ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή Μαρία Κωστακοπούλου, Δικαστική Πάρεδρο, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τον Γραμματέα Αριστομένη Μερμίγκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 12η Ιανουαρίου 2023 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του … ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) …
2) …,
3) …,
4) …, άπαντες οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους …, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Ο ενάγων ζητά να γίνει δεκτή η από 13-9-2022 με Γ.Α.Κ. 8725/2022 και με Ε.Α.Κ. 4350/2022 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού την 29-9-2022, προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 03-11-2022, και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και ενεγράφη στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές και στα πρακτικά της δίκης.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η διάρκεια των εμπορικών μισθώσεων διακρίνεται σε συμβατική και σε νόμιμη (ΑΠ 973/2010 ΕλλΔνη 52.143). Συμβατική είναι αυτή που συμφωνήθηκε. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Π.Δ. 34/1995 (πριν την κατάργησή του από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 4242/2014), όλες οι μισθώσεις (που ρυθμίζονται από το άνω Προεδρικό Διάταγμα) ισχύουν για διάστημα δώδεκα (12) ετών, έστω και αν έχει συμφωνηθεί διάρκεια μικρότερη ή αόριστου χρόνου. Η δωδεκαετής διάρκεια δεσμεύει τόσο τον εκμισθωτή όσο και τον μισθωτή (ΑΠ 302/2014 χρΙΔ 2014.678, ΑΠ 973/2010 ό.α, ΑΠ 1745/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 364/2000 ΕλλΔνη 41.428, ΕφΑΘ 2991/2001 ΕΔικΠολ 2004.168, ΕφΘεσ 977/2009 ΑΡΜ 2010.820). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 61 περ. δ` του ΠΔ 34/1995 (πριν την κατάργησή του με το άρθρο 13 παρ. 3 του Ν. 4242/2014) προκύπτει ότι η οριστική λήξη της μίσθωσης, λόγω παρόδου της δωδεκαετίας, εξαρτάται από τη μελλοντική συμπεριφορά του δικαιούχου της αξίωσης και συγκεκριμένα αν αυτός θα ασκήσει ή όχι εμπροθέσμως την κατ` άρθρο 599 παρ. 1 και 608 παρ. 1 ΑΚ αξίωση προς απόδοση του μισθίου, με την άσκηση της οποίας η λήξη καθίσταται οριστική. Από τη διάταξη, επίσης, του άρθρου 61 περ. δ` του ίδιου ΠΔ (όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του από το Ν. 4242/2014) προκύπτει ότι η σχετική αξίωση του εκμισθωτή πρέπει να ασκηθεί μόνο μετά τη λήξη – συμπλήρωση της δωδεκαετίας από την έναρξη της μίσθωσης και μάλιστα σε αποκλειστικό χρονικό διάστημα εννέα (9) μηνών από τη λήξη της δωδεκαετίας, δεν είναι δε, νοητή η άσκηση της ίδιας αξίωσης ούτε πριν τη συμπλήρωση της δωδεκαετίας, αφού τότε δεν έχει επέλθει η λήξη της μίσθωσης ούτε μετά τη συμπλήρωση της αποσβεστικής προθεσμίας, με την οποία αποσβένεται οριστικά η αντίστοιχη αξίωση του εκμισθωτή για την απόδοση του μισθίου και ο χρόνος της μίσθωσης, αναγκαστικά, παρατείνεται για μια ακόμα τετραετία από τη λήξη της δωδεκαετίας. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις (άσκηση της αξίωσης του εκμισθωτή πριν τη συμπλήρωση της δωδεκαετίας ή μετά τη συμπλήρωση του εννεάμηνου από τη συμπλήρωση της δωδεκαετίας), δεν έχει λήξει οριστικά η διάρκεια της μίσθωσης (ΑΠ 39/2015, ΑΠ 994/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1542/2012 ΧρΙΔ 2013.275, ΑΠ 288/2010 ΕΔικΠολυκ 2010.189, ΑΠ 756/2010, ΜΕφΠειρ 569/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τις διατάξεις του Ν. 4242/2014 (ΦΕΚ Α` 50/28-2-2014), ήρθη σημαντικά το προστατευτικό αυτό καθεστώς, τόσο για τις παλαιές όσο και για νεότερες εμπορικές μισθώσεις. Ειδικότερα, με το άρθρο 13 του ως άνω νόμου ορίστηκε ότι « 1. Οι μισθώσεις, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 34/1995 και συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, διέπονται από τους συμβατικούς όρους τους, τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του π.δ. 34/1995, με την εξαίρεση των άρθρων 5-6, 16-18, 2026, 27 παρ. 2, 28-40, 43, 46 και 47 αυτού. Οι μισθώσεις του ανωτέρω εδαφίου ισχύουν για τρία (3) έτη, ακόμη και αν έχουν συμφωνηθεί για βραχύτερο ή για αόριστο χρόνο, και μπορεί να λυθούν με νεότερη συμφωνία που αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως και τα έννομα αποτελέσματα της επέρχονται τρεις (3) μήνες από την κοινοποίηση της. 2.α. Οι μισθώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 34/1995 και έχουν συναφθεί, παραταθεί ή ανανεωθεί, ρητώς ή σιωπηρώς, πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, συμπεριλαμβανομένων και των μισθώσεων των οποίων έχει λήξει η δωδεκαετής διάρκεια και δεν έχουν παρέλθει (9) μήνες από τη λήξη της, διέπονται από τις διατάξεις αυτού, όπως τροποποιείται κατά το παρόν άρθρο. 3. Τα άρθρα 60 και 61 του πδ 34/1995 καταργούνται. Ειδικά σε περίπτωση καταγγελίας από τον εκμισθωτή μέχρι 31.8.2014 μίσθωσης η οποία πρόκειται να λήξει μέχρι 31.8.2014 λόγω συμπλήρωσης της δωδεκαετούς διάρκειας σύμφωνα με το άρθρο 5 του π.δ. 34/1995 ή μίσθωσης που έληξε ήδη για τον ίδιο λόγο αλλά δεν έχουν παρέλθει μέχρι τις 31.8.2014 εννέα (9) μήνες από τη λήξη της ή μίσθωσης που τελεί υπό τετραετή παράταση σύμφωνα με την περίπτωση δ’ του άρθρου 61 του πδ 34/1995, ο εκμισθωτής οφείλει στον μισθωτή ως αποζημίωση ποσό ίσο με το καταβαλλόμενο κατά το χρόνο λήξης της μίσθωσης έξι (6) μηνών». Συνεπώς, στις παλαιές εμπορικές μισθώσεις, ήτοι αυτές που συνήφθησαν πριν τις 28-2-2014 (έναρξη ισχύος του Ν. 4242/2014), στις οποίες υπάγονται – κατά τη ρητή πρόβλεψη της παρ. 2 εδ. α` του άρθρου 13 του Ν. 4242/2014 – εκείνες που συνάφθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του, ή που έχουν παραταθεί ή ανανεωθεί ρητώς ή σιωπηρώς (άρθρο 611 ΑΚ), πριν την έναρξη ισχύος, καθώς επίσης και οι μισθώσεις, των οποίων έληξε η 12ετής διάρκεια και δεν έχουν παρέλθει εννέα μήνες από τη λήξη της διάρκειας αυτής, δεν θίγεται το δικαίωμα του μισθωτή για 12ετή παραμονή στο μίσθιο, αν η συμβατική διάρκεια της μίσθωσης είναι μικρότερη, ούτε φυσικά στις μισθώσεις με μεγαλύτερη συμβατική διάρκεια. Όμως, κατά τη λήξη της δωδεκαετίας δεν υφίσταται πλέον υποχρέωση του εκμισθωτή να καταβάλει αποζημίωση 24 μηνιαίων μισθωμάτων (για την δήθεν «άυλη εμπορική αξία» του μισθωτή με τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 13 του ως άνω νόμου), ούτε και ισχύει πλέον η 4ετής αυτόματη παράταση της διάρκειάς της. Προφανώς η κατάργηση των άρθρων αυτών δεν ισχύει για τις μισθώσεις, των οποίων ήδη έχει λήξει το 9μηνο πριν τις 28/2/2014 και συνεπώς παρατάθηκαν αυτόματα στην τετραετία. Συνεπώς, μετά το πέρας της 12ετίας για τις μισθώσεις που καταρτίστηκαν πριν τις 28-2-2014, η μίσθωση λήγει αυτοδικαίως (αφού πλέον δεν νοείται εφαρμογή των κατηργημένων διατάξεων των άρθρων 60 και 61 του άνω π.δ.) ή καθίσταται αορίστου χρόνου με τις προϋποθέσεις του άρθρου 611 ΑΚ, δηλαδή ο μισθωτής να εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το μίσθιο με πρόθεση να συνεχισθεί η μισθωτική σχέση χωρίς ο εκμισθωτής, ο οποίος γνωρίζει τόσο την λήξη της μίσθωσης, όσο και την παραμονή του μισθωτή στο μίσθιο, να εναντιωθεί στην εξακολούθηση της χρήσης (ΑΠ 62/2014, ΑΠ 1274/2013, ΑΠ 1327/2013, ΑΠ 528/2012, ΑΠ 1809/2012 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), μη υπαγόμενης πλέον, ως προς τη διάρκεια και τη λήξη της, στις ρυθμίσεις του ΠΔ 34/1995, αλλά σε εκείνες των άρθρων 608 παρ. 2 και 609 ΑΚ (ΕφΠειρ 660/2009 ΕλλΔνη 52.239, ΕφΛαρ 78/2012 Δικ/φία 2012.479, ΜΠΚατερίνης (κατ΄ εφεσ.) 53/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠΑ 860/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, I, Κατράς, Πανδέκτης Μισθώσεων και Οροφοκτησίας, Έκδοση 2012, παρ. 95, περ. Γ, σελ. 429-432). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ «Επιτρέπεται να ζητηθεί δικαστική προστασία και α) αν η παροχή που δεν εξαρτάται από αντιπαροχή συνδέεται με την επέλευση χρονικού σημείου, προτού επέλθει το χρονικό αυτό σημείο… 2. Στην περίπτωση του εδαφ. α’ της προηγούμενης παραγράφου, ο εναγόμενος καταδικάζεται να καταβάλει τα χρήματα ή να παραδώσει το πράγμα μόλις επέλθει το χρονικό σημείο» (69 παρ. 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ). Ήτοι, επί λήξεως της εμπορικής μίσθωσης λόγω συμπληρώσεως δωδεκαετίας, επιτρέπεται η άσκηση από τον εκμισθωτή της αγωγής απόδοσης του μισθίου και πριν από την παρέλευση της δωδεκαετίας (αφού η ισχύουσα και μετά τον άνω νόμο, διάταξη του άρθρου 48 παρ. 2 Π.Δ 34/1995 παραπέμπει ρητά στο άρθρο 69 του ΚΠολΔ σε κάθε περίπτωση απόδοσης μισθίου και ως εκ περισσού ορίζει ότι το άρθρο 69 ΚΠολΔ εφαρμόζεται στις περιπτώσεις απόδοσης του μισθίου για οποιαδήποτε αιτία), η απόδοση όμως του μισθίου θα διαταχθεί για χρόνο μετά τη λήξη της μίσθωσης. Το Δικαστήριο, κρίνοντας στην περίπτωση αυτή τη νομιμότητα της αγωγής, εφαρμόζει τη διάταξη του άρθρου 69 ΚΠολΔ, εφόσον υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις και δεν απαιτείται αναγκαίως να γίνεται επίκληση από τον ενάγοντα της διάταξης αυτής (ΑΠ 3267/1996 ΕλλΔ/νη 37.1598, ΑΠ 388/1997 Ελλ.Δνη 38.1821, ΕφΠατρ 52/2011 ΑχΝοΜ 2012/417 και ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 4920/2004 ΕΔικΠολ 2004.360). Εξάλλου, για την ευδοκίμηση της προώρως ασκούμενης αγωγής απόδοσης του μισθίου δεν είναι αναγκαίο να επικαλεστεί και αποδείξει ο ενάγων ότι υπάρχει βάσιμος φόβος πως ο μισθωτής δεν θα αποδώσει εκουσίως το μίσθιο κατά τη λήξη της μισθώσεως, καθ΄ όσον δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή το εδαφ. στ’ της παρ. 1 του άρθρου 69 ΚΠολΔ, αλλά το εδαφ. α΄ της ίδιας παραγράφου και το έννομο συμφέρον του εκμισθωτή, συνιστάμενο στην απόκτηση εκτελεστού τίτλου πριν από τη λήξη της μίσθωσης, ώστε να επιτύχει την απόδοση του μισθίου κατά τη λήξη της, είναι πρόδηλο (ΕφΠατρ 52/2011 ΑχΝοΜ 2012/417 και ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 119/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠΚατερίνης (κατ΄ εφεσ.) 53/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η άσκηση της αγωγής απόδοσης του μισθίου, με βάση το άρθρ 69 ΚΠολΔ, πριν από την πάροδο του νόμιμου ή συμβατικού χρόνου διάρκειας της μίσθωσης, δεν συνεπάγεται ακυρότητα αυτής, αλλά απλώς τα έννομα αποτελέσματα, δηλαδή η απόδοση του μισθίου, επέρχονται μετά τη λήξη της προθεσμίας και τούτο, διότι ο από τον νόμο οριζόμενος χρόνος απόδοσης του μισθίου είναι απλή προθεσμία και η δια της αγωγής ασκούμενη ή κατ΄ άλλο τρόπο καταγγελία, παρά τον διαπλαστικό χαρακτήρα της, είναι απόλυτα έγκυρη, όταν ασκείται υπό αναβλητική προθεσμία. Εξάλλου, δεν είναι απαραίτητο στην πρόωρη άσκηση της αγωγής για απόδοση του μισθίου, να αναφέρεται ρητά σε αυτήν ότι η απόδοση του μισθίου ζητείται με βάση τη διάταξη του άρθρου 69 ΚΠολΔ, δηλαδή ότι ασκείται αυτή με αναβλητική προθεσμία (της παρόδου του συμβατικού ή νόμιμου χρόνου), αφού από τα εκτιθέμενα στην αγωγή ή, σε κάθε περίπτωση, από την εφαρμογή του νόμου, αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο θα ρυθμισθεί η λειτουργία της καταγγελίας και θα ορισθούν οι συνέπειες και τα αποτελέσματά της, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο νόμο. Αν, επομένως, ο ενάγων υποβάλει αίτημα να του αποδοθεί το μίσθιο πριν από την πάροδο της συμβατικής ή της νόμιμης προθεσμίας, η άσκηση της αγωγής εκ του λόγου τούτου δεν είναι απαράδεκτη, το Δικαστήριο, όμως θα διατάξει την καταψήφιση όχι αμέσως, αλλά μετά πάροδο της προθεσμίας, που ορίζεται στο νόμο (ΕφΑθ 6205/1998 αδημ., Ι. Κατράς, Αστικές και Νέες Εμπορικές Μισθώσεις, Γ΄ έκδοση, 2020, σελ. 512, 513, 771). Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αγωγή ιστορείται ότι ο ενάγων με την από 16-10-2009 έγγραφη σύμβαση μίσθωσης εκμίσθωσε στον δεύτερο, στην τρίτη και στην τέταρτη των εναγομένων ένα κατάστημα εμπορίας …, που βρίσκεται στη …, όπως ειδικότερα περιγράφεται στην υπό κρίση αγωγή. Ότι η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε σε δεκατρία (13) έτη και ένα (1) μήνα, αρχόμενης την 1-12-2009 και λήγουσας την 31-12-2022. Ότι το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε για το διάστημα από 1-12-2009 ως την 31-12-2010 στο ποσό των 5.000€, προκαταβαλλόμενο εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μισθωτικού μήνα, για το διάστημα από 1-1-2011 ως την 31-12-2011 στο ποσό των 25.000€, ενώ από την 1-1-2012 και εφεξής συμφωνήθηκε αναπροσαρμογή του, κατά τα οριζόμενα στην υπό κρίση αγωγή. Ότι με την από 26-11-2010 τροποποίηση του ιδιωτικού συμφωνητικού της μίσθωσης το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε για το διάστημα από 1-1-2011 ως την 31-12-2011 στο ποσό των 5.000€ και για το διάστημα από 1-1-2012 ως την 31-12-2012 στο ποσό των 25.000€. Ότι με την από 31-12-2012 τροποποίηση του ιδιωτικού συμφωνητικού της μίσθωσης το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε για το διάστημα από 1-1-2013 ως την 31-12-2013 στο ποσό των 10.000€ και για το διάστημα από 1-1-2014 ως την 31-12-2014 στο ποσό των 25.000€. Ότι με το από 25-2-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης υπεισήλθε η πρώτη των εναγομένων στη θέση του μισθωτή, καθισταμένων των λοιπών εναγομένων εγγυητών. Ότι με τις από 31-12-2013, 31-12-2014, 31-12-2015, 31-12-2016, 31-12-2017, 31-12-2018, 31-12-2019, 31-12-2020 και 1-1-2022 τροποποιήσεις του ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, ορίσθηκε το μηνιαίο μίσθωμα στο ποσό των 10.000€ για τα χρονικά διαστήματα από 1-1-2014 ως 31-12-2014, από 1-1-2015 ως 31-12-2015, από 1-1-2016 ως 31-12-2016, από 1-1-2017 ως 31-12-2017, από 1-1-2018 ως 31-12-2018, από 1-1-2019 ως 31-12-2019, από -1-2020 ως 31-12-2020, από 1-1-2021 ως 31-12-2021 και από 1-1-2022 ως 31-12-2022, αντίστοιχα. Ότι η συμβατική διάρκεια της μίσθωσης, η οποία συμφωνήθηκε για διάστημα μεγαλύτερο της δωδεκαετίας, λήγει την 31-12-2022, ότε και υποχρεούται η πρώτη των εναγομένων να αποδώσει τη χρήση του μισθίου στον ενάγοντα και ότι ουδεμία παράταση της μίσθωσης έχει συμφωνηθεί. Ότι ο ενάγων νομιμοποιείται κατ΄ άρθρο 69 ΚΠολΔ να ασκήσει την κρινόμενη αγωγή, ζητώντας να υποχρεωθεί η πρώτη των εναγομένων να του αποδώσει το μίσθιο κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης μίσθωσης. Ότι ο δεύτερος, η τρίτη και η τέταρτη των εναγομένων εγγυήθηκαν την τήρηση των όρων της επίδικης σύμβασης, όπως έχει τροποποιηθεί, εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης μισθώτριας. Ζητεί δε, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι καθώς και κάθε τρίτος που έλκει δικαιώματα από αυτούς, να του αποδώσουν τη χρήση του μίσθιου, να διαταχθεί η βίαιη αποβολή τους από το μίσθιο, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης αναφορικά με τον δεύτερο, την τρίτη και την τέταρτη των εναγομένων. Ειδικότερα, ο δεύτερος, η τρίτη και η τέταρτη των εναγομένων – ομόρρυθμοι εταίροι της πρώτης των εναγομένων ομόρρυθμης εταιρείας και εγγυητές στην επίδικη σύμβαση μίσθωσης κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν νομιμοποιούνται παθητικά, καθ΄ ότι ο ίδιος ο ενάγων -χωρίς να επικαλείται πραγματικά περιστατικά για να αιτιολογήσει τους λόγους που ενάγει τον δεύτερο, την τρίτη και την τέταρτη των εναγομένων και μνημονεύοντας μόνο ότι οι τελευταίοι είναι ομόρρυθμοι εταίροι της πρώτης εναγομένης ομόρρυθμης εταιρείας και εγγυητές στην επίδικη σύμβαση μίσθωσης δυνάμει του υπ΄ αριθμ. 4 άρθρου του από 16-10-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, που προβλέπει ότι οι αρχικοί μισθωτές, ήτοι ο δεύτερος, η τρίτη και η τέταρτη των εναγομένων, θα έχουν δικαίωμα να υποδείξουν στον εκμισθωτή ως μισθώτρια την εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία θα υπεισέλθει στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μισθωτών και ότι στην περίπτωση αυτή ο δεύτερος, η τρίτη και η τέταρτη των εναγομένων θα ενέχονται, ο καθένας εις ολόκληρον, έναντι του εκμισθωτή για την καταβολή του μισθώματος και κάθε άλλης οφειλής της εν λόγω εταιρείας προς τον εκμισθωτή απορρέουσας εκ της εν λόγω μίσθωσης, όπως ο εν λόγω όρος περί εγγύησης επαναλήφθηκε κατά περιεχόμενο στον υπ΄ αριθμ. 3 όρο της από 25-2-2013 τροποποίησης του ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης- εκθέτει στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής ότι μισθώτρια στην επίδικη σύμβαση μίσθωσης τυγχάνει η πρώτη των εναγομένων ομόρρυθμη εταιρία, και όχι ο δεύτερος, η τρίτη και η τέταρτη των εναγομένων, οι οποίοι δεν νομιμοποιούνται παθητικά στην άσκηση της αγωγής, αφού στην αγωγή απόδοσης μισθίου παθητικά νομιμοποιείται ο μισθωτής (599 εδ. 1 ΑΚ), και εν προκειμένω το νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρίας, και όχι ο δεύτερος, η τρίτη και η τέταρτη των εναγομένων, ούτε με την ιδιότητά τους, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ως ομορρύθμων εταίρων της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, ούτε με την ιδιότητά τους ως εγγυητών στην επίδικη σύμβαση μίσθωσης, καθ΄ ότι, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, με βάση τους ως άνω συμβατικούς όρους εγγυήθηκαν έναντι του εκμισθωτή μόνο την καταβολή του μισθώματος και κάθε άλλη οφειλής της μισθώτριας εταιρείας προς τον εκμισθωτή, απορρέουσας από την επίδικη μίσθωση (ΜΠρΣύρου 31/2021 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΜΠΘεσσαλον. 23790/2011 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή, στρεφόμενη κατά της πρώτης των εναγομένων, παραδεκτά και αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 1 στοιχ. β’ εξ αντιδιαστολής, 16 αριθ. 1, 42 παρ. 1, 44 ΚΠολΔ λόγω ρητής συμφωνίας παρέκτασης αρμοδιότητας δυνάμει του όρου 11.4 του από 16-10-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, η ισχύς του οποίου διατηρήθηκε με τα μετέπειτα ιδιωτικά συμφωνητικά τροποποίησης της αρχικής σύμβασης μίσθωσης, τα οποία καταρτίσθηκαν την 26-11-2010, 31-12-2012, 25-2-2013, 31-12-2013, 31-12-2014, 31-12-2015, 31-12-2017, 31-12-2018 και 31-12-2019), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών – μισθωτικών διαφορών (άρθρα 591, 614 αριθ. 1, 615 επ. ΚΠολΔ). Επίσης, για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 Ν. 4640/2019, προσκομίσθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος το από 14-9-2022 ενημερωτικό έγγραφο για τη δυνατότητα επίλυσης της ένδικης διαφοράς με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 574, 599 παρ. 1 ΑΚ, 13 παρ. 2 εδ. α’ και παρ. 3 του Ν. 4242/2014 (ΦΕΚ Α’ 50/28.02.2014), 48 παρ. 2 π.δ. 34/1995 σε συνδ. με το άρθρο 69 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ, 616, 619, 907 και 910 αριθ. 1 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί βίαιης αποβολής από το επίδικο μίσθιο της πρώτης των εναγομένων μισθώτριας και κάθε τρίτου έλκοντος εξ αυτής δικαιώματος, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, καθ` ότι το εν λόγω αίτημα έχει ως αντικείμενο τις ενέργειες στις οποίες θα προβεί το όργανο της εκτελέσεως ασκώντας τα νόμιμα καθήκοντά του κατ` άρθρο 943 ΚΠολΔ, για τα οποία, όμως, δεν απαιτείται δικαστική επιταγή (ΜΠΑ 860/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΚω 1716/2005 Αρμ 2006/1580). Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. II. Από τις διατάξεις των άρθρ. 591 παρ. 1 εδ. γ’ και δ’, 256 παρ. 1 περ. δ’ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ σαφώς συνάγεται ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και επιπλέον οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός αν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις· απαιτείται, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση προφορική πρόταση των ισχυρισμών, που «ως γενόμενα κατά τη συζήτηση» σημειώνονται στα πρακτικά, τα οποία αποτελούν πλήρη απόδειξη ως προς τη συζήτηση και το περιεχόμενο αυτής. Από τη δεύτερη δε, των άνω διατάξεων συνάγεται ότι η σημείωση της προφορικής προτάσεως του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως εκ του περί των προτάσεων και των δηλώσεων τμήματος αυτών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προτάσεως αυτών, είτε εκ του περιεχομένου των ακολούθως καταχωρουμένων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε εκ του περιεχομένου των υποβαλλομένων εγγράφων προτάσεων (ΕφΑθ 45/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτης, «Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας», τόμος ΙΙ, 2018, Π.Ν. Σάκκουλας, 2η έκδοση, σελ. 12). ΙΙI. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε για πολύ χρόνο, με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε ουσιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει ν` αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (ΟλΑΠ 16/2006 ΕλλΔνη 2006.1330, ΑΠ 16/2010 ΝοΒ 2010.2005, ΑΠ 1432/2010 ΕλλΔνη 2011.492, ΑΠ 2009/2009 ΕλλΔνη 2011.750, ΜΕφ.Πειρ. 66/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). ΙV. Προσέτι, κατά το άρθρο 615 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο δικαιούται να ορίσει προθεσμία για την παράδοση ή την απόδοση της χρήσεως του μισθίου έως τριάντα (30) ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Σημειωτέον ότι το κατά την ανωτέρω διάταξη αίτημα του εναγομένου μισθωτή για χορήγηση προθεσμίας προς απόδοση του μισθίου, η οποία μπορεί να δοθεί και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (καθώς συμβάλλει στην ομαλή εκκένωση του μισθίου και επομένως αφορά στη δημόσια τάξη, ΕφΑθ 349/1986 ΕλλΔ/νη 1986/334, ΕφΑθ 266/1984 ΕλλΔ/νη 1984/377), δεν αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης, η δε απόρριψη τούτου, τυχόν υποβληθέντος, δεν μπορεί να στηρίξει ούτε λόγο εφέσεως, γιατί η παροχή της ως άνω προθεσμίας απόκειται στην ανέλεγκτη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου της ουσίας και χορηγείται έως τριάντα ημέρες μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως με σκοπό να διευκολυνθεί έτσι ο εναγόμενος μισθωτής στη μετεγκατάστασή του (ΑΠ 479/2001 ΕλλΔ/νη 2002/439, ΑΠ 526/1989 ΕΕΝ 1990/154, ΕφΘρ 135/2002 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 2437/1999 ΕΔΠολ 2001/72, ΕφΑθ 1862/1998 ΝοΒ 1999/254, ΕφΑθ 5426/1991 ΕΔΠολ 1991/227), χωρίς πάντως να αποκλείεται η διενέργεια πράξεων προδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως (ΕφΘεσσ 1841/1992 Αρμ 1992/892, ΜΠρΑθ 1599/1993 ΑρχΝ 1993/619). Πάντως, η εν λόγω προθεσμία περί αποδόσεως του μισθίου αφορά μόνο σε απόδοση λόγω καταγγελίας και δεν χορηγείται και στην περίπτωση λήξεως της μισθώσεως μετά την πάροδο του χρόνου διάρκειάς της (ΜΠρΗρακλ 473/1998 ΑρχΝ 1998/844 και ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, η εν λόγω προθεσμία δύναται να χορηγηθεί και με μεταγενέστερη απόφαση κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, αρκεί να υφίσταται από τη δημοσίευση σχετικός χρόνος, είτε γιατί δεν χορηγήθηκε τέτοια, είτε προς συμπλήρωση της προθεσμίας που τάχθηκε βραχύτερη των τριάντα ημερών, η δε προθεσμία αυτή μπορεί να χορηγηθεί και αυτεπάγγελτα και από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (ΕφΑθ 841/1989 ΕΔΠολ 1991/307, ΕφΑθ 8658/1988 ΑρχΝ 1989/364, ΜΠΘεσσαλονίκης 74/2019 αδημ., ΜΠΘεσσαλονίκης 3504/2016 αδημ., Ι. Κατράς, «Αστικές και Νέες Εμπορικές Μισθώσεις», Γ΄ έκδοση, Εκδ. Σάκκουλα, 2020, σελ. 828).
Η πρώτη των εναγομένων, με τις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις της και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, αρνείται την υπό κρίση αγωγή και ζητεί την καθ’ ολοκληρία απόρριψή της και την καταδίκη του ενάγοντος στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Περαιτέρω, η πρώτη των εναγομένων, με τις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις της, ισχυρίζεται ότι ο ενάγων φέρει την υπό κρίση αγωγή προς εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, επικαλούμενος αναφορά περί αρμοδιότητας των Δικαστηρίων Πειραιώς στην αρχική σύμβαση μίσθωσης, πλην όμως λόγω της αποκλειστικής ειδικής δωσιδικίας της τοποθεσίας του επιδίκου ακινήτου (άρθρο 29 ΚΠολΔ), το οποίο βρίσκεται στη …, η υπό κρίση αγωγή έπρεπε να είχε κατατεθεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός της πρώτης των εναγομένων, ο οποίος αποτελεί ένσταση κατά τόπον αναρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθ΄ ότι κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών έπρεπε να προταθεί προφορικά κατά τη συζήτηση και επιπλέον να καταχωρηθεί στα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως, μη αρκούσης της συναγωγής της προτάσεώς της από το περιεχόμενο των εγγράφων προτάσεων της πρώτης των εναγομένων, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχ. II. μείζονα της παρούσας. Προσέτι, η πρώτη των εναγομένων με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, και με τις προτάσεις της, προέβαλε παραδεκτώς (591 παρ. 1 δ΄ ΚΠολΔ) τον ισχυρισμό ότι το δικαίωμα του ενάγοντος να επιδιώξει την απόδοση του επίδικου μισθίου ακινήτου, ασκείται κατά κατάχρηση δικαιώματος, διότι (α) ο πραγματικά επιδιωκόμενος σκοπός του ενάγοντος είναι να πετύχει την καταβολή μεγαλύτερου μισθώματος, και δη υπέρογκου, ύψους τουλάχιστον 25.000€, το οποίο ρητώς ζήτησε από τους εναγομένους, αρχικώς προφορικά περί το Φεβρουάριο του 2022 και ακολούθως με την από 31-8-2022 εξώδικη δήλωσή του, η οποία επιδόθηκε σε αυτούς την 01-9-2022 (βλ. σημείωση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή … επί του προσκομισθέντος αντιγράφου της ως άνω εξωδίκου δηλώσεως), καίτοι το μηνιαίως καταβαλλόμενο μίσθωμα για το μίσθιο ανερχόταν αρχικώς στο ποσό των 5.000€ για το διάστημα από 1-12-2009 ως την 31-12-2012 δυνάμει του από 16-10-2009 αρχικού ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης και των αλλεπάλληλων τροποποιήσεων αυτού για το ως άνω χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι οι τότε μισθωτές (ήτοι ο δεύτερος, η τρίτη και η τέταρτη των εναγομένων) ανέλαβαν να διενεργήσουν με δικές τους δαπάνες και δική τους ευθύνη όλες τις εργασίες για τον χωρισμό του μισθίου από τα διπλανά καταστήματα, με τα οποία ήταν ενοποιημένο, καθώς και όλες τις λοιπές εργασίες διαρρύθμισης και μετατροπής του μισθίου, προκειμένου να καταστεί λειτουργικώς κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση, με τη ρητή μνεία σε κάθε μία εκ των ως άνω τροποποιήσεων του αρχικού ιδιωτικού συμφωνητικού της επαγγελματικής μίσθωσης ότι το μηνιαίο μίσθωμα για το επόμενο κάθε φορά μισθωτικό έτος θα ανερχόταν σε 25.000€, και ακολούθως, ήτοι από 1-1-2013 ως την 31-12-2022, το μηνιαίο καταβαλλόμενο μίσθωμα για το μίσθιο ανερχόταν στο ποσό των 10.000€ δυνάμει αλλεπάλληλων τροποποιήσεων του αρχικού ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, πλην όμως από τις τροποποιήσεις, που αφορούσαν στο διάστημα από 1-1-2014 ως την 31-12-2022, είχε απαλειφθεί πλέον η μνεία ότι το μηνιαίο μίσθωμα για το επόμενο κάθε φορά μισθωτικό έτος θα ανερχόταν σε 25.000€, γεγονός που καταδεικνύει ότι η μισθωτική αξία του μισθίου λόγω της οικονομικής κρίσης δεν ανερχόταν πλέον σε 25.000€, (β) το μίσθιο, το οποίο πριν από δεκατρία (13) χρόνια, που το εκμίσθωσε ο ενάγων στον δεύτερο, την τρίτη και την τέταρτη των εναγομένων, ήταν σε κάκιστη κατάσταση και απαξιωμένο, δεν διέθετε καλωδιώσεις, υδραυλικές εγκαταστάσεις και επαρκή πατώματα, είχε σωρευμένα ύδατα στο χώρο του υπογείου και η εν γένει κατάσταση του ήταν αυτή ημιτελούς οικοδομής, σήμερα με τις εργασίες που πραγματοποίησαν οι αρχικοί μισθωτές και εν συνεχεία η πρώτη των εναγομένων σε αυτό, το κόστος των οποίων ξεπερνά το ποσό του 1.000.000€, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και το κόστος επίπλωσης του μισθίου, το οποίο ανήλθε σε 201.467€, απέκτησε τεράστια υπεραξία, και ο ενάγων, εκμεταλλευόμενος τη λήξη της μίσθωσης, επιδιώκει την απόδοση του μισθίου σε αυτόν, προκειμένου να διαπραγματευθεί την εκ νέου μίσθωσή του με ευνοϊκότερους γι΄ αυτόν όρους, ήτοι με μεγαλύτερο και δη υπερβολικό μηνιαίο μίσθωμα, της τάξης των 25.000€ τουλάχιστον, ως προεκτέθη, και (γ) η διενέργεια των ως άνω δαπανών εκ μέρους των αρχικών μισθωτών και ακολούθως της νυν μισθώτριας, ύψους άνω του 1.000.000€, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και το κόστος επίπλωσης του μισθίου ύψους 201.467€, τελούσε σε άρρηκτη σχέση με την προφορική υπόσχεση του ενάγοντος για παράταση της μίσθωσης πέραν του συμβατικού της χρόνου για αρκετά έτη και έναντι εύλογου μηνιαίου μισθώματος, ήτοι έναντι μηνιαίου μισθώματος υψηλότερου των 10.000€ κατά 30% – 40%, όχι όμως έναντι μισθώματος ύψους 25.000€, προκειμένου να «αποσβεσθούν» οι ως άνω υψηλές δαπάνες, στις οποίες είχαν προβεί αρχικά ο δεύτερος, η τρίτη και η τέταρτη των εναγομένων και ακολούθως η πρώτη των εναγομένων μισθώτρια στο μίσθιο, πλην όμως ο ενάγων όχι μόνον αθέτησε την εν λόγω προφορική υπόσχεσή του, αλλά αξιώνει την απόδοση του μισθίου με τη λήξη της μίσθωσης, απόδοση η οποία θα έχει ως συνέπεια την κάρπωση εκ μέρους του όχι μόνον της προαναφερθείσας υπεραξίας του μισθίου αλλά και των ως άνω εργασιών διαρρύθμισης, ανακαίνισης και επίπλωσης του μισθίου, που είχαν διενεργηθεί αρχικά από τον δεύτερο, την τρίτη και την τέταρτη των εναγομένων και εν συνεχεία από την πρώτη των εναγομένων. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός, ο οποίος επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, γιατί τα επικαλούμενα από την πρώτη των εναγομένων περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν συγκροτούν νομικά την έννοια της καταχρηστικότητας του ως άνω ασκούμενου δικαιώματος του ενάγοντος, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν υπό στοιχ. ΙΙI. μείζονα της παρούσας. Ειδικότερα, η επιδίωξη απόδοσης του μισθίου ακινήτου μετά τη λύση της σύμβασης μίσθωσης, συνιστά άσκηση νομίμου δικαιώματος εκ μέρους του ενάγοντος εκμισθωτή, η άσκηση του οποίου δεν υπερβαίνει και μάλιστα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, ακόμη και αν θεωρηθούν αληθή όλα τα ανωτέρω περιστατικά, τα οποία επικαλέστηκε η πρώτη των εναγομένων. Και τούτο, γιατί το δικαίωμα του εκμισθωτή να αναλάβει το μίσθιο μετά τη λήξη της μίσθωσης δεν είναι καταχρηστικό, έστω και αν δεν έχει ανάγκη ο ίδιος να χρησιμοποιήσει το μίσθιο, αλλά και όταν ακόμη συνδέεται απ’ αυτόν με την απαίτηση μεγαλύτερου ή και υπερβολικού μισθώματος (ΕφΘεσ 34/2012 ΕλλΔ/νη/1389 και ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 787/2011 ΕΔΠολ 2012.157 και ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4416/2011 ΕλλΔνη 2012.1078 και ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8532/1989 ΕλλΔνη 1990.1461, ΕφΑθ 5440/1989 ΕΔΠολ 1992.122, ΜονΕφ.Πατρ. 109/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφ.Πειρ. 66/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, ειδικά τα ως άνω υπό στοιχείο (β) επικαλούμενα από την πρώτη των εναγομένων μισθώτρια αναφέρονται σε δυσμενείς γι’ αυτήν επιπτώσεις, που αναγκαίως, κατά το νόμο, θα έχει η ικανοποίηση του δικαιώματος του ενάγοντος να ζητήσει την απόδοση του μισθίου, η στάθμιση δε, του συμφέροντος του ενάγοντος προς τα θιγόμενα δικαιώματα της πρώτης των εναγομένων δεν καθιστά μη ανεκτή, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, τις επικαλούμενες από την πρώτη των εναγομένων δυσμενείς γι` αυτήν επιπτώσεις (βλ. ΕφΘεσ 34/2012 ΕλλΔνη 2012. 1389 και ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφ. Πειρ. 66/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Προσέτι, ειδικά ως προς τα ως άνω υπό στοιχείο (γ) επικαλούμενα από την πρώτη των εναγομένων μισθώτρια πρέπει να λεχθεί ότι δεν καθιστά καταχρηστική την αγωγή ο ισχυρισμός της πρώτης των εναγομένων ότι δαπάνησε μεγάλο ποσό για την ανακαίνιση του μισθίου (ΑΠ 1075/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 295/1995 ΕλλΔνη 38.206, ΑΠ 1062/1999 ΕλλΔνη 40.1740 και ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ούτε ο ισχυρισμός της πρώτης των εναγομένων ότι δεν θα προέβαινε στην καταβολή του ως άνω μεγάλου ποσού, άνω του 1.000.000€, για δαπάνες διαρρύθμισης, ανακαίνισης και επίπλωσης του μισθίου, εάν δεν είχε δεσμευτεί προφορικά στο παρελθόν ο εκμισθωτής για παράταση της μίσθωσης, διότι, και αληθών υποτιθεμένων των εκτιθεμένων από την πρώτη των εναγομένων, μόνα αυτά δεν συνιστούν προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος του ενάγοντος (ΜΠρΠειρ. 1607/2021 αδημ). Επικουρικώς, η πρώτη των εναγομένων ζητεί, σε περίπτωση ευδοκίμησης της υπό κρίση αγωγής, να ταχθεί προθεσμία έξι (6) έως δέκα (10) μηνών από την επίδοση της παρούσας απόφασης για την απόδοση του μισθίου στον ενάγοντα, προκειμένου να υπάρξει εύλογος χρόνος για τη μετεγκατάστασή της. Το εν λόγω αίτημα της πρώτης των εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, καθ΄ ότι σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν υπό στοιχ. ΙV. μείζονα της παρούσας η εν λόγω προθεσμία περί αποδόσεως του μισθίου, η οποία ορίζεται στο νόμο αποκλειστικά έως τριάντα (30) ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως, και όχι από την επίδοσή της, αφορά μόνο σε απόδοση λόγω καταγγελίας και δεν χορηγείται και στην περίπτωση λήξεως της μισθώσεως μετά την πάροδο του χρόνου διάρκειάς της, όπως εν προκειμένω.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενός για κάθε πλευρά, που εξετάστηκαν νόμιμα στο ακροατήριο και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν με τις προτάσεις τους οι διάδικοι, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρ. 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς, όμως, να έχει παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς και από την επισκόπηση των νομίμως προσαγόμενων μετ’ επικλήσεως φωτογραφιών, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αρ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το από 16-10-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης, που καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος, ως εκμισθωτή, και του δεύτερου, της τρίτης και της τέταρτης των εναγομένων, ως μισθωτών, ο ενάγων εκμίσθωσε στον δεύτερο, στην τρίτη και στην τέταρτη των εναγομένων την παρακάτω οριζόντια ιδιοκτησία, κυριότητάς του, η οποία βρίσκεται στη … Αττικής, επί της πλατείας …, όπως αυτή περιγράφεται στην υπ΄ αριθμ. …, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως εμπορικό κατάστημα για την εμπορία ειδών γυναικείας ή/και ανδρικής ένδυσης, υποδημάτων και λοιπών αξεσουάρ, και ειδικότερα τα υπό στοιχεία (Κ-1) και (Κ-2) καταστήματα του ισογείου, συνολικής επιφάνειας 277,72 τ.μ. μετά των πάνω από αυτά υπό στοιχεία (Μ- 1) και (Μ-2) παταριών, που βρίσκονται στο μεσοπάτωμα, συνολικής επιφάνειας 143,09 τ.μ. και των κάτω από τα ισόγεια καταστήματα υπό στοιχεία (Υ- 1) και (Υ-2) υπόγειων χώρων (αποθηκών) συνολικής επιφάνειας 292,02 τ.μ. Τα ανωτέρω υπό στοιχεία (Κ-1) και (Κ-2) καταστήματα του ισογείου με τα κάτω από αυτά υπόγεια (αποθήκες) και τα πάνω από αυτά πατάρια είναι ενοποιημένα σε ένα ενιαίο κατάστημα με τα διπλανά υπό στοιχεία Κ-3 και Κ-4 ισόγεια καταστήματα, τα οποία ανήκουν στην …. Η διάρκεια της μίσθωσης, συμφωνήθηκε για δεκατρία έτη (13) και ένα (1) μήνα, με έναρξη την 01.12.2019 και λήξη την 31.12.2022. Με βάση το άρθρο 6 του από 16.10.2009 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε για το διάστημα από 1-12-2009 ως την 31-12-2010 στο ποσό των 5.000€ και συμφωνήθηκε δίκαιο και εύλογο, δεδομένου ότι οι μισθωτές ανέλαβαν να διενεργήσουν με δικές τους δαπάνες και ευθύνη όλες τις εργασίες για τον χωρισμό του μισθίου από τα διπλανά καταστήματα, με τα οποία ήταν ενοποιημένο, καθώς και όλες τις λοιπές εργασίες διαρρύθμισης και μετατροπής του μισθίου, προκειμένου να καταστεί λειτουργικώς κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση. Συμφωνήθηκε δε, ότι όλες οι επισκευές, διαρρυθμίσεις, τροποποιήσεις ή προσθήκες στο μίσθιο, τις οποίες θα διενεργήσουν οι μισθωτές θα παραμένουν προς όφελος του μισθίου μετά την οποτεδήποτε και με οποιοδήποτε τρόπο λήξη της μίσθωσης, χωρίς οι μισθωτές να έχουν δικαίωμα αφαιρέσεως ή αποζημιώσεώς τους, όλες δε, οι σχετικές με τα ανωτέρω δαπάνες πάσης φύσεως μελετών, οικοδομικών εργασιών, κατασκευών, μετασκευών, θα βαρύνουν τους μισθωτές. Tο μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε για το διάστημα από 1-1-2011 ως την 31-12-2011 στο ποσό των 25.000€. Επίσης, το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε ότι θα προκαταβάλλεται εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μισθωτικού μήνα και θα αναπροσαρμόζεται, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 6 του συμφωνητικού. Προσέτι, δυνάμει του υπ΄ αριθμ. 4 άρθρου του από 16-10-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, οι αρχικοί μισθωτές, ήτοι ο δεύτερος, η τρίτη και η τέταρτη των εναγομένων, είχαν δικαίωμα είτε να συστήσουν εταιρεία, η οποία θα υπεισέλθει στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μισθωτών είτε να υποδείξουν στον εκμισθωτή ως μισθώτρια την εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία θα υπεισέλθει στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μισθωτών, και ότι στην περίπτωση αυτή ο δεύτερος, η τρίτη και η τέταρτη των εναγομένων θα ενέχονται, ο καθένας εις ολόκληρον, έναντι του εκμισθωτή για την καταβολή του μισθώματος και κάθε άλλης οφειλής της εν λόγω εταιρείας προς τον εκμισθωτή απορρέουσας εκ της εν λόγω μίσθωσης. Περαιτέρω, με το άρθρο 9 του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού απαγορεύτηκε η σιωπηρή αναμίσθωση ή παράταση του χρόνου της μισθώσεως, μη δυνάμενη να θεωρηθεί ως αναμίσθωση η τυχόν από οποιαδήποτε αιτία παραμονή μισθωτών στο μίσθιο, έστω και με την ανοχή του εκμισθωτή μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου της μισθώσεως. Μετά την πάροδο του ως άνω χρόνου ο εκμισθωτής θα δικαιούται να επιδιώξει την αποβολή των μισθωτών και κάθε τρίτο από το μίσθιο, ακόμη και αν ο εκμισθωτής εισέπραξε οποιοδήποτε ποσό για το μετά τη λήξη της συμβατικής διάρκειας της μίσθωσης χρόνο, του ποσού αυτού συνομολογουμένου ότι αποτελεί αποζημίωση για τη γενόμενη χρήση, η δε, παραμονή των μισθωτών στο μίσθιο θεωρείται ως παραχώρηση της χρήσεως με ημερήσια αποζημίωση. Με βάση δε, το άρθρο 10 του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού, κατά τη λύση ή λήξη της μίσθωσής τους οι μισθωτές υποχρεούνται άνευ οχλήσεως να παραδώσουν το μίσθιο κενό στον εκμισθωτή στην κατάσταση, που το παρέλαβαν. Εν συνεχεία, με την από 26-11-2010 τροποποίηση του ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης συμφωνήθηκε η τροποποίηση του άρθρου 6 του από 16.10.2009 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης και το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε για το διάστημα από 1-1-2011 ως την 31-12-2011 στο ποσό των 5.000€, το οποίο συμφωνήθηκε δίκαιο και εύλογο, δεδομένου ότι οι μισθωτές ανέλαβαν να διενεργήσουν με δικές τους δαπάνες και ευθύνη όλες τις εργασίες για τον χωρισμό του μισθίου από τα διπλανά καταστήματα, με τα οποία ήταν ενοποιημένο, καθώς και όλες τις λοιπές εργασίες διαρρύθμισης και μετατροπής του μισθίου, προκειμένου να καταστεί λειτουργικώς κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση, εργασίες οι οποίες τότε δεν είχαν ακόμη ολοκληρωθεί, ενώ για το διάστημα από 1-1-2012 ως και την 31-12-2012 το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε στο ποσό των 25.000€. Οι λοιποί όροι του από 16.10.2009 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης συμφωνήθηκε ότι παρέμεναν σε πλήρη ισχύ. Με μετέπειτα τροποποίηση του ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε για το διάστημα από 1-1-2012 ως την 31-12-2012 στο ποσό των 5.000€, το οποίο συμφωνήθηκε δίκαιο και εύλογο, δεδομένου ότι οι μισθωτές ανέλαβαν να διενεργήσουν με δικές τους δαπάνες και ευθύνη όλες τις εργασίες για τον χωρισμό του μισθίου από τα διπλανά καταστήματα, με τα οποία ήταν ενοποιημένο, καθώς και όλες τις λοιπές εργασίες διαρρύθμισης και μετατροπής του μισθίου, προκειμένου να καταστεί λειτουργικώς κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση, οι δαπάνες αυτές ήταν σημαντικά υψηλότερες του αναμενόμενου, καθυστέρησαν να ολοκληρωθούν και θα παραμείνουν υπέρ του μισθίου, παράλληλα δε, συνεχιζόταν η βαριά οικονομική κρίση. Με την από 31-12-2012 τροποποίηση του ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης συμφωνήθηκε η τροποποίηση του άρθρου 6 του από 16.10.2009 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης και ορίσθηκε ότι λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης και της συνακόλουθης συνεχιζόμενης πτώσης της αξίας των μισθωμάτων αναστέλλεται για το 2013 η καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος των 25.000€ μηνιαίως, η οποία είχε συνομολογηθεί με το από 16.10.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης, καθώς όμως οι εργασίες βελτίωσης στο μίσθιο, που είχαν συμφωνηθεί με τις από 12-11-2010 και 28-12-2011 τροποποιήσεις είχαν ολοκληρωθεί, ήταν εύλογο να αυξηθεί το μηνιαίο μίσθωμα σε σχέση με το καταβληθέν κατά τα έτη 2011 και 2012. Το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε για το διάστημα από 1-1-2013 ως την 31-12-2013 στο ποσό των 10.000€ και για το διάστημα από 1-1-2014 και εφεξής στο ποσό των 25.000€. Οι λοιποί όροι του από 16.10.2009 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης συμφωνήθηκε ότι παρέμεναν σε πλήρη ισχύ. Με την από 25-2-2013 τροποποίηση ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης – μεταβίβαση μισθωτικής σχέσης υπεισήλθε η πρώτη των εναγομένων στη θέση του μισθωτή, καθισταμένων των τριών λοιπών εναγομένων – ομορρύθμων εταίρων της πρώτης των εναγομένων εταιρείας, εγγυητών, ενεχόμενων αλληλέγγυα και εις ολόκληρον έναντι του εκμισθωτή αναφορικά με την καταβολή του μισθώματος και οποιασδήποτε άλλης οφειλής της μισθώτριας εταιρείας έναντι του εκμισθωτή, απορρέουσας από τη σύμβαση μίσθωσης. Οι λοιποί όροι του από 16.10.2009 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης συμφωνήθηκε ότι παρέμεναν σε πλήρη ισχύ. Εν συνεχεία, με τις από 31-12-2013, 31-12-2014, 31-12-2015, 31-12-2016, 31-12-2017, 31-12-2018, 31-12-2019, 31-12-2020 και 1-1-2022 τροποποιήσεις του από 25-2-2013 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, που συνήφθη μεταξύ του ενάγοντος ως εκμισθωτή, της πρώτης των εναγομένων ως μισθώτριας και των λοιπών εναγομένων ως εγγυητών, το οποίο συνιστά μεταβίβαση μισθωτικής σχέσης – τροποποίηση του αρχικού από 16.10.2009 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, που είχε καταρτισθεί μεταξύ του ενάγοντος, ως εκμισθωτή, και του δεύτερου, της τρίτης και της τέταρτης των εναγομένων, ως μισθωτών, όπως αυτό τροποποιήθηκε κατά τα προεκτεθέντα, ορίσθηκε το μηνιαίο μίσθωμα στο ποσό των 10.000€ για τα χρονικά διαστήματα από 1-1-2014 ως 31-12-2014, από 1-1-2015 ως 31-12-2015, από 1-1-2016 ως 31-12-2016, από 1-1-2017 ως 31-12-2017, από 1-1-2018 ως 31-12-2018, από 1-1-2019 ως 31-12-2019, από 1-1-2020 ως 31-12-2020, από 1-1-2021 ως 31-12-2021 και από 1-1-2022 ως 31-12-2022, αντίστοιχα. Όπως αποδείχθηκε, οι τρεις τελευταίοι των εναγομένων έκαναν χρήση του επίδικου μισθίου, συνεχώς και αδιαλείπτως από την 1-12-2009 μέχρι την 25-2-2013 και ακολούθως η πρώτη των εναγομένων κάνει χρήση του επίδικου μισθίου, συνεχώς και αδιαλείπτως από την 25-2-2013 μέχρι και το χρόνο συζήτησης της υπό κρίση αγωγής. Με την από 31-8-2022 εξώδικη δήλωση – πρόσκλησή του προς τους εναγομένους, επιδοθείσα την 1-9-2022 (βλ. σημείωση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή … επί του προσκομισθέντος αντιγράφου της ως άνω εξωδίκου δηλώσεως), ο ενάγων τους κάλεσε να τον ενημερώσουν εντός προθεσμίας τριών (3) εργασίμων ημερών από τη λήψη της ως άνω εξώδικης δήλωσης για τυχόν πρόθεσή τους να υπογράψουν νέο ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης ή παράτασης της επίδικης μισθωτικής σχέσης με μηνιαίο μίσθωμα ύψους 25.000€ κατ΄ ελάχιστον, ποσό το οποίο είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων και αποτυπωνόταν στο ιδιωτικό συμφωνητικό της επίδικης επαγγελματικής μίσθωσης. Σε απάντηση της ως άνω εξώδικης δήλωσης – πρόσκλησης, η πρώτη των εναγομένων με την από 8-9-2022 εξώδικη απάντηση – διαμαρτυρία – δήλωσή της προς τον ενάγοντα, στον οποίο επεδόθη την 16-9-2022, όπως προκύπτει από την υπ΄ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδίκειο Αθηνών, …, δεν αποδέχθηκε το ποσό των 25.000€ ως μηνιαίο μίσθωμα, θεωρώντας το υπέρογκο, και δήλωσε ότι θα αποφασίσει εν ευθέτω χρόνω για το εάν θα παραμείνει στο επίδικο μίσθιο, στο οποίο εν τέλει παρέμεινε τουλάχιστον μέχρι και το χρόνο συζήτησης της υπό κρίση αγωγής, κάνοντας χρήση του και αρνούμενη να την αποδώσει στον ενάγοντα. Συνεπεία τούτων, εφόσον η επίδικη μίσθωση, συνιστά παλαιά εμπορική μίσθωση, αφού συνήφθη πριν την 28η-02-2014 (έναρξη ισχύος του Ν. 4242/2014), η διάρκεια αυτής έληξε αυτοδικαίως με την παρέλευση του συμβατικού χρόνου, ήτοι την 31η-12-2022 (άρθρο 2 του από 16-10-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού, όπως ισχύει), αφού πλέον δεν νοείται εφαρμογή των κατηργημένων διατάξεων των άρθρων 60 και 61 του άνω π.δ. 34/1995, κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 13 του Ν. 4242/2014 παρ. 2 εδ. α` και παρ. 3, μη υπαγόμενης πλέον, της επίδικης σύμβασης μίσθωσης ως προς τη διάρκεια και τη λήξη της στις ρυθμίσεις του ΠΔ 34/1995, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν υπό στοιχ. Ι. μείζονα της παρούσας. Προσέτι δε, η επίδικη μίσθωση δεν έχει καταστεί αορίστου χρόνου, καθώς δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 611 ΑΚ, αφού ναι μεν η πρώτη των εναγομένων μισθώτρια εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το μίσθιο, πλην όμως ο ενάγων εκμισθωτής, ο οποίος γνωρίζει τόσο τη λήξη της μίσθωσης, όσο και την παραμονή της πρώτης των εναγομένων μισθώτριας στο μίσθιο, έχει εναντιωθεί στην εξακολούθηση της χρήσης, πολλώ δε, μάλλον δεν αποδείχθηκε οιαδήποτε συμφωνία μεταξύ των μερών περί παράτασης της μίσθωσης, η οποία παράταση άλλωστε απαγορευόταν ρητώς, κατά τα προεκτεθέντα, με βάση το άρθρο 9 του από 16-10-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού, όπως ισχύει. Ως εκ τούτου, ο ενάγων βάσιμα επεδίωξε την απόδοση του επίδικου μισθίου κατά τον αμέσως ανωτέρω αναφερόμενο χρόνο λήξης της μίσθωσης με την υπό κρίση αγωγή (άρθρο 9 του από 16-10-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού, όπως ισχύει), παρ’ όλο που η τελευταία ασκήθηκε πριν τον χρόνο αυτό (άρθρ. 69 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν υπό στοιχ. Ι. μείζονα της παρούσας. Συνεπώς η πρώτη των εναγομένων υποχρεούται σε απόδοση της χρήσης του μισθίου στον ενάγοντα (άρθρο 10 του από 16-10-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού, όπως ισχύει). Κατόπιν τούτων, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί ως προς τον δεύτερο, την τρίτη και την τέταρτη των εναγομένων ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης και να γίνει δεκτή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την πρώτη των εναγομένων και να διαταχθεί η απόδοση του μισθίου στον ενάγοντα. Περαιτέρω, πρέπει, κατά παραδοχή και ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού παρεπόμενου αιτήματος, η απόφαση να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, με βάση το άρθρο 910 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Τέλος, η πρώτη των εναγομένων, που ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος (άρθρα 176 παρ. 1, 191 παρ. 2, 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ), ενώ ο ενάγων πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του δεύτερου, της τρίτης και της τέταρτης των εναγομένων λόγω της ήττας του (άρθρα 176 παρ. 1, 191 παρ. 2, 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τον δεύτερο, την τρίτη και την τέταρτη των εναγομένων.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ενάγοντα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του δεύτερου, της τρίτης και της τέταρτης των εναγομένων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή ως προς την πρώτη των εναγομένων.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη των εναγομένων και οποιονδήποτε τρίτο αντλεί τα δικαιώματά του από αυτήν ή κατέχει το μίσθιο για λογαριασμό της να αποδώσει στον ενάγοντα τη χρήση του μισθίου, ήτοι της παρακάτω οριζόντιας ιδιοκτησίας, κυριότητας του ενάγοντος, όπως αυτή περιγράφεται στην υπ΄ αριθμ. …, η οποία βρίσκεται στη … Αττικής, επί της πλατείας …, και ειδικότερα των υπό στοιχεία (Κ-1) και (Κ-2) καταστημάτων του ισογείου, συνολικής επιφάνειας 277,72 τ.μ. μετά των πάνω από αυτά υπό στοιχεία (Μ- 1) και (Μ-2) παταριών, που βρίσκονται στο μεσοπάτωμα, συνολικής επιφάνειας 143,09 τ.μ. και των κάτω από τα ισόγεια καταστήματα υπό στοιχεία (Υ- 1) και (Υ-2) υπόγειων χώρων (αποθηκών) συνολικής επιφάνειας 292,02 τ.μ..
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την παραπάνω διάταξή της.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την πρώτη των εναγομένων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 07 Μαρτίου του έτους 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ