ΑΠΟΦΑΣΗ
C. Zorina International S.R.L.κατά Ρουμανίας της 27.06.2023 ( αριθ. προσφ. 15553/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στην προσφεύγουσα εταιρεία επιβλήθηκε από την εγχώρια εφορία πρόστιμο 8.000 RON και αναστολή της δραστηριότητας της για περίοδο τριών μηνών για μη έκδοση τιμολογίων για πωλήσεις προϊόντων της. Τα εθνικά δικαστήρια επικύρωσαν τις κυρώσεις. Η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγήστο ΕΔΔΑ για παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία.
Το Δικαστήριο τόνισε ότι μια παρέμβαση, συμπεριλαμβανομένης μιας επέμβασης που απορρέει από ένα μέτρο για την εξασφάλιση της καταβολής των φόρων, πρέπει να επιτυγχάνει μια «δίκαιη ισορροπία» μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των απαιτήσεων της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου ή της οντότητας.
Στην προκείμενη περίπτωση διαπίστωσε ότι η παρέμβαση προβλέπονταν από τον νόμο. Το Σταρσβούργο, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης της προσφεύγουσας εταιρείας, έκρινε ότι οι επιβληθείσες κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένου του προστίμου που επιβλήθηκε (στο ελάχιστο επίπεδο), ήταν ανάλογες προς τον επιδιωκόμενο στόχο, δηλαδή την πάταξη της φοροδιαφυγής, η οποία κατά τον κρίσιμο χρόνο είχε ιδιαίτερη σημασία σε εθνικό επίπεδο.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία (άρθρο 1 ΠΠΠ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, S. C. Zorina International S.R.L., είναι ρουμανική εταιρία με έδρα την Κωστάντζα. Η υπόθεση αφορούσε τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα εταιρεία μετά την πώληση προϊόντων αξίας 179 ρουμανικών λέϊ (RON) χωρίς την έκδοση τιμολογίου, το οποίο ανακαλύφθηκε κατά τη διάρκεια ελέγχου της Οικονομικής Επιθεώρησης της Κωστάντζας. Της επιβλήθηκε πρόστιμο 8.000 RON και οι δραστηριότητές της ανεστάλησαν για περίοδο τριών μηνών.
Επικαλούμενη το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας) της Σύμβασης, η προσφεύγουσα εταιρεία διαμαρτυρήθηκε ότι οι κυρώσεις ήταν δυσανάλογες.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο σημείωσε εξαρχής ότι η επίμαχη παρέμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, σχετικά με τα μέτρα για τον έλεγχο της χρήσης των αγαθών, και ειδικότερα, όσον αφορά το πρόστιμο, τα μέτρα «για την εξασφάλιση της πληρωμής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι εναπόκειται πρωτίστως στις εθνικές αρχές να αποφασίσουν τι είδους φόροι ή εισφορές πρέπει να εισπραχθούν. Οι αποφάσεις στον τομέα αυτό συνεπάγονται συνήθως εκτίμηση πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων τα οποία η ΕΣΔΑ αφήνει στην αρμοδιότητα των συμβαλλομένων κρατών. Επομένως, το περιθώριο εκτίμησης των συμβαλλομένων κρατών είναι ευρύ.
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι ο εποπτικός ρόλος του Δικαστηρίου επί του θέματος αυτού αποκλείεται εντελώς, καθώς πρέπει να εξακριβώσει εάν το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου έχει εφαρμοστεί ορθά.
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μια παρέμβαση, συμπεριλαμβανομένης μιας επέμβασης που απορρέει από ένα μέτρο για την εξασφάλιση της καταβολής των φόρων, πρέπει να επιτυγχάνει μια «δίκαιη ισορροπία» μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των απαιτήσεων της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Η μέριμνα για την επίτευξη αυτής της ισορροπίας αντικατοπτρίζεται στη δομή του άρθρου 1 στο σύνολό του, συμπεριλαμβανομένης της δεύτερης παραγράφου. Πρέπει επομένως να υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και των επιδιωκόμενων σκοπών. Κατά συνέπεια, κάθε οικονομική ευθύνη απορρέουσα από πρόστιμο μπορεί να θίξει την εγγύηση που παρέχει η διάταξη αυτή, εφόσον επιβαρύνει υπέρμετρα το οικείο πρόσωπο ή οντότητα ή παρεμβαίνει ουσιωδώς στην οικονομική του κατάσταση.
Η δίκαιη ισορροπία απαιτεί επίσης διαδικαστικές εγγυήσεις για τη θεμελίωση της ευθύνης του προσφεύγοντος, βάσει των οποίων του παρέχεται επαρκής δυνατότητα να εκθέσει την άποψή του ενώπιον των αρμόδιων αρχών προκειμένου να επικαλεστεί, ανάλογα με την περίπτωση, έλλειψη νομιμότητας ή αυθαίρετη και παράλογη συμπεριφορά.
(α) Συμμόρφωση με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
- i) Επί του ζητήματος αν η παρέμβαση προβλεπόταν από τον νόμο
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι στην παρούσα υπόθεση επιβλήθηκαν σωρευτικές κυρώσεις στην προσφεύγουσα εταιρεία ως συνέπεια φορολογικού ελέγχου και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε συμμορφωθεί με τις νομικές διατάξεις που καθιστούσαν υποχρεωτική την έκδοση τιμολογίων για πωληθέντα εμπορεύματα. Επομένως, η παρέμβαση προβλεπόταν από τον νόμο.
- ii) Επιδίωξη θεμιτού σκοπού
Επιπλέον, το Δικαστήριο δέχτηκε τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης ότι η παρέμβαση επιδίωκε τον νόμιμο στόχο της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της βελτίωσης της οικονομικής ευθύνης των φορολογουμένων.
iii) Αναλογικότητα της παρέμβασης
Εν προκειμένω, το αδίκημα που διέπραξε η προσφεύγουσα εταιρεία αντιπροσώπευε μέρος ενός επαναλαμβανόμενου προβλήματος σε εθνικό επίπεδο, το οποίο, όπως διαπιστώθηκε από τα εθνικά δικαστήρια, εμπόδιζε την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι σκοποί που επιδιώκονται από τη σχετική νομοθεσία αφορούσαν επίσης ζητήματα που υπερβαίνουν την απλή περιουσιακή ζημία που υπέστη το κράτος λόγω της μη έκδοσης τιμολογίων από τους εμπόρους για κάθε πωλούμενο προϊόν, ζητήματα τα οποία εμπίπτουν στο γενικότερο πλαίσιο της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.
Το ζήτημα αν μια τέτοια συμπεριφορά πρέπει να τιμωρείται με μία ή περισσότερες οικονομικές κυρώσεις με αποτρεπτικό αποτέλεσμα εμπίπτει στο περιθώριο εκτίμησης του κράτους. Το περιθώριο αυτό είναι ευρύ και το Δικαστήριο σέβεται την εκτίμηση του νομοθέτη σε τέτοια ζητήματα, εκτός αν στερείται εύλογου ερείσματος.
Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, κατά το Δικαστήριο το επιχείρημα της προσφεύγουσας εταιρίας ότι η πραγματική ζημία που υπέστη το κράτος ανερχόταν σε περίπου 3 RON, έπρεπε να εξεταστεί λαμβανομένου υπόψη του γενικότερου πλαισίου και της δημοσιονομικής πολιτικής του κράτους κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Επιπλέον, και εξίσου σημαντικό, η προσφεύγουσα εταιρία είχε στη διάθεσή της διαδικαστική εγγύηση για να αμφισβητήσει τις κυρώσεις, συγκεκριμένα τη δυνατότητα να κινήσει διαδικασία δικαστικού ελέγχου σχετικά με το πρόστιμο και τις άλλες κυρώσεις που επιβλήθηκαν. Έκανε χρήση αυτού του διορθωτικού μέτρου και από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι η διαδικασία λήψηςαπόφασης που επικύρωνε την επιβολή των προαναφερόμενων κυρώσεων ήταν άδικη ή αυθαίρετη.
Πράγματι, τα εθνικά δικαστήρια επικύρωσαν τις κυρώσεις που επέβαλε η φορολογική αρχή, δεδομένου ότι ήταν απολύτως σύμφωνες με τον νόμο. Επιπλέον, ακόμα και αν, σύμφωνα με το νόμο, τα εθνικά δικαστήρια είχαν τη διακριτική ευχέρεια να εφαρμόσουν ηπιότερες κυρώσεις, για παράδειγμα, αντικαθιστώντας το πρόστιμο με προειδοποίηση, θεώρησαν, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης της προσφεύγουσας, ότι οι κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένου του προστίμου που επιβλήθηκε στα ελάχιστα επίπεδά του, ήταν ανάλογες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, που κατά την κρίσιμη περίοδο είχε ιδιαίτερη σημασία σε εθνικό επίπεδο. Μια τέτοια εκτίμηση πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο περιθώριο εκτίμησης των εθνικών δικαστηρίων για την ερμηνεία και εφαρμογή του σχετικού δικαίου, παρά το γεγονός ότι ένα άλλο δικαστήριο σε άλλη παρόμοια υπόθεση κατέληξε διαφορετικά όσον αφορά το μέτρο της αναστολής της δραστηριότητας της εν λόγω εταιρείας.
Τέλος, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, μολονότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα εταιρία ήταν το ελάχιστο δυνατό βάσει της σχετικής νομικής διάταξης, η κύρωση αυτή, σε συνδυασμό με την αναστολή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της προσφεύγουσας εταιρίας για τρεις μήνες, πρέπει να είχε ορισμένο αντίκτυπο στην οικονομική της κατάσταση, ωστόσο, ο αντίκτυπος αυτός είχε προσωρινό χαρακτήρα. Έτσι, από τους ισχυρισμούς των διαδίκων προέκυψε ότι η προσφεύγουσα εταιρεία ουδέποτε χρειάστηκε να κηρύξει πτώχευση και κατόρθωσε να παραμείνει σε λειτουργία, έστω και αν, ομολογουμένως, βρέθηκεκάτω απο δυσχερέστερες συνθήκες.
Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του συνολικού πλαισίου, τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα εταιρεία δεν ήταν ούτε απαγορευτικά, ούτε καταπιεστικά, ούτε δυσανάλογα.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εθνικές αρχές πέτυχαν δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, του δημοσίου συμφέροντος και, αφετέρου, του σεβασμού του δικαιώματος περιουσίας της προσφεύγουσας εταιρείας. Επομένως, η επέμβαση δεν επέβαλε υπερβολική επιβάρυνση στην προσφεύγουσα ικανή να καταστήσει το καταγγελλόμενο μέτρο δυσανάλογο προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου) (επιμέλεια echrcaselaw.com).