Αναγνώριση του χρόνου άσκησης της δικηγορίας της προσφεύγουσας δικηγόρου στο ΕΤΑΑ-ΤΑΝ και ΤΕΑΔ ως συντάξιμου με τις απαιτούμενες στον νόμο προϋποθέσεις, υπό τον όρο εξόφλησης των αναλογουσών ασφαλιστικών εισφορών. Ακύρωση της απόφασης της Διοικούσας Επιτροπής του Τομέα Ασφάλισης Νομικών που έκρινε αντιθέτως.
Αριθμός απόφασης: 4838/2021
Γ.Α.Κ.:./2016
ΠΡ./2016
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 8o Τριμελές
Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Οκτωβρίου 2020, με δικαστές τους: Ιωάννη Κωτσιάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Ελένη Βασιλοπούλου, Σοφία Αντωνίου (εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Δ.Δ., και γραμματέα τη Βασιλική Τσολάκη, δικαστική υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την προσφυγή με χρονολογία κατάθεσης 25.1.2016,
τ η ς ., κατοίκου Καβάλας (οδός .), η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Αναστασίας Κωστοπούλου,
κ α τ ά: 1) του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων» (Ε.Τ.Α.Α.) και, ήδη, «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.), που εκπροσωπείται από το Διοικητή του, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., της πληρεξούσιας δικηγόρου Αικατερίνης Σιγάλα και 2) του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης» (Ε.Τ.Ε.Α.), ακολούθως «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών» (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), και, ήδη, «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (e-Ε.Φ.Κ.Α.), που εκπροσωπείται από τον Διοικητή του, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, της πληρεξούσιας δικηγόρου Αικατερίνης Σιγάλα.
Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Η κ ρ ί σ η τ ο υ ε ί ν α ι η ε ξ ή ς:
1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, η οποία νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση, μετά την έκδοση της με αρ. 11258/2020 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου (Τμήμα 8ο Τριμελές), με την οποία είχε κηρυχθεί άκυρη η προγενέστερη συζήτηση της υπόθεσης στις 22.1.2020, λόγω μη κλήτευσης του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. ως καθ΄ ου διαδίκου και, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο ποσού 25 ευρώ (βλ. το με αρ. . έντυπο ηλεκτρονικού παραβόλου σε συνδυασμό με την από 16.1.2020 απόδειξη εξόφλησης), η προσφεύγουσα, δικηγόρος, ζητεί, παραδεκτώς, την ακύρωση της με αρ. ./27.10.2015 απόφασης της Διοικούσας Επιτροπής (Δ.Ε.) του Ε.Τ.Α.Α. (Τομέας Ασφάλισης Νομικών, T.A.N.), προκειμένου να υπολογιστεί ο χρόνος ως ασκούμενης δικηγόρου στο Ε.Τ.Α.Α. και στον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (Τ.Ε.Α.Δ.), ως συντάξιμος χρόνος με τις προϋποθέσεις που απαιτούνταν μέχρι 31.12.2010. Με την προσβαλλόμενη απόφαση της Δ.Ε., απορρίφθηκε η με αρ. ./28.8.2014 «ένσταση» της προσφεύγουσας κατά της με αρ. ./13.5.2014 απόφασης της Δ.Ε. του ως άνω Ταμείου, με την οποία είχε απορριφθεί η με αρ. πρ. ./17.3.2014 ένσταση – ερώτημα της ίδιας προς τη Δ.Ε.. Με την εν λόγω ένσταση – ερώτημα, η προσφεύγουσα ζήτησε να της απαντήσει η Επιτροπή εάν έχει δικαίωμα να προσμετρήσει το χρόνο άσκησης που αναγνώρισε με αίτησή της στις 3.8.2011 για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος με προϋποθέσεις που απαιτούνται έως 30.12.2010 και, συγκεκριμένα, με τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης με ανήλικο τέκνο το 2005.
2. Επειδή, ο Κώδικας περί Ταμείου Νομικών, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν.δ. 4114/1960 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 164), ορίζει στην παρ. 1 του άρθρου 7, όπως η υποπερίπτ. α της περιπτ. Α΄ της παρ. αυτής αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 4507/1966 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 71), τα εξής: «Εις το Ταμείον ασφαλίζονται υποχρεωτικώς οι κάτωθι: Α. ʼμισθοι α) Οι δικηγόροι, οι κεκτημένοι νομίμως το δικαίωμα προς άσκησιν του λειτουργήματος κατά τας διατάξεις του Κώδικος περί Δικηγόρων, από της εις τα Μητρώα του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου εγγραφής των μέχρι της διαγραφής των εκ τούτων ή μέχρι της κατά το άρθρον 80 του Κώδικος περί Δικηγόρων αυτοδικαίας αποβολής της ιδιότητας του δικηγόρου… β) …». Ακολούθως, στο άρθρο 8 του ίδιου Κώδικα (ν.δ. 4114/1960), όπως η παρ. 2Α του άρθρου αυτού συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 240/1996 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 178), ορίζεται ότι: «1. Οι ασφαλισμένοι του Ταμείου (άμισθοι και έμμισθοι), που ορίζονται από το προηγούμενο άρθρο, διακρίνονται σε δύο τάξεις, την πρώτη και τη δεύτερη. 2. Στην πρώτη τάξη ανήκουν: Α) Από τους αμίσθους: α) οι δικηγόροι, β) …, γ) …, δ) οι ασκούμενοι δικηγόροι…» και στο άρθρο 9, όπως οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου αυτού προστέθηκαν με την παρ. 3 του άρθρου 13 του ν. 4507/1966, ορίζονται τα εξής: «1. α) Χρόνος ασφαλίσεως είναι το χρονικόν διάστημα, καθ’ ό ο ησφαλισμένος μετέχει νομίμως της ασφαλίσεως του Ταμείου. β)… 4. Δεν υπολογίζεται εις τον χρόνον ασφαλίσεως δια την απονομήν συντάξεως ή άλλης παροχής, το χρονικός διάστημα, καθ’ ο ο δικηγόρος δεν ασκεί πράγματι το λειτούργημα ή επεδόθη συγχρόνως εις ενάσκησιν ετέρου επαγγέλματος, ασυμβιβάστου προς το λειτούργημα … 5. …». Περαιτέρω στο άρθρο 14 του ν. 1090/1980 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 263), ορίζονται τα εξής: «Ασκούμενοι δικηγόροι, από της εγγραφής των εις τον οικείον δικηγορικόν σύλλογον, δύναται να ασφαλίζωνται εις το Ταμείον Νομικών, τον κλάδον επικουρικής ασφαλίσεως δικηγόρων και ταμεία πρόνοιας και υγείας δικηγόρων, καταβάλλοντες τας εκάστοτε προβλεπομένας εισφοράς πρώτης πενταετίας. Ο κατά τα ανωτέρω χρόνος υπολογίζεται εις τον δυνάμενον να αναγνωρισθή χρόνον ασφαλίσεως κατά τας διατάξεις των παραγρ. 1 και 2 του άρθρου 18 του νόμου 4507/1966, των άρθρων 4 και 5 του αναγκαστικού νόμου 189/1967 και της παραγρ. 2 του άρθρου 16 του νόμου 984/1979». Εξάλλου, οι αμέσως προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 4507/1966, του α.ν. 189/1967 και του ν. 984/1979 καταργήθηκαν με την παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 1759/1988 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 50). Τέλος, κατά το άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 1976/1991 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 184): «Η καταβολή ασφαλιστικών εισφορών προς το Ταμείο Νομικών, από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού και στο εξής, από οποιοδήποτε πρόσωπο ασκεί εργασίες, για τις οποίες είναι δυνατή η ασφάλιση στο Ταμείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν.δ. 4114/1960 (ΦΕΚ 164 Α΄), όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν κάθε φορά, δεν δημιουργεί δικαίωμα για παροχές, αν για το χρονικό διάστημα για το οποίο καταβάλλονται οι εισφορές δεν υπάρχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στην ασφάλιση του Ταμείου. Ο έλεγχος των νόμιμων αυτών προϋποθέσεων γίνεται με την υποβολή στο Ταμείο Νομικών των δικαιολογητικών, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 8 του β.δ. 661 /1961 (ΦΕΚ Α΄ 157)». Εξάλλου, στο άρθρο 40 του ν. 2084/1992, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 18 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010, ορίζεται ότι: «1. Ως χρόνος ασφάλισης στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και το δημόσιο λογίζεται, πλην του χρόνου πραγματικής ή προαιρετικής ασφάλισης: α) ο χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας, β) ο χρόνος γονικής άδειας ανατροφής παιδιών, γ) ο χρόνος επιδότησης λόγω ασθένειας και μέχρι 300 ημέρες, καθώς και ο χρόνος επιδότησης λόγω τακτικής ανεργίας «μισθωτών και ο χρόνος καταβολής του βοηθήματος των μη μισθωτών της παραγράφου 2 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (Α` 152)» και μέχρι 300 ημέρες, δ) ο χρόνος εκπαιδευτικής άδειας άνευ αποδοχών και μέχρι δύο έτη, ε) ο χρόνος σπουδών για την απόκτηση ενός μόνο πτυχίου ανώτερης ή ανώτατης σχολής της ημεδαπής ή της αλλοδαπής ή διπλώματος επαγγελματικής κατάρτισης μεταδευτεροβάθμιου Ινστιτούτου Επαγγελματικής Κατάρτισης ή διπλώματος Σχολής Ξεναγών, καθώς και ο χρόνος σπουδών για την απόκτηση πτυχίου, μετά τη συμπλήρωση του 17ου έτους της ηλικίας, σε μέσες τεχνικές και επαγγελματικές σχολές ή σε μονάδες της δευτεροβάθμιας τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης από την έναρξη ισχύος του ν. 576/1977 (Α` 102) και μετά ή στο Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο, ο οποίος είναι ίσος με τον κατά το χρόνο αποφοίτησης επίσημο χρόνο σπουδών της οικείας σχολής, στ) ο χρόνος για τον οποίο δεν έχει χωρήσει ασφάλιση σε φορείς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, μετά την υπαγωγή, για πρώτη φορά, στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης ή το Δημόσιο και ο οποίος δεν μπορεί να είναι λιγότερος από έναν πλήρη ημερολογιακό μήνα σε κάθε περίπτωση κενού ασφάλισης μεταξύ περιόδων ασφάλισης, ζ) ο προβλεπόμενος από την Ε.Γ.ΣΣ.Ε. χρόνος απουσίας από την εργασία λόγω κύησης και λοχείας, η) ο χρόνος απεργίας, θ) ο πλασματικός χρόνος της παρ. 1 του άρθρου 141 του ν. 3655/2008 (Α` 58), που αναγνωρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, όπως ισχύουν, ι) ο χρόνος μαθητείας, όπως ορίζεται από τις ισχύουσες διατάξεις και μέχρι δύο έτη, ια) ο χρόνος προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης που εκτίθηκε μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 2510/1997 (Α` 136) για το στρατιωτικό αδίκημα της ανυπακοής ή της ανυποταξίας του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, στο οποίο υπέπεσαν στρατεύσιμοι που αρνήθηκαν την εκπλήρωση της στρατιωτικής υπηρεσίας επικαλούμενοι τις θρησκευτικές ή ιδεολογικές τους πεποιθήσεις, ιβ) ο χρόνος που μεσολαβεί από την απόκτηση του πτυχίου μέχρι και την απόκτηση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος στους ασφαλισμένους στον Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων ΄Εργων, την Ειδική Προσαύξηση και τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων ΄Εργων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ). 2…».
3. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι ο χρόνος άσκησης της δικηγορίας είναι χρόνος προαιρετικής υπαγωγής στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Α.-Τ.Α.Ν. υπό τον όρο της καταβολής των σχετικών ασφαλιστικών εισφορών (πρβλ. Σ.τ.Ε. 982, 624/2019, ΔΕφΑθ. 3494/2011). Η αναγνώριση του χρόνου άσκησης ως χρόνου ασφάλισης συνιστά βεβαίωση πραγματικού, και όχι πλασματικού χρόνου ασφάλισης δεδομένου ότι ως πλασματικός χρόνος ασφάλισης λογίζεται εκείνο το χρονικό διάστημα (στρατιωτική υπηρεσία, χρόνος σπουδών, ανεργία, χρόνος φυλάκισης κ.ά.) για το οποίο δεν υπήρχε πραγματική δυνατότητα υπαγωγής στην (προαιρετική ή υποχρεωτική) ασφάλιση των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, ούτε δυνατότητα καταβολής ασφαλιστικών εισφορών. Επιπροσθέτως, η παροχή της δυνατότητας αναγνώρισης του χρόνου άσκησης ως χρόνου ασφάλισης με την καταβολή του αντίστοιχου ποσού εξαγοράς σε μεταγενέστερο της άσκησης χρόνο αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στον κατά τεκμήριο οικονομικά αδύναμο ασκούμενο δικηγόρο να αναγνωρίσει μετέπειτα τον χρόνο άσκησης, ως πραγματικό χρόνο ασφάλισης δεδομένου ότι ο χρόνος αυτός είναι χρόνος παροχής ασφαλιστέας εργασίας για την οποία μπορούν εξαρχής να καταβληθούν εισφορές.
4. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 1 του ν. 861/1979 υπό τον τίτλο «Περί απλουστεύσεως της διαδικασίας αναγνωρίσεως χρόνου προϋπηρεσίας και απονομής των πάσης φύσεως παροχών εις τους ησφαλισμένους των Ασφαλιστικών Οργανισμών αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών και άλλων τινών διατάξεων» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 2), ορίζεται ότι: «1. Η αναγνώρισις χρόνου προϋπηρεσιών ως συνταξίμου και η απονομή των πάσης φύσεως παροχών (συντάξεων, εφ’ άπαξ, ….. κ.λπ.) των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, ενεργείται δι’ αποφάσεως του προϊσταμένου των Υπηρεσιών του οικείου Ασφαλιστικού Οργανισμού, ….. Εις τας ανωτέρω διατάξεις υπάγονται οι Ασφαλιστικοί Οργανισμοί οι οποίοι καθορίζονται εκάστοτε δι’ αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών μετά γνώμην του Δ.Σ. εκάστου εξ αυτών. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου κάθε Οργανισμού που εγκρίνεται από τον Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, οι παραπάνω αρμοδιότητες δύνανται να μεταβιβάζονται σε κατώτερα του προϊσταμένου των υπηρεσιών του Οργανισμού αρμόδια όργανα, τα οποία προΐστανται υπηρεσιών, διευθύνσεων ή των αυτοτελών ή μη τμημάτων ή γραφείων του φορέα. [όπως το τρίτο εδάφιο της παρ. 1 συμπληρώθηκε με το άρθρο 13 του ν. 984/1979 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 244) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 62 παρ. 5 του ν. 3518/2006 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 272)]. 2… .3. Η κατά την παράγραφον 1 απόφασις υπόκειται εις ένστασιν, ασκουμένην υπό παντός έχοντος έννομον συμφέρον, ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου ασφαλιστικού Οργανισμού, εντός προθεσμίας τριών μηνών, αρχομένης από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως. 4. Το Διοικητικόν Συμβούλιον υποχρεούται να εκδώση την σχετικήν απόφασίν του εντός μηνός από της υποβολής της ενστάσεως … 5. Αι κατά τας παραγράφους 1 και 4 του παρόντος αποφάσεις δύνανται να αναθεωρούνται υπό του εκδώσαντος ταύτας οίκοθεν ή κατόπιν αιτήσεως παντός έχοντος έννομον συμφέρον: α) Οποτεδήποτε εάν η εκδοθείσα απόφασις στηρίζεται επί ψευδών καταθέσεων μαρτύρων ή επί ψευδούς εκθέσεως ή καταθέσεως πραγματογνώμονος ή επί πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων, εφόσον τα περιστατικά ταύτα προκύπτουν εξ αμετακλήτου δικαστικής αποφάσεως. β) Εντός ευλόγου χρόνου, εάν προσαχθούν νέα κρίσιμα έγγραφα ή ενεφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα ή διεπιστώθησαν λογιστικά λάθη.». Κατά την έννοια των διατάξεων της παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 861/1979, οι αποφάσεις των οργάνων των ασφαλιστικών οργανισμών που υπάγονται στις διατάξεις του εν λόγω άρθρου, είναι δυνατόν να αναθεωρούνται, είτε οίκοθεν από τα αρμόδια όργανα των ανωτέρω ασφαλιστικών οργανισμών, είτε ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον για τους οριζόμενους στο άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 861/1979 λόγους. Εξάλλου, στο άρθρο 31 του ν. 3655/2008 (Φ.Ε.Κ. Α’ 58), με το άρθρο 25 του οποίου συνεστήθη το «Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων», ορίζεται ότι: «Οι Αρμοδιότητες των Διοικουσών Επιτροπών του ΕΤΑΑ είναι οι εξής: 1. Η εξέταση και λήψη απόφασης επί των αιτήσεων θεραπείας κατά αποφάσεων των οργάνων του Ενιαίου Ταμείου για θέματα ασφάλισης και παροχών. 2.…», ενώ επιπλέον, με το άρθρο μόνο της με αρ. Φ.10060/7075/394/2009 απόφασης της Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (Φ.Ε.Κ. Β΄ 672) ορίσθηκαν τα εξής: «Εγκρίνουμε την απόφαση του Δ.Σ. του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ), που λήφθηκε κατά την 15η/29.1.2009 συνεδρίαση με την οποία: Α. Υπάγεται το Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ) στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 861/1979 (Α 2), όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 13 του ν. 984/1979 (Α 237) και αντικαταστάθηκε από τις διατάξεις της παρ. 5 του αρ. 62 του ν. 3518/2006 (Α 272). Ειδικότερα, κατ` εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, και όσον αφορά: Ι. τους Κλάδους Κυρίας και Επικουρικής Ασφάλισης και του Κλάδο Προνοίας, εκχωρούνται στον αρμόδιο Προϊστάμενο Διεύθυνσης των Τομέων, ή το νόμιμο αναπληρωτή του, οι κάτωθι αρμοδιότητες που αφορούν την έκδοση αποφάσεων για: α) υπαγωγή στην ασφάλιση β) χορήγηση σύνταξης γήρατος, θανάτου, ανικανότητας, λόγω παραίτησης υπαλλήλων, βοηθημάτων και επιδομάτων γ) …. ε) αναγνώριση στρατιωτικής θητείας και κάθε είδους αναγνώριση στ) … η) … …Β. …».
5. Επειδή, εν προκειμένω από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η προσφεύγουσα, δικηγόρος από 4.1.1989, με τις με αρ. πρ . και ./3.8.2011 και με τη με αρ. πρ. ./23.3.2012 (συμπληρωματικά έγγραφα) αιτήσεις της, ζήτησε από το καθ΄ ου Ταμείο την αναγνώριση του χρόνου άσκησης δικηγορίας, καθώς και του χρόνου που μεσολάβησε μεταξύ της λήξης της άσκησης και του διορισμού της ως δικηγόρου στον οικείο δικηγορικό σύλλογο, ήτοι του χρονικού διαστήματος από 17.11.1986 έως 3.1.1989. Ακολούθως, με τη με αρ. ./3.4.2012 πράξη της Διευθύντριας Ασφάλισης της Διεύθυνσης Ασφάλισης του Τμήματος Μητρώου Ασφαλισμένων του Τ.Α.Ν. και Τ.Ε.Α.Δ., αποφασίστηκε η αναγνώριση στην προσφεύγουσα συνολικού χρόνου άσκησης και μεσοδιαστήματος στο Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν. και Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Ε.Α.Δ. μέχρι 3.1.1989 και, συγκεκριμένα, 2 έτη, 1 μήνα και 17 ημέρες με υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών. Περαιτέρω, με το με αρ. πρ. ./10.6.2013 έγγραφο του Διευθυντή Παροχών του Τ.Α.Ν. το οποίο απευθύνεται στην προσφεύγουσα με θέμα «Πληροφορίες» σε απάντηση αίτησης καθώς και εγγράφου του Δικηγορικού Συλλόγου Καβάλας, διαλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Σε απάντηση των παραπάνω σχετικών σας γνωρίζουμε ότι το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κρίνεται κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου και σύμφωνα με την τότε ισχύουσα νομοθεσία. Σύμφωνα με τις διατάξεις περί συνταξιοδότησης ως μητέρας ανηλίκου τέκνου δεν πληρείτε [τις] προϋποθέσεις, διότι ο χρόνος της άσκησης λαμβάνεται υπόψη από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για αναγνώρισή της και δεν ανατρέχει σε προγενέστερο χρόνο. Κατά συνέπεια, μέχρι 26.11.2005 ημερομηνία ενηλικίωσης του τέκνου σας δεν είχατε συμπληρώσει 19 χρόνια πραγματικής ασφάλισης ώστε να δικαιωθείτε σύνταξης με τη συμπλήρωση ηλικίας 48 ετών και 6 μηνών …. Οι ίδιες προϋποθέσεις ισχύουν και για τον Τ.Ε.Α.Δ.». Εν συνεχεία, ο Δικηγορικός Σύλλογος Καβάλας (Δ.Σ.Κ.) στο από 24.7.2013 και με αρ. πρ. παραλαβής Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν. ./6.8.2013 έγγραφό του προς το Ε.Τ.Α.Α. αναφορικά με την υπόθεση της προσφεύγουσας, αναφέρει ότι η προσφεύγουσα απηύθυνε μέσω του Συλλόγου το ερώτημα εάν μέχρι τέλους του 2013 θα έχει τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότησή της και ότι το Ταμείο απάντησε σε αυτήν με το από 10.6.2013 έγγραφο χωρίς να λάβει υπόψη του ότι όταν η προσφεύγουσα υπέβαλε την αίτηση για αναγνώριση της άσκησής της στις 3.8.2011 εκκρεμούσε απάντηση του Υπουργείου Εργασίας σχετικά με τη διαφωνία που είχε το Ταμείο με τα πρόσωπα που είχαν καταθέσει αίτηση για αναγνώριση του χρόνου άσκησης μέχρι τον Ιούλιο του 2011 και τελικά η απάντηση από το Υπουργείο δόθηκε στις 28.9.2011, μεταγενέστερα της αίτησης της προσφεύγουσας που υπέβαλε αυτήν με την πεποίθηση ότι θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει την άσκηση για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματός της όταν συμπληρώσει την απαιτούμενη ηλικία. Συνεπώς, κατά τον Σύλλογο, λόγω του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε μεταξύ των εγγράφων του Ταμείου και του Υπουργείου, προτείνεται να τεθεί το αίτημα της προσφεύγουσας υπόψη της Διοικούσας Επιτροπής Νομικών και του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του Ε.Τ.Α.Α. Κατόπιν τούτου, η Διευθύντρια Ασφάλισης του καθ΄ ου με το από 30.1.2014 και με αρ. πρ. ./2013 έγγραφο, το οποίο κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα, απάντησε στο ως άνω έγγραφο του Δ.Σ.Κ. υποστηρίζοντας ότι σύμφωνα με το από 16.6.2011 έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας, το δικαίωμα αναγνώρισης χρόνου άσκησης εξακολουθεί να ασκείται οποτεδήποτε μέχρι τη σύνταξη, πλην όμως σύμφωνα με τη με αρ. 48/2007 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ο αναγνωριζόμενος χρόνος δεν ανάγεται στο χρόνο που πραγματοποιήθηκε η εργασία διότι σε αυτό το χρονικό σημείο ο ασφαλισμένος δεν είχε καταβάλει τις σχετικές εισφορές. Συνεπώς, ο ανωτέρω χρόνος, εφόσον αναγνωριστεί από 1.1.2011 δεν μπορεί να συνυπολογιστεί ως συντάξιμος για τη θεμελίωση των προϋποθέσεων που απαιτούνται μέχρι 31.12.2010. Περαιτέρω, κατά τα διαλαμβανόμενα στο ανωτέρω με αρ. πρ. ./2013 έγγραφο της Διευθύντριας, σύμφωνα και με το από 28.9.2011 έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας για θεμελίωση ή κατοχύρωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος μέχρι 31.12.2010, συνυπολογίζεται μόνο ο χρόνος άσκησης που έχει αναγνωριστεί και εξοφληθεί μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία καθώς και ο χρόνος άσκησης, εφόσον η σχετική αίτηση έχει υποβληθεί μέχρι 31.12.2010, αλλά η εξόφληση έγινε μεταγενέστερα στην περίπτωση που ασφαλισμένος δεν γνώριζε την οφειλή του. Ενόψει τούτων, κατά τα αναγραφόμενα στο εν λόγω έγγραφο, με δεδομένο ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση για αναγνώριση του χρόνου άσκησης στο Τ.Α.Ν. και Τ.Ε.Α.Δ. στις 3.8.2011 δεν μπορεί ο χρόνος αυτός να χρησιμοποιηθεί για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος μέχρι 31.12.2010. Κατά του τελευταίου εγγράφου της Διευθύντριας του καθ΄ου, η προσφεύγουσα υπέβαλε τη με αρ. πρ. ./17.3.2014 ένσταση, με την οποία ζήτησε να τεθεί ενώπιον της Δ.Ε. και του Δ.Σ. του Ε.Τ.Α.Α. το «ερώτημα» αυτής εάν έχει δικαίωμα να προσμετρήσει το χρόνο άσκησης που αναγνώρισε με αίτησή της στις 3.8.2011 για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος με προϋποθέσεις που απαιτούνται μέχρι 30.12.2010 και, συγκεκριμένα, με προϋποθέσεις συνταξιοδότησης με ανήλικο το 2005, με δεδομένο ότι υπέβαλε τη σχετική αίτηση αναγνώρισης με την πεποίθηση ότι ο αναγνωριζόμενος χρόνος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος μέχρι 31.12.2010 και ενόσω εκκρεμούσε η απάντηση του Υπουργείου Εργασίας προς το Ταμείο σχετικά με την αναγνώριση του χρόνου άσκησης της δικηγορίας και τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος με συνυπολογισμό αυτού μετά την ισχύ του ν. 3869/2010, η οποία απάντηση έλαβε χώρα στις 28.9.2011. Κατόπιν, η Δ.Ε. Νομικών του καθ΄ ου με τη με αρ. ./13.5.2014 απόφαση αυτής απέρριψε το αίτημα της προσφεύγουσας για αναγνώριση και υπολογισμό κατά τα ανωτέρω του χρόνου άσκησης και ενέμεινε σε όσα ορίζονται στη με αρ. ./3.4.2012 πράξη της Διευθύντριας με την οποία αναγνωρίστηκε ο χρόνος άσκησης δικηγορίας σύμφωνα με το από 16.6.2011 έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας. Η εν λόγω απόφαση γνωστοποιήθηκε στην προσφεύγουσα με το από 28.5.2014 και με αρ. πρ. ./14 έγγραφο της Διευθύντριας Ασφάλισης του Τμήματος Μητρώου Ασφαλισμένων του Ε.Τ.Α.Α., με μνεία επ΄ αυτού ότι, κατά της απόφασης αυτής, μπορεί να ασκηθεί ένσταση ενώπιον της Δ.Ε. του Τομέα μέσα σε ένα (1) έτος από την παραλαβή του εγγράφου. Κατά της τελευταίας απόφασης, η προσφεύγουσα άσκησε την από 28.8.2014 ένσταση, η οποία ενόψει των διατάξεων που προεκτέθηκαν και ερμηνεύθηκαν αποτελεί αίτηση αναθεώρησης του άρθρου 1 παρ. 5 του ν. 861/1979, με την οποία επανέλαβε όσα υποστήριξε στην με αρ. πρ. ./17.3.2014 ένσταση – ερώτημα, ενώ επιπλέον, προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι το από 28.9.2011 έγγραφο που εφάρμοσε το Ταμείο δημιουργεί ανεπίτρεπτα δύο κατηγορίες ασφαλισμένων. ʼλλωστε, κατά την προσφεύγουσα, ο ν. 3869/2010 δεν περιλαμβάνει σχετική μεταβατική διάταξη. Εν συνεχεία, το Ταμείο με το με αρ. ./2014 έγγραφο ζήτησε από τη Νομική Υπηρεσία του Ταμείου να προβεί στη σύνταξη γνωμοδότησης επί του θέματος. Ακολούθως, η Νομική Υπηρεσία υπέβαλε τη με αρ. πρ. 9754/12.1.2015 γνωμοδότηση, με την οποία υποστήριξε ότι από τη διάταξη του άρθρου 14 του ν. 1090/1980 προκύπτει σαφώς ότι ο χρόνος της άσκησης δικηγορίας είναι χρόνος προαιρετικής ασφάλισης στο Ταμείο υπό τον όρο καταβολής των σχετικών ασφαλιστικών εισφορών και ότι παρέχεται η δυνατότητα αναγνώρισης του χρόνου αυτού ως χρόνου ασφάλισης με την καταβολή του αντίστοιχου ποσού εξαγοράς. Η ως άνω αναγνώριση συνιστά στην ουσία βεβαίωση πραγματικού και όχι πλασματικού χρόνου προαιρετικής ασφάλισης. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη γνωμοδότηση, με τις οδηγίες της από 16.6.2011 εγκυκλίου του Υπουργείου Εργασίας ο χρόνος άσκησης θεωρείται πλασματικός χρόνος ασφάλισης και, ως εκ τούτου, κατ΄ άρθρο 10 παρ. 18 του ν. 3863/2010 δεν μπορεί να συνυπολογιστεί ως συντάξιμος για τη θεμελίωση των προϋποθέσεων που απαιτούνται μέχρι 31.12.2010. Ωστόσο, όπως καταλήγει η Νομική Υπηρεσία, στην κρινόμενη περίπτωση, η εργασία της προσφεύγουσας, κατά το χρόνο άσκησης (1986 – 1989) παρασχέθηκε σε χρονικό διάστημα που αποτελούσε χρόνο προαιρετικής ασφάλισης και παρεχόταν από τότε το δικαίωμα σε αυτήν να υπαχθεί στην ασφάλιση του Ταμείου ή και μετέπειτα να τον αναγνωρίσει. Ως εκ τούτου, η ερμηνεία των διατάξεων από το Υπουργείο δεν ακολουθείται από τη Νομική Υπηρεσία, διότι στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης αφού θεωρεί το χρόνο άσκησης ως πλασματικό χρόνο, ενώ είναι χρόνος προαιρετικής ασφάλισης, και για το λόγο αυτό, είχε εξαρχής εξαιρεθεί από τις διατάξεις περί αναγνώρισης πλασματικού χρόνου (άρθρο 40 του ν. 2084/1992). Τέλος, η Δ.Ε., αφού έλαβε υπόψη της τη γνωμοδότηση της Ν.Υ., με τη με αρ. ./27.10.2015 προσβαλλόμενη απόφασή της απέρριψε την ένσταση της προσφεύγουσας με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με την από 16.6.2011 εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας σε συνδυασμό με την από 28.9.2011 εγκύκλιο αυτού, αναγνώριση χρόνου, εφόσον λάβει χώρα από 1.1.2011, δεν μπορεί να συνυπολογιστεί ως συντάξιμος για τη θεμελίωση των προϋποθέσεων που απαιτούνται μέχρι 31.12.2010.
6. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή, όπως οι λόγοι αυτής αναπτύσσονται με το από 27.1.2020 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της με αρ. ./27.10.2015 απόφασης της Δ.Ε. του καθ΄ ου, προκειμένου να υπολογιστεί ο χρόνος άσκησής της στο Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν. και Τ.Ε.Α.Δ. ως θεμελιωτικός για απονομή σύνταξης βάσει των διατάξεων που ίσχυαν μέχρι 31.12.2010. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα επαναφέρει τους ισχυρισμούς της όπως αυτοί τέθηκαν ενώπιον της Δ.Ε. κατά τη διοικητική διαδικασία που προηγήθηκε και προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι η προσβαλλόμενη πρέπει να ακυρωθεί, διότι το καθ΄ ου μη νομίμως ενέμεινε σε όσα ορίζονται στις από 16.6.2011 και από 28.9.2011 εγκυκλίους, οι οποίες δεν εισάγουν δίκαιο, ενώ επιπλέον, όσα έγιναν δεκτά από τη Δ.Ε. αντίκεινται στο άρθρο 14 του ν. 1090/1980, σύμφωνα με το οποίο, ο χρόνος άσκησης αποτελεί χρόνο προαιρετικής ασφάλισης που ανάγεται στο χρόνο που πραγματοποιήθηκε η εργασία. Αντιθέτως, το πρώτο καθ΄ ου Ταμείο με το από 17.1.2020 έγγραφο απόψεων, καθώς και με το από 22.1.2020 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, όπως και το δεύτερο καθ΄ ου με το από 24.9.2020 έγγραφο απόψεων, ζητούν την απόρριψη της κρινόμενης προσφυγής. Ειδικότερα, το πρώτο καθ΄ου προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι σύμφωνα με όσα ορίζουν οι από 16.6.2011 και από 28.9.2011 εγκύκλιοι, ο χρόνος άσκησης εφόσον αναγνωριστεί μετά την 1.1.2011 δεν μπορεί να υπολογιστεί ως συντάξιμος για τη θεμελίωση των προϋποθέσεων βάσει των διατάξεων που ίσχυαν μέχρι 31.12.2010 και υπολογίζεται στο συντάξιμο χρόνο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για αναγνώριση.
7. Επειδή, με τα ανωτέρω δεδομένα, και σύμφωνα με τις διατάξεις που προπαρατέθηκαν, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, καταρχάς, ότι οι από 16.6.2011 και από 28.9.2011 εγκύκλιοι του Υπουργείου Εργασίας δεν έχουν νομική δεσμευτικότητα αφού περιέχουν ερμηνεία νομοθετικών διατάξεων (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2291/2019 2292-3/2015, 3747/2013). Περαιτέρω, λαμβάνεται υπόψη ότι, ο χρόνος άσκησης δικηγορίας, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η άσκηση της προσφεύγουσας, ήτοι κατά τα έτη 1986 -1989, συνιστούσε χρόνο προαιρετικής υπαγωγής στην ασφάλιση, ο οποίος, μετά την αναγνώριση και εξόφληση των αναλογουσών εισφορών, ανάγεται στο χρόνο κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε η εργασία, ενώ επιπλέον, ο χρόνος αυτός μπορεί να συνυπολογιστεί για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο χρόνος άσκησης της δικηγορίας της προσφεύγουσας στο Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν. και Τ.Ε.Α.Δ. πρέπει να αναγνωρισθεί ως συντάξιμος με τις προϋποθέσεις που απαιτούνταν μέχρι 31.12.2010, υπό τον όρο εξόφλησης των αναλογουσών ασφαλιστικών εισφορών, η δε Διοικούσα Επιτροπή του Τομέα Ασφάλισης Νομικών, που με την προσβαλλόμενη απόφασή της έκρινε αντιθέτως, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και θα πρέπει για το λόγο αυτό να ακυρωθεί, κατ’ αποδοχή του σχετικού λόγου της προσφυγής ως βασίμου, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων προσφυγής.
8. Επειδή, κατ’ ακολουθία, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η με αρ. ./27.10.2015 απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής του Τομέα Ασφάλισης Νομικών και να αναγνωρισθεί ο χρόνος άσκησης της δικηγορίας της προσφεύγουσας στο Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν. και Τ.Ε.Α.Δ. και, ήδη, e – Ε.Φ.Κ.Α. ως συντάξιμος με τις προϋποθέσεις που απαιτούνταν μέχρι 31.12.2010 υπό τον όρο εξόφλησης των αναλογουσών ασφαλιστικών εισφορών. Τέλος, το παράβολο που καταβλήθηκε πρέπει να αποδοθεί στην προσφεύγουσα (άρθρο 277 παρ. 9 του Κ.Δ.Δ.), ενώ, κατ΄ εκτίμηση των περιστάσεων, τα καθ΄ ων πρέπει να απαλλαγούν από τα δικαστικά έξοδα της τελευταίας (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.).
Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
Δέχεται την προσφυγή.
Ακυρώνει τη με αρ. ../27.10.2015 απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής του Τομέα Ασφάλισης Νομικών.
Αποφαίνεται ότι ο χρόνος άσκησης της δικηγορίας της προσφεύγουσας στο Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν. και Τ.Ε.Α.Δ. και, ήδη, e – Ε.Φ.Κ.Α., πρέπει να αναγνωρισθεί ως συντάξιμος με τις προϋποθέσεις που απαιτούνταν μέχρι 31.12.2010, υπό τον όρο εξόφλησης των αναλογουσών ασφαλιστικών εισφορών.
Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στην προσφεύγουσα.
Απαλλάσσει τα καθ΄ ων ν.π.δ.δ. από τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα, στις 23.2.2021 και η απόφαση δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της 12-05-2021.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ