Απόφαση 1526 / 2022 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Θεόδωρου Κανελλόπουλου, Μαρία Ανδρικοπούλου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Γεώργιο Αυγέρη και Μαρί Δεργαζαριάν – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Ιανουαρίου 2022, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Π. Ν. του Κ., κατοίκου …. Παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Οδυσσέα – Ηλία Μάρη, ο οποίος ανακάλεσε την από 17-12-2021 δήλωσή του για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο. Του αναιρεσιβλήτου: Α. Μ. του Β., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μανώλη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-12-2012 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2903/2014 μη οριστική και 161/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3541/2018 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 27-12-2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 1400 παρ.1 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του 1529/1983, “Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή”. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου “Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων, που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια”. Η απαίτηση του κάθε συζύγου από το άρθρο 1400 ΑΚ είναι, κατ` αρχήν, ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή του δικαιούχου άμεση ή έμμεση (ΟλΑΠ 28/1996). Ως αύξηση νοείται όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά τον χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία). Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου της έγερσης της αγωγής θα κριθεί αν υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κρίσιμος χρόνος θεωρείται στη μεν περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση, ο χρόνος κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, στη δε περίπτωση της τριετούς διάστασης (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί), κρίσιμος είναι ο χρόνος της άσκησης της αγωγής (ΑΠ 528/2015, ΑΠ 1899/2014, ΑΠ 1029/2013, ΑΠ 406/2003). Για την εξεύρεση όμως της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος άσκησης της αγωγής, (ΑΠ 1316/2017, ΑΠ 492/2017). Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υποχρέου, ώστε, από τη σύγκριση αυτής κατά το χρονικό σημείο τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) προς εκείνη που υφίσταται κατά το χρονικό σημείο γένεσης της αξίωσης (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν, αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο. Ο χρόνος λύσης ή ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν. Κατά το χρόνο δε γέννησης της αξίωσης απαιτείται να διατηρείται η αύξηση της περιουσίας που έγινε με τη συμβολή του δικαιούχου συζύγου (ΑΠ 3/2016, ΑΠ 1357/2015). Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1400 ΑΚ, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών, οι οποίες παρέχονται στον συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο ο υπόχρεος σύζυγος έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του (ΑΠ 1978/2014). Συγκεκριμένα, κατά την διάταξη του άρθρου 1389 ΑΚ οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας και η συνεισφορά αυτή γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1390 του ιδίου Κώδικα στην υποχρέωση του προηγουμένου άρθρου περιλαμβάνονται η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση (ΑΠ 1048/2009). Η αποτίμηση όμως των υπηρεσιών του ενάγοντος, με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο και νόμιμο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του, ή σε μικρότερο ποσοστό, όπως αντιθέτως απαιτείται, όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής (ΑΠ 1473/2019). Μόνο στην τελευταία περίπτωση, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται, ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν (ΑΠ 43/2015, ΑΠ 1280/2014). Κατά συνέπεια, οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να προσδιορίζονται κατ` είδος και αξία, τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση, μόνο όταν και κατά το μέρος που υπερβαίνουν το μέτρο το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες (ΑΠ 1059/2014, ΑΠ 566/2014). Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα του ενός συζύγου από τον άλλο με βάση το άρθρο 1400 ΑΚ είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου γ) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο, περιλαμβανομένης και της υπερβαίνουσας το μέτρο της συνεισφοράς του ενάγοντος συζύγου συμβολής του στις τρέχουσες οικογενειακές δαπάνες, με χρηματικές εισφορές ή εισφορές χρήσης ακινήτου για στέγαση της οικογένειας ή με παροχή προσωπικών υπηρεσιών στην αντιμετώπιση των οικογενειακών εν γένει αναγκών και δ) η αιτιώδης σχέση της συμβολής αυτής προς την αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου (ΑΠ 492/2017). Όταν όμως ζητείται η επιδίκαση του τεκμαιρομένου ποσοστού (1/3) των αποκτημάτων, ο ενάγων θα δικαιούται το ένα τρίτο από την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί και αποδείξει οποιαδήποτε συμβολή του στην αύξηση αυτή, υπό την προϋπόθεση βέβαια της επίκλησης και απόδειξης τέτοιας αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου (ΑΠ 1550/2018). Ωστόσο, ο εναγόμενος, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία φέρεται ότι αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, και στις δύο περιπτώσεις του άρθρου 1400 του ΑΚ, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει κάποια συμβολή. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος, να επικαλεσθεί και αποδείξει, ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος, είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων, είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο στον ίδιο. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, συνιστά, ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση (ΑΠ 492/2017, ΑΠ 1899/2014, ΑΠ 1646/2014, ΑΠ 438/2007), ενώ όσον αφορά τον πραγματικό υπολογισμό αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (ΑΠ 566/2014). Δηλαδή, το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδάφ. β` του ΑΚ ως άνω μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του υποχρέου, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων, με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ` ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή. Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλ` απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό (μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρομένου) συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος ( ΑΠ 182/2021. ΑΠ 101/2020, ΑΠ 1646/2014, ΑΠ 566/2014, ΑΠ 193/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση από το διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης, κατά την επιτρεπτή κατ` άρθρο 561 αρ. 2 ΚΠολΔ. επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, προκύπτουν τα εξής: Η αναιρεσείουσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 10-12-2012 αγωγή της, με την οποία ιστορούσε ότι με τον εναγόμενο (αναιρεσίβλητο) τέλεσε νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 27-12-1987 στην …, και συμβίωσαν μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2001, οπότε και υπήρξε οριστική διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης. Ότι ο εναγόμενος σύζυγός της κατά τον χρόνο τελέσεως του γάμου τους είχε περιουσία, όπως αυτή προσδιορίζεται και εκτιμάται, ενώ κατά τον χρόνο που γεννάται η αξίωσή της, δηλαδή με τη συμπλήρωση της τριετίας σε διάσταση, είναι κύριος των περιγραφομένων στην αγωγή ακινήτων. Ακολούθως η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, να της καταβάλει το 100% της εμπορικής αξίας του λεπτομερώς περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου επί της οδού … στο …, ήτοι το ποσό του 1.346.000 ευρώ, άλλως το 1/3 της συμμετοχής της στην αύξηση της αξίας της περιουσίας του εναγομένου, ήτοι το ποσό των 504.572,43 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, άλλως και όλως επικουρικώς να της καταβάλει τα άνω ποσά του 1.346.000 ευρώ και όλως επικουρικότερα το ποσό των 504.572,43 ευρώ νομιμοτόκως σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθ. 2903/2014 απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου η οποία διέταξε την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, στην συνέχεια δε εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 161/2017 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε κατά ένα μέρος δεκτή η ως άνω αγωγή, και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 157.556,89 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν έφεση τόσο η ενάγουσα, όσο και ο εναγόμενος, ζητούσαν δε για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνιση της απόφασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ως προς τις επιβλαβείς για τον καθένα διατάξεις, έτσι ώστε κατά μεν την ενάγουσα (εκκαλούσα της δεύτερης έφεσης) να γίνει δεκτή η αγωγή της ως ουσιαστικά βάσιμη, καθ ολοκληρία, κατά δε τον εναγόμενο (εκκαλούντα της πρώτης έφεσης) να απορριφθεί εν όλω η αγωγή. Με την προσβαλλομένη απόφαση το Εφετείο απέρριψε κατ’ ουσία την έφεση της ενάγουσας, δέχθηκε κατά ένα μέρος ως κατ’ ουσία βάσιμη την έφεση του εναγομένου, εξαφάνισε την απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα νομιμοτόκως το ποσό των 117.196,89 ευρώ, στο οποίο ποσό έκρινε τη συμβολή της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης. Με τη κρινόμενη από 27-12-2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, υπ’ αριθ. 3541/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και, συνεπώς, είναι παραδεκτή [άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ], πρέπει δε να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της (άρθρο 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 11 εδάφ. γ` του ΚΠολΔ, συντρέχει λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Κατά την έννοια του πιο πάνω εδαφίου, για την ίδρυση του λόγου αυτού αναιρέσεως αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 2/2008). Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ’του ΚΠολΔ, υπό την αποκλειστική προϋπόθεση, ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, αφού μόνο ένα τέτοιο γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης. (ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 136/2022, ΑΠ 600/2021, ΑΠ 1205/2017). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος κατ` ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει στην απόφασή του ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, για τα οποία προτείνεται ο αναιρετικός λόγος ή ότι έλαβε υπόψη όλα τα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα, έστω και χωρίς στην απόφαση να γίνεται μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, εκτός εάν, παρά τη βεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της αποφάσεως και ιδίως από τις αιτιολογίες καταλείπονται αμφιβολίες για τη συνεκτίμηση όλων ή ορισμένων εγγράφων, οπότε είναι ουσιαστικά βάσιμος ο λόγος αναιρέσεως (ΟλΑΠ 8/2016, ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 136/2022, ΑΠ 34/2021, ΑΠ 50/2020). Για το ορισμένο της προβολής του λόγου της μη λήψης υπόψη αποδεικτικών μέσων που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο, τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα που δεν λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, να προσδιορίζεται το περιεχόμενό τους, ως και ο ισχυρισμός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου αυτά προσκομίσθηκαν και η επίδραση που έχει αυτός στο διατακτικό της απόφασης, το οποίο και θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη (ΑΠ 136/2022, ΑΠ 18/2021, ΑΠ 92/2020) και επιπλέον να αναφέρεται ότι έγινε επίκληση και προσκομιδή τους κατά την συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, ακόμη και αν έπρεπε να ληφθούν αυτεπαγγέλτως υπόψη (ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 18/2021, ΑΠ 779/2019, ΑΠ 204/2017). Μεταξύ των ως άνω αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνονται και τα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης, η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αρ. 11 γ` ΚΠολΔ πλημμέλεια και δη ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω νομίμως επικληθέντα και προσκομισθέντα από αυτήν έγγραφα, που ασκούσαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης: Ειδικότερα προσκόμισε: Α. Για την απόδειξη του παθητικού της τελικής περιουσίας του αναιρεσιβλήτου τα εκκαθαριστικά σημειώματα της κύριας σύνταξής του τού 2009 και 2013 και-Τον από 17-3-2017 σχετικό πίνακα του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων των τοκοχρεολυτικών δόσεων του στεγαστικού δανείου για την ανοικοδόμηση του ένδικου ακινήτου Β. Για την απόδειξη του γεγονότος, που επιδρά στην αξία του, ότι στο ένδικο ακίνητο στην οδό … & … του Δήμου … υφίσταται δικαίωμα επιπλέον δόμησης (χαρακτηριζόμενο ως “δικαίωμα υψούν”), καθόσον υπολείπεται προς δόμηση επιφάνεια κτίσματος 189,70 τ.μ. :-Το θεωρημένο από την αρμόδια Πολεοδομία σχεδιάγραμμα κάλυψης του παραπάνω ακινήτου -Το από 16-3-2017 έγγραφο της αρμόδιας Πολεοδομίας Αιγάλεω -Την από 20-3-2017 βεβαίωση-τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού κ. Δ. Κ., Γ. Για την απόδειξη της εμπορικής-αγοραίας αξίας στον κρίσιμο χρόνο της ένδικης μονοκατοικίας στην οδό … & … (πρώην …) στον Δήμο …, ανερχόμενης στο ποσό των 1.346.000 ευρώ (1.080.000 ευρώ του οικοπέδου και 266.000 ευρώ των κτισμάτων): Την από 1-12-2012 έκθεση εκτίμησης της εμπορικής αξίας ακινήτου του μεσίτη-εκτιμητή Α. Χ., Την από 1-12-2012 έκθεση εκτίμησης ακινήτου του μεσιτικού γραφείου Α…. RΕΑL ΕSΤΑΤΕ, την από 30-11-2012 έκθεση εκτίμησης του μεσιτικού γραφείου Ε…. RΕΑL ΕSΤΑΤΕ, την από Σεπτεμβρίου 2004 εκτίμηση του κτηματομεσιτικού Δικτύου RΕΜΑΧ – Κατάστημα …, Το από 22-11-2012 δημοσίευμα της εφημερίδας Ν…., Τις φωτογραφίες της ένδικης μονοκατοικίας στην οδό … στο …. Το πιο πάνω διάγραμμα κάλυψης του παραπάνω ακινήτου επί της οδού … στο … , -Τις αγγελίες πώλησης άλλων συγκρίσιμων ακινήτων, ήτοι της 2-9-2011 στην ιστοσελίδα www.aggeliestanea και επίσης αγγελία στην ιστοσελίδα www.spitogatos.gr για πώληση οικοπέδου, Την αγγελία στο ένθετο φύλλο R…ΕSΤΑΤΕ της Εφημερίδας Ν…. στις 2-12-2007, -Την αγγελία στην ιστοσελίδα πωλήσεων ακινήτων της Χ…. της 1-3-2017 για την πώληση μεζονέτας 150 τ.μ. στο … στη θέση … (σχετικό 103), τη Μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας ( σχετικό 120 β, σελ. 86) σχετικά με τη διακύμανση των τιμών των ακινήτων του έτους 2012, -Πίνακα Δεικτών τιμών κατοικιών (ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΕΙΡΕΣ) της Τράπεζας της Ελλάδας, της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών (σχετικό 121), Δημοσιεύματα κατασκευαστικών εταιρειών και πίνακα ασφαλιστικών υπηρεσιών. Δ. Για το μέγεθος της συμβολής της στην αύξηση της περιουσία του αναιρεσιβλήτου κατά τη διάρκεια του γάμου με διατεθέντα από αυτήν κεφάλαια, -Το από 31-10-2012 έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος (σχετικό μου 42 ) -Εφαρμογή τόκου υπερημερίας της LAWΝΕΤ, Ε. Για την πραγματική συμβολή της με χρηματικά κεφάλαια από το 2002 και έκτοτε συνεχώς έως το 2010: – Κατάσταση του εργοδότη αυτής εκείνης της περιόδου, από την οποία αποδεικνύεται ότι εργαζόταν ως βοηθός λογιστή στο λογιστικό γραφείο του κ. Β. Χ. στο …, καθώς και το ύψος των καθαρών εισοδημάτων της από την παροχή της εργασίας της. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, κατά το ενδιαφέρον τον παραπάνω αναιρετικό λόγο μέρος αυτής, προκύπτει ότι το Εφετείο σχημάτισε την κρίση του, λαμβάνοντας υπόψη “….την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με επιμέλεια του εναγομένου και περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με επιμέλεια των διαδίκων και περιλαμβάνονται στα υπ’ αριθμ. 2903/2014 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, την υπ’ αριθμ. …/2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του μεσίτη – εκτιμητή ακινήτων Ν. Α. που κατ’ άρθρο 387 ΚΠολΔ εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο τούτο, την υπ’ αριθμ. 363/2013 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος Π. Μ. ενώπιον της Ειρηνοδίκη …, την υπ’ αριθμ. 364/2013 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Βασίλη Κακαλή ενώπιον της Ειρηνοδίκη …, την υπ’ αριθμ. 365/2013 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Κ. Ν. ενώπιον της Ειρηνοδίκη …, που επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα – ενάγουσα, με πρωτοβουλία της οποίας έγιναν μετά από νόμιμη πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες κλήτευση του αντιδίκου της (άρθρο 442 ΚΠολΔ), την υπ’ αριθμ. 395/2013 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Γ. Κ. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αχαρνών, την υπ’ αριθμ. 3911/2013 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Κ. Ρ. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αχαρνών, που επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών – εναγόμενος, με πρωτοβουλία του οποίου έγιναν μετά από νόμιμη πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες κλήτευσης της αντιδίκου του…”, αναφέροντας, μάλιστα, στη συνέχεια ότι “από την αξιολογική συνεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των ως άνω αποδεικτικών μέσων προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα…”. Σύμφωνα με την διαλαμβανόμενη στην απόφαση του Εφετείου ως άνω βεβαίωση, προκύπτει ότι αυτό ουδόλως έλαβε υπ` όψη του όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν, και ασκούσαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης όσον αφορά τα αποδεικτέα θέματα της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου και τη συμβολή της ενάγουσας στην εν λόγω επαύξηση, ενώ ούτε και από το υπόλοιπο σκεπτικό της απόφασης προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο, αλλά αντιθέτως καταλείπονται και από αυτό αμφιβολίες, ότι ελήφθησαν υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα. Έτσι, όμως, η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της μη λήψης υπόψη αποδεικτικών μέσων, που η αναιρεσείουσα είχε επικαλεστεί και προσκομίσει νόμιμα και, συνεπώς, ο ως άνω, από το άρθρο 559 αρ. 11 περ.γ` ΚΠολΔ, δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι βάσιμος. Η αναιρετική δε εμβέλεια του λόγου αυτού καθιστά αλυσιτελή την ουσιαστική έρευνα των λοιπών αναιρετικών λόγων. Κατόπιν αυτών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου είναι εφικτή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου στην καταθέσασα τούτο αναιρεσείουσα (άρθ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος που νικήθηκε στη δίκη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά της (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ` αριθ. 3541/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παράβολου στην καταθέσασα τούτο αναιρεσείουσα.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Ιουνίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 14 Σεπτεμβρίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ