Απόφαση 1223 / 2021 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αλτάνα Κοκκοβού, Αγγελική Τζαβάρα, Θωμά Γκατζογιάννη – Εισηγητή και Χρήστο Τζανερρίκο, Αρεοπαγίτες
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 1 Απριλίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1) Ε. Γ. του Δ., 2) Τ. Γ. του Δ., κατοίκων …, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Βαβλαδέλλη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Μ. Π. του Κ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Μπαλάτη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/3/2008 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4902/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5536/2017 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 21/2/2018 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 21-2-2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την τακτική διαδικασία 5536/2017 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση που είχαν ασκήσει οι αναιρεσείουσες και δέχθηκε την έφεση που είχε ασκήσει η αναιρεσίβλητη κατά της 4902/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Μετά δε την εξαφάνιση της τελευταίας απόφασης, που είχε δεχθεί εν μέρει την από 24-3-2008 αγωγή της αναιρεσίβλητης, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθούν οι αναιρεσείουσες να της καταβάλουν αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την ιστορούμενη αδικοπραξία τους, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δικάζοντας κατ’ ουσίαν την αγωγή, δέχθηκε αυτήν εν μέρει, επιδικάζοντας τα αναφερόμενα στο διατακτικό της χρηματικά ποσά. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 1094 ΑΚ, ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από τον νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητάς του και την απόδοση αυτού. Από τη διάταξη, δε, του άρθρου 1099 ΑΚ προκύπτει ότι αν ο νομέας απέκτησε τη νομή του πράγματος με παράνομη πράξη ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, των άρθρων 914 επ. ΑΚ. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών κτήση της νομής με παράνομη πράξη αποτελεί κάθε ενέργεια εναντίον της θέλησης του κυρίου του πράγματος (άρθρο 984 παρ. 1 ΑΚ) με την οποία συντελείται η αφαίρεση της νομής του, ανεξάρτητα εάν ο αφαιρέσας τελεί ή όχι σε καλή πίστη και αν η ενέργεια με την οποία συντελέστηκε η παράνομη κτήση αποτελεί ή όχι αξιόποινη πράξη (ΑΠ 144/2015, ΑΠ 1900/2008). Περίπτωση αποζημίωσης του κυρίου του πράγματος δημιουργείται, εκτός των άλλων, και όταν από υπαιτιότητα του κακόπιστου νομέα, όπως θεωρείται και κάθε νομέας μετά την επίδοση της αγωγής, το πράγμα χειροτέρεψε ή καταστράφηκε ή δεν μπορεί να αποδοθεί για κάποιο άλλο λόγο. Στην έννοια της αδυναμίας προς αυτούσια απόδοση εντάσσεται και η κατάληψη ακινήτου από τρίτο και η κατασκευή επ’ αυτού μόνιμων κτιριακών εγκαταστάσεων, ώστε η επαναφορά του ακινήτου στην προτέρα αυτού κατάσταση και η απόδοση, έτσι, της νομής του ελεύθερης προς άσκηση στον κύριο αυτού να είναι ανέφικτη (ΑΠ 144/2015, ΑΠ 394/2014, ΑΠ 870/1996). Έτσι, στην περίπτωση που ο νομέας του πράγματος απέκτησε τη νομή του με παράνομη πράξη και η απόδοση αυτού (πράγματος) είναι αδύνατη από υπαιτιότητα του νομέα, και συνεπώς αυτός έχει αδικοπρακτική ευθύνη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914, 1097 και 1099 ΑΚ, η αποζημίωση την οποία αυτός (νομέας) οφείλει στον κύριο του πράγματος, περιλαμβάνει, κατ’ αρχήν, την πραγματική αξία του καταληφθέντος πράγματος, κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης και ως τέτοιος χρόνος νοείται, κατά τους δικονομικούς κανόνες, ο χρόνος της πρώτης συζήτησης της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 144/2015). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αγωγικής ευθύνης σε αποζημίωση του κυρίου του πράγματος από το νομέα που απέκτησε τη νομή του με παράνομη πράξη, απαιτείται η συνδρομή και υπαιτιότητας στο πρόσωπο του εναγόμενου νομέα. Η παρεχόμενη από την εν λόγω διάταξη αγωγή δεν έχει ως θεμέλιο τη βλάβη της νομής του ενάγοντος, αλλά απορρέει από το δικαίωμα της κυριότητάς του (ΑΠ 1954/2014, ΑΠ 2201/2013, ΑΠ 358/2012, ΑΠ 1495/2009).
Εξάλλου, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 εδ. α’ ΑΚ, η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, κατά δε τη διάταξη της παρ.1 εδ. β’ του ίδιου άρθρου, σε κάθε περίπτωση η απαίτηση αυτή παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Από το συνδυασμό των άνω διατάξεων, συνάγεται ότι, με την πρώτη από αυτές ρυθμίζεται το θέμα της έναρξης του χρόνου της πενταετούς παραγραφής της αξίωσης για αποζημίωση από αδικοπραξία, κατά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 251 ΑΚ, από τότε που ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση και όχι αφότου γεννήθηκε η αξίωση και έγινε δικαστικώς επιδιώξιμη, καθόσον, μόνο όταν συντρέχουν οι άνω δύο προϋποθέσεις μπορεί να εγερθεί μια αγωγή για την αποζημίωση με ελπίδες επιτυχίας (ΑΠ 737/2012). Με τη δεύτερη διάταξη, θεσπίζεται μία πρόσθετη, επικουρική, παραγραφή, με σκοπό την εξυπηρέτηση της βεβαιότητας του δικαίου με τη θέσπιση ενός ανώτατου ορίου διάρκειας της εκκρεμότητας των αξιώσεων αποζημίωσης από αδικοπραξία, ανεξάρτητα αν ο παθών έμαθε ή όχι τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, με αφετηρία άλλο σταθερότερο, χρονικό σημείο, το χρόνο τέλεσης της πράξης που προκάλεσε τη ζημία και με χρονική διάρκεια είκοσι ετών από τον χρόνο αυτό. Ως χρόνος τέλεσης της πράξης, από τον οποίο αρχίζει να τρέχει η εικοσαετής αυτή παραγραφή, νοείται η παράνομη συμπεριφορά καθεαυτή του υπαιτίου (θετική ενέργεια ή παράλειψη) και όχι ο χρόνος κατά τον οποίο, πέρα από την εκδήλωση της συμπεριφοράς καθεαυτήν, εκδηλώνεται και το αποτέλεσμα, δηλαδή η επέλευση της ζημίας. Επομένως, η παραγραφή αυτή μπορεί να αρχίσει, κατ’ απόκλιση από τον κανόνα του άρθρου 251 ΑΚ, ακόμα και πριν από την εμφάνιση της ζημίας, η οποία ενδέχεται να επέλθει μετά την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 1593/2018, ΑΠ 951/2008).
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και εκείνων των άρθρων 247, 251, 298, 914 και 937 ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση αδικοπραξίας που έλαβε χώρα με πράξη ή παράλειψη άπαξ τελεσθείσα, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός (πράξη ή παράλειψη), γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημίωσης για την όλη θετική και αποθετική ζημία, παρούσα ή μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, η δε παραγραφή της αξίωσης αυτής είναι πενταετής και αρχίζει για όλες τις ζημίες ενιαίως από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υπόχρεου προς αποζημίωση (Ολ ΑΠ 24/2003), εφόσον, δε, η αδικοπραξία τελείται με παράλειψη όταν αρχίζει η παράλειψη (ΑΠ 951/2008).Τα ανωτέρω προϋποθέτουν ότι η ζημία απορρέει από ενιαία και αποπερατωθείσα αδικοπραξία. Διαφορετικά, όμως, έχουν τα πράγματα όταν η γενεσιουργός της ζημίας παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υπόχρεου δεν έλαβε χώρα άπαξ, αλλά συνεχίζεται, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση που ο δράστης υπαιτίως παραλείπει να άρει τη δημιουργηθείσα από αυτόν επιζήμια κατάσταση, από τη διατήρηση της οποίας προκαλείται ζημία σε άλλον. Σε μια τέτοια περίπτωση, η ζημία που προκαλείται σε άλλον από την υπαίτια παράλειψη του δράστη να άρει τη γενεσιουργό κατάσταση της ζημίας, δεν είναι άμεση συνέπεια της άπαξ τελεσθείσας και ολοκληρωθείσας πράξης του δράστη, από την οποία δημιουργήθηκε η κατάσταση, αλλά της διατήρησης και μη άρσης της ζημιογόνου αυτής κατάστασης. Γεννάται δε καθόλο το χρονικό διάστημα που διαρκεί η κατάσταση αυτή και όχι άπαξ με την τέλεση της πράξης, με την οποία η κατάσταση αυτή δημιουργήθηκε. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, στην περίπτωση που προκαλείται ζημία λόγω της παράλειψης του δράστη να άρει τη δημιουργηθείσα από αυτόν επιζήμια κατάσταση που δημιουργήθηκε εξαιτίας της μη απόδοσης του παράνομα καταληφθέντος ακινήτου: α) η, κατά το άρθρο 937 παρ. 1 περ. α’ ΑΚ, πενταετής, ως άνω, παραγραφή της αξίωσης του ζημιωθέντος προς αποζημίωση για τη ζημία που υφίσταται από την διατήρηση της κατάστασης αυτής και την παράλειψη του δράστη να ενεργήσει προς άρση της, δεν αρχίζει από το χρονικό σημείο που αυτός έλαβε γνώση της αρχικής ζημιογόνου συμπεριφοράς του δράστη, με την οποία δημιουργήθηκε η ζημιογόνος κατάσταση, ήτοι της παράνομης κατάληψης της νομής του ακινήτου και αποβολής του κυρίου αυτού, αλλά από τα μεταγενέστερα χρονικά διαστήματα που εξακολουθεί να υφίσταται η προαναφερόμενη κατάσταση της μη απόδοσής του και να προκαλεί ζημία σ’ εκείνον (ΑΠ 292/2016, ΑΠ 1604/2014, ΑΠ 1954/2014, ΑΠ 674/2013, ΑΠ 1367/2012). β) Η, κατά το άρθρο 937 παρ. 1 περ. β’ ΑΚ, εικοσαετής παραγραφή της αξίωσης αποζημίωσης, δεν αρχίζει, όπως στην περίπτωση της αδικοπραξίας με πράξη ή παράλειψη άπαξ τελεσθείσα, από το ζημιογόνο γεγονός της παράνομης κατάληψης της νομής του ακινήτου, που αποτέλεσε την αιτία δημιουργίας της επιζήμιας κατάστασης. Η πράξη στην οποία αναφέρεται η ως άνω διάταξη, είναι εκείνη η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, η οποία συνιστά την, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, αδικοπραξία στην οποία θεμελιώνεται η αξίωση για αποζημίωση. Έτσι, εφόσον συνεχίζεται η παράνομη κατάληψη του ακινήτου και μη απόδοση αυτού στον κύριο, η αδικοπραξία που τελείται με τη διατήρηση αυτής της κατάστασης και της παράλειψης του δράστη να την άρει, αναγεννάται εξακολουθητικώς και υφίσταται καθόλο το χρονικό διάστημα που διατηρείται η κατάσταση αυτή.
Συνεπώς, η αξίωση που έχει ως βάση συνεχιζόμενη αδικοπραξία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι γεννήθηκε από της καταλήψεως του ακινήτου για ολόκληρο τον εφεξής χρόνο, ο οποίος και δεν μπορεί να είναι γνωστός εκ των προτέρων, αλλά γεννάται όλο το χρονικό διάστημα που διατηρείται η αδικοπρακτική αυτή κατάσταση που προκαλεί τη ζημία. Κατ’ ακολουθία, αφετηρία της εικοσαετούς παραγραφής της αξίωσης αποτελεί η τελευταία ημέρα της αδικοπραξία και, τελικά, αν παύσει η κατάσταση αυτή, η παραγραφή αρχίζει από το χρονικό σημείο της παύσης της αδικοπραξίας που προκαλεί τη ζημία. Στην περίπτωση, δε, που αξιώνεται αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο κύριος του ακινήτου από την αδυναμία απόδοσης αυτού από τον νομέα, αφετηρία της πενταετούς και της εικοσαετούς, κατά το άρθρο 937 παρ. 1 ΑΚ, παραγραφής, είναι το χρονικό σημείο που γεννιέται η αξίωση αυτή, δηλαδή από τότε που βεβαιώνεται με τη δικαστική απόφαση ή κατά την εκτέλεση η αδυναμία αυτή. Τούτο διότι, οι διατάξεις των άρθρων 953, 954, 1010 και 1094 ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται στην περίπτωση ανέγερσης οικοδομής σε ξένο οικόπεδο ή κατάληψης τμήματος ξένου οικοπέδου από την επέκταση οικοδομής που κατασκευάστηκε σε γειτονικό ακίνητο, δεν καθιερώνουν αδυναμία παροχής και μάλιστα ανυπαίτια σε περίπτωση διεκδίκησης του ακινήτου που καταλήφθηκε από τον κύριο αυτού, ούτε οδηγούν στη θεμελίωση ανατρεπτικής ένστασης με αποτέλεσμα την απόρριψη της αγωγής κατά το αίτημα της αναγνώρισης της κυριότητας και απόδοσης του καταληφθέντος τμήματος στον κύριο αυτού, λόγω της κατάληψης τούτου από την οικοδομή (ΑΠ 1372/2014, ΑΠ 394/2014). Επομένως, αν μετά τη διεκδίκηση από τον κύριο του καταληφθέντος ακινήτου του βεβαιωθεί με την επ’ αυτής δικαστική απόφαση, η αδυναμία απόδοσης αυτού, ή τούτο διαπιστωθεί κατά την επιχειρούμενη εκτέλεση της διάταξης αυτής που επιτάσσει την απόδοσή του, τότε από το χρόνο αυτό (της βεβαίωσης ή της εκτέλεσης) αρχίζει και η παραγραφή της αξίωσης που θεμελιώνεται στην αδυναμία απόδοσής του. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από τη διάταξη του άρθρου 1010 ΑΚ, με το οποίο καθιερώνεται η δυνατότητα στο δικαστήριο, να επιδικάσει, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, σε αυτόν που ανεγείρει οικοδομή και κατά την ανέγερση αυτής επεκτείνει την οικοδομή του σε έδαφος γειτονικού ακινήτου, την κυριότητα του καταληφθέντος τμήματος του γειτονικού γηπέδου. Η επιδίκαση αυτή δεν είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο, αλλά θα συνεκτιμήσει τον κοινωνικό σκοπό της διάταξης, που αποβλέπει στην κατά το δυνατόν διατήρηση της οικοδομής για χάρη της κοινωνικής οικονομίας και του ιδιωτικού συμφέροντος των μερών και θα κρίνει εάν θα επιδικάσει στον οικοδομήσαντα την κυριότητα του εδάφους και πάντοτε έναντι πλήρους αποζημίωσης του γείτονα που θα απωλέσει το μέρος του ακινήτου του, για την αξία του εδάφους κατά το χρόνο της κατάληψης, αλλά και κάθε άλλης ζημίας που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την επιδίκαση του τμήματος του οικοπέδου, όπως η τυχόν μείωση της αξίας του γειτονικού οικοπέδου εξαιτίας αυτής. Η ειδική διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ, εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση αδικοπραξίας, δηλαδή σε οποιαδήποτε, υπό ευρεία έννοια, αντικειμενικά παράνομη συμπεριφορά από την οποία γεννάται αξίωση αποζημίωσης, αφορά, δε, και την, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (ΑΠ 901/2014, ΑΠ 72/2007, ΑΠ 916/2003).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν, για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή. Αν το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο που εξέτασε την ουσία της υπόθεσης δεν εφαρμόζει κανόνα δικαίου, του οποίου, υπό τις πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής.
Με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατ’ επίκληση πλημμέλειας από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείουσες, μέμφονται το Εφετείο, ότι εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις περί παραγραφής διατάξεις του άρθρου 937 παρ. 1 περ. α’ και β’ και 249 επ. ΑΚ, αναφορικά με το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής, δεχόμενο, συνεπεία αυτού του σφάλματος, ότι η ένδικη αξίωση της αναιρεσίβλητης για την αποζημίωση και τη χρηματική ικανοποίηση δεν υπέπεσε στην προβλεπόμενη από την πρώτη τούτων (περ. α’) πενταετή παραγραφή, άλλως από τη δεύτερη (περ. β’) εικοσαετή παραγραφή. Για τη θεμελίωση του αναιρετικού λόγου, επικαλούνται ότι τον σχετικό για την παραγραφή της ένδικης αξίωσης ισχυρισμό τους, είχαν προτείνει νόμιμα τόσο στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσο και ενώπιον του εκδώσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Εφετείου, επαναφέροντας αυτόν με λόγο της έφεσής τους. Στηρίζουν, δε, την ως άνω ένστασή τους στο ότι, η παραγραφή της ασκούμενης με την αγωγή αξίωσης άρχισε με την κατάληψη του επίδικου τμήματος του ακινήτου της αναιρεσίβλητης από το δικαιοπάροχό τους το έτος 1973, άλλως από την ανέγερση και αποπεράτωση της ισόγειας οικίας πάνω σ’ αυτό το τμήμα το έτος 1974, και σε κάθε περίπτωση είτε από την γνώση της κατάληψης και οικοδόμησης του ακινήτου της από την αναιρεσίβλητη και την άσκηση της διεκδικητικής αγωγής της το έτος 1978, είτε από την έκδοση των 384/29-1-1979 ή 4700/10-7-1986 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί της αγωγής αυτής, είτε από τα έτη 1982-1983 που άρχισε και περατώθηκε η κατασκευή του πρώτου ορόφου της οικοδομής τους, αφού τότε γεννήθηκε η ένδικη αξίωση της αναιρεσίβλητης και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, συμπληρωθείσα μετά την παρέλευση του απαιτούμενου, σε κάθε περίπτωση, χρονικού ορίου, τα αναφερόμενα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα και πολύ πριν την επίδοση της ένδικης αγωγής την 24-3-2008, δεδομένου μάλιστα ότι από την ανέγερση της οικοδομής στο επίδικο εδαφικό τμήμα δεν ήταν δυνατή η αυτούσια απόδοση αυτού και πέραν της αρχικής ζημίας που επήλθε με την κατάληψη της νομής του επιδίκου από το δικαιοπάροχό τους, οι ως άνω λοιπές ενέργειες (μεταβίβαση ακινήτου στις αναιρεσείουσες, αποπεράτωση ορόφου) δεν αποτελούν τέλεση νέας αδικοπραξίας, ούτε προκαλούν νέα ζημία, ώστε να αρχίζει νέα προθεσμία παραγραφής της αξίωσης. Στην προκείμενη περίπτωση, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, που παραδεκτά επισκοπείται (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που νόμιμα προσκομίστηκαν από τους διαδίκους, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), ως αποδειχθέντα, κατά τις ουσιώδεις, για την εκτίμηση της προβαλλόμενης αναιρετικής πλημμέλειας, ουσιαστικές παραδοχές του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: <<Δυνάμει της με αριθμ. 4700/1986 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατέστη τελεσίδικη, μετά την απόρριψη της κατ’ αυτής ασκηθείσας έφεσης των, μεταξύ άλλων, εναγόμενων, με την 8207/2006 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (Εφετείου Αθηνών), που εκδόθηκε επί της προγενέστερης από 18-4-1978 διεκδικητικής κυριότητας ακινήτου αγωγής της (τότε και νυν) ενάγουσας, Μ. Κ. Π., κατά των αυτών εναγομένων, έχει κριθεί με δύναμη δεδικασμένου (άρθρα 321 επ. ΚΠολΔ), αφενός μεν ότι η ενάγουσα είναι κυρία της επίδικης εδαφικής έκτασης των 90,62 τ.μ. που αποτελούσε τμήμα μείζονος ιδιοκτησίας της, που βρίσκεται στη θέση <<…>. Της κτηματικής περιφέρειας …), εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του Δήμου … και η οποία (επίδικη) συνορεύει βόρεια επί πλευράς μήκους 10,50 μέτρων με υπόλοιπη ιδιοκτησία της ενάγουσας, νότια επί πλευράς μήκους 11,10 μ. με ιδιοκτησία (ήτοι υπ’ αριθμ. …. τεμάχιο) Δ. Γ. του Γ. (πατέρα και εν συνεχεία δικαιοπαρόχου των εναγομένων), ανατολικά επί πλευράς μήκους 6,90 μ. με το υπ’ αριθμ. … τεμάχιο και δυτικά επί πλευράς μήκους εννέα και ογδόντα (9,80) μ. με την υπόλοιπη ιδιοκτησία της ενάγουσας, αφετέρου δε υποχρεώθηκε σε απόδοση αυτής (επίδικης έκτασης) ο τότε αρχικός εναγόμενος δικαιοπάροχος-πατέρας των και νυν εναγομένων, Δ. Γ. του Γ. (αποβιώσας το 1995, στη δικονομική θέση του οποίου υπεισήλθαν οι εναγόμενες ως κληρονόμοι του), και αφού βεβαιώθηκε ότι ο τελευταίος κατέλαβε αυθαίρετα και παράνομα την επίδικη έκταση, επεκτείνοντας εντός αυτής (επίδικης) μέρος της ανεγερθείσας από τον ίδιο (και επί του, ευρισκόμενου προς νότο της ως άνω μείζονος ιδιοκτησίας της ενάγουσας, ομόρου ακινήτου του), οικοδομής, αποβάλλοντας έτσι παράνομα εκείνη (ενάγουσα) από την κυριότητά της επί της επίδικης έκτασης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τουλάχιστον μετά την άσκηση της προαναφερόμενης από 18-4-1978 διεκδικητικής αγωγής της ενάγουσας σε βάρος του ως άνω δικαιοπαρόχου και πατέρα των εναγουσών (Δ. Γ. Γ.), που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών στις 19-4-1978 και επιδόθηκε στον τελευταίο στις 4-5-1978, έλαβε αυτός γνώση της εμπράγματης αξίωσης της πρώτης (ενάγουσας), οπότε από το χρονικό αυτό σημείο και εφεξής η ευθύνη του εξομοιώθηκε με εκείνη του επιλήψιμου νομέα, αφού, μετά την άνω επίδοση, όφειλε τουλάχιστον αυτός να λάβει υπόψη του το ενδεχόμενο της κατ’ ουσίαν παραδοχής της αγωγής και να μην ενεργεί επί του επιδίκου εδαφικού τμήματος σε πλαίσια απόλυτης φυσικής εξουσίασης αυτού, σε έκταση τέτοια που πηγάζει μόνο από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας. Συγκεκριμένα, παρόλο που του επιδόθηκε η άνω αγωγή, ενεργώντας παράνομα και υπαίτια ανήγειρε στο επίδικο τμήμα (των 90,62 τ.μ. όπως κρίθηκε τελεσίδικα) από τον Οκτώβριο του 1974 σημαντικό μέρος του ισογείου της τότε ανεγερθείσας οικοδομής που χρησιμοποιήθηκε νε συνεχεία ως κατοικία του ιδίου και της οικογενείας του, ήτοι της συζύγου και των θυγατέρων του-εναγομένων, καταλαμβάνοντας με τον τρόπο αυτό ολόκληρη της επίδικη έκταση. Και ενώ συνεχιζόταν η κατάληψη του ως άνω επιδίκου ακινήτου (εδαφικού τμήματος) και οι παράνομες επεμβάσεις του εν λόγω Δ. Γ. επ’ αυτού, τα έτη 1982-1983 κατασκευάστηκε από τον ίδιο ο πρώτος υπέρ του ισογείου όροφος και το 1994 άρχισε η κατασκευή του δεύτερου ορόφου της αυτής οικοδομής, που αποπερατώθηκε μαζί με τη στέγη από τη δεύτερη εναγομένη το έτος 1995, όπως άλλωστε και συνομολογείται. Επιπλέον αυτών με το νόμιμα μεταγραμμένο υπ’ αριθμ. …/1990 συμβόλαιο σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Αναστασίας Κολιοπούλου-Οικονόμου, ο προρρηθείς Δ. Γ., συνέστησε επί της ανωτέρω διώροφης πλέον οικοδομής ανεξάρτητες ιδιοκτησίες και ακολούθως μεταβίβασε αυτές, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην πράξη αυτή, στις δύο εναγόμενες θυγατέρες του, παρακρατώντας την επικαρπία εφόρου ζωής υπέρ του ιδίου και της συζύγου του, Π. Γ., γεγονότα που καταδεικνύουν σαφώς ότι και οι εναγόμενες όχι απλώς γνώριζαν, αλλά και συμμετείχαν είτε με τη σύνταξη συμβολαίων είτε με τη συνέχιση οικοδομικών εργασιών επί της ιδίας ως άνω οικοδομής, στην παράνομη κατάληψη της επίδικης έκτασης, κυριότητας της ενάγουσας και βέβαια χωρίς τη θέλησή της, την οποία και παρακρατούν, παραλείποντας άπαντες, ήτοι αρχικά ο δικαιοπάροχός τους-πατέρας τους και εν συνεχεία οι ίδιες οι εναγόμενες, διαρκώς την άρση της παράνομης αυτής κατάστασης που δημιούργησαν. Δηλαδή οι τελευταίες έχοντας λάβει γνώση ότι ο πατέρας και δικαιοπάροχός τους ήταν επιλήψιμος νομέας επί του περιγραφόμενου εδαφικού τμήματος, κυριότητας της ενάγουσας, όπως κρίθηκε τελεσίδικα, στο οποίο μάλιστα κατά το ανωτέρω διάστημα ανεγέρθηκε μέρος της κατασκευασθείσας κατά τα προεκτεθέντα διώροφης οικοδομής τους, παρά ταύτα οι ίδιες μετά τον επισυμβάντα το 1995 θάνατο αυτού (πατέρα τους) και της συζύγου του (μητέρας τους), με την ιδιότητά τους, ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι τους, αντί να παραδώσουν στην ενάγουσα το επίδικο ακίνητο, η νομή του οποίου είχε καταληφθεί χωρίς δικαίωμα, συνέχισαν και αποπεράτωσαν την οικοδομή τους, διατηρώντας έτσι επιλήψιμα την νομή του επιδίκου αυτού ακινήτου μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής και αποβάλλοντας με τον τρόπο αυτό παράνομα δηλαδή χωρίς δικαίωμα και από υπαιτιότητά τους την ενάγουσα από τη νομή της επ’ αυτού. Αποδείχθηκε επίσης ότι η απόδοση του επιδίκου καταληφθέντος εδαφικού τμήματος στην ενάγουσα-κυρία δεν είναι δυνατή, διότι τούτο έχει καταληφθεί εξ ολοκλήρου, όπως προαναφέρθηκε, από μέρος της ως άνω ανεγερθείσας οικοδομής των εναγομένων επί ομόρου ακινήτου τους, το οποίο βέβαια αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του όλου κτιρίου (διώροφης οικοδομής), συνδεόμενο καταφανώς λειτουργικά με αυτό και καθιστώντας πλέον ανέφικτη (αδύνατη) την αυτούσια απόδοση προς την ενάγουσα, όπως άλλωστε συνομολογείται και δέχθηκε η εκκαλουμένη, που δεν εκκαλείται κατά τούτο με ειδικό λόγο της έφεσης των εναγομένων.
Συνεπώς η ενάγουσα που αποκλείστηκε με παράνομη πράξη από τον αυτούσια απόδοση της νομής αυτού του εδαφικού τμήματος της ιδιοκτησίας της, δικαιούται αποζημίωση ίσης με την αξία του, για την ζημία που υπέστη από την αδικοπρακτική αυτή συμπεριφορά των εναγομένων κατά τις διατάξεις των άρθρων 984 παρ. 1, 1099 και 914 του Α.Κ., οι δε εναγόμενες-προσβολείς ευθύνονται σε αποζημίωση της ενάγουσας, κυρίας του επιδίκου, εφόσον τούτο, όπως αποδείχθηκε, λόγω ακριβώς της αδικοπρακτικής αυτής συμπεριφοράς των εναγομένων, δεν μπορεί να της αποδοθεί, λόγω ανοικοδομήσεώς του, όπως άλλωστε συνομολογείται, και καταδεικν.υει επιπρόσθετα ότι η κτήση της νομής επ’ αυτού έγινε με παράνομη και υπαίτια πράξη ήτοι με ενέργεια εναντίον της θέλησης του κυρίου κατά τις ίδιες ως άνω διατάξεις>>. Περαιτέρω, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της παραγραφής της ως άνω αξίωσης αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης, το Εφετείο δέχθηκε ότι: <<Στην προκειμένη περίπτωση, με σχετικό λόγο της από 9-3-2015 έφεσής τους οι εκκαλούσες-εναγόμενες επαναφέρουν τον παραδεκτά προταθέντα στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αυτοτελή ισχυρισμό τους-ένσταση περί 5ετους και 20ετους παραγραφής του ΑΚ των ανωτέρω ενδίκων αξιώσεων (αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποίησης) της ενάγουσας, καθόσον παρήλθε πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (και δη 53 και 22 έτη αντίστοιχα) από τη γέννησή τους δηλαδή το χρόνο κατάληψης του επιδίκου εδαφικού τμήματος (με την ανέγερση οικοδομής το έτος 1974) ή της συντάξεως του συμβολαίου αγοραπωλησίας στις 2-8-1973, άλλως από το χρόνο που η ίδια η ενάγουσα διαπίστωσε την κατάληψη ήτοι στις 18-4-1978 και άσκησε τη διεκδικητική αγωγή της ή και από την έκδοση (επί της αγωγής αυτής) της υπ’ αριθμ. 470/1986 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (με την οποία αναγνωρίστηκε η κυριότητα της ενάγουσας επί του επιδίκου) και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής (2008). Ο ισχυρισμός αυτός που συνιστά ένσταση καταλυτική της ένδικης αγωγής και επιχειρείται κατά το πρώτο σκέλος του να θεμελιωθεί στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 937 ΑΚ, ελέγχεται απορριπτέα ως νόμω αβάσιμος. Και τούτο διότι, αφού στην ένδικη περίπτωση πρόκειται για ζημιογόνο κατάσταση (παράνομη κατάληψη τμήματος ακινήτου και ανέγερση μάλιστα επ’ αυτού οικοδομής), η οποία δημιουργήθηκε, διατηρήθηκε και δεν ήρθη από τις εναγόμενες-αναιρεσίβλητους, με συνέπεια να προκαλείται στην ενάγουσα (εξακολουθητική) ζημία για όσο χρονικό διάστημα, εξαιτίας της (αδικοπρακτικής αυτής) συμπεριφοράς των εναγομένων, διαρκούσε η κατάσταση αυτή, δεν αρχίζει η παραγραφή των ένδικων αξιώσεων (αποζημίωσης για θετική ζημία και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης) ενόσω διαρκεί η παράλειψη των τελευταίων (εναγομένων) να άρουν ως όφειλαν την κατάληψη του επιδίκου εδαφικού τμήματος. Πλέον ειδικότερα, με δεδομένο, κατά τα προαναφερθέντα, την παράνομη και υπαίτια κατάληψη του επίδικου ακινήτου, η παραγραφή της αξίωσης της ενάγουσας-κυρίας αυτού προς αποζημίωση (και χρηματική ικανοποίηση) εμποδίζεται όσο διαρκεί η παράλειψη, δηλαδή όσο οι προσβολείς-εναγόμενες κατακρατούν το επίδικο, ενώ αρχίζει να τρέχει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας, αφότου οι προσβολείς αποδώσουν το καταληφθέν ακίνητο στο δικαιούχο, οπότε ο τελευταίος θα γνωρίζει την ακριβή έκταση της ζημίας του. Επομένως, η παραγραφή των ενδίκων απαιτήσεων προς αποζημίωση (και χρηματική ικανοποίηση) της ενάγουσας δεν αρχίζει από τότε που εκείνη έλαβε γνώση της αρχικής ζημιογόνου συμπεριφοράς, από την οποία δημιουργήθηκε η ζημιογόνος κατάσταση (παράνομη κατάληψη εδαφικού τμήματος), όπως παντελώς αβάσιμα υποστηρίζουν οι εναγόμενες, αλλά από τα αναφερόμενα στην αγωγή της μεταγενέστερα χρονικά διαστήματα που βεβαιώθηκε κατά την εκτέλεση της ανωτέρω (8207/2006) τελεσίδικης απόφασης η αδυναμία αυτούσιας απόδοσης του παράνομα καταληφθέντος επίδικου τμήματος στην ίδια (ενάγουσα), στην οποία ανήκε η κυριότητά του, κατά τα οποία βέβαια εξακολούθησε να υφίσταται η κατάσταση αυτή (παράνομη κατάληψη ήτοι αφαίρεση άνευ της θέλησης της ανωτέρω κυρίας), χωρίς ωστόσο να έχει αρθεί, προκαλώντας έτσι ζημία στην τελευταία (ενάγουσα)… Ομοίως ως νόμω αβάσιμος και για τον ίδιο ως άνω λόγο, κρίνεται απορριπτέος ο προρρηθείς ισχυρισμός (ένσταση) και κατά το δεύτερο σκέλος του περί 20ετούς παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων, με την αυτή αιτιολογία>>. Υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 937 παρ. 1 περ. α’ και β’ και 247 επ. ΑΚ. Τούτο διότι, δέχθηκε ορθά ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται περί εξακολουθητικής αδικοπραξίας, που οφείλεται όχι σε άπαξ τελεσθείσα με την, κατά το έτος 1973, παράνομη κατάληψη της νομής του επιδίκου εδαφικού τμήματος από το δικαιοπάροχο των αναιρεσειουσών αδικοπραξία, ή τους επόμενους χρόνους κατά τους οποίους συνέβησαν γεγονότα τα οποία επικαλούνται οι αναιρεσείουσες ως αφετηρία της παραγραφής, αλλά στο γεγονός ότι, αν και διατάχθηκε με την 8207/2006 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών η απόδοση του καταληφθέντος και κατεχόμενου από αυτές επίδικου τμήματος ακινήτου, του οποίου παράνομα, ήτοι χωρίς τη θέληση της κυρίας αυτού αναιρεσίβλητης, είχε επιληφθεί της νομής ο δικαιοπάροχός τους, στην αναγνωρισθείσα ως κυρία αυτού αναιρεσίβλητη, αυτές, όπως προηγουμένως ο δικαιοπάροχός τους, υπαίτια παρέλειψαν να προβούν στην άρση της ζημιογόνου κατάστασης, την οποία υπαιτίως δημιούργησαν και δεν την ήραν μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής. Επομένως, εφόσον κατά τις παραδοχές του Δικαστηρίου της ουσίας συνεχιζόταν η παράνομη παράλειψη των αναιρεσειουσών για την άρση της ζημιογόνου κατάστασης, η αδικοπραξία αυτών, δηλαδή η παράνομη κατάληψη του επίδικου εδαφικού τμήματος, και η μη απόδοση αυτού παρά την επιταγή της τελεσίδικης εφετειακής απόφασης περί απόδοσής του, δεν μπορούσε να θεωρηθεί αποπερατωθείσα, είτε με την παράνομη αποβολή από το δικαιοπάροχό τους, είτε με τις επιμέρους λοιπές πράξεις (κατασκευή ισογείου, κατασκευή πρώτου ορόφου, μεταβίβαση του ακινήτου, αποπεράτωση κατασκευής δεύτερου ορόφου, έκδοση αποφάσεων επί της διεκδικητικής αγωγής) και συνεπώς, η παραγραφή της αξίωσης δεν άρχιζε από τους χρόνους αυτούς, τους οποίους επικαλούνται ως αφετηρία της παραγραφής της αξίωσης αποζημίωσης, καθώς και χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης, αλλά από τα μεταγενέστερα χρονικά σημεία που εξακολουθούσε να υφίσταται η κατάσταση αυτή και να προκαλεί τη ζημία. Εξάλλου, ενόψει της παραδοχής της προσβαλλόμενης απόφασης ότι είναι αδύνατη η αυτούσια απόδοση του επιδίκου στην κυρία αυτού αναιρεσίβλητη και ότι τούτο αποδείχθηκε κατά την επιχειρηθείσα εκτέλεση της 8207/2006 τελεσίδικης απόφασης, η παραγραφή της αξίωσης αποζημίωσης λόγω του ανεφίκτου της αυτούσιας απόδοσης άρχισε, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, από τότε που βεβαιώθηκε κατά την εκτέλεση της ως άνω απόφασης ότι δεν είναι δυνατή η αυτούσια απόδοση του διεκδικούμενου πράγματος.
Συνεπώς, ενόψει της επιχείρησης της εκτέλεσης της απόφασης αυτής τον Ιούλιο του έτους 2007, μετά την, κατά την 5-7-2007 επίδοση αντιγράφου του …/… εκτελεστού απογράφου της 4700/1986 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών μετά της από 20-6-2007 επιταγής προς απόδοση, δεν διέδραμε από τότε ο απαιτούμενος κατά τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ, χρόνος της πενταετούς, ούτε, ασφαλώς, της εικοσαετούς, παραγραφής της ένδικης αξίωσης αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Επομένως, το Εφετείο δεν υπέπεσε στην εκ του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης.
Από τα άρθρα 68 και 556 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για το παραδεκτό λόγου αναίρεσης πρέπει ο αναιρεσείων να έχει έννομο συμφέρον να ανατρέψει την προσβαλλόμενη απόφαση εξ αιτίας σφάλματος που αναφέρεται στο λόγο. Έτσι, στην περίπτωση που το διατακτικό της απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε κάθε μία από περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες και μια από αυτές δεν πλήττεται ή πλήττεται ανεπιτυχώς, οι λόγοι αναίρεσης με τους οποίους προσβάλλονται οι άλλες αιτιολογίες είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, διότι οι προβαλλόμενες πλημμέλειες δεν επιδρούν στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης, καθόσον στηρίζεται επαρκώς και αυτοτελώς στην κύρια ορθή αιτιολογία (ΑΠ 1112/2018, ΑΠ 1190/2017, ΑΠ 763/2016). Επίσης, αλυσιτελείς είναι και οι λόγοι αναίρεσης όταν με αυτούς πλήττονται πλεοναστικές αιτιολογίες, που δεν στηρίζουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 125/2017, 189/2017, ΑΠ 142/2017). Τούτο διότι και υπό την εκδοχή της τυχόν βασιμότητάς τους, τέτοιοι λόγοι δεν οδηγούν στην ανατροπή (αναίρεση) της απόφασης. Με το πρώτο μέρος του δεύτερου λόγου της αναίρεσης, οι αναιρεσείουσες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση για παράβαση εκ του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενες ότι το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 984 και 974 ΑΚ. Ειδικότερα, αποδίδουν την αιτίαση ότι το Εφετείο, ενώ δέχθηκε ότι η αποβολή της αναιρεσίβλητης από το επίδικο εδαφικό τμήμα του ακινήτου της είχε συντελεστεί το έτος 1973 από το δικαιοπάροχό τους και ουδέποτε είχε αρθεί, έκρινε ακολούθως ότι η μεταβίβαση στις αναιρεσείουσες με το μεταβιβαστικό συμβόλαιο του όλου ακινήτου, μέρος του οποίου αποτελεί και το επίδικο, η συνέχιση των οικοδομικών εργασιών τα έτη 1994-1995 και η μη απόδοση του επιδίκου απ’ αυτές στην αναιρεσίβλητη, αποτελούν ενέργειες παράνομης αποβολής από τη νομή αυτής, καίτοι, κατά τη διάταξη του άρθρου 974 ΑΚ δεν είχε πλέον τη νομή του επιδίκου και κατά τη διάταξη του άρθρου 984 ΑΚ δεν μπορούσε να υπάρξει νέα αποβολή της αναιρεσίβλητης από αυτό. Υπό το περιεχόμενο τούτο, ο ως άνω λόγος είναι απαράδεκτος ως αλυσιτελής. Τούτο διότι, το αποδεικτικό πόρισμα του Εφετείου σχετικά με τη θεμελίωση της ένδικης αξίωσης, δεν στηρίζεται στην προσβολή της νομής της αναιρεσίβλητης στο επίδικο, αλλά στο δικαίωμα κυριότητάς της σ’ αυτό και την προσβολή του με τη μη άρση της ζημιογόνου κατάστασης που είχε δημιουργηθεί, συνιστάμενης στη μη απόδοση του επιδίκου από τις αναιρεσείουσες στην κυρία αυτού αναιρεσίβλητη, μολονότι επιτάχθηκαν με την εκδοθείσα επί της διεκδικητικής αγωγής απόφαση, συμπεριφορά που από μόνη της συνιστά αδικοπραξία, και όχι στις επιμέρους ως άνω ενέργειες για τις οποίες προσβάλλεται η κρίση αυτού.
Συνεπώς, με το λόγο αυτό πλήττεται αιτιολογία που δεν στηρίζει το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης και η προβαλλόμενη πλημμέλεια, και υπό την εκδοχή της βασιμότητάς της, δεν έχει ως αποτέλεσμα την αναίρεση της απόφασης. Το ίδιο ισχύει και υπό την, υποστηριζόμενη από τις αναιρεσείουσες, εκδοχή, ότι το Εφετείο στήριξε την κρίση του και στις αιτιολογίες αυτές, ως προς την αδικοπρακτική συμπεριφορά αυτών, αφού στην περίπτωση αυτή αποτελούν επάλληλες αιτιολογίες, σε σχέση με την κύρια ως άνω αιτιολογία, η οποία δεν προσβάλλεται επιτυχώς με αναιρετικό λόγο και συνεπώς το ως άνω προβαλλόμενο σφάλμα δεν οδηγεί σε ανατροπή της απόφασης. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς. Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικά από την παρατήρηση του καθημερινού βίου και την εμπειρική πραγματικότητα, την επαγγελματική ενασχόληση, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει νομικές έννοιες, ή για την υπαγωγή ή όχι σ’ αυτόν των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς (ΑΠ 208/2011). Τα διδάγματα της κοινής πείρας μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να διαπιστωθεί έμμεσα η βασιμότητα των αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών σε συγκεκριμένη δίκη (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), είτε για να γίνει, αφού διαπιστωθεί η βασιμότητα αυτών, η υπαγωγή τους σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ). Ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης στοιχειοθετείται μόνο όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα, δηλαδή με τρόπο που δεν συνάδει προς τις αρχές της λογικής, ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να ανεύρει, με βάση αυτά, την αληθινή έννοια κανόνα ουσιαστικού δικαίου και, ιδίως, για να εξειδικεύσει αόριστες νομικές έννοιες που αυτός τυχόν περιέχει, ή για να υπαγάγει ή όχι σ’ αυτόν τα εκάστοτε κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. Αντίθετα, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, προς έμμεση απόδειξη, για να διαγνώσει αν συντρέχουν ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα πραγματικά περιστατικά ή για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων που προσκομίστηκαν, δεν στοιχειοθετείται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 309/2017, ΑΠ 43/2017, ΑΠ 2084/2017) γιατί στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 64/2017, ΑΠ 951/2015). Από το συνδυασμό της προαναφερόμενης διάταξης με εκείνες των άρθρων 118 αρ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένος ο λόγος από τον αρ. 1 εδ. β’ (για εσφαλμένη. χρησιμοποίηση ή παράλειψη χρησιμοποίησης των διδαγμάτων, της κοινής πείρας) πρέπει στο έγγραφο της αναίρεσης να εκτίθενται ποια είναι τα διδάγματα κοινής πείρας τα οποία παραβιάστηκαν, ο τρόπος κατά τον οποίο παραβιάστηκαν τα διδάγματα αυτά (ΑΠ 64/2017, ΑΠ 951/2015, ΑΠ 1097/2008), να αναφέρεται αριθμητικά ο συγκεκριμένος κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στην εξειδίκευση του οποίου δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα τα διδάγματα της κοινής πείρας (ΑΠ 652/2013) , η έννοια που προσέδωσε σ’ αυτόν η προσβαλλόμενη απόφαση, την οποία ο αναιρεσείων χαρακτηρίζει εσφαλμένη, η ορθή, κατά την άποψή του, έννοια που προκύπτει από τα διδάγματα της κοινής πείρας που επικαλείται, τα οποία το δικαστήριο είτε χρησιμοποίησε λανθασμένα είτε παρέλειψε να χρησιμοποιήσει (ΑΠ 1000/2017, ΑΠ 43/2017, ΑΠ 2164/2014, ΑΠ 1061/2013). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείουσες, με τους τρίτο, τέταρτο και έκτο λόγους της αναίρεσης, μέμφονται το Εφετείο για παραβίαση των διδαγμάτων κοινής πείρας, δηλαδή για πλημμέλεια από τον αρ. 1 εδ. β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα: 1) με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι η προσβαλλόμενη παραβίασε: α) τη διάταξη του άρθρου 984 ΑΚ καθόσον, αφού δέχθηκε ότι ο δικαιοπάροχος των αναιρεσειουσών είχε αποβάλει από τη νομή του επίδικου εδαφικού τμήματος την αναιρεσίβλητη το έτος 1973 και είχε τελέσει την αδικοπραξία, καθώς και ότι με την ανοικοδόμηση αυτού, τα έτη 1974-1975, είχε καταστήσει αδύνατη την αυτούσια απόδοσή του σ’ αυτήν, ακολούθως, λόγω της παράλειψης να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα κοινής πείρας, κατέληξε στην εσφαλμένη κρίση ότι η μεταβίβαση από το δικαιοπάροχό τους σ’ αυτές της οικοδομής, η συνέχιση των οικοδομικών εργασιών αποπεράτωσης του δεύτερου ορόφου αυτής από τη δεύτερη τούτων (αναιρεσειουσών) και η μη απόδοση του επίδικου στην αναιρεσίβλητη, αποτελούν αποβολή από τη νομή της και καθιστούν αδύνατη την απόδοσή του και β) τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, καθόσον σύμφωνα με τα διδάγματα κοινής πείρας οι πράξεις της αποδοχής της γονικής παροχής, της μη απόδοσης του επιδίκου και της συνέχισης των οικοδομικών εργασιών, η οποία άλλωστε ήταν επιβεβλημένη, δεν αποτελούν γεγονότα πρόσφορα να προκαλέσουν ζημία ή να διατηρήσουν προγενέστερη, ούτε άλλωστε αναφέρθηκε ή αποδείχθηκε οποιαδήποτε περαιτέρω ζημία, πέραν της αξίας του επιδίκου εδαφικού τμήματος, η αδυναμία αυτούσιας απόδοσης του οποίου είχε επέλθει με την καταπάτηση αυτού το έτος 1973 και την οικοδόμησή του τα έτη 1974-1975 και, συνεπώς, η ζημία από την αιτία αυτή, δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις αποδιδόμενες σ’ αυτές πράξεις, που δεν αποτελούν αδικοπραξία. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος και, συνεπώς, απαράδεκτος, Τούτο διότι οι αναιρεσείουσες δεν διευκρινίζουν ποια είναι τα διδάγματα κοινής πείρας τα οποία δεν έλαβε υπόψη του το Εφετείο ή χρησιμοποίησε εσφαλμένα. Σε κάθε περίπτωση, οι αιτιάσεις για εσφαλμένη κρίση, λόγω της επικαλούμενης παράλειψης προσφυγής στα διδάγματα κοινής πείρας, σχετικά με την, κατά το άρθρο 984 ΑΚ, προσβολή της νομής, είναι, σύμφωνα και με τα προαναφερόμενα, απαράδεκτες, καθόσον αναφέρονται σε παραδοχές που δεν στηρίζουν το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Αναφορικά, δε, με τις αιτιάσεις για την αδυναμία αυτούσιας απόδοσης του επιδίκου στην αναιρεσίβλητη και την προκαλούμενη σ’ αυτήν ζημία, στηρίζονται σε εσφαλμένη βάση, καθόσον το Εφετείο δέχθηκε ορθά ότι η μη άρση της δημιουργηθείσας με την αποβολή κατάστασης και η μη απόδοση του επιδίκου, όπως διατάχθηκε με την επί της διεκδικητικής αγωγής απόφαση, αποτελεί αυτοτελή αδικοπραξία, ανεξάρτητη από τις λοιπές πράξεις ή παραλείψεις, στην οποία θεμελιώνεται η αποζημίωση για την ζημία που προκαλεί, ίσου ποσού με την αξία του καταληφθέντος εδαφικού τμήματος που δεν αποδίδεται. Επίσης, η παραδοχή του Εφετείου, με βάση την οποία κρίνεται εάν υπέπεσε ή όχι σε πλημμέλεια, σχετικά με τον αποδειχθέντα χρόνο αδυναμίας απόδοσης του επιδίκου στην αναιρεσίβλητη, δεν είναι οι ως άνω χρόνοι που θεωρούν οι αναιρεσείουσες ότι προκλήθηκε η αδυναμία αυτή και στηρίζουν τον αναιρετικό λόγο, αλλά εκείνος της διαπίστωσης της αδυναμίας κατά την επιχειρηθείσα εκτέλεση της επί της διεκδικητικής αγωγής απόφασης. 2) Με τον τέταρτο αναιρετικό λόγο, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι ο δικαιοπάροχός τους, πατέρας αυτών, ενήργησε κατά την αγορά του ακινήτου του με καλή πίστη και συγκεκριμένα αγόρασε με συμβόλαιο ένα περιφραγμένο με συρματοπερίφραξη αγροτεμάχιο, διορίζοντας δικηγόρο για την αγορά του και στη συνέχεια οικοδόμησε τούτο έχοντας την πεποίθηση ότι οικοδομεί επί εδάφους ιδιοκτησίας του, ότι η αναιρεσίβλητη διαμαρτυρήθηκε μετά τέσσερα έτη και αφού είχε προηγηθεί η κατασκευή της οικοδομής σ’ αυτό και συνεπώς ο δικαιοπάροχός τους δεν καταπάτησε το ακίνητο, αλλά η κατάληψή του έγινε κατ’ ενάσκηση νομίμου δικαιώματος που του παρείχε το συμβόλαιο αγοράς. Ενόψει τούτων, ισχυρίζονται ότι εάν το Εφετείο λάμβανε υπόψη τα διδάγματα κοινής πείρας, θα έπρεπε να κρίνει ότι δεν υπήρχε προσβολή της προσωπικότητας της αναιρεσίβλητης, ούτε αδικοπρακτική ευθύνη αυτών, και ότι, σε κάθε περίπτωση, οι ως άνω πράξεις τους, ήτοι η κτήση ακινήτου με συμβολαιογραφικό έγγραφο, επί του οποίου ανήγειραν την οικία τους, εν αγνοία τους αρχικά ότι ανήκει στην κυριότητα της αναιρεσίβλητης, έλαβαν χώρα κατ’ ενάσκηση νομίμου δικαιώματος προστατευόμενου κατά προτίμηση έναντι εκείνου της προσωπικότητας, ενώ οι μεταγενέστερες πράξεις, που έγιναν χωρίς υπαιτιότητα, δεν μετέβαλαν τη ζημία της αναιρεσίβλητης και δεν βρισκόταν σε αντίθεση με τα χρηστά και συναλλακτικά ήθη. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του. Τούτο διότι, οι αναιρεσείουσες δεν διευκρινίζουν ποια είναι τα διδάγματα κοινής πείρας τα οποία δεν έλαβε υπόψη του το Εφετείο ή χρησιμοποίησε εσφαλμένα. Σε κάθε περίπτωση, η επίκληση των ως άνω πραγματικών περιστατικών, συνδέεται, όχι με την ανεύρεση, με βάση αυτά, της αληθινής έννοιας κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή της υπαγωγής ή όχι τούτων σε τέτοιο κανόνα, αλλά με την αξιολόγηση αυτών προς σχηματισμό δικαστικής κρίσης που οι αναιρεσείουσες θεωρούν ορθή, ήτοι ότι δεν διέπραξαν αδικοπραξία και συνεπώς δεν προκάλεσαν ζημία και προσβολή της προσωπικότητάς της στην αναιρεσίβλητη. 3) Με το έκτο λόγο της αναίρεσης, αποδίδουν σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση, διότι παρέλειψε να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα κοινής πείρας για την ανεύρεση της αληθινής έννοιας των άρθρων 297 και 298 ΑΚ και συγκεκριμένα διότι α) έλαβε αδιακρίτως τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισε η αναιρεσίβλητη για τον προσδιορισμό της αξίας του επιδίκου, τα οποία αναφέρονται σε ακίνητα που αφορούν όλη την περιοχή των …, χωρίς να προσδιορίσει τη θέση του επιδίκου σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και μπορούν να αφορούν σε ακίνητα που σε κάθε περίπτωση λόγω της θέσης τους έχουν μεγάλη εμπορική αξία, σε αντίθεση με το επίδικο, β) τα συγκριτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη αφορούν αξίες που αναφέρονται στο έτος 2008, ήτοι έξι έτη πριν από το έτος 2014 της εκδίκασης της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και κατά το οποίο έπρεπε να κριθεί η αξία που ήταν πλέον επηρεασμένη από την οικονομική κρίση και συνεπώς ήταν ακατάλληλα για τον προσδιορισμό της, γ) δεν έλαβε υπόψη την 133/2004 πραγματογνωμοσύνη και το συνημμένο τοπογραφικό διάγραμμα και έτσι δεν αντιλήφθηκε ότι το επίδικο είναι περίκλειστο και μη άρτιο και οικοδομήσιμο, μη δυνάμενο να χρησιμοποιηθεί για άλλη χρήση εκτός από καλλιέργεια και συνεπώς ελάχιστης αξίας και προσδιόρισε την αξία του στο μεγάλο ποσό των 387 ευρώ ανά τ.μ. και υποχρεώθηκαν να καταβάλουν συνολικά ποσό 35070 ευρώ, το οποίο με τους τόκους θα ανέλθει σε 80.000 ευρώ. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος. Τούτο διότι, οι προβαλλόμενες αιτιάσεις περί λήψης υπόψη απρόσφορων, κατά τις αναιρεσείουσες, αποδεικτικών μέσων για τον προσδιορισμό της αξίας του επιδίκου και περί μη λήψης για τον ίδιο σκοπό της προσκομισθείσας έκθεσης πραγματογνωμοσύνης και του συνημμένου τοπογραφικού διαγράμματος, δεν στηρίζουν τον προβαλλόμενο λόγο, αφού δεν αφορούν διδάγματα κοινής πείρας για την ανεύρεση της αληθινής έννοιας των επικαλούμενων ουσιαστικών διατάξεων, αλλά αφορούν στην αξιολόγηση, την εκτίμηση και την προσφορότητα των ληφθέντων υπόψη από το Εφετείο συγκεκριμένων αποδεικτικών μέσων ως στοιχείων προσδιορισμού της αξίας του καταληφθέντος τμήματος ακινήτου για τον υπολογισμό της αποζημίωσης της αναιρεσίβλητης. Εξάλλου, υπό το πρόσχημα της παραβιάσεως με τη μη χρησιμοποίηση ή την εσφαλμένη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων κοινής πείρας, ως προς την εξέταση των ζητημάτων που περιέχονται στον ανωτέρω λόγο της αναίρεσης, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων της αδικοπραξίας και το μέγεθος της ζημίας. Επομένως, το Εφετείο δεν υπέπεσε στην, από τον αρ. 1 περ. β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδιδόμενη με τους ανωτέρω αναιρετικούς λόγους, πλημμέλεια.
Κατά το άρθρο 559 αρ. 11 εδ. γ’ ΚΠολΔ, συντρέχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του όλα τα υποστατά και, αναλόγως, έγκυρα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους, είτε για άμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο (ΑΠ 1864/2017, ΑΠ 1614/2017). Δεν θεμελιώνεται ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί γι? αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Δεν αναιρείται η λήψη των επίδικων αποδεικτικών μέσων από τη μη ειδική αναφορά τους, μολονότι στην απόφαση μνημονεύονται ιδιαίτερα ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 455/2014, ΑΠ 798/2010). Πάντως, η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων που με επίκληση προσκομίστηκαν, δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί και μόνο η ύπαρξη αμφιβολιών για την ίδρυση του παρόντος λόγου αναίρεσης (ΟλΑΠ 8/2016, Ολ ΑΠ 2/2008). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείουσες, με τον πέμπτο αναιρετικό λόγο, μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση με την, εκ του αρ. 11 περ. γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι δεν έλαβε υπόψη την προσκομισθείσα από αυτές με επίκληση 133/2004 πραγματογνωμοσύνη και το συνημμένο σ’ αυτή από Απρίλιο 2004 τοπογραφικό διάγραμμα του πραγματογνώμονα μηχανικού Ι. Π., που διεξήχθη δυνάμει της 24/2003 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία, μέρος του επιδίκου, επιφάνειας 7,05 τ.μ. είχε αποδοθεί στην αναιρεσίβλητη, καθώς και ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα είναι περίκλειστη, μη άρτια και μη οικοδομήσιμη, χωρίς επαφή με κοινόχρηστο χώρο. Η παράλειψη, δε, του Εφετείου να λάβει υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, προκύπτει, κατά την προβαλλόμενη αιτίαση, από το ότι επιδίκασε αποζημίωση και για την αποδοθείσα έκταση και επειδή ουδόλως κατά την εκτίμηση της αξίας αυτής, αναφέρει ως ληφθέν αποδεικτικό μέσο τα ως άνω έγγραφα, ούτε αναφέρεται στον σχετικό ισχυρισμό των αναιρεσειουσών. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Τούτο διότι, από την αναφορά στην προσβαλλόμενη, που παραδεκτά επισκοπείται, ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό της δικαστικής του κρίσης, έλαβε υπόψη, εκτός των άλλων, σαφώς προσδιοριζόμενων, αποδεικτικών μέσων, και όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό με όσα διαλαμβάνονται στο σκεπτικό αυτής, προκύπτει αναμφίβολα ότι συνεκτίμησε μαζί με τις λοιπές αποδείξεις και αξιολόγησε και τα ανωτέρω έγγραφα που αφορά ο άνω αναιρετικός λόγος. Η μη ρητή αναφορά στην πληττόμενη απόφαση των ανωτέρω εγγράφων, ουδόλως οδηγεί σε συμπέρασμα ότι δεν λήφθηκαν υπόψη από το Εφετείο. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως προς την αποβολή της αναιρεσίβλητης από το συγκεκριμένων ορίων και επιφάνειας τμήμα του ακινήτου της, για το οποίο επιδίκασε αποζημίωση, αναφέρθηκε στη δέσμευσή της από το δεδικασμένο που προκύπτει από την αναφερόμενη 8207/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών που εκδόθηκε επί της διεκδικητικής αγωγής της αναιρεσίβλητης, η οποία (απόφαση) ρητά αναφέρει τη λήψη υπόψη, για τη δικαστική της κρίση, της ως άνω έκθεσης πραγματογνωμοσύνης και του συνημμένου σ’ αυτήν από Απριλίου 2004 τοπογραφικού διαγράμματος, η οποία είχε διαταχθεί με μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Ενόψει δε του ότι δεν μπορούσε να διαφοροποιηθεί, λόγω αυτής της δέσμευσης, ως προς την επιφάνεια του καταληφθέντος και κατεχόμενου από τις αναιρεσείουσες τμήματος του ακινήτου της αναιρεσίβλητης, καθόσον, μάλιστα, η πραγματογνωμοσύνη ήταν προγενέστερη της απόφασης που είχε αναγνωρίσει την κυριότητα επί του τμήματος αυτού και είχε διατάξει την απόδοσή του, δεν έκρινε εκ νέου τα όρια και την έκταση του καταληφθέντος τμήματος και ανεξάρτητα από την τυχόν διαφορετική κρίση της σε σχέση με το πόρισμα του διορισθέντος πραγματογνώμονα, ακόμη δε και στην περίπτωση σφάλματος αυτής, δεν προκαλεί αμφιβολία ως προς τη λήψη υπόψη των άνω εγγράφων, η μη ρητή αναφορά ή η μη ειδική αξιολόγηση αυτών και η κατάληξη σε διαφορετική, προς τις διαπιστώσεις από αυτά, κρίση. Εξάλλου, από την με πληρότητα περιγραφή της επίδικης εδαφικής λωρίδας, που γίνεται όπως περιγράφεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης και εικονίζεται στο τοπογραφικό διάγραμμα, προκύπτει σαφώς ότι αυτή είναι περίκλειστη, αφού, κατά την περιγραφή των ορίων του, ορίζεται γύρωθεν με υπόλοιπη ιδιοκτησία της αναιρεσίβλητης και με ιδιοκτησίες των αναιρεσειουσών, από τούτο δε και την επιφάνεια αυτού, προκύπτει ότι δεν είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, ώστε να μη δημιουργείται αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω έγγραφα. Άλλωστε, ούτε οι αναιρεσείουσες επικαλούνται ότι με την προσβαλλόμενη έγινε δεκτό πως η επίδικη εδαφική λωρίδα έχει διαφορετικές ιδιότητες από εκείνες που αναγράφονται στην πραγματογνωμοσύνη. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το Εφετείο κατέληξε σε παραδοχή την οποία οι αναιρεσείουσες θεωρούν εσφαλμένη και αντίθετη με όσα κατ’ αυτές προκύπτουν από τα ως άνω έγραφα, ανάγεται στην ουσιαστική εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και δεν οδηγεί σε κρίση ότι, δεν λήφθηκαν υπόψη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προκύπτουν διαφορετικά πραγματικά περιστατικά από εκείνα που δέχθηκε ως αληθή το δικαστήριο της ουσίας και θεμελιώνουν την ουσιαστική βασιμότητα του πορίσματός του, στηριζόμενο ως προς τούτο στη δέσμευσή του από το δεδικασμένο.
Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. (ΟλΑΠ 1/1999). Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάργηση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο ((ΟλΑΠ 24/1992, ΑΠ 34/2016). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της. Ελλείψεις, δε, του νομικού συλλογισμού, αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ιδίως στην ανάλυση, στάθμιση, αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 15/2006, ΟλΑΠ 861/1984, ΑΠ 1376/2011). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. (ΑΠ 793/2015, ΑΠ 360/2014). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει, ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 472/2017, ΑΠ 825/2015). Τέλος, η ύπαρξη νόμιμης βάσης και η αντίστοιχη έλλειψή της πρέπει να προκύπτουν αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση. Ο Άρειος Πάγος διαπιστώνει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του προκειμένου λόγου αναίρεσης, ελέγχοντας μόνο την προσβαλλόμενη απόφαση και το αιτιολογικό της, από την οποία πρέπει να προκύπτει η αποδιδόμενη σ’ αυτήν νομική πλημμέλεια και όχι από το περιεχόμενο άλλων εγγράφων ή αποφάσεων σε εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 156/2017). Με τον έβδομο λόγο της αναίρεσης, καθώς και το, όμοιου περιεχόμενου, δεύτερο μέρος του δεύτερου αναιρετικού λόγου, οι αναιρεσείουσες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, την, εκ του αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφγετείο στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, περιλαμβάνοντας αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες στα ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα εντοπίζουν την αντίφαση στο ότι το Εφετείο, ενώ δέχεται την αποβολή της αναιρεσίβλητης από τη νομή επί του επιδίκου το έτος 1973 από τον πατέρα και δικαιοπάροχό τους, ακολούθως δέχεται ότι αυτές ατομικά απέβαλαν την αντίδικό τους από το επίδικο και της προκάλεσαν με την αποβολή της ζημία ίση με την αξία του καταληφθέντος, προσδιορίζοντας έτσι και ως χρόνο αποβολής της από το επίδικο μεταγενέστερο εκείνου που ορίζεται από τα άρθρα 984 και 937 ΑΚ. Επίσης, παραπονούνται διότι από τις αιτιολογίες της απόφασης δεν προκύπτει σε τι συνίσταται η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους, η αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στις ζημιογόνες πράξεις-παραλείψεις που δέχεται ότι αυτές έπραξαν και της ζημίας που επήλθε στην αναιρεσίβλητη και ποια είναι η περαιτέρω ζημία που επήλθε από τις δικές τους πράξεις ή παραλείψεις στην αναιρεσίβλητη, πέραν εκείνης που είχε επέλθει με την αποβολή της και οικοδόμηση του ακινήτου τα έτη 1973 και 1974-1975, ενόψει και του ότι, και αν οι ίδιες δεν προέβαιναν σε οποιαδήποτε από τις αποδιδόμενες συμπεριφορές, το επίδικο θα ήταν αδύνατο να αποδοθεί, δεν αναφέρεται ποιον απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα έχουν παραβεί, ποιο είναι το παράνομο αποτέλεσμα που επήλθε από τη συμπεριφορά τους το οποίο δεν υπήρχε προηγουμένως και ποιο είναι το πταίσμα τους, ο δόλος ή αμέλεια αυτών. Ο προβαλλόμενος ως άνω λόγος της αναίρεσης είναι αβάσιμος. Ειδικότερα: α) Ως προς το πρώτο μέρος του διότι με βάση τα προαναφερόμενα περί της θεμελίωσης της αξίωσης αποζημίωσης και καταβολής χρηματικής ικανοποίησης σε αδικοπραξία που συνίσταται στη μη άρση της κατάστασης που δημιουργήθηκε, ήτοι της κατάληψης από το δικαιοπάροχο των αναιρεσειουσών και στη συνέχεια από τις ίδιες, που μετά το θάνατο εκείνου υπεισήλθαν στη δικονομική του θέση ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του και μη απόδοσης του επίδικου εδαφικού τμήματος στην κυρία αυτού αναιρεσίβλητη, παρά το ότι υποχρεώθηκαν με την αναφερόμενη τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε επί της διεκδικητικής αγωγής της, το ζήτημα ποιος απέβαλε την αναιρεσίβλητη από τη νομή του επιδίκου δεν αποτελεί ουσιώδες ζήτημα της υπόθεσης, για την κρίση αν οι αναιρεσείουσες ευθύνονται σε αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση αυτής, αφού δεν αποτελεί την πράξη που θεμελιώνει την αδικοπραξία, ώστε να έχει επίδραση στην έκβαση της δίκης. β) Ως προς το δεύτερο μέρος του καθόσον, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, δέχθηκε ότι οι αναιρεσείουσες, γνωρίζοντας ότι ο πατέρας τους και δικαιοπάροχός τους ήταν επιλήψιμος νομέας του επιδίκου τμήματος ακινήτου, ότι τούτο παράνομα είχε καταληφθεί μολονότι ανήκε στην κυριότητα της αναιρεσίβλητης, όπως είχε κριθεί τελεσίδικα με την εκδοθείσα, επί της διεκδικητικής αγωγής της τελευταίας, απόφαση, και χωρίς τη θέληση της κυρίας αυτού, ότι παρά ταύτα παρακρατούν το επίδικο παραλείποντας την άρση της παράνομης κατάστασης που δημιουργήθηκε και μη αποδίδοντας τούτο στην αναιρεσίβλητη, διατηρώντας έτσι επιλήψιμα τη νομή του, παράνομα ήτοι χωρίς δικαίωμα και υπαίτια και ότι λόγω της εκτέλεσης των οικοδομικών εργασιών της κατασκευής της οικοδομής στο όμορο ακίνητο επέκτασης αυτής και στο επίδικο, κατέστη αδύνατη η απόδοση του στην αναιρεσίβλητη, η οποία κατά τον τρόπο αυτό ζημιώνεται κατά την αξία αυτού. Με τις αιτιολογίες αυτές, καλύπτονται με πληρότητα και σαφήνεια τα στοιχεία του εφαρμοσθέντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του άρθρου 914 ΑΚ, ήτοι η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των αναιρεσειουσών, που την αποτελούν οι εκτιθέμενες πράξεις και παράλειψη, με τις οποίες προσβάλλεται το δικαίωμα κυριότητας της αναιρεσίβλητης στο επίδικο, και η οποία (συμπεριφορά) ειδικότερα, είναι παράνομη καθόσον η κατάληψη και η παρακράτηση του επιδίκου γίνεται χωρίς δικαίωμα και παρά την αντίθετη θέληση της κυρίας αυτού αναιρεσίβλητης, και υπαίτια, καθόσον οι αναιρεσείουσες τελούν σε γνώση του δικαιώματος τη; κυριότητας στο επίδικο, της επιλήψιμης νομής από τον πατέρα τους και δικαιοπάροχό τους λόγω της παράνομης κατάληψής του, η πρόκληση ζημίας ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς τους αυτής, προς την οποία η ζημία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια, αφού η συμπεριφορά αυτή επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση το ζημιογόνο αποτέλεσμα.
Συνεπώς, με τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης δικαιολογείται πλήρως το πόρισμα που έχει εξαχθεί από την εκτίμηση των αποδείξεων, της τέλεσης αδικοπραξίας κατά το άρθρο 914 ΑΚ και της υποχρέωσης αποκατάστασης της προκληθείσας από τις πράξεις τους ζημίας με καταβολή αποζημίωσης, καθώς και χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης.
Κατά το άρθρο 300 εδ. α’ ΑΚ “εάν εκείνος που ζημιώθηκε συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσόν αυτής”. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της διέπουσας το δίκαιο αρχής της καλής πίστης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 914 και 330 ΑΚ, προκύπτει σαφώς ότι σε περίπτωση που έχει προκληθεί σε κάποιον ζημία, περιουσιακή ή μη, και έχει ανακύψει θέμα ευθύνης άλλου για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, αν εκείνος που ζημιώθηκε, από αμέλεια, μη καταβολή, δηλαδή, της επιμέλειας που απαιτείται στις συναλλαγές, ήτοι της επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου εντός του επαγγελματικού και λοιπού κύκλου αυτού (του πταίστη), ενήργησε θετική πράξη με την οποία συνέβαλε στην πρόκληση της ζημίας του ή παρέλειψε θετική πράξη την οποία όφειλε από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από τις αρχές της καλής πίστης να επιχειρήσει, και η οποία ήταν ικανή, κατ’ αιτιώδη συνάφεια να αποτρέψει τη ζημία, και έτσι παρέλειψε αυτός να αποτρέψει τη ζημία ή την έκταση αυτής, αφήνεται στην ελεύθερη κρίση του δικαστή, σταθμίζοντος τις περιστάσεις και τον βαθμό πταίσματος του ζημιώσαντος και του ζημιωθέντος, είτε να μειώσει το ποσό της αποζημίωσης είτε, αναλόγως της επιρροής που άσκησε η υπαιτιότητα του ζημιωθέντος, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση (ΑΠ 687/2013, ΑΠ 1718/2012). Και τούτο υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη ή παράλειψη του ζημιωθέντος συνδέεται όχι γενικώς, αλλά με τα συγκεκριμένα στοιχεία που αποτελούν τον νόμιμο λόγο της ευθύνης του (ΑΠ 418/2016, ΑΠ 530/2014, ΑΠ 686/2013). Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 300 ΑΚ, προϋποθέσεις μειώσεως του ποσού της οφειλόμενης αποζημιώσεως ή και μη επιδικάσεώς της είναι: α) Να υφίσταται συμβατική ή εξωσυμβατική υποχρέωση προς αποζημίωση, β) συμπεριφορά του ζημιωθέντα θετική ή αποθετική που συνέβαλε στην πρόκληση ή την έκταση της ζημίας, γ) πταίσμα του ζημιωθέντα από δόλο ή αμέλεια, η οποία συνίσταται στην παράλειψη της απαιτούμενης προς περιφρούρηση των ιδίων συμφερόντων επιμέλειας, με συμπεριφορά αντίθετη προς τον από τις περιστάσεις κοινωνικώς επιβαλλόμενο τρόπο και δ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υπαίτιας συμπεριφοράς του ζημιωθέντα και του ζημιογόνου γεγονότος ή της ζημίας του (ΑΠ 1630/2010). Δηλαδή, για να εφαρμοσθεί η παραπάνω διάταξη, πρέπει, πλην άλλων, ο ζημιωθείς να συνέβαλε με την συμπεριφορά του στην επέλευση ή την έκταση της ζημίας (ΑΠ 1673/2013, ΑΠ 766/2007, ΑΠ 945/2002). Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή παράλειψης και της ζημίας, υπάρχει όταν η συμπεριφορά του υπόχρεου ήταν, συμφώνως προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή κατά τη συνηθισμένη και κοινωνική πορεία των πραγμάτων, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει την προσγενόμενη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 290/2009). Προκειμένου περί αγωγής αποζημίωσης η οποία στηρίζεται σε αδικοπραξία του εναγομένου (άρθρα 914 επ. ΑΚ), ο ισχυρισμός του τελευταίου ότι στην επέλευση της ζημίας συντέλεσε και πταίσμα του ενάγοντος συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό που θεμελιώνει ένσταση από το άρθρο 300 ΑΚ καταλυτική εν όλω ή εν μέρει της αγωγής (ΑΠ 810/2017, ΑΠ 263/2013). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή, από το δικαστήριο της ουσίας, των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Αντίθετα, η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη ήταν ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος, δηλαδή αν η επελθούσα ζημία τελεί στη συγκεκριμένη περίπτωση σε αιτιώδη, κατά την ανωτέρω έννοια, σύνδεσμο προς την παράνομη πράξη του αδικοπραγήσαντος, αποτελεί ζήτημα κρινόμενο κυριαρχικά από το δικαστήριο της ουσίας. (ΟλΑΠ 23/1988, ΑΠ 669/2017, ΑΠ 631/2015). Με τον όγδοο λόγο της αναίρεσης, οι αναιρεσείουσες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση με την εκ του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, αποδίδοντας ότι το Εφετείο παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, την οποία δεν εφάρμοσε παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή της. Ειδικότερα προβάλλουν την αιτίαση ότι το Εφετείο απέρριψε την ένστασή τους περί συντρέχοντος πταίσματος της αναιρεσίβλητης στην πρόκληση της ζημίας της και την έκτασή της, κρίνοντας ότι δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα, αφενός στην παράλειψη της τελευταίας να διεκδικήσει άμεσα την αποζημίωση και την θετική της πράξη της πώλησης του υπόλοιπου οικοπέδου της και αφετέρου στη ζημία που αυτή επικαλείται, με την αιτιολογία ότι η συμπεριφορά της αυτή δεν αποτελεί πρόσφορη αιτία συνυπαιτιότητας, αναφέροντας, μάλιστα, οι αναιρεσείουσες ότι το Εφετείο κατέληξε σ’ αυτή την κρίση <<παραλείποντας το γεγονός ότι εμείς επικαλούμαστε ότι άσκησε την αγωγή της 4 ολόκληρα χρόνια αφότου ο πατέρας μας είχε ανεγείρει την οικογενειακή μας οικία, και ότι άλλα 7 χρόνια προηγούμενα είχε καταπατηθεί από τη δικαιοπάροχο του πατέρα μας (συμβόλαιο από το 1967), δηλαδή ότι το είχε εγκαταλείψει χωρίς καμία επίβλεψη 11 ολόκληρα χρόνια>>. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, εκτός των όσων εκτίθενται ανωτέρω για το περιεχόμενο αυτής, κατά τις ουσιώδεις, για την εκτίμηση της προβαλλόμενης με τον ως άνω λόγο αναιρετικής πλημμέλειας, ουσιαστικές παραδοχές του, το Εφετείο δέχτηκε και τα ακόλουθα: <<Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενες με σχετικό λόγο της αυτής ως άνω έφεσής τους επαναφέρουν τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό τους ότι η ενάγουσα συνετέλεσε από δικό της πταίσμα στη ζημία της και συγκεκριμένα ότι παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία της και συγκεκριμένα ότι παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημίας, αφού, παρότι γνώριζε ότι η επίδικη εδαφική της έκταση καταλήφθηκε αρχικά από τον δικαιοπάροχο πατέρα τους και ακολούθως από τις ίδιες, καθώς και ότι εντός αυτής ανεγέρθηκε οικοδομή, παρέλειψε να ζητήσει δικαστικά την καταβολή αποζημίωσης, παρά με την προγενέστερα ασκηθείσα διεκδικητική ακινήτου αγωγή της <<ζητούσε επίμονα να καταστρέψει οικονομικά την οικογένειά μας-την απόδοση του ακινήτου και την κατεδάφιση της οικοδομής μας και όχι την καταβολή της αξίας του επιδίκου ακινήτου…>> όπως επί λέξει αναγράφεται στο δικόγραφο της έφεσής τους και στις πρωτόδικες προτάσεις τους, ενώ προέβη σε πώληση του μείζονος ακινήτου της, πλην του επιδίκου τμήματος, με αποτέλεσμα να καταστήσει αυτό μη άρτιο και οικοδομήσιμο, χωρίς επαφή με δρόμο ή άλλο κοινόχρηστο πράγμα και η αξία του να μειωθεί σε μικρότερο των 1000 ευρώ ποσό. Ο ισχυρισμός αυτός, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη, ο οποίος επιχειρεί να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 300 παρ. 1 ΑΚ, προβάλλεται αλυσιτελώς από τις εναγόμενες, δοθέντος ότι η επικαλούμενη αυτή υπαίτια συμπεριφορά της ενάγουσας, δεν συνδέεται αιτιωδώς με το επικαλούμενο στην αγωγή της (ενάγουσας) ζημιογόνο γεγονός, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν, και πιο συγκεκριμένα ενώ η ενάγουσα στο αγωγικό της δικόγραφο αναφέρει ως γενεσιουργό γεγονός της ζημίας της την αποβολή της από τη νομή του ως άνω εδαφικού τμήματος της ιδιοκτησίας της (λόγω αδυναμίας προς απόδοση σ’ αυτήν αυτούσιου του επιδίκου αυτού τμήματος), οι εναγόμενες από την πλευρά τους, για τη θεμελίωση του ισχυρισμού τους επικαλούνται ως ζημιογόνο κατάσταση αφενός την μη διεκδίκηση δικαστικά αποζημίωσης για το καταληφθέν (αρχικά από το δικαιοπάροχό τους και ακολούθως από τις ίδιες) επίδικο τμήμα, αφετέρου την πώληση του υπολοίπου ακινήτου της (ενάγουσας) σε τρίτους>>. Υπό τις ως άνω παραδοχές του, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 300 και 330 ΑΚ, δεχόμενο ότι η παρατιθέμενη συμπεριφορά της ζημιωθείσας αναιρεσίβλητης, δηλαδή να μην ασκήσει άμεσα, μετά τη γνώση της για την κατάληψη της επίδικης εδαφικής έκτασης από το δικαιοπάροχο των αναιρεσειουσών και ακολούθως από τις ίδιες, αγωγή για την αξίωση αποζημίωσης, αλλά να ασκήσει τη διεκδικητική αγωγή, καθώς και να πωλήσει το μείζον ακίνητό της, με αποτέλεσμα να μειωθεί η αξία του επίδικου τμήματος, δεν συνδέεται αιτιωδώς με το επικαλούμενο στην αγωγή ζημιογόνο γεγονός ώστε να στηρίξει τον προβαλλόμενο από αυτές ισχυρισμό περί συντρέχοντος πταίσματος αυτής στην πρόκληση της ζημίας της και στην έκτασή της. Τούτο διότι, πράγματι τα ως άνω στοιχεία της συμπεριφοράς της αναιρεσίβλητης, στα οποία κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, οι αναιρεσείουσες επιχείρησαν να στηρίξουν την εκ του άρθρου 300 ΑΚ ένστασή τους, δεν τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με τα συγκεκριμένα στοιχεία που, κατά τις παραδοχές της απόφασης, όπως έχουν αναπτυχθεί ανωτέρω, αποτελούν το ζημιογόνο γεγονός και νόμιμο λόγο της ευθύνης των αναιρεσειουσών για την καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης, καθόσον δεν αποτελούν περιστατικά τα οποία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν ικανά να συμβάλουν στην πρόκληση της ζημίας της ή στην έκταση αυτής. Έτσι, η προβληθείσα ως άνω ένσταση δεν μπορεί να θεμελιωθεί με βάση τα ανωτέρω περιστατικά. Λόγω της έλλειψης αυτής της αναγκαίας προϋπόθεσης θεμελίωσης της εκ του άρθρου 300 ΑΚ ένστασης, δηλαδή της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της επικαλούμενης συμπεριφοράς της αναιρεσίβλητης και της ζημίας της, παρίσταται αυτή μη νόμιμη και απορριπτέα και συνεπώς, η κρίση του Εφετείου, που κατά το πραγματικό νόημα της απόφασής του, έκρινε μη νόμιμη την ένσταση αυτή, είναι ορθή. Εξάλλου, ο λόγος αυτός της αναίρεσης, κατά το μέρος που διατυπώνεται παράπονο ότι το Εφετείο, παρέλειψε να λάβει υπόψη του, τα προταθέντα, πέραν των ανωτέρω με βάση τα οποία αυτό εκτίμησε τη νομική βασιμότητα του ισχυρισμού των αναιρεσειουσών περί συντρέχοντος πταίσματος της αναιρεσίβλητης, πραγματικά περιστατικά, εκτιμώμενος ως πλημμέλεια εκ του αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι εντελώς αόριστος και συνεπώς απαράδεκτος, καθόσον οι αναιρεσείουσες δεν εκθέτουν ότι τα συγκροτούντα την ένσταση ως άνω πραγματικά περιστατικά, είχαν προτείνει για τη θεμελίωσή της νόμιμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ώστε ακολούθως να είναι νόμιμη η επαναφορά της ένστασης αυτής στο Εφετείο ως στηριζόμενης και σ’ αυτά, ούτε ισχυρίζονται ότι χωρίς τέτοια προηγούμενη επίκληση αυτών, παραδεκτά το πρώτο πρότειναν αυτά στο Εφετείο για τη θεμελίωσή της, καθόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ, Ο, εκ του άρθρου 559 αρ. 10 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός, ο οποίος στηρίζεται στην παράβαση του συστήματος συζήτησης, κατά την οποία ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί, υπάρχει όταν, για τα “πράγματα” που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο, δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε απόδειξη ή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει στην απόφασή του, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη για “πράγματα” που δέχθηκε ως αληθινά, χωρίς να απαιτείται να αξιολογείται στην απόφαση κάθε αποδεικτικό μέσο ειδικά και χωριστά ή να εξειδικεύονται τα έγγραφα ή να γίνεται διάκριση ποια από αυτά λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη. Ο όρος “πράγματα” είναι ταυτόσημος του αντιστοίχου όρου του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, όπως η έννοια αυτού αναπτύχθηκε ανωτέρω. Σύμφωνα με την έννοια της ανωτέρω διάταξης, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του από τα μνημονευόμενα σ? αυτή (απόφαση) αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 1304/2012, ΑΠ 292/2011), ανεξάρτητα αν ύστερα από την εκτίμησή τους καταλήξει σε, έστω και εσφαλμένη, για τα “πράγματα” κρίση, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 677/2015, ΑΠ 2148/2007). Με τον ενδέκατο αναιρετικό λόγο, οι αναιρεσείουσες πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση, με την αιτίαση ότι δέχθηκε πράγματα ως αληθινά χωρίς απόδειξη και συγκεκριμένα ότι τις οικοδομικές εργασίες για την αποπεράτωση του δεύτερου οφόρου συνέχισαν, μετά τη μεταβίβαση του ακινήτυο από τον πατέρα τους σ’ αυτές και οι δύο αναιρεσείουσες, ενώ τούτο δεν είναι αληθές αφού η πρώτη αναιρεσείουσα δεν είχε συμμετοχή στην πράξη. Ο λόγος αυτός, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση για σφάλμα από τον αρ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Τούτο διότι, από την προσβαλλόμενη απόφαση, παραδεκτά επισκοπούμενη (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησής του ως προς την ουσία της υπόθεσης, συνεπώς και για την κρίση του περί της εκτέλεσης των εργασιών ολοκλήρωσης της κατασκευής του δεύτερου ορόφου της οικοδομής, το Εφετείο στηρίχθηκε στα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, ήτοι τις ένορκες καταθέσεις των αναφερόμενων μαρτύρων, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την πρωτόδικη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως, όλα τα προσκομισθέντα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα και την ειδικά αναφερόμενη ένορκη βεβαίωση που λήφθηκαν νόμιμα και συνεπώς οι παραδοχές της δεν έγιναν χωρίς απόδειξη. Η τυχόν βασιμότητα της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων και σχηματισμού εσφαλμένου αποδεικτικού πορίσματος, δεν ιδρύει τον προβαλλόμενο ως άνω λόγο αναίρεσης, που απαιτεί το σχηματισμό κρίσης χωρίς να έχει προσκομιστεί κανένα αποδεικτικό μέσο, καθόσον προσβάλλει την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Εφετείου για τις σχετικές παραδοχές του.
Από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι αν το δικαστήριο της ουσίας δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας κάποιου προκλήθηκε ηθική βλάβη στον παθόντα, μπορεί να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση, με σκοπό να επιτευχθεί μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση της ηθικής βλάβης αυτού. Το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης θα καθοριστεί με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, έτσι ώστε ο παθών να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Κριτήρια δε για τον προσδιορισμό του “εύλογου” ποσού είναι εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης και κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του, όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος) με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μία ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ, αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 10/2017, ΟλΑΠ 9/2015). Με τον δέκατο αναιρετικό λόγο, οι αναιρεσείουσες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση διότι με την κρίση της περί υποχρέωσής τους να καταβάλουν στην αναιρεσίβλητη ως χρηματική ικανοποίηση ποσό 10.000 ευρώ, εις ολόκληρο κάθε μία, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 932 ΑΚ, 2 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπερβαίνοντας τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, αφού το επιδικασθέν ποσό απέχει, κατά την κοινή πείρα τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, από τα επιδικαζόμενα σε παρόμοιες περιπτώσεις ποσά και τούτο διότι, ο δικαιοπάροχός τους αγράμματος όντας, αγόρασε περιφραγμένο οικόπεδο το έτος 1973, χρησιμοποιώντας δικηγόρο για τον έλεγχο της κυριότητας του πωλητή, το επίδικο περιλαμβάνονταν εντός της περιφραγμένης εδαφικής έκτασης, δεν είχε οποιαδήποτε υπαιτιότητα και ούτε αμέλεια για την κατάληψη αυτού και την ανέγερση της οικοδομής, και παρά ταύτα επιδικάζεται το ανωτέρω ποσό, το οποίο με τους τόκους ανέρχεται σε 24.000 ευρώ, το δε ποσό της επιδικασθείσας αποζημίωσης σε 49.000 ευρώ μαζί με τους τόκους, έτσι ώστε το συνολικό να ισοδυναμεί με την αγοραία αξία του οικοπέδου τους και της οικοδομής τους και καθιστά αδύνατη την πληρωμή του, καθόσον η πρώτη τούτων είναι συνταξιούχος ΙΚΑ, με αποδοχές 540 ευρώ μηνιαίως, η δεύτερη δημόσιος υπάλληλος με μισθό 1.100 ευρώ μηνιαίως και σύζυγο συνταξιούχο και ενώ είναι επιβαρυμένη με την καταβολή των δαπανών των σπουδών της θυγατέρας της που είναι φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Βορείου Αιγαίου και θα πρέπει να εκπλειστηριασθεί ολόκληρο το ακίνητο για την εξόφληση της απαίτησης της αναιρεσίβλητης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο, επί του κρίσιμου ζητήματος του προσδιορισμού του εύλογου ποσού της χρηματικής ικανοποίησης που πρέπει να επιδικαστεί στην αναιρεσίβλητη για την ηθική βλάβη που υπέστη από την σε βάρος της αδικοπραξία των αναιρεσειουσών, δέχθηκε, εκτός των όσων ανωτέρω διαλαμβάνονται, και τα ακόλουθα: <<Εξάλλου, η ενάγουσα από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, δοκίμασε μεγάλη στενοχώρια, δηλαδή ενδιάθετη ψυχική κατάσταση, παραγωγική ηθικής της βλάβης, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη, το είδος της προσβολής της προσωπικότητάς της, την έκταση της ζημίας της ενάγουσας, τις συνθήκες τόπου και χρόνου, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η προσβολή από τις εναγόμενες, τη βαρύτητα του πταίσματός τους, την πρόκληση μακροχρόνιων και πολυδάπανων δικαστικών αγώνων, καθώς και την περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, κρίνει ότι η εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 10.000 ευρώ>>. Δεχόμενο τα ανωτέρω, το Εφετείο, εξαφάνισε και κατά το κεφάλαιο τούτο την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ότι για την αιτία αυτή το εύλογο ποσό της χρηματικής ικανοποίησης ανέρχεται σε 5.000 ευρώ και υποχρέωσε τις αναιρεσείουσες να καταβάλουν, καθεμία εις ολόκληρο, το κριθέν εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης στην αναιρεσίβλητη. Υπό τις ανωτέρω παραδοχές του, καθορίζοντας το Εφετείο τη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη της αναιρεσίβλητης στο παραπάνω ποσό, δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας ούτε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες εφάρμοσε, αφού προσδιόρισε το ποσό αυτό, με κριτήρια αντικειμενικά, αντλούμενα από το σκοπό του κανόνα δικαίου, με βάση τα οποία προσδιορίζεται η βαρύτητα και το μέγεθος της ηθικής αυτής βλάβης, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, τελεί σε σχέση αναλογίας προς τον επιδιωκόμενο σκοπό ήτοι την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης από την ένδικη αιτία, χωρίς να υπερβαίνει, καταφανώς, τα συνήθως επιδικαζόμενα σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικά ποσά, ούτε αντιβαίνει την αρχή της αναλογικότητας.
Συνεπώς, ο άνω δέκατος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την εκτίμηση αυτού με βάση το περιεχόμενό του, η πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, της ευθείας δηλαδή παραβίασης με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικών διατάξεων, είναι αβάσιμος. Εξάλλου, ο ίδιος λόγος, με τον οποίο αποδίδεται κατά το αναιρετήριο η από τον αρ. 1 περ. β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ παραβίαση των διδαγμάτων κοινής πείρας, κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, είναι προεχόντως απαράδεκτος ως αόριστος, αφού δεν αναφέρονται ποια συγκεκριμένα διδάγματα κοινής πείρας παραβιάστηκαν.
Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η από 21-2-2018 αίτηση για αναίρεση της 5536/2017 απόφασης του Εφετείου Αθηνών και να διαταχθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε από τις αναιρεσείουσες κατά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης. Οι αναιρεσείουσες που νικήθηκαν πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, κατά το σχετικό νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21-2-2018 αίτηση των 1) Ε. Γ. του Δ. και 2) Τ. Γ. του Δ. για αναίρεση της 5536/2017 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε κατά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης.
Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2019.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(Και τούτου αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία, o αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 21 Οκτωβρίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ