Αναιρείται η απόφαση διότι
η πρόβλεψη σ’ αυτήν (προσβαλλόμενη απόφαση), ότι ουσιαστικά ο αναιρεσίβλητος – αιτών θα έχει εκτίσει την ποινή του πριν από την εκδίκαση της έφεσής του δεν αποτελεί επιχείρημα για να δικαιολογήσει την κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης της ποινής, καθόσον η καθυστέρηση εκδίκασης της έφεσής του δεν συνιστά από μόνη της λόγο για αναστολή εκτέλεσης της ποινής,
ύπαρξη ασάφειας, καθώς αν και γίνεται δεκτό ότι η πράξη ήταν σκληρή και απάνθρωπη, υπό τη συνθήκη ότι ο πολιτικός σχηματισμός που κάλυπτε αυτή τη συμπεριφορά είχε κοινοβουλευτική παρουσία, την εντούτοις αναφέρεται ότι ο πολιτικός σχηματισμός αποδομήθηκε, μετά την διαφαινόμενη απομόνωσή του, κοινωνική και πολιτική, εξαιτίας της συμπεριφοράς κάποιων μελών του, είναι ασαφής, ενόψει του ότι δεν στηρίζεται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και δεν μπορεί να στηρίξει το διατακτικό της (πληττόμενης απόφασης).
Ενώ η απόφαση δέχεται ότι ο έφηβος υιό του Β., ηλικίας δεκαέξι (16) ετών θα έχει σημαντική και υπέρμετρη βλάβη, διότι αυτός (αναιρεσίβλητος – αιτών) είναι το κύριο στήριγμά του, δεν δικαιολογείται επαρκώς, αφού δεν διευκρινίζεται για ποιο λόγο είναι αδύνατη η παροχή οποιασδήποτε συνδρομής εκ μέρους άλλου συγγενικού προσώπου ή ακόμα δημόσιου φορέα κοινωνικής πρόνοιας και αλληλεγγύης, κατά το χρονικό διάστημα που εκείνος θα εκτίει την ποινή του.
Απόφαση 277 / 2022 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Μαρία Κουβίδου και Ελευθέριο Σισμανίδη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Δεκεμβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Μωυσίδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 1126/2021 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών (Αναστολών) και με κατηγορούμενο τον Γ. Π. του Β., κάτοικο …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Γκαβέλα.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών (Αναστολών), με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 45/3-11-2021 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Σουλτάνας Κουφιάδου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1043/2021.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου, που ζήτησε την απόρριψή της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 2 εδ. α’ του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ. (Ν. 4620/2019, Φ.Ε.Κ. 96/11-6-2019, τεύχος πρώτο), “Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 507”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 507 του αυτού ως άνω Κ.Ποιν.Δ., όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 155 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. 215/12-11-2021, τεύχος πρώτο) “Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει από την καταχώριση καθαρογραμμένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου και για μεν τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι ενός (1) μηνός, για δε τους λοιπούς εισαγγελείς είκοσι (20) ημερών, από την καταχώριση αυτήν.”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης, εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την καταχώρισή της καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου που την εξέδωσε.
ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από 3-11-2021 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ’ αρ. 1126/18-10-2021 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών (Αναστολών), που καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ. την 25-10-2021, με την οποία διατάχθηκε η αναστολή εκτέλεσης της υπ’ αρ. 2644/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, ως προς τις διατάξεις της που αφορούν τον αναιρεσίβλητο – αιτούντα, Γ. Π. του Β., κάτοικο … (οδός …), κρατούμενο στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης …, μέχρι την έκδοση απόφασης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επί της ασκηθείσας από τον ίδιο (αναιρεσίβλητο – αιτούντα) έφεσης κατά της ανωτέρω καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης, με τους περιοριστικούς όρους: α) της απαγόρευσης εξόδου του από την χώρα και β) της υποχρέωσης εμφάνισής του, το πρώτο πενθήμερο κάθε μηνός, στο Αστυνομικό Τμήμα του τόπου κατοικίας του. Η αίτηση αυτή έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, με δήλωση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα στην αρμόδια γραμματέα του Αρείου Πάγου, την 3-11-2021, για την οποία συντάχθηκε η υπ’ αρ. 45/2021 έκθεση, είναι δε παραδεκτή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη, καθόσον ασκήθηκε από δικαιούμενο προς τούτο πρόσωπο, κατά απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο (άρθρα 504 παρ. 1, 505 παρ. 2, 507, 509 παρ. 1, 473 παρ. 3, 474 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ.), περιλαμβάνει δε ως λόγο αναίρεσης την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ.). Επομένως, πρέπει να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητα του λόγου της.
ΙΙΙ. Οι διατάξεις του άρθρου 497 του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ., όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 151 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. 215/12-11-2021, τεύχος πρώτο), ορίζουν ότι: “1. Ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει μόνο η έφεση που ασκείται παραδεκτά και όχι η προθεσμία για την άσκησή της. 2. (…) 4. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης, η κρίση για το αν η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε. Αυτό, με ειδική αιτιολογία και εφαρμόζοντας τα κριτήρια της παρ. 8, αποφασίζει αμέσως μετά την απαγγελία της απόφασης, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από δήλωση του κατηγορουμένου ότι θα ασκήσει έφεση. 5. Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να εξαρτήσει την ανασταλτική δύναμη της έφεσης από την επιβολή περιοριστικών όρων. Αν επιβληθεί ο περιοριστικός όρος της εγγυοδοσίας, εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 295. 6. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και όταν ασκήθηκε έφεση από τον εισαγγελέα υπέρ εκείνου που καταδικάστηκε. 7. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας και άσκησε παραδεκτά έφεση, η οποία όμως δεν έχει ανασταλτική δύναμη, μπορεί να ζητηθεί με αίτηση του ίδιου ή του εισαγγελέα η αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η αίτηση, υποβαλλόμενη με συνημμένο αντίγραφο της πρωτοβάθμιας απόφασης ή απόσπασμά της συνοδευόμενο από το εισαγωγικό της κατηγορίας έγγραφο απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αν πρόκειται για το μικτό ορκωτό εφετείο και αυτό δεν συνεδριάζει, στο πενταμελές εφετείο. Η ως άνω δυνατότητα υφίσταται και σε περίπτωση αναβολής της δίκης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, οπότε η σχετική αίτηση καταχωρίζεται στα πρακτικά. Αν η αίτηση απορριφθεί, νέα αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί πριν παρέλθουν δύο μήνες από τη δημοσίευση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προηγούμενη. Αν στον κατηγορούμενο επιβληθεί ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση, εφαρμόζονται αντίστοιχα και τα οριζόμενα στα άρθρα 284 και 285, με εξαίρεση την παρ. 1 του τελευταίου άρθρου. 8. Τότε μόνο δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά την παρ. 4 στην έφεση ή απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση χορηγεί ανασταλτικό αποτέλεσμα ή αναστολή εκτέλεσης, αν αιτιολογημένα κρίνει ότι η άμεση έκτιση ή συνέχιση έκτισης της ποινής θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για την οικογένειά του. Αν παραβιαστούν οι όροι που τέθηκαν το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα, για την άρση ή όχι της χορηγηθείσας αναστολής εκτέλεσης. 9. Ο κατηγορούμενος κλητεύεται, σύμφωνα με τα άρθρα 155 έως 162 και 166, στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατά την παρ. 7 αυτού του άρθρου. Αν κρατείται μακριά από την έδρα του δικαστηρίου, δεν προσάγεται σε αυτό. 10. Για όλες τις παρεπόμενες στερήσεις δικαιωμάτων, εκπτώσεις και ανικανότητες, το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται πάντοτε αυτοδικαίως.”. Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες είναι παρόμοιες με εκείνες του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Κ.Ποιν.Δ., όπως είχαν τροποποιηθεί με τον Ν. 3904/2010, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της εισηγητικής έκθεσης του νόμου αυτού (3904/2010), συνάγεται ότι με την ριζική αναμόρφωση του συγκεκριμένου άρθρου, επιδιώχθηκε η κάμψη της διαπιστωθείσας κατά το παρελθόν αυστηρότητας που επέδειξαν τα δικαστήρια της ουσίας, τόσο ως προς τη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος σε περίπτωση άσκησης έφεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης όσο και ως προς την αναστολή εκτέλεσης της τελευταίας αυτής απόφασης, μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου επί της ασκηθείσας σχετικής έφεσης. Η αρνητική αυτή τάση των δικαστηρίων, εκτός των αφόρητων συνεπειών της γι’ αυτόν που καταδικάστηκε πρωτόδικα, αντιστρατεύεται και το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο συνάπτεται με το δικαίωμά του η υπόθεσή του να επανεξεταστεί από ανώτερο δικαστήριο. Με την προαναφερόμενη νομοθετική παρέμβαση αμβλύνθηκαν, τόσο οι τυπικές όσο και οι ουσιαστικές, προϋποθέσεις, οι οποίες έπρεπε να συντρέχουν, κατά την προϊσχύουσα μορφή του ως άνω άρθρου, προκειμένου να χορηγηθεί ανασταλτικό αποτέλεσμα στην ασκούμενη έφεση ή αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, ενόψει άσκησης έφεσης από τον καταδικασθέντα κατηγορούμενο ή υπέρ αυτού. Περαιτέρω, όπως έχει η διάταξη της παραγράφου 8 του εν λόγω άρθρου (497 του Κ.Ποιν.Δ.), το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης και η αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης αποτελούν τον κανόνα, πλην, όμως, η χορήγησή τους αποκλείεται, αν κριθεί ότι συντρέχουν οι περιοριστικά αναφερόμενοι στη συγκεκριμένη διάταξη λόγοι. Ειδικότερα, δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση, κατά της πρωτόδικης απόφασης, όταν ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει προβεί σε προπαρασκευαστικές για τη φυγή του ενέργειες ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής ή αν κριθεί ότι, σε περίπτωση που αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό, ενόψει προηγούμενων καταδικών του για αξιόποινες πράξεις, ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να τελέσει και άλλα εγκλήματα. Επίσης, ανασταλτικό αποτέλεσμα ή αναστολή εκτέλεσης χορηγείται σε κάθε περίπτωση, όταν κριθεί αιτιολογημένα ότι η άμεση έκτιση ή συνέχιση έκτισης της ποινής θα επιφέρει υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη στον κατηγορούμενο ή στην οικογένειά του. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, προς το σκοπό της διόρθωσης τυχόν εσφαλμένων αποφάσεων, δικαιούται να ασκεί το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά οποιασδήποτε απόφασης και για όλους τους λόγους που διαλαμβάνονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., μεταξύ των οποίων και αυτός της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ.. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης δεν αφορά μόνο την κύρια απόφαση, δηλαδή την επί της ενοχής δικαιοδοτική κρίση του δικαστηρίου, αλλά εκτείνεται ανεξαιρέτως σε όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή η έκδοσή τους έχει αφεθεί στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι και η απόφαση του δικαστηρίου, με την οποία γίνεται δεκτή η αίτηση του κατηγορουμένου και διατάσσεται η αναστολή εκτέλεσης της καταδικαστικής απόφασης μέχρι την έκδοση απόφασης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επί της ασκηθείσας από αυτόν έφεσης, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη, η εν λόγω δε αιτιολογία συνίσταται στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν κατά τη δημόσια στο ακροατήριο συζήτηση της σχετικής αίτησης, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών, με βάση τους οποίους το δικαστήριο δέχτηκε τη σχετική αίτησή του (κατηγορουμένου) και ανέστειλε την εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε σ’ αυτόν πρωτόδικα. Εξάλλου, έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει, εκτός των άλλων, και όταν από τη στάθμιση του όλου περιεχομένου του σκεπτικού της απόφασης, δεν συνάγεται κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο, ότι το δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησής του, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα, ανεξαιρέτως, τα αποδεικτικά μέσα, αφού η αιτιολογία δεν μπορεί να είναι επιλεκτική, δηλαδή να στηρίζεται σε ορισμένα δεδομένα της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν σ’ αυτήν, διότι στην περίπτωση αυτή υπόκειται ασάφεια και δημιουργούνται λογικά κενά. Η υποχρέωση του δικαστηρίου να προέλθει σε λειτουργικό συσχετισμό, συνεκτίμηση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων, επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ., χωρίς να αρκεί, για την προς τούτο δικαιοδοτική κρίση, η τυπική ρηματική αναφορά στο προοίμιο του σκεπτικού της απόφασης των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησής του. Το αποτέλεσμα του συσχετισμού, της συνεκτίμησης, της συγκριτικής στάθμισης και της συναξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, καθόσον αφορά στην αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, πλην όμως, στην αιτιολογία πρέπει να αναφέρεται γιατί το δικαστήριο πείσθηκε από το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και όχι από άλλο αντίθετο ή διαφορετικό. Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι, σε κάθε περίπτωση, στη σχετική απόφαση του δικαστηρίου, με την οποία χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση ή αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, πρέπει να διαλαμβάνεται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όχι μόνον ως προς τη συνδρομή των θετικών προς τούτο προϋποθέσεων, αλλά και ως προς την ανυπαρξία απαγορευτικών του εν λόγω μέτρου όρων (Α.Π. 714/2018). IV. Στην προκείμενη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών (Αναστολών), με την αναιρεσιβαλλόμενη υπ’ αρ. 1126/18-10-2021 απόφασή του, δέχθηκε την υπ’ αρ. πρωτ. 11015/6-9-2021 αίτηση του αναιρεσίβλητου – αιτούντος, Γ. Π. του Β., και διέταξε την αναστολή εκτέλεσης της υπ’ αρ. 2644/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, ως προς τις διατάξεις της που αφορούν τον τελευταίο (αναιρεσίβλητο – αιτούντα), σύμφωνα με τις οποίες αυτός καταδικάστηκε σε συνολική ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης δέκα (10) ετών και δύο (2) μηνών, για τις αξιόποινες πράξεις: 1) της ένταξης, ως μέλος, σε εγκληματική οργάνωση, 2) της συνέργειας, από κοινού, σε ανθρωποκτονία από πρόθεση, και 3) της παράνομης οπλοκατοχής, μέχρι την έκδοση απόφασης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επί της ασκηθείσας από τον ίδιο (αναιρεσίβλητο – αιτούντα) έφεσης κατά της ανωτέρω καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης, με τους περιοριστικούς όρους: α) της απαγόρευσης εξόδου του από την χώρα και β) της υποχρέωσης εμφάνισής του, το πρώτο πενθήμερο κάθε μηνός, στο Αστυνομικό Τμήμα του τόπου κατοικίας του. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, ειδικότερα δε από το αιτιολογικό της, σε συνδυασμό με το διατακτικό αυτής, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας, κατά την γνώμη της πλειοψηφίας των μελών της σύνθεσής του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με την πρόταξη νομικής σκέψης (του άρθρου 497 ΚΠΔ), μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ’ είδος αναφερόμενων στα ίδια πρακτικά αποδεικτικών μέσων (ένορκη κατάθεση της μάρτυρα του αναιρεσίβλητου – αιτούντος στο ακροατήριο και αναγνωσθέντα έγγραφα), ότι προέκυψαν, κατά πιστή αντιγραφή, διατηρουμένης της ορθογραφίας, σύνταξης και στίξης, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “(…). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο νέος ΚΠΔ διατηρεί ουσιαστικά το καθεστώς του νόμου 3904/2010 σύμφωνα με το οποίο Α] Διευκρινίστηκε απολύτως η λειτουργικότητα του στοιχείου της βλάβης, η μεν κατάφασή της οδηγεί σε κάθε περίπτωση [ακόμα δηλαδή και όταν τα λοιπά μεγέθη είναι αρνητικά για τον κατηγορούμενο] στη χορήγηση του ανασταλτικού αποτελέσματος ή της αναστολής εκτελέσεως, η δε ανυπαρξία της δεν οδηγεί σε άμεση εκτελεστότητα και Β] αποτυπώνεται εμφανώς η ισχύς του τεκμηρίου της αθωότητας καθώς και ο σεβασμός του κανονιστικού πλαισίου προς το τεκμήριο τούτο και προς το δικαίωμα επανεξετάσεως της υποθέσεως [δικαίωμα απολαύσεως του δεύτερου βαθμού] από το κυρωθέν με το νόμο 1705/1987, έβδομο συμπληρωματικό της ΕΣΔΑ πρωτόκολλο και το κυρωθέν με το νόμο 2462/1997 ΔΣΑΠΔ. Σημειώνεται εδώ ότι στο στοιχείο της βλάβης συσταθμίζεται για τη χορήγηση του ανασταλτικού αποτελέσματος και η αδυναμία εκδίκασης της έφεσης σε κάποιο εγγύς κείμενο χρονικό σημείο [βλ Πενταμ.Εφ.Αθ. 465/1992 Υπερ 1994/316]. Για τούτο εξάλλου προστέθηκε στη παρ. 7 του άρθρου 497 ΚΠΔ η φράση ότι η αίτηση υποβαλλόμενη με συνημμένο αντίγραφο της πρωτοβάθμιας απόφασης ή απόσπασμά της απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, καθόσον κατατείνει ακριβώς στην εξασφάλιση της δυνατότητας πρόσβασης του κατηγορουμένου στη δικαιοσύνη σε εύλογο χρονικό διάστημα, πρόσβαση που δοκιμάζεται ενόψει του παρατηρουμένου φαινομένου υπερβολικής καθυστέρησης της καθαρογραφής των πρωτοδίκων αποφάσεων, με αποτέλεσμα μάλιστα πολλές φορές την ολοσχερή απότιση της ποινής μέχρι τη συζήτηση της έφεσης και την έκδοση απόφασης επ’ αυτής, γεγονός που ακυρώνει το δικαίωμα της έφεσης και το σκοπούμενο όφελος του κατηγορούμενου για τον εξαρχής έλεγχο της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της κατηγορίας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μέχρις της έκδοσης απόφασης του οποίου ο κατηγορούμενος είναι απλός ύποπτος ή αθώος. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω προκύπτουν τα εξής ως προς τον τρόπο εφαρμογής της επίμαχης προβλέψεως α] πρόκειται για εκτελεστότητα επιβληθείσα με πρωτόδικη απόφαση και το αίτημα για άρση της αφορά περιορισμένο χρονικό διάστημα και ενόσω ακόμα είναι ισχυρό το τεκμήριο αθωότητας β] ο όρος ιδιαίτερη επικινδυνότητα δεν υπηρετεί σκοπούς δικονομικής εξασφαλίσεως αλλά είναι ένα είδος ασφαλιστικής κρατήσεως γ] είναι αδιάφορη η φύση του εγκλήματος, για το οποίο έλαβε χώρα η καταδίκη και το ύψος της επιβληθείσας ποινής δ] η ρητή καθιέρωση κριτηρίων στο άρθρο 497 παρ 7 ΚΠΔ αποσκοπεί στη δημιουργία συνθηκών εγγυήσεως ασφάλειας δικαίου ε] αρκεί η πιθανότητα – δυνατότητα βλάβης η οποία σε περίπτωση αμφιβολιών πρέπει να καταφάσκεται στ] η έννομη τάξη ενός κράτους δικαίου δεν μπορεί να αποδέχεται και δεν αποδέχεται τη πρόκληση βλάβης για τον κατηγορούμενό του, όσο διάστημα είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο αθωώσεως και ότι εύλογο είναι πως το δικαστήριο οφείλει να εκκινεί από το τεκμήριο ότι κάθε στέρηση της ελευθερίας που ενδέχεται στο μέλλον να αποδειχθεί αδικαιολόγητη, πιθανολογείται ότι θα έχει ως συνέπεια σημαντική και ανεπανόρθωτη βλάβη του κατηγορουμένου. Στην προκείμενη περίπτωση προέκυψαν τα παρακάτω: Ο αιτών με την υπ’ αριθ. 2644 – 22/2020 απόφαση του ΤΕΚ Αθηνών καταδικάσθηκε για τις πράξεις: Α] ένταξης ως μέλος σε εγκληματική οργάνωση η οποία διαπράχθηκε από το έτος 2008 και εντεύθεν σε κάθειρξη έξι (6) ετών, Β] για συνέργεια σε δολοφονία η οποία διαπράχθηκε στο Κερατσίνι στις 17/9/2013 σε κάθειρξη οκτώ (8) ετών και Γ] παράνομης οπλοκατοχής η οποία διαπράχθηκε στη Νίκαια Αττικής στις 28-9-2013 σε ποινή φυλάκισης έξι μηνών και χρηματική ποινή 600 ΕΥΡΩ, και μετά τη συγχώνευση σε ποινή συνολική κάθειρξης 10 ΕΤΩΝ και δυο μηνών. Ήδη η πράξη της οπλοκατοχής λόγω και της μακροχρόνιας εκδίκασης της υπόθεσης έχει παραγραφεί αφού παρήλθε οκταετία από την τέλεσή της. Με την ίδια παραπάνω απόφαση δεν δόθηκε αναστολή εκτέλεσης αυτής ενόψει της νομότυπης άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης και ο αιτών κατηγορούμενος κρατείται μέχρι σήμερα στις φυλακές από 23-10-2020 ενώ κρατήθηκε προσωρινά ένα έτος έξι μήνες και τέσσερις ημέρες και συνολικά με πραγματική έκτιση 30 μήνες και τέσσερις ημέρες. Επί πλέον όπως αποδείχθηκε από τις σχετικές βεβαιώσεις των καταστημάτων κράτησης … και … ο αιτών κατηγορούμενος έχει πραγματοποιήσει 426 και δύο τέταρτα ημερομίσθια εντός φυλακής και έξι ημέρες κράτησης σε αστυνομικά τμήματα, ενώ η πρωτοβάθμια απόφαση δεν έχει ακόμα καθαρογραφεί, με βάσιμη πιθανότητα, κατά πληροφορίες από την υπηρεσία, να συμβεί αυτό λόγω του όγκου της αρχές του επόμενου έτους και μετά την υπογραφή της από την προεδρεύουσα να προσδιοριστεί άμεσα, όχι ενωρίτερα όμως κατ’ εκτίμηση από την παρέλευση του πρώτου τρίμηνου του επομένου έτους. Από μόνη την παρέλευση κατ’ αρχήν ενός τόσου μεγάλου χρονικού διαστήματος από την τέλεση της πράξης, αφού μόνο η εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης στο πρώτο βαθμό διήρκεσε περί τα πέντε χρόνια, θα μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα και σύμφωνα με τα νομικά δεδομένα, που προαναφέρθηκαν, σε συνδυασμό με το τεκμήριο της αθωότητας, που μέχρι την καταδίκη αμετακλήτως πλέον, ο καταδικασθείς πρωτοδίκως χαρακτηρίζεται ως απλός ύποπτος ή και αθώος, ότι ο αιτών κατηγορούμενος συγκεντρώνει στο πρόσωπό του την πιθανότητα βλάβης από τη συνέχιση της κράτησής του. Όμως η πλειοψηφούσα γνώμη του δικαστηρίου τούτου για τη διαμόρφωση της δικανικής της κρίσης δεν αρκείται στο γεγονός αυτό και μόνο, αλλά ανεξαρτήτως του γεγονότος του ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η έφεση να μην έχει αναστέλλουσα δύναμη, προφανώς στηριζόμενη στο κριτήριο του νόμου ότι τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της πράξης [η οποία πράξη ειρήσθω εν παρόδω, κρίνεται σκληρή και απάνθρωπη, έτσι όπως φέρεται, λαμβανόμενη όπως φάνηκε, υπό τη συνθήκη του ότι ο εν λόγω πολιτικός αυτός σχηματισμός είχε κοινοβουλευτική παρουσία κι εξ αυτού του λόγου [πιθανόν] απορρέουσα κακώς εννοούμενη ισχύς στους πιστεύοντες σε αυτόν, πράγμα που σήμερα μετά την διαφαινόμενη απομόνωσή του, κοινωνική και πολιτική συνεπεία των εγκληματικών συμπεριφορών κάποιων μελών του, εκτιμάται ότι αποδομήθηκε υπό αυτή τη μορφή], ο κατηγορούμενος πιθανολογείται ότι θα διαπράξει και άλλα εγκλήματα, αφού τα άλλα αναφερόμενα κριτήρια – προϋποθέσεις – θετικά της άμεσης εκτέλεσης της ποινής – δεν προέκυψαν ότι υφίστανται [δηλ. ο αιτών έχει γνωστή και μόνιμη κατοικία στη χώρα, δεν έχει κάνει προπαρασκευαστικές πράξεις για να διευκολύνει τη φυγή του, δεν υπήρξε στο παρελθόν φυγόποινος ή φυγόδικος, ούτε καταδικάστηκε για απόδραση κρατουμένου], πρέπει να ειπωθούν τα παρακάτω. Από τα ίδια αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο αιτών κατηγορούμενος έχει ένα παιδί τον Β. ηλικίας σήμερα 16 ετών, το οποίο στην κρίσιμη περίοδο της αυτή της εφηβείας [όπου η ψυχοσύνθεση κατ’ αυτή την περίοδο ενός παιδιού διαμορφώνει χαρακτήρες και κατοπινές συμπεριφορές με ότι αυτό συνεπάγεται], παρουσιάζει πολλές δυσκολίες και ειδικότερα δυσκολία στην κοινωνικοποίηση, και στη συναισθηματική του έκφραση, έχει δεχθεί μπούλινγκ από τις μικρότερες ηλικίες, εμφανίζει απομόνωση και από τα συγγενικά του πρόσωπα ακόμα και από την φυσική μητέρα του – σύζυγο του κατηγορουμένου, η οποία, παρόλο που δεν είναι η βιολογική του μητέρα, προσπαθεί, να είναι δίπλα του όσο μπορεί, μόνη αυτή μετά τη φυλάκιση του πατέρα του, καθόσον δεν προέκυψε ότι υπάρχουν άλλα συγγενικά πρόσωπα ικανά και πρόσφορα να βρίσκονται κοντά του τόσον οικονομικά όσον και συναισθηματικά, και έχει εξάρτηση από τα ηλεκτρονικά μέσα με ταυτόχρονη αδιαφορία στην εκπαίδευσή του [βλ. προσκομιζόμενη παιδοψυχιατρική γνωμάτευση]. Οι δυσκολίες δε αυτές όπως καταγράφηκαν από τον ψυχολόγο που παρακολουθεί πλέον το παιδί συνδέονται άμεσα με δυο παράγοντες α] στην εγκατάλειψή του από την βιολογική του μητέρα από πολύ μικρή ηλικία και β] στην απότομη απομάκρυνση και του πατέρα του από κοντά του με τον οποίο είχε αναπτύξει μία ισχυρή σχέση και η απουσία του έχει σημαντικά διαταράξει την ψυχική και σωματική του υγεία. Και μπορεί η φυσική του μητέρα [σύζυγος του αιτούντα σήμερα] με συναντήσεις που έχει αρμοδίως στα πλαίσια της συμβουλευτικής γονέων να προσπαθεί να αντιμετωπίσει όσο το δυνατόν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο έφηβος Β. στο ψυχολογικό επίπεδο αλλά και με τις οικονομικές δυνατότητες [είναι υγιής και ικανή για να μπορεί να εργαστεί], όσες είναι δυνατόν επίσης, στο οικονομικό επίπεδο, η διαπιστωθείσα σοβαρή κατάσταση αυτή απαιτεί κατά την εκτίμηση των ειδικών και την φυσική παρουσία του πατέρα κοντά του. Κατ’ ακολουθίαν από τα ανωτέρω κατά την κρίση της πλειοψηφίας του δικαστηρίου η συνέχιση της εκτέλεσης της ποινής με την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου θα επιφέρει σημαντική και υπέρμετρη βλάβη στην οικογένεια του αιτούντα δηλ. στο παιδί του, ενώ αντίθετα η παρουσία τούτου δίπλα σε αυτό, έστω και κατά τη χρονική αυτή περίοδο μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη του τελευταίου για τις πράξεις που πρωτόδικα έχει καταδικαστεί, η οποία προβλέπεται, όπως έχει ήδη αναφερθεί ότι θα διαρκέσει μεγάλο επίσης χρονικό διάστημα, θα επιφέρει ευεργετικά αποτελέσματα στην τελική διαμόρφωση του χαρακτήρα του παιδιού, σωστού κατ’ εκτίμηση τελικά για το κοινωνικό σύνολο.
Συνεπώς η αίτηση κατά την γνώμη της πλειοψηφίας θα πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη υπό όρους όμως, όπως αναφέρονται αυτοί αναλυτικά στο διατακτικό της παρούσας.”. Ακολούθως, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών (Αναστολών), με την προσβαλλόμενη απόφασή του διέταξε την αναστολή εκτέλεσης της υπ’ αρ. 2644/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ως προς τις διατάξεις της που αφορούν τον αναιρεσίβλητο – αιτούντα, [με την οποία, όπως προεκτέθηκε, ο τελευταίος καταδικάστηκε σε συνολική ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης δέκα (10) ετών και δύο (2) μηνών για τις αξιόποινες πράξεις: 1) της ένταξης, ως μέλος, σε εγκληματική οργάνωση, 2) της συνέργειας, από κοινού, σε ανθρωποκτονία από πρόθεση, και 3) της παράνομης οπλοκατοχής], μέχρι την έκδοση απόφασης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επί της ασκηθείσας από τον ίδιο (αναιρεσίβλητο – αιτούντα) έφεσης κατά της ανωτέρω καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης, με τους εξής περιοριστικούς όρους: α) της απαγόρευσης εξόδου του από την χώρα και β) της υποχρέωσης εμφάνισής του, το πρώτο πενθήμερο κάθε μηνός, στο Αστυνομικό Τμήμα του τόπου κατοικίας του. Με το περιεχόμενο όμως αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου (Αναστολών) Αθηνών, στερείται της απαιτούμενης, κατά τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ιδρυομένου, ως εκ τούτου, του εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. σύστοιχου λόγου αναίρεσης. Τούτο δε διότι η πρόβλεψη σ’ αυτήν (προσβαλλόμενη απόφαση), ότι ουσιαστικά ο αναιρεσίβλητος – αιτών θα έχει εκτίσει την ποινή του πριν από την εκδίκαση της έφεσής του δεν αποτελεί επιχείρημα για να δικαιολογήσει την κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης της ποινής, καθόσον η καθυστέρηση εκδίκασης της έφεσής του δεν συνιστά από μόνη της λόγο για αναστολή εκτέλεσης της ποινής, ενώ η παραδοχή ότι ο αναιρεσίβλητος – αιτών συγκεντρώνει στο πρόσωπό του πιθανότητα βλάβης από τη συνέχιση κράτησής του δεν μπορεί να θεμελιώσει την αναστολή εκτέλεσης της παραπάνω ποινής που επιβλήθηκε σε βάρος του, ενόψει του ότι ο νόμος αξιώνει προς τούτο ανεπανόρθωτη και υπέρμετρη βλάβη και όχι απλώς πιθανότητα βλάβης. Περαιτέρω, ενώ στην πληττόμενη απόφαση υπάρχει η παραδοχή ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο οδηγήθηκε στη μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση που θα ασκούσε ο αναιρεσίβλητος – αιτών από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης (προφανώς) της συνέργειας, από κοινού, σε ανθρωποκτονία από πρόθεση, και για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο τελευταίος (αναιρεσίβλητος – αιτών) με την υπ’ αρ. 2644/2020 απόφασή του (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), πιθανολογώντας ότι θα τελέσει και άλλα εγκλήματα, πράξη την οποία και το Δικαστήριο της ουσίας [Πενταμελές Εφετείο Αθηνών (Αναστολών)] κρίνει ως σκληρή και απάνθρωπη, εν τούτοις η αιτιολογία, ότι η εν λόγω πράξη τελέστηκε υπό τη συνθήκη ότι ο πολιτικός σχηματισμός που κάλυπτε αυτή τη συμπεριφορά είχε κοινοβουλευτική παρουσία, από την οποία απέρρεε η κακώς εννοούμενη ισχύς σε όσους τον εμπιστευόταν, η οποία (συνθήκη) ήδη εξέλιπε και ο πολιτικός σχηματισμός αποδομήθηκε, μετά την διαφαινόμενη απομόνωσή του, κοινωνική και πολιτική, εξαιτίας της συμπεριφοράς κάποιων μελών του, είναι ασαφής, ενόψει του ότι δεν στηρίζεται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και δεν μπορεί να στηρίξει το διατακτικό της (πληττόμενης απόφασης). Περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογείται επαρκώς η απαιτούμενη για την αναστολή εκτέλεσης της υπ’ αρ. 2644/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ως προς τις διατάξεις της που αφορούν τον αναιρεσίβλητο – αιτούντα, υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη στην οικογένεια του τελευταίου, ενόψει του ότι οι αναφερόμενες συνέπειες είναι οι συνήθεις για τον οποιονδήποτε στερείται της προσωπικής του ελευθερίας, λόγω καταδίκης του και εγκλεισμού του σε κατάστημα κράτησης για την έκτιση της ποινής του. Ειδικότερα, η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η έκτιση της ποινής θα προκαλέσει στην οικογένεια του αναιρεσίβλητου – αιτούντος, συγκεκριμένα δε στον έφηβο υιό του Β., ηλικίας δεκαέξι (16) ετών, σημαντική και υπέρμετρη βλάβη, διότι αυτός (αναιρεσίβλητος – αιτών) είναι το κύριο στήριγμά του, δεν δικαιολογείται επαρκώς, αφού δεν διευκρινίζεται για ποιο λόγο είναι αδύνατη η παροχή οποιασδήποτε συνδρομής εκ μέρους άλλου συγγενικού προσώπου ή ακόμα δημόσιου φορέα κοινωνικής πρόνοιας και αλληλεγγύης, κατά το χρονικό διάστημα που εκείνος θα εκτίει την ποινή του. Περαιτέρω ελλείπει στην προσβαλλόμενη απόφαση η παραδοχή ότι η βλάβη αυτή είναι ανεπανόρθωτη, που είναι αναγκαία συνθήκη, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη, για την ευδοκίμηση της αίτησης για αναστολή εκτέλεσης της ποινής πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσας κατά αυτής έφεσης. Επομένως, ο μοναδικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η προσβαλλομένη απόφαση πλήττεται για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
V. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων, η κρινόμενη από 3-11-2011 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών (Αναστολών), πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η απόφαση αυτή, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε αυτήν, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αρ. 1126/18-10-2021 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών (Αναστολών).
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Φεβρουαρίου 2022. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Φεβρουαρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ