Αριθμός απόφασης 9958/2023
ΓΑΚ ./2016
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 2ο Τριμελές
Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Μαΐου 2022, με δικαστές τις Παναγιώτα Μπακαράκου, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Τρισεύγενη Καραμαλίκη και Βασιλική Σγουρίτσα (εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Δ.Δ. και γραμματέα τον Νικόλαο Πέττα, δικαστικό υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την προσφυγή με ημερομηνία κατάθεσης 11.2.2016,
τ η ς ., κατοίκου Ξυλοκέριζας Κορινθίας, η οποία παραστάθηκε με την κατατεθείσα στις 16.5.2022 δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Κωνσταντίνας Βασιλείου,
κ α τ ά τ ο υ νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ – ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ» (Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν.), και ήδη του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» όπως μετονομάστηκε το ν.π.δ.δ. «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» [e – Ε.Φ.Κ.Α., βλ. άρθρο 51 Α του ν. 4387/2016 (ΦΕΚ Α’ 85), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4670/2020 (ΦΕΚ Α’ 28.02.2020)], το οποίο εκπροσωπείται από το Διοικητή του, και παραστάθηκε δια της δικηγόρου Σοφίας Σαμπάνη.
Ο διάδικος που παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε κατά με το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, η οποία νομίμως εισάγεται εκ νέου για συζήτηση μετά την έκδοση της 4555/2019 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, και για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα με αρ. . και . Σειράς Α΄ ειδικά γραμμάτια παραβόλου), ζητείται, να ακυρωθεί η με αρ. πρωτ. ./4.11.2015 απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής του Τ.Α.Ν., με την οποία απορρίφθηκε ένσταση της προσφεύγουσας, κατά της με αρ. πρωτ. ./20.4.2015 απόφασης του Διευθυντή Παροχών του Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν., με την οποία είχε απορριφθεί αίτημα της ιδίας να της χορηγηθεί σύνταξη.
2. Επειδή, ο Κώδικας περί Ταμείου Νομικών, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν.δ. 4114/1960 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 164), ορίζει στην παρ. 1 του άρθρου 7, όπως η υποπερίπτ. α της περιπτ. Α΄ της παρ. αυτής αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 4507/1966 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 71), τα εξής: «Εις το Ταμείον ασφαλίζονται υποχρεωτικώς οι κάτωθι: Α. Άμισθοι α) … δ) Οι άμισθοι Δικαστικοί Κλητήρες, εκτός αν ασκούσι και έτερον επάγγελμα. ε) …». Περαιτέρω στο άρθρο 14 του ν. 1090/1980 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 263), όπως το τελευταίο εδάφιο αυτού προστέθηκε με την παρ.5 άρθρ.18 Ν.3232/2004 (ΦΕΚ Α 48/12.2.2004), ορίζονται τα εξής: «Ασκούμενοι δικηγόροι, από της εγγραφής των εις τον οικείον δικηγορικόν σύλλογον, δύναται να ασφαλίζωνται εις το Ταμείον Νομικών, τον κλάδον επικουρικής ασφαλίσεως δικηγόρων και ταμεία πρόνοιας και υγείας δικηγόρων, καταβάλλοντες τας εκάστοτε προβλεπομένας εισφοράς πρώτης πενταετίας. Ο κατά τα ανωτέρω χρόνος υπολογίζεται εις τον δυνάμενον να αναγνωρισθή χρόνον ασφαλίσεως κατά τας διατάξεις των παραγρ. 1 και 2 του άρθρου 18 του νόμου 4507/1966, των άρθρων 4 και 5 του αναγκαστικού νόμου 189/1967 και της παραγρ. 2 του άρθρου 16 του νόμου 984/1979. Με τους ίδιους ως άνω όρους και προϋποθέσεις, δικαστικοί επιμελητές από την εγγραφή τους στα βιβλία ασκουμένων του οικείου Συλλόγου Δικαστικών Επιμελητών μπορούν να ασφαλίζονται στο Ταμείο Νομικών, στο Ταμείο Προνοίας Δικαστικών Επιμελητών και στο Ταμείο Υγείας Δικηγόρων Επαρχιών.». Εξάλλου, οι αμέσως προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 4507/1966, του α.ν. 189/1967 και του ν. 984/1979 καταργήθηκαν με την παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 1759/1988 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 50). Τέλος, κατά το άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 1976/1991 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 184): «Η καταβολή ασφαλιστικών εισφορών προς το Ταμείο Νομικών, από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού και στο εξής, από οποιοδήποτε πρόσωπο ασκεί εργασίες, για τις οποίες είναι δυνατή η ασφάλιση στο Ταμείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν.δ. 4114/1960 (ΦΕΚ 164 Α΄), όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν κάθε φορά, δεν δημιουργεί δικαίωμα για παροχές, αν για το χρονικό διάστημα για το οποίο καταβάλλονται οι εισφορές δεν υπάρχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στην ασφάλιση του Ταμείου. Ο έλεγχος των νόμιμων αυτών προϋποθέσεων γίνεται με την υποβολή στο Ταμείο Νομικών των δικαιολογητικών, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 8 του β.δ. 661 /1961 (ΦΕΚ Α΄ 157)». Εξάλλου, στο άρθρο 40 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ Α΄ 165), όπως αυτό όπως είχε αντικατασταθεί με την παράγραφο 18 του άρθρου 10 του Ν.3863/2010 (ΦΕΚ Α 115) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 του Ν.3996/2011 (ΦΕΚ Α 170), και ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ορίζεται ότι: «1. Ως Χρόνος ασφάλισης στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης λογίζεται, πλην του χρόνου πραγματικής ή προαιρετικής ασφάλισης: α) ο χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας, β) ο χρόνος γονικής άδειας ανατροφής παιδιών, γ) ο χρόνος επιδότησης λόγω ασθένειας και μέχρι 300 ημέρες, καθώς και ο χρόνος επιδότησης λόγω τακτικής ανεργίας και μέχρι 300 ημέρες, δ) ο χρόνος εκπαιδευτικής άδειας άνευ αποδοχών και μέχρι δύο έτη, ε) ο χρόνος σπουδών για την απόκτηση ενός μόνο πτυχίου ανώτερης ή ανώτατης σχολής της ημεδαπής ή της αλλοδαπής ή διπλώματος επαγγελματικής κατάρτισης μεταδευτεροβάθμιου Ινστιτούτου Επαγγελματικής Κατάρτισης ή διπλώματος Σχολής Ξεναγών, καθώς και ο χρόνος σπουδών για την απόκτηση πτυχίου, μετά τη συμπλήρωση του 17ου έτους της ηλικίας, σε μέσες τεχνικές και επαγγελματικές σχολές ή σε μονάδες της δευτεροβάθμιας τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης από την έναρξη ισχύος του ν. 576/1977 (Α` 102) και μετά ή στο Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο, ο οποίος είναι ίσος με τον κατά το χρόνο αποφοίτησης επίσημο χρόνο σπουδών της οικείας σχολής, στ) ο χρόνος για τον οποίο δεν έχει χωρήσει ασφάλιση σε φορείς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, μετά την υπαγωγή, για πρώτη φορά, στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης ή το Δημόσιο και ο οποίος δεν μπορεί να είναι λιγότερος από έναν πλήρη ημερολογιακό μήνα σε κάθε περίπτωση κενού ασφάλισης μεταξύ περιόδων ασφάλισης, ζ) ο προβλεπόμενος από την Ε.Γ.ΣΣ.Ε. χρόνος απουσίας από την εργασία λόγω κύησης και λοχείας, η) ο χρόνος απεργίας, θ) ο πλασματικός χρόνος της παρ. 1 του άρθρου 141 του ν. 3655/2008 (Α` 58), που αναγνωρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, όπως ισχύουν, ι) ο χρόνος μαθητείας, όπως ορίζεται από τις ισχύουσες διατάξεις και μέχρι δύο έτη, ια) ο χρόνος προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης που εκτίθηκε μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 2510/1997 (Α` 136) για το στρατιωτικό αδίκημα της ανυπακοής ή της ανυποταξίας του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, στο οποίο υπέπεσαν στρατεύσιμοι που αρνήθηκαν την εκπλήρωση της στρατιωτικής υπηρεσίας επικαλούμενοι τις θρησκευτικές ή ιδεολογικές τους πεποιθήσεις, ιβ) ο χρόνος που μεσολαβεί από την απόκτηση του πτυχίου μέχρι και την απόκτηση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος στους ασφαλισμένους στον Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Εργων, την Ειδική Προσαύξηση και τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Εργων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ). 2…».
3. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι ο χρόνος άσκησης των δικαστικών επιμελητών είναι χρόνος προαιρετικής υπαγωγής στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Α.-Τ.Α.Ν. υπό τον όρο της καταβολής των σχετικών ασφαλιστικών εισφορών (πρβλ. Σ.τ.Ε. 982, 624/2019, ΔΕφΑθ. 3494/2011). Η αναγνώριση του χρόνου άσκησης ως χρόνου ασφάλισης συνιστά βεβαίωση πραγματικού, και όχι πλασματικού χρόνου ασφάλισης δεδομένου ότι ως πλασματικός χρόνος ασφάλισης λογίζεται εκείνο το χρονικό διάστημα (στρατιωτική υπηρεσία, χρόνος σπουδών, ανεργία, χρόνος φυλάκισης κ.ά.) για το οποίο δεν υπήρχε πραγματική δυνατότητα υπαγωγής στην (προαιρετική ή υποχρεωτική) ασφάλιση των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, ούτε δυνατότητα καταβολής ασφαλιστικών εισφορών. Επιπροσθέτως, η παροχή της δυνατότητας αναγνώρισης του χρόνου άσκησης ως χρόνου ασφάλισης με την καταβολή του αντίστοιχου ποσού εξαγοράς σε μεταγενέστερο της άσκησης χρόνο αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στον κατά τεκμήριο οικονομικά αδύναμο ασκούμενο δικηγόρο να αναγνωρίσει μετέπειτα τον χρόνο άσκησης, ως πραγματικό χρόνο ασφάλισης δεδομένου ότι ο χρόνος αυτός είναι χρόνος παροχής ασφαλιστέας εργασίας για την οποία μπορούν εξαρχής να καταβληθούν εισφορές.
4. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 1 του ν. 861/1979 υπό τον τίτλο «Περί απλουστεύσεως της διαδικασίας αναγνωρίσεως χρόνου προϋπηρεσίας και απονομής των πάσης φύσεως παροχών εις τους ησφαλισμένους των Ασφαλιστικών Οργανισμών αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών και άλλων τινών διατάξεων» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 2), ορίζεται ότι: «1. Η αναγνώρισις χρόνου προϋπηρεσιών ως συνταξίμου και η απονομή των πάσης φύσεως παροχών (συντάξεων, εφ’ άπαξ, ….. κ.λπ.) των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, ενεργείται δι’ αποφάσεως του προϊσταμένου των Υπηρεσιών του οικείου Ασφαλιστικού Οργανισμού, ….. Εις τας ανωτέρω διατάξεις υπάγονται οι Ασφαλιστικοί Οργανισμοί οι οποίοι καθορίζονται εκάστοτε δι’ αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών μετά γνώμην του Δ.Σ. εκάστου εξ αυτών. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου κάθε Οργανισμού που εγκρίνεται από τον Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, οι παραπάνω αρμοδιότητες δύνανται να μεταβιβάζονται σε κατώτερα του προϊσταμένου των υπηρεσιών του Οργανισμού αρμόδια όργανα, τα οποία προΐστανται υπηρεσιών, διευθύνσεων ή των αυτοτελών ή μη τμημάτων ή γραφείων του φορέα. [όπως το τρίτο εδάφιο της παρ. 1 συμπληρώθηκε με το άρθρο 13 του ν. 984/1979 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 244) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 62 παρ. 5 του ν. 3518/2006 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 272)]. 2… .3. Η κατά την παράγραφον 1 απόφασις υπόκειται εις ένστασιν, ασκουμένην υπό παντός έχοντος έννομον συμφέρον, ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου ασφαλιστικού Οργανισμού, εντός προθεσμίας τριών μηνών, αρχομένης από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως. 4. Το Διοικητικόν Συμβούλιον υποχρεούται να εκδώση την σχετικήν απόφασίν του εντός μηνός από της υποβολής της ενστάσεως … 5. …». Εξάλλου, στο άρθρο 30 του ν. 3655/2008 (Φ.Ε.Κ. Α’ 58), με το άρθρο 25 του οποίου συνεστήθη το «Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων», ορίζεται ότι: «Οι Αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΤΑΑ είναι οι εξής: 1. … 16. Αποφαίνεται επί ενστάσεων κατά πάσης φύσεως αποφάσεων οργάνων του Ταμείου εν όλω ή εν μέρει απορριπτικών, πλην εκείνων που αναφέρονται σε θέματα ασφάλισης και παροχών, για τις οποίες αποφαίνονται οι Διοικούσες Επιτροπές. 17. …», ενώ στο άρθρο 31 ότι: «Οι Αρμοδιότητες των Διοικουσών Επιτροπών του ΕΤΑΑ είναι οι εξής: 1. Η εξέταση και λήψη απόφασης επί των αιτήσεων θεραπείας κατά αποφάσεων των οργάνων του Ενιαίου Ταμείου για θέματα ασφάλισης και παροχών. 2.…», ενώ επιπλέον, με το άρθρο μόνο της με αρ. Φ.10060/7075/394/2009 απόφασης της Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (Φ.Ε.Κ. Β΄ 672) ορίσθηκαν τα εξής: «Εγκρίνουμε την απόφαση του Δ.Σ. του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ), που λήφθηκε κατά την 15η/29.1.2009 συνεδρίαση με την οποία: Α. Υπάγεται το Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ) στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 861/1979 (Α 2), όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 13 του ν. 984/1979 (Α 237) και αντικαταστάθηκε από τις διατάξεις της παρ. 5 του αρ. 62 του ν. 3518/2006 (Α 272). Ειδικότερα, κατ` εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, και όσον αφορά: Ι. τους Κλάδους Κυρίας και Επικουρικής Ασφάλισης και τον Κλάδο Προνοίας, εκχωρούνται στον αρμόδιο Προϊστάμενο Διεύθυνσης των Τομέων, ή το νόμιμο αναπληρωτή του, οι κάτωθι αρμοδιότητες που αφορούν την έκδοση αποφάσεων για: α) υπαγωγή στην ασφάλιση β) χορήγηση σύνταξης γήρατος, θανάτου, ανικανότητας, λόγω παραίτησης υπαλλήλων, βοηθημάτων και επιδομάτων γ) …. ε) αναγνώριση στρατιωτικής θητείας και κάθε είδους αναγνώριση στ) … η) … …Β. …».
5. Επειδή, τέλος, στο άρθρο 79 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), ορίζεται ότι: «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη κατά το νόμο και την ουσία, μέσα στα όρια της προσφυγής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. Κατ` εξαίρεση, ο κατά το νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης, κατά περίπτωση, χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό της, προκειμένου να διακριθεί: α) αν συντρέχουν οι Λόγοι της περ. α` της παρ. 3 ή β) αν η πράξη είναι πλημμελής κατά τη νόμιμη βάση της, ή γ) αν υπάρχει παράβαση Δεδικασμένου.».
6. Επειδή, εν προκειμένω από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η προσφεύγουσα, δικαστική επιμελήτρια από 16.3.1989, με την με αρ. πρ. ./30.11.2012 αίτησή της, ζήτησε από το καθ΄ ου Ταμείο την αναγνώριση του χρόνου άσκησης ως δικαστική επιμελήτρια, από 8.8.1987 έως 15.3.1989. Ακολούθως, με τη με αρ. ./18.12.2012 πράξη της Διευθύντριας Ασφάλισης της Διεύθυνσης Ασφάλισης του Τμήματος Μητρώου Ασφαλισμένων του Τ.Α.Ν. και Τ.Ε.Α.Δ., αποφασίστηκε η αναγνώριση στην προσφεύγουσα του ως άνω χρονικού διαστήματος άσκησής της, ήτοι 1 έτος 7 μήνες και 8 ημέρες, την οποία και εξόφλησε στις 25.1.2013 μετά το από 7.1.2013 έγγραφο του Τμήματος Εισφορών Αμίσθων. Ακολούθως, η προσφεύγουσα υπέβαλε την με αρ. πρωτ. ./4.4.2013 αίτηση συνταξιοδότησης από το Ε.Τ.Α.Α.-Τ.Α.Ν. και με την με αρ. ./31.10.2013 Πράξη Διευθύντριας Ασφάλισης βεβαιώθηκε ο χρόνος ασφάλισής της στο καθ’ ου ως Δικαστική Επιμελήτρια και ως ασκούμενη, υπολογίζοντας τον χρόνο άσκησής από αιτήσεως με συνολικό χρόνο ασφάλισης 25 έτη 6 μήνες και 13 ημέρες. Με βάση τον πιο πάνω χρόνο και το χρόνο του Ι.Κ.Α., τον οποίο είχε διαδοχικά, εκδόθηκε η ./20.4.2015 απόφαση του Διευθυντή Παροχών του Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν. με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για απονομή σύνταξης, γιατί μέχρι 31.12.2010 είχε συμπληρώσει 24 χρόνια πραγματικής ασφάλισης και ήταν έγγαμη αλλά κατά την έξοδό της δεν είχε συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας και κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης δεν είχε συμπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας της, ώστε να δικαιωθεί σύνταξη με βάση το χρόνο ασφάλισης που είχε διαδοχικά (28-00-02), και, συνεπώς, δεν δικαιούται σύνταξη από το Ε.Τ.Α.Α.-Τ.Α.Ν., σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ.17 παρ. 1β του ν. 4114/1960 σε συνδυασμό με τα άρθρα 47 και 48 του ν. 2084/1992, το άρθρο 42 παρ. 5 του ν. 3996/2011, το άρθρο 1 παρ. ΙΑ4 του ν. 4093/2012 και την Φ. 80000/οικ.26985/852/21.11.2012 εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας. Κατά της απόφασης αυτής η προσφεύγουσα άσκησε την με αρ. πρωτ. ./17.7.2012 ένστασή της, με την οποία ζήτησε ο χρόνος άσκησής της να υπολογισθεί για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος μέχρι 31.12.2010, ώστε να συνταξιοδοτηθεί ως μητέρα ανηλίκου τέκνου με ευνοϊκότερες προϋποθέσεις και άλλο όριο ηλικίας όπως σε άλλες περιπτώσεις, σύμφωνα με το με αρ. πρωτ. Φ10041/17154/28.9.2011 έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας, διαφορετικά ζήτησε την εξαγορά πλασματικού χρόνου για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με την με αρ. πρωτ. ./4.11.2015 απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής του Τ.Α.Ν., απορρίπτοντας το αίτημα της προσφεύγουσας για αναγνώριση και υπολογισμό κατά τα ανωτέρω του χρόνου άσκησης και ενέμεινε σε όσα ορίζονται στη με αρ. 56741/20.4.2015 απόφαση του Διευθυντή Παροχών του Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν.. Ειδικότερα, η Διοικούσα Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση αφού έλαβε υπόψη ότι σύμφωνα με το με αρ. πρωτ. Φ10041/10451/451/16-6-2011 έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας, στις αιτήσεις που έχουν υποβληθεί για αναγνώριση χρόνου άσκησης από 1-1-2011 και μετά ο χρόνος άσκησης μπορεί να υπολογισθεί ως συντάξιμος για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος μέχρι 31-12-2010, όμως, στην Φ10041/17154/670/28-9-2011 νεότερη εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας στην παράγραφο 5 ορίζεται ότι «όσον αφορά στις περιπτώσεις που η αίτηση για την αναγνώριση του χρόνου άσκησης υποβλήθηκε πριν την κοινοποίηση του με αρ. Φ10041/10451/451/16-6-2011 εγγράφου του Υπουργείου Εργασίας και έχει υποβληθεί μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία και αίτηση συνταξιοδότησης θεωρούμε ότι το θέμα πρέπει να τεθεί υπόψη της Διοικούσας Επιτροπής Νομικών και του ΔΣ του ΕΤΑΑ, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι τα εν λόγω πρόσωπα υπέβαλαν τη σχετική αίτηση αναγνώρισης και συνταξιοδότησης με την πεποίθηση ότι ο αναγνωριζόμενος χρόνος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος μέχρι 31-12-2010 ακόμα και αν η αναγνώριση γίνει μετά την 1-1-2011», περίπτωση, που κατά την εισήγηση δεν συνέτρεχε εν προκειμένω, σημειώνοντας, περαιτέρω, ότι δικαίωμα αναγνώρισης πλασματικών χρόνων του ν. 3996/2011 έχουν αυτοί που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 1-1-2011 και μετά, έκρινε ότι έπρεπε ο χρόνος άσκησης της προσφεύγουσας να υπολογισθεί από αιτήσεως της αναγνώρισης, σύμφωνα με τις ανωτέρω εγκυκλίους και την αναγνώριση πλασματικού χρόνου του Ν. 3996/2011 για τη συμπλήρωση προϋποθέσεων συνταξιοδότησης μετά την 1-1-2011 και απέρριψε την ένσταση.
7. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή, όπως οι λόγοι αυτής αναπτύσσονται με τα νομίμως κατατεθέντα υπομνήματα, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της με αρ. ./4.11.2015 απόφασης της Δ.Ε. του καθ΄ ου, προκειμένου να υπολογιστεί ο χρόνος άσκησής της στο Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν. και Τ.Ε.Α.Δ. ως θεμελιωτικός για απονομή σύνταξης βάσει των διατάξεων που ίσχυαν μέχρι 31.12.2010. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα επαναφέρει τους ισχυρισμούς της όπως αυτοί τέθηκαν ενώπιον της Δ.Ε. κατά τη διοικητική διαδικασία που προηγήθηκε και προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι το καθ’ ου κατά παράβαση της Αρχής της Χρηστής Διοίκησης επέδειξε βαρύτατη αμέλεια στο χειρισμό της υπόθεσής της, δοθέντος ότι δεν την ενημέρωσε σωστά για τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησής της παρά τις επανειλημμένες επαφές που είχε με υπαλλήλους του καθ’ ου, ενώ η ίδια ακολουθούσε με επιμέλεια και καλή πίστη τις οδηγίες αυτών, ενώ από υπαιτιότητα του βρέθηκε σε εξαιρετικά δυσχερή θέση, καθώς το καθ’ ου ερμήνευσε στενά και αντίθετα με το πνεύμα της προτεινόμενης λύσης την παρ. 5 της Φ10041/17154/670/28-9-2011 εγκυκλίου του Υπουργείου Εργασίας. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι μη νόμιμα η Διοικούσα Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι υπέβαλε τη σχετική αίτηση αναγνώρισης του χρόνου άσκησης και ακολούθως παραιτήθηκε για να αιτηθεί σύνταξη γήρατος μειωμένη ως μητέρα ανηλίκου τέκνου με την πεποίθηση ότι ο αναγνωριζόμενος χρόνος μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού της δικαιώματος, ότι η πεποίθηση αυτή δημιουργήθηκε κατόπιν οδηγιών και κατευθύνσεων που της δόθηκαν από όργανα του καθ’ ου, καθώς και ότι το πνεύμα της παρ. 5 της Φ10041/17154/670/28-9-2011 εγκυκλίου του Υπουργείου Εργασίας δεν ήταν να θέσει ένα αυθαίρετο χρονικό σημείο. Αντιθέτως, το καθ’ ου Ταμείο με το με αρ. πρωτ. ./18.1.2019 έγγραφο απόψεων, καθώς και με τα νομίμως κατατεθέντα υπομνήματα, ζητεί την απόρριψη της κρινόμενης προσφυγής.
8. Επειδή, με τα ανωτέρω δεδομένα, και σύμφωνα με τις διατάξεις που προπαρατέθηκαν, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, καταρχάς, ότι οι από 16.6.2011 και από 28.9.2011 εγκύκλιοι του Υπουργείου Εργασίας δεν έχουν νομική δεσμευτικότητα αφού περιέχουν ερμηνεία νομοθετικών διατάξεων (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2291/2019 2292-3/2015, 3747/2013). Περαιτέρω, λαμβάνεται υπόψη ότι, ο χρόνος άσκησης, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η άσκηση της προσφεύγουσας, ήτοι κατά τα έτη 1987 -1989, συνιστούσε χρόνο προαιρετικής υπαγωγής στην ασφάλιση, ο οποίος, μετά την αναγνώριση και εξόφληση των αναλογουσών εισφορών, ανάγεται στο χρόνο κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε η εργασία, ενώ επιπλέον, ο χρόνος αυτός μπορεί να συνυπολογιστεί για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο χρόνος άσκησης της προσφεύγουσας στο Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν. και Τ.Ε.Α.Δ. πρέπει να αναγνωρισθεί ως συντάξιμος με τις προϋποθέσεις που απαιτούνταν μέχρι 31.12.2010, η δε Διοικούσα Επιτροπή του Τομέα Ασφάλισης Νομικών, που με την προσβαλλόμενη απόφασή της έκρινε αντιθέτως, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και θα πρέπει για το λόγο αυτό να ακυρωθεί.
9. Επειδή, κατ’ ακολουθία, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η με αρ. ./4.11.2015 απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής του Τομέα Ασφάλισης Νομικών και να αναγνωρισθεί ο χρόνος άσκησης της προσφεύγουσας ως δικαστική επιμελήτρια στο Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν. και Τ.Ε.Α.Δ. και, ήδη, e – Ε.Φ.Κ.Α. ως συντάξιμος με τις προϋποθέσεις που απαιτούνταν μέχρι 31.12.2010. Τέλος, το παράβολο που καταβλήθηκε πρέπει να αποδοθεί στην προσφεύγουσα (άρθρο 277 παρ. 9 του Κ.Δ.Δ.), ενώ, κατ΄ εκτίμηση των περιστάσεων, το καθ’ ου πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα της τελευταίας (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.).
Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
Δέχεται την προσφυγή.
Ακυρώνει τη με αρ. ./4.11.2015 απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής του Τομέα Ασφάλισης Νομικών.
Αποφαίνεται ότι ο χρόνος άσκησης της προσφεύγουσας ως δικαστική επιμελήτρια στο Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν. και Τ.Ε.Α.Δ. και, ήδη, e – Ε.Φ.Κ.Α., πρέπει να αναγνωρισθεί ως συντάξιμος με τις προϋποθέσεις που απαιτούνταν μέχρι 31.12.2010.
Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στην προσφεύγουσα.
Απαλλάσσει το καθ’ ου ν.π.δ.δ. από τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα στις 05.04.2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΠΑΚΑΡΑΚΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΓΟΥΡΙΤΣΑ
Η απόφαση δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 4.7.2023 με τη συμμετοχή στη σύνθεση της Αθηνάς Βρακατσέλη, Προέδρου Πρωτοδικών Δ.Δ. λόγω προαγωγής της Παναγιώτας Μπακαράκου, Προέδρου Δ.Δ. σε Εφέτη Δ.Δ. και τοποθέτησης της στο Διοικητικό Εφετείο Πειραιά.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΘΗΝΑ ΒΡΑΚΑΤΣΕΛΗ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΕΤΤΑΣ