Αριθμός 1995/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Ειρήνη Καλού, Σοφία Ντάντου και Μαρία Τζανακάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 22 Σεπτεμβρίου 2017, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ” και το διακριτικό τίτλο “…” – μετά την τροποποίηση της επωνυμίας της από “… … ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Βασίλειο Κουτρούμπα και Γρηγόριο Τιμαγένη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Η. Σ. του Μ., κατοίκου …, που δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο και 2) μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “… ΕΥΘΥΝΗΣ” και το διακριτικό τίτλο “… ΕΠΕ”, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Θεοδοσίου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-10-2013 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ξάνθης.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 149/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 55/2015 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12-1-2016 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Μαρία Τζανακάκη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο η αναιρεσείουσα και η 2η των αναιρεσιβλήτων όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 68, 558 και 566 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι η αναίρεση πρέπει να απευθύνεται εναντίον των αντιδίκων του αναιρεσείοντος, έναντι των οποίων επιδιώκεται και είναι δυνατή, με βάση τις επικαλούμενες στο αναιρετήριο πλημμέλειες της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η αναίρεση αυτής.
Συνεπώς είναι απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως, κατά το μέρος της, που στρέφεται εναντίον αντιδίκων του αναιρεσείοντος, τους οποίους δεν αφορούν οι αποδιδόμενες με το αναιρετήριο πλημμέλειες της προσβαλλόμενης αποφάσεως και ως προς τους οποίους δεν υφίσταται έτσι έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος προς άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου, εκτός αν προβάλλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 556 παρ. 2 και 578 του Κ.Πολ.Δ., έννομο συμφέρον προς αντικατάσταση των αιτιολογιών της αποφάσεως, διότι δημιουργούν δυσμενές σε βάρος του νικήσαντος διαδίκου δεδικασμένο, οπότε μπορεί να ζητηθεί η αναίρεση της αποφάσεως κατά την εσφαλμένη αιτιολογία της (ΑΠ Oλ.11/1992, ΑΠ 111/2012, ΑΠ 525/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η ήδη 2η αναιρεσίβλητη Μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με το διακριτικό τίτλο … ΕΠΕ, άσκησε την από 8-7-2014 (αρ. …/2014) έφεση κατά της υπ’ αρ. 149/2014 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Ξάνθης, που είχε εκδοθεί επί της από 29-10-2013 (αρ. κατ. …2013) αγωγής της ήδη αναιρεσείουσας τραπεζικής εταιρείας, με την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρ. 647 επ. ΚΠολΔ, όπως τότε ίσχυε) και απευθυνόταν κατά του Η. Σ., ήδη 1ου αναιρεσιβλήτου και κατά της ανωτέρω ΕΠΕ. Το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, με την προσβαλλόμενη απόφασή του κήρυξε απαράδεκτη την έφεση κατά του 2ου εφεσιβλήτου, Η. Σ., ως ομοδίκου της εκκαλούσας ΕΠΕ στην πρωτοβάθμια δίκη, κατ’ άρθρ. 517 ΚΠολΔ και στη συνέχεια, ερεύνησε την έφεση μεταξύ της εκκαλούσας, ήδη 2ης αναιρεσίβλητης και της 1ης εφεσίβλητης, ήδη αναιρεσείουσας τραπεζικής εταιρείας. Επομένως, στη δευτεροβάθμια δίκη αντίδικος της αναιρεσείουσας ήταν μόνο η 2η αναιρεσίβλητη ΕΠΕ, κατά της οποίας και μόνο η αναιρεσείουσα Τράπεζα δικαιολογεί έννομο συμφέρον, κατ’ άρθρ. 558 ΚΠολΔ, να απευθύνει την αίτηση αναίρεσης και όχι και κατά του 1ου αναιρεσιβλήτου, μη αντιδίκου της αναιρεσείουσας. Συνακόλουθα, η αίτηση αναίρεσης ως δικόγραφο απευθύνεται απαράδεκτα εναντίον του 1ου αναιρεσιβλήτου και πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτόν. Δικαστικά έξοδα σε βάρος της αναιρεσείουσας και υπέρ του 1ου αναιρεσιβλήτου δεν επιβάλλονται, διότι αυτός ερημοδικεί και συνεπώς, δεν έχει υποβληθεί σε δικαστική δαπάνη λόγω της απουσίας του.
Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά της υπ’ αρ. 55/2015 οριστικής απόφασης του ως Εφετείο δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ. ΚΠολΔ, έχει ασκηθεί νόμιμα, εμπρόθεσμα, κατά το μέρος που απευθύνεται κατά της 2ης αναιρεσίβλητης Μονοπρόσωπης ΕΠΕ και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 138, 139 και 180 ΑΚ, προκύπτουν τα εξής: Δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά, χαρακτηρίζεται ως εικονική και είναι άκυρη, θεωρούμενη σαν να μην έγινε. Εικονική είναι η δήλωση βούλησης, η οποία, σε γνώση του δηλούντος, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σκοπός της εν λόγω δήλωσης είναι να δημιουργηθεί στους άλλους η εντύπωση μεταβολής νομικής κατάστασης, χωρίς να υπάρχει πράγματι στον δηλούντα πρόθεση τέτοιας μεταβολής. Εικονική μπορεί να είναι η δικαιοπραξία, όχι μόνο όταν είναι μονομερής, αλλά και όταν είναι σύμβαση, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση για την ακυρότητα της σύμβασης προϋποτίθεται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος. Για την ακυρότητα, ως εικονικής, μιας σύμβασης, ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και η συμφωνία όλων των, κατά το χρόνο της κατάρτισής της συμβαλλομένων, για το ότι η συναφθείσα σύμβαση είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Για την εικονικότητα δηλαδή, της δικαιοπραξίας αρκεί το γεγονός, ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται. Ως εκ τούτου, δεν είναι ανάγκη να προκύπτει ο σκοπός ή τα αίτια που οδήγησαν στην ελαττωματική αυτή δήλωση. Η κατά τα άνω ακυρότητα της δικαιοπραξίας είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από καθένα που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 ΑΚ και 68 και 70 ΚΠολΔ. Η εικονικότητα, εξάλλου, δεν εμποδίζεται, αν η δήλωση βούλησης έγινε ενώπιον συμβολαιογράφου, αφού αυτός είναι εντεταλμένος απλώς να πιστοποιεί τη δήλωση των δικαιοπρακτούντων, όπως αυτή εμφανίζεται εξωτερικά και όχι να συμπράττει με τη βούλησή του στη δικαιοπραξία (ΑΠ 563/2016, ΑΠ 1615/2013). Εξάλλου, σε περίπτωση καταχωρημένης σε συμβολαιογραφικό έγγραφο συμβάσεως εκμισθώσεως ακινήτου, αν οι αντίστοιχες για τη μίσθωση δηλώσεις βουλήσεως, αφενός του εκμισθωτή και αφετέρου του μισθωτή ήταν εικονικές, υπό την έννοια ότι δεν έγιναν στα σοβαρά παρά μόνον έγιναν φαινομενικά, διότι οι βουλήσεις εκείνων ήταν, είτε να μην υπάρχει υποχρέωση του εκμισθωτή να παραδώσει το εκμισθούμενο ακίνητο και η υποχρέωση του μισθωτή να πληρώσει το μίσθωμα, είτε να μην υπάρχει μία μόνον από αυτές τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις, η σύμβαση αυτή λόγω της εικονικότητας είναι άκυρη, θεωρούμενη γι’ αυτό ως μη γενόμενη. Επίσης, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει περαιτέρω, ότι απόλυτη είναι η εικονικότητα της μισθώσεως, όταν αυτή δεν καλύπτει άλλη δικαιοπραξία, δηλαδή όταν οι δικαιοπρακτούντες δεν ήθελαν να επέλθει με τη δικαιοπραξία καμιά έννομη μεταβολή. Αντιθέτως, σχετική είναι η εικονικότητα, όταν η εικονική δικαιοπραξία καλύπτει άλλη δικαιοπραξία. Ακολούθως, έχει γίνει δεκτό ότι είναι εικονική η μίσθωση, η οποία έχει συναφθεί για καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του νέου κτήτορα του μισθίου. Στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν στην εικονικότητα της μίσθωσης είναι: η μεγάλη, σε σχέση με τη συνηθιζόμενη στις συναλλαγές, διάρκειά της, η προκαταβολή μισθωμάτων πολλών μηνών, το μικρό μίσθωμα σε σχέση με το ελεύθερο της αγοράς, η μη καταβολή εγγύησης, η πρόβλεψη μικρής αναπροσαρμογής του μισθώματος. Η ανωτέρω ακυρότητα χωρεί ipso jure και δεν απαιτείται να κηρυχθεί με δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται, όμως, εκείνος που έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει σχετική αναγνωριστική αγωγή για να κηρυχθεί η ακυρότητα αυτή από το δικαστήριο (ΑΠ 382/2009, ΑΠ 1332/2005). Επίσης, εικονική μπορεί να είναι όχι μόνο σύμβαση μίσθωσης κατά την έννοια του άρθρου 573 επ. ΑΚ, αλλά και εμπορική μίσθωση διεπόμενη από τον Ν. 813/1978 και ήδη ΠΔ 34/1995 (ΑΠ 382/2009).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ και κατ’ επέκταση της αντίστοιχης πλημμέλειας εκ του άρθρου 560 αρ. 6 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ.ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 622/1983). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ.ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 και κατ’ επέκταση της αντίστοιχης πλημμέλειας εκ του άρθρου 560 αρ. 6 του ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 ή του άρθρου 560 αρ. 6 του ΚΠολΔ, ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 174/2015, ΑΠ 198/2015, ΑΠ 845/2012). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ και κατ’ επέκταση από το άρθρο 560 αρ. 6 ΚΠολΔ είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 198/2015, ΑΠ 1987/2007).
Με τον 4ο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατά το κύριο σκέλος αυτού και με τον συναφή 5ο λόγο της αίτησης αναίρεσης, η αναιρεσείουσα Τραπεζική εταιρεία αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 560 αρ. 6 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού κανόνα δικαίου διατάξεις των άρθρων 138, 180 και 574 ΑΚ, διότι διέλαβε ανεπαρκείς, ενδοιαστικές και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της εικονικότητας ή μη της από 24-10-2011 σύμβασης μίσθωσης, που καταρτίστηκε μεταξύ του Η. Σ. ως εκμισθωτή και της 2ης αναιρεσίβλητης ΕΠΕ ως μισθώτριας και κρίνοντας αυτήν ως έγκυρη σύμβαση μίσθωσης στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, διότι δεν καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στο πραγματικό των ανωτέρω κανόνων δικαίου, που εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή κατ’ άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης για τις ανάγκες των ανωτέρω αναιρετικών λόγων, που ερευνώνται επιτρεπτά, διότι ο Άρειος Πάγος δεν δεσμεύεται από τη σειρά, που καθορίζουν οι διάδικοι και από τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα, προκύπτει, ότι η αναιρεσείουσα Τραπεζική εταιρεία άσκησε την από 29-10-2013 αγωγή, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ξάνθης, με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα ως εικονικής της σύμβασης μίσθωσης, που είχε καταρτιστεί μεταξύ του Η. Σ. ως εκμισθωτή και της ήδη 2ης αναιρεσίβλητης ως μισθώτριας και να υποχρεωθεί η εναγομένη μισθώτρια λόγω της απόλυτης ακυρότητας της σύμβασης μίσθωσης να αποδώσει τη χρήση του μισθίου ακινήτου και ειδικότερα, είκοσι δύο (22) διαμερισμάτων μιας πενταόροφης πολυκατοικίας, που βρίσκεται στην πόλη της Ξάνθης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η οριστική υπ’ αρ. 149/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ξάνθης, η οποία δέχτηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη κρίνοντας τη σύμβαση μίσθωσης εικονική. Η εναγομένη ΕΠΕ και ήδη (2η) αναιρεσίβλητη άσκησε κατά της πρωτόδικης απόφασης την από 8-7-2014 (αρ. …/2014) έφεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία, ως προς την τότε 1η εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσείουσα τράπεζα δέχθηκε την έφεση ως τυπικά και ουσιαστικά βάσιμη και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου απέρριψε την αγωγή ως προς την ήδη αναιρεσείουσα τράπεζα κρίνοντας ότι η σύμβαση μίσθωσης δεν ήταν εικονική, αλλά ότι έγινε σπουδαία και σοβαρά και όχι κατά φαινόμενο. Πιο συγκεκριμένα, το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, δέχτηκε τα ακόλουθα, μετά από σύντομη ανάπτυξη του νομικού θέματος και κατ’ ακριβή αντιγραφή της προσβαλλόμενης απόφασης: “Με την υπ’ αριθ. 32.00000.81566/ 21-5-2007 σύμβαση δανείου και το από 21-5-2007 προσάρτημα αυτής, που αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο και καταρτίστηκαν στη … την 21η Μαΐου 2007, η ενάγουσα τράπεζα χορήγησε στην εδρεύουσα στην Ξάνθη εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “… ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ” έντοκο τοκοχρεωλυτικό δάνειο για κεφάλαιο κίνησης, ποσού δύο εκατομμυρίων διακοσίων σαράντα έξι χιλιάδων ελβετικών φράγκων (2.246.000,00 CHF). Την προαναφερθείσα σύμβαση και το ως άνω προσάρτημα, υπέγραψε ως εγγυητής ο πρώτος εναγόμενος, νόμιμος εκπρόσωπος και ένας εκ των εταίρων της δανειολήπτριας εταιρίας, ευθυνόμενος εις ολόκληρον με αυτήν ως αυτοφειλέτης και παραιτούμενος από τα δικαιώματα του εγγυητή που απορρέουν από τις διατάξεις του ΑΚ. Προς εξασφάλιση της ως άνω απαιτήσεως της ενάγουσας, ενεγράφη την 27η Ιουνίου 2007 στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Ξάνθης και ειδικότερα στον τόμο …, δυνάμει της υπ’ αριθ. 22.046/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, προσημείωση υποθήκης ποσού δύο εκατομμυρίων εννιακοσίων είκοσι χιλιάδων τριακοσίων είκοσι ελβετικών φράγκων (2.920.320,00 CHF) υπέρ της ενάγουσας και κατά του πρώτου εναγομένου, επί ενός οικοπέδου εμβαδού 280 τ.μ. μετά των συστατικών του και των παραρτημάτων του, το οποίο βρίσκεται στην πόλη της Ξάνθης, επί της οδού …, το οποίο απέκτησε ο πρώτος εναγόμενος κατά δικαίωμα πλήρους και αποκλειστικής κυριότητας με το υπ’ αριθ. …/19-3-2002 συμβόλαιο πώλησης της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Σ. – Σ. που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ξάνθης στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …, όπως αυτό επαναλήφθηκε με το υπ’ αριθ. …/25-4-2002 συμβόλαιο της ίδιας συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ξάνθης στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …, και επί του οποίου (ακινήτου), με την υπ’ αριθ. …23-9-2004 οικοδομική άδεια, ο πρώτος εναγόμενος άρχισε να ανεγείρει πενταόροφη επί πυλωτής οικοδομή, καλυμμένη με στέγη και συγκείμενη από υπόγειο, ένα κατάστημα στο ισόγειο, διαμερίσματα και γκαρσονιέρες στους λοιπούς ορόφους της. Η οφειλή της δανειολήπτριας εταιρίας προς την ενάγουσα, είχε διαμορφωθεί στις 29 Δεκεμβρίου 2009 στο ποσό των 2.172.474,78 CHF, του οποίου την καταβολή, προς διευκόλυνση της δανειολήπτριας, ρύθμισαν εκ νέου με το από 30 Δεκεμβρίου 2009 ιδιωτικό συμφωνητικό, που συνυπέγραψε και ο πρώτος εναγόμενος – εγγυητής, ώστε η αποπληρωμή του να γινόταν σε 240 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Στη συνέχεια όμως, οι ενεχόμενοι από την παραπάνω σύμβαση, δεν υπήρξαν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους έναντι της τράπεζας και δεν κατέβαλαν τις οφειλόμενες προς εξόφληση του δανείου τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Για το λόγο αυτό, με την από 7 Δεκεμβρίου 2010 εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε νόμιμα στον πρώτο εναγόμενο στις 13-4-2011 (όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/13-4-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή, στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Β. Κ.) η ενάγουσα κατήγγειλε την παραπάνω σύμβαση δανείου. Στη συνέχεια, εκδόθηκε κατόπιν σχετικής αιτήσεώς της, σε βάρος του πρώτου εναγομένου και της δανειολήπτριας εταιρίας η υπ’ αριθ…..10-10-2011 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκαν οι ανωτέρω να της καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας το ισόποσο σε ευρώ του χρεωστικού υπολοίπου του δανείου, σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία κατά την ημέρα καταβολής. Στις 19 Οκτωβρίου 2011 (όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/19-10-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Δ. Μ.), η ενάγουσα επέδωσε νόμιμα στον πρώτο εναγόμενο, ακριβές αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής με την κάτω από αυτό συνταχθείσα με ημερομηνία 17 Οκτωβρίου 2011 επιταγή προς εκτέλεση (πληρωμή), προς γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, επιτάσσοντας αυτόν ταυτόχρονα να της καταβάλει εκούσια το επιδικασθέν ποσό, διαφορετικά, του γνωστοποίησε ότι θα εξαναγκαστεί η είσπραξή του με επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας του. Ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, αδυνατώντας να καλύψει τις υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο και τρίτους, ενόψει της επισπευδόμενης σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης, έσπευσε πέντε ημέρες αργότερα (24-10-2011), να υπαγάγει την πολυώροφη οικοδομή που είχε ανεγείρει στο επίδικο οικόπεδο στις διατάξεις του Ν. 3741/1929 “Περί οριζόντιας ιδιοκτησίας” με την υπ’ αριθ. …/24-10-2011 πράξη της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Κ. Β. – Κ. που μεταγράφηκε αυθημερόν στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ξάνθης στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …, και την ίδια ημέρα, να εκμισθώσει όλες ανεξαιρέτως τις δημιουργηθείσες με τον τρόπο αυτό οριζόντιες ιδιοκτησίες και ουσιαστικά ολόκληρη την οικοδομή, στη δεύτερη εναγόμενη, μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “… ΕΥΘΥΝΗΣ”, δυνάμει της υπ’ αριθ. …/24-10-2011 πράξης της ιδίας συμβολαιογράφου, η οποία φέρει τον τίτλο “Συμφωνητικό μίσθωσης οριζοντίων ιδιοκτησιών – Σύνολο μισθωμάτων 100.000 €” και μεταγράφηκε αυθημερόν στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ξάνθης στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …. Ειδικότερα, με το παραπάνω συμφωνητικό, ο πρώτος εναγόμενος δήλωσε ότι εκμισθώνει προς τη δεύτερη εναγόμενη εταιρία, όλες τις παρακάτω περιγραφόμενες αυτοτελείς, διαιρεμένες και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες που συστήθηκαν με την υπ’ αριθ. …/24-10-2011 συμβολαιογραφική πράξη και ανήκαν σ’ αυτόν, ήτοι: 1) έναν αυτοτελή και διηρημένο αποθηκευτικό χώρο που αποτελείται από ένα ενιαίο χώρο εμβαδού καθαρού – μικτού 45,60 τ.μ. με είσοδο από το εσωτερικό κλιμακοστάσιο της οικοδομής, στον οποίο αναλογεί ποσοστό 1ο/οο εξ αδιαιρέτου σε όλο το παραπάνω οικόπεδο και τους υπόλοιπους σύμφωνα με τον νόμο κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη και γενικά εγκαταστάσεις της οικοδομής, 2) έναν αυτοτελή και διηρημένο αποθηκευτικό χώρο που αποτελείται από ένα ενιαίο χώρο εμβαδού καθαρού – μικτού 29,60 τ.μ. με είσοδο από το εσωτερικό κλιμακοστάσιο της οικοδομής, στον οποίο αναλογεί ποσοστό 1ο/οο εξ αδιαιρέτου σε όλο το παραπάνω οικόπεδο και τους υπόλοιπους σύμφωνα με τον νόμο κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη και γενικά εγκαταστάσεις της οικοδομής, 3) ένα αυτοτελές και διηρημένο κατάστημα στο ισόγειο της οικοδομής εμβαδού καθαρού 64,17 τ.μ. και μικτού 69,37 τ.μ., που έχει πρόσοψη επί της οδού … και βρίσκεται δεξιά της κυρίας εισόδου της οικοδομής, αποτελούμενο από έναν ενιαίο χώρο και από ένα WC, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 72,69ο/οο εξ αδιαιρέτου σε όλο το παραπάνω οικόπεδο και τους υπόλοιπους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη και εγκαταστάσεις της οικοδομής, έχει δε ως παρακολούθημα έναν αποθηκευτικό χώρο στο υπόγειο εμβαδού καθαρού – μικτού 47,42 τ.μ. που επικοινωνεί με το κατάστημα με εσωτερική κλίμακα, 4) ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα – studio του 1ου ορόφου, με το στοιχείο 1, εμβαδού καθαρού 28,70 τ.μ. και μικτού με την αναλογία των κοινοχρήστων 36,95 τ.μ., που αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο – κουζίνα, λουτρό – WC και διάδρομο και αναλογεί σ’ αυτό ποσοστό 41ο/οο εξ αδιαιρέτου σε όλο το παραπάνω οικόπεδο και τους υπόλοιπους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη και γενικά εγκαταστάσεις της οικοδομής, 5) ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα – studio του 1ου ορόφου, με το στοιχείο 2, εμβαδού καθαρού 25,53 τ.μ. και μικτού με την αναλογία των κοινοχρήστων 32,86 τ.μ., αποτελούμενο από έναν ενιαίο χώρο – κουζίνα και λουτρό – WC, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 37,01ο/οο εξ αδιαιρέτου σε όλο το παραπάνω οικόπεδο και τους υπόλοιπους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη και γενικά εγκαταστάσεις της οικοδομής, 6) ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα – studio του 1ου ορόφου, με το στοιχείο 3, εμβαδού καθαρού 27,37 τ.μ. και μικτού με την αναλογία των κοινοχρήστων 35,23 τ,μ., αποτελούμενο από έναν ενιαίο χώρο – κουζίνα και λουτρό – WC, στo οποίο αναλογεί ποσοστό 39,33ο/οο εξ αδιαιρέτου σε όλο το παραπάνω οικόπεδο και τους υπόλοιπους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη και γενικά εγκαταστάσεις της οικοδομής, 7) ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα – studio του 1ου ορόφου, με το στοιχείο 4, εμβαδού καθαρού 28,28 τ.μ. και μικτού με την αναλογία των κοινοχρήστων 36,40 τ.μ., αποτελούμενο από έναν ενιαίο χώρο – κουζίνα και λουτρό – WC, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 40,47ο/οο εξ αδιαιρέτου σε όλο το παραπάνω οικόπεδο, τους υπόλοιπους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη και γενικά εγκαταστάσεις της οικοδομής, 8) ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα – studio του 1ου ορόφου, με το στοιχείο 5, εμβαδού καθαρού 26,00 τ.μ. και μικτού με την αναλογία των κοινοχρήστων 33,47 τ.μ., αποτελούμενο από έναν ενιαίο χώρο – κουζίνα και λουτρό – WC, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 37,61ο/οο εξ αδιαιρέτου σε όλο το παραπάνω οικόπεδο και τους υπόλοιπους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη και γενικά εγκαταστάσεις της οικοδομής, 9) ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα – studio του 2ου ορόφου, με το στοιχείο 1, εμβαδού καθαρού 29,54 τ.μ. και μικτού με την αναλογία των κοινοχρήστων 38,03 τ.μ., αποτελούμενο από έναν ενιαίο χώρο – κουζίνα και λουτρό – WC, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 42,06ο/οο εξ αδιαιρέτου σε όλο το παραπάνω οικόπεδο και τους υπόλοιπους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη και γενικά εγκαταστάσεις της οικοδομής, 10) ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα του 2ου ορόφου, με το στοιχείο 2, εμβαδού καθαρού 40,03 τ.μ. και μικτού με την αναλογία των κοινοχρήστων 51,53 τ.μ., αποτελούμενο από ένα δωμάτιο, σαλόνι – κουζίνα και λουτρό – WC, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 55,26ο/οο εξ αδιαιρέτου σε όλο το παραπάνω οικόπεδο και τους υπόλοιπους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη και γενικά εγκαταστάσεις της οικοδομής, 11) ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα του 2ου ορόφου, με το στοιχείο 3, εμβαδού καθαρού 42,44 τ.μ. και μικτού με την αναλογία των κοινοχρήστων 54,63 τ.μ., αποτελούμενο από ένα δωμάτιο, σαλόνι – κουζίνα και λουτρό – WC, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 58,28ο/οο εξ αδιαιρέτου σε όλο το παραπάνω οικόπεδο και τους υπόλοιπους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη και γενικά εγκαταστάσεις της οικοδομής, 12) ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα του 2ου ορόφου, με το στοιχείο 4, εμβαδού καθαρού 39,69 τ.μ. και μικτού με την αναλογία των κοινοχρήστων 51,09 τ.μ., αποτελούμενο από ένα δωμάτιο, σαλόνι – κουζίνα και λουτρό – WC, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 54,82ο/οο εξ αδιαιρέτου σε όλο το παραπάνω οικόπεδο και τους υπόλοιπους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη και γενικά εγκαταστάσεις της οικοδομής, 13) ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα – studio του 3ου ορόφου, με το στοιχείο 1, εμβαδού καθαρού 29,54 τ.μ. και μικτού με την αναλογία των κοινοχρήστων 38,03 τ.μ., αποτελούμενο από έναν ενιαίο χώρο -κουζίνα, λουτρό – WC και διάδρομο, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 42,06ο/οο εξ αδιαιρέτου σε όλο το παραπάνω οικόπεδο και τους υπόλοιπους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη και γενικά εγκαταστάσεις της οικοδομής, 14) ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα του 3ου ορόφου, με το στοιχείο 2, εμβαδού καθαρού 40,03 τ.μ. και μικτού με την αναλογία των κοινοχρήστων 51,53 τ.μ., αποτελούμενο από ένα δωμάτιο, σαλόνι και λουτρό – WC, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 55,26ο/οο εξ αδιαιρέτου σε όλο το παραπάνω οικόπεδο και τους υπόλοιπους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη και γενικά εγκαταστάσεις της οικοδομής, 15) ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα του 3ου ορόφου, με το στοιχείο 3, εμβαδού καθαρού 42,44 τ.μ. και μικτού με την αναλογία των κοινοχρήστων 54,63 τ.μ., αποτελούμενο από ένα δωμάτιο, σαλόνι – κουζίνα και λουτρό – WC, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 58,28ο/οο εξ αδιαιρέτου σε όλο το παραπάνω οικόπεδο και τους υπόλοιπους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη και γενικά εγκαταστάσεις της οικοδομής, 16) ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα του 3ου ορόφου, με το στοιχείο 4, εμβαδού καθαρού 39,69 τ.μ. και μικτού με την αναλογία των κοινοχρήστων 51,09 τ.μ., αποτελούμενο από ένα δωμάτιο, σαλόνι, κουζίνα, διάδρομο και λουτρό – WC, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 54,82ο/οο εξ αδιαιρέτου σε όλο το παραπάνω οικόπεδο και τους υπόλοιπους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη και γενικά εγκαταστάσεις της οικοδομής, 17) ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα – studio του τετάρτου ορόφου, με το στοιχείο 1, εμβαδού καθαρού 24,39 τ.μ. και μικτού με την αναλογία των κοινοχρήστων 31,40 τ.μ., αποτελούμενο από έναν ενιαίο χώρο – κουζίνα, λουτρό – WC και διάδρομο, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 35,59ο/οο εξ αδιαιρέτου, σε όλο το παραπάνω οικόπεδο και τους υπόλοιπους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη και γενικά εγκαταστάσεις της οικοδομής, 18) ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα του 4ου ορόφου, με το στοιχείο 2, εμβαδού καθαρού 39,72 τ.μ. και μικτού με την αναλογία των κοινοχρήστων 51,13 τ.μ., αποτελούμενο από ένα δωμάτιο, σαλοτραπεζαρία – κουζίνα και λουτρό – WC, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 54,87ο/οο εξ αδιαιρέτου σε όλο το παραπάνω οικόπεδο και τους υπόλοιπους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη και γενικά εγκαταστάσεις της οικοδομής, 19) ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα του 4ου ορόφου, με το στοιχείο 3, εμβαδού καθαρού 39,90 τ.μ. και μικτού με την αναλογία των κοινοχρήστου 51,36 τ.μ., αποτελούμενο από σαλοτραπεζαρία – κουζίνα, ένα δωμάτιο και λουτρό – WC, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 55,10ο/οο εξ αδιαιρέτου σε όλο το παραπάνω οικόπεδο και τους υπόλοιπους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη και γενικά εγκαταστάσεις της οικοδομής, 20) ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα – studio του 4ου ορόφου, με το στοιχείο 4, εμβαδού καθαρού 24,39 τ.μ. και μικτού με την αναλογία των κοινοχρήστων 31,40 τ.μ., αποτελούμενο από ένα ενιαίο χώρο – κουζίνα, διάδρομο και λουτρό – WC, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 35,59ο/οο εξ αδιαιρέτου σε όλο το παραπάνω οικόπεδο και τους υπόλοιπους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη και γενικά εγκαταστάσεις της οικοδομής, 21) ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα του 5ου ορόφου, με το στοιχείο 1, εμβαδού καθαρού 47,00 τ.μ. και μικτού με την αναλογία των κοινοχρήστων 60,50 τ.μ., αποτελούμενο από ένα δωμάτιο, σαλοκουζίνα, λουτρό – WC και διάδρομο, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 64,03ο/οο εξ αδιαιρέτου σε όλο το παραπάνω οικόπεδο και τους υπόλοιπους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη και γενικά εγκαταστάσεις της οικοδομής, και 22) ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα του 5ου ορόφου, με το στοιχείο 2, εμβαδού καθαρού 46,88 τ.μ. και μικτού με την αναλογία των κοινοχρήστων 60,35 τ.μ., αποτελούμενο από ένα δωμάτιο, σαλοκουζίνα, διάδρομο και λουτρό – WC, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 63,87ο/οο εξ αδιαιρέτου σε όλο το παραπάνω οικόπεδο και τους υπόλοιπους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη και γενικά εγκαταστάσεις της οικοδομής. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε 25ετής, αρχόμενη από 24-10-2011 και λήγουσα στις 23-10-2036, το ετήσιο μίσθωμα συμφωνήθηκε στο ποσό των 4.000 € για όλες τις οριζόντιες ιδιοκτησίες, και συνολικά για όλη τη διάρκεια της μίσθωσης στο ποσό των 100.000 €, για την εξόφληση του οποίου η δεύτερη εναγόμενη κατέβαλε στον πρώτο, το ποσό των 3.000 € σε μετρητά και εξέδωσε σε διαταγή του τρείς επιταγές πληρωτέες στην τράπεζα … ποσού 32.000 € η πρώτη (αριθμός επιταγής … με ημερομηνία έκδοσης 31-10-2011), 32.000 € η δεύτερη (αριθμός επιταγής … με ημερομηνία έκδοσης 30-11-2011) και 33.000 € η τρίτη (αριθμός επιταγής … με ημερομηνία έκδοσης 31-12-2011). Ρητά συμφωνήθηκε επίσης, ότι επιτρεπόταν η υπομίσθωση ή η καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση της χρήσης των μισθίων ή τμήματος αυτών σε τρίτα πρόσωπα, ότι σε περίπτωση έξωσης της μισθώτριας για οποιοδήποτε λόγο και αιτία ο εκμισθωτής θα της κατέβαλε ως ποινική ρήτρα το ποσό των 20.000 €, καθώς και ότι η μισθώτρια θα βαρυνόταν με την καταβολή κάθε είδους φόρου, τέλους, λογαριασμών ύδρευσης, ΔΕΗ κ.λπ. Και ναι μεν είναι γεγονός, ότι με τη σύναψη της παραπάνω σύμβασης μακροχρόνιας μίσθωσης ο πρώτος εναγόμενος ενήργησε προς βλάβη της δανείστριας τράπεζας, γνωρίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό, αφενός θα αποθαρρύνονταν τυχόν ενδιαφερόμενοι πλειοδότες από το να συμμετέχουν στον πλειστηριασμό που επέκειτο και αφετέρου ότι θα δεσμευόταν υπερβολικά ο υπερθεματιστής μετά την κατακύρωση του ακινήτου σ’ αυτόν, η ενέργεια όμως αυτή του πρώτου εναγομένου, δεν είναι καθ’ εαυτή παράνομη ή ανήθικη κατά την έννοια των άρθρων 174, 178 ΑΚ και δεν υπόκειται στην ακυρότητα των διατάξεων αυτών, περαιτέρω δε, δεν αποδεικνύεται ότι το κύρος της συγκεκριμένης σύμβασης πάσχει από λόγους που αφορούν στη σοβαρότητα των δηλώσεων βουλήσεως των εναγομένων – συμβαλλομένων, δεν αποδεικνύεται δηλαδή ότι οι βουλήσεις εκείνων, ήταν, είτε να μην υπάρχουν η υποχρέωση του εκμισθωτή να παραδώσει το εκμισθούμενο ακίνητο και η υποχρέωση του μισθωτή να πληρώσει το τίμημα, είτε να μην υπάρχει μία μόνο από αυτές τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις. Αντίθετα, αποδεικνύεται, ότι το συμφωνηθέν μίσθωμα καταβλήθηκε ολοσχερώς (όπως προκύπτει από τα φωτοαντίγραφα των προαναφερόμενων επιταγών εκδόσεως της δεύτερης εναγομένης σε συνδυασμό με τα εκτυπωμένα αντίγραφα από το ηλεκτρονικό σύστημα της … [διαδόχου της τράπεζας …] στα οποία αναγράφονται οι αριθμοί των εν λόγω επιταγών, τα ποσά αυτών, η δικαιούχος του λογαριασμού [δεύτερη εναγόμενη] στον οποίο χρεώθηκαν τα ποσά των επιταγών, οι ημερομηνίες εμφάνισης των επιταγών, το όνομα του δικαιούχου που εισέπραξε [πρώτος εναγόμενος] και ο αριθμός της αστυνομικής του ταυτότητας. Και ναι μεν το συμφωνηθέν μίσθωμα ήταν χαμηλό σε σχέση με την εμπορική αξία της οικοδομής και δεν υπήρξε όρος για αναπροσαρμογή αυτού, πρέπει όμως για την ορθή κρίση αναφορικά με το ύψος του μισθώματος, να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι προκαταβλήθηκαν όλα τα μισθώματα, ότι η μισθώτρια ανέλαβε όλα τα έξοδα διαχείρισης, δαπανών λειτουργίας, καθώς και τους φόρους και τα τέλη που βαρύνουν το ακίνητο και θα το βαρύνουν στο μέλλον, και ότι η ίδια ανέλαβε ένα σημαντικό επενδυτικό ρίσκο, αφού παραμένει άγνωστος και αστάθμητος παράγοντας η ανεύρεση υπομισθωτών για όλες τις οριζόντιες ιδιοκτησίες για όλη τη χρονική διάρκεια της μίσθωσης. Με βάση τα ανωτέρω, από το ύψος και μόνο του συμφωνηθέντος μισθώματος, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι δηλώσεις βουλήσεως των εναγομένων που καταχωρήθηκαν στην επίδικη συμβολαιογραφική πράξη έγιναν κατά φαινόμενο και όχι στα σοβαρά. Ακόμη, αποδεικνύεται ότι η δεύτερη εναγόμενη – μισθώτρια εταιρία, συστάθηκε με το υπ’ αριθ. …2008 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Κ. Β. – Κ., το οποίο καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης στις 29-12-2008 (δηλαδή τρία σχεδόν έτη πριν από τη σύναψη της επίδικης σύμβασης μισθώσεως) και στους σκοπούς της εταιρίας συμπεριλαμβάνεται η μίσθωση ακινήτων ιδιοκτησίας ή κατοχής της προς τρίτα πρόσωπα με σκοπό το κέρδος (άρθρο 4 παρ. 1 περ. στ’ του καταστατικού). Ουδεμία σχέση, οικονομικής φύσεως ή άλλη, προέκυψε ότι προϋπήρχε της κατάρτισης της σύμβασης μεταξύ της μισθώτριας εταιρίας και του πρώτου εναγομένου – εκμισθωτή. Επίσης, αποδεικνύεται ότι η μισθώτρια είχε ήδη, πριν την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης, εμπορικές συναλλαγές στην Ξάνθη, καθόσον δυνάμει του από 1-11-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού, είχε συνάψει σύμβαση αντιπροσωπείας και προώθησης των εμπορευμάτων της με την εταιρία με την επωνυμία “… AE” που διατηρεί κατάστημα εμπορίας ετοίμων ενδυμάτων στην Ξάνθη. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι μετά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης, η δεύτερη εναγόμενη συνήψε τις ακόλουθες συμβάσεις υπομίσθωσης: α) υπομίσθωσε για τρία έτη το με στοιχείο 2 διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου της οικοδομής στον Ι. Τ. του Κ. (ιδιωτικό συμφωνητικό αστικής μίσθωσης με ημερομηνία 1-11-2011 κατατεθέν στην αρμόδια … στις 20-6-2012) αντί μηνιαίου μισθώματος 280 € που θα προκαταβαλλόταν στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην … ή στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην τράπεζα …, β) υπομίσθωσε για ένα έτος το με στοιχείο … διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της οικοδομής στο Δ. Π. του Χ. (ιδιωτικό συμφωνητικό, αστικής μίσθωσης με ημερομηνία 1-11-2011 κατατεθέν στην αρμόδια … στις 20-6-2012) αντί μηνιαίου μισθώματος 320 € που θα προκαταβαλλόταν στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην … ή στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην τράπεζα …, γ) υπομίσθωσε για έξι μήνες το με στοιχείο 1 διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της οικοδομής στον Ι. Χ. του Θ. (ιδιωτικό συμφωνητικό αστικής μίσθωσης με ημερομηνία 1-11-2011 κατατεθέν στην αρμόδια … με αριθμό πρωτ. …) αντί μηνιαίου μισθώματος 250 € που θα προκαταβαλλόταν στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην … ή στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην τράπεζα …, δ) υπομίσθωσε για ένα έτος το με στοιχείο 4 διαμέρισμα του τρίτου ορόφου της οικοδομής στη Γ. Μ. του Γ. (ιδιωτικό συμφωνητικό αστικής μίσθωσης με ημερομηνία 1-12-2011 κατατεθέν στην αρμόδια … στις 11-4-2012) αντί μηνιαίου μισθώματος 300€ που θα προκαταβαλλόταν στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην … ή στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην τράπεζα …, ε) υπομίσθωσε για ένα έτος το με στοιχείο …. διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της οικοδομής στο Δ. Κ. του Γ. (ιδιωτικό συμφωνητικό αστικής μίσθωσης με ημερομηνία 1-12-2011 κατατεθέν στην αρμόδια … στις 11-4-2012) αντί μηνιαίου μισθώματος 365 € που θα προκαταβαλλόταν στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην … ή στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην τράπεζα …, στ) υπομίσθωσε για ένα έτος το με στοιχείο 3 διαμέρισμα του τρίτου ορόφου της οικοδομής στον Π. Π. του Κ. (ιδιωτικό συμφωνητικό αστικής μίσθωσης με ημερομηνία 1-12-2011 κατατεθέν στην αρμόδια … με αριθ. πρωτ. …) αντί μηνιαίου μισθώματος 345 € που θα προκαταβαλλόταν στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην … ή στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην τράπεζα …, ζ) υπομίσθωσε για ένα έτος το με στοιχείο … διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου της οικοδομής στην Ε. Π. του Δ. (ιδιωτικό συμφωνητικό αστικής μίσθωσης με ημερομηνία 1-4-2012 κατατεθέν στην αρμόδια … στις 11-4-2012) αντί μηνιαίου μισθώματος 300 € που θα προκαταβαλλόταν στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην … ή στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην τράπεζα …, η) υπομίσθωσε για τρεις μήνες με δικαίωμα παράτασης για άλλο ένα έτος το με στοιχείο 4 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της οικοδομής στην Ε. Σ. του Χ. (ιδιωτικό συμφωνητικό αστικής μίσθωσης με ημερομηνία 1-4-2012 κατατεθέν στην αρμόδια … στις 11-4-2012) αντί μηνιαίου μισθώματος 200 € που θα προκαταβαλλόταν στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην … ή στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην τράπεζα …, θ) υπομίσθωσε για δύο έτη το με στοιχείο … διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου της οικοδομής στον Η. Τ. του Κ. και στον Α. Χ. (ιδιωτικό συμφωνητικό αστικής μίσθωσης με ημερομηνία 1-5-2012 κατατεθέν στην αρμόδια … στις 20-6-2012) αντί μηνιαίου μισθώματος 350 € που θα προκαταβαλλόταν στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην … ή στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην τράπεζα …, ι) υπομίσθωσε για δύο έτη το με στοιχείο 4 διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της οικοδομής στο Β. Κ. του Δ. (ιδιωτικό συμφωνητικό αστικής μίσθωσης με ημερομηνία 22-9-2012 κατατεθέν στην αρμόδια … στις 22-10-2012) αντί μηνιαίου μισθώματος 200 € που θα προκαταβαλλόταν στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην … ή στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην τράπεζα …, ια) υπομίσθωσε για δύο έτη το με στοιχείο 1 διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της οικοδομής στο Λ. Χ. του Γ. (ιδιωτικό συμφωνητικό αστικής μίσθωσης με ημερομηνία 22-9-2012 κατατεθέν στην αρμόδια … στις 22-10-2012) αντί μηνιαίου μισθώματος 200 € που θα προκαταβαλλόταν στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην … ή στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην τράπεζα …, ιβ) υπομίσθωσε για ένα έτος το με στοιχείο 2 διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της οικοδομής στο Β. Γ. του Γ. (ιδιωτικό συμφωνητικό αστικής μίσθωσης με ημερομηνία 22-9-2012 κατατεθέν στην αρμόδια … στις 22-10-2012) αντί μηνιαίου μισθώματος 200 € που θα προκαταβαλλόταν στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην … ή στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην τράπεζα …, ιγ) υπομίσθωσε για δύο έτη το με στοιχείο 4 διαμέρισμα του τρίτου ορόφου της οικοδομής στο Δ. Κ. του Ι. (ιδιωτικό συμφωνητικό αστικής μίσθωσης με ημερομηνία 22-9-2012 κατατεθέν στην αρμόδια … στις 22-10-2012) αντί μηνιαίου μισθώματος 200 € που θα προκαταβαλλόταν στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην … ή στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην τράπεζα …, ιδ) υπομίσθωσε για δύο έτη το με στοιχείο 3 διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου της οικοδομής στον Η. Π. του Ι. (ιδιωτικό συμφωνητικό αστικής μίσθωσης με ημερομηνία 22-9-2012 κατατεθέν στην αρμόδια … στις 22-10-2012) αντί μηνιαίου μισθώματος 180 € που θα προκαταβαλλόταν στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην … ή στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην τράπεζα …, ιε) υπομίσθωσε για ένα έτος το με στοιχείο 5 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της οικοδομής στο Ν. Τ. του Δ. (ιδιωτικό συμφωνητικό αστικής μίσθωσης με ημερομηνία 22-12-2012 κατατεθέν στην αρμόδια … στις 17-1-2013) αντί μηνιαίου μισθώματος 200 € που θα προκαταβαλλόταν στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην … ή στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην τράπεζα …, ιστ) υπομίσθωσε για ένα έτος το με στοιχείο 1 διαμέρισμα του τρίτου ορόφου της οικοδομής στο Χ. Κ. του Σ. (ιδιωτικό συμφωνητικό αστικής μίσθωσης με ημερομηνία 22-12-2012 κατατεθέν στην αρμόδια … στις 17-1-2013) αντί μηνιαίου μισθώματος 200 € που θα προκαταβαλλόταν στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην … ή στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην τράπεζα …, ιζ) υπομίσθωσε για ένα έτος το με στοιχείο 3 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της οικοδομής στο Γ. Σ. του Δ. (ιδιωτικό συμφωνητικό αστικής μίσθωσης με ημερομηνία 22-12-2012 κατατεθέν στην αρμόδια … στις 17-1-2013) αντί μηνιαίου μισθώματος 200 € που θα προκαταβαλλόταν στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην … ή στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην τράπεζα …, και ιη) υπομίσθωσε για ένα έτος το με στοιχείο 4 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της οικοδομής στο Χ. Κ. του Ε. (ιδιωτικό συμφωνητικό αστικής μίσθωσης με ημερομηνία 22-12-2012 κατατεθέν στην αρμόδια … στις 17-1-2013) αντί μηνιαίου μισθώματος 200 € που θα προκαταβαλλόταν στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην … ή στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της στην τράπεζα …. Οι παραπάνω μισθωτές προέβαιναν στην καταβολή μισθωμάτων στους προαναφερθέντες λογαριασμούς της δεύτερης εναγομένης με αριθ. … στην … και με αριθ. … και … στην τράπεζα … (όπως προκύπτει από τα αντίγραφα της κίνησης των λογαριασμών που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η δεύτερη εναγόμενη). Επιπλέον, η ίδια (δεύτερη εναγόμενη) προέβη σε δήλωση των μισθωμάτων στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. (όπως προκύπτει από το αντίγραφο της αναλυτικής κατάστασης για μισθώματα ακίνητων [έντυπο Ε2] για το οικονομικό έτος 2013 [χρήση από 1-1-2012 έως 31-12-2012]). Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν, αποδεικνύεται ότι οι δηλώσεις βουλήσεως των εναγομένων στην επίδικη σύμβαση μισθώσεως δεν έγιναν φαινομενικά, αλλά στα σοβαρά, ότι η δεύτερη εξ αυτών κατέβαλε ολοσχερώς το συμφωνηθέν μίσθωμα και ότι από την ημέρα υπογραφής της σύμβασης η ίδια ανέλαβε την εκμετάλλευση του ακινήτου μέσω της υπομίσθωσης των αυτοτελών διαμερισμάτων σε τρίτους χωρίς καμία ανάμειξη του πρώτου εναγομένου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι οι δηλώσεις βουλήσεως των εναγομένων στην ένδικη σύμβαση μισθώσεως ήταν εικονικές, ότι δεν αποδείχθηκε η καταβολή του συμφωνηθέντος μισθώματος και ότι οι υπομισθώσεις που καταρτίσθηκαν κατόπιν λειτουργούσαν υπέρ του πρώτου εναγόμενου, και ακολούθως έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνώρισε την απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης μισθώσεως που περιλήφθηκε στην υπ’ αριθ. …/24-10-2011 πράξη της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Κ. Β. – Κ. που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ξάνθης στον τόμο … με αύξοντα αριθμό … και υποχρέωσε τη δεύτερη εναγόμενη να αποδώσει στην ενάγουσα τη χρήση των ως άνω είκοσι δύο (22) οριζόντιων ιδιοκτησιών, πλημμελώς εκτίμησε τις προσαχθείσες ενώπιόν του αποδείξεις”. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές του το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης δέχτηκε συνοπτικά, ως προς τα κρίσιμα ζητήματα που ασκούν επίδραση στην εικονικότητα ή όχι της σύμβασης μίσθωσης, τα εξής: 1) ότι η αναιρεσείουσα τράπεζα επέδωσε στον οφειλέτη της – εκμισθωτή, Η. Σ., στις 19-10-2011, πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αρ….2011 διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση για το συνολικό ποσό των 2.172.474,78 ελβετικών φράγκων, με την οποία του γνωστοποιούσε ότι, εάν δεν συμμορφωθεί εκουσίως, θα επισπεύσει σε βάρος της περιουσίας του αναγκαστική εκτέλεση, 2) ότι ο Η. Σ. – εκμισθωτής, αντιμετώπιζε πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα, τα οποία αδυνατούσε να καλύψει όχι μόνον έναντι της πιστώτριας Τράπεζας, αλλά και έναντι του Δημοσίου και τρίτων προσώπων, 3) ότι ο εκμισθωτής προβλέποντας ότι επίκειται αναγκαστική εκτέλεση και πλειστηριασμός, προκειμένου να εμποδίσει τον μέλλοντα υπερθεματιστή να ασκήσει τα δικαιώματά του σε βάρος του μισθίου ακινήτου – πολυκατοικίας, ώστε να εξακολουθήσει ο εκμισθωτής να συνεχίσει την εκμετάλλευση του μισθίου ακινήτου, (διαμερίσματα – στούντιο προοριζόμενα για εκμίσθωση σε φοιτητές και στρατιωτικούς) “έσπευσε”, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σελ. 7α αυτής) πέντε ημέρες μετά την κοινοποίηση του πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαταγής πληρωμής, δηλαδή στις 24-10-2011, να υπαγάγει την πολυκατοικία στον Ν. 3741/1929 “περί οριζοντίου ιδιοκτησίας” με την υπ’ αρ. …/24-10-2011 πράξη της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Κ. Β. – Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα, 4) ότι την ίδια ημέρα και με τον αμέσως επόμενο αριθμό συμβολαιογραφικής πράξης της ίδιας συμβ/φου και ειδικότερα, με την υπ’ αρ. …/24-10-2011 συμβολαιογραφική πράξη κατάρτισε την επίδικη σύμβαση μίσθωσης, με την οποία η Μονοπρόσωπη ΕΠΕ και ήδη αναιρεσίβλητη μίσθωσε ολόκληρη την οικοδομή, δηλαδή και τα 22 διαμερίσματα, για χρονικό διάστημα 25 ετών (λήξη σύμβασης το έτος 2036), έναντι συνολικού μισθώματος 100.000 ευρώ, για τα 25 έτη, 5) ότι το μίσθωμα αυτό καταβλήθηκε εξ ολοκλήρου με μετρητά και τρεις τραπεζικές επιταγές πληρωτέες στην Τράπεζα …, έκδοσης 31-10-2011, 30-11-2011 και 31-12-2011. Ας σημειωθεί, ότι το συνολικό μίσθωμα, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές του ως Εφετείο δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, όπως προκύπτει από απλό μαθηματικό υπολογισμό, αντιστοιχούσε σε 15,15 ευρώ μηνιαίως για κάθε διαμέρισμα – στούντιο (δηλαδή, 100000 : 25 έτη = 4.000 ευρώ ετησίως : 22 διαμερίσματα = 182 ευρώ ετήσιο μίσθωμα κάθε διαμερίσματος : 12 μήνες = 15,15 ευρώ μηνιαίο μίσθωμα κάθε διαμερίσματος), 6) ότι η μισθώτρια ΕΠΕ δραστηριοποιείται στην εμπορία ετοίμων ενδυμάτων με έδρα το …, που σημειωτέον, όπως προκύπτει από το αναιρετήριο, είναι ο τόπος κατοικίας του εκμισθωτή, Η. Σ. και ότι η μισθώτρια, στην πόλη της Ξάνθης, συνεργάζεται μόνο με την εταιρεία …, που είναι αντιπρόσωπος ετοίμων ενδυμάτων, χωρίς δηλαδή η μισθώτρια να έχει στην πόλη της Ξάνθης άλλη εμπορική δραστηριότητα, 7) ότι λίγες ημέρες μετά την κατάρτιση της σύμβασης μίσθωσης (24-10-2011) και ειδικότερα, στις 1-11-2011, η μισθώτρια ΕΠΕ άρχισε να υπομισθώνει τα στούντιο ομαδικά, δηλαδή 3 υπομισθώσεις στις 1-11-2011, 3 υπομισθώσεις στις 1-12-2011, 2 υπομισθώσεις στις 1-4-2012, 5 υπομισθώσεις στις 22-9-2012 και 4 υπομισθώσεις στις 22-12-2012 και συνολικά 18 συμβάσεις υπομίσθωσης, με μηνιαίο υπομίσθωμα που κυμαίνεται μεταξύ 180 έως 365 ευρώ, σύμφωνα με τις παραδοχές του ως Εφετείο δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, δηλαδή πολλαπλάσιο του ποσού των 15,15 ευρώ, διαφορά, που προσεγγίζει με μαθηματικό υπολογισμό το ποσοστό 1348%, 8) ότι επίσης στη σύμβαση μίσθωσης περιλαμβάνεται όρος ποινικής ρήτρας, ποσού 20.000 ευρώ, σε βάρος του εκμισθωτή Η. Σ., για την περίπτωση τυχόν έξωσης της μισθώτριας ΕΠΕ, που είναι καταφανώς δυσανάλογο της δικής της παροχής ,ύψους 100.000 ευρώ και τέλος, 9) ότι στη σύμβαση μίσθωσης δεν περιλαμβάνεται όρος αναπροσαρμογής του μισθώματος, παρά την μακροχρόνια διάρκεια της μίσθωσης. Περαιτέρω, το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, εκτός από τις ανωτέρω συνοπτικά αναφερόμενες παραδοχές του, δέχτηκε, κατ’ ακριβή λεκτική διατύπωση και τα εξής: “…ναι μεν ο εκμισθωτής ενήργησε προς βλάβη της δανείστριας Τράπεζας γνωρίζοντας ότι θα αποθαρρυνθούν οι πλειοδότες να συμμετάσχουν στον επικείμενο πλειστηριασμό του μισθίου, διότι θα δεσμευόταν μακροχρόνια ο μέλλων υπερθεματιστής με τους όρους της επίδικης σύμβασης μίσθωσης, στην οποία θα υπεισερχόταν…” και ότι “…ναι μεν το μίσθωμα ήταν χαμηλό σε σχέση με την εμπορική αξία της οικοδομής και ότι δεν υπήρχε όρος αναπροσαρμογής…”, πλην όμως το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης προκειμένου να χαρακτηρίσει τη σύμβαση μίσθωσης έγκυρη, δέχεται, επίσης κατ’ ακριβή λεκτική διατύπωση ότι “…για την ορθή κρίση αναφορικά με το ύψος του μισθώματος πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι προκαταβλήθηκαν όλα τα μισθώματα, ότι η μισθώτρια ΕΠΕ ανέλαβε τα έξοδα διαχείρισης, τις δαπάνες λειτουργίας του μισθίου, φόρους τέλη και ότι η ίδια ανέλαβε ένα σημαντικό επενδυτικό ρίσκο αφού παραμένει άγνωστος και αστάθμητος παράγοντας η ανεύρεση υπομισθωτών για όλες τις οριζόντιες ιδιοκτησίες, για όλη τη χρονική διάρκεια της μίσθωσης….” και καταλήγει στο πόρισμα, ότι η σύμβαση μίσθωσης δεν ήταν εικονική, αλλά σοβαρή και σπουδαία και άρα έγκυρη. Κρίνοντας όμως έτσι το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 138, 180 και 574 του ΑΚ με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς την εικονικότητα ή μη της σύμβασης μίσθωσης. Πιο συγκεκριμένα, διέλαβε ανεπαρκή αιτιολογία διότι 1) δεν εξηγεί με σαφήνεια και χωρίς λογικά κενά την εμφανή δυσαναλογία του συμφωνηθέντος μισθώματος με την εμπορική μισθωτική αξία του μισθίου ακινήτου (πολυκατοικία 22 διαμερισμάτων) και τη διαφορά του συνολικού συμφωνημένου μισθώματος με το συνολικό υπεκμίσθωμα, που κατά τις παραδοχές του πέτυχε η αναιρεσίβλητη μισθώτρια ΕΠΕ και προσεγγίζει ποσοστό πολλαπλάσιο (1348%) του συμφωνημένου μισθώματος και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε εύλογα δημιουργείται η αμφιβολία, εάν ο σκοπός της δήλωσης βούλησης των συμβαλλομένων μερών στην ένδικη μισθωτική σύμβαση ήταν να δημιουργηθεί στους άλλους η εντύπωση μεταβολής της νομικής κατάστασης του μισθίου ακινήτου, χωρίς όμως τα συμβαλλόμενα μέρη να έχουν πρόθεση για τέτοια μεταβολή. 2) Ενώ το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης δέχεται ότι η μισθώτρια και ήδη αναιρεσίβλητη ΕΠΕ ανέλαβε τα έξοδα διαχείρισης και τις δαπάνες λειτουργίας του μισθίου ακινήτου, δεν προσδιορίζει το ύψος των οικονομικών αυτών βαρών, ώστε να υπάρξει δυνατότητα σύγκρισης με το συμφωνημένο μίσθωμα των 25 ετών και συνακόλουθα να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την εικονικότητα ή όχι της σύμβασης μίσθωσης. 3) Αν και το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης δέχεται ότι η σύμβαση μίσθωσης ήταν μακροχρόνια (25ετής) και ότι δεν συμφωνήθηκε όρος αναπροσαρμογής, δεν αιτιολογεί με επάρκεια, αν η έλλειψη τέτοιου όρου επέδρασε στη φύση της σύμβασης μίσθωσης, εφόσον στις συναλλαγές μακράς διάρκειας είναι συνήθης ο όρος για αναπροσαρμογή του μισθώματος και η έλλειψη τέτοιου όρου αποτελεί στοιχείο, που μπορεί να οδηγήσει στον χαρακτηρισμό της μίσθωσης ως εικονικής, σύμφωνα και με όσα στην εν αρχή νομική σκέψη διαλαμβάνονται, ενόψει και των λοιπών γενικών χαρακτηριστικών της ένδικης μίσθωσης (εξαιρετικά ιδιαίτερα δυσανάλογο μίσθωμα σε σχέση με το ελεύθερο της αγοράς, καταβολή όλων των μισθωμάτων 25ετίας, δυσανάλογη ποινική ρήτρα σε σχέση με την αντιπαροχή της μισθώτριας, η σπουδή για την κατάρτιση της μίσθωσης αμέσως μετά την κοινοποίηση απογράφου με απειλή αναγκαστικής εκτέλεσης). 4) Οι ενδοιαστικές αιτιολογίες του ως Εφετείο δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης με τις φράσεις “…ναι μεν το συμφωνηθέν μίσθωμα ήταν χαμηλό…” “…πρέπει όμως για την ορθή κρίση να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι προκαταβλήθηκαν όλα τα μισθώματα…” δημιουργούν ισχυρές αμφιβολίες για την ορθότητα ή μη της παραδοχής ότι η σύμβαση μίσθωσης δεν είναι προσχηματική και συνακόλουθα της υπαγωγής των περιστατικών, που δέχεται ότι αποδείχθηκαν στον κανόνα δικαίου της 138 ΑΚ. 5) Τέλος, το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης διέλαβε αντιφατική αιτιολογία κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος περί μη εικονικότητας, διότι, ενώ δέχεται ότι η μισθώτρια και ήδη αναιρεσίβλητη ανέλαβε τον επιχειρηματικό επενδυτικό “ρίσκο”, διότι είναι άγνωστος και αστάθμητος παράγοντας η ανεύρεση υπομισθωτών σε διάρκεια 25ετίας, εντελώς αντιφατικά δέχεται ότι σε διάστημα περίπου ενός έτους η αναιρεσίβλητη κατάρτισε 18 υπομισθώσεις, σε σύνολο 22 διαμερισμάτων, παραδοχή που αναιρεί την προηγούμενη περί ανάληψης σημαντικού επενδυτικού κινδύνου.
Με τις ασαφείς, ενδοιαστικές και αντιφατικές αυτές αιτιολογίες δεν καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, ως προς το εάν τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ανελέγκτως η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι αποδείχθηκαν αρκούσαν ή όχι για να υπαχθούν στο πραγματικό των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 138, 180 και 574 ΑΚ, ως προς το κρίσιμο ζήτημα, για το εάν η δήλωση βούλησης των δικαιοπρακτούντων μερών στην επίδικη σύμβαση μίσθωσης βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι τα μέρη δεν αποσκοπούσαν πράγματι στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων στη σύμβαση μίσθωσης που κατάρτισαν και αν σε γνώση τους η δήλωση βούλησης αυτών ήταν προσχηματική και όχι σπουδαία και σοβαρή. Οι ανωτέρω πλημμέλειες ιδρύουν τον αναιρετικό λόγο εκ του άρθρου 560 αρ. 6 ΚΠολΔ, εφόσον πρόκειται για αναίρεση απόφασης, που δίκασε κατ’ έφεση απόφασης Ειρηνοδικείου και συνεπώς, ο 4ος λόγος της αίτησης αναίρεσης κατά το κύριο σκέλος αυτού και ο 5ος συναφής αναιρετικός λόγος πρέπει να γίνουν δεκτοί ως ουσιαστικά βάσιμοι και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το κεφάλαιο αυτής, που αφορά την εικονικότητα της σύμβασης μίσθωσης. Οι αντίθετοι ισχυρισμοί της αναιρεσίβλητης εταιρείας περί μη εφαρμογής του άρθρου 560 αρ. 6 ΚΠολΔ, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 26-3-2015, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23-7-2015) προστέθηκε στο άρθρο 560 ΚΠολΔ ο αριθμός 6 (αντίστοιχος της αναιρετικής πλημμέλειας του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ). Ο νόμος αυτός εφαρμόζεται για τα ένδικα μέσα, που κατατίθενται μετά την 1-1-2016, όπως είναι η ένδικη αίτηση αναίρεσης, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης στις 8-7-2016 και έλαβε αριθμό κατάθεσης …2016 (βλ. τη σχετική επισημείωση στο τέλος του αναιρετηρίου).
Κατόπιν όλων αυτών παρέλκει η έρευνα των συναφών λοιπών αναιρετικών λόγων, που επίσης σκοπούν στην παραδοχή της αναίρεσης λόγω της εικονικότητας της σύμβασης μίσθωσης και ειδικότερα, του 1ου λόγου κατά το κύριο σκέλος αυτού και του συναφούς 2ου λόγου εκ του άρθρου 560 αρ. 1 ΚΠολΔ (ευθεία παραβίαση της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 138 ΑΚ), του 3ου αναιρετικού λόγου κατά το Α’ σκέλος του εκ του άρθρου 560 αρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ (ευθεία παραβίαση των διδαγμάτων κοινής πείρας κατά την εξειδίκευση της έννοιας της εικονικότητας) και κατά το Β’ σκέλος αυτού εκ του ίδιου άρθρου 560 αρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδ. 173 – 200 ΑΚ (ευθεία παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών ως προς την ερμηνεία της δήλωσης βούλησης των συμβαλλομένων μερών).
Κατά το άρθρο 178 του ΑΚ “Δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη”. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η αντίθεση δε στα χρηστά ήθη, που καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία, κρίνεται από το περιεχόμενό της, ενόψει όχι μεμονωμένως της αιτίας, που ώθησε τους συμβαλλομένους να τη συνάψουν ή του σκοπού, στον οποίο αυτοί αποβλέπουν, αλλά του συνόλου των περιστάσεων και των συνθηκών, που τη συνοδεύουν (Ολ.ΑΠ 2/1991, ΑΠ 1527/2007, ΑΠ 63/2005).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, που αφορά όλους τους λόγους αναίρεσης, είναι απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε αυτοτελή ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση (όπως αυτή έχει και χωρίς να συνδυαστεί με άλλα στοιχεία) και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η εν λόγω διάταξη αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση, που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει δε ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, της οποίας η συνδρομή πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Δηλαδή, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει τον λόγο αναίρεσης είχε προταθεί παραδεκτά και νόμιμα στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει στο αναιρετήριο να παρατίθεται ο ισχυρισμός, όπως αυτός είχε προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και ακόμη να αναφέρεται ο τρόπος επαναφοράς του ισχυρισμού στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, με βάση το αναιρετήριο, αν αυτός ήταν παραδεκτός και νόμιμος (ΑΠ 234/ 2014). Ειδικότερα, αν προσβάλλεται με τον παραπάνω λόγο απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, θα πρέπει ο ισχυρισμός που δεν αξιολογήθηκε, να είχε προταθεί παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά και να επαναφέρθηκε παραδεκτά (με λόγο έφεσης ή αναλόγως, κατά το άρθρ. 240 ΚΠολΔ, με τις προτάσεις) και στο δεύτερο βαθμό και να αναφέρεται αυτό στο αναιρετήριο, εκτός αν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρ. 562 παρ. 2 ΚΠολΔ ή πρόκειται για ισχυρισμό που παραδεκτά κατά το άρθρ. 527 ΚΠολΔ προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη, που επίσης πρέπει να διευκρινίζεται στο αναιρετήριο.
Συνεπώς για να ιδρύεται ο παραπάνω λόγος αναίρεσης πρέπει σε κάθε περίπτωση ο κρίσιμος ισχυρισμός, που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, να προτάθηκε εκεί ευθέως ως ισχυρισμός του ίδιου του αναιρεσείοντος και δεν αρκεί αντίθετα να συνάγεται έμμεσα από τα προσκομιζόμενα απ’ αυτόν με επίκληση έγγραφα. Συνακόλουθα δεν ιδρύει τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ούτε η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει σε ισχυρισμό εκπρόθεσμο, αόριστο και γενικώς απαράδεκτο, μη νόμιμο ή αλυσιτελή ή σε απλώς αρνητικό ή διευκρινιστικό ισχυρισμό, δηλαδή σε ισχυρισμό, που δεν καταλήγει στην επίκληση έννομης συνέπειας και βέβαια το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε στα πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων που αντλούν αυτοί από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, έστω και αν διατυπώνονται υπό τη μορφή λόγου έφεσης, ούτε στα νομικά επιχειρήματά τους, που σε αντίθεση με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους δεν περιέχουν κρίση ως προς την επέλευση ή όχι μιας έννομης συνέπειας, αλλά προβάλλονται με σκοπό να συμβάλλουν στον καθορισμό του αληθινού νοήματος του επικαλούμενου ή αποκρουσμένου στη συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα δικαίου. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος, αν το δικαστήριο έλαβε μεν υπόψη του τον κρίσιμο ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, όμως τον απέρριψε, ρητά ή και σιωπηρά, για οποιαδήποτε τυπική ή ουσιαστική αιτία (ΑΠ 180/2014, πρβλ. επίσης, ΑΠ 243/2015, ΑΠ 279/2015, ΑΠ 9/2014) Στην προκειμένη περίπτωση με τον 1ο και με τον συναφή 4ο λόγο αναίρεσης, κατά το επικουρικό σκέλος αυτών, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση, αντίστοιχα, την πλημμέλεια της ευθείας και εκ πλαγίου παραβίασης της ουσιαστικού κανόνα δικαίου διάταξης του άρθρου 178 ΑΚ, με την αιτίαση ότι το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης με ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε την ουσιαστικού κανόνα διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ και έτσι κατέληξε στο εσφαλμένο αποδεικτικό πόρισμα ότι η σύμβαση μίσθωσης δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη. Οι ανωτέρω αναιρετικοί λόγοι όμως εκ του άρθρου 560 αρ. 1 και 6 ΚΠολΔ αντίστοιχα, οι οποίοι στηρίζονται στη διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ, δηλαδή, σε διαφορετικό ουσιαστικό κανόνα δικαίου από εκείνο της διάταξης του άρθρου 138 ΑΚ, που ερευνήθηκε κατά τα ανωτέρω και, συνεπώς, πρέπει να ερευνηθούν ξεχωριστά, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, διότι από την ένδικη αγωγή της αναιρεσείουσας Τράπεζας και από τις από 5-5-2015 προτάσεις αυτής ως εφεσίβλητης, που επιτρεπτά επισκοπούνται για τις ανάγκες των ανωτέρω αναιρετικών λόγων (1ου και 4ου κατά το επικουρικό σκέλος αυτών) προκύπτει, ότι η αναιρεσείουσα δεν θεμελίωνε την αγωγή της και στη βάση περί αντίθεσης της σύμβασης μίσθωσης στα χρηστά ήθη, ούτε ο ισχυρισμός αυτός προτάθηκε από αυτήν ως εφεσίβλητη ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά το πρώτον προβάλλεται ενώπιον του Αρείου Πάγου και συνεπώς απαραδέκτως κατ’ άρθρ. 562 αρ. 2 ΚΠολΔ. Οι περαιτέρω αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, ότι η αγωγή περιείχε τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν ακυρότητα της μίσθωσης λόγω της αντίθεσής της στα χρηστά ήθη (άρθρ. 178 ΑΚ) πρέπει επίσης, να απορριφθούν, ως απαράδεκτες, διότι ο αγωγικός ισχυρισμός πρέπει να συνάγεται άμεσα και δεν αρκεί να συνάγεται, ούτε έμμεσα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι είναι και ουσιαστικά αβάσιμες, διότι η αγωγή θεμελιωνόταν μόνο στη διάταξη του άρθρου 138 ΑΚ περί εικονικότητας.
Κατά το άρθρο 560 ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο για τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο αυτό λόγους, ένας δε από τους ως άνω λόγους είναι και ο προβλεπόμενος από την παρ. 3 του άρθρου αυτού, σύμφωνα με την οποία αναίρεση, κατά των ανωτέρω αποφάσεων επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως ιδρύεται μόνον όταν το προαναφερόμενο σφάλμα αφορά την αρμοδιότητα του ίδιου του Μονομελούς ή Πολυμελούς Πρωτοδικείου, που δίκασε ως Εφετείο και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και όχι όταν το ως Εφετείο δικάζον Μονομελές ή Πολυμελές Πρωτοδικείο επιλαμβανόμενο εφέσεως, που υπάγεται στην αρμοδιότητά του, κρίνει, εσφαλμένως, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση ήταν ή δεν ήταν αρμόδιο καθ’ ύλη (Ολ.ΑΠ 5/2003, ΑΠ 82/2011). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., κανείς δεν μπορεί να δημιουργήσει λόγο αναιρέσεως από τις δικές του πράξεις ή από πράξεις προσώπων τα οποία ενεργούν στο όνομά του, εκτός αν πρόκειται για λόγους, οι οποίοι αφορούν την δημόσια τάξη, όπως είναι και εκείνος ο οποίος αφορά την καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του δικαστηρίου, η οποία εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Η σχετική ένσταση, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 46, 559 αριθ. 5, 560 αριθ. 3 και 562 παρ. 2 περ. γ’ του Κ.Πολ.Δ., προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου για πρώτη φορά, εφόσον κατά την τελευταία αυτή περίπτωση τα συγκροτούντα αυτήν πραγματικά περιστατικά προκύπτουν από την προσβαλλομένη απόφαση ή έχουν τεθεί νομίμως υπόψη του δικαστηρίου της ουσίας, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις (ΑΠ 1573/2013, ΑΠ 1331/2008).
Με τον 6ο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφασή του την πλημμέλεια εκ του άρθρου 560 παρ. 3 ΚΠολΔ με την αιτίαση, ότι το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης παραβίασε την καθ’ ύλην αρμοδιότητά του, διότι αρμόδιο καθ’ ύλην για να δικάσει την ένδικη αγωγή, κύριο αίτημα της οποίας ήταν η αναγνώριση της απόλυτης ακυρότητας της σύμβασης μίσθωσης ως εικονικής ήταν το Πολυμελές Πρωτοδικείο (άρθρο 18 ΚΠολΔ) και ότι το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης όφειλε, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης του Ειρηνοδικείου, να παραπέμψει την αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (άρθρο 535 παρ. 2 ΚΠολΔ) και λόγω συνάφειας (άρθρο 31 παρ. 3 ΚΠολΔ) και το συναφές σκέλος της αγωγής περί απόδοσης της χρήσης των οριζοντίων ιδιοκτησιών του μισθίου ακινήτου στην ενάγουσα Τράπεζα και ήδη αναιρεσείουσα, άλλως να αναστείλει τη συζήτηση μέχρι να κριθεί το ζήτημα της εικονικότητας.
Ο λόγος αυτός, επειδή αφορά τη δημόσια τάξη, προβάλλεται κατ’ αρχήν επιτρεπτά από την αναιρεσείουσα, αν και αυτή ήταν εκείνη που δημιούργησε την ανωτέρω πλημμέλεια, με την άσκηση της αγωγής της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ξάνθης, πλην όμως, είναι απαράδεκτος, διότι το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, είχε αρμοδιότητα υλική, κατ’ άρθρ. 17Α ΚΠολΔ, να δικάσει την έφεση κατά της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Ξάνθης και, μετά την εξαφάνιση αυτής κατά παραδοχή λόγου έφεσης που αφορούσε την ουσία της υπόθεσης, ορθά κράτησε την υπόθεση και δίκασε την αγωγή κατ’ ουσίαν (άρθρο 535 αρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, το σφάλμα δεν αφορά την αρμοδιότητα του, ως Εφετείο, δικάσαντος ως άνω δικαστηρίου, αλλά την αρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δηλαδή του Ειρηνοδικείου Ξάνθης, το οποίο όφειλε κατά την αναιρεσείουσα να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο, κατά την άποψή της, καθ’ ύλην Πολυμελές Πρωτοδικείο Ξάνθης. Εκτός τούτου, όμως η αναιρεσείουσα εσφαλμένα υπολαμβάνει ότι θα έπρεπε η προσβαλλόμενη απόφαση να εφαρμόσει την διάταξη του άρθρου 535 παρ. 2 ΚΠολΔ και να παραπέμψει την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, διότι η διάταξη αυτή προϋποθέτει ότι η εκκαλουμένη εξαφανίστηκε για αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, περίπτωση που δεν συνέτρεχε στην ένδικη υπόθεση. Συνακόλουθα και ο τελευταίος, 6ος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί κατά τα ανωτέρω.
Κατόπιν όλων αυτών, συμπερασματικά, κατά ουσιαστική παραδοχή του 4ου κατά το Α’ σκέλος και του 5ου αναιρετικού λόγου της αίτησης αναίρεσης πρέπει αυτή να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλον Δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. Β’ δ’ ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη ΕΠΕ, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ) στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημα αυτής, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη ως προς τον 1ο αναιρεσίβλητο την από 12-1-2016 (αρ. κατ. 35/2016) αίτηση για την αναίρεση της οριστικής υπ’ αρ. 55/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, δικάσαντος ως Εφετείο, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών.
Αναιρεί κατά τα λοιπά, την ως άνω οριστική υπ’ αρ. 55/2015 απόφαση του ως Εφετείο δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλον Δικαστή.
Διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη ΕΠΕ στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Νοεμβρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Δεκεμβρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ