Αριθμός 1992/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου και Παναγιώτα Γκουδή – Νινέ – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 26 Σεπτεμβρίου 2022, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Θ. Η. του Μ., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Τέγο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Β. Η. του Μ. και 2) Β. Ε. του Ι., κατοίκων …, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-9-2018 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Έδεσσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 51/2019 του ίδιου Δικαστηρίου και 220/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 21-9-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολιπόμενος ή ο μη παριστάμενος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, διάδικος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί, ενώ σε αποφατική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (ολ.Α.Π.14/2015, Α.Π.548/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, από τις προσκομιζόμενες από τον αναιρεσείοντα υπ’ αριθ. 3387Γ’ και …/30-9-2021 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης με έδρα το Πρωτοδικείο Έδεσσας Μιχαήλ Αδάμ, τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει νόμιμα ο αναιρεσείων, επιμελεία του οποίου προσδιορίστηκε η συζήτηση της ένδικης αίτησης για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (26-9-2022), προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης από 21/9/2020 ένδικης αίτησης αναίρεσης, με την κάτω από αυτήν πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου περί ορισμού του Α-2 Τμήματος ως αρμοδίου για την εκδίκαση αυτής, την πράξη του Προέδρου του Α-2 Τμήματος περί ορισμού δικασίμου της αίτησης και κλήση προς συζήτηση για την ως άνω δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους αναιρεσίβλητους. Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι κατά την ως άνω δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε η υπόθεση με την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίσθηκαν, ούτε κατέθεσαν δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επομένως, αφού αυτοί κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, θα πρέπει το δικαστήριο να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, παρά την απουσία τους (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ). Με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ’ αριθ. 220/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας, το οποίο δικάζοντας ως εφετείο, κατά την ειδική διαδικασία (άρθ.614 Κ.Πολ.Δ.), την έφεση του αναιρεσείοντος – εναγομένου κατά των αντιδίκων του αναιρεσίβλητων – εναγόντων και κατά της υπ’ αριθ. 51/2019 απόφασης του Ειρηνοδικείου Έδεσσας, απέρριψε την έφεσή του ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, επικυρώνοντας την ως άνω πρωτοβάθμια απόφαση, σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσείων – εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στον καθένα από τους αντιδίκους του – ενάγοντες το ποσό των 2.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για την προσβολή των προσωπικών τους δεδομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.2472/1997 και των άρθρων 57,59 και 932 του Α.Κ.. Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1ΚΠολΔ), είναι επομένως παραδεκτή (άρθρα 577 παρ.1ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της (άρθρο 577 παρ. 3ΚΠολΔ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 11, 14, 15, 19 παρ. 1α του Ν. 2472/1997 “Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, με εκείνες της υπ` αριθ. 1122/2000 Οδηγίας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα “για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων μέσω κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης”, που εκδόθηκε Κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 19 παρ. 1α του πιο πάνω νόμου και τροποποιήθηκε με τη μεταγενέστερη υπ` αριθ. 2162/2005 όμοια, και τα άρθρα 57 και 59 του ΑΚ συνάγονται τα ακόλουθα: 1) Η λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω κλειστών κυκλωμάτων τηλεοράσεως, εγκατεστημένων σε ιδιωτικούς χώρους από φυσικό πρόσωπο για την άσκηση δραστηριοτήτων αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών, εκφεύγει από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 2472/1997, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.2 του νόμου αυτού. 2) Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο οσάκις από εγκατεστημένο σε ιδιωτικό χώρο κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης βιντεοσκοπούνται, με τη χρήση καμερών, κοινόχρηστοι εξωτερικοί χώροι, όπως μεταξύ άλλων είναι και οι δημοτικές ή κοινοτικές οδοί που τον περιβάλλουν, ή άλλοι γειτονικοί ιδιωτικοί χώροι ανήκοντες σε τρίτους, και παρέχεται στον ιδιοκτήτη του η δυνατότητα λήψεως, αποθηκεύσεως ή άλλης περαιτέρω επεξεργασίας της εικόνας τρίτων προσώπων που τους χρησιμοποιούν ελεύθερα, σύμφωνα με τον προορισμό τους, διότι τότε δεν πρόκειται για επεξεργασία προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων αυτού τούτου του προσώπου που την ενεργεί μέσα στον ιδιωτικό του χώρο, αλλά για λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τρίτων προσώπων, που δεν έχουν σχέση με το χώρο, αυτό. 3) Η επεξεργασία αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 2472/1997 και, επειδή προσβάλει την προσωπικότητα και την ιδιωτική ζωή του τρίτου, Κατ’ αρχήν απαγορεύεται. 4) Κατ’ εξαίρεση όμως αυτή επιτρέπεται, χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου της, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) αποσκοπεί στην προστασία προσώπων ή αγαθών, β) είναι απολύτως αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού στον οποίο αποβλέπει, με την έννοια ότι αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί εξίσου αποτελεσματικά με άλλα λιγότερο επαχθή για το υποκείμενο της επεξεργασίας μέσα, γ) το έννομο συμφέρον του υπεύθυνου της επεξεργασίας υπερέχει καταφανώς των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των υποκειμένων αυτής και η επεξεργασία δεν βλάπτει τις προσωπικές τους ελευθερίες, δ) ο υπεύθυνος της επεξεργασίας έχει γνωστοποιήσει εγγράφως στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα την εγκατάσταση του κλειστού κυκλώματος και την έναρξη της λειτουργίας του με όλα τα στοιχεία που απαιτεί η διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 2472/1997 και ε) με την ανάρτηση ευδιάκριτων πινακίδων, αυτός έχει επισημάνει στα υποκείμενα της επεξεργασίας το χώρο που εμπίπτει στην εμβέλεια της κάμερας και βιντεοσκοπείται, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 11 του Ν. 2472/1997. Και 5) Η μη τήρηση ή μη συνδρομή μιας οποιασδήποτε από τις παραπάνω προϋποθέσεις καθιστά παράνομη την δια κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης και κάμερας εγκατεστημένων σε ιδιωτικό χώρο λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τρίτων προσώπων, που διέρχονται έξω από αυτόν, όπως μεταξύ άλλων είναι και η εικόνα τους, ως προσβάλλουσα το δικαίωμα της προσωπικότητάς τους, και δικαιούνται αυτά, Κατ’ άρθρο 57 ΑΚ, να αξιώσουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία προϋποθέτει υπαιτιότητα του προσβάλλοντος. Εξάλλου, στο άρθρο 10 του ίδιου πάντοτε νόμου ορίζεται ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη και στο άρθρο 22 παρ.4 προβλέπονται ποινικές κυρώσεις για όποιον χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά τέτοια δεδομένα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα. Στο άρθρο 23 παράγραφος 1 του εν λόγω νόμου ορίζεται ότι φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που, κατά παράβαση του Ν. 2472/1997, προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον (A.Π.163/2020, Α.Π.2245/2013, Α.Π. 2244/2013). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ., που αναφέρεται στους λόγους αναίρεσης κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, και ειδικότερα κατά τη διάταξη υπ’ αριθ.1 αυτού που ταυτίζεται μ’ αυτή του άρθρου 559 αριθ. 1 του ίδιου κώδικα, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη εφαρμογή (Ολ.Α.Π.7/2006, Ολ.Α.Π.4/2005). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε Κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.Α.Π.20/2005, Ολ.Α.Π. 32/1996). Επιπλέον, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ.6 Κ.Πολ.Δ, όπως προστέθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 και ταυτίζεται με αυτή του άρθρου 559 αριθ. 19 του ίδιου κώδικα, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (Ολ.Α.Π.18/08, Ολ.Α.Π.15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (Α.Π.50/2020, Α.Π.1075/2019, Α.Π. 708/2017).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Οι ενάγοντες – αναιρεσίβλητοι διαμένουν σε διαμέρισμα πρώτου ορόφου …, ιδιοκτησίας της πρώτης εξ αυτών (στο οποίο φιλονείται ο δεύτερος)…Ακριβώς πάνω από το διαμέρισμα των εναγόντων, στον δεύτερο όροφο, διαμένει ο εναγόμενος – αναιρεσείων. Περί τον μήνα Ιανουάριο του 2011, ο τελευταίος έχοντας γνώσεις ηλεκτρονικής, αφού εργαζόταν στο παρελθόν ως εργοδηγός στη ΔΕΗ, προχώρησε στην τοποθέτηση δύο καμερών, μίας έξω από την εξώπορτα του διαμερίσματος του και μίας στην κοινόχρηστη κύρια είσοδο της οικοδομής, ενώ το έτος 2012 τοποθέτησε ακόμη μία, έμπροσθεν του χώρου, όπου σταθμεύει το όχημά του και η οποία “βλέπει” προς την …, χωρίς να λάβει τη συναίνεση των εναγόντων και χωρίς να γνωστοποιήσει την εγκατάσταση του κλειστού κυκλώματος και την έναρξη της λειτουργίας του στην αρμόδια Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, όπως θα έπρεπε, αφού πρόκειται για εγκατεστημένο σε ιδιωτικό χώρο κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης, με το οποίο βιντεοσκοπούνται, με τη χρήση καμερών, κοινόχρηστοι εξωτερικοί χώροι και παρέχεται στον εναγόμενο, ιδιοκτήτη του κυκλώματος, η δυνατότητα λήψης της εικόνας τρίτων προσώπων, που τους χρησιμοποιούν ελεύθερα σύμφωνα με τον προορισμό τους. Έχει τοποθετήσει βέβαια αυτός (εναγόμενος) ενημερωτικά αυτοκόλλητα, ότι ο χώρος βιντεοσκοπείται (“ΠΡΟΣΟΧΗ ο χώρος βιντεοσκοπείται με κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης”)… Όπως αποδεικνύεται από τη με ημερομηνία 2-10-2018 βεβαίωση του Φ. Ζ. (“…”), τον Ιανουάριο του 2011 πωλήθηκαν από τον βεβαιώσαντα στον εναγόμενο δύο κάμερες για χρήση θυροτηλεόρασης συνδέθηκαν άμεσα στην τηλεόραση, χωρίς καταγραφή και καταγραφικό εξοπλισμό, ενώ, όπως προκύπτει από την από 4-12-2018 βεβαίωση του ιδίου, η τοποθετηθείσα το έτος 2012 έξω και πάνω από τον χώρο στάθμευσης κάμερα ήταν χαλασμένη και τοποθετήθηκε μόνο για λόγους “εκφοβισμού” τρίτων προσώπων (προς αποτροπή ενδεχομένων παράνομων ενεργειών), δεν τροφοδοτήθηκε με ρεύμα και δεν συνδέθηκε σε κάποιον εξοπλισμό. Ωστόσο, η πρώτη εκ των άνω βεβαιώσεων αφορά μόνο τον μήνα Ιανουάριο του 2011, χωρίς να προκύπτει εάν υπήρξε οποιαδήποτε μεταβολή μεταγενέστερα, ομοίως δε, και η δεύτερη αφορά μόνο τον χρόνο τοποθέτησης της κάμερας. Αποδείχθηκε, πάντως από την από 21-11-2018 φωτογραφία του χώρου στάθμευσης ότι η τοποθετηθείσα στον χώρο αυτόν κάμερα έχει ήδη αφαιρεθεί. Όσον αφορά τις άλλες δύο κάμερες κατόπιν της από 10-9-2018 έγκλησης της πρώτης ενάγουσας σε βάρος του εναγομένου, διενεργήθηκε, στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης νόμιμη έρευνα στην οικία του εγκαλουμένου, από την οποία προέκυψε, ότι πράγματι οι κάμερες αυτές λειτουργούν ως σύστημα θυροτηλεόρασης, με σκοπό τον έλεγχο του ατόμου, που θα χτυπήσει το κουδούνι της κεντρικής εισόδου της οικοδομής ή της θύρας της οικίας του εναγομένου και ότι μπορούν να προβάλουν αποκλειστικά ζωντανή εικόνα στην τηλεόραση του διαμερίσματός του, εφόσον ενεργοποιηθεί η λειτουργία του βίντεο μέσω του τηλεχειριστηρίου της τηλεόρασης, χωρίς τη δυνατότητα καταγραφής σε οποιοδήποτε ψηφιακό ή μαγνητικό μέσο (δεν ανευρέθη τέτοιος εξοπλισμός). Ενόψει των ευρημάτων αυτών, η ως άνω έγκληση απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 73/2019 διάταξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Έδεσσας.
Συνεπώς ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι πρόκειται όχι για κάμερες καταγραφής, αλλά για σύστημα θυροτηλεόρασης, τυγχάνει αληθής. Παρόλα αυτά, καθ’όλο το χρονικό διάστημα τοποθέτησης των καμερών, επλήγησαν ζωτικής σημασίας πτυχές της προσωπικότητας των εναγόντων, αφού ο εναγόμενος είχε τη δυνατότητα να παρακολουθεί ανά πάσα στιγμή τις κινήσεις τους και να λαμβάνει κάθε φορά την εικόνα τους, χωρίς τη συναίνεσή τους. Στην προσωπικότητα του ανθρώπου περιλαμβάνονται όλα τα αγαθά τα οποία έχουν αναπόσπαστα συνδεθεί με το πρόσωπο και προσήκουν σε αυτό. Έκφανση του δικαιώματος επί της προσωπικότητας είναι και η εικόνα του προσώπου. Το δικαίωμα επί της ιδίας εικόνας είναι αυτοτελές, έστω και αν συνάπτεται με το δικαίωμα επί της ιδίας ελευθερίας και τη σφαίρα του απορρήτου. Έτσι, συνιστά παράνομη προσβολή της προσωπικότητας, σύμφωνα με το άρθρο 57 ΑΚ, η χωρίς τη συναίνεση του προσώπου λήψη της εικόνας του ολικώς ή μερικώς, πλαστικώς ή γραφικώς, χωρίς περαιτέρω να απαιτείται και η παρουσίαση της φωτογραφίας ή η αναπαραγωγή ή η διάθεσή της στο κοινό. Και ναι, μεν, δεν αποδείχτηκε, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, η δημιουργία και επεξεργασία από μέρους του εναγομένου αρχείου εικόνων και ήχου των εναγόντων, κατά τις διατάξεις των άρθρων 4, 5 και 7 του Ν. 2472/1997, πλην όμως η θέση και η εμβέλεια του επίδικου συστήματος, που επέτρεπε τη λήψη εικόνων από τον περιβάλλοντα την κατοικία κοινόχρηστο χώρο (όπως τα ειδικότερα σημεία αυτού προεκτέθηκαν), χωρίς τη συναίνεση των εναγόντων, συνιστά μη νόμιμη επεξεργασία… . Ο εναγόμενος ισχυρίζεται, ότι τοποθέτησε τις εν λόγω κάμερες για προστασία του ιδίου και της περιουσίας του, διότι είχε γίνει στο παρελθόν προσπάθεια διάρρηξης της οικίας του, γεγονός που του δημιούργησε φόβο, καθόσον ζει μόνος του. …Παρά ταύτα, η δια χρήσεως κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης και καμερών βιντεοσκόπηση του εξωτερικού χώρου που περιβάλλει την οικοδομή, δεν είναι απολύτως αναγκαία για την προστασία της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της υγείας και της περιουσίας του από ενδεχόμενες εγκληματικές ενέργειες τρίτων, όπως ισχυρίζεται, διότι την προστασία αυτή μπορεί να επιτύχει εξίσου αποτελεσματικά με άλλα σύγχρονα και λιγότερο επαχθή, σε σχέση με τη βιντεοσκόπηση των εναγόντων, μέσα, όπως για παράδειγμα με την εγκατάσταση συστήματος συναγερμού και ανίχνευσης ή, ακόμη, και με τη βιντεοσκόπηση του εσωτερικού χώρου της οικίας του. …Από τις προαναφερόμενες ενέργειες του εναγομένου, οι οποίες, εκτός από παράνομες, ήταν και υπαίτιες, διότι προέβη σε αυτές χωρίς να ζητήσει την συναίνεση των εναγόντων και γνωρίζοντας ότι δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του νόμου για την εγκατάσταση των επίμαχων βιντεοκαμερών [σημειωτέον ότι ενημερώθηκε από τον τοποθετήσαντα αυτές Φ. Ζ., ότι σε κοινόχρηστους χώρους απαγορεύεται η καταγραφή …] και ότι, συνεπώς, έτσι υπεισέρχεται στα προσωπικά δεδομένα των εναγόντων και προσβάλλει την προσωπικότητά τους, οι τελευταίοι υπέστησαν ηθική βλάβη, διότι η τοποθέτηση των εν λόγω καμερών έθεσε αυτούς υπό έλεγχο και αδικαιολόγητο περιορισμό της ελευθερίας τους, ως εκδήλωσης της ακώλυτης ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους και τους παρεμπόδισε στην ελεύθερη ανάπτυξη της κοινωνικής δραστηριότητάς τους, αφού και μόνο η αίσθησή τους ότι βρίσκονται υπό παρακολούθηση ήταν ικανή να επηρεάσει την συμπεριφορά τους, ενώ φίλοι και γνωστοί σταμάτησαν τις επισκέψεις στην οικία τους, ειδικά από τη στιγμή που αντιλήφθηκαν ότι παρακολουθούνται και ενημέρωσαν για αυτό τον περίγυρο τους. Είναι, δε, άνευ σημασίας το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε η δημιουργία και επεξεργασία εκ μέρους του εναγομένου αρχείου εικόνων και ήχου, αφού η θέση και η εμβέλεια του επιδίκου συστήματος ήταν αρκετή για να δημιουργήσει στους ενάγοντες την παραπάνω αίσθηση και επηρεασμό της συμπεριφοράς τους.” Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δικάσαν ως Εφετείο Μονομελές Πρωτοδικείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο κρίνοντας ομοίως δέχθηκε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα να καταβάλει σ’ αυτούς ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 2.000 ευρώ στον καθένα. Με αυτά, που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 10, 11, 14, 15, 19 παρ. 1α του Ν. 2472/1997, καθόσον, υπό τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, οι ως άνω ενέργειες του αναιρεσείοντος συνιστούν μη νόμιμη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων των αναιρεσιβλήτων και ως εκ τούτου είναι παράνομες και προσβάλλουν την προσωπικότητά τους, με συνέπεια οι αναιρεσίβλητοι να υφίστανται ηθική βλάβη, αξία αποκαταστάσεως με την επιδίκαση σ’ αυτούς χρηματικής ικανοποιήσεως, δεδομένου ότι, ειδικότερα, σύμφωνα με τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων, με τις κάμερες που τοποθέτησε, χωρίς την συναίνεση των αντιδίκων και χωρίς την άδεια της αρμόδιας αρχής, βιντεοσκοπούσε, μέσω κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης, και λάμβανε εικόνα από την κίνηση των αναιρεσιβλήτων στον περιβάλλοντα την κατοικία τους κοινόχρηστο χώρο που χρησιμοποιούσαν ελεύθερα για να μεταβαίνουν προς ή να εξέρχονται από την οικία τους και κατά τον τρόπο αυτόν έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί ανά πάσα στιγμή τις κινήσεις τους, να λαμβάνει κάθε φορά την εικόνα τους και να την επεξεργάζεται κατά βούληση, χωρίς οι αναιρεσίβλητοι να έχουν συναινέσει σ` αυτό, υπεισερχόμενος έτσι στα προσωπικά δεδομένα αυτών. Περαιτέρω το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ’ αυτήν την απαιτουμένη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής εφαρμογής αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, καθόσον αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, με τις υποστηρίζουσες αυτό αναιρετικά ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές, α) ότι πρόκειται για εγκατεστημένο σε ιδιωτικό χώρο κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης, με το οποίο βιντεοσκοπούνται, με τη χρήση καμερών, κοινόχρηστοι εξωτερικοί χώροι που περιβάλλουν την οικοδομή, λειτουργώντας (χωρίς να είναι) ως σύστημα θυροτηλεόρασης, β) ότι με τον τρόπο αυτό παρέχεται στον αναιρεσείοντα η δυνατότητα λήψης της εικόνας τρίτων προσώπων και δη των αναιρεσιβλήτων, που χρησιμοποιούν τους ανωτέρω χώρους ελεύθερα σύμφωνα με τον προορισμό τους, παρακολουθώντας έτσι ανά πάσα στιγμή τις κινήσεις τους, χωρίς τη συναίνεσή τους και γ) ότι η τοποθέτηση των εν λόγω καμερών έθεσε τους αναιρεσιβλήτους υπό έλεγχο και αδικαιολόγητο περιορισμό της ελευθερίας τους, ως εκδήλωσης της ακώλυτης ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους και τους παρεμπόδισε στην ελεύθερη ανάπτυξη της κοινωνικής δραστηριότητάς τους, αφού και μόνο η αίσθησή τους ότι βρίσκονται υπό παρακολούθηση ήταν ικανή να επηρεάσει την συμπεριφορά τους. Η κατά τα ανωτέρω δυνατότητα λήψεως, δια της βιντεοσκοπήσεως, της εικόνας των αναιρεσιβλήτων, χωρίς την συναίνεσή τους, συνιστά επεξεργασία των προσωπικών τους αυτών δεδομένων, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων και, συνεπώς, είναι άνευ σημασίας η παραδοχή ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη εξοπλισμού καταγραφής σε ψηφιακό ή μαγνητικό μέσο. Επομένως, οι δεύτερος, κατά το δεύτερο σκέλος, και τρίτος, από τους αριθ. 1 και 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, λόγοι της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι δεν ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε ορθά τις προαναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και δεν έχει νόμιμη βάση, διαλαμβάνοντας αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες, αφού συγχέει την έννοια της εγκατάστασης συστήματος θυροτηλεόρασης στο οποίο παντελώς απουσιάζει το καταγραφικό μηχάνημα, με το αντίστοιχο της κάμερας καταγραφής – παρακολούθησης, είναι αβάσιμοι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ.5 του Κ.Πολ.Δ., που ταυτίζεται μ’ αυτή του άρθρου 559 αριθ. 8 του ίδιου κώδικα, αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως “πράγματα”, των οποίων η λήψη υπόψη, καίτοι μη προταθέντων ή αντίθετα η μη λήψη υπόψη, καίτοι προταθέντων, ιδρύει τον ως άνω αναιρετικό λόγο, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί και παραδεκτά προβαλλόμενοι ισχυρισμοί που συγκροτούν την ιστορική βάση και, επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου (Ολ.Α.Π.22/2005, Ολ.Α.Π.25/2003, Α.Π.757/2015). Στοιχείο ενός αυτοτελούς ισχυρισμού είναι κάθε περιστατικό το οποίο, αφηρημένως λαμβανόμενο, οδηγεί κατά νόμο στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση (A.Π.50/2020, Α.Π. 1795/2008). Επομένως, δεν αποτελούν “πράγματα” οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σ’ αυτούς, ούτε και οι αρνητικοί ισχυρισμοί, που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση καθεμιάς εξ αυτών, αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή ως βασίμων των θεμελιωτικών τους γεγονότων (Ολ.Α.Π.8/2013, Ολ.Α.Π.3/1997, Α.Π.630/2020, Α.Π.1142/2019). Επίσης, ο παραπάνω λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά προκύψαντα από τις αποδείξεις, όπως από τις καταθέσεις των μαρτύρων, μη διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της (Α.Π.855/2021). Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου της αναίρεσής του, προσάπτει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια του άρθρου 560 αριθ.5 ΚΠολΔ,με την αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν, δεχόμενο ότι ο ίδιος (αναιρεσείων – εναγόμενος) εγκατέστησε τις κάμερες θυροτηλεόρασης ως έχων γνώσεις ηλεκτρονικής, ως εργασθείς στο παρελθόν στη ΔΕΗ ως εργοδηγός, το οποίο είναι αναληθές, καθώς αυτός ήταν απλός ηλεκτρολόγος. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί οι αναφερόμενες αιτιάσεις δεν αφορούν σε “πράγματα” κατά την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια αλλά σε περιστατικά που έγιναν δεκτά ως προκύψαντα από τις αποδείξεις, συνεχόμενα με την ιστορική βάση της αγωγής των αναιρεσιβλήτων. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων, με το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου της αναίρεσής του, προσάπτει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ομοίως, την πλημμέλεια του άρθρου 560 αριθ.5ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και συγκεκριμένα δεν έλαβε υπόψη την τύχη της έγκλησης που οι αντίδικοί του υπέβαλαν σε βάρος του για παραβίαση των προσωπικών τους δεδομένων, η οποία με την υπ’ αριθ.79/2019 διάταξη της Εισαγγελέως Πλημ/κών Έδεσσας τέθηκε στο αρχείο ως αβάσιμη, καθώς με αυτή κρίθηκε ότι οι εν λόγω κάμερες λειτουργούν ως σύστημα θυροτηλεόρασης στις οποίες δεν γίνεται καμιά απολύτως καταγραφή και δεν συντρέχει οιαδήποτε προσβολή των προσωπικών δεδομένων των αντιδίκων του. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον αναφέρεται σε πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης εκ του άρθρου 559 αριθ.11 Κ.Πολ.Δ., ότι δηλαδή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, διάταξη, όμως που δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοδικείου εκδόθηκε σε έφεση κατά της αποφάσεως του ειρηνοδικείου, στην πραγματικότητα δε, υπό το πρόσχημα ότι η προσβαλλόμενη υπέπεσε στο προβαλλόμενο σφάλμα, ο αναιρεσείων πλήττει αυτήν κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ.1β’ του Κ.Πολ.Δ., που ταυτίζεται με αυτή του άρθρου 559 αριθ. 1β’ του ίδιου κώδικα, παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά τη διάταξη αυτή, αποτελεί λόγο αναίρεσης, μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή τις γενικές και αφηρημένες αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα με τη βοήθεια της επιστημονικής έρευνας ή της επαγγελματικής ενασχόλησης και έχουν γίνει κοινό κτήμα, για την ανεύρεση, με βάση αυτά, της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει νομικές έννοιες ή για την υπαγωγή ή όχι σε αυτόν των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς και όχι όταν το δικαστήριο παραβιάζει τα διδάγματα αυτά κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών γεγονότων, δηλαδή, της ουσίας της υπόθεσης, τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Α.Π.233/2020), την ερμηνεία της δικαιοπραξίας ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων (Ολ.Α.Π.10/2005). Για το ορισμένο του λόγου αυτού αναίρεσης, πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο, εκτός των άλλων, ο κανόνας δικαίου για την αληθινή έννοια του οποίου χρησιμοποιήθηκαν ή όχι τα διδάγματα της κοινής πείρας, η έννοια που προσδόθηκε σ` αυτόν από την προσβαλλόμενη απόφαση, την οποία ο αναιρεσείων, χαρακτηρίζει ως εσφαλμένη, η ορθή, κατά τη γνώμη του αναιρεσείοντος, έννοια που προκύπτει από τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία ο δικαστής είτε χρησιμοποίησε λανθασμένα είτε παρέλειψε να χρησιμοποιήσει, ο προσδιορισμός των διδαγμάτων της κοινής πείρας και ο τρόπος κατά τον οποίο παραβιάσθηκαν (Α.Π.1215/2021, Α.Π.1011/2018).
Εν προκειμένω ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσής του, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση, την πλημμέλεια του άρθρου 560 αριθ.1β’ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, κρίνοντας ότι, για τις κάμερες που ο ίδιος εγκατέστησε το έτος 2011 στην κεντρική είσοδο της οικοδομής αλλά και έξω από τη θύρα του διαμερίσματός του, θα έπρεπε, μεταξύ άλλων, να ζητήσει την άδεια των αντιδίκων του, ενώ επί εννέα έτη αυτές λειτουργούσαν απρόσκοπτα με τη συναίνεσή τους, παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, αφού αυτοί είχαν παραιτηθεί σιωπηρά από την ενάσκηση του σχετικού δικαιώματος. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού ο αναιρεσείων δεν εκθέτει στο αναιρετήριο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση χρησιμοποίησε εσφαλμένα ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για την ανεύρεση, με βάση αυτά, της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου και ποιού συγκεκριμένα κανόνα δικαίου και τον τρόπο κατά τον οποίο αυτά (διδάγματα κοινής πείρας) παραβιάσθηκαν, καθώς και την έννοια που προσδόθηκε σ` αυτόν (κανόνα δικαίου) από την προσβαλλόμενη απόφαση, την οποία ο αναιρεσείων, χαρακτηρίζει ως εσφαλμένη. Όσα δε επικαλείται ο αναιρεσείων, ότι δηλαδή οι κάμερες επί εννέα έτη λειτουργούσαν απρόσκοπτα με τη συναίνεση των αντιδίκων του, οι οποίοι ουσιαστικά είχαν παραιτηθεί από την άσκηση του σχετικού δικαιώματός τους, αλυσιτελώς προβάλλονται, καθόσον με την ως άνω αιτίαση πλήττεται η ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου. Άλλωστε, η εκ του άρθρου 281 Α.Κ. ένστασή του, περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας της, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δεν επαναφέρθηκε, με σχετικό λόγο της έφεσής του, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης. Επίσης πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου αυτής στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), ενώ διάταξη περί δικαστικής δαπάνης δεν θα περιληφθεί στην παρούσα, αφού οι αναιρεσίβλητοι δεν παραστάθηκαν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 21/9/2020 αίτηση του Θ. Η. του Μ. για αναίρεση της υπ` αριθ. 220/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου αυτής στο δημόσιο ταμείο και ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 31 Οκτωβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Νοεμβρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ