπερβολικής εκθέσεως της σε Ο.Ε.Δ., το ενδεχόμενο προκλήσεως των οποίων ήταν ορατό και αναμφιβόλως γνωστό στα στελέχη της εναγόμενης τράπεζας ήδη κατά το χρόνο σχεδιασμού τόσο των Μ.Χ. 2013/2018 και των Μ.Α.Κ., όσο – και κυρίως – των Μ.Α.Ε.Κ., πλην όμως οι υποψήφιοι επενδυτές δεν ήταν δυνατό να το πληροφορηθούν, εφόσον η έκθεση αυτή δεν απεικονιζόταν στις οικονομικές καταστάσεις της εναγομένης. Ενόψει των ανωτέρω κρίνεται ότι η εναγόμενη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία, υπό την ιδιότητα της παρέχουσας επενδυτικές υπηρεσίες, εντασσόμενες στον κύκλο της συνήθους εμπορικής της δραστηριότητας, παρά τα περί του αντιθέτου διαλαμβανόμενα στα προαναφερόμενα Ενημερωτικά Δελτία προς αποφυγή δυσμενών για την ίδια εννόμων συνεπειών, σαφώς παρέσχε δια των ως άνω προστηθέντων υπαλλήλων της επενδυτική υπηρεσία – συμβουλή (υπό τη μορφή της συστάσεως) στους πελάτες της ενάγοντες, οι οποίοι φέρουν την ιδιότητα του καταναλωτή των παρεχόμενων επενδυτικών υπηρεσιών ως τελικοί αποδέκτες αυτών και δεν υπερέβαιναν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή – μη «επαγγελματία» επενδυτή, δεδομένου ότι τα επενδυθέντα ποσά (ακόμη και τα υψηλότερα) δεν είναι ασυνήθη στο πεδίο της τρέχουσας αποταμιευτικής – ιδιωτικής επενδυτικής δραστηριότητας και δεν αποδείχθηκε συστηματική ενασχόληση των εναγόντων με χρηματιστηριακές και εν γένει επενδυτικές δραστηριότητες. Πέραν, δε, των ανωτέρω, οι ως άνω τραπεζικοί υπάλληλοι δεν διενήργησαν τον επιβαλλόμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση από [τις διατάξεις του Ν. 3606/2007 έλεγχο καταλληλότητας και συμβατότητας των εναγόντων αναφορικώς με τις συγκεκριμένες επενδύσεις, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία, το επάγγελμα αυτών καθώς και τους επενδυτικούς στόχους και την προθυμία διακινδύνευσης. Αντιθέτως, μολονότι οι ενάγοντες προσέβλεπαν στις ειδικές γνώσεις των υπαλλήλων της εναγομένης, καθόσον δεν διέθεταν ειδικές γνώσεις, τούτοι τους παραπλάνησαν και τους προώθησαν επενδυτικά προϊόντα, ιδιαιτέρως πολύπλοκα και ριψοκίνδυνα, επιφυλάσσοντας στην εναγόμενη υπέρμετρα και υπερβολικά εξουσιαστικά δικαιώματα (ιδίως υποχρεωτικής ακυρώσεως πληρωμής τόκων και υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές, ανυπαρξία υποχρεώσεως επιστροφής του κεφαλαίου), ενώ περαιτέρω επιμελώς αποσιώπησαν τους κινδύνους των συγκεκριμένων επενδύσεων, προβάλλοντας σκοπίμως μόνο τα ελκυστικά στοιχεία αυτών, είναι δε προφανές ότι εάν οι ενάγοντες, ενεργώντας με γνώμονα την εξασφάλιση του κεφαλαίου τους, γνώριζαν εξαρχής το σύνολο των πραγματικών δεδομένων της επενδύσεως τους, η οποία τελικώς ήταν απολύτως συνυφασμένη με την κεφαλαιακή επάρκεια, την ευρωστία, την τιμή της μετοχής της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας και τις εν γένει διεθνείς και εσωτερικές χρηματοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες, αναμφιβόλως δεν θα προέβαιναν στις συγκεκριμένες επενδυτικές επιλογές. Ενόψει των ανωτέρω, η εναγόμενη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία παραβίασε στοιχειώδεις συναλλακτικές της υποχρεώσεις, επιβαλλόμενες από την αρχή της καλής πίστεως, και δεν κατέβαλε πάσα δυνατή επιμέλεια κατά την εκπλήρωση της υποχρεώσεως ενημερώσεως, διαφωτίσεως και παροχής κατάλληλης συμβουλής στους αντισυμβαλλομένους της επενδυτές – καταναλωτές της παρεχομένης επενδυτικής υπηρεσίας. Έτσι, με την παραπάνω συμπεριφορά της εναγομένης και των προστηθέντων υπαλλήλων της, που συνίσταται στην αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης των εναγόντων, καθώς και της παροχής σε αυτούς σαφούς, ορθής, πλήρους και κατάλληλης συμβουλευτικής καθοδήγησης σχετικά με την επένδυση και την ασφάλεια του κεφαλαίου τους, αυτοί παρέβησαν υπαιτίως τις συναλλακτικές υποχρεώσεις τους, όπως το περιεχόμενο τους προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, αλλά και τη διάταξη του άρθρου 8 Ν. 2251/1994, που ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, σύμφωνα και με όσα ήδη εκτέθηκαν στη νομική σκέψη που παρατέθηκε ανωτέρω. Η υπαίτια δε παράβαση των ως άνω διατάξεων συνιστά παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ συμπεριφορά, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Στην προκειμένη, δηλαδή, περίπτωση, νόμιμο λόγο ευθύνης της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας συνιστούν (και δη σωρευτικώς) η παράβαση της εν τοις πράγμασι καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως παροχής επενδυτικών συμβουλών (εν προκειμένω υπό τη μορφή της συστάσεως – παράβαση άρθρων 3 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1 και 2 και 25 Ν. 3606/2007, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 4, 8, 12, 13 και 14 της υπ’ αριθ. 1/452/1.11.2007 Αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ως και των άρθρων 281, 288 ΑΚ), η παράβαση του άρθρου 8 Ν. 2251/1994 περί ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες και η αδικοπραξία (άρθρα 914 επ. ΑΚ), ενώ ζημία συνιστά όχι αυτή καθ’ εαυτή η μετατροπή κεφαλαίου (μετρητών χρημάτων) των εναγόντων σε μετοχές αλλά το γεγονός ότι το κεφάλαιο αυτό εξήλθε της περιουσίας τους και αντ’ αυτού δεν εισήλθε ισοδύναμο ποιοτικώς μέγεθος, αλλά κάτι έτερο (aliud), ήτοι σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα, ιδιαιτέρως επισφαλή, μη παρέχοντα δικαίωμα επιστροφής του κεφαλαίου και, εν τέλει, μηδενικής αξίας λόγω της πραγματικής οικονομικής καταστάσεως της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, με συνέπεια η ζημία των εναγόντων να θεωρείται επελθούσα, ακόμη και σε περίπτωση, κατά την οποία δεν είχε χωρήσει μετατροπή σε τραπεζικές μετοχές.
Μεταξύ των πλειόνων συρρεόντων νομίμων λόγων ευθύνης της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας και της ως άνω ζημίας των εναγόντων υφίσταται πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, δεδομένου ότι, εάν η εναγόμενη είχε παράσχει, ως όφειλε κατά τις αρχές της καλής συναλλακτικής πίστης, τη δέουσα πλήρη ενημέρωση και διαφώτιση στους ενάγοντες – πελάτες της ως προς τη φύση, τη λειτουργία και, κυρίως, του κινδύνους της επένδυσης στα συγκεκριμένα προϊόντα και δεν επεδείκνυε συστηματικώς την περιγραφείσα παραπλανητική συμπεριφορά, οι ενάγοντες, κατά τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν θα είχαν επενδύσει τα κεφάλαια τους στα προϊόντα αυτά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία τους. Περαιτέρω, η εναγόμενη με το δικόγραφο των προτάσεων της πρόβαλε τον ισχυρισμό περί συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων στην πρόκληση και την έκταση της ζημίας τους (αρθρ. 300 ΑΚ), κατά ποσοστό 99%, διότι αυτοί δεν ζήτησαν επιπλέον διευκρινίσεις αναφορικά με τα επίδικα επενδυτικά προϊόντα και επίσης ουδέν έπραξαν για να περιορίσουν τη ζημία τους και ειδικότερα δεν προέβησαν σε ρευστοποίηση των Μ.Α.Ε.Κ. αλλά προτίμησαν να τα κρατήσουν και να λαμβάνουν τόκους ανά εξάμηνο έως την εξαγορά τους από την τράπεζα, παρόλο που έστω και σε χρόνο μεταγενέστερο της φερόμενης παραπλάνησης τους και δη από την 31-12-2009 ο πρώτος εξ αυτών και από την 31-12-2008 ο δεύτερος εξ αυτών ενημερώθηκαν εγγράφως με την παραλαβή του πρώτου statement για την αποτίμηση του χαρτοφυλακίου τους. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά ένσταση συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων στην πρόκληση και την έκταση της ζημίας τους, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, τυγχάνει, όμως, απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, διότι αφενός μεν υπό τις ανωτέρω λεπτομερώς περιγραφόμενες συνθήκες προσέγγισης των εναγόντων και διαφήμισης σε αυτούς των επίμαχων επενδυτικών προϊόντων, με την εκ προθέσεως χρήση πεπλανημένων παραστάσεων, σχετιζόμενων τόσο με τη φύση των επενδυτικών προϊόντων όσο και με την κεφαλαιακή επάρκεια και φερεγγυότητα της εναγομένης, δεν νοείται συνδρομή συντρέχοντος πταίσματος αυτών (πολλώ δε μάλλον δεν τίθεται ζήτημα ετοιμότητας τους να προβούν σε χρηματιστηριακή πώληση των ομολόγων τους κατά τον χρόνο που εισπράττουν τόκους με κανονικούς ρυθμούς), αφετέρου δε μετά την ακύρωση των τόκων κατά τον μήνα Ιούνιο του έτους 2012 η κατακόρυφη πτώση της χρηματιστηριακής αξίας των εν λόγω προϊόντων και εν τέλει ο μηδενισμός της (μετά την υποχρεωτική μετατροπή αυτών σε μετοχής μηδενικής πραγματικής αξίας) καθιστούν κάθε απόπειρα πωλήσεως αυτών στη χρηματιστηριακή αγορά άνευ αντικειμένου. Άλλωστε, οι εδώ ενάγοντες, ως μέσοι συντηρητικοί αποταμιευτές – επενδυτές, δεν είχαν ειδικές νομικές και χρηματοοικονομικές γνώσεις και, εν πάση περιπτώσει, δεν διέθεταν ειδικούς νομικούς και χρηματιστηριακούς συμβούλους (όπως εθεωρείτο αναγκαίο, κατά τα άνω αναφερόμενα στα σχετικά Ενημερωτικά Δελτία), ώστε να λαμβάνουν συνεχώς νομική και χρηματοοικονομική ενημέρωση για την εξέλιξη της επενδύσεως τους και να αντιλαμβάνονται πλήρως και επαρκώς τις μεταβολές των χρηματιστηριακών δεικτών, για τον λόγο δε αυτό μόνη η προς αυτούς αποστολή από την εναγόμενη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία εγγράφων ενημερώσεων (statements) για τις αποδόσεις των επιδίκων επενδυτικών προϊόντων σε τακτά χρονικά διαστήματα δεν αρκεί προς απόδειξη της πλήρους γνώσεως αυτών περί τη φύση, τη λειτουργία και τους κινδύνους των προϊόντων αυτών, αλλά μόνο περί το χαρακτήρα τους ως επενδύσεων (τον οποίο οι ενάγοντες δεν αμφισβητούν, καθόσον δεν ισχυρίζονται ότι τα εν λόγω προϊόντα ήσαν προθεσμιακές καταθέσεις αλλά ότι συγκρίθηκαν από τους κατά περίπτωση αρμοδίους τραπεζικούς υπαλλήλους προς τις προθεσμιακές καταθέσεις, κατά τα αναλυτικούς εκτιθέμενα ανωτέρω), τις οποίες όμως ευλόγως θεωρούσαν ασφαλείς και χωρίς κίνδυνο για το επενδυόμενο κεφάλαιο τους, το αυτό δε ισχύει και για τις ενημερωτικές επιστολές της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, διότι η αποστολή των εν λόγω εγγράφων καλύπτει μεν τύποις τη γενική υποχρέωση ενημερώσεως των υποψηφίων επενδυτών (με χρήση συνθέτων και μη ευχερώς κατανοητών από τον μέσο μη «επαγγελματία» επενδυτή τεχνικών νομικών – χρηματοοικονομικών όρων), δεν αποδεικνύει όμως πλήρη και ουσιαστική γνώση της πραγματικής φύσεως και λειτουργίας των εν λόγω προϊόντων και – προεχόντως – των κινδύνων τους από τους συγκεκριμένους στερούμενους ειδικών νομικών και χρηματοοικονομικών γνώσεων ενάγοντες, στοιχεία, τα οποία κατά τη ζώσα επικοινωνία των τελευταίων με τους κατά περίπτωση αρμοδίους υπαλλήλους (οι οποίοι και είχαν την πρωτοβουλία της προσεγγίσεως των υποψηφίων επενδυτών) επιμελώς αποσιωπήθηκαν, ενώ παρεσχέθησαν σαφείς διαβεβαιώσεις για την κεφαλαιακή επάρκεια της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, την ασφάλεια του επενδυόμενου κεφαλαίου και την καταγραφή υψηλών αποδόσεων τόκου. Περαιτέρω, η εναγομένη με το δικόγραφο των προτάσεων της πρόβαλε επικουρικά την ένσταση συνυπολογισμού στη ζημία των εναγόντων του κέρδους αυτών από την απόληψη τόκων των επιδίκων επενδυτικών προϊόντων, ισχυριζόμενη ότι στο οποιοδήποτε ποσό ήθελε κριθεί ότι αυτή οφείλει στους ενάγοντες θα πρέπει να συνυπολογισθεί και από αυτό να αφαιρεθεί ως ωφέλεια των εναγόντων το ποσό που καθένας εξ αυτών έλαβε ως τόκους και ειδικότερα από το τυχόν επιδικασθησόμενο ως αποζημίωση ποσό υπέρ του πρώτου ενάγοντος να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 19.779,30 ευρώ, που ο ανωτέρω έλαβε ως τόκους κατά την περίοδο από 01-01-2008 έως 31-12-2011 και από το τυχόν επιδικασθησόμενο ως αποζημίωση ποσό υπέρ του δεύτερου ενάγοντος να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 22.453,35 ευρώ, που ο ανωτέρω έλαβε ως τόκους κατά την περίοδο από 01-01-2008 έως 31-12-2011. Η ανωτέρω επικουρικώς προβαλλόμενη από την εναγομένη ένσταση τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι, και αληθούς υποτιθεμένης της εισπράξεως των ως άνω ποσών τόκων από τους ενάγοντες, οι αποδόσεις αυτές δεν συνιστούν κέρδος αυτών από τη ζημία τους, αλλά αποτελούν καρπούς της επενδύσεως τους στα ως άνω επενδυτικά προϊόντα, η οποία σαφώς προέβλεπε συγκεκριμένες απολήψεις. Δηλαδή, οι τόκοι, τους οποίους έλαβαν οι ενάγοντες, αποτελούν μεν κέρδος τους, πλην όμως το κέρδος αυτό δεν προέρχεται από (ήτοι δεν συνδέεται αιτιωδώς με) το ζημιογόνο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου τους λόγω της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγόμενης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας, αλλά από την παραχώρηση του κεφαλαίου τους στην τελευταία, η οποία το εκμεταλλεύθηκε με τον προσφορότερο γι’ αυτήν τρόπο, αποδίδοντας στους ενάγοντες τους παραγόμενους τόκους, σε κάθε δε περίπτωση ο συνυπολογισμός των εισπραχθέντων τόκων ως κέρδους στη ζημία των εναγόντων αντίκειται υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, που προαναφέρθηκαν, στην καλή πίστη, η οποία δεν ανέχεται το κέρδος (από το ζημιογόνο γεγονός) να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος. Τέλος, αποδείχθηκε ότι από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας οι ενάγοντες υπέστησαν, πέραν της περιουσιακής ζημίας, και ηθική βλάβη, συνιστάμενη στη στενοχώρια και την ψυχική ταλαιπωρία που υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας ικανού μέρους των αποταμιεύσεων τους υπό τις προπεριγραφείσες συνθήκες. Επομένως, προς αποκατάσταση της ηθικής αυτής βλάβης οι ενάγοντες δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης, η οποία, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, του βαθμού πταίσματος των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης, της έκτασης της ζημίας καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής θέσης και κατάστασης των διαδίκων, πρέπει να καθορισθεί στο εύλογο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 €) για κάθε ενάγοντα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει για τις ανωτέρω αιτίες στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 226.427 ευρώ (= 223.427 ευρώ + 3.000 ευρώ) και στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 108.000 ευρώ (= 105.000 ευρώ + 3.000 ευρώ), τα ανωτέρω, δε, ποσά με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της από 11-4-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2014 προγενέστερης, ομοίου περιεχομένου αγωγής, την οποία είχαν ασκήσει αρχικώς οι ενάγοντες κατά της εναγομένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και από την οποία παραιτήθηκαν κατά την προσδιορισθείσα μετ’ αναβολή δικάσιμο αυτής της 7-11-2019, μη ανατρεπόμενης όμως της όχλησης που έλαβε χώρα με την επίδοση της (ΑΠ 505/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΔωδ 60/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ήτοι από την 12-6-2014 (βλ. την υπ’ αριθμ. ./12-6-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, .). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ. 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των διακοσίων είκοσι έξι χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι επτά ευρώ (226.427 €) και στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των εκατόν οκτώ χιλιάδων ευρώ (108.000 €), τα ανωτέρω δε ποσά με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της από 11-4-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2014 αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα, στο σύνολο τους, μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 31 Μάϊου 2023.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ