Οι μη οριστικές αποφάσεις δύνανται να ανακληθούν από το εκδόσαν αυτές δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης και έως την έκδοση της οριστικής του αποφάσεως. Η αίτηση του διαδίκου περί της ανακλήσεως μη οριστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή μόνον όταν το δικαστήριο επιλαμβάνεται της ουσίας της υποθέσεως με νόμιμο τρόπο διότι τότε δημιουργείται στάση της δίκης. Πότε είναι παραδεκτή η αίτηση ανακλήσεως μη οριστικής αποφάσεως που υποβάλλεται μέσω της κλήσεως για την κατ ουσίαν συζήτηση της υποθέσεως. Παραδεκτή η αίτηση ανακλήσεως, η οποία υποβάλλεται διά της κλήσεως προς περαιτέρω συζήτηση επί της ουσίας της υποθέσεως, μη οριστικής αποφάσεως, με την οποία είχε ανασταλεί κατ άρθρο 249 ΚΠολΔ η σχετική δίκη, μέχρις ότου περατωθεί τελεσιδίκως ή αμετακλήτως έτερη συναφής. Αλλιώς, αν η εκδίκαση της υποθέσεως αναβλήθηκε ή ανεστάλη από το δικαστήριο, η αίτηση ανακλήσεως της οικείας μη οριστικής αποφάσεως, η οποία αίτηση υπεβλήθη αυτοτελώς δίχως στάση δίκης επί της ουσίας της υποθέσεως, απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 122/2019
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Μάρθα Γαλαριώτου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Μιχαήλ Τσέφα, Πρωτοδίκη, Κωνσταντίνο Ρήγα, Πρωτοδίκη-Εισηγητή, και από το Γραμματέα Βασίλειο Μπισμπίκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Πάτρα την 18η Σεπτεμβρίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των κάτωθι:
Α) Της καλούσας-αιτούσας-ενάγουσας: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ», νομίμως εκπροσωπουμένης και εδρεύουσας στην Πάτρα, επί της οδού ., που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου αυτής, Γεωργίου Φαφούτη.
Της καθ’ ης η κλήση-καθ’ ης η αίτηση-εναγομένης: Ανώνυμης εταιρείας υπό την επωνυμία «ΑΚΜΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ΑΚΜΗ Α.Ε.», νομίμως εκπροσωπουμένης και εδρεύουσας στην Αθήνα, επί της οδού Κοδριγκτώνος αρ. 16, η οποία παραστάθηκε διά των πληρεξουσίων δικηγόρων της, Στρατή Καρβέλη, Θεμιστοκλή Κλουκίνα και Αθανασίου Βγενόπουλου.
Β) Της καλούσας-αιτούσας-ενάγουσας: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ», νομίμως εκπροσωπουμένης και εδρεύουσας στην Πάτρα, επί της οδού ., που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου αυτής, Γεωργίου Φαφούτη.
Της καθ’ ης η κλήση-καθ’ ης η αίτηση-εναγομένης: Ανώνυμης εταιρείας υπό την επωνυμία «ΑΚΜΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ΑΚΜΗ Α.Ε.», νομίμως εκπροσωπουμένης και εδρεύουσας στην Αθήνα, επί της οδού Κοδριγκτώνος αρ. 16, η οποία παραστάθηκε διά των πληρεξουσίων δικηγόρων της, Στρατή Καρβέλη, Θεμιστοκλή Κλουκίνα και Αθανασίου Βγενόπουλου.
Η καλούσα-αιτούσα-ενάγουσα της υπό στοιχείο Α κλήσεως ζητεί να γίνει δεκτή η από 20-1-2010 αγωγή αυτής, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ./22-1-2010, προσδιορίσθηκε αρχικώς για τη δικάσιμο της 8-6-2010 και ενεγράφη στο σχετικό πινάκιο με αριθμό 54, στην οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 7-12-2010 και ενεγράφη εκ νέου στο οικείο πινάκιο, οπότε συζητήθηκε στη μετά από διακοπή δικάσιμο της 17-12-2010 και ανεστάλη, μέσω της εκδοθείσας με την τακτική διαδικασία υπ’ αριθμόν 247/31-5-2011 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ η εκδίκαση της προδιαληφθείσας αγωγής, με συνέπεια να επαναφέρεται προς περαιτέρω συζήτηση διά της υπό κρίση από 9-5-2012 με στοιχείο Α κλήσεως της ενάγουσας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ./15-5-2012, προσδιορίσθηκε αρχικώς για τη δικάσιμο της 8-10-2013 και ενεγράφη στο σχετικό πινάκιο με αριθμό 17, οπότε, κατόπιν διαδοχικών αναβολών και ισάριθμων εγγραφών αυτής στο οικείο πινάκιο, ματαιώθηκε η συζήτησή της κατά τη δικάσιμο της 6-12-2016, με αποτέλεσμα η ένδικη υπόθεση να επαναφέρεται προς συζήτηση μέσω της από 13-12-2017 και υπ’ αριθμόν εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου ./15-12-2017 κλήσεως της ενάγουσας προς παράσταση της εναγομένης στη δικάσιμο της 17-4-2018 και να εγγραφεί στο σχετικό πινάκιο με αριθμό 4, στην οποία αναβλήθηκε για τη μνημονευόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και ενεγράφη εκ νέου στο οικείο πινάκιο με αριθμό ., οπότε εκφωνήθηκε και συζητήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο.
Η ίδια καλούσα-αιτούσα-ενάγουσα της υπό στοιχείο Β κλήσεως ζητεί να γίνει δεκτή η από 21-1-2010 αγωγή αυτής, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ./22-1-2010, προσδιορίσθηκε αρχικώς για τη δικάσιμο της 8-6-2010 και ενεγράφη στο σχετικό πινάκιο με αριθμό 55, στην οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 7-12-2010 και ενεγράφη εκ νέου στο οικείο πινάκιο, οπότε συζητήθηκε στη μετά από διακοπή δικάσιμο της 17-12-2010, συνεκδικάσθηκε κατ’ άρθρο 246 ΚΠολΔ με την προειρημένη από 20-1-2010 αγωγή και ανεστάλη επίσης, δυνάμει της προδιαληφθείσας εκδοθείσας με την τακτική διαδικασία υπ’ αριθμόν 247/31-5-2011 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ η εκδίκαση της περί ης ο λόγος αγωγής, με συνέπεια να επαναφέρεται προς περαιτέρω συζήτηση μέσω της υπό κρίση από 11-5-2012 με στοιχείο Β κλήσεως της ενάγουσας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 1.761/15-5-2012, προσδιορίσθηκε αρχικώς για τη δικάσιμο της 8-10-2013 και ενεγράφη στο σχετικό πινάκιο με αριθμό 18, οπότε, ύστερα από διαδοχικές αναβολές και ισάριθμες εγγραφές αυτής στο οικείο πινάκιο, ματαιώθηκε η συζήτησή της κατά τη δικάσιμο της 6-12-2016, με αποτέλεσμα η ένδικη διαφορά να επαναφέρεται προς συζήτηση διά της από 13-12-2017 και υπ’ αριθμόν εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου ./15-12-2017 κλήσεως της ενάγουσας προς παράσταση της εναγομένης στη δικάσιμο της 17-4-2018 και να εγγραφεί στο σχετικό πινάκιο με αριθμό 2, στην οποία αναβλήθηκε για τη μνημονευόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και ενεγράφη εκ νέου στο οικείο πινάκιο με αριθμό 2, οπότε εκφωνήθηκε και συζητήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση των ως άνω ένδικων βοηθημάτων, τα οποία συνεκφωνήθηκαν ένεκα της συνάφειας ανάμεσά τους, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν, αφότου ανέπτυξαν προφορικώς τους ισχυρισμούς αυτών, να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και στις έγγραφες προτάσεις που νομοτύπως κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Μέσω των από 13-12-2017 και υπ’ αριθμόν εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου ./15-12-2017 και από 13-12-2017 και υπ’ αριθμόν εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού ./15-12-2017 αντιστοίχως κλήσεων, εισάγονται προς συζήτηση, κατά την προκείμενη δικάσιμο, η από 9-5-2012 και υπ’ αριθμόν εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου ./15-5-2012 (υπό στοιχείο Α) κλήση, προς ανάκληση της εκδοθείσας με την τακτική διαδικασία κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ υπ’ αριθμόν 247/31-5-2011 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού και περαιτέρω συζήτηση της από 20-1-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου ./22-1-2010 αγωγής της καλούσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης εναντίον της καθ’ ης η κλήση-καθ’ ης η αίτηση-εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας, και η από 11-5-2012 και υπ’ αριθμόν εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού ./15-5-2012 (υπό στοιχείο Β) κλήση, προς ανάκληση της εκδοθείσας με την τακτική διαδικασία κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ υπ’ αριθμόν 247/31-5-2011 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου και περαιτέρω συζήτηση της από 21-1-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού ./22-1-2010 αγωγής της καλούσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης εναντίον της καθ’ ης η κλήση-καθ’ ης η αίτηση-εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας, κατόπιν της μετά από διαδοχικές αναβολές ματαιώσεως της συζητήσεως των προειρημένων υπό κρίση με στοιχεία Α και Β κλήσεων κατά τη δικάσιμο της 6-12-2016 και της μεταγενέστερης αναβολής της συζητήσεώς τους κατά τη δικάσιμο της 17-4-2018 για την παρούσα δικάσιμο.
2. Σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 309 ΚΠολΔ, «… Όσες (αποφάσεις) δεν κρίνουν οριστικά μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση…». Από την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 309 εδ.β ΚΠολΔ προκύπτει ότι αφενός οι μη οριστικές αποφάσεις δύνανται να ανακληθούν από το εκδόσαν αυτές δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης και έως την έκδοση της οριστικής του αποφάσεως (βλ. ΑΠ 4/2007, Δ. 2007, 603, ΑΠ 661/2006, Δ. 2006, 1181, ΕφΑθ 1043/2006, ΕλλΔνη 2006, 1460) και αφετέρου η προδιαληφθείσα ανάκληση προκαλείται είτε αυτεπαγγέλτως (βλ. ΟλΑΠ 12/1989, Δ. 1990, 949) είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, ο οποίος υποβάλλει αυτή μόνο στη διάρκεια της συζητήσεως της υποθέσεως και όχι αυτοτελώς χωρίς στάση δίκης (βλ. ΑΠ 660/2011, ΤΝΠ ΔΣΑ). Η εν θέματι αίτηση του διαδίκου περί της ανακλήσεως μη οριστικής αποφάσεως είναι επομένως παραδεκτή, μόνον όταν το δικαστήριο επιλαμβάνεται της ουσίας της υποθέσεως με νόμιμο τρόπο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που εισάγεται κλήση για τη συζήτηση της ουσίας της υποθέσεως, διότι τότε δημιουργείται στάση της δίκης (βλ. ΑΠ 1450,1537,1538/2010, ΝοΒ 2011, 583, ΑΠ 775,836/2010, ΝοΒ 2010, 2481, ΑΠ 1149/2008, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 217/2005, ΝοΒ 2005, 2026). Ο ανωτέρω περιορισμός δεν ισχύει ωστόσο, αν διά της μη οριστικής αποφάσεως διατάχθηκε ένα μέτρο, η εκτέλεση του οποίου τυγχάνει ανέφικτη, τάχθηκε ένα εμπόδιο στη ροή της διαδικασίας, η αναμονή ως προς την άρση του οποίου, προκειμένου να εξακολουθήσει και να ολοκληρωθεί η διαδικασία, είναι μάταιη και προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση της τελευταίας και καθυστέρηση ικανοποιήσεως του δικαιώματος του δανειστή, ή πρόκειται για περίπτωση προφανώς εσφαλμένης μη οριστικής αποφάσεως, η εμμονή στην ισχύ της οποίας θα σήμαινε τη συνειδητή αναμονή μιας μάταιης διαδικασίας, οπότε η αίτηση ανακλήσεως της προμνημονευθείσας μη οριστικής αποφάσεως μπορεί να υποβληθεί παραδεκτώς και μέσω της κλήσεως για την κατ’ ουσίαν συζήτηση της υποθέσεως, η εισαγωγή της οποίας με τον τρόπο αυτό δημιουργεί στάση δίκης (βλ. ΑΠ 926/2014, ΧρΙΔ 2015, 38, ΑΠ 1515/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1638/2005, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 657/1998, ΕλλΔνη 1999, 1528, ΑΠ 649/1996, Δ. 1996, 1191, ΤρΕφΛαρ 19/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 545/1994, Αρμ. 1995, 1189, ΠΠρΑθ 1487/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Κονδύλη, Το δεδικασμένο, 2007, σ. 267). Παραδεκτή συνεπώς τυγχάνει τότε η αίτηση ανακλήσεως, η οποία υποβάλλεται διά της κλήσεως προς περαιτέρω συζήτηση επί της ουσίας της υποθέσεως, μη οριστικής αποφάσεως, με την οποία είχε ανασταλεί κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ η σχετική δίκη, μέχρις ότου περατωθεί τελεσιδίκως ή αμετακλήτως έτερη συναφής (βλ. ΑΠ 926/2014, ΑΠ 1515/2013, ΑΠ 1638/2005, ΤρΕφΛαρ 19/2016, ΠΠρΑθ 1487/2015, ό.π.). Αλλιώς, αν η εκδίκαση της υποθέσεως αναβλήθηκε ή ανεστάλη από το δικαστήριο, η αίτηση ανακλήσεως της οικείας μη οριστικής αποφάσεως, η οποία αίτηση υπεβλήθη αυτοτελώς δίχως στάση δίκης επί της ουσίας της υποθέσεως, απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Τούτο, δοθέντος ότι η ως άνω αίτηση, ακόμη κι αν ο διάδικος αποκαλεί αυτήν αίτηση ανακλήσεως, κλήση ή κλήση για συζήτηση, δε δύναται από μόνη της να δημιουργήσει στάση δίκης ούτε να λειτουργήσει ως ένδικο μέσο προς έλεγχο της δικαστικής κρίσεως της αποφάσεως που διέταξε την αναβολή ή την αναστολή, αφού με την προπαρατεθείσα ρύθμιση του άρθρου 309 ΚΠολΔ δε θεσπίζεται νέο ένδικο βοήθημα (βλ. ΑΠ 926/2014, ό.π.). Οι προειρημένες εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες θεραπεύεται η άσκοπη επιβράδυνση της διαδικασίας, δε θα πρέπει λοιπόν να επεκταθούν σ’ εκείνες, στις οποίες, παρότι δεν είναι ακόμη ώριμη η περαιτέρω κατ’ ουσίαν συζήτηση της υποθέσεως, εξαιτίας ακριβώς της μη εκτελέσεως του διαταχθέντος μέσω της παρεμπίπτουσας αποφάσεως μέτρου, ζητείται η ανάκληση της τελευταίας ως εσφαλμένης, προκειμένου να επιτευχθεί η περαιτέρω συζήτηση της ουσίας της υποθέσεως, διότι, πέραν του ότι πρόκειται περί ερμηνείας contra legem (βλ. Σταματόπουλου, Δ. 16, 526), θα καθιερωνόταν έτσι εμμέσως ιδιαίτερο είδος ένδικου βοηθήματος, το οποίο δεν προέβλεψε ο νομοθέτης (βλ. ΕφΑθ 10739/1997, ΕλλΔνη 40, 1111, ΕφΑθ 6647/1992, Δ. 24, 1251), ενώ θα καθίστατο επιπροσθέτως ανεφάρμοστη η διάταξη του τρίτου εδαφίου του άρθρου 309 ΚΠολΔ, δοθέντος ότι το δικαστήριο δε θα είχε, στην περίπτωση της αυτοτελούς πλέον αυτής αιτήσεως, τη δυνατότητα να μην απαντήσει επί του αιτήματος ανακλήσεως (ά. 20§1, 93§3 Σ., 106 και 559αρ.9 ΚΠολΔ), παρότι η σχετική δυνατότητα του παρέχεται από την προδιαληφθείσα διάταξη σε περίπτωση προτάσεως του διαδίκου για την ανάκληση της μη οριστικής αποφάσεως (βλ. ΕφΘεσ 2728/1995, Αρμ. 1996, 492, ΜΠρΜεσ 158/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
3. Διά της υπό στοιχείο Α κλήσεως, η καλούσα-αιτούσα-ενάγουσα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ζητεί την ανάκληση της εκδοθείσας με την τακτική διαδικασία υπ’ αριθμόν 247/31-5-2011 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, επαναφέροντας προς περαιτέρω συζήτηση επί της ουσίας την από 20-1-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού ./22-1-2010 αγωγή της καλούσας εναντίον της καθ’ ης η κλήση-καθ’ ης η αίτηση-εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας, η κατ’ ουσίαν εκδίκαση της οποίας αγωγής, αφού η τελευταία κρίθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, παραδεκτή και νόμιμη δυνάμει της προμνημονευθείσας αποφάσεως, έχει μέσω της ίδιας μη οριστικής αποφάσεως ανασταλεί κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, καθώς και την παραδοχή της προειρημένης αγωγής κατ’ ουσίαν για την προμνημονευθείσα εναγομένη. Διά της εν θέματι από 20-1-2010 αγωγής, σύμφωνα με την προσήκουσα εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η καλούσα-αιτούσα-ενάγουσα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ιστορεί ότι συστάθηκε νομίμως κατά το έτος 1991, υπό την επωνυμία «. εταιρεία περιορισμένης ευθύνης – ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ» και με αρχικές εταίρους την επίσης εναγόμενη, αλλά μη καλούμενη εν προκειμένω, ., σύζυγο ., τη ., και την .. Ότι, μετά τις επελθούσες στο καταστατικό της νομότυπες τροποποιήσεις, η ενάγουσα εταιρεία έχει την επωνυμία «. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ εταιρεία περιορισμένης ευθύνης» και εταιρικό κεφάλαιο 30.000 ευρώ, όπου η καθ’ ης η υπό στοιχείο Α κλήση-καθ’ ης η αίτηση-εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΑΚΜΗ Α.Ε.Ε.», στην οποία η μη καλούμενη έτερη εναγομένη είχε κατά το έτος 2000 μεταβιβάσει όλα τα εταιρικά μερίδια αυτής, και η . συμμετέχουν η καθεμία με πεντακόσια (500) εταιρικά μερίδια, αξίας εκάστου 30 ευρώ, ενώ η διαχείριση και η εκπροσώπηση της ενάγουσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ανήκει αποκλειστικά στην .. Ότι στον εταιρικό σκοπό της ενάγουσας περιλαμβάνονται η ίδρυση, η λειτουργία και η εκμετάλλευση τεχνικών και επαγγελματικών σχολών (Τ.Ε.Σ. και Τ.Ε.Λ.) καθώς και ινστιτούτων κάθε ειδικότητας και τύπου που επιτρέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι από τη σύστασή της δραστηριοποιείται επιχειρηματικώς στον τομέα της ιδιωτικής εκπαιδεύσεως και κατέχει άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας Ινστιτούτου Επαγγελματικής Καταρτίσεως (I.E.Κ), διατηρώντας τμήματα για δεκαοκτώ (18) συνολικά ειδικότητες σπουδαστών/στριών I.E.Κ., χρησιμοποιώντας ακώλυτα τη λεκτική ένδειξη «ΑΚΜΗ» ως εταιρική επωνυμία, διακριτικό τίτλο, προσωνυμία των εκάστοτε εκπαιδευτικών μονάδων αυτής («Τ.Ε.Σ. ΑΚΜΗ», «Τ.Ε.Λ. ΑΚΜΗ» και «Ι.Ι.Ε.Κ ΑΚΜΗ») και έχοντας έτσι καθιερωθεί σε όλες τις συναλλαγές με τους τρίτους, ανεξαρτήτως μάλιστα της χρήσεως και άλλων σύνθετων διακριτικών τίτλων ή γνωρισμάτων που περιέχουν απλώς ως συστατικό τους τη λέξη «ΑΚΜΗ», όπως λ.χ. «ΑΚΜΗ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ». Ότι, κατά τον Ιούλιο του 2000, ο Οργανισμός Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως και Καταρτίσεως (Ο.Ε.Ε.Κ.) του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ενέκρινε, μέσω σχετικής πράξεως αυτού, την παραχώρηση στην ενάγουσα της προσωνυμίας «Ι.Ι.Ε.Κ ΑΚΜΗ», η οποία ανήκε μέχρι τότε στην εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, μεταβιβάζοντάς της και την οικεία άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας του «Ι.Ι.Ε.Κ ΑΚΜΗ», δυνάμει των σχετικών διατάξεων του Ν. 2009/1992, της Υ.Α. Ζ/3378/1993 και της Υ.Α. 121/1992, που ρυθμίζουν όλα τα αφορώντα την ίδρυση και τη λειτουργία των I.E.Κ. ζητήματα. Ότι διά της προειρημένης διοικητικής πράξεως, η οποία εκδόθηκε με τη συναίνεση της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας, χορηγήθηκε στην ενάγουσα εταιρεία η άδεια να χρησιμοποιεί, κατ’ αποκλειστικότητα, σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια το διακριτικό τίτλο-προσωνυμία «Ι.Ι.Ε.Κ ΑΚΜΗ». Ότι, ένεκα του γεγονότος ότι οι δύο διάδικες εταιρείες επεδίωκαν τον ίδιο σκοπό και είχαν το αυτό αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας, κατέστη αναγκαίο να συνεργάζονται και να αναπτύσσουν κοινή και συμπληρωματική δράση, σε επίπεδο τόσο προωθήσεως των πωλήσεών τους μέσω κοινών διαφημίσεων όσο και κοινής προς τα έξω εμφανίσεώς τους, οπότε η ενάγουσα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δραστηριοποιείτο στην περιοχή της Δυτικής Ελλάδας, με έδρα την πόλη των Πατρών, ενώ η εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία ανέπτυσσε επιχειρηματική δράση στις περιοχές των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης και συμφωνήθηκε περαιτέρω ότι όλες οι εκπαιδευτικές μονάδες (Τ.Ε.Σ., Τ.Ε.Λ. και εν συνεχεία Ι.Ι.Ε.Κ.), τις οποίες εκμεταλλεύονται οι δύο διάδικες εταιρείες και περιέχουν στην επωνυμία ή στο διακριτικό τους τίτλο, ως μοναδικό ή κυρίαρχο (δεσπόζον) συστατικό, τη λεκτική ένδειξη «ΑΚΜΗ», θα έχουν κοινή εμφάνιση προς τα έξω και κοινή πολιτική προωθήσεως, επικοινωνίας και διαφημίσεως. Ότι, από τον Ιούνιο του 2009 και εντεύθεν, η εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία έπαυσε να συνεργάζεται μαζί της και προέβη σε ανταγωνιστικές πράξεις εις βάρος της ενάγουσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, κατά παράβαση αφενός του καταστατικού της τελευταίας, το οποίο απαγορεύει τόσο στους διαχειριστές αυτής όσο και στους εταίρους της να προβαίνουν σε πράξεις ανταγωνισμού, και αφετέρου του νόμου περί αθέμιτου ανταγωνισμού, με σκοπό να αποσπάσει πελάτες της ενάγουσας από την περιοχή της Δυτικής Ελλάδας, συνιστάμενες πιο συγκεκριμένα: α) στην επίδοση εξώδικων δηλώσεων-προσκλήσεων προς τις αναφερόμενες στην αγωγή εταιρείες, οι οποίες διαφήμιζαν την ενάγουσα εταιρεία, αξιώνοντας έτσι απ’ αυτές να παύσουν να προβάλλουν την ενάγουσα, να μην χρησιμοποιούν και να καθαιρέσουν τόσο το σήμα όσο και την προσωνυμία «ΑΚΜΗ», όπου είχαν τοποθετηθεί, με τη δικαιολογία ότι η εναγόμενη εταιρεία τυγχάνει αποκλειστική δικαιούχος τους, β) στην επίδοση προς την ίδια την ενάγουσα εξώδικης δηλώσεως, διά της οποίας η εναγόμενη εταιρεία δήλωσε ότι ανακαλεί τη συναίνεση αυτής για τη χρήση της προσωνυμίας «ΑΚΜΗ», των σημάτων και των διακριτικών της γνωρισμάτων και καταγγέλλει τη μεταξύ τους σύμβαση παραχωρήσεως άδειας χρήσεως του διακριτικού τίτλου και της προσωνυμίας «ΑΚΜΗ», όπως επίσης του λοιπού υλικού που παρείχε στην ενάγουσα, καλώντας αυτή να προβεί, μεταξύ άλλων, στην καθαίρεση της φωτεινής επιγραφής που ευρίσκεται στη μετόπη του κτηρίου του Ι.Ε.Κ. της ενάγουσας, στην καθαίρεση του συνόλου του διαφημιστικού υλικού και του υλικού προβολής, που είναι αναρτημένο στους χώρους του προδιαληφθέντος κτηρίου, στην επιστροφή του οικείου έντυπου υλικού και στην εν γένει παύση της χρήσεως του διακριτικού γνωρίσματος «ΑΚΜΗ», της προσωνυμίας «ΑΚΜΗ» και όλων των σχετικών σημάτων, ενώ η εναγόμενη εταιρεία άσκησε εν συνεχεία εναντίον της ενάγουσας εταιρείας αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με συναφές περιεχόμενο, γ) στην επίδοση από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας, ., εξώδικων δηλώσεων σε συνεργαζόμενες με την ενάγουσα τράπεζες, μέσω των οποίων δηλώσεων η εναγόμενη εταιρεία ζητούσε να αποδεσμευθεί από τις οικείες συμβάσεις πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό, όπου είχε συμβληθεί ως εγγυήτρια, ενώ η εναγόμενη εταιρεία επέδωσε εξώδικη δήλωση στην «Τράπεζα ΚΥΠΡΟΥ», ζητώντας να εξετάζεται εφεξής η συνεργασία μαζί της υπό το πρίσμα της αυτόνομης επιχειρηματικής δράσεως της ενάγουσας και επισημαίνοντας ότι η τελευταία δεν ήταν πλέον ενταγμένη στον Εκπαιδευτικό Όμιλο «ΑΚΜΗ» και δ) στην αυθαίρετη μονομερή παύση, κατά το τέλος Ιουνίου του 2009, από την εναγόμενη εταιρεία της συνδιαφημίσεως όλων των ανά την Ελλάδα «Ι.Ι.Ε.Κ ΑΚΜΗ», ξεκινώντας, αρχικώς στον έντυπο και εν συνεχεία στον ηλεκτρονικό τύπο, να προβαίνει σε χωριστές διαφημιστικές καταχωρίσεις για το «Ι.Ι.Ε.Κ ΑΚΜΗ» στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, αποσιωπώντας δηλαδή από το καταναλωτικό κοινό την ύπαρξη «Ι.Ι.Ε.Κ ΑΚΜΗ» στην Πάτρα, με προφανή σκοπό την πρόκληση συγχύσεως στο καταναλωτικό κοινό, αφού προκαλείτο έτσι σ’ αυτό η εσφαλμένη εντύπωση ότι στην Πάτρα έπαυσε να υφίσταται «Ι.Ι.Ε.Κ ΑΚΜΗ». Ότι, διά της προπεριγραφείσας αθέμιτης ανταγωνιστικής δραστηριότητας που ασκεί, κατά παράβαση του προμνημονευθέντος καταστατικού της ενάγουσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης (ά. 14) και του νόμου (ά. 20§2 Ν. 3190/1955 και Ν. 146/1914), εις βάρος αυτής η εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία από τον Ιούνιο του 2009 και εντεύθεν, έχει ήδη προκληθεί ζημία στην ενάγουσα εταιρεία, η οποία ανέρχεται, κατόπιν παραδεκτής διορθώσεως της αγωγής της μέσω τόσο της καταχωρισθείσας στα ταυτάριθμα προς την προειρημένη υπ’ αριθμόν 247/2011 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως αυτού οικείας προφορικής δηλώσεως των πληρεξουσίων δικηγόρων της ενάγουσας στο ακροατήριο όσο και των εμπροθέσμως κατατεθεισών ενώπιόν του αρχικών προτάσεων αυτής, στο ποσό των 318.060 ευρώ, κατά το οποίο μειώθηκαν τα ακαθάριστα έσοδά της, επειδή κατά το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010 ενέγραψε, σύμφωνα με τα αναφερόμενα πιο συγκεκριμένα στην αγωγή, 38 σπουδαστές λιγότερους σε σχέση με το προηγούμενο ακαδημαϊκό έτος, ενώ η ανωτέρω περιουσιακή ζημία συνδέεται αιτιωδώς με την προδιαληφθείσα αθέμιτη, ανταγωνιστική και αντικαταστατική, συμπεριφορά της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας, καθόσον το μοναδικό ανταγωνιστικό Ι.Ι.Ε.Κ. που έχει έδρα την Πάτρα δεν υπέστη κατά το ίδιο χρονικό διάστημα καμία μείωση στις εγγραφές πρωτοετών σπουδαστών, όπερ όμως συνέβη για την ενάγουσα, παρά το γεγονός ότι τόσο αυτή όσο και οι ανταγωνιστές της στην Πάτρα υιοθέτησαν την ίδια τιμολογιακή πολιτική και ότι, κατά την τελευταία επταετία, ουδέποτε ο αριθμός των πρωτοετών σπουδαστών που εγγράφονται στο Ι.Ι.Ε.Κ., το οποίο αυτή λειτουργεί στην Πάτρα, υπέστη μείωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος, αλλά παρουσίαζε απεναντίας έντονη αυξητική τάση από χρόνο σε χρόνο. Επί τη βάσει του ως άνω ιστορικού, η ενάγουσα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης αιτείται, μετά από το νομότυπο περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό (ά. 223, 294, 295§1 και 297 ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί ότι η καλούμενη-εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία υποχρεούται να της καταβάλει, εις ολόκληρον με τη μη καλούμενη έτερη εναγομένη ως διευθύνουσα σύμβουλο της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας και νόμιμη εκπρόσωπο αυτής, αφενός το προδιαληφθέν ποσό των 318.060 ευρώ ως αποζημίωση και αφετέρου εκείνο των 200.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που η ενάγουσα εταιρεία υπέστη εξαιτίας της προπεριγραφείσας αθέμιτης ανταγωνιστικής συμπεριφοράς, με τους νόμιμους τόκους ως προς αμφότερα τα προαναφερθέντα ποσά από την επίδοση της αγωγής, όπως επίσης να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας. Διά της προμνημονευθείσας υπ’ αριθμόν 247/2011 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, η προπαρατεθείσα αγωγή κρίθηκε, αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, παραδεκτή και νόμιμη (ά. 914 επ., 932, 71, 297, 298, 299, 330, 481 επ., 340, 345εδ.α, 346 ΑΚ, 20§1 Ν. 3190/1955, 1, 3 Ν. 146/1914, 70 και 176 ΚΠολΔ), αλλά διατάχθηκε κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ η αναστολή της εκδικάσεώς της, εωσότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 7-12-2009 και υπ’ αριθμόν εκθέσεως καταθέσεως στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ./2009 προγενέστερης αγωγής της εν προκειμένω ενάγουσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης εναντίον των προειρημένων ίδιων εναγομένων, με την οποία η ενάγουσα, επικαλούμενη ότι συνιστά την αποκλειστική δικαιούχο του διακριτικού τίτλου «ΑΚΜΗ» και της προσωνυμίας «Ι.Ι.Ε.Κ. ΑΚΜΗ», αιτείται, επί τη βάσει των ρυθμίσεων του νόμου περί σημάτων και του Ν. 146/1914 για τον αθέμιτο ανταγωνισμό, i) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες ανώνυμη εταιρεία και νόμιμη εκπρόσωπός της να απέχουν σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια από οποιαδήποτε πράξη παρεμποδίσεως της ενάγουσας εταιρείας από τη χρήση και την εν γένει άσκηση των δικαιωμάτων αυτής επί του διακριτικού της τίτλου «ΑΚΜΗ» και της προσωνυμίας της «Ι.Ι.Ε.Κ. ΑΚΜΗ», η οποία απονεμήθηκε στην ενάγουσα μέσω της νομίμως δημοσιευθείσας στην Ε.τ.Κ. υπ’ αριθμόν ./27-07-2000 αποφάσεως του Αντιπροέδρου του Ο.Ε.Ε.Κ, καθώς και οποιουδήποτε έτερου διακριτικού γνωρίσματος της επιχειρήσεώς της που περιέχει τη λέξη «ΑΚΜΗ», ii) να απαγορευθεί στην εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία να συνεχίσει να χρησιμοποιεί το διακριτικό τίτλο «ΑΚΜΗ» και την προσωνυμία «Ι.Ι.Ε.Κ. ΑΚΜΗ» εντός των ορίων της Δυτικής Ελλάδας, iii) να απαγορευθεί στην εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία να συνεχίσει να χρησιμοποιεί το διακριτικό τίτλο «ΑΚΜΗ» και την προσωνυμία «Ι.Ι.Ε.Κ. ΑΚΜΗ» σε πανελλήνιας εμβέλειας μέσα έντυπης και ηλεκτρονικής ενημερώσεως, όπως επίσης στο διαδίκτυο, συμπεριλαμβανομένου του διαδικτυακού τόπου του Ι.Ε.Κ. ΑΚΜΗ, iv) να απαγορευθεί στις ανωτέρω εναγόμενες να προβαίνουν σε αθέμιτου περιεχομένου και βλαπτικές για την ενάγουσα εταιρεία δηλώσεις προς τρίτους, διά των μέσων έντυπης και ηλεκτρονικής ενημερώσεως, συμπεριλαμβανομένου του διαδικτυακού τόπου του Ι.Ε.Κ. ΑΚΜΗ, με το εξής περιεχόμενο: ότι η ενάγουσα εταιρεία «ανήκε στον Εκπαιδευτικό Όμιλο ΑΚΜΗ και ελεγχόταν από αυτόν», ενώ τώρα πλέον «δεν ανήκει στον εν λόγω Όμιλο», ότι «η εκπαιδευτική συνεργασία που είχαμε δεν υφίσταται πια», ότι «το Ι.Ι.Ε.Κ. ΑΚΜΗ που λειτουργεί στην Πάτρα ουδεμία σχέση έχει με το Ι.Ι.Ε.Κ. ΑΚΜΗ της Αθήνας», αποκρύπτοντας ταυτόχρονα ότι το «Ι.Ι.Ε.Κ. ΑΚΜΗ» είναι ένα και ενιαίο πανελλαδικώς, καθώς και ότι «δεν υφίσταται πλέον Ι.Ι.Ε.Κ. ΑΚΜΗ στην Πάτρα» και ότι το Ι.Ι.Ε.Κ. της ενάγουσας ονομάζεται πλέον «Ι.Ι.Ε.Κ .», v) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να απέχουν από οποιαδήποτε πράξη παρεμποδίσεως της ενάγουσας σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια από τη χρήση και την εν γένει άσκηση των εξουσιών, τις οποίες διαθέτουν ως συνδικαιούχοι, στα διακριτικά-παραστατικά σημεία που περιέχονται, μαζί με τη λέξη «ΑΚΜΗ», στα μεταγενεστέρως κατατεθέντα σήματα με αριθμούς δηλώσεως καταθέσεως ./10-2-2005 και ./13-9-2007, των οποίων σημάτων φέρεται ως αποκλειστική δικαιούχος η εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, vi) να απειληθούν εις βάρος της εναγόμενης νόμιμης εκπροσώπου της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας χρηματική ποινή ύψους 20.000 ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας 12 μηνών για κάθε παράβαση του διατακτικού της εκδοθησόμενης αποφάσεως και vii) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 500.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση ένεκα της ηθικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα εταιρεία εξαιτίας της προσβολής, συνεπεία της προπεριγραφείσας αδικοπρακτικής και αθέμιτης ανταγωνιστικής εις βάρος αυτής συμπεριφοράς των εναγομένων, της φήμης, του κύρους και της υπολήψεώς της. Διά της ένδικης υπό στοιχείο Α κλήσεως, η καλούσα-αιτούσα-ενάγουσα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ισχυρίζεται λοιπόν πως η προδιαληφθείσα υπ’ αριθμόν 247/2011 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου τυγχάνει, ενόψει των προεκτεθέντων, προφανώς εσφαλμένη, επειδή δεν εφαρμόζεται in concreto η ρύθμιση του άρθρου 249 ΚΠολΔ, αφού η εκδίκαση της προαναφερθείσας εκκρεμούς ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού από 20-1-2010 αγωγής δεν εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την επίλυση προδικαστικού ζητήματος, το οποίο να αποτελεί το κύριο αντικείμενο της εκκρεμούς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δίκης επί της προμνημονευθείσας από 7-12-2009 αγωγής της ίδιας ενάγουσας, με συνέπεια να τάσσεται έτσι, μέσω της προειρημένης μη οριστικής αποφάσεως, ένα εμπόδιο στη ροή της δίκης επί της από 20-1-2010 αγωγής, η αναμονή ως προς την άρση του οποίου, προκειμένου να εξακολουθήσει και να ολοκληρωθεί η σχετική διαδικασία, είναι μάταιη, προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση της τελευταίας και καθυστέρηση ικανοποιήσεως των ασκούμενων διά της από 20-1-2010 αγωγής ως άνω δικαιωμάτων της ενάγουσας και καθιστά μη δίκαιη τη δίκη επί της εν θέματι αγωγής, αιτούμενη in casu από το παρόν Δικαστήριο αφενός να ανακαλέσει, για τους προπαρατεθέντες λόγους και την οικονομία της δίκης, την προδιαληφθείσα μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και αφετέρου να εκδικάσει κατ’ ουσίαν και να δεχθεί ως ουσία βάσιμη την προαναφερθείσα εκκρεμή ενώπιόν του από 20-1-2010 αγωγή της καλούσας-αιτούσας ως προς την καθ’ ης η κλήση-καθ’ ης η αίτηση-εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία.
4. Μέσω της υπό στοιχείο Β κλήσεως, η ίδια καλούσα-αιτούσα-ενάγουσα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ζητεί την ανάκληση της εκδοθείσας με την τακτική διαδικασία υπ’ αριθμόν 247/31-5-2011 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, επαναφέροντας προς περαιτέρω συζήτηση επί της ουσίας την από 21-1-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού 310/22-1-2010 αγωγή της καλούσας εναντίον της καθ’ ης η κλήση-καθ’ ης η αίτηση-εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας, η επί της ουσίας εκδίκαση της οποίας αγωγής, αφού η τελευταία κρίθηκε, συνεκδικασθείσα κατ’ άρθρο 246 ΚΠολΔ αντιμωλία των διαδίκων με την ανωτέρω από 20-1-2010 αγωγή της ίδιας διάδικης εταιρείας, παραδεκτή και νόμιμη δυνάμει της προμνημονευθείσας αποφάσεως, έχει διά της ίδιας μη οριστικής αποφάσεως ανασταλεί κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, όπως επίσης την παραδοχή της προειρημένης από 21-1-2010 αγωγής κατ’ ουσίαν για την προδιαληφθείσα εναγομένη. Μέσω της εν θέματι από 21-1-2010 αγωγής, σύμφωνα με την αρμόζουσα εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η καλούσα-αιτούσα-ενάγουσα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, αφού εκθέτει τα προμνημονευθέντα ίδια πραγματικά περιστατικά της από 20-1-2010 αγωγής της, ως προς την αθέμιτη, ανταγωνιστική και αντικαταστατική, συμπεριφορά των εν προκειμένω πρώτης και τέταρτης των εναγομένων εναντίον της ενάγουσας, αναφέρει περαιτέρω ότι, κατά την αρχή του έτους 2009 και σε τηλεφωνικές συνδιαλέξεις που έλαβαν χώρα με γονείς σπουδαστών, οι οποίοι ζητούσαν πληροφορίες σχετικά με το εάν εξακολουθεί να λειτουργεί το Ι.Ε.Κ. ΑΚΜΗ στην Πάτρα, οι δεύτερη και τρίτος εναγόμενοι προέβησαν, ως υπάλληλοι της καθ’ ης η κλήση-καθ’ ης η αίτηση-πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας, σε σωρεία αναληθών ισχυρισμών και διαδόσεων, ικανών να βλάψουν τη φήμη της ενάγουσας εταιρείας, ισχυριζόμενοι, μεταξύ άλλων, ότι δεν υπάρχει πλέον Ι.Ε.Κ. ΑΚΜΗ στην Πάτρα, το Ι.Ε.Κ. ΑΚΜΗ των Πατρών έχει μετονομασθεί σε «Ι.Ε.Κ. .» και όσοι τυχόν εγγραφούν κατά το έτος 2009 στη σχολή της ενάγουσας δε θα λάβουν πτυχίο από το Ι.Ε.Κ. ΑΚΜΗ, αλλά από το Ι.Ε.Κ. της ., προτρέποντάς τους μάλιστα να εγγράψουν τα τέκνα τους στο Ι.Ε.Κ. ΑΚΜΗ της Αθήνας. Ότι η προπεριγραφείσα κακόπιστη και δόλια συμπεριφορά της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας κορυφώθηκε με την άσκηση απ’ αυτήν, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, της υπ’ αριθμόν εκθέσεως καταθέσεως 8519/2009 αγωγής εναντίον της ενάγουσας εταιρείας και της διαχειρίστριάς της, διά της οποίας αγωγής η εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία προβαίνει, μεταξύ άλλων, σε σωρεία ψευδών δυσφημιστικών εις βάρος της ενάγουσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης δηλώσεων και ισχυρισμών, αναφορικά με την ποιότητα των εκπαιδευτικών υπηρεσιών που παρέχει η εν προκειμένω ενάγουσα, που μπορούν να βλάψουν τη φήμη και την εμπορική πίστη της τελευταίας και να έχουν κατ’ επέκταση αρνητική επίπτωση στις εργασίες (κύκλο εργασιών και κερδοφορία) της ενάγουσας εταιρείας, σύμφωνα με τα ειδικότερα παρατιθέμενα στην αγωγή. Επί τη βάσει του ως άνω ιστορικού, η ενάγουσα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης αιτείται: α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να παραλείπουν στο μέλλον την περαιτέρω διάδοση των περιγραφόμενων στο ιστορικό της από 21-1-2010 αγωγής αναληθών δυσφημιστικών δηλώσεων εις βάρος αυτής, β) να διαταχθεί η δημοσίευση του διατακτικού της εκδοθησόμενης αποφάσεως σε δύο ημερήσιες εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας και σε μία εφημερίδα που εκδίδεται στην Πάτρα, με δαπάνες των εναγομένων και επιμέλεια της ενάγουσας, εντός προθεσμίας 15 ημερών από την έκδοση της αποφάσεως και γ) να απειληθεί εναντίον εκάστου των εναγομένων χρηματική ποινή 5.900 ευρώ για κάθε παράβαση του διατακτικού της εκδοθησόμενης αποφάσεως. Τέλος, ζητεί, μετά από το νομότυπο περιορισμό του καταψηφιστικού κύριου χρηματικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό (ά. 223, 294, 295§1 και 297 ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί ότι: δ) οι εναγόμενοι υποχρεούνται να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 400.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση ένεκα της ηθικής βλάβης που η ενάγουσα εταιρεία υπέστη εξαιτίας της προειρημένης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφορά των εναγομένων, και ε) η πρώτη και η τέταρτη των εναγομένων υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα εταιρεία εις ολόκληρον το ποσό των 100.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη ένεκα των ψευδών και δυσφημιστικών εις βάρος της δηλώσεων και ισχυρισμών που διαλαμβάνονται στην προμνημονευθείσα υπ’ αριθμόν εκθέσεως καταθέσεως 8519/2009 αγωγή της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας, νομιμοτόκως για αμφότερα τα προειρημένα ποσά από την επίδοση της αγωγής, καθώς και στ) να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας. Μέσω της προδιαληφθείσας υπ’ αριθμόν 247/2011 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, η προεκτεθείσα από 21-1-2010 αγωγή κρίθηκε, αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, παραδεκτή και νόμιμη (ά. 71, 297, 298, 299, 330, 340, 345εδ.α, 346, 481 επ., 914, 920, 922, 926, 932 ΑΚ, 10, 11, 12 Ν. 146/1914, 70 και 176 ΚΠολΔ), αλλά διατάχθηκε κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ η αναστολή της εκδικάσεώς της, μέχρις ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της προπαρατεθείσας από 7-12-2009 και υπ’ αριθμόν εκθέσεως καταθέσεως στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ./2009 προγενέστερης αγωγής της εν προκειμένω ενάγουσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης εναντίον της πρώτης και της τέταρτης των εναγομένων της προμνημονευθείσας από 21-1-2010 αγωγής. Μέσω της υπό κρίση με στοιχείο Β κλήσεως, η καλούσα-αιτούσα-ενάγουσα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ισχυρίζεται λοιπόν πως η προειρημένη υπ’ αριθμόν 247/2011 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού τυγχάνει, ενόψει των προεκτεθέντων, προφανώς εσφαλμένη, επειδή δεν εφαρμόζεται in concreto η ρύθμιση του άρθρου 249 ΚΠολΔ, αφού η εκδίκαση της προδιαληφθείσας εκκρεμούς ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από 21-1-2010 αγωγής δεν εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την επίλυση προδικαστικού ζητήματος, το οποίο να συνιστά το κύριο αντικείμενο της εκκρεμούς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δίκης επί της προμνημονευθείσας από 7-12-2009 αγωγής της ίδιας ενάγουσας, με αποτέλεσμα να τάσσεται έτσι, διά της προειρημένης μη οριστικής αποφάσεως, ένα εμπόδιο στη ροή της δίκης επί της από 21-1-2010 αγωγής, η αναμονή ως προς την άρση του οποίου, προκειμένου να εξακολουθήσει και να ολοκληρωθεί η οικεία διαδικασία, είναι μάταιη, προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση της τελευταίας και καθυστέρηση ικανοποιήσεως των ασκούμενων μέσω της από 21-1-2010 αγωγής ανωτέρω δικαιωμάτων της ενάγουσας και καθιστά μη δίκαιη τη δίκη επί της εν θέματι αγωγής, αιτούμενη in casu από το παρόν Δικαστήριο αφενός να ανακαλέσει, για τους προπαρατεθέντες λόγους και την οικονομία της δίκης, την προδιαληφθείσα μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού και αφετέρου να εκδικάσει κατ’ ουσίαν και να δεχθεί ως ουσία βάσιμη την προαναφερθείσα εκκρεμή ενώπιόν του από 21-1-2010 αγωγή της καλούσας-αιτούσας ως προς την καθ’ ης η κλήση-καθ’ ης η αίτηση-εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία.
5. Με τα ως άνω περιεχόμενα και αιτήματα, οι ένδικες υπό στοιχεία Α και Β κλήσεις αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (ά. 31 ΚΠολΔ), προκειμένου να συνεκδικασθούν κατ’ άρθρο 246 ΚΠολΔ με την προσήκουσα τακτική διαδικασία, όπως είχε πριν από την ισχύ του Ν. 4335/2015 (βλ. το άρθρο ένατο αυτού).
6. Οι συνεκδικαζόμενες υπό κρίση με στοιχεία Α και Β κλήσεις τυγχάνουν εντούτοις, σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν 2 μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως, απορριπτέες ως απαράδεκτες, διότι δε δημιουργούν in concreto νομίμως στάση της δίκης επί της ουσίας των προπαρατεθεισών από 20-1-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου 309/22-1-2010 και από 21-1-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού 310/22-1-2010 αντιστοίχως αγωγών της καλούσας-αιτούσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης για την καθ’ ης οι κλήσεις-καθ’ ης οι αιτήσεις-εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, οι οποίες αγωγές συνεκδικάσθηκαν από το Δικαστήριο τούτο κατά τη μετά από διακοπή δικάσιμο της 17-12-2010, αλλά ανεστάλη, δυνάμει της εκδοθείσας με την τακτική διαδικασία υπ’ αριθμόν ./31-5-2011 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ η επί της ουσίας εκδίκασή τους, εωσότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της προμνημονευθείσας από 7-12-2009 και υπ’ αριθμόν εκθέσεως καταθέσεως στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ./2009 προγενέστερης αγωγής της εν προκειμένω ενάγουσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης εναντίον των δύο εναγομένων της προειρημένης από 20-1-2010 αγωγής αυτής, οι οποίες έγκεινται στην πρώτη και στην τέταρτη αντιστοίχως των τεσσάρων εναγομένων της προαναφερθείσας από 21-1-2010 αγωγής της. Τούτο, δοθέντος ότι, επί τη βάσει των προεκτεθέντων, διά της προδιαληφθείσας μη οριστικής αποφάσεως δε διατάσσεται μέτρο, η εκτέλεση του οποίου να είναι ανέφικτη, δεν τάσσεται εμπόδιο στη ροή της εν θέματι διαδικασίας, η αναμονή ως προς την άρση του οποίου, προκειμένου να εξακολουθήσει και να ολοκληρωθεί η διαδικασία, να τυγχάνει μάταιη, να προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση της τελευταίας και καθυστέρηση ικανοποιήσεως δικαιωμάτων της ενάγουσας και να καθιστά την παρούσα δίκη μη δίκαιη, ούτε πρόκειται για περίπτωση προφανώς εσφαλμένης μη οριστικής αποφάσεως, η εμμονή στην ισχύ της οποίας θα σήμαινε τη συνειδητή αναμονή μιας μάταιης διαδικασίας, με συνέπεια η αίτηση ανακλήσεως της προμνημονευθείσας μη οριστικής αποφάσεως να μην μπορεί να υποβληθεί παραδεκτώς μέσω της κλήσεως για την κατ’ ουσίαν συζήτηση της υπό κρίση υποθέσεως, η εισαγωγή της οποίας με τον τρόπο αυτό δε δημιουργεί in casu στάση δίκης, μέχρις ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της προειρημένης από 7-12-2009 και υπ’ αριθμόν εκθέσεως καταθέσεως στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ./2009 προγενέστερης αγωγής της εν προκειμένω ενάγουσας. Οι ένδικες δύο αιτήσεις ανακλήσεως της ανωτέρω μη οριστικής αποφάσεως, οι οποίες υποβλήθηκαν από την ενάγουσα μέσω των υπό κρίση με στοιχεία Α και Β συνεκδικαζόμενων κλήσεών της, ασκούνται επομένως εν προκειμένω αυτοτελώς χωρίς στάση δίκης επί της ουσίας των προεκτεθεισών από 20-1-2010 και 21-1-2010 δύο αγωγών της καλούσας-αιτούσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όπερ έχει ως αποτέλεσμα οι υπό κρίση αιτήσεις ανακλήσεως να είναι απορριπτέες, δυνάμει της ρυθμίσεως του άρθρου 309 ΚΠολΔ και σύμφωνα με την προηγηθείσα υπ’ αριθμόν 2 νομική σκέψη, ως απαράδεκτες, ακόμη κι αν η ενάγουσα τις αποκαλεί κλήσεις προς συζήτηση των προμνημονευθεισών δύο αγωγών της, μη δυνάμενες έτσι από μόνες τους να δημιουργήσουν στάση δίκης ούτε να λειτουργήσουν ως ένδικο μέσο προς έλεγχο της δικαστικής κρίσεως της προειρημένης μη οριστικής αποφάσεως που διέταξε την κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ αναστολή της εκδικάσεως των προδιαληφθεισών από 20-1-2010 και 21-1-2010 δύο αγωγών της καλούσας-αιτούσας, αφού με την προαναφερθείσα ρύθμιση του άρθρου 309 ΚΠολΔ δε θεσπίζεται νέο ένδικο βοήθημα. Πιο συγκεκριμένα, η προμνημονευθείσα, διαταχθείσα δυνάμει της προειρημένης υπ’ αριθμόν 247/2011 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, αναστολή τυγχάνει, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 249 ΚΠολΔ, αναγκαία, για να αποφευχθεί η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και να επιτευχθεί η ορθή διάγνωση της υπό κρίση υποθέσεως, διότι το αντικείμενο της δίκης επί της προδιαληφθείσας από 7-12-2009 και υπ’ αριθμόν εκθέσεως καταθέσεως στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ./2009 προγενέστερης αγωγής της εν προκειμένω ενάγουσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης συνιστά προδικαστικό ζήτημα της ανοιγείσας, διά των από 20-1-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού ./22-1-2010 και από 21-1-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου ./22-1-2010 αγωγών της ίδιας καλούσας-αιτούσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, δίκης, αφού στη δίκη επί της προαναφερθείσας από 7-12-2009 αγωγής θα κριθεί το βασικό ζήτημα σχετικά με το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσεως του διακριτικού τίτλου «ΑΚΜΗ» και της προσωνυμίας «Ι.Ι.Ε.Κ. ΑΚΜΗ», ήτοι σε ποια από τις δύο διάδικες εταιρείες ανήκει το δικαίωμα αυτό, ζήτημα από το οποίο, ως προδικαστικό, εξαρτάται η διάγνωση των προμνημονευθεισών εκκρεμών ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου δύο από 20-1-2010 και 21-1-2010 αγωγών, καθόσον η ενάγουσα αιτείται μέσω των τελευταίων την επιδίκαση των ως άνω διαφυγόντων κερδών και των προδιαληφθεισών χρηματικών ικανοποιήσεων λόγω ηθικής βλάβης, αξιώσεις οι οποίες πηγάζουν εκ της προπεριγραφείσας φερόμενης ως αθέμιτης ανταγωνιστικής συμπεριφοράς κατ’ αρχήν της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας, που συνίσταται στην παράνομη ιδιοποίηση εκ μέρους της τελευταίας του δικαιώματος χρήσεως των προειρημένων διακριτικού τίτλου και προσωνυμίας, ενώ δεν έχει ακόμη εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της προμνημονευθείσας από 7-12-2009 και υπ’ αριθμόν εκθέσεως καταθέσεως στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ./2009 προγενέστερης αγωγής της εν προκειμένω καλούσας-αιτούσας-ενάγουσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης. ʼρα, η εν θέματι υπ’ αριθμόν 247/2011 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού εξακολουθεί να ισχύει και πρέπει ως εκ τούτου η παρούσα συζήτηση των από 20-1-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου ./22-1-2010 και από 21-1-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού ./22-1-2010 αγωγών της καλούσας-αιτούσας-ενάγουσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης εναντίον της καθ’ ης οι κλήσεις-καθ’ ης οι αιτήσεις-εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας να κηρυχθεί αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη.
7. Κατ’ ακολουθίαν των προπαρατεθέντων, πρέπει οι υπό κρίση συνεκδικαζόμενες με στοιχεία Α και Β κλήσεις προς συζήτηση των από 20-1-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου ./22-1-2010 και από 21-1-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού ./22-1-2010 αντιστοίχως αγωγών της καλούσας-αιτούσας-ενάγουσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης εναντίον της καθ’ ης οι κλήσεις-καθ’ ης οι αιτήσεις-εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας και οι υποβαλλόμενες διά των υπό κρίση κλήσεων αυτοτελείς αιτήσεις ανακλήσεως της εκδοθείσας με την τακτική διαδικασία υπ’ αριθμόν 247/2011 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου να απορριφθούν ως απαράδεκτες και η προκείμενη συζήτηση των προειρημένων εκκρεμών ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού δύο από 20-1-2010 και 21-1-2010 αγωγών να κηρυχθεί απαράδεκτη. Δικαστικά έξοδα δεν ορίζονται άλλωστε εξαιτίας του μη οριστικού χαρακτήρα της παρούσας αποφάσεως (ά. 191§1 εξ αντιδιαστολής ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 9-5-2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου ./15-5-2012 (υπό στοιχείο Α) κλήση, προς συζήτηση της από 20-1-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού ./22-1-2010 αγωγής της καλούσας-αιτούσας-ενάγουσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης εναντίον της καθ’ ης η κλήση-καθ’ ης η αίτηση-εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας, και την από 11-5-2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου ./15-5-2012 (υπό στοιχείο Β) κλήση, για συζήτηση της από 21-1-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού ./22-1-2010 αγωγής της καλούσας-αιτούσας-ενάγουσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης εναντίον της καθ’ ης η κλήση-καθ’ ης η αίτηση-εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις υπό κρίση με στοιχεία Α και Β κλήσεις καθώς και τις υποβαλλόμενες μέσω αυτών αυτοτελείς αιτήσεις ανακλήσεως της εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθμόν 247/2011 μη οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση των από 20-1-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου ./22-1-2010 και από 21-1-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού ./22-1-2010 αγωγών της καλούσας-αιτούσας-ενάγουσας εναντίον της καθ’ ης οι κλήσεις-καθ’ ης οι αιτήσεις-εναγομένης.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Πάτρα την 19-2-2019 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Πάτρα, την 20-2-2019, δίχως να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ