ΑΠΟΦΑΣΗ
Αργαλιώτη κατά Ελλάδας της 18.07.2023 (αρ. προσφ. 46882/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αφαίρεση του δικαιώματος σύνταξης γήρατος με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που εφάρμοσε αναδρομικά νομοθετική διάταξη.
Η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση για χορήγηση σύνταξης γήρατος σε αναγνώριση του χρόνου εργασίας της στην Τουρκία, αλλά η αίτησή της απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη αφού υποβλήθηκε μετά την παρέλευση της προβλεπόμενης από τη νομοθεσία προθεσμίας ενός έτους από την ημερομηνία οριστικής εγκατάστασής της στην Ελλάδα.
Στη συνέχεια άσκησε προσφυγή, που απορρίφθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά. Μετά από άσκηση έφεσης το Διοικητικό Εφετείου Πειραιά με την με αριθμ. 1978/2003 απόφασήτου έκανε δεκτή την έφεση κρίνοντας ότι το άρθρο 9 του Ν. 2187/1994 δεν μπορούσε να αναιρέσει αναδρομικά ένα δικαίωμα που αποκτήθηκε βάσει του Ν. 2079/1992, ο οποίος ήταν ο μόνος νόμος που ίσχυε κατά την ημερομηνία υποβολής της επίμαχης αίτησης. Με βάση την απόφαση αυτή το ΙΚΑ αναγνώρισε το δικαίωμα της προσφεύγουσας για σύνταξη γήρατος με αναδρομική ισχύ από 22 Δεκεμβρίου 1992.
Στη συνέχεια το ΙΚΑ άσκησε αναίρεση. Με την με αριθμ. 1361/2008 απόφαση το Συμβούλιο της Επικρατείας την έκανε δεκτή, κρίνοντας ότι η προσφεύγουσα δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που απαιτεί ο νόμος για να δικαιούται σύνταξη γήρατος. Αναίρεσε την με αριθ. 1978/2003 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου και έστειλεεκ νέου την υπόθεση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Στις προτάσεις που υπέβαλε στο Εφετείο στις 29 Ιουνίου 2009, η προσφεύγουσα αναφέρθηκε στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Ichtigiaroglouκατά Ελλάδας της 19.06.2008. Το Εφετείο απέρριψε την έφεση. Στις 28 Νοεμβρίου 2010 η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση ενώπιον του ΣτΕ, που απερρίφθη.
Στις 16 Ιουνίου 2022 ο διευθυντής του ΕΦΚΑ, που διαδέχθηκε το ΙΚΑ, διέταξε την προσφεύγουσα να επιστρέψει τα ποσά που είχε λάβει αχρεωστήτως για την σύνταξή της από τις 22 Δεκεμβρίου 1992 έως τον Αύγουστο του 2013, μαζί με τους τόκους, ύψους 58.477,50 ευρώ.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η προσφεύγουσα όχι μόνο στερήθηκε την περιουσία της, αλλά υπέστη και δυσανάλογη επιβάρυνση, καθώς κλήθηκε να επιστρέψει όλα τα ποσά που είχε λάβει καλόπιστα ως σύνταξη και διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 του ΠΠΠ), επιδικάζοντας αποζημίωση 50.000 ευρώ.
Επιπλέον το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η υπόθεση διήρκεσε περισσότερο από 10 έτη, εκ των οποίων περίπου τα τέσσερα έτη και τέσσερις μήνες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνεπώς, διαπίστωσε παραβίαση του εύλογου χρόνου(άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, η οποία γεννήθηκε στην Ίμβρο το 1929, όπου εργάστηκε ως νοσοκόμος από το 1949 έως το 1965 και μετακόμισε στην Ελλάδα το 1972.
Το 1984 υπέβαλε στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων («ΙΚΑ») αίτηση για χορήγηση σύνταξης γήρατος σε αναγνώριση των ετών εργασίας της στην Τουρκία, με την προϋπόθεση ότι θα επικυρωθεί στην Ελλάδα μετά την εξαγορά των ετών ασφάλισης που κατέβαλε στη χώρα αυτή. Η αίτησή της απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη, αφού υποβλήθηκε μετά την παρέλευση της προβλεπόμενης από τη νομοθεσία προθεσμίας ενός έτους από την ημερομηνία οριστικής εγκατάστασής της στην Ελλάδα. Το Συμβούλιο της Επικρατείας επικύρωσε την απορριπτική απόφαση.
Το άρθρο 23 του Ν. 2079/1992, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 27 Αυγούστου 1992, κατήργησε την προθεσμία που προέβλεπε η προηγούμενη νομοθεσία.Στις 22 Δεκεμβρίου 1992, η προσφεύγουσα κατέθεσε νέα αίτηση στο ΙΚΑ. Δεν έλαβε καμία απάντηση.
Το άρθρο 9 του Ν. 2187/1994, που δημοσιεύθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1994, τροποποίησε αναδρομικά το άρθρο 23 του Ν. 2079/1992. Σύμφωνα με τη νέα διάταξη, μόνο τα πρόσωπα που διαμένουν μόνιμα στην Τουρκία μπορούσαν να επωφεληθούν από την κατάργηση της προαναφερθείσας προθεσμίας.
Στις 27 Μαΐου 1999 η προσφεύγουσα κατέθεσε στο ΙΚΑ συμπληρωματική αίτηση κατόπιν εκείνης που είχε καταθέσει το 1992.Στις 25 Ιουνίου 1999 ο διευθυντής του ΙΚΑ απέρριψε τις αιτήσεις της.
Στις 13 Ιουλίου 1999 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον της τοπικής διοικητικής επιτροπής του ΙΚΑ.
Αφού δεν έλαβε απάντηση, στις 8 ∆εκεµβρίου 1999 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ∆ιοικητικούΠρωτοδικείου Πειραιά για την ακύρωση της σιωπηρής απόρριψης της ιεραρχικής της προσφυγής. Εν τω μεταξύ, στις 11 Απριλίου 2000, η τοπική διοικητική επιτροπή απέρριψε ρητά την προσφυγή αυτή.
Με την με αριθ. 593/2001 απόφαση της 30 Μαρτίου 2001, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά απέρριψε την προσφυγή, κρίνοντας ότι η προσφεύγουσα δεν πληρούσε την προϋπόθεση του άρθρου 9 του Νόμου 2187/1994, το οποίο κάλυπτε αναδρομικά την περίπτωσή της.
Στις 8 Αυγούστου 2001, η προσφεύγουσα άσκησε έφεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.Με την με αριθμ. 1978/2003 απόφαση της 30 Οκτωβρίου 2003, το Δικαστήριο έκανε δεκτή την έφεση. Έκρινε ότι το άρθρο 9 του Ν.2187/1994 δεν μπορούσε να αναιρέσει αναδρομικά ένα δικαίωμα που αποκτήθηκε βάσει του Ν. 2079/1992, ο οποίος ήταν ο μόνος νόμος που ίσχυε κατά την ημερομηνία υποβολής της επίμαχης αίτησης (22 Δεκεμβρίου 1992).
Δυνάμει της απόφασης αυτής, το ΙΚΑ αναγνώρισε το δικαίωμα της προσφεύγουσας για σύνταξη γήρατος με αναδρομική ισχύ από 22 Δεκεμβρίου 1992.
Στις 30 Ιανουαρίου 2004 το ΙΚΑ άσκησε αναίρεση ενώπιον του ΣτΕ.Με την με αριθμ. 1361/2008 απόφαση της 5Μαΐου 2008, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκανε δεκτή την αναίρεση. Έκρινε ότι, επειδή το άρθρο 9 του Ν. 2187/1994 είχε αναδρομική ισχύ, η αίτηση της προσφεύγουσας, που υποβλήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 1992, δηλαδή μετά τις 27 Αυγούστου 1992 – ημερομηνία έναρξης ισχύος της προαναφερθείσας διάταξης- έπρεπε να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα της διάταξης αυτής. Επισημαίνοντας ότι η προσφεύγουσα είχε ήδη εγκατασταθεί στην Ελλάδα κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησής της, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που απαιτεί ο νόμος για να δικαιούται σύνταξη γήρατος. Αναίρεσε την με αριθ. 1978/2003 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου και έστειλεεκ νέου την υπόθεση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Στη δήλωση που υπέβαλε στο Εφετείο στις 29 Ιουνίου 2009, η προσφεύγουσα αναφέρθηκε στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιχθυγιάρογλου κατά Ελλάδας της 19.06.2008 (αρ. προσφ. 12045/06).
Με την υπ’ αριθμ. 1880/2009 απόφαση της 13 Νοεμβρίου 2009, το Εφετείο, αποφασίζοντας επί της παραπομπής της υπόθεσης, απέρριψε την έφεση. Σημειώνοντας ότι με την υπ’ αριθ. 1361/2008 απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε κρίνει ότι το άρθρο 9 του Ν. 2187/1994 είχε αναδρομική ισχύ, έκρινε ότι οι λόγοι αναίρεσης που στηρίζονται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου προβλήθηκαν αλυσιτελώς.
Στις 28 Νοεμβρίου 2010 η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση ενώπιον του ΣτΕ. Υποστήριξε ότι το Εφετείο θα έπρεπε να εξετάσει τον λόγο αναίρεσης που στηρίζεται στο άρθρο 1 του ΠΠΠ υπό το πρίσμα της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιχθυγιάρογλου κατά Ελλάδας.
Τον Αύγουστο του 2013 το ΙΚΑ διέκοψε την καταβολή της σύνταξης γήρατος της προσφεύγουσας.
Με την με αριθμ. 2178/2015 απόφαση της 8 Ιουνίου 2015, το Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφάσισε να παραπέμψει τη διαφορά σεΤμήμα Επταμελούς σύνθεσης λόγω της μείζονος σημασίας της.
Με την με αριθμ. 417/2016 απόφαση της 8 Φεβρουαρίου 2016, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αναίρεση. Θεώρησε ότι με την με αριθμ. 1361/2008 απόφασή του είχε κρίνει ότι το άρθρο 9 του Ν. 2187/1994 είχε αναδρομική ισχύ και ότι, κατά συνέπεια, είχε επίσης σιωπηρά διευθετήσει το ζήτημα, εξεταζόμενο αυτεπαγγέλτως, της συμβατότητας της διάταξης αυτής με κανόνες υπερνομοθετικής ισχύος. Κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι το Εφετείο δεν μπορούσε να παρεκκλίνει από την εκτίμησή του και να αρνηθεί την εφαρμογή της επίμαχης διάταξης λόγω της ασυμβατότητάς της, εάν υπήρχε, με το άρθρο 1 του ΠΠΠ. Δύο μέλη του Τμήματος μειοψήφησαν.
Στις 16 Ιουνίου 2022 ο διευθυντής του ΕΦΚΑ, που διαδέχθηκε το ΙΚΑ, επικαλούμενος την με αριθ. 417/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, διέταξε την προσφεύγουσα να επιστρέψει τα ποσά που είχε λάβει αχρεωστήτως για την σύνταξή της από τις 22 Δεκεμβρίου 1992 έως τον Αύγουστο του 2013, μαζί με τους τόκους, ύψους 58.477,50 ευρώ.
Επικαλούμενη το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι η διάρκεια των διοικητικών διαδικασιών που ακολουθήθηκαν στην παρούσα υπόθεση ήταν υπερβολική. Θεωρούσε επίσης ότι η αναδρομική εφαρμογή του άρθρου 9 του Ν. 2187/1994 από το Συμβούλιο της Επικρατείας συνιστούσε αδικαιολόγητη παρέμβαση, αφενός, στην απονομή της δικαιοσύνης, παραβιάζοντας έτσι το δικαίωμά της σε δίκαιη δίκη που κατοχυρώνεται από το άρθρο 6 § 1 και, αφετέρου, στο δικαίωμά της στο σεβασμό της περιουσίας της που κατοχυρώνεται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Α) Παραβίαση άρθρου 6 § 1 λόγω της διάρκειας της διαδικασίας
Όσον αφορά τη δεύτερη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η απόφαση μεαριθμ. 417/2016 δημοσιεύθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4055/2012. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν είχε κάνει χρήση του ενδίκου μέσου που προβλέπεται στον εν λόγω νόμο για να διαμαρτυρηθεί για τη διάρκεια της διαδικασίας, το Δικαστήριο απέρριψε αυτό το μέρος της προσφυγής λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 1 και 4 της ΕΣΔΑ (βλ. Τεχνική Ολυμπιακή Α.Ε. κατά Ελλάδας της 01.10.2013, αρ. προσφ. 40547/10, § 58).
Όσον αφορά τις διαδικασίες που ολοκληρώθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του Νόμου 4055/2012 (βλ. Τεχνική Ολυμπιακή Α.Ε., ό.π., § 60), το Δικαστήριο σημείωσε ότι η περίοδος που πρέπει να εξεταστεί άρχισε στις 13.07.1999 με την παραπομπή της υπόθεσης στην Τοπική Διοικητική Επιτροπή του ΙΚΑ (βλ. Ichtigiaroglou,ό.π. § 38) και έληξε στις 13.11.2009 με την απόφαση μεαριθμ. 1880/2009 του Διοικητικού Εφετείου. Συνεπώς, η περίοδος αυτή διήρκεσε περισσότερο από 10 έτη, εκ των οποίων περίπου τα τέσσεραέτη και τέσσεριςμήνες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αφού εξέτασε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που του υποβλήθηκαν, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Κυβέρνηση δεν προέβαλε κανένα γεγονός ή επιχείρημα που θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια τέτοια κατάσταση. Λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του στον τομέα αυτό (Βασίλειος Αθανασίου κ.α. κατά Ελλάδας της 21.12.2010, αρ. προσφ. 50973/08), θεώρησε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η διάρκεια της επίμαχης διαδικασίας δεν πληρούσε την προϋπόθεση του εύλογου χρόνου.
Συνεπώς, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 όσον αφορά αυτό το μέρος της προσφυγής.
Β) Παραβίαση άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ και άρθρου 1 του ΠΠΠ λόγω της αναδρομικής εφαρμογής του Ν. 2187/1994
Το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να εξετάσει τις καταγγελίες της προσφεύγουσας αποκλειστικά υπό το πρίσμα του άρθρου 1 του ΠΠΠ.
Η Κυβέρνηση προέβαλε μια πρώτη ένσταση, ισχυριζόμενη ότι οι καταγγελίες της προσφεύγουσας ήταν εκπρόθεσμες. Υποστήριξε ότι η εξάμηνη προθεσμία, που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, είχε αρχίσει να τρέχει από την απόφαση με αριθμ. 1361/2008, με την οποία το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε επί του επίδικου νομικού ζητήματος, δηλαδή της αναδρομικής εφαρμογής του Ν. 2187/1994, και όχι από την απόφαση μεαριθ. 417/2016, η οποία δεν περιείχε νέα εκτίμηση επί του ζητήματος αυτού.
Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι το σημείο που έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας το 2008 δεν ταυτιζόταν πλήρως με εκείνο που αποφάσισε το 2016. Στην τελευταία αυτή διαδικασία, το ζήτημα ήταν αν το Εφετείο, αποφαινόμενο επί της παραπομπής, έπρεπε να εξετάσει τους ισχυρισμούς περί ασυμβατότητας της αναδρομικής ανάκλησης του δικαιώματος συνταξιοδότησης της προσφεύγουσας με το άρθρο 1 του ΠΠΠ, ιδίως υπό το πρίσμα της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιχθυγιάρογλου. Το ζήτημα αυτό ήταν σαφώς ιδιαίτερης φύσης, η μεγάλη σημασία του οποίου είχε εξάλλου δικαιολογήσει την παραπομπή του στην Επταμελή Σύνθεση του ΣτΕ. Συνεπώς, η ένσταση της Κυβέρνησης απορρίφθηκε.
Η Κυβέρνηση προέβαλε επίσης δύο άλλες στενά συνδεδεμένες ενστάσεις, υποστηρίζοντας ότι η προσφεύγουσα δεν είχε εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα και ότι δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι είναι θύμα παραβίασης των δικαιωμάτων της. Υποστήριξε ότι, μολονότι η προσφεύγουσα είχε υποβάλει την πρώτη της αίτηση το 1992, όταν το νομικό πλαίσιο ήταν ευνοϊκό για αυτήν, δεν είχε προσφύγει στις αρμόδιες αρχές μετά την σιωπηρή απόρριψητης αίτησής της. Αντιθέτως, περίμενε μέχρι το 1999 για να υποβάλει νέα αίτηση, παρόλο που εκείνη την εποχή ο Ν. 2187/1994 είχε ήδη τεθεί σε ισχύ. Η αδράνεια της προσφεύγουσας επί μακρό χρονικό διάστημα είχε ως εκ τούτου ως αποτέλεσμα να κριθεί η υπόθεσή της βάσει του άρθρου 9 του εν λόγω νόμου.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η αίτηση της προσφεύγουσας που υποβλήθηκε στο ΙΚΑ το 1999 δεν αποτελούσε νέα αίτηση, αλλά είχε απλώς ως σκοπό να συμπληρώσει και να αναβιώσει την αίτηση που είχε καταθέσει το 1992. Από τον φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι η εσωτερική διαδικασία αφορούσε την αναδρομική εφαρμογή του άρθρου 9 του Ν. 2187/1994 στην τελευταία αίτηση. Συνεπώς, και αυτές οι ενστάσεις της Κυβέρνησης απορρίφθηκαν.
Όσον αφορά το σχετικό εθνικό δίκαιο στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο παρέπεμψε στην απόφασή του στην υπόθεση Ichtigiaroglou.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι στην εν λόγω υπόθεση διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του ΠΠΠ. Έκρινε ότι όταν η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση στο ΙΚΑ για σύνταξη γήρατος έχοντας αξίωση βάσει του άρθρου 23 του Ν. 2079/1992 και, επομένως, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που ήταν επαρκώς θεμελιωμένη βάσει του εσωτερικού δικαίου. Πριν από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που εφάρμοσε αναδρομικά το άρθρο 9 του Ν. 2187/1994, είχε έτσι ένα περιουσιακό στοιχείο για σχεδόν 12 χρόνια. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι, μολονότι ο νομοθέτης μπορεί να ρυθμίσει δικαιώματα που απορρέουν από προηγούμενους νόμους, η νομοθετική αυτή παρέμβαση πρέπει να δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Τονίζοντας ότι, ακόμη και αν η νομιμότητα και η συμμόρφωση του άρθρου 9 του Ν. 2187/1994 με την αρχή αυτή φαινόταν εξαιρετικά αμφισβητήσιμη, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο επίμαχος νόμος δεν είχε στερήσει από μόνος του από την προσφεύγουσα την περιουσία της, επειδή τα κατώτερα διοικητικά δικαστήρια είχαν αρνηθεί να του αναγνωρίσουν αναδρομική ισχύ. Αντιθέτως, η ορθή ισορροπία μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και του σεβασμού της περιουσίας της προσφεύγουσας είχε διαταραχθεί από την απόφαση του ΣτΕ, το οποίο αφαίρεσε το δικαίωμά της για σύνταξη γήρατος με την αναδρομική εφαρμογή του νόμου.
Το Δικαστήριο δεν δέχθηκε το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι η παρούσα υπόθεση διαφέρει από την προαναφερθείσα.
Πρώτον, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι δύο υποθέσεις βασίζονται σε ένα ιδιαίτερα πανομοιότυπο πραγματικό και νομικό πλαίσιο. Συγκεκριμένα, οι αντίστοιχοι προσφεύγοντες είχαν ήδη εγκατασταθεί στην Ελλάδα πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 2079/1992 και οι αξιώσεις τους βάσει του νόμου αυτού εκκρεμούσαν ενώπιον των διοικητικών αρχών κατά τον χρόνο δημοσίευσης του Ν. 2187/1994. Επιπλέον, προσέφυγαν στα διοικητικά δικαστήρια μετά τη δημοσίευση του τελευταίου νόμου. Πάνω απ’ όλα, μπόρεσαν να λάβουν σύνταξη για μεγάλο χρονικό διάστημα χάρη στις αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, που ανατράπηκαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας εφαρμόζοντας αναδρομικά το άρθρο 9 του προαναφερθέντος νόμου.
Δεύτερον, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης ότι η προσφεύγουσα δεν είχε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, δεδομένου ότι η νομολογία σχετικά με την αναδρομική εφαρμογή του άρθρου 9 του Ν. 2187/1994 ήταν ήδη εδραιωμένη όταν άσκησε την αναίρεσή της κατά της απόφασης μεαριθμ. 1880/2009 του Διοικητικού Εφετείου. Έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα είχε επικαλεστεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων την απόφαση που εκδόθηκε – λίγες εβδομάδες μετά τη δημοσίευση της με αριθμ. 1361/2008 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας – στην υπόθεση Ichtigiaroglou. Επομένως, η προσφεύγουσα μπορούσε να αναμένει από τα εθνικά δικαστήρια να λάβουν υπόψη τους την απόφαση αυτή, με την οποία το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του ΠΠΠ ακριβώς λόγω μιας απόφασης που αποκρυσταλλώνει την εν λόγω εθνική νομολογία.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, κρίνοντας ότι το Εφετείο δεν μπορούσε να εξετάσει τον ισχυρισμό περί παραβίασης του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης, μολονότι η προσφεύγουσα είχε επικαλεστεί την απόφαση στην υπόθεση Ichtigiaroglou, το ΣτΕεπιβεβαίωσε μια λύση αντίθετη προς τηνΕΣΔΑ. Έτσι, η προσφεύγουσα όχι μόνο στερήθηκε την περιουσία της, αλλά υπέστη και δυσανάλογη επιβάρυνση, καθώς κλήθηκε να επιστρέψει όλο το ποσό που είχε λάβει καλόπιστα ως σύνταξη.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 του ΠΠΠ).
Δίκαιη Ικανοποίηση (Άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιδίκασε στην προσφεύγουσα 50.000 ευρώ ως αποζημίωση για την ζημία που υπέστη (επιμέλεια:echrcaselaw.com).